ΣτΕ 4646/2015

 

Δημόσιοι υπάλληλοι - Παράβαση καθήκοντος - Λήξη θητείας Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης - Προσφυγή ΓΕΔΔ - Υπηρεσιακό-πειθαρχικό συμβούλιο - Παραπομπή σε Ολομέλεια -.

 

Κρατήσασα άποψη: Ανεπίτρεπτη η άσκηση προσφυγής ενώπιον του ΣτΕ από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μετά τη λήξη της θητείας του κατά τελεσίδικων αποφάσεων πειθαρχικών συμβουλίων. Εφόσον η Διοίκηση δεν επικαλείται τη συνδρομή όλως εξαιρετικών συνθηκών οι οποίες κατέστησαν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή του ΓΕΔΔ στο διάστημα των είκοσι πέντε μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της λήξης της θητείας του ΓΕΔΔ και της άσκησης της κρινόμενης προσφυγής. Απαράδεκτη η προσφυγή του ΓΕΔΔ για μεταρρύθμιση απόφασης δευτεροβάθμιου πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, καθ ό μέρος δεν επεβλήθη στην καθής η προσφυγή η προσήκουσα ποινή λόγω παραβάσεως καθήκοντος (Αντίθετη μειοψηφία). Παραπομπή του ζητήματος στην Ολομέλεια λόγω σπουδαιότητας.

 

 

Αριθμός 4646/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Γ΄

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2014, με την εξής σύνθεση: Μ. Βηλαράς, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή, Α.Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Π. Τσούκας, Γ. Ζιάμος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος.

 

Για  να δικάσει την από 14 Οκτωβρίου 2011 προσφυγή:

 

του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, ο οποίος δεν παρέστη,

 

κατά των: 1) Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ο οποίος παρέστη με τον Νικ. Δημητρακόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) ..., κατοίκου ʼρτας, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Παν. Λαζαράτο (Α.Μ. 14350), που τον διόρισε στο ακροατήριο.

 

 

Με την προσφυγή αυτή ο προσφεύγων επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ αριθμ. 382/17.5.2011 απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Π. Τσούκα.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του καθ  και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή παραβόλου.

 

2. Επειδή, με την προσφυγή αυτή ζητείται η μεταρρύθμιση της 382/17.5.2011 αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, καθ ο μέρος με αυτή δεν επεβλήθη στην καθ ης η προσφυγή η προσήκουσα ποινή (της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού), αλλά η ποινή της προσωρινής παύσης τριών (3) μηνών με πλήρη στέρηση των αποδοχών.

 

3. Επειδή, ο καθ ου η κρινομένη προσφυγή, εκπαιδευτικός ΔΕ, κλάδου ΠΕ18, παραπέμφθηκε στο Ανώτερο Περιφερειακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΑΠΥΣΔΕ) Ηπείρου, με την κατηγορία ότι ως αναπληρωτής Προϊστάμενος του Τμήματος Εκπαιδευτικών θεμάτων Τεχνικής Επαγγελματικής Κατεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. ʼρτας υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 107 παρ. 1 περ. β΄ και 109 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), και συγκεκριμένα ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2002 έως και 31.8.2005 «... δεν προέβη, ως είχε καθήκον, [...] στον απαιτούμενο έλεγχο: α) της καταχώρισης απουσιών, της δικαιολόγησης απουσιών και της φοίτησης των μαθητών στα δύο Ιδιωτικά ΤΕΕ Ν. ʼρτας Σχολές Ευρώπη και Τομή [...] β) των επισήμων βιβλίων των παραπάνω ΤΕΕ Ν. ʼρτας (μητρώο μαθητών, πρακτικών συλλόγων και πρωτοκόλλων, [...] γ) της αναλογίας μαθητών και διδασκόντων καθηγητών στα εργαστηριακά μαθήματα [...], δ) ειδικότερα των βιβλίων μητρώων μαθητών των δύο ιδιωτικών ΤΕΕ, ούτως ώστε να διαπιστώσει τη σωρεία παραβάσεων που υπήρχαν σε αυτά [...]». Το ΑΠΥΣΔΕ Ηπείρου, με την 10/5.9.2010 απόφασή του, επέβαλε σε αυτόν πειθαρχική ποινή του προστίμου ίσου προς τις αποδοχές πέντε (5) ημερών για το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα. Ακολούθως, το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης επέβαλε στον καθ ου η προσφυγή, με την 382/17.5.2011 απόφασή του, την πειθαρχική ποινή του προστίμου ίσου προς τις αποδοχές τριών (3) μηνών. Με την ήδη κρινομένη προσφυγή ο Γ.Ε.Δ.Δ. ζητεί τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως αυτής και την επιβολή της προσήκουσας (οριστικής παύσεως ή υποβιβασμού) ποινής.

 

4. Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους. Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει». Εξ άλλου, στο άρθρο 95 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) β) γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ' αυτό σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. δ) ».

 

5. Επειδή, στην περίπτωση δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 (Α΄ 296), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 3200/2003 (Α΄ 281) και με την παρ. 10 του άρθρου 6 του ν. 3491/2006 (Α΄ 207) και αντικαταστάθηκε τελικά με την παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 3613/2007 (Α΄ 263), προβλέπεται ότι: «... Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά όλων των τελεσίδικων αποφάσεων όλων των πειθαρχικών συμβουλίων των φορέων του πρώτου εδαφίου για πειθαρχικά αδικήματα που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, καθώς και ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου κατά όλων των άλλων τελεσίδικων αποφάσεων μονομελών ή πειθαρχικών οργάνων. Η προσφυγή υπογράφεται από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και κατά τη συζήτηση παρίσταται μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η προθεσμία για την άσκηση των προαναφερόμενων ενστάσεων και προσφυγών αρχίζει από την υποχρεωτική κοινοποίηση των πειθαρχικών αποφάσεων στο Γραφείο του».

 

6. Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ 82/2011 7μ., 329/2012 7μ., 1670/2013 7μ., 2677/2013 κ.ά.), από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέσπισε την αρμοδιότητα του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης να ασκεί, χωρίς άλλες δικονομικές διατυπώσεις, προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των τελεσίδικων αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των φορέων του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 3613/2007 για όσα πειθαρχικά παραπτώματα, κατά τη γνώμη του, πρέπει να επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού του υπαλλήλου. Στην περίπτωση που το Συμβούλιο της Επικρατείας επιλαμβάνεται της προσφυγής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να επιβάλει, το πρώτον αυτό, την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, αφού εκτιμήσει εξ υπαρχής τα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, σε αναφορά με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και τις απόψεις τού διωκομένου υπαλλήλου. Η πρόβλεψη από το νόμο τής δυνατότητας επιβολής μείζονος πειθαρχικής ποινής στον παρανομήσαντα δημόσιο υπάλληλο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε μια τέτοια περίπτωση, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, το οποίο απαιτεί οι παρανομούντες υπάλληλοι να τιμωρούνται με την προσήκουσα, εκάστοτε, πειθαρχική ποινή, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, αλλά και συνάδει με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, η πειθαρχική υπόθεση του υπαλλήλου έχει ήδη κριθεί από υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο αποτελούμενο κατά τα δύο τρίτα από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, στο δε Συμβούλιο της Επικρατείας δυνατότητα μόνο ανατίθεται για την επιβολή, κατά την κρίση του, και των βαρύτερων πειθαρχικών ποινών του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης.

 

7. Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 1 του αυτού ν. 3074/2002 ορίζεται ότι Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης διορίζεται πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, που διαθέτει υψηλή επιστημονική κατάρτιση και απολαμβάνει ευρείας κοινωνικής αποδοχής (περ. α΄), επιλέγεται δε από το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και διορίζεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του ίδιου Υπουργού (περ. β΄). Με το άρθρο 9 του ν. 3094/2003 (Α΄ 10) προστέθηκε εδάφιο δεύτερο στην περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 και ορίσθηκε ότι η θητεία του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης είναι πενταετής και μπορεί να ανανεώνεται με την ίδια διαδικασία. Στην παρ. δ΄ της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 ορίζεται, περαιτέρω, ότι ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και οι Βοηθοί του, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Τέλος, στην παρ. 4 του άρθρου 1 του αυτού ν. 3074/2002 ορίζεται ότι ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης παύεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ύστερα από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, για ανεπάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, καθώς και για ανικανότητα εκτέλεσης των καθηκόντων του λόγω νόσου ή αναπηρίας, σωματικής ή πνευματικής.

 

8. Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Τμήμα γνώμη, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες προβλέπουν συγκεκριμένη διαδικασία διορισμού του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και καθιερώνουν ρητώς πενταετή θητεία του, δεν είναι καταρχήν επιτρεπτή, μετά τη λήξη της θητείας του, η συνέχιση της αρμοδιότητάς του να ασκεί προσφυγές, ιδίως, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τελεσιδίκων αποφάσεων πειθαρχικών συμβουλίων. Και είναι μεν ανεκτή η άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας από Γενικό Επιθεωρητή του οποίου έληξε η θητεία, μόνον, όμως, εφόσον συντρέχουν συνθήκες όλως εξαιρετικές, οι οποίες καθιστούν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή νέου Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, και πάντως όχι πέραν ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος, το οποίο κρίνεται κατά τις εκάστοτε συντρέχουσες περιστάσεις. Διαφορετική ερμηνεία των προεκτεθεισών διατάξεων, η οποία θα επέτρεπε τη χωρίς χρονικό περιορισμό συνέχιση της άσκησης προσφυγών από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μετά τη λήξη της θητείας του, δεν μπορεί να εύρει έρεισμα στην αρχή της συνέχειας των δημοσίων υπηρεσιών, δεδομένου ότι η επίμαχη αρμοδιότητα του εν λόγω Επιθεωρητή ανάγεται στον εσωτερικό έλεγχο της Δημόσιας Διοίκησης, αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος και δεν αφορά στην παροχή υπηρεσιών προς πολίτες ή στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ανάγκη στενής ερμηνείας των ανωτέρω διατάξεων, ενόψει του ότι η άσκηση της δι αυτών καθιδρυόμενης αρμοδιότητας του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να οδηγήσει, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 6, στη χειροτέρευση της θέσης του πειθαρχικώς διωκομένου. Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Παναγιώτης Τσούκας, ο οποίος υποστήριξε την ακόλουθη γνώμη: Η καθίδρυση του θεσμού τού Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Ε.Δ.Δ.) «εντάσσεται σε μια ευρύτερη προσπάθεια [του Έλληνα νομοθέτη] για την αναμόρφωση και αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης. Μια διοίκηση που οφείλει να κατοχυρώνει διαφανείς λειτουργίες, να διασφαλίζει τη χρηστή διαχείριση σε όλο το εύρος της και να θέτει υπό διαρκή έλεγχο, εσωτερικό και εξωτερικό, τις διαδικασίες και τα αποτελέσματά της» (βλ. εισηγητική έκθεση επί του σχεδίου του μετέπειτα Ν. 3074/2002, σελ. 1). Η ανάληψη της νομοθετικής αυτής προσπάθειας, η οποία ήγαγε στην ψήφιση κατ αρχάς του Ν. 3074/2002 και κατόπιν σε σειρά άλλων νόμων, ερείδεται στην εκτίμηση του νομοθέτη ότι «[...] η διαφάνεια είναι η πρώτη προϋπόθεση για ένα δίκαιο, αξιόπιστο και αποτελεσματικό κράτος, για ένα κράτος που μπορεί [...] να κατοχυρώνει την αξιοκρατία και την ισοπολιτεία», και ότι «η καταπολέμηση των φαινομένων διαφθοράς αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα», δοθέντος ότι, κατά παραδοχή τού νομοθέτη, και πάλι, «[...] στη χώρα μας φαινόμενα διαφθοράς, κακοδιοίκησης, αδιαφανών διαδικασιών, αναποτελεσματικότητας, χαμηλής παραγωγικότητας και ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών έρχονται κατά καιρούς στο προσκήνιο, απασχολούν τη δημόσια ζωή και προβληματίζουν την κοινή γνώμη που τα αντιμετωπίζει με δικαιολογημένη ευαισθησία και αξίωση να καταπολεμηθούν» (βλ. την προμνησθείσα εισηγητική έκθεση, σελ. 1). Η διαπίστωση αυτή και οι προεκτεθείσες αξιολογικές εκτιμήσεις τού νομοθέτη ελαύνονται αφ ενός από την πεποίθηση ότι η διαφθορά στη δημόσια Διοίκηση και τους κατ άρθρον 1 παρ. 2 περ. δ του Ν. 3074/2002 «φορείς» υπονομεύει καίρια τις λειτουργίες τού κράτους, το οποίο οφείλει, κατά το Σύνταγμα (αρ. 25 παρ. 1), να είναι κοινωνικό κράτος δικαίου [σε ό,τι μεν αφορά την κατοχύρωση του κράτους δικαίου στο Σύνταγμα βλ. και τις διατάξεις των άρθρων του 20 (§§ 1,2), 26, 87 (§2), 93 (§4) και 95 (§1) καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 4-25 που κατοχυρώνουν την ισότητα ενώπιον του νόμου και βασικές μορφές ελευθερίας, σε ό,τι δε αφορά τη κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους στο Σύνταγμα βλ. και τις διατάξεις των άρθρων του 17 (§§1,2), 18, 21, 22, 24, 25 και 106 (§§ 2,3)], και αφ ετέρου από την πεποίθηση ότι η διαφθορά αναιρεί τον πλέον θεμελιώδη όρο της πολιτισμένης κοινωνικής διαβίωσης και αντιμάχεται την, εξ ίσου θεμελιώδη, προϋπόθεση της οικονομικής προόδου της χώρας, ήτοι την εμπιστοσύνη στους θεσμούς τού κράτους, μεταξύ των οποίων τα όργανα της δημοσίας Διοικήσεως και των κατ άρθρον 1 παρ. 2 περ. δ του Ν. 3074/2002 «φορέων». Εξ άλλου, η δυνατότητα που με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 5 του Ν. 3613/2007 παρεσχέθη στον Γ.Ε.Δ.Δ. να ασκεί πειθαρχικού χαρακτήρα προσφυγές ως η ήδη κρινομένη ανάγεται, επίσης, στον μείζονα σκοπό, για τον οποίο καθιδρύθηκε ο θεσμός του Γ.Ε.Δ.Δ. Και μπορεί μεν η διασύνδεση του θεσμού του Γ.Ε.Δ.Δ. με την έναντι της διαφθοράς και της κακοδιοίκησης διασφάλιση της κατά το Σύνταγμα λειτουργίας του κράτους ως κοινωνικού κράτους δικαίου να μη σημαίνει την ανύψωσή του σε συνταγματική περιωπή, σημαίνει, όμως, ότι ειδικώς οι αρμοδιότητές του που αποβλέπουν κατά νόμον στην πάταξη της διαφθοράς και της οφειλόμενης στη διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων κακοδιοικήσεως ασκούνται παραδεκτώς από τον Γ.Ε.Δ.Δ. μετά τη λήξη της θητείας του και για όσο χρόνο δεν εχώρησε ανανέωση αυτής ή ο διορισμός νέου. Και τούτο διότι η παραδοχή τού απαραδέκτου θα ήγαγε στη λύση τής συνέχειας δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία λειτουργεί προκειμένου να αντιμετωπισθεί η διαφθορά και η οφειλόμενη στη διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων κακοδιοίκηση, και να διασφαλισθεί έναντι αυτών των παθολογικών κοινωνικών φαινομένων η κατά το Σύνταγμα λειτουργία τής δημόσιας Διοίκησης και των κατ άρθρον 1§2 περ. δ του Ν. 3074/2002 «φορέων» όπως το Σύνταγμα επιτάσσει, ήτοι σύμφωνα με τις συνταγματικώς αναγνωρισμένες αρχές του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους. Συνεπώς, εν προκειμένω, η κρινομένη προσφυγή του Γ.Ε.Δ.Δ. …  έχει ασκηθεί παραδεκτώς, καίτοι το δικόγραφό της κατετέθη στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 17.10.2012, ήτοι μετά τη λήξη της θητείας του στις 14.9.2009.

 

9. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο …, ο οποίος υπογράφει την κρινόμενη προσφυγή, διορίσθηκε στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης με το από 10.9.2004 Προεδρικό Διάταγμα (Γ΄ 239/14.9.2004) και η θητεία του έληξε στις 14.9.2009, ενώ η κρινόμενη προσφυγή κατατέθηκε στο Συμβούλιο Επικρατείας στις 17.10.2011. Περαιτέρω, ούτε η Διοίκηση επικαλείται τη συνδρομή όλως εξαιρετικών συνθηκών οι οποίες κατέστησαν αδύνατη την έγκαιρη επιλογή του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης στο διάστημα των είκοσι πέντε μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της λήξης της θητείας του προαναφερόμενου Γενικού Επιθεωρητή και της άσκησης της κρινόμενης προσφυγής. Εξ άλλου, η προαναφερόμενη διαδικασία επιλογής του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ουδόλως προσκρούει σε δυσχέρειες ανάλογες με εκείνες της επιλογής των μελών των ανεξάρτητων Αρχών που προβλέπονται στο Σύνταγμα (ομόφωνη απόφαση ή απόφαση λαμβανόμενη με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 101 Α παρ. 2 του Συντάγματος, πρβλ. ΣΕ 3515/2013 Ολομ.). Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε αναρμοδίως και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Κατά τη γνώμη, όμως, του Παρέδρου Παναγιώτη Τσούκα η υπό κρίση προσφυγή ασκείται παραδεκτώς και ως εκ τούτου είναι κατ ουσίαν εξεταστέα. Λόγω όμως της σπουδαιότητας του ανακύπτοντος ζητήματος, το Τμήμα κρίνει ότι το ζήτημα αυτό πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 στοιχ. α του π.δ/τος 18/89, να παραπεμφθεί προς επίλυση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Εισηγητής ορίζεται η Σύμβουλος Βασιλική Αναγνωστοπούλου-Σαρρή.

 

Δ ι ά    τ α ύ τ α

 

Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.

 

Παραπέμπει στην Ολομέλεια, προς επίλυση, το ανωτέρω ζήτημα.

 

Ορίζει εισηγητή ενώπιον της Ολομέλειας τη Σύμβουλο Βασιλική Αναγνωστοπούλου-Σαρρή.

 

Διατάσσει την επίδοση της παρούσης αποφάσεως στους διαδίκους.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Ιανουαρίου 2015

 

   Ο Προεδρεύων Σύμβουλος     Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος

 

 

              Μ. Βηλαράς                      Δ. Τετράδη

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ης Δεκεμβρίου 2015.

 

            Η Πρόεδρος του Γ' Τμήματος     Η Γραμματέας του Γ' Τμήματος

 

 

            Αικ. Συγγούνα  Δ. Τετράδη