ΣτΕ 319/2011

 

Σύμβαση μερικής απασχολήσεως - Παράλειψη γνωστοποιήσεως σε Επιθεώρηση Εργασίας - Τεκμήριο υπέρ πλήρους απασχολήσεως -.

 

Παραπέμπεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος υπόθεση στην οποία ετέθησαν τα ζητήματα της αμεσότητας εφαρμογής της ρήτρας 5 της ενσωματωμένης συμφωνίας-πλαισίου στην Οδηγία 1997/81 ΕΚ του Συμβουλίου που αφορά την εργασία μερικής απασχολήσεως, καθώς και της συμβατότητας του άρθρου 2 του ν. 2639/1998 προς την ως άνω ρήτρα.

 

 

... Ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 1892/1990, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2639/1998, ιδρύεται τεκμήριο από την παράλειψη του εργοδότη να γνωστοποιήσει εμπροθέσμως στην Επιθεώρηση Εργασίας την κατάρτιση με το μισθωτό έγγραφης συμβάσεως μερικής απασχολήσεως ή από την παράλειψή του να υποβάλει εμπροθέσμως σ’ αυτήν κατάσταση για τις έγγραφες συμβάσεις μερικής απασχολήσεως, που είχαν καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ότι οι σχετικές συμβάσεις αφορούν πλήρη απασχόληση. Το ως άνω, όμως, τεκμήριο είναι μαχητό, ο δε εργοδότης φέρει το βάρος της ανταποδείξεως περί του είδους της απασχολήσεως ως μερικής ή πλήρους εάν αποδειχθεί ότι οι συμβάσεις αυτές αφορούσαν πράγματι μερική και όχι πλήρη απασχόληση. Εξ άλλου, στις 6.6.1997 συνήφθη συμφωνία για την εργασία μερικής απασχολήσεως των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP, η οποία ενσωματώθηκε, ως Παράρτημα, στην Οδηγία 1997/81/ΕΚ του Συμβουλίου και προσέλαβε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την ισχύ παραγώγου κοινοτικού δικαίου. Η συμφωνία αυτή έχει ως στόχο την εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων μερικής απασχολήσεως και την προώθηση της εργασίας με μερική απασχόληση. Στο πλαίσιο των στόχων αυτών, με τη ρήτρα 5 της ως άνω συμφωνίας καθορίζεται το ρυθμιστικό πλαίσιο εντός του οποίου δύναται να κινηθεί ο εθνικός νομοθέτης, στον οποίο παρέχεται η δυνατότητα, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, να εντοπίζει, να αντιμετωπίζει και, όπου είναι αναγκαίο, να εξαλείφει εμπόδια νομικής ή διοικητικής φύσεως που μπορεί να περιορίσουν τις ευκαιρίες εργασίας μερικής απασχολήσεως. Εν τω μεταξύ, με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 24.4.2008, Michaeler & Subito κλπ., οι οποίες εκδόθηκαν κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος που διατύπωσε η Ιταλική Κυβέρνηση σχετικά με τη συμβατότητα προς τις διατάξεις της ως άνω Οδηγίας 97/81 διατάξεων της εθνικής της νομοθεσίας, οι οποίες επέβαλλαν σε κάθε εργοδότη την υποχρέωση κοινοποιήσεως των συμβάσεων εργασίας μερικής απασχολήσεως εντός 30 ημερών από της συνάψεως των σχετικών συμβάσεων, το ΔΕΚ έκρινε ότι η ρήτρα 5 παρ. 1, στοιχ. α της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχολήσεως, η οποία προσαρτάται στην ως άνω Οδηγία, απαγορεύει εθνική ρύθμιση, η οποία επιβάλλει την κοινοποίηση στη διοίκηση ενός αντιγράφου των συμβάσεων εργασίας μερικής απασχολήσεως εντός 30 ημερών από της συνάψεώς τους. Τούτο δε, διότι η υποχρέωση αυτή δημιουργεί ένα διοικητικής φύσεως εμπόδιο, ικανό να περιορίσει τις ευκαιρίες για εργασία μερικής απασχολήσεως (ΔΕΚ, 24.4.2008, Othmar Michaeler and alii, υποθέσεις C-55/07 και C-56/07). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση εις βάρος της αναιρεσίβλητης εταιρείας εξεδόθη πράξη επιβολής εισφορών (ΠΕΕ) του Τοπικού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Σερρών, διότι κατά τον διενεργηθέντα έλεγχο στις μισθολογικές καταστάσεις της εταιρείας αυτής διαπιστώθηκε ότι εργαζόμενοι στην επιχείρησή της ασφαλίζονταν με μειωμένη απασχόληση, χωρίς αυτή να έχει κοινοποιήσει εμπροθέσμως (εντός 15 ημερών από την κατάρτισή τους) τις σχετικές συμβάσεις εργασίας για μερική απασχόληση στην Επιθεώρηση Εργασίας. Το διοικητικό εφετείο, στην υπόθεση αυτή, έλαβε υπόψη ότι το αναιρεσείον Ι.Κ.Α. είχε θεμελιώσει την πλήρη απασχόληση των μισθωτών στην εκπρόθεσμη κοινοποίηση των σχετικών συμβάσεων εργασίας μερικής απασχολήσεως στην Επιθεώρηση Εργασίας κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, καθώς και ότι η σχετική υποχρέωση εμπροθέσμου κοινοποιήσεως των συμβάσεων μερικής απασχολήσεως θεσπίζεται από την εργατική νομοθεσία και δεν αποτελεί, κατά την ασφαλιστική νομοθεσία, ουσιώδη τύπο για την παροχή εργασίας με μερική απασχόληση. Συνεπώς, κατά την κρίση του, η σχετική παράλειψη δεν οδηγεί αναγκαίως και άνευ ετέρου στην συναγωγή συμπεράσματος περί πλήρους απασχολήσεως των ανωτέρω εργαζομένων στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης εταιρείας. Με τα δεδομένα αυτά και εν όψει όσων έγιναν δεκτά από το διοικητικό εφετείο αλλά και από την απόφαση του ΔΕΚ, το Τμήμα έκρινε ότι γεννάται εν προκειμένω ζήτημα α) αμέσου εφαρμογής της ως άνω ρήτρας 5 της ενσωματωμένης συμφωνίας-πλαισίου στην προαναφερθείσα Οδηγία 1997/81 ΕΚ, και β) συμβατότητας της διατάξεως του άρθρου 2 του ν. 2639/1998 προς την ως άνω ρήτρα 5 της ενσωματωμένης συμφωνίας-πλαισίου στην Οδηγία 1997/81 ΕΚ. Λόγω δε της μείζονος σπουδαιότητος των ζητημάτων αυτών, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Τμήμα υπό επταμελή σύνθεση.