ΣτΕ 3977/2010

 

Διακοπή ρυπογόνου βιομηχανικής δραστηριότητας στο Σχηματάρι Βοιωτίας -.

 

Συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας η παράλειψη της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Βοιωτίας να ερευνήσει ενδελεχώς τις συνθήκες λειτουργίας βιομηχανικής εγκαταστάσεως εν σχέσει προς τη ρύπανση και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και τη διαχείριση των αποβλήτων της και, αναλόγως του πορίσματός της, να επιβάλει κυρώσεις προσωρινής ή οριστικής, μερικής ή ολικής διακοπής λειτουργίας της επίδικης δραστηριότητας.

 

 

 

... Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 24 παρ.1 του Συντάγματος, του άρθρου 174 της Συνθήκης Ε.Κ., του ν. 1634/1986 και του ν. 1650/1986, εφόσον ο συντακτικός και κοινοτικός νομοθέτης, έχοντας επίγνωση του οικολογικού προβλήματος, ανήγαγαν το φυσικό περιβάλλον σε αντικείμενο ιδιαίτερης έννομης προστασίας, η προστασία αυτή πρέπει να είναι πλήρης και αποτελεσματική. Κατά συνέπεια, η ανωτέρω συνταγματική διάταξη καθιστά υποχρεωτική για μεν τον κοινό νομοθέτη και τη διοίκηση τη λήψη των προς τούτο αναγκαίων προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων, και δη είτε κανονιστικών είτε γενικών ατομικών είτε ατομικών, για δε τα δικαστήρια την παροχή αποτελεσματικής προστασίας στο φυσικό περιβάλλον. Εντεύθεν έπεται ότι η παράλειψη της διοικήσεως προς λήψη των μέτρων αυτών συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας υποκείμενη σε ακύρωση από το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, εφόσον άλλως η μεν συνταγματική επιταγή θα μετέπιπτε σε θεωρητική διακήρυξη της αρχής, το δε φυσικό περιβάλλον θα παρέμενε άνευ προστασίας, εκτεθειμένο σε ανεπανόρθωτη καταστροφή, εναντίον της σαφούς βουλήσεως του συνταγματικού νομοθέτη. Εξ άλλου, από τις παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι στις περιπτώσεις προκλήσεων ρυπάνσεως ή υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως της αυτοτελούς υποχρεώσεως της κεντρικής διοικήσεως για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, τόσο η κεντρική διοίκηση όσο και η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση δεν έχουν διακριτική ευχέρεια επιβολής κυρώσεων στους παραβάτες αλλά δέσμια υποχρέωση. Η υποχρέωση αυτή ειδικώς για τα διαταραχθέντα οικοσυστήματα, όπως ο Ασωπός ποταμός, είναι ιδιαιτέρως έντονη, βασιζόμενη στις διατάξεις εσωτερικού αλλά και διεθνούς δικαίου. Το είδος της επιβαλλομένης κυρώσεως ανήκει, κατ’ αρχήν, στη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 30 του ν. 1650/1986, συνδέεται δε με την ένταση και την έκταση της προκαλούμενης ρυπάνσεως και υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος και τη δυνατότητα αποτροπής τους. Σε περίπτωση όμως έντονης υποβαθμίσεως και καθ’ υποτροπή προκλήσεως ρυπάνσεως από επιχείρηση, η οποία παραλείπει να συμμορφωθεί προς τα υποδεικνυόμενα μέτρα, ως και όταν η λήψη αποσπασματικών μέτρων είναι ανέφικτη, δεν αρκεί η επιβολή αλλεπάλληλων μέτρων, αλλά προσαπαιτείται, κατά νόμο η διακοπή της ρυπογόνου δραστηριότητας. Εξ άλλου, η οικεία νομαρχιακή αυτοδιοίκηση έχει την αρμοδιότητα να επιβάλει ως διοικητική κύρωση την ολική ή μερική προσωρινή ή οριστική, διακοπή της λειτουργίας της δραστηριότητας σε περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων του εν λόγω νόμου και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, ενώ και από τις διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 2 του ν. 1650/1986 συνάγεται ότι η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση έχει την αρμοδιότητα να επιβάλει την προσωρινή απαγόρευση ή την οριστική διακοπή της λειτουργίας επιχείρησης που προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Στην τελευταία αυτή διάταξη παραπέμπει και το άρθρο 17 της ΚΥΑ Η.Π.13588/725/06 για τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων. Ενόψει τούτων, ναι μεν η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Βοιωτίας δεν ήταν κατά νόμο αρμόδια να ανακαλέσει την έγκριση περιβαλλοντικών όρων του εργοστασίου εταιρείας, διότι αρμόδιος είναι ο Υπουργός, ενόψει όμως των διατάξεων του άρθρου 24 παρ.1 του Συντάγματος, του ν. 3325/2005 και του άρθρου 30 παρ. 2 του ν. 1650/1986, η εν λόγω νομαρχιακή αυτοδιοίκηση έχει την αρμοδιότητα, ακόμη και χωρίς τη σύμπραξη άλλων συναρμοδίων υπηρεσιών, να επιβάλει τις προβλεπόμενες κυρώσεις, μεταξύ των οποίων και προσωρινή ή οριστική διακοπή της λειτουργίας σε δραστηριότητες που λειτουργούν κατά παράβαση των ανωτέρω κανονιστικών διατάξεων ή που προκαλούν ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Συνεπώς, πράξη της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Βοιωτίας με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ανακλήσεως αδειών ίδρυσης και λειτουργίας εταιρείας, δεν αιτιολογείται νομίμως. Τούτο, διότι κάθε φορά που οι αρμόδιες αρχές, όπως εν προκειμένω, η ως άνω νομαρχιακή αυτοδιοίκηση διαπιστών ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος και μάλιστα ευαίσθητων οικοσυστημάτων εξαιτίας της δραστηριότητας μιας βιομηχανικής εγκατάστασης και περαιτέρω παραβίαση των όρων λειτουργίας της, ιδίως αυτών που συνδέονται με τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων, δεν αρκεί η επιβολή διαδοχικών προστίμων αλλά, ενόψει και της αρχής της προλήψεως, σε περίπτωση που τα ληφθέντα μέτρα δεν επαρκούν ή δεν τηρούνται, ανακύπτει υποχρέωση για την ανάκληση των σχετικών αδειών και εγκρίσεων. Συνεπώς, η εν λόγω νομαρχιακή αυτοδιοίκηση όφειλε να ερευνήσει ενδελεχώς τις συνθήκες λειτουργίας της βιομηχανικής εγκαταστάσεως και, αναλόγως του πορίσματός της, να επιβάλει τις νόμιμες κυρώσεις προσωρινής ή οριστικής, μερικής ή ολικής διακοπής λειτουργίας της επίδικης δραστηριότητας, παρέλειψε δε κατά τούτο οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια.