ΣτΕ 4357/2015

 

’ρση ρυμοτομικών και αναγκαστικών απαλλοτριώσεων - Έκδοση διαπιστωτικής πράξης -.

 

Η άρση ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων για τις οποίες δεν έχει καθοριστεί με δικαστική απόφαση επί ορισμένο χρονικό διάστημα μετά την κήρυξή τους τιμή μονάδας αποζημίωσης καθίσταται υποχρεωτική, αλλά δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά μόνον αφού κριθεί με διοικητική πράξη από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και, εν τέλει, από το οικείο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, ότι το χρονικό διάστημα που παρήλθε άπρακτο από την κήρυξή τους υπερβαίνει υπό τις συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, τον εύλογο χρόνο, εντός του οποίου και μόνο είναι συνταγματικώς ανεκτή η διατήρησή τους χωρίς να συντελεσθούν. Η άρση αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των ρυμοτομικών, οι οποίες δεν συντελούνται με την καταβολή της αποζημίωσης που καθορίστηκε προσωρινώς από το αρμόδιο δικαστήριο μέσα σε ενάμιση έτος από τη δημοσίευση της σχετικής δικαστικής απόφασης επέρχεται αυτοδικαίως κατά τον κανόνα του ως άνω άρθρου 11 παρ. 3 του ΚΑΑΑ. Για την άρση όμως των απαλλοτριώσεων αυτών, η οποία επέρχεται αυτοδικαίως πρέπει να εκδοθεί πράξη της αρμόδιας αρχής. Η έκδοση της διαπιστωτικής αυτής πράξης είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση εντός τετράμηνης προθεσμίας, χωρίς πάντως το αρμόδιο όργανο να καθίσταται αναρμόδιο να την εκδώσει και σε μεταγενέστερο χρόνο, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου ιδιοκτήτη.

 

 

Αριθμός 4357/2015

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε'

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 9 Νοεμβρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Ν. Ρόζος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας του Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Χρ. Ράμμος, Θ. Αραβάνης, Σύμβουλοι, Χρ. Ντουχάνης, Ρ. Γιαννουλάτου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Νικολοπούλου.

 

Για να δικάσει την από 29 Μαρτίου 2005 αίτηση:

 

του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Στυλιανό Μπεζαντέ (A.M. 10510), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

 

κατά των: 1) ..., 2) ..., ως μοναδικών κληρονόμων του αποβιώσαντος την 5.12.1999 ..., κατοίκων Πεύκης Αττικής (...), 3) ..., κατοίκου εν ζωή Αθηνών (...), ο οποίος απεβίωσε και τη δίκη συνεχίζει ο κληρονόμος του ..., 4) ... χήρας ..., το γένος ..., κατοίκου Αθηνών (...), 5) ... και 6) Δέσποινας-..., των 4ης και 5ης κληρονόμων του αποβιώσαντος την 28.10.1995 πατρός των ..., κατοίκων Πεύκης Αττικής (...), οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο Ευαγγελία Μιμίκου (A.M. 407 Δ.Σ. Χαλκίδας), που την διόρισαν με πληρεξούσια.

 

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Δήμος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 4214/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Xp. Ντουχάνη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Δήμου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων, η οποία ζήτησε την απόρριψη της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

Αφού  μελέτησε τα σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

1.         Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται, κατά το νόμο (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, Α* 31), η καταβολή παραβόλου, ζητείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς η αναίρεση της 4214/2004 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή προσφυγή των αναιρεσιβλήτων και ακυρώθηκε η παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την αυτοδίκαιη άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ακινήτου επί των οδών Σλήμαν και Ρενιέρη των Αθηνών.

 

2.         Επειδή, όπως προκύπτει από την 93/21.5.2005 (Τόμος ΙΔ') πράξη της Ληξιάρχου του Δήμου Αθηναίων, ο εκ των αναιρεσιβλήτων ... απεβίωσε στις 20.5.2005. Με την από 2.8.2004 ιδιόγραφη διαθήκη του είχε ορίσει κληρονόμους του τον υιό του, ..., και τα εγγόνια του .... Η διαθήκη αυτή δημοσιεύθηκε κατά τη συνεδρίαση της 14.10.2005 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αρ. πρακτ. …/2005) και, όπως προκύπτει από το 59509/22.8.2008 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών, κηρύχθηκε κυρία με την 2032/2005 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Υπό τα δεδομένα αυτά, νομίμως ο ως άνω ... συνεχίζει την παρούσα δίκη για λογαριασμό του δικαιοπαρόχου του, ..., με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 3 του ττ.δ. 18/1989, Α' 8).

 

3. Επειδή, στο άρθρο 29 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ν. 2882/2001, Α' 17) ορίζονται τα εξής: «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος. 3. Οι διατάξεις περί παραγραφής και προθεσμιών του παρόντος εφαρμόζονται και επί απαλλοτριώσεων που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής, εφόσον οι σχετικές αξιώσεις έχουν γεννηθεί αλλά δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος αυτού. Εάν ο χρόνος της παραγραφής και των προθεσμιών που ορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος είναι βραχύτερος εκείνου που ορίζεται από τις παλαιές διατάξεις, τότε από την έναρξη ισχύος του παρόντος ισχύει ο βραχύτερος και αρχίζει από αυτήν. Εάν ο χρόνος της παραγραφής και των προθεσμιών με βάση τις παλαιές διατάξεις συμπληρώνεται νωρίτερα από το βραχύτερο χρόνο που ορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος, η παραγραφή ή προθεσμία συμπληρώνεται με την πάροδο του χρόνου που ορίζεται από τις παλαιές διατάξεις. 4. Επί απαλλοτριώσεων που κηρύχθηκαν πριν από την 1η Φεβρουαρίου 1971 εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις από τις οποίες διέπονταν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος. Για τον καθορισμό όμως της οριστικής τιμής μονάδας εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1, 3 και 5 έως και 8 του άρθρου 20 του παρόντος, εκτός εάν έχει κοινοποιηθεί κατά την έναρξη ισχύος αυτού η σχετική προσφυγή. 5. Απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών που κηρύχθηκαν οποτεδήποτε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα διέπονται, κατά την έκταση που ορίζεται από την παράγραφο 2, από τις διατάξεις του Κώδικα τούτου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις αυτές». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, και ιδίως των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 29, εφόσον το αίτημα να βεβαιωθεί η αυτοδικαίως επελθούσα άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης υποβάλλεται μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα, αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αιτήσεως είναι το δικαστήριο του άρθρου 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α., δηλαδή το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, ακόμη και αν η ρυμοτομική απαλλοτρίωση, για την οποία πρόκειται, είχε κηρυχθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Κώδικα αυτού (πρβλ. ΣτΕ 4281/2012, 2642/2010, 603/2008 Ολομ. κ.ά.).

 

4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Συντάγματος, «1. ... 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο συζήτησης στο δικαστήριο... 3. ... 4. ... Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως...». Η τελευταία αυτή διάταξη του εδαφίου γ' της παρ. 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος καταλαμβάνει, κατά την έννοια της, και τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που είχαν κηρυχθεί πριν από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος, εφόσον η δικαστική απόφαση που προσδιόρισε την τιμή μονάδας της αποζημίωσης εκδόθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του (ΣτΕ 3432/2005, 2663/2000 κ.ά.). Εξάλλου, από τον κανόνα της αυτοδίκαιης άρσης αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, που δεν συντελέσθηκαν λόγω μη καταβολής της ορισθείσης αποζημιώσεως εντός ενάμισι έτους από τη δημοσίευση της σχετικής δικαστικής αποφάσεως, δεν εξαιρούνται οι ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις (ΣτΕ 289/2009, 3908/2007 επταμ. κ.ά.).

 

5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2-4 του ως άνω «Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων» (Κ.Α.Α.Α.), «2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξη της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης... Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη η υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η άρση ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων για τις οποίες δεν έχει καθοριστεί με δικαστική απόφαση επί ορισμένο χρονικό διάστημα μετά την κήρυξη τους τιμή μονάδας αποζημίωσης, καθίσταται μεν υποχρεωτική, δεν επέρχεται, όμως, αυτοδικαίως, αλλά μόνον αφού κριθεί με διοικητική πράξη από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και, εν τέλει, από το οικείο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, ότι το χρονικό διάστημα που παρήλθε άπρακτο από την κήρυξη τους υπερβαίνει, υπό τις συνθήκες που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, τον εύλογο χρόνο, εντός του οποίου και μόνο είναι συνταγματικώς ανεκτή η διατήρηση τους χωρίς να συντελεσθούν (πρβλ. ΣτΕ 4281/2012, 3933/2009, 3232/2008 κ.ά.).

Αντιθέτως, η άρση αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των ρυμοτομικών, οι οποίες δεν συντελούνται με την καταβολή της αποζημίωσης που καθορίστηκε προσωρινώς από το αρμόδιο δικαστήριο μέσα σε ενάμιση έτος από τη δημοσίευση της σχετικής δικαστικής απόφασης επέρχεται αυτοδικαίως κατά τον κανόνα του ως άνω άρθρου 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. Και για την άρση, όμως, των απαλλοτριώσεων αυτών, η οποία επέρχεται αυτοδικαίως, αφού τόσο στο Σύνταγμα (άρθρο 17 παρ. 4) όσο και στο ίδιο το άρθρο 11 παρ. 3 του Κ.Α.Α.Α. προβλέπεται συγκεκριμένη προθεσμία για τη συντέλεση τους, πρέπει να εκδοθεί πράξη της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Δεδομένου, εξάλλου, ότι επί των μη συντελεσθεισών απαλλοτριώσεων του άρθρου 11 παρ. 3, ακριβώς λόγω της πρόβλεψης τακτής προθεσμίας για την καταβολή ή παρακατάθεση της αποζημίωσης δεν τίθεται ζήτημα εύλογου χρόνου διατήρησης τους, η .../εκδιδόμενη και στην περίπτωση αυτή πράξη έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα, διαπιστώνεται δηλαδή με αυτήν ότι συντρέχει περίπτωση αυτοδίκαιης άρσης της απαλλοτρίωσης λόγω μη καταβολής ή παρακατάθεσης της δικαστικώς καθορισθείσης αποζημιώσεως εντός της προβλεπομένης προθεσμίας. Η έκδοση της διαπιστωτικής πράξης είναι υποχρεωτική για τη Διοίκηση και, μάλιστα, εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 11 παρ. 3 τετράμηνης προθεσμίας, χωρίς, πάντως, το αρμόδιο όργανο να καθίσταται αναρμόδιο να την εκδώσει και σε μεταγενέστερο χρόνο (πρβλ. ΣτΕ 2571/2004) είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου ιδιοκτήτη. Εξάλλου, η διαπιστωτική αυτή πράξη ή η απόρριψη, ρητή ή σιωπηρή, του υποβληθέντος αιτήματος για την έκδοση της έχει εκτελεστό χαρακτήρα και, επομένως, προσβάλλεται παραδεκτώς ενώπιον του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου κατά το οριζόμενα στο άρθρο 11 παρ. 4 του Κ.Α.Α.Α. Τέλος, η υποβολή εκ μέρους του ενδιαφερομένου αιτήσεως για τη διαπίστωση ότι η ρυμοτομική απαλλοτρίωση έχει αυτοδικαίως αρθεί λόγω μη καταβολής ή παρακαταθέσεως της δικαστικώς ορισθείσης αποζημιώσεως εντός της νόμιμης προθεσμίας απευθείας ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, η οποία θα στερούσε τη Διοίκηση από τη δυνατότητα να ασκήσει την αρμοδιότητα να εκδώσει την προβλεπόμενη από το νόμο διαπιστωτική πράξη εξετάζοντας, καταρχήν η ίδια, αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις γΓ αυτό, δεν είναι επιτρεπτή παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποίαν ο υπόχρεος για την καταβολή της αποζημίωσης είναι ιδιώτης (ΣτΕ 1776/2006 επταμ.).

 

6. Επειδή, όπως έκανε δεκτό εν προκειμένω η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με το από 9.12.1961 β.δ/μα (Δ' 154), μνημονευόμενο στην απόφαση αυτή με την ημερομηνία δημοσίευσης του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (30.12.1961), τροποποιήθηκαν τα ρυμοτομικά σχέδια των Αθηνών και της (τότε) Κοινότητας Νέας Χαλκηδόνας του Νομού Αττικής. Με το εν λόγω ρυμοτομικό διάταγμα απαλλοτριώθηκε αναγκαστικώς λόγω ρυμοτομίας έκταση εμβαδού 316 τ.μ., η οποία ευρίσκεται στη συμβολή των οδών Σλήμαν (Βλαστού) και Ρενιέρη των Αθηνών. Για την εν λόγω ρυμοτομική απαλλοτρίωση συντάχθηκε από την πολεοδομική υπηρεσία Αθηνών η 167/1963 πράξη αναλογισμού αποζημίωσης, η οποία κυρώθηκε με την Ε 24556/1963 απόφαση του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Με την πράξη αναλογισμού αποζημιώσεως αναγνωρίσθηκε ο αναιρεσείων Δήμος Αθηναίων ως υπόχρεος για την αποζημίωση των διαδόχων του ..., ιδιοκτήτη της έκτασης που είχε ρυμοτομηθεί. Το Δημόσιο με την από 6.6.1963 αίτηση του ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών ζήτησε τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδας για την εν λόγω ρυμοτομική απαλλοτρίωση, εκδόθηκε δε η 2160/1963 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, με την οποία καθορίσθηκε προσωρινή τιμή μονάδας 500 δρχ. ανά τ.μ. Με την 621/1964 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών αναγνωρίσθηκαν ως δικαιούχοι της αποζημίωσης ο τρίτος και η τέταρτη των αναιρεσιβλήτων, ... και ..., χήρα ..., και οι … και ..., τον πρώτο από τους οποίους έχουν διαδεχθεί οι πρώτη και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων, ... και ..., και τον δεύτερο οι πέμπτη και έκτη των αναιρεσιβλήτων, .... Η διαδικασία καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδας κινήθηκε εκ νέου με αίτηση των κληρονόμων του .... μετά τη θέση σε ισχύ του ν.δ. 797/1971 (Α 1), και εκδόθηκε σχετικώς η 112/1973 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή ορίσθηκε η προσωρινή τιμή μονάδας για την επίμαχη ρυμοτομική απαλλοτρίωση σε 5.000 δραχμές ανά τ.μ. Στη συνέχεια, οι ίδιοι κληρονόμοι ... ζήτησαν τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας, εκδόθηκε δε η 8502/1979 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η οριστική τιμή αποζημίωσης καθορίσθηκε σε 12.000 δρχ. ανά τ.μ., και, περαιτέρω, ζήτησαν να αναγνωρισθούν ως δικαιούχοι της αποζημίωσης αυτής, εκδόθηκε δε η 71/1980 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι ως άνω κληρονόμοι ορίσθηκαν ως δικαιούχοι της οριστικής αποζημίωσης κατά 1/4 έκαστος. Με την από 9.10.2002 αίτηση τους ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου οι ως άνω ... και ..., καθώς και οι ..., οι οποίες είχαν διαδεχθεί τον αποβιώσαντα ..., και ... και ..., οι οποίες είχαν διαδεχθεί τον επίσης αποβιώσαντα ..., ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι το ρυμοτομηθέν ακίνητο δεν είχε περιέλθει στην κυριότητα του αναιρεσείοντος Δήμου, διότι η καθορισθείσα αποζημίωση δεν είχε καταβληθεί στους ίδιους ή παρακατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων εντός της νόμιμης προθεσμίας, να ακυρωθεί η προαναφερόμενη 167/1963 πράξη αναλογισμού αποζημίωσης και να βεβαιωθεί η αυτοδικαίως επελθούσα άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης του ακινήτου τους. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ως προς τα λοιπά της κεφάλαια, πλην του αφορώντος στην αυτοδίκαιη άρση της επίμαχης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, ακύρωσε δε την παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει την οικεία βεβαιωτική πράξη, χωρίς, όμως, να προκύπτει από τα γενόμενα δεκτά από το ίδιο ότι οι αναιρεσίβλητοι είχαν υποβάλει στη Διοίκηση σχετική αίτηση. Για το λόγο αυτό, ο οποίος θα ήταν και αυτεπαγγέλτως ληπτέος υπόψη ως αναγόμενος στις προϋποθέσεις παραδεκτού της ασκηθείσης ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου αιτήσεως και, κατά συνέπεια, στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να αναιρεθεί, η δε υπόθεση θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο δικαστήριο αυτό για νόμιμη κρίση. Λόγω, όμως, της κυμαινόμενης νομολογίας του Δικαστηρίου ως προς το θέμα αυτό (πρβλ. ΣτΕ 111/2011, 4452/2010, 1776/2006 επταμ., 3063/2001 επταμ.), το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή του σύνθεση σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, Α'8), να ορισθεί ως εισηγητής ο Σύμβουλος Χρήστος Ντουχάνης και δικάσιμος η 6η Απριλίου 2016.

 

Δ ι ά τούτα

 

Απέχει να αποφανθεί οριστικώς.

 

Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση.

 

Ορίζει νέα δικάσιμο την 6η Απριλίου 2016 και εισηγητή το Σύμβουλο, Χρήστο Ντουχάνη.          

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Σεπτεμβρίου 2012 και στις 14 Οκτωβρίου 2013

 

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος        Η Γραμματέας

και μετά την αποχώρηση της

 

Ν. Ρόζος

 

Μ. Βλασερού

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 9 Δεκεμβρίου 2015.

 

Ο Πρόεδρος του Ε Τμήματος

 

Η Γραμματέας

 

 

 

Αθ. Ράντος

 

Μ. Βλασερού