ΣτΕ (B΄ Τμήμα) 3182/2010

 

Αντίθεση α) του άρθρου 97 παρ. 3 και 8 του Τελωνειακού Κώδικα προς το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και β) του άρθρου 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. προς την αρχή της ισότητας των διαδίκων -.

 

 

Παραπέμπεται στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος το ζήτημα αν οι διατάξεις του άρθρου 97 παρ. 3 και 8 του Τελωνειακού Κώδικα είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και αν οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. αντίκεινται στην αρχή της ισότητας των διαδίκων και, συνεπώς, δεν είναι εφαρμοστέες.

 

(Απόσπασμα-Περίληψη)…. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκαν τα εξής: Οι προαναφερόμενες διατάξεις, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, έχουν την έννοια ότι η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω της τελωνειακής παράβασης της λαθρεμπορίας είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία και το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υπόθεσης επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, οπότε υποχρεούται απλώς να τη συνεκτιμήσει κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή είναι μη εφαρμοστέα, ως αντικείμενη στην παρ. 1 του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ. Τούτο, διότι, αφενός μεν η παρούσα υπόθεση περί επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας, η οποία αφορά σε κατηγορία ποινικής φύσης, κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του εν λόγω άρθρου. Αφετέρου, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορηθέντος όχι μόνο να μην τιμωρηθεί, αλλά και να μην διωχθεί ή δικαστεί δύο φορές για την ίδια παράβαση. Συνεπώς, εφαρμόζεται και σε περίπτωση ποινικής διαδικασίας που έχει ολοκληρωθεί χωρίς καταδίκη του κατηγορούμενου. Περαιτέρω, η ως άνω απαγόρευση είναι εφαρμόσιμη και σε περίπτωση που διοικητικό δικαστήριο της ουσίας, αποφαινόμενο επί ενδίκου βοηθήματος ή μέσου σχετικά με πράξη επιβολής εις βάρος ορισμένου διαδίκου πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας, συνεκτιμά απόφαση ποινικού δικαστηρίου που αφορά σε κατηγορία περί λαθρεμπορίας κατά του ίδιου προσώπου, βάσει των ίδιων κατ’ ουσίαν πραγματικών περιστατικών. Σε τέτοια περίπτωση, εάν η οικεία διαδικασία στα ποινικά δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί με αμετάκλητη απόφαση, η οποία δεν βασίζεται σε κρίση περί παραβίασης της συναρτώμενης με την ανωτέρω απαγόρευση αρχής non bis in idem, λόγω της διοικητικής διαδικασίας ή δίκης περί επιβολής πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία, το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται να τερματίσει την ενώπιόν του διαδικασία με έκδοση απόφασης που ακυρώνει το επιβληθέν πολλαπλό τέλος ή αποδέχεται ως νόμιμη την γενόμενη από το κατώτερο δικαστήριο ακύρωση του πολλαπλού τέλους. Εξ άλλου, η διαφορετική ρύθμιση με το άρθρο 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. της δέσμευσης του διοικητικού δικαστηρίου από αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ανάλογα με το αν πρόκειται για καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση, δεν δικαιολογείται αντικειμενικά, δεδομένου μάλιστα ότι δεν προκύπτει από την κείμενη νομοθεσία ότι ο διοικητικός δικαστής διαμορφώνει τη δικανική του πεποίθηση με βάση επίπεδο απόδειξης χαμηλότερο από εκείνο που ισχύει στην ποινική δίκη. Συνεπώς, η ως άνω διάταξη αντίκειται στην απορρέουσα από το Σύνταγμα (άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1) αρχή της ισότητας των διαδίκων. Περαιτέρω, προς αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης αυτής, ώστε να δεσμεύεται το διοικητικό δικαστήριο που κρίνει υπόθεση επιβολής σε ορισμένο πρόσωπο δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων λόγω συμμετοχής του σε λαθρεμπορία από αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου που αφορά σε κατηγορία περί λαθρεμπορίας κατά του ίδιου προσώπου, βάσει των ίδιων κατ’ ουσίαν πραγματικών περιστατικών, και αθώωσε τον κατηγορούμενο, διότι δεν αποδείχθηκε ότι διέπραξε το αποδιδόμενο σε αυτόν ποινικό αδίκημα.