ΣτΕ 3428/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αρχή ισότητας - Κατάταξη σε μισθολογικά κλιμάκια - Προσωπική διαφορά - Παραγραφή αξιώσεων κατά ΝΠΔΔ - Παραγραφή διετής - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 48 ν.δ. 496/1974 - Παραπομπή σε Ολομέλεια -.

 

Μέχρι την επανακατάταξη των υπαλλήλων του δημοσίου και των ν.π.δ.δ. σε Μ.Κ. βάσει του ν. 1810/1988, που εσήμανε την κατάργηση της παρεχομένης βάσει του άρθρου 3 παρ. 6 του ν. 1476/1984 προσωπικής διαφοράς, η τελευταία αυτή διάταξη επέβαλε, στην περίπτωση που οι αποδοχές του υπαλλήλου που εμονιμοποιείτο ήσαν, κατά την ημέρα διορισμού του σε οργανική θέση του δημοσίου ή ν.π.δ.δ., ανώτερες από τις αποδοχές του βαθμού της νέας θέσεως, στην οποία διοριζόταν, να διατηρήσει αυτός τις ανώτερες καταβαλλόμενες αποδοχές μέχρι του χρόνου εξισώσεως αυτών προς τις αποδοχές της νέας του θέσεως. Για την εξεύρεση του ύψους της ανωτέρω διαφοράς,  τα αρμόδια όργανα του δημοσίου ή των ν.π.δ.δ. ως αποδοχές που «καταβάλλονταν» οφείλουν να λαμβάνουν υπ' όψη είτε το ποσό το οποίο ανέρχονταν οι αποδοχές οι οποίες, κατά τον κρίσιμο χρόνο, πράγματι και κατά τρόπο τακτικό και πάγιο εχορηγούντο στον μονιμοποιούμενο, ώστε να έχουν τον χαρακτήρα μισθού, είτε το ποσό στο οποίο οι ανωτέρω αποδοχές του κρισίμου χρόνου διαμορφώθηκαν μεταγενεστέρως με αποφάσεις των αρμοδίων δικαστηρίων, ενώ, εξ άλλου, τα όργανα αυτά δεν επιτρέπεται, επ' ευκαιρία του υπολογισμού της διαφοράς αποδοχών, να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του κατά τα ανωτέρω προσδιορισθέντος ύψους των αποδοχών του κρίσιμου χρόνου. Ειδική βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή εις βάρος των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ., με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων απολαυών ή αποζημιώσεως εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η ρύθμιση αυτή αντίκειται τόσο στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου ότι περιορίζει τα περιουσιακά δικαιώματα ειδικά των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ. χωρίς αυτό να δικαιολογείται από λόγους δημόσιας ωφέλειας και συνεπώς δεν είναι εφαρμοστέα. Παραπομπή στην Ολομέλεια.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 3428/2006

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΤΜΗΜΑ ΣΤ'

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 13 Μαρτίου 2006 με την εξής σύνθεση: Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ' Τμήματος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Στ. Χαραλάμπους, Δ. Αλεξανδρής, Κ. Ευστρατίου, Σύμβουλοι, Α. Χλαμπέα, Φ. Γιαννακού, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος, Γραμματέας του ΣΤ' Τμήματος.

   Για να δικάσει την από 2 Ιουνίου 2003 αίτηση :

   του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Γ. ΠΕ.Σ.Υ.-ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΤΤΙΚΗΣ», που εδρεύει στο Χαϊδάρι Αττικής (Λεωφ. Αθηνών αρ. 360), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Πολέμη (Α.Μ.9972), που τον διόρισε με εξουσιοδότηση ο Διοικητής του Νοσοκομείου,

   κατά της Α Ι, κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής, οδός Π. Μ αρ. *, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Λεωνίδα Πανούση (A.M. 4349), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

   Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Νοσοκομείο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2996/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Α. Χλαμπέα.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσιβλήτου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

   Αφού   μελέτησε   τα   σ χ ε τ ι κά ε γ γ ρ α φ α

   Σκέφθηκε   κατά   το   Νόμο

   1.  Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου.

   2.   Επειδή,  με την αίτηση αυτή  ζητείται  η αναίρεση  της 2996/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία κατ' αποδοχή εφέσεως της  αναιρεσιβλήτου,   υπαλλήλου,  κλάδου  ΔΕ,  του  αναιρεσείοντος Νοσοκομείου* κατά της 4509/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών,   εξαφανίστηκε   η   πρωτόδικη   αυτή   απόφαση   και   στη   συνέχεια εκδικάσθηκε και έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της, υποχρεώθηκε δε το εν λόγω Νοσοκομείο να της καταβάλει το ποσό των 6.708,57 ευρώ (2.285.947 δρχ.), ως διαφορά   αποδοχών,    λόγω   εσφαλμένου    υπολογισμού    της   προσωπικής διαφοράς,  που   κατά  το  άρθρο  3  παρ.   6  του  ν.   1476/1984,   έπρεπε  να καταβληθεί σ' αυτήν, για την χρονική περίοδο από 1.8.1991 έως 31.5.1996.

   3.   Επειδή,   η   υπόθεση   εισάγεται   προς   συζήτηση   στην   επταμελή σύνθεση του  ΣΤ' Τμήματος μετά την υπ' αριθμ.  3065/2005 παραπεμπτική απόφαση του ιδίου Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση.

   4. Επειδή, ο ν. 1476/1984 «Διορισμός σε μόνιμες θέσεις του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ., των Ο.Τ.Α. και άλλες διατάξεις» (Α' 136) έδωσε την δυνατότητα στο προσωπικό που υπηρετούσε κατά τη δημοσίευση του στο δημόσιο, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου να διορισθεί σε θέσεις κλάδου αντιστοίχου με την ειδικότητα και τους όρους με τους οποίους κάθε διοριζόμενος είχε προσληφθεί ή με τα καθήκοντα που ασκούσε, ανάλογα με τα τυπικά ή ουσιαστικά του προσόντα (βλ. άρθρα 1 παρ. 1 και 3 παρ. 1 του νόμου) και όρισε ότι οι θέσεις αυτές είναι οργανικές και συνιστώνται με αυτοδίκαιη μετατροπή των οργανικών θέσεων ιδιωτικού δικαίου που κατέχονται από το διοριζόμενο προσωπικό σε θέσεις μονίμων υπαλλήλων αντίστοιχης ειδικότητας ή με την αυτοδίκαιη σύσταση θέσεων μονίμων υπαλλήλων σε κλάδους αντίστοιχης ειδικότητας σε περίπτωση που οι διοριζόμενοι δεν κατέχουν οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου (βλ. άρθρο 2 παρ. 3 του νόμου). Εξ άλλου, στο άρθρο 3 παρ. 6 του ιδίου νόμου ορίσθηκαν τα εξής: «Οι διοριζόμενοι παίρνουν τις αποδοχές του βαθμού της νέας θέσης από την ημερομηνία που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η πράξη διορισμού τους. Αν οι αποδοχές αυτές είναι κατώτερες από εκείνες που τους καταβάλλονταν, οι διοριζόμενοι διατηρούν τις αποδοχές που έπαιρναν κατά το διορισμό τους μέχρις ότου να εξισωθούν με αυτές οι αποδοχές του βαθμού τους . . .». Στη συνέχεια, εν όψει της δημοσιεύσεως του ν. 1505/1984 «Αναδιάρθρωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις» (Α' 194), εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 96914/3585/25.11.1985 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως και Οικονομικών (Β' 24), κυρωθείσα με το άρθρο 12 παρ. 2 περ. β' του ν. 1643/1986 (Α' 126), με την οποία ορίσθηκε ότι η κατάταξη στα Μ.Κ. του ν. 1643/1986 των υπαλλήλων που διορίζονται με μόνιμες θέσεις κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1476/1984 θα γίνει με βάση τον συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους (όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 16 του ν. 1505/1984), τον κλάδο στον οποίο διορίζονται και το τυπικό προσόν διορισμού τους. Επίσης ορίσθηκε ότι: «Η τυχόν προκύπτουσα επιπλέον διαφορά μεταξύ καταβαλλομένων και δικαιουμένων αποδοχών κατά την ημέρα διορισμού τους διατηρείται ως προσωπική διαφορά στο Μ.Κ. κατάταξης τους και θα μειώνεται κάθε φορά κατά το ποσό της αύξησης που θα παίρνουν, μετά την κατάταξη τους σε Μ.Κ., από χορήγηση επομένων Μ.Κ., ή χρονοεπιδόματος μέχρι την εξαφάνιση της». Ακολούθησε ο ν. 1810/1988 (Α' 223) για την επανακατάταξη από 17.1988 των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων ν.π.δ.δ. στα μισθολογικά κλιμάκια του ν. 1505/1984, με το άρθρο 9 του οποίου ορίσθηκε για όλους εν γένει τους επανακατατασσομένους υπαλλήλους ότι «τυχόν προκύπτουσα διαφορά μεταξύ καταβαλλομένων και δικαιούμενων αποδοχών κατά την ημέρα της επανακατάταξής τους διατηρείται ως προσωπική διαφορά στο μισθολογικό κλιμάκιο επανακατάταξής».

   5. Επειδή, από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι μέχρι την επανακατάταξη των υπαλλήλων του δημοσίου και των ν.π.δ.δ. σε Μ.Κ. βάσει του ν. 1810/1988, που κατά τα ήδη κριθέντα (ΣτΕ 1378/1994) εσήμανε την κατάργηση της παρεχομένης βάσει του άρθρου 3 παρ. 6 του ν. 1476/1984 προσωπικής διαφοράς, η τελευταία αυτή διάταξη επέβαλε, στην περίπτωση που οι αποδοχές του υπαλλήλου που εμονιμοποιείτο ήσαν, κατά την ημέρα διορισμού του σε οργανική θέση του δημοσίου ή ν.π.δ.δ., ανώτερες από τις αποδοχές του βαθμού της νέας θέσεως, στην οποία διοριζόταν, να διατηρήσει αυτός τις ανώτερες καταβαλλόμενες αποδοχές μέχρι του χρόνου εξισώσεως αυτών προς τις αποδοχές της νέας του θέσεως, εν όψει της ρητώς εκφρασθείσης στην εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 3 του ν. 1476/1984 βουλήσεως του νομοθέτη να μη προβεί σε μείωση των αποδοχών των μονιμοποιουμένων υπαλλήλων. Εξ άλλου, για την εξεύρεση του ύψους της ανωτέρω διαφοράς, κατά την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 1476/1984 και της προαναφερθείσης ΚΥΑ, τα αρμόδια όργανα του δημοσίου ή των ν.π.δ.δ. ως αποδοχές που «καταβάλλονταν» οφείλουν να λαμβάνουν υπ' όψη είτε το ποσό το οποίο ανέρχονταν οι αποδοχές οι οποίες, κατά τον κρίσιμο χρόνο, πράγματι και κατά τρόπο τακτικό και πάγιο εχορηγούντο στον μονιμοποιούμενο, ώστε" να έχουν τον χαρακτήρα μισθού, είτε το ποσό στο οποίο οι ανωτέρω αποδοχές του κρισίμου χρόνου διαμορφώθηκαν μεταγενεστέρως με αποφάσεις των αρμοδίων δικαστηρίων, ενώ, εξ άλλου, τα όργανα αυτά δεν επιτρέπεται, επ' ευκαιρία του υπολογισμού της διαφοράς αποδοχών, να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του κατά τα ανωτέρω προσδιορισθέντος ύψους των αποδοχών του κρίσιμου χρόνου. (ΣτΕ 490/2003 7μελής, 1187/2003 επταμ., 1767/2003 επτ., 3355/2000 επτ.).

   6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη προσλήφθηκε από το αναιρεσείον Νοσοκομείο στις 21.8.1981 με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ως καθαρίστρια. Στις 13.7.1987 διορίσθηκε κατά το άρθρο 3 παρ. 6 του ν. 1476/1984, ως μόνιμος υπάλληλος του Νοσοκομείου, σε θέση κλάδου ΔΕ τεχνικού με ειδικότητα κόπτρια-ράπτρια-γαζώτρια, εντάχθηκε στο 21° μισθολογικό κλιμάκιο, με χρονοεπίδομα 12%, οι δε συνολικές αποδοχές της νέας της θέσης ανήλθαν σε 71.954 δρχ. Στη συνέχεια με την από 21.5.1996 αγωγή της η αναιρεσίβλητη ζήτησε να της καταβληθεί το ποσό των 2.364.262 δραχμών, για το χρονικό διάστημα 1.8.1991 έως 31.5.1996, ισχυριζόμενη ότι μη νομίμως τα όργανα του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου δεν έλαβαν υπόψη την 852/1988 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε με την 793/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, και σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές που έπρεπε να της καταβάλλονται πριν τη μονιμοποίηση της ανήρχοντο σε 102.935 δραχμές, ποσό με το οποίο έπρεπε να συγκριθούν οι αποδοχές της οργανικής της θέσης ώστε να υπολογισθεί η προσωπική διαφορά που κατά το άρθρο 3 παρ. 6 του ν. 1476/1984 δικαιούνταν αυτή. Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε· πρωτοδίκως, ασκηθείσης δε εφέσεως από την αναιρεσίβλητη, το δίκασαν εφετείο, έκρινε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η ως άνω τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου δέσμευε κατά το άρθρο 3 παρ. 6 του ν. 1476/1989 τα αρμόδια όργανα του Νοσοκομείου, τα οποία δεν μπορούσαν να ελέγξουν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα του υπολογισμού των αποδοχών εκ μέρους του πολιτικού δικαστηρίου, βάσει της διατάξεως του αρθρ. 3 παρ. 6 του ν. 1476/1984 και τούτο ανεξαρτήτως της δεσμεύσεως ή όχι από το δεδικασμένο που απορρέει από την τελεσίδικη απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, κατά το άρθρο 120 παρ. 2 Κ.Φ.Δ. που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Με την σκέψη αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κατά μερική αποδοχή της αγωγής της αναιρεσιβλήτου, επιδίκασε σ' αυτήν το ποσό των 2.285.947 δραχμών για το χρονικό διάστημα από 1.8.1991 έως 31.5.1996. Η κρίση αυτή του δικάσαντος εφετείου, κατά το μέρος που αφορά την εκ της αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου δέσμευση των οργάνων του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου, είναι ορθή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις .προηγούμενες σκέψεις, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

   7.  Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, που δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη επιβάλλοντας του, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς  όμοιες  σχέσεις,   καταστάσεις   ή   κατηγορίες  προσώπων,   να   μη νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο εισάγοντας εξαιρέσεις ή κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται από τα δικαστήρια.

   8.    Επειδή, εξ άλλου, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το ν.δ. 537/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων, τυπική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται έτσι και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. Α.Π. 40/1998).

   9.  Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 44 παρ. 1 του ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (Α' 204) ορίζεται ότι «Παν χρέος προς τον ν.π. παραγράφεται, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως υπό των διατάξεων του παρόντος, μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθη». Ενώ, με το άρθρο 48 του ιδίου ν.δ/τος ορίζεται ότι: «1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος ... 3. Ο χρόνος παραγραφής των κατά του ν.π. αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ' αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαύων ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών». Στη συνέχεια με το άρθρο 49 του ως άνω ν.δ/τος ορίζεται ότι: «Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ' ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις», και με το άρθρο 51 αυτού ότι: «Φυλαττομένης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π. διακόπτεται μόνον: α) Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το αρμόδιον δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών, β) Δια της υποβολής προς το ν.π. αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της χρονολογίας την οποία φέρει η έγγραφος απάντησις της αρμοδίας δια την αναγνώρισιν ή την πληρωμήν της απαιτήσεως Αρχής. Εν περιπτώσει μη απαντήσεως η παραγραφή άρχεται μετά πάροδον εξαμήνου από της χρονολογίας υποβολής της αιτήσεως ...».

   10.  Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι με αυτές θεσπίζεται εις βάρος των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ. ειδική βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων απολαύων ή αποζημιώσεως εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ως εκ τούτου η ρύθμιση αυτή αντίκειται τόσο στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου ότι περιορίζει τα περιουσιακά δικαιώματα ειδικά των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ. χωρίς αυτό να δικαιολογείται από λόγους δημόσιας ωφέλειας και συνεπώς δεν είναι εφαρμοστέα.

   11.  Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έγινε δεκτό ότι ο χρόνος παραγραφής των επιδίκων αξιώσεων είναι κατά την παρ. 3 του άρθρου 48 του ν.δ. 496/1974 διετής, ότι διεκόπη η παραγραφή αυτή, καθόσον αφορά τις αξιώσεις των ετών 1991, 1992, 1993 με την από 27.12.1993 αίτηση που η αναιρεσίβλητη υπέβαλε στο αναιρεσείον Νοσοκομείο, στις 31.12.1993 και ότι μετ' εξάμηνο άρχισε νέα παραγραφή, η οποία διεκόπη με την κατάθεση της από 28.5.1996 ενδίκου αγωγής. Περαιτέρω το δίκασαν εφετείο απέρριψε, ως αβάσιμο το λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου  περί αοριστίας της ως άνω υποβληθείσης στο  Νοσοκομείο αιτήσεως της αναιρεσιβλήτου,  με την αιτιολογία ότι σ' αυτήν αναφέρονται πλήρως όλες οι απαιτήσεις της,  συμπεριλαμβανομένων και των επιδίκων, καθώς και τον λόγο εφέσεως αυτού ότι οι απαιτήσεις της αναιρεσιβλήτου έχουν παραγραφεί·εν επιδικία, με την αιτιολογία ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αντίθετος προς τις διατάξεις του άρθρου 75 παρ. 2 εδ. β' του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α' 97), κατά τις οποίες η παραγραφή διακόπτεται με την κατάθεση της αγωγής και αρχίζει πάλι μόνον από της τελεσιδικίας της αποφάσεως ή από της καταργήσεως της δίκης. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η κρίση του εφετείου περί διακοπής της παραγραφής λόγω υποβολής αιτήσεως προς τη Διοίκηση του Νοσοκομείου είναι εσφαλμένη, διότι η   αίτηση   αυτή   ήταν   αόριστη και συνεπώς δεν επέφερε διακοπή της παραγραφής των επιδίκων αξιώσεων των ετών 1991, 1992, 1993. Επίσης, προβάλλεται, ότι η κρίση αυτή του εφετείου περί παραγραφής είναι εσφαλμένη και διότι, κατά την έννοια των προαναφερθεισών σχετικών διατάξεων, η διακοπή της παραγραφής, για κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 51 του ν.δ. 496/1974 λόγους, προϋποθέτει ότι έχει γίνει έναρξη αυτής, κατά το άρθρο 49 του ιδίου ν.δ/τος, καθόσον δεν νοείται διακοπή παραγραφής που δεν άρχισε ακόμη. Και ότι, συνεπώς, «στις 31.12.1993 που υποβλήθηκε η επίδικη αίτηση, δεν είχε αρχίσει ακόμη η παραγραφή των αξιώσεων της αντιδίκου του έτους 1993 που άρχισε στο τέλος του έτους αυτού, δηλαδή την 24.00 ώρα της , 31.12.1993 και επομένως δεν διακόπηκε με την παραπάνω αίτηση η παραγραφή των εν λόγω αξιώσεων». Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974 δεν είναι εφαρμοστέα, διότι αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και συνεπώς ο χρόνος παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων είναι η πενταετία, που ισχύει κατά την παράγραφο 1 του αρθρ. 48 του ν.δ. 496/1974 κατ' αρχήν για όλες τις χρηματικές αξιώσεις κατά του ν.π.δ.δ., αλλά και για τις αξιώσεις του ν.π.δ.δ. έναντι τρίτων όπως ορίζεται στο άρθρο 44 παρ. 1 του ιδίου ν.δ/τος. Με τα δεδομένα αυτά οι δύο προαναφερθέντες λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, διότι ανεξαρτήτως του εάν η ασκηθείσα ενώπιον της Διοίκησης του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου αίτηση της αναιρεσιβλήτου διέκοψε την παραγραφή των ετών 1991, 1992, 1993 πάντως μέχρι της ασκήσεως της αγωγής, στις 28.5.1996, δεν είχε συμπληρωθεί η κατά τα ανωτέρω πενταετής παραγραφή.

   11. Επειδή, το ανωτέρω ζήτημα, ήτοι η αντίθεση των διατάξεων του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974 προς διατάξεις του Συντάγματος και της προαναφερθείσης Διεθνούς Συμβάσεως, πρέπει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος," η οποία προστέθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής (Α' 84) και το άρθρο 14 παρ. 2 του π.δ. 18/1989  (Α' 8), να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου προς επίλυση.

   12. Επειδή, περαιτέρω, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974 δεν αντίκειται στις προαναφερθείσες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (αρθ. 4 παρ. 1 Συντάγμ. και αρθ. 1 Πρώτου Προσθ. Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ), και ως εκ τούτου οι επίδικες αξιώσεις των ετών 1991, 1992, 1993 υπόκεινται στη διετή παραγραφή που θεσπίζεται με τη διάταξη αυτή, τότε ο μεν λόγος αναιρέσεως περί αοριστίας της υποβληθείσης στη Διοίκηση του  αναιρεσείοντος Νοσοκομείου στις  31.12.1993  αιτήσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι, όπως προβάλλεται, πλήττει την ανέλεγκτη κατ' αναίρεση εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφου (της εν λόγω αιτήσεως), από το δικαστήριο της ουσίας, ο δε λόγος περί ενάρξεως της παραγραφής των αξιώσεων του  έτους  1993,  πρέπει  να  απορριφθεί  ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, κατά την έννοια της προπαρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 51 του ν.δ. 496/1974 σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 49 του ιδίου ν.δ/τος, οι απαριθμούμενοι σ' αυτό λόγοι ως δυνάμενοι να διακόψουν την ήδη αρξαμένη παραγραφή (υποβολή της υποθέσεως στο αρμόδιο δικαστήριο, υποβολή αιτήσεως προς πληρωμή της απαίτησης κ.λπ.), κατά μείζονα λόγο δύνανται να-παρεμποδίσουν και την έναρξη αυτής. Συνεπώς, από της υποβολής, στις 31.12.1993, της από 27.12.1993 αιτήσεως της αναιρεσιβλήτου προς τη Διοίκηση του Νοσοκομείου, παρεμποδίσθη η έναρξη της παραγραφής των αξιώσεων του έτους 1993, η οποία άρχισε εκ νέου μετά πάροδο εξαμήνου από της υποβολής της αιτήσεως, επί της οποίας δεν προβάλλεται ότι απάντησε το Νοσοκομείο, δηλ. στις 30.6.1994 και διεκόπη δια της από 28.5.1996 καταθέσεως της επιδίκου αγωγής, προ της συμπληρώσεως της διετίας. Και το ζήτημα, όμως, αυτό, κρίσιμο για την επίλυση της παρούσης υποθέσεως, εάν ως χρόνος παραγραφής των επιδίκων αξιώσεων κριθεί η διετία του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974, πρέπει να παραπεμφθεί προς επίλυση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατά το άρθρο 14 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, λόγω αντιθέτου νομολογίας του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1447/2002, 1139/2003), ορίζεται δε ως εισηγητής ενώπιον της Ολομελείας, ο Σύμβουλος Κ. Ευστρατίου.

   Δια ταύτα

   Παραπέμπει  στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου προς επίλυση τα αναφερόμενα στο σκεπτικό ζητήματα και

   Ορίζει εισηγητή για την ανάπτυξη των ζητημάτων αυτών ενώπιον της Ολομελείας, το Σύμβουλο Κ. Ευστρατίου.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 2006