ΣτΕ 4164/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αρχή προστασίας της οικογένειας - Προστασία πολυτέκνων - Ισόβια σύνταξη πολύτεκνης μητέρας - Δικαιούχος επιζών σύζυγος (πατέρας) - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 6 άρθρου 63 ν. 1892/1990 - Παραπομπή στην Ολομέλεια -.

 

Αρμόδιος φορέας για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 1892/1990 ορίσθηκε ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.), που ενεργεί ως εντολοδόχος του Υπουργείου Υγείας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Οι αποφάσεις του Προϊσταμένου του Κλάδου Οικογενειακών Επιδομάτων του Ο.Γ.Α., που αφορούν τις παροχές οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 63 του Ν. 1892/1990, υπόκεινται σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον ειδικής επιτροπής. Μόνη παραδεκτώς προσβαλλομένη με αίτηση ακυρώσεως είναι η επί της ενστάσεως εκδιδομένη απόφαση της Επιτροπής, ή, σε περίπτωση παρελεύσεως από της υποβολής της απράκτου τριμήνου, μη τασσομένης εκ του νόμου άλλης προθεσμίας, η τεκμαιρόμενη απόρριψη της. Το άρθρο 21 του Συντάγματος επιβάλλει την προστασία της πολύτεκνης οικογένειας την οποία αποτελούν, πλην των τέκνων, και οι δύο σύζυγοι. Η διάταξη της παρ. 6 αρθρ. 63 ν. 1892/1990, καθ' ο μέρος με αυτήν δεν προβλέπεται ότι σε περίπτωση θανάτου της δικαιούχου της ισόβιας συντάξεως μητέρας, την σύνταξη δύναται να λάβει ο επιζών σύζυγος της, ο οποίος είχε την μετά τον θάνατο ευθύνη διατροφής των τέκνων, δεν είναι σύμφωνη με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις. Για να είναι πλήρης και λυσιτελής η συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία της πολύτεκνης οικογένειας, η ισόβια σύνταξη θα πρέπει να καταβάλλεται και στον επιζώντα σύζυγο (πατέρα), σε περίπτωση θανάτου της συζύγου του. Παραπομπή στην Ολομέλεια.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 4164/2005

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΤΜΗΜΑ Α'

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 31 Οκτωβρίου 2005, με την εξής σύνθεση: Σ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Μπριόλας, Ε. Δανδουλάκη, Σύμβουλοι, Α. Καλογεροπούλου, Δ. Εμμανουηλίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Κολιοπούλου.

   Για να δικάσει την από 26 Αυγούστου 2003 αίτηση:

   του Κ Ε Ρ, κατοίκου Πεύκης Αττικής (οδός Α αριθ. *), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Ευστάθιο Σερμιέ (A.M. 3951), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

   κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων" (Ο.Γ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Πατησίων αριθ. 30), ο οποίος παρέστη με τον Θεόδ. Ράπτη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: 1. η υπ' αριθ. 200405/17.3.2003 απόφαση της Προϊσταμένης του Κλάδου Οικογενειακών Επιδομάτων του Ο.Γ.Α., 2. η σιωπηρή απόρριψη της από 30.5.2003 με αριθ. πρωτ. 50 ενστάσεως του κατά της ως άνω αποφάσεως καθώς και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου, Δ. Εμμανουηλίδη.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του αναιρεσιβλήτου Οργανισμού, που ζήτησε την απόρριψη της.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

   1. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση ζητείται η ακύρωση αφ' ενός μεν της 200405/17.3.2003 πράξεως της Προϊσταμένου του Κλάδου Οικογενειακών Επιδομάτων του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του αιτούντος να του χορηγηθεί λόγω της ιδιότητος του ως πολυτέκνου πατέρα, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 63 παρ. 4 του ν. 1892/1990, η χορηγούμενη στις πολύτεκνες μητέρες ισόβια σύνταξη, αφ' ετέρου δε της τεκμαιρόμενης σιωπηρός απορρίψεως της από 9.6.2003 ενστάσεως του αιτούντος κατά της ως άνω πράξεως. Εν τω μεταξύ, εκκρεμούσης της αιτήσεως ακυρώσεως, εξεδόθη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η 524/14.11.2003 απόφαση της Επιτροπής Εκδικάσεως Ενστάσεων, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλομένη (άρθρο 45 § 2 εδαφ. τελευταίο π.δ. 18/1989, Α' 8).

   2. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (419969, 515648, 605011, 1217478/2003 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

   3. Επειδή, στο άρθρο πρώτο του ν. 1910/1944 "περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως της νομοθεσίας περί προστασίας πολυτέκνων" (Α1 229), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 860/1979 (Α 2), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : " 1. Πολύτεκνοι υπό την έννοιαν του παρόντος νόμου είναι οι γονείς οι έχοντες τέσσερα τουλάχιστον ζώντα τέκνα εκ νομίμου γάμου ή νομιμοποιηθέντα ή νομίμως αναγνωρισθέντα ... 2. ...". Περαιτέρω, σύμφωνα με το αρθρ. 63 ν. 1892/1990 (υπό τον τίτλο "Μέτρα για το δημογραφικό πρόβλημα"), στην μητέρα που αποκτά τρίτο τέκνο χορηγείται επί τριετία μηνιαίο επίδομα (παρ. 1). Εξ άλλου, επίδομα χορηγείται και στην μητέρα που θεωρείται πολύτεκνη κατά τον ν. 1910/1944, εφ' όσον η ηλικία των άγαμων τέκνων της δεν υπερβαίνει το 23ο έτος (παρ. 3, όπως ισχύει τροποποιηθείσα με την παρ. 2 αρθρ. 39 ν. 2459/1997, Α' 17). Στην παρ. 4 ορίζεται ότι "Στην μητέρα που δεν δικαιούται πλέον το επίδομα της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται ισόβια σύνταξη ίση προς το τετραπλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη. ..." και στην παρ. 5 ότι "Τα επιδόματα των προηγούμενων παραγράφων καταβάλλονται στη μητέρα ανεξάρτητα από κάθε άλλο επίδομα, μισθό, σύνταξη, αμοιβή, αποζημίωση κ.λπ.". Τέλος, στην παρ. 6 ορίζεται ότι "Σε περίπτωση οριστικής διακοπής της συγκατοίκησης των παιδιών με τη μητέρα λόγω υπαιτίου εγκατάλειψης τους από αυτήν ή λόγω θανάτου της, τα επιδόματα των παρ. 1, 2 και 3 αυτού του άρθρου καταβάλλονται σε όποιον έχει την κύρια ή αποκλειστική ευθύνη διατροφής των παιδιών. Η χορήγηση της σύνταξης της παρ. 4 αυτού του άρθρου αποκλείεται σε περίπτωση προηγούμενης υπαιτίου εγκατάλειψης των παιδιών από τη μητέρα". Κατ' επίκληση εξουσιοδοτήσεως, που περιέχεται στην παρ. 7 του προαναφερθέντος άρθρου 63 του ν. 1892/1990, εκδόθηκε η Γ1α/440/7.2.1991 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β' 90). Με την απόφαση αυτή, η οποία κυρώθηκε, και απέκτησε ισχύ νόμου από τότε που ίσχυσε, με την διάταξη του άρθρου 18 παρ. 9 του ν. 2008/1992 (Α' 16), ως αρμόδιος φορέας για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 1892/1990 ορίσθηκε "ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.), που ενεργεί ως εντολοδόχος του Υπουργείου Υγείας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων" (άρθρο 1 παρ. 1), προβλέφθηκε δε ότι, για την αντιμετώπιση των σχετικών δαπανών, ο Ο.Γ.Α. επιχορηγείται από τον κρατικό προϋπολογισμό (άρθρο 1 παρ. 2). Περαιτέρω, η απόφαση αυτή, καθορίζοντας τα όργανα και την διαδικασία απονομής των ανωτέρω παροχών, προέβλεψε, ειδικώτερα, ότι για την αναγνώριση του δικαιώματος επί των παροχών αυτών αρμόδιος είναι ο Προϊστάμενος του Κλάδου Οικογενειακών Επιδομάτων του Ο.Γ.Α. (άρθρο 3), κατά της πράξεως του οποίου χωρεί ένσταση, η οποία έχει χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής (Σ.τ.Ε. 2578/2003), ενώπιον ειδικής επιτροπής (άρθρο 11). Εξάλλου, στην εισηγητική έκθεση του ν. 1892/1990 και στα σχετικά πρακτικά συνεδριάσεων της Βουλής αναφέρεται ότι το δημογραφικό πρόβλημα συνιστά το πρώτο εθνικό πρόβλημα με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, η αλλαγή δε των δημογραφικών δεδομένων αποτελεί την βάση για την οικονομική ανάπτυξη της Χώρας, ενώ ως κίνητρο προς την κατεύθυνση αυτή, θεσπίζεται η χορήγηση των προπεριγραφεισών παροχών, οι οποίες καταβάλλονται ανεξάρτητα από κάθε άλλο επίδομα, μισθό, σύνταξη, αμοιβή ή αποζημίωση.

   4. Επειδή, οι παραπάνω παροχές (επιδόματα, σύνταξη) καταβάλλονται μεν από τον Ο.Γ.Α., υπό την ιδιότητα, όμως, του εντολοδόχου του Ελληνικού Δημοσίου, δεν συναρτώνται δε προς την ύπαρξη ασφαλιστικής σχέσεως ή προς προϋποθέσεις που προσιδιάζουν σε ασφαλιστική παροχή (όπως, η εγγραφή σε ασφαλιστικό οργανισμό, η συμπλήρωση ελαχίστου χρόνου ασφαλίσεως, η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ.), αλλ' έχουν, προεχόντως, χαρακτήρα κινήτρου για την ανατροπή των δυσμενών δημογραφικών δεδομένων και την αντιμετώπιση των εντεύθεν γενικότερων οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων. Επομένως, οι διατάξεις του ν. 1892/1990, οι οποίες θεσπίζουν τις παροχές αυτές δεν εμπίπτουν στην κατά το αρθρ. 7 παρ. 1 ν. 702/1977 νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως και, ως εκ τούτου, η άρνηση ή η παράλειψη των αρμοδίων οργάνων του Ο.Γ.Α. οι σχετικές με την χορήγηση τους, δεν υπόκεινται, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του ν. 702/1977, σε προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αλλά δημιουργούν ακυρωτικές διαφορές, αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση των οποίων είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας και, ειδικώτερα, το Α' Τμήμα αυτού, διότι πρόκειται περί ενδίκου βοηθήματος που αφορά σε διαφορά που προκύπτει από την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κοινωνικής προστασίας γενικώς (αρθρ. 1 περ. α' π.δ. 361/2001, Α' 244, βλ. Σ.τ.Ε. 468/2005 επταμ.).

   5. Επειδή, κατά το άρθρο 10 της προαναφερθείσης Γ1α/440/7.2.1991 Κοινής Αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β' 90), "Αρμόδιο όργανο για την αναγνώριση του δικαιώματος στις παροχές που θεσπίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 1892/1990, τον προσδιορισμό του ποσού αυτών και του χρόνου έναρξης και λήξης του δικαιώματος, καθώς και την ανάκληση, την αναστολή και την επαναχορήγηση της παροχής, ορίζεται ο Προϊστάμενος του Κλάδου Οικογενειακών Επιδομάτων του Ο.Γ.Α. ή ο νόμιμος αναπληρωτής αυτού". Περαιτέρω, στο άρθρο 11 της ίδιας αποφάσεως ορίζεται ότι: "1. Κατά της πράξης του αρμοδίου για την χορήγηση των παροχών του άρθρου 63 του Ν. 1892/1990 οργάνου, επιτρέπεται η άσκηση ένστασης από τον ενδιαφερόμενο, ενώπιον Επιτροπής που εδρεύει στον Ο.Γ.Α. ... 2. Η ένσταση ασκείται μέσα σε προθεσμία (2) μηνών από την ημερομηνία της κοινοποιήσεως της προσβαλλόμενης πράξης, παραδίνεται δε ή στέλνεται στον Ανταποκριτή του Ο.Γ.Α. που υποβλήθηκε η αρχική αίτηση για την χορήγηση των παροχών". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι αποφάσεις του Προϊσταμένου του Κλάδου Οικογενειακών Επιδομάτων του Ο.Γ.Α., που αφορούν τις παροχές οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 63 του Ν. 1892/1990, υπόκεινται σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της προβλεπομένης από το άρθρο 11 της παραπάνω αποφάσεως επιτροπής (Σ.τ.Ε. 2578/2003). Ως εκ τούτου, μόνη παραδεκτώς προσβαλλομένη με αίτηση ακυρώσεως είναι η επί της ενστάσεως εκδιδομένη απόφαση της Επιτροπής, ή, σε περίπτωση παρελεύσεως από της υποβολής της απράκτου τριμήνου, μη τασσομένης εκ του νόμου άλλης προθεσμίας, η τεκμαιρόμενη απόρριψη της. Ήδη, όμως, εν προκειμένω, με την κρινομένη αίτηση παραδεκτώς συμπροσβάλλεται και η 524/14.11.2003 απόφαση της Επιτροπής Εκδικάσεως Ενστάσεων, εκδοθείσα εκκρεμούσης της ασκηθείσης αιτήσεως ακυρώσεως, με την οποία απερρίφθη και ρητώς η ασκηθείσα ένσταση (ενδικοφανής προσφυγή) του αιτούντος κατά της ως άνω πράξεως του Προϊσταμένου του Κλάδου Οικογενειακών Επιδομάτων του Ο.Γ.Α.. Αντιθέτως, απαραδέκτως στρέφεται η υπό κρίση αίτηση κατά της 200405/17.3.2003 αρχικής απορριπτικής πράξεως του Ο.Γ.Α., η οποία ως υποκείμενη σε ενδικοφανή προσφυγή δε μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς με αίτηση ακυρώσεως καθώς έχει ενσωματωθεί τόσο στην ως άνω τεκμαιρόμενη σιωπηρά απόρριψη, όσο και στην, εν συνεχεία, εκδοθείσα ρητή απορριπτική απόφαση.

   6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο αιτών, χήρος και πατέρας τριών, ανηλίκων κατά το θάνατο της συζύγου του, τέκνων, ελάμβανε, κατ' εφαρμογή των άρθρων 1 παρ. 7 του Ν. 1910/1944 και άρθρου 63 παρ. 3 του Ν. 1892/1990 το επίδομα πολυτέκνου. Μετά τη διακοπή της καταβολής του ως άνω επιδόματος την 1.3.1997, ο αιτών υπέβαλε την 12/21.1.2002 αίτηση προς τον Ο.Γ.Α., με την οποία ζήτησε να του χορηγηθεί ισόβια σύνταξη κατ' εφαρμογή του άρθρου 63 παρ. 4 του Ν. 1892/1990. Με την 200405/17.3.2003 απόφαση της η Προϊσταμένη του Κλάδου Οικογενειακών Επιδομάτων του Ο.Γ.Α. αρνήθηκε την ικανοποίηση του παραπάνω αιτήματος, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγηση ισόβιας συντάξεως, καθώς αυτή χορηγείται μόνο στην πολύτεκνη μητέρα βάσει του άρθρου 63 παρ. 4 του Ν. 1892/1990. Κατά της πράξεως αυτής ο αιτών άσκησε την από 9.6.2003 ένσταση του προς τον Ο.Γ.Α., η οποία τεκμαίρεται, βάσει του άρθρου 45 παρ. 2 β του Π.Δ. 18/1989, ότι απορρίφθηκε σιωπηρώς μετά την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της. Εν συνεχεία, εξεδόθη και η 524/14.11.2003 απόφαση της Επιτροπής Εκδικάσεως Ενστάσεων, με την οποία απερρίφθη και ρητώς η ως άνω ένσταση του αιτούντος κατά της εν λόγω πράξεως του Προϊσταμένου.

   7. Επειδή, στο αρθρ. 21 του Συντάγματος ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: "1. ... 2. Πολύτεκνες οικογένειες, ..., έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος. ... 5. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους" (όπως η παρ. 5 προσετέθη με το Ψήφισμα της 6ης-4-2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής).

   8. Επειδή, από τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του ν. 1892/1990 (όπως τροποποιηθείς ισχύει), σε συνδυασμό με την εισηγητική έκθεση, προκύπτει ότι ο νομοθέτης, για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, έλαβε ορισμένα οικονομικής φύσεως μέτρα για την προστασία των πολύτεκνων οικογενειών. Έτσι, κατ' αρχάς μεν προνόησε για την καταβολή μηνιαίου επιδόματος στην πολύτεκνη μητέρα για κάθε άγαμο τέκνο ηλικίας μέχρι 23 ετών (αρθρ. 63 παρ. 3). Σε περίπτωση οριστικής διακοπής της συγκατοίκησης των παιδιών με την μητέρα, λόγω εγκαταλείψεως ή λόγω θανάτου, το επίδομα λαμβάνει εκείνος ο οποίος έχει την κύρια ή αποκλειστική ευθύνη διατροφής των παιδιών (αρθρ. 63 παρ. 6). Περαιτέρω, στην μητέρα, που δεν δικαιούται το παραπάνω επίδομα, χορηγείται ισόβια σύνταξη, η οποία της καταβάλλεται, όπως εξ άλλου και το επίδομα, ανεξάρτητα από κάθε άλλο επίδομα, μισθό, σύνταξη, αμοιβή, αποζημίωση κ.λπ. (αρθρ. 6 παρ. 4). Η ισόβια, όμως, αυτή σύνταξη, όπως συνάγεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, χορηγείται αποκλειστικά στην μητέρα και δεν καταβάλλεται σε άλλο πρόσωπο, σε περίπτωση που αυτή είχε οριστικώς εγκαταλείψει τα τέκνα της ή αποβιώσει, ακόμα και αν το άλλο αυτό πρόσωπο είχε την κύρια ή αποκλειστική ευθύνη διατροφής των τέκνων.

   9. Επειδή, η διάταξη της παρ. 6 αρθρ. 63 ν. 1892/1990, καθ' ο μέρος με αυτήν δεν προβλέπεται ότι σε περίπτωση θανάτου της δικαιούχου της ισόβιας συντάξεως μητέρας, την σύνταξη δύναται να λάβει ο επιζών σύζυγος της, ο οποίος είχε την μετά τον θάνατο ευθύνη διατροφής των τέκνων, δεν είναι σύμφωνη με τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις. Τούτο δε διότι το άρθρο 21 του Συντάγματος επιβάλλει την προστασία της πολύτεκνης οικογένειας την οποία αποτελούν, πλην των τέκνων, και οι δύο σύζυγοι. Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτό να χορηγείται μόνον στον έναν από τους συζύγους (στην μητέρα) παροχή, υπό την ιδιότητα του πολυτέκνου συζύγου, σε περίπτωση δε θανάτου να μην λαμβάνει ο επιζών την παροχή αυτή, απομειουμένης, με τον τρόπο αυτόν, της προς την πολύτεκνη οικογένεια προστασίας, εφ' όσον και οι δύο σύζυγοι αποτελούν μέλη της συνταγματικώς προστατευόμενης οικογενείας. Εξ άλλου, σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση του ν. 1892/1990, οι παροχές του νόμου αυτού, δηλαδή τόσο το επίδομα, όσο και η ισόβια σύνταξη, έχουν, προσέτι, τον χαρακτήρα κινήτρου προς τους νέους γονείς για την δημιουργία πολύτεκνων οικογενειών, με στόχο την αντιμετώπιση του οξέος δημογραφικού προβλήματος της Χώρας. Η δε χορήγηση της συντάξεως αποτελεί επί πλέον κίνητρο προς τους γονείς, δεδομένου, ότι η οικονομική ενίσχυση προς αυτούς δεν θα παύσει να χορηγείται, λόγω της ηλικίας των τέκνων. Συνεπώς, για να είναι πλήρης και λυσιτελής η συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία της πολύτεκνης οικογένειας, η ισόβια σύνταξη θα πρέπει να καταβάλλεται και στον επιζώντα σύζυγο (πατέρα), σε περίπτωση θανάτου της συζύγου του. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να γίνει δεκτή και η προσβαλλομένη απόφαση να ακυρωθεί.

   10. Επειδή, μετά την κρίση περί αντιθέσεως της διατάξεως της παρ. 6 αρθρ. 63 ν. 1892/1990 προς το αρθρ. 21 του Συντάγματος, το Τμήμα, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 5 του αρθρ. 100 του Συντάγματος, παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου και ορίζει εισηγητή την Σύμβουλο Ελένη Δανδουλάκη.

   Δια ταύτα

   Παραπέμπει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας και ορίζει ως εισηγητή την Σύμβουλο Επικρατείας Ελένη Δανδουλάκη.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 2005 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.