ΣτΕ 3036/2015

 

Συμμετοχή δικαστικού λειτουργού στις Επιτροπές Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Κρίνεται (με επταμελή σύνθεση) μη νόμιμη ως αντίθετη στις συνταγματικές διατάξεις η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού στις Επιτροπές του άρθρου 10 του νόμου 998/1979 ως ισχύει (δασικές επιτροπές) .

 

 

Αριθμός 3036/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Ε΄

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2015, με την εξής σύνθεση: Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε’ Τμήματος, Μ. - Ελ. Κωνσταντινίδου, Αντ. Ντέμσιας, Θ. Αραβάνης, Χρ. Ντουχάνης, Σύμβουλοι, Δ. Βασιλειάδης, Χρ. Παπανικολάου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ειρ. Δασκαλάκη, ασκούσα καθήκοντα Προϊσταμένου.

 

Για να δικάσει την από 19 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση:

 

της ..., κατοίκου Αγίου Ματθαίου Χανίων (οδός ...), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Λουκά Ωραιόπουλο (Α.Μ. 18819), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

 

κατά του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και ήδη Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος παρέστη με τον Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

και κατά των παρεμβαινόντων: 1) ....  και 3)..., οι οποίοι δεν παρέστησαν, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει το δικόγραφο της παρεμβάσεως νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ αριθμ. 109/2006 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης, 2) η υπ αριθμ. 37/1999 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Χανίων και 3) η υπ αριθμ. 5476 π.ε./6.5.1998 πράξη χαρακτηρισμού έκτασης του Διευθυντή Δασών Χανίων.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Χρ. Παπανικολάου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου 3957016, 2998185/2007).

 

2. Επειδή, με την από 22.10.1997 αίτησή τους προς τον Διευθυντή Δασών Χανίων, οι ...., ισχυριζόμενοι ότι είναι συγκύριοι εξ αδιαιρέτου έκτασης 273.712,26 τ.μ. στη θέση «Θρυμπόκαμπος» της περιφέρειας του Δήμου Πελεκάνου Ν. Χανίων, ζήτησαν από αυτόν να προβεί στην έκδοση πράξης χαρακτηρισμού της εν λόγω έκτασης βάσει του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 998/1979. Στην αίτηση αυτή ανέφεραν τα στοιχεία από τα οποία προέκυπτε κατ' αυτούς η κυριότητά τους επί της έκτασης, τα οποία και προσκόμισαν. Με την υπ αριθ. 5746/6.5.1998 πράξη χαρακτηρισμού του Διευθυντή Δασών Χανίων τμήμα της ως άνω έκτασης εμβαδού 13.828 τ.μ. χαρακτηρίστηκε ως γεωργική έκταση της παρ. 6α του άρθρου 3 του ν. 998/1979, έτερο τμήμα 27.406 τ.μ. χαρακτηρίστηκε ως δάσος της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 και τμήμα 232.478,26 τ.μ. χαρακτηρίστηκε ως δασική έκταση της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 998/1979. Κατά της πράξης χαρακτηρισμού οι ανωτέρω άσκησαν αντιρρήσεις ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Χανίων ζητώντας την ακύρωσή της και το χαρακτηρισμό της έκτασης των 232.478,26 τ.μ. ως γεωργικής. Αντιρρήσεις κατά της ίδιας πράξης χαρακτηρισμού άσκησε και ο ..... Με αυτές ισχυρίστηκε ότι ήταν κύριος, νομέας και κάτοχος της συνολικής ανωτέρω έκτασης σε ποσοστό 2/7 και, συνεπώς, οι Σ...... δεν είχαν έννομο συμφέρον να επιδιώξουν το χαρακτηρισμό της έκτασης, η δε 5746/1998 πράξη χαρακτηρισμού του Διευθυντή Δασών Χανίων εκδόθηκε κατά πλάνη περί τα πράγματα ως προς το ζήτημα της ιδιοκτησίας αυτών επί της εκτάσεως. Με την 37/1999 απόφασή της η Πρωτοβάθμια Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Χανίων απέρριψε τις προσφυγές που άσκησαν κατά της παραπάνω πράξης χαρακτηρισμού, μεταξύ άλλων, οι .......κρίνοντας, σε σχέση με την προσφυγή του τελευταίου, ότι οι ανωτέρω είχαν έννομο συμφέρον για να υποβάλουν αίτηση χαρακτηρισμού της έκτασης. Με την 109/1006 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης αφενός μεν έγινε εν μέρει δεκτή στην ουσία της η προσφυγή που άσκησαν οι .... κατά της 37/1999 απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής αφετέρου δε έγινε τυπικώς δεκτή η προσφυγή του ..... και απορρίφθηκε σιγή ο προβληθείς και με τις αντιρρήσεις του ενώπιον της πρωτοβάθμιας επιτροπής ισχυρισμός του περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των εν λόγω προσώπων να επιδιώξουν το χαρακτηρισμό της ανωτέρω έκτασης κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979. Με την ήδη κρινόμενη αίτηση, η οποία εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως μετά την 137/2015 απόφαση του Τμήματος με πενταμελή σύνθεση, λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος που αφορά στη συγκρότηση των επιτροπών του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 998/1979, ζητείται η ακύρωση α) της 109/2006 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης, β) της 37/1999 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Χανίων και γ) της υπ αριθ. 5746/6.5.1998 πράξης χαρακτηρισμού του Διευθυντή Δασών Χανίων.

 

3. Επειδή, τόσο η υπ αριθ. 5746/1998 πράξη χαρακτηρισμού του Διευθυντή Δασών Χανίων, η οποία υπόκειται στην, τηρηθείσα εν προκειμένω, ενδικοφανή διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, όσο και η 37/1999 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Χανίων, απορριπτική αντιρρήσεων του δικαιοπαρόχου της αιτούσας κατά της προαναφερόμενης πράξης χαρακτηρισμού και υποκείμενη σε προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων, η οποία πράγματι ασκήθηκε, έχουν ενσωματωθεί στην εκδοθείσα επί της προσφυγής 109/2006 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης, μόνη παραδεκτώς προσβαλλομένη. Επομένως οι ανωτέρω πράξεις προσβάλλονται απαραδέκτως (πρβλ. ΣτΕ 972/2007, 3883/2004 ).

 

4. Επειδή, η αιτούσα έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως, διότι, ως ιδιοκτήτρια της έκτασης ή τμήματος αυτής δεσμεύεται από την κρίση του δασάρχη και των επιτροπών ως προς το δασικό ή μη χαρακτήρα της έκτασης, η δε κρίση αυτή εξηνέχθη στο πλαίσιο διαδικασίας χαρακτηρισμού, η οποία δεν ξεκίνησε, κατά την άποψη της αιτούσας, νομίμως. Το έννομο συμφέρον αυτό, εξάλλου, προέκυψε μετά την έκδοση της 109/1006 απόφασης της δευτεροβάθμιας επιτροπής, δοθέντος ότι στην ανωτέρω ενδικοφανή διαδικασία είχε μετάσχει ο δικαιοπάροχος της αιτούσας και πατέρας της ....., ο οποίος απεβίωσε μετά την άσκηση της προσφυγής ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης.

 

5. Επειδή, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνουν υπέρ του κύρους της ανωτέρω απόφασης οι ......, κατά του εννόμου συμφέροντος των οποίων να επιδιώξουν το χαρακτηρισμό της ανωτέρω έκτασης κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979 στράφηκε ο δικαιοπάροχος της αιτούσας στα πλαίσια της ανωτέρω διαδικασίας και στρέφεται ήδη η αιτούσα με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως.

 

6. Επειδή, οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την αναθεώρηση του 2001 (Ψήφισμα της 6-4-2001) ορίζουν ότι: «1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. 2. Κατ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Νόμος προβλέπει την αντικατάσταση δικαστικών λειτουργών από άλλα πρόσωπα σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, εκτός από τις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου. 3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. Καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς των καθηκόντων εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως νόμος ορίζει. Περαιτέρω, στο άρθρο 118 παρ. 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η ισχύς των αναθεωρημένων διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 89 αρχίζει με τη θέση σε ισχύ του εκτελεστικού νόμου και πάντως από 1-1-2002».

 

7. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει πλέον από 1.1.2002 την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς με σκοπό την ενίσχυση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους. Εξαίρεση από το γενική αυτή απαγόρευση, η οποία, όμως, είναι, για το λόγο αυτό, στενά ερμηνευτέα, προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 89, προκειμένου για τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών, μεταξύ άλλων, σε συμβούλια ή επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα (ΣτΕ 3503/2009 Ολομ.).

 

8. Επειδή, εξάλλου, με την απόφαση 3503/2009 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ν. 3463/2006 Α΄ 114), στην οποία προβλέπεται συμμετοχή δικαστικού λειτουργού ως προέδρου, δεν συγκροτείται νομίμως, διότι η επιτροπή αυτή, η οποία είναι αρμόδια για την εκδίκαση προσφυγών κατά αποφάσεων της Περιφέρειας που εκδίδονται επί προσφυγών κατά πράξεων οργάνων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού, δεν συνιστά συμβούλιο ή επιτροπή ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ο ελεγκτικός χαρακτήρας συνάπτεται προς την άσκηση αρμοδιοτήτων οικονομικού ή δημοσιονομικού ελέγχου, όπως σαφώς προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του Συντάγματος που αναφέρεται στις αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος που αναφέρεται στο όργανο που ελέγχει τις εκλογικές δαπάνες των κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών. Εξάλλου, η ανωτέρω επιτροπή δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα, αφού η διαδικασία ενώπιόν της δεν προσιδιάζει σε όργανο που ασκεί οιονεί δικαιοδοτικό έργο (όπως διατυπώσεις δημοσιότητας, κατ αντιμωλία συζήτηση).

 

9. Επειδή, στο άρθρο 10 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), όπως η παρ. 3 αυτού τροποποιήθηκε με το ν. 3208/2003 (Α΄ 303), ορίζονται τα εξής: «1. 2. 3. Παρά τη έδρα εκάστου νομού συγκροτείται Επιτροπή Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων, η οποία είναι αρμοδία δια την επίλυσιν διαφορών αναφερομένων εις τον χαρακτήρα περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως ή εις τα όρια ταύτης. Επίσης η Επιτροπή αύτη αποφαίνεται επί παντός ετέρου θέματος παραπεμπομένου εις αυτήν κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου. Η ως άνω Επιτροπή αποτελείται εκ του προϊσταμένου του Πρωτοδικείου της έδρας του νομού προέδρου πρωτοδικών ως προέδρου, του διευθυντού δασών και του διευθυντού γεωργίας του αυτού νομού ως μελών, αναπληρουμένων υπό των νομίμων αναπληρωτών των εις την άσκησιν των κυρίων καθηκόντων των. Προκειμένου περί των διαμερισμάτων του Νομού Αττικής, οι πρόεδροι εκάστης επιτροπής μετά των νομίμων αναπληρωτών των ορίζονται οι αρχαιότεροι Πρόεδροι Πρωτοδικών, του Πρωτοδικείου Αθηνών μετά των αναπληρωτών των, δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Γεωργίας. Χρέη γραμματέως της επιτροπής ασκεί υπάλληλος της Διευθύνσεως Δασών του νομού, οριζόμενος υπό του προϊσταμένου ταύτης. Κατά της αποφάσεως της Επιτροπής ταύτης χωρεί προσφυγή ενώπιον Δευτεροβαθμίου Επιτροπής, εδρευούσης εις την έδραν του οικείου Εφετείου και αποτελουμένης εκ του Προέδρου Εφετών, ως προέδρου, του Επιθεωρητού Δασών και του Επιθεωρητού Γεωργίας, αναπληρουμένων υπό των νομίμων αναπληρωτών των εις την άσκησιν των κυρίων καθηκόντων του. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Δικαιοσύνης και Γεωργίας είναι δυνατή η αύξηση του αριθμού των προβλεπόμενων με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής επιτροπών. Οι πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες επιτροπές επίλυσης δασικών αμφισβητήσεων συγκροτούνται μ απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας. 4. 5. Δι αποφάσεων του Υπουργού Γεωργίας δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να ρυθμίζεται παν θέμα αναφερόμενον εις την λειτουργίαν των κατά το παρόν άρθρον συμβουλίων και επιτροπών, ως και την ενώπιον αυτών διαδικασίαν». Στο δε άρθρο 14 του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, πριν την αντικατάσταση της παραγράφου 4 με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 3889/2010 (Α΄ 182), ορίζεται ότι: «1. Εάν δεν έχει καταρτισθή εισέτι δασολόγιον, ο χαρακτηρισμός περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως και ο καθορισμός των ορίων τούτων διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως και ο προσδιορισμός της κατηγορίας εις ην ανήκει δάσος ή δασική έκτασις κατά τα εν άρθρ. 4 διακρίσεις, ενεργείται κατ' αίτησιν οιουδήποτε έχοντος έννομον συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως διά πράξεως του κατά τόπου αρμοδίου δασάρχου. 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον πράξις, ερειδομένη επί σχετικής εισηγήσεως αρμοδίου δασολόγου και των τυχόν υφισταμένων στοιχείων φωτογραφήσεως και χαρτογραφήσεως της περιοχής ή παντός ετέρου σχετικού στοιχείου, δέον να είναι προσηκόντως ητιολογημένη δι αναφοράς εις την μορφολογίαν του εδάφους, το είδος, την σύνθεσιν, την έκτασιν της βλαστήσεως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, τας τυχόν επελθούσας προσφάτους αλλοιώσεις ή καταστροφάς, ως και εις παν έτερον χρήσιμον στοιχείον προς χαρακτηρισμόν της εκτάσεως. Η πράξις αύτη κοινοποιείται εις τον υποβαλόντα την σχετικήν αίτησιν ιδιώτην ή νομικόν πρόσωπον ή δημοσίαν υπηρεσίαν, αποστέλλεται δε εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα και εκτίθεται επί ένα μήνα μερίμνη του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος εις το δημοτικόν ή κοινοτικόν κατάστημα. Ανακοίνωσις περί της συντάξεως της ως άνω πράξεως και της αποστολής αυτής εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα, μετά περιλήψεως του περιεχομένου της δημοσιεύεται εις δύο τουλάχιστον τοπικάς εφημερίδας ή εις μίαν τοπικήν και μίαν εφημερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης. 3. Κατά της πράξεως του δασάρχου περί ης αι προηγούμεναι παράγραφοι, επιτρέπονται αντιρρήσεις του νομάρχου, ως και παντός έχοντος έννομον συμφέρον φυσικού ή νομικού προσώπου εντός δύο μηνών από της κατά τα ανωτέρω προς αυτό κοινοποιήσεως, ή εφ όσον δεν συντρέχει περίπτωσις κοινοποιήσεως, από της τελευταίας των κατά την προηγουμένην παράγραφον δημοσιεύσεων, ενώπιον της κατά το άρθρον 10 παρ. 3 επιτροπής του νομού, εις ον ευρίσκεται η υπό αμφισβήτησιν έκτασις ή το μεγαλύτερον τμήμα αυτής. Η επιτροπή, ως και η δευτεροβάθμιος τοιαύτη, λαμβάνουσα υπ όψιν τον σχετικόν φάκελλον και τας προτάσεις του ενδιαφερομένου ως άνω ιδιώτου, νομικού προσώπου ή δημοσίας υπηρεσίας, δυναμένη δε και να διενεργήση αυτοψίαν προς μόρφωσιν ασφαλεστέρας γνώμης περί της υφισταμένης εν τη περιοχή καταστάσεως, αποφαίνεται ητιολογημένως εντός τριμήνου προθεσμίας από της υποβολής των αντιρρήσεων. 4. Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον αποφάσεις των επιτροπών, δι' ων χαρακτηρίζονται περιοχαί τινες ή τμήματα αυτών ως δάση ή δασικαί εκτάσεις, λαμβάνονται υποχρεωτικώς υπ όψιν κατά την μεταγενεστέραν χαρτογράφησιν και την σύνταξιν του δασολογίου της περιοχής ή κατά την συμπλήρωσιν αυτού, συμφώνως προς τα εν άρθροις 12 και 13 οριζόμενα ». Τέλος, κατ επίκληση των ανωτέρω διατάξεων και της παρ. 1 του άρθρου 78 του ν. 998/ 1979 εκδόθηκε η υπ αριθ. 78806/4479/27-5-1993 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας (Β΄ 396), με την οποία ρυθμίζονται διαδικαστικά θέματα σχετικά με την ενώπιον των Επιτροπών Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων διαδικασία και τις αποφάσεις αυτών και στην οποία ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι αποφάσεις των επιτροπών επίλυσης δασικών αμφισβητήσεων δημοσιεύονται, όπως και η πράξη χαρακτηρισμού εκτάσεων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 του ν. 998/1979, και ότι η δίμηνη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής στην Δευτεροβάθμια Ε.Ε.Δ.Α. κατά απόφασης της Πρωτοβάθμιας Ε.Ε.Δ.Α. αρχίζει για τον οικείο Νομάρχη και τους τρίτους που έχουν έννομο συμφέρον, από τη δημοσίευση της απόφασης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 του ν. 998/ 1979.

 

10. Επειδή, η αιτούσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι δεν ήταν νόμιμη η σύνθεση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης κατά την κρίσιμη συνεδρίαση της 19ης Δεκεμβρίου 2005, εφόσον σε αυτήν μετείχε ως πρόεδρος ο εφέτης .... σε αναπλήρωση του κωλυομένου προέδρου εφετών ......, ενώ κατά την ισχύουσα κατά τον κρίσιμο χρόνο υπ αριθ. 1569/28.11.2005 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κρήτης περί συγκροτήσεως της δευτεροβάθμιας επιτροπής, πρόεδρος της συγκεκριμένης επιτροπής ήταν ο πρόεδρος εφετών ... με αναπληρωτή τον ανωτέρω ... και, επομένως, το κώλυμα έπρεπε να αφορά τον ....

 

11. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την υπ αριθ. 53/17.1.2005 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κρήτης συγκροτήθηκε η Δευτεροβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων με έδρα τα Χανιά για τη διετία 2005 2006 με πρόεδρο τον πρόεδρο εφετών ... και αναπληρωτή αυτού για την εκδίκαση των υποθέσεων του Νομού Χανίων τον εφέτη .... Η επιτροπή αυτή ανασυγκροτήθηκε στη συνέχεια για το υπόλοιπο της διετίας 2005 2006 με την υπ αριθ. 1569/28.11.2005 απόφαση του ιδίου γενικού γραμματέα με πρόεδρο τον πρόεδρο εφετών ... και αναπληρωτή αυτού για την εκδίκαση των υποθέσεων του Νομού Χανίων τον εφέτη ..., ενώ με την υπ αριθ. 1568/28.11.2005 απόφασή του ο ίδιος γενικός γραμματέας συγκρότησε και δεύτερη Δευτεροβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων με έδρα τα Χανιά για τη διετία 2005 2006 με πρόεδρο τον πρόεδρο εφετών ... και αναπληρωτές αυτού τις εφέτες ... και αναπληρώτρια αυτών την ... για την εκδίκαση υποθέσεων όπου και όποτε ορίζονται συνεδριάσεις. Με την υπ αριθ. 1641/14.11.2005 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κρήτης τροποποιήθηκε η ανωτέρω υπ αριθ. 1569/28.11.2005 απόφαση του ιδίου και ορίστηκε για το υπόλοιπο της διετίας 2005 2006 ως πρόεδρος της (πρώτης) δευτεροβάθμιας επιτροπής ο πρόεδρος εφετών ..., ορίστηκε δε περαιτέρω ότι κατά τα λοιπά ισχύει η 1569/28.11.2005 απόφαση. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι κατά την κρίσιμη συνεδρίαση της 19ης Δεκεμβρίου 2005 ίσχυε η υπ αριθ. 1641/14.11.2005 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κρήτης, με την οποία είχε οριστεί ως πρόεδρος της πρώτης δευτεροβάθμιας επιτροπής ο πρόεδρος εφετών ..., παρέμεινε δε ως αναπληρωτής του προέδρου της επιτροπής αυτής για την εκδίκαση των υποθέσεων του Νομού Χανίων ο εφέτης ..., κατά τα ορισθέντα με την υπ αριθ. 1569/ 28.11.2005 απόφαση. Και ναι μεν η υπ αριθ. 1641/14.11.2005 απόφαση φέρει, προφανώς εκ παραδρομής, ημερομηνία προγενέστερη της υπ αριθ. 1569/28.11.2005 απόφασης πλην είναι μεταγενέστερη αυτής, εφόσον παραπέμπει ρητώς στην τελευταία αυτή απόφαση. Κατά τον κρίσιμο δε χρονικό σημείο ο πρόεδρος εφετών ... ήταν πρόεδρος της δεύτερης δευτεροβάθμιας επιτροπής. Ενόψει των ανωτέρω ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφόσον κατά την κρίσιμη συνεδρίαση της 19ης Δεκεμβρίου 2005 ίσχυε η υπ αριθ. 1641/14.11.2005 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κρήτης, με την οποία ορίστηκε ως πρόεδρος της συγκεκριμένης επιτροπής ο πρόεδρος εφετών ..., με αναπληρωτή αυτού για την εκδίκαση των υποθέσεων του Νομού Χανίων τον εφέτη ....

 

12. Επειδή, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως ανάγεται στη νομιμότητα συμμετοχής δικαστικού λειτουργού σε συλλογικό όργανο της Διοίκησης. Ανακύπτει, επομένως, ενόψει των κριθέντων με την απόφαση 3503/2009 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου σχετικά με τη συνταγματική απαγόρευση ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς, το ζήτημα της νομιμότητας της συμμετοχής του ανωτέρω δικαστικού λειτουργού στη Δευτεροβάθμια Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και από την άποψη των οριζομένων από τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος. Τίθεται, δηλαδή, το θέμα εάν οι επιτροπές επίλυσης δασικών αμφισβητήσεων του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 998/1979 συνιστούν ή όχι συμβούλια ή επιτροπές ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων και εάν η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε αυτές υπάγεται, συνεπώς, στην εξαίρεση από τη γενική απαγόρευση ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς, η οποία προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 89 του Συντάγματος.

 

13. Επειδή, οι επιτροπές του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 998/1979, δεν συνιστούν συμβούλια ή επιτροπές ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η αρμοδιότητά τους, όπως ορίζεται στη διάταξη αυτή του ν. 998/1979 και στο άρθρο 14 του ίδιου νόμου, δεν έχει ως αντικείμενο την άσκηση οικονομικού ή δημοσιονομικού ελέγχου ούτε συνάπτεται με θέματα οικονομικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα. Εξάλλου, οι επιτροπές αυτές δεν έχουν δικαιοδοτικό χαρακτήρα, διότι αποφαίνονται επί ενδικοφανών προσφυγών κατά διοικητικών πράξεων με βάση τη διαγραφόμενη στο νόμο διοικητική διαδικασία που δεν έχει στοιχεία, τα οποία προσιδιάζουν σε εκτέλεση δικαιοδοτικού έργου και σε άσκηση αρμοδιότητας δικαιοδοτικού οργάνου, όπως η δημοσιότητα των συνεδριάσεων και η υποχρέωση εξασφάλισης της κατ αντιμωλία συζήτησης. (ΣτΕ 3503/2009 Ολομ.). Συνεπώς, η συγκρότηση των παραπάνω επιτροπών με τη συμμετοχή δικαστικού λειτουργού δεν είναι νόμιμη, ως αντίθετη προς τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις. Ήδη, εξάλλου, δεν προβλέπεται η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού στις Επιτροπές Εξέτασης Αντιρρήσεων του άρθρου 18 του ν. 3889/2010, όπως ισχύει, στις οποίες έχει ανατεθεί η εξέταση των αντιρρήσεων κατά του περιεχομένου δασικού χάρτη που αναρτήθηκε. Κατά την έννοια δε της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, δεν συντρέχει ανάγκη παραπομπής στην Ολομέλεια του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας της προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 998/1979, καθ ό μέρος αφορούν στη συμμετοχή δικαστικού λειτουργού ως προέδρου στις επιτροπές επίλυσης δασικών αμφισβητήσεων, δεδομένου ότι πρόκειται αναμφιβόλως για το ίδιο κατ ουσίαν νομικό ζήτημα με το ήδη επιλυθέν με την απόφαση 3503/2009 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περί της συμμετοχής δικαστικού λειτουργού ως προέδρου στην Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (πρβλ. ΣτΕ 1476/2004 Ολομ., 1156/2005, 3634/2005, 3629/2007, 3536/2009 επταμ., 2831/2011, 3060/2013 επταμ., 1279, 1568/2015).

 

14. Επειδή, κατόπιν τούτων η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτή και η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση προκειμένου η έκδοση απόφασης επί των προσφυγών των ... να γίνει κατόπιν νέας νόμιμης συγκρότησης της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης.

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

 

Ακυρώνει την 109/2006 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.

 

Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου και

 

Επιβάλλει στο Δημόσιο και στους παρεμβαίνοντες τη δικαστική δαπάνη της αιτούσας που ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου 2015

 

 Η Πρόεδρος του Ε? Τμήματος       Η Γραμματέας

 

 Αγγ. Θεοφιλοπούλου                     Ειρ. Δασκαλάκη

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 28Ιουλίου 2015.

 

Ο Πρόεδρος                         Η Γραμματέας  του Β’ Τμήματος Διακοπών

 

Αν. Γκότσης                              Ε. Οικονόμου