ΣτΕ.Ολ 3369/2015

 

Δημόσιοι υπάλληλοι - Παύση λόγω πειθαρχικού παραπτώματος - Προσφυγή - Συνταγματικότητα διατάξεων παρ. 5 άρθρου 142 Ν. 3528/2007 (Υ.Κ.) -.

 

Η διάταξη του άρθρου 142 παρ.5 του ν. 3528/2007 (Υ.Κ.), η οποία προβλέπει την εκτέλεση της πειθαρχικής αποφάσεως περί επιβολής ποινής οριστικής παύσεως ή υποβιβασμού, όταν η κατ' αυτής προσφυγή ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν εκδικασθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών από την άσκησή της, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Κατά συνέπεια, στην εν λόγω ειδική περίπτωση δεν είναι εφαρμοστέα η γενική διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του π.δ./τος 18/1989 (Αντίθετη μειοψηφία).

 

 

 

Αριθμός 3369/2015

 

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος,  Πρόεδρος, Ν. Ρόζος, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Π. Ευστρατίου, Ι. Γράβαρης, Π. Καρλή, Α. Ντέμσιας, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Β. Αραβαντινός, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Θ. Αραβάνης, Δ. Μακρής, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Ηλ. Μάζος, Θ. Τζοβαρίδου, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, Ο. Νικολαράκου, Δ. Βανδώρος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι, Ι. Γράβαρης και Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, καθώς και η Πάρεδρος, Μ. Σταματοπούλου, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

 

 

Για να δικάσει την από 30 Απριλίου 2008 αίτηση:

 

Της ., κατοίκου Αλιβερίου Χαλκίδας, η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, κατά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παρέστη με τον Παρασκευά Βαρελά, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

 

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμ. 2441/2014 αποφάσεως του Γ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

 

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. Φ00/13166/6/24.1.2008 απόφαση του Διοικητική του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Π. Καρλή.

 

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του καθ' ου Ιδρύματος, ο οποίος ζήτησε τηναπόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α' 214) του Συμβούλου Αντωνίου Ντέμσια τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την ανωτέρω υπόθεση, λαμβάνει μέρος αντ' αυτού στη διάσκεψη ως τακτικό μέλος ο Σύμβουλος Ιωάννης Γράβαρης αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου 194/2014).

 

 

2. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ'αριθμ. 4285050, 3228684/2008 ειδικά έντυπα παραβόλου).

 

 

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της υπ' αριθμ. Φ00/13166/6/24.1.2008 αποφάσεως του Διοικητή του Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφάλισης-Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών [Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.] (Γ' 87/2008), με την οποία απολύθηκε από την υπηρεσία η αιτούσα, υπάλληλος με βαθμό Α'/ΔΕ-ΔΓ, κατόπιν της υπ. αριθμ. 33/8-12-2005 αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, με την οποία της επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως και εν όψει του ότι δεν είχε εκδικασθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας η κατ' αυτής ασκηθείσα προσφυγή της εντός της προθεσμίας των έξι μηνών από την ημερομηνία καταθέσεως αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ.5 του Υπαλληλικού Κώδικα, που κυρώθηκε με τον ν. 3528/2007.

 

 

4. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν της 2441/2014 αποφάσεως της επταμελούς συνθέσεως του Γ' Τμήματος, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 στοιχ. α' του π.δ/τος 18/89, στην Ολομέλεια λόγω της σπουδαιότητας του ανακύψαντος ζητήματος της συνταγματικότητας της προαναφερθείσης διατάξεως της παρ. 5 του άρθρου 142 του ν. 3528/2007 και της αντιθέτου νομολογίας (ΣτΕ 2649/1987 Ολομ.) ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος.

 

 

5. Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, ορίζονται τα εξής: «4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι, εφ' όσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση, ούτε να υποβιβασθούν ή παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μονίμους δημόσιους υπαλλήλους. Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει".

 

 

6. Επειδή, στο άρθρο 142 του ν. 3528/2007 "Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ" (Α' 26), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξεως πριν δηλαδή την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του ν. 4057/2012 (Α'54), ορίζονται τα εξής: "1. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου που επιβάλλει τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης. 2. ... 3. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού Εφετείου διέπονται από τις κείμενες διατάξεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου. 4. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο δύνανται με απόφασή τους να αναστείλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, εφόσον πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη του προσφεύγοντα ή ευδοκίμηση της προσφυγής, εκτός εάν λόγοι δημοσίου συμφέροντος αποκλείουν τη χορήγηση της αναστολής. Στην περίπτωση χορήγησης αναστολής, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) μηνών από τη χορήγηση της, άλλως η χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης παύει να ισχύει. 5. Στην περίπτωση κατά την οποία έχει ασκηθεί προσφυγή κατά αποφάσεως η οποία επιβάλλει την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την άσκησή της, άλλως η πειθαρχική απόφαση εκτελείται από την οικεία υπηρεσία ή το Ν.Π.Δ.Δ., κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 144 του παρόντος. 6. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 1 του άρθρου 144 του ίδιου ν. 3528/2007: "1. Η τελεσίδικη απόφαση εκτελείται υποχρεωτικώς. Η εκτέλεση γίνεται από την οικεία υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Παράλειψη εκτέλεσης της ποινής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα". Περαιτέρω, το άρθρο 41 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α' 8) ορίζει ότι: "1. Οι κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης", το δε άρθρο 42 παρ. 1 του αυτού π.δ/τος ορίζει ότι: "1. Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου και μέχρι να εκδικασθεί αυτή αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης που έχει προσβληθεί, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που ρυθμίζουν την κατάσταση του υπαλλήλου κατά τον παραπάνω χρόνο".

 

 

7. Επειδή, με την παράγραφο 4 του άρθρου 103 του Συντάγματος θεσπίζονται ως εγγυήσεις προστασίας των δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), σε περίπτωση υποβιβασμού ή οριστικής παύσεως αυτών, πρώτον η προηγούμενη απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μονίμους δημόσιους υπαλλήλους και δεύτερον η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά των σχετικών αποφάσεων των συμβουλίων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο κρίνει τις υποθέσεις κατά το νόμο και την ουσία. Από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις δεν δύναται να συναχθεί ότι κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής καθώς και η άσκηση αυτής, κατά των αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων για τον υποβιβασμό ή την οριστική παύση δημόσιων υπαλλήλων, αναστέλλεται η εκτέλεση των αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων, ώστε να κωλύεται η λύση της υπηρεσιακής σχέσης των υπαλλήλων μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της ασκηθείσης προσφυγής.

 

  Απόκειται συνεπώς στον κοινό νομοθέτη, κατά το Σύνταγμα, να ορίσει εάν η προθεσμία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Επομένως, εάν ο κοινός νομοθέτης θεσπίσει ρύθμιση, κατά την οποία η προθεσμία άσκησης της προσφυγής καθώς και η άσκηση της προσφυγής δεν έχουν ή έχουν περιορισμένο χρονικά ανασταλτικό αποτέλεσμα, ή σε περίπτωση σιωπής αυτού, ο ενδιαφερόμενος έχει την, κατά την γενικώς ισχύουσα νομοθεσία, προσωρινή δικαστική προστασία κατά της πράξεως της αρμόδιας κρατικής αρχής ή αρχής ν.π.δ.δ. Ενόψει των ανωτέρω η διάταξη του άρθρου 142 παρ.5 του ν 3528/2007 (Υ.Κ.) όπως ίσχυε εν προκειμένω, η οποία προβλέπει την εκτέλεση της πειθαρχικής αποφάσεως περί επιβολής ποινής οριστικής παύσεως ή υποβιβασμού όταν η κατ' αυτής προσφυγή ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν εκδικασθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών από την άσκησή της δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Κατά συνέπεια, στην εν λόγω ειδική περίπτωση δεν είναι εφαρμοστέα η προαναφερθείσα γενική διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 του π.δ./τος 18/1989. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Δ. Μακρής, ο οποίος υποστήριξε την γνώμη ότι ναι μεν ο νομοθέτης μπορεί, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος, να προβλέψει την εκτέλεση της αποφάσεως πειθαρχικού συμβουλίου περί παύσεως ή υποβιβασμού δημοσίου υπαλλήλου μετά την άπρακτη πάροδο της οριζόμενης από το νόμο προθεσμίας εκδικάσεως της σχετικής προσφυγής του υπαλλήλου από το Συμβούλιο της Επικρατείας, η σχετική όμως νομοθετική πρόβλεψη θα πρέπει να εναρμονίζεται προς τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις. Στο πλαίσιο αυτό η προθεσμία αυτή πρέπει να είναι εύλογη, ώστε να διασφαλίζεται η παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στον προσφεύγοντα. Εν προκειμένω, όμως, κατά την τελευταία γνώμη, η προθεσμία των έξι μηνών, η οποία προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007, είναι υπέρμετρα σύντομη και συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του συνταγματικού δικαιώματος του προσφεύγοντος για αποτελεσματική δικαστική προστασία.

 

 

8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ. αριθμ. 33/8-12-2005 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, επιβλήθηκε σε βάρος της αιτούσας η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως για τη διάπραξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων της παραβάσεως καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους, της χρησιμοποιήσεως της υπαλληλικής ιδιότητας προς εξυπηρέτηση συμφερόντων της ίδιας ή τρίτων και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός της υπηρεσίας. Κατά της αποφάσεως αυτής η αιτούσα άσκησε την από 5.7.2007 (αριθ. καταθ. 4639/6.7.2007) προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο Διοικητής του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με την υπ' αριθμ. Φ00/13166/6/24.1.2008 (Γ' 87/2008) πράξη του αποφάσισε τη λύση της υπαλληλικής σχέσεως της αιτούσης, κατά το άρθρο 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007 (Υ.Κ.), για το λόγο ότι δεν είχε εκδικασθεί η προσφυγή της κατά της ανωτέρω υπ' αριθμ. 33/8.12.2005 αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από το Συμβούλιο της Επικρατείας εντός προθεσμίας έξι μηνών από την κατάθεση αυτής, στις 6.7.2007. Κατά της τελευταίας πράξεως απολύσεώς της η αιτούσα άσκησε την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως αμφισβητώντας την συνταγματικότητα της εφαρμοσθείσης διατάξεως. Σύμφωνα όμως με όσα ανωτέρω έχουν εκτεθεί, η εφαρμοσθείσα διάταξη του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007 δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο δε ειδικότερος ισχυρισμός της αιτούσης ότι η πάροδος του χρονικού διαστήματος της εκ του νόμου αναστολής εκτελέσεως της πειθαρχικής αποφάσεως, χωρίς την εκδίκαση εντός αυτού της ασκηθείσης κατ'αυτής προσφυγής, οφειλομένη στον φόρτο του Δικαστηρίου και όχι στην στάση του υπαλλήλου, καθιστά ουσιαστικώς την επίμαχη διάταξη ανενεργή και, τελικώς,  αντισυνταγματική είναι, επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, κατά τα προεκτεθέντα, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει εκ του Συντάγματος υποχρέωση αναβολής εκτελέσεως της πειθαρχικής αποφάσεως αλλά είναι ελεύθερος να θεσπίσει ή μη μια τέτοια αναβολή καθώς και να ορίσει ελεύθερα τον χρόνο της τυχόν εκτελέσεως της οριστικής παύσεως του υπαλλήλου, ο οποίος, πάντως, έχει την δυνατότητα να ζητήσει προσωρινή δικαστική προστασία από το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της πράξεως, με την οποία απολύεται από την υπηρεσία σύμφωνα με τις πάγιες δικονομικές διατάξεις. Κατόπιν των ανωτέρω, μη προβαλλομένου άλλου λόγου ακυρώσεως η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

 

9. Επειδή, η επιβλητέα σε βάρος της αιτούσας δικαστική δαπάνη για την παράσταση του καθού η αίτηση Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. ενώπιον της πενταμελούς και επταμελούς συνθέσεως του Γ' Τμήματος και της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των χιλίων τριακοσίων ογδόντα (1380=460+460+460) ευρώ.

 

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

 

Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.

 

Επιβάλλει στην αιτούσα την δικαστική δαπάνη του Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), ανερχομένη στο ποσό των χιλίων τριακοσίων ογδόντα (1.380) ευρώ κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2014

 

Ο Πρόεδρος               Η Γραμματέας

 

Σωτ. Αλ Ρίζος           Μ. Παπασαράντη

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015.

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

 

Η Γραμματέας

 

 

Ν. Σακελλαρίου       Μ. Παπασαράντη