ΣτΕ 2978/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αποφάσεις Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων - Εκτελεστές διοικητικές πράξεις - Διοικητικές διαφορές ουσίας - Προσφυγή - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 78 Κώδικα Δικηγόρων -.

 

Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων, το οποίο επιλαμβάνεται των ενώπιον του αγομένων πειθαρχικών υποθέσεων των δικηγόρων (είτε κατόπιν εφέσεως κατά αποφάσεως Πειθαρχικού Συμβουλίου από τον τιμωρηθέντα δικηγόρο, είτε κατόπιν αναφοράς ή εφέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και συγκροτείται κατά την πλειοψηφία του από δικηγόρους, οι δε αγόμενες ενώπιον του υποθέσεις δεν συζητούνται δημόσια, ούτε οι αποφάσεις του δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση, δεν είναι δικαστήριο κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1, 87 παρ. 1 και 93 του Συντάγματος, αλλά συλλογικό όργανο ενταγμένο στη διοικητική οργάνωση του Κράτους, το οποίο ασκεί διοικητικής φύσεως αρμοδιότητα. Οι εκδιδόμενες από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων αποφάσεις είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και οι προκαλούμενες από αυτές διαφορές κατέστησαν διοικητικές διαφορές ουσίας και υπόκεινται πλέον σε προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Η διάταξη του άρθρου 78 παρ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), σύμφωνα με την οποία δεν συγχωρείται αίτηση ακυρώσεως κατά των αποφάσεων Πειθαρχικού Συμβουλίου, είναι ανίσχυρη και δεν εφαρμόζεται, διότι αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος. Παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα της συνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 78 παρ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 2978/2004

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΤΜΗΜΑ Γ'

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Απριλίου 2004, με την εξής σύνθεση : Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ' Τμήματος, Ν. Σακελλαρίου, Μ. Κωνσταντινίδου, Σύμβουλοι, Γ. Ποταμιάς, Π. Τσούκας, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Γ' Τμήματος,

   Για να δικάσει την από 17 Φεβρουαρίου 2003 αίτηση :

   του Σ.Σ.Μ., δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, οδός Ζ. Π. αρ. …, ο οποίος δεν παρέστη,

   κατά του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Κ. Κουτσουλέλο (Α.Μ, 12191) που τον διόρισε με πρακτικό του το Δ.Σ. του Συλλόγου.

   Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν οι αποφάσεις: α) 42/2000 του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και β) 85/2002 του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων.

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Γ. Ποταμιά.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

   1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (υπ' αριθμ. 991879, 659648/03 ειδικά έντυπα παραβόλου).

   2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, ο αιτών, δικηγόρος στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, ζητεί την ακύρωση της υπ' αριθμ. 85/2002 αποφάσεως του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, με την οποία απορρίφθηκε εν μέρει έφεσή του κατά της υπ' αριθμ. 42/2000 αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή του προστίμου, κατά συγχώνευση, εκ 440 ευρώ διότι, κατά παράβαση του άρθρου 96 παρ, 6 του Κώδικα περί Δικηγόρων, παρέλειψε την έκδοση γραμματίων προεισπράξεως δικηγορικής αμοιβής για τις ενώπιον του Αρείου Πάγου παραστάσεις του κατά τις δικάσιμους 6.10.1999 και 20.10.1999.

   3. Επειδή, νομίμως συζητείται η κρινόμενη αίτηση μολονότι δεν παρέστη ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εφόσον, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επιδόσεως, αντίγραφο της κρινομένης αιτήσεως και της πράξεως του Προέδρου του Γ' Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και εισηγητή έχουν νομίμως κοινοποιηθεί στον Υπουργό Δικαιοσύνης.

   4. Επειδή, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι : «1. Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Στο δε άρθρο 26 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού». Εξάλλου, στο άρθρο 87 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής : «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος». Ενώ, στο άρθρο 93 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α' 84/17.4.2001), ορίζεται ότι : «1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους. 2. Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων. 3. Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Νόμος ορίζει τις έννομες συνέπειες που επέρχονται και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης του προηγούμενου εδαφίου. Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την καταχώριση στα πρακτικά ενδεχόμενης μειοψηφίας, καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις της δημοσιότητάς της. 4. Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Περαιτέρω, στο άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το παραπάνω Ψήφισμα, ορίζεται ότι : «1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου». Ενώ, στο άρθρο 95 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος 3 ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το ως άνω Ψήφισμα, ορίζονται, μεταξύ άλλων, ότι : «1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως : α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου . . .3. Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει».

   5, Επειδή, στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου «ΕΣΔΑ» (ΝΔ. 53/1974, ΦΕΚ Α' 256) ορίζεται ότι : «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και το κοινόν καθ' όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας, εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή, εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίω μετρώ, όταν υπό ειδικός συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης».

   6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν,δ. 3026/1954, φ. Α' 235) ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος υπάλληλος διοριζόμενος δια υπουργικής αποφάσεως και υπαγόμενος σε πειθαρχική εξουσία ασκούμενη, κατά τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων. Πριν από την έναρξη ασκήσεως των καθηκόντων του, υποχρεούται να δώσει τον όρκο της υπηρεσίας του ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και να εγγραφεί στο μητρώο ενός από τους υπάρχοντες δικηγορικούς συλλόγους του Κράτους. Στο άρθρο 64 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι : «1. Η παράβασις των καθηκόντων και των υποχρεώσεων των επιβαλλομένων τω Δικηγορώ εκ τε των διατάξεων του Κωδικός, του εσωτερικού κανονισμού του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου ως και εξ αποφάσεως τινος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού, αποτελεί, πειθαρχικόν παράπτωμα κρινόμενον και κολαζόμενον υπό του πειθαρχικού Συμβουλίου του Συλλόγου κατά τας σχετικάς διατάξεις δια πειθαρχικής ποινής, ανεξαρτήτως πάσης ποινικής ευθύνης ή άλλης συνεπείας, κατά τους κειμένους Νόμους». Ενώ, στο άρθρο 66 παρ, 1, 2 και 3 του ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι: «’ρθρο 66. 1. Αρμόδιον προς εκδίκασιν των πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου, εις όν ανήκεν ο εγκαλούμενος Δικηγόρος καθ' ον χρόνον υπέπεσεν εις το δι' ο εγκαλείται παράπτωμα, ή του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου της τελέσεως, προτιμωμένου του καταρξαμένου της διώξεως. 2. Παρ' οις Συλλόγοις το Διοικητικόν Συμβούλιον σύγκειται εκ τριών μελών, αρμόδιον είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου της έδρας του Εφετείου, εάν δε και τούτο ομοίως, ορίζει το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον το Πειθαρχικόν Συμβούλιον άλλου Δικηγορικού Συλλόγου. 3. Προκειμένου περί μελών Διοικητικού Συμβουλίου Δικηγορικού Συλλόγου όπου δεν εδρεύει Εφετείον, αρμόδιον Πειθαρχικόν Συμβούλιον είναι το της έδρας του Εφετείου, προκειμένου δε περί μελών Διοικητικού Συμβουλίου Δικηγορικού Συλλόγου εν έδρα Εφετείου αρμόδιον είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και προκειμένου περί μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Πειραιώς, αρμόδιον είναι το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον». Στο άρθρο 68 παρ. 1 και 2 του Κώδικα ορίζεται ότι: «’ρθρο 68. 1. Η πειθαρχική εξουσία ασκείται υπό του οικείου Συμβουλίου αυτεπαγγέλτως ή επί εγγράφω ή προφορική αναφορά ή ανακοινώσει Δημοσίας Αρχής ή και επί τη αιτήσει του φερομένου ως πειθαρχικώς διωκτέου. 2. Εντός εξ το βραδύτερον μηνών από της αυτεπαγγέλτου ενάρξεως της πειθαρχικής διώξεως ή της αναφοράς, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον οφείλει να περάτωση την ανάκρισιν και να εκδώση την οριστικήν αυτού απόφασιν, πλην εάν συντρέχωσι περιπτώσεις των άρθρων 65 παρ. 1 και 67 παρ. 3 οπότε το εξάμηνον τούτο άρχεται από της προς τον Πρόεδρον του Συλλόγου γνωστοποιήσεως της αποφάσεως του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου ή του Δικαστηρίου». Περαιτέρω, στο άρθρο 72 παρ. 1 και 2 του Κώδικα ορίζεται ότι : «’ρθρο 72. 1. Αμα τη υποβολή προς τον Δικηγορικόν Σύλλογον αναφοράς κατά Δικηγόρου ή άμα τη ανακαλύψει οιουδήποτε παραπτώματος, ο Πρόεδρος ή ο νόμιμος αυτού αναπληρωτής, υποχρεούται δίδων τον προσήκοντα χαρακτηρισμόν του παραπτώματος να ορίση εν εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ως Εισηγητήν δια πράξεως καταχωριζομένης εις ειδικόν βιβλίον. 2. Το Διοικητικόν Συμβούλιον του Συλλόγου προβαίνει εις την συγκρότησιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά το άρθρ. 239». Εν συνεχεία, στο άρθρο 73 του ίδιου Κώδικα ορίζονται τα εξής : «'Αρθρον 73. 1. Πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται πριν ή απολογηθή ή κληθή εμπροθέσμως προς απολογίαν ο διωκόμενος Δικηγόρος. 2. Ο Εισηγητής υποχρεούται να συντάσση κατηγορητήριον και να καλή τον διωκόμενον Δικηγόρον δια κλήσεως επιδιδόμενης προς αυτόν δια δικαστικού κλητήρος ίνα λαβή γνώσιν του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και αιτολογηθή εγγράφως, Η προς απολογίαν προθεσμία δεν δύναται να είναι βραχυτέρα των πέντε ημερών από της επιδόσεως της κλήσεως. 3. Μετά την υποβολήν της απολογίας ή την πάροδον της τεταγμένης προθεσμίας εφ' όσον επερατώθη η ανάκρισις, ο Εισηγητής ανακοινοί τούτο εις τον Πρόεδρον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, όστις ορίζει ημέραν και ώραν συνεδριάσεως αυτού. Ο διωκόμενος καλείται δια πράξεως του Προέδρου κοινοποιουμένης αυτώ πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της εκδικάσεως, δικαιούται δε να παραστή ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και μετά πληρεξουσίου Δικηγόρου. 4. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κατά την προσδιορισθείσαν ημέραν δύναται να εξετάζη μάρτυρας κατά την κρίσιν του, μετά δε την απολογίαν του διωκομένου ή εν περιπτώσει μη εμφανίσεώς του, μετά την διαπίστωσιν της νομίμου κλητεύσεως αυτού, εκδίδει παραχρήμα την απόφασίν του, δύναται όμως αν κρίνη αναγκαίον, να διατάσση την συμπλήρωσιν του κατηγορητηρίου και της ανακρίσεως. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ο διωκόμενος δέον να καλείται και αύθις κατά τα εν § 3 οριζόμενα». Περαιτέρω, στο άρθρο 74 παρ. 1 του Κώδικα ορίζεται ότι : «'Αρθρον 74. Η απόφασις συντάσσεται εγγράφως εντός οκτώ ημερών από της εκδικάσεως και δέον να είναι ητιολογημένη. Επίσης εγγράφως συντάσσονται τα πρακτικά εντός της αυτής προθεσμίας. Η υπάρχουσα τυχόν μειοψηφία δέον να μνημονεύηται μόνον εν τοις πρακτικοίς. Η απόφασις και τα πρακτικά υπογράφονται υπό του Προέδρου και του Γραμματέως του Πειθαρχικού Συμβουλίου και καταχωρούνται εις ειδικόν βιβλίον υπ' αύξοντα αριθμόν». Ενώ, στο άρθρο 76 παρ. 1, 2 και 3 (όπως η παράγραφος 3 διαμορφώθηκε με την παραγρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 1968/1991, φ. Α, 150) του ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι: «'Αρθρον 76. 1. Αι υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου επιβαλλόμενοι πειθαρχικαί ποιναί είναι : α) επίπληξις, β) πρόστιμον, γ) προσωρινή παύσις από του Δικηγορικού λειτουργήματος, 8 ημερών μέχρις 6 μηνών και δ) οριστική παύσις. 2. Το ανώτατον και κατώτατον όριον του ποσού του προστίμου καθορίζεται δι' αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστου Δικηγορικού Συλλόγου κατά Ιανουάριον εκάστου έτους. Εάν η απόφαση αυτή δεν εκδοθεί μέχρι το τέλος Ιανουαρίου εκάστου έτους, το ποσόν του προστίμου ορίζεται σε 10.000 δρχ. το κατώτατο και 200.000 δρχ. το ανώτατο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης αναπροσαρμόζονται τα πιο πάνω ποσά. 3. Η ποινή της οριστικής παύσεως επιβάλλεται μόνον εάν συντρέχη περίπτωσις εκ των εν άρθρω 81 αναφερομένων. 4. Η επιβάλλουσα ποινήν απόφασις επιδίδεται εντός τριάκοντα ημερών από της εκδόσεως της εις τον εγκαλούμενον». Περαιτέρω, στα άρθρα 77, 78 και 79 του ως άνω Κώδικα ορίζονται τα εξής : «’ρθρον 77. 1. Ο τιμωρηθείς Δικηγόρος δικαιούται εντός 10 ημερών από της επιδόσεως της αποφάσεως να εκκαλέση ταύτην ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου. 2. Η έφεσις γίνεται ενώπιον του Γραμματέως του Πειθαρχικού Συμβουλίου, του εκδόντος την απόφασιν, δι' εκθέσεως, υποχρεούται δε ούτος όπως εντός δεκαημέρου διαβίβαση ταύτην μεθ' όλων των σχετικών εγγράφων εις τον Γραμματέα του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η τε προθεσμία προς έφεσιν και η άσκησις της εφέσεως έχουσιν ανασταλτικήν δύναμιν. ’ρθρον 78. 1. Το Ανώτατον Πειθαρχκόν Συμβούλιον δικάζον κατά δεύτερον βαθμόν δικαιούται να διάταξη νέαν ανάκρισιν, ενεργουμένην κατά τα εν άρθρ. 67 επομ., να καλή τον τιμωρηθέντα Δικηγόρον, αν ζητηθή παρά τούτου, πάντοτε δε αν δεν έχη απολογηθή πρωτοβαθμίως, να μεταρρυθμίζη ή και να εξαφάνιση την εκκαλουμένην απόφασιν. 2. Την ενέργειαν των ανακριτικών πράξεων δύναται ο Εισηγητής ν' ανάθεση εις Δικαστήν ή Εισαγγελέα. 3. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον αποφασίζει αμετακλήτως εκδίδον την απόφασίν του εντός τριμήνου το βραδύτερον από της εις αυτό εισαγωγής της σχετικής δικογραφίας, η δε απόφασις αυτού διαβιβάζεται προς τον Πρόεδρον του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, οφείλοντα αμελλητί να κοινοποίηση ταύτην προς τον τιμωρηθέντα. Αίτησις ακυρώσεως κατά των αποφάσεων Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν συγχωρείται. ’ρθρον 79. 1. Αι τελεσίδικοι αποφάσεις εκτελούνται υπό του Προέδρου του Συλλόγου. 2. Η επίπληξις και το πρόστιμον ανακοινούνται δι' εγγράφου προς τον τιμωρηθέντα παρά του Προέδρου του Συλλόγου. Το πρόστιμον εισπράττεται κατά τον νόμον περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων και εισάγεται εις το Ταμείον του Συλλόγου. Η μη καταβολή τούτου καθιστά απαράδεκτον την υποβολήν της κατά το άρθρ. 28 δηλώσεως του τιμωρηθέντος. 3. Αι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων αι καταγινώσκουσαι οριστικήν παύσιν ή προσωρινήν τουλάχιστον μηνός ή οριστικήν παύσιν, δημοσιεύονται υποχρεωτικώς εν περιλήψει, άμα καταστάσαι τελεσίδικοι, εις νομικόν περιοδικόν δαπάνη του τιμωρηθέντος εισπραττομένη κατά τον νόμον περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, προσέτι δε δια τοιχοκολλήσεως εις τα γραφεία των Συλλόγων, τας αίθουσας των Δικαστηρίων και το γραφείον του γραμματέως της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών. 4. Αι λοιπαί αποφάσεις, πλην των επιβαλλουσών την ποινήν της επιπλήξεως, δημοσιεύονται μόνον δια τοιχοκολλήσεως εις τα γραφεία των Συλλόγων. Αι επιβάλλουσαι την προσωρινήν ή οριστικήν παύσιν αποφάσεις, διαβιβάζονται προς τους Εισαγγελείς των Δικαστηρίων και τους Γραμματείς των Διοικητικών Δικαστηρίων, παρ' οις τελεί ο τιμωρηθείς, ίνα ανακοινωθώσι προς τα οικεία Δικαστήρια. Εντός πέντε ημερών από της εν άρθρω 78 § 3 κοινοποιήσεως της τελεσιδίκου αποφάσεως εις τον τιμωρηθέντα Δικηγόρον, δια προσωρινής ή οριστικής παύσεως, οφείλει ούτος να προσέλθη ενώπιον του Γενικού Γραμματέως του Δικηγ. Συλλόγου και κατάθεση το δελτίον ταυτότητος του, συντασσόμενης εκθέσεως. Από της συντάξεως της εκθέσεως θεωρείται εκτιομένη η ποινή, εν περιπτώσει δε προσωρινής παύσεως, άμα τη λήξει ταύτης, συντάσσεται έκθεσις περί αποδόσεως του δελτίου εις τον τιμωρηθέντα. Η μη εμπρόθεσμος κατάθεσις του δελτίου του τιμωρηθέντος τιμωρείται δια της ποινής του άρθρου 175 του Ποινικού Κώδικος. 5. Ως προς τους δι' οριστικής παύσεως τιμωρηθέντας Δικηγόρους, τηρείται περαιτέρω η εν άρθρω 82 διαδικασία». Ενώ, στο άρθρο 82 του Κώδικα ορίζεται ότι: «’ρθρο 82. 1. Η περί οριστικής παύσεως απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου διαβιβάζεται υπό του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου, εντός μηνός από της εκδόσεως αυτής, προς τον Πρόεδρον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, όπως εισαχθή εις τούτο προς κρίσιν και αν δεν ήθελεν ενασκηθή παρά του Δικηγόρου έφεσις. 2. Από της ως εν παρ. 3 του άρθρου 78 κοινοποιήσεως της επικυρωτικής αποφάσεως του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο τιμωρηθείς αποβάλλει αυτοδικαίως την ιδιότητα του Δικηγόρου εφαρμοζόμενης της παρ. 3 του αρθρ. 80». Στα δε άρθρα 201 παρ. 1 και 202 του Κώδικα ορίζονται τα εξής : «’ρθρο 201. 1. Εις το Διοικητικόν Συμβούλιον ανήκει: α) Η εποπτεία δια την προσήκουσαν και αξιοπρεπή άσκησιν του λειτουργήματος εκ μέρους των Δικηγόρων, των δοκίμων Δικηγόρων, των δικολάβων και των ασκουμένων και η πειθαρχική τούτων δίωξις και τιμωρία κατά τα ειδικώς οριζόμενα. ’ρθρον 202. Τα μέλη του Συλλόγου υποχρεούνται, προς εφαρμογήν των εν τω προηγουμένω άρθρω, να εμφανίζωνται προσκαλούμενα, ενώπιον του Προέδρου ή του νομίμου αναπληρωτού αυτού, να παρέχωσι τας αιτούμενος εξηγήσεις και να υπακούωσιν εις τας εκδιδόμενος αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου. Εν περιπτώσει δυστροπίας προς εκπλήρωσιν τόσον των ανωτέρω όσον και των εν άρθροις 60, 199 και 200 αναγραφομένων υποχρεώσεων, το Συμβούλιον δύναται να προκαλέση την εφαρμογήν των πειθαρχικών διατάξεων». Εξάλλου, στο άρθρο 239 παρ. 1, 2, 3, 4, 5 (όπως η παράγραφος αυτή (διαμορφώθηκε με το άρθρο 13 του ν. 1273/1882, φ, Α' 97, και με το άρθρο 25 παρ, 1 του ν. 1366/1983, φ, Α' 81) του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι ; «Αρθρο 239. 1. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον αποτελείται υπό του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Συλλόγου και τεσσάρων μελών. 2. Παρ' οίς Συλλόγοις το Διοικητικόν Συμβούλιον σύγκειται εκ τριών μόνον μελών, δεν δύναται ν' αποφασίζη ει μη μόνον περί των εν αρθρ. 4, 5 και 9 υποθέσεων, αϊ δε λοιποί πειθαρχικά» υποθέσεις παραπέμπονται εις το αρμόδιον κατά το αρθρ. 66 εδάφ. 3 Πειθαρχικόν Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου της έδρας του οικείου Εφετείου. 3. Παρ' οίς Συλλόγοις το Διοικητικόν Συμβούλιον αποτελείται εξ εξ και πλέον μελών, μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τέσσαρες εκ των Συμβούλων, οριζόμενοι δι' εκάστην υπόθεσιν υπό του Διοικητικού Συμβουλίου. 4. Προκειμένου περί δεκαπενταμελών Διοικητικών Συμβουλίων δύνανται δι' αποφάσεων αυτών να ιδρύωνται πλείονα του ενός Πειθαρχικά Συμβούλια, οπότε του μεν εξ αυτού πρώτου προεδρεύει ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, του δευτέρου ο Αντιπρόεδρος και του τυχόν τρίτου ο αρχαιότερος των μετεχόντων αυτού μελών, 5. Στη σύνθεση των πενταμελών πειθαρχικών Συμβουλίων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, μετέχουν δύο μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ανάμεσα στα οποία ο Πρόεδρος ή ένας από τους Αντιπροέδρους ή ο Γενικός Γραμματέας. Για τη συμπλήρωση των Πειθαρχικών Συμβουλίων το Διοικητικό Συμβούλιο εκλέγει κάθε Δεκέμβριο μέχρι 35 μέλη που πρέπει να είναι δικηγόροι γραμμένοι στα μητρώα του Συλλόγου με συνολική δικηγορική υπηρεσία το λιγότερο 10 χρόνων και που κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου διακρίνονται για το ήθος τους και για την προσήλωση τους στις παραδόσεις του Σώματος. Τα ονόματα τους ανακοινώνονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η θητεία τους διαρκεί ολόκληρο τον επόμενο χρόνο και μπορεί ν' ανανεώνεται, Έχουν όλα τα καθήκοντα και τις εξουσίες μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων και μπορούν να είναι Εισηγητές κατά τα άρθρα 72 και επόμενα», Περαιτέρω, στο άρθρο 240 παρ, 1 και 2 (όπως η παράγραφος αυτή διαμορφώθηκε με το άρθρο 10 του ν,δ. 4189/1961, φ. Α' 149) του ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι : «’ρθρο 240, 1. Τον Πρόεδρον του Δικηγορικού Συλλόγου κωλυόμενον αναπληροί ο Αντιπρόεδρος και τούτον ο εν τη Δικηγορική υπηρεσία εκ των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου αρχαιότερος. 2. Εάν δεν υπάρχη επαρκής αριθμός Συμβούλων προς συγκρότησιν Πειθαρχικού Συμβουλίου, κατά τας προηγούμενος παραγράφους, παραπέμπεται η υπόθεσις, αιτήσει του Προέδρου του Συλλόγου ή του εγκαλουμένου, εις το Πειθαρχικών Συμβούλιον ετέρου Συλλόγου υπό του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου εκτός εάν η Διοίκησις του Συλλόγου ήθελε κατ' Ιανουάριον εκάστου έτους κατάρτιση πίνακα εκ πέντε αναπληρωματικών μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου δια την συγκρότησιν τούτου εν περιπτώσει ανεπαρκείας του αριθμού λόγω κωλυμάτων ή εξαιρέσεων, Η συμπλήρωσις γίνεται κατά την εν τω πίνακι σειράν. Η άνευ ειδικού και αποχρώντος λόγου δήλωσις κωλύματος αποτελεί πειθαρχικόν παράπτωμα», Στο δε άρθρο 241 του Κώδικα ορίζεται ότι ; «’ρθρο 241. 1. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον συγκαλείται υπό του Προέδρου, η συμπλήρωσις δε των μελών αυτού γίνεται επιμελεία αυτού. 2, Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον συνεδριάζει πάντοτε εν ολομελεία αποφασίζει δε δι' απολύτου πλειοψηφίας. 3. Η παρουσία του Εισηγητού εκάστης υποθέσεως είναι απαραίτητος προς λήψιν αποφάσεων, μόνον δε εν κωλύματι του υπάρχοντος Εισηγητού δύναται δια πρακτικού να διορισθή έτερος τοιούτος, το Πειθαρχικόν όμως Συμβούλιον δεν δύναται να εκδώση οριστικήν απόφασιν κατά την ημέραν του διορισμού του νέου τούτου Εισηγητού. 4. Περί της συνεδριάσεως τηρούνται πρακτικά συντασσόμενα και υπογραφόμενα υπό του Προέδρου και του Γραμματέως Συμβούλου ή του υπαλλήλου Γραμματέως, εφ' όσον υπάρχει τοιούτος, άτινα παραμένουσι μυστικά και διατυπούνται εν αυτοίς και αϊ τυχόν μειοψηφίαι κατ' αίτησιν του μειοψηφούντος». Περαιτέρω, στο άρθρο 242 παρ, 1, 2 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 1366/1983), 3, 4 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 του ν.δ. 3790/1957, φ. Α' 209) του Κώδικα ορίζονται τα εξής ; «’ρθρο 242, 1. Η θητεία του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται ενιαύσιος από της 1ης Ιανουαρίου μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου. Εντός του μηνός Δεκεμβρίου εκλέγεται το νέον Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον, του οποίου η θητεία λήγει την 31ην Δεκεμβρίου του επόμενου έτους. 2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο εδρεύει στην Αθήνα, στον Αρειο Πάγο. Το αποτελούν ο Πρόεδρος, του Αρείου Πάγου ως Πρόεδρος, ένας Αρεοπαγίτης ως μέλος και τρείς δικηγόροι με συνολική υπηρεσία το λιγότερο 15 χρόνων ως τακτικά μέλη. Αναπληρωματικά μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζονται ένας Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, δύο Αρεοπαγίτες και έξι δικηγόροι. Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο Γραμματέας του Αρείου Πάγου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. 3. Τα εκ των μελών του Αρείου Πάγου μέλη του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, τακτικά και αναπληρωματικά, διορίζονται εντός του μηνός Δεκεμβρίου δια το επόμενον έτος δι' αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης. 4, Τα εκ δικηγόρων, τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ανωτάτου πειθαρχικού Συμβουλίου διορίζονται δι' αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εντός του τελευταίου δεκαημέρου του μηνός Δεκεμβρίου, δια το επόμενον έτος εκ πίνακας συντασσομένου υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών εις διπλάσισν αριθμόν, κατόπίν μυστικής ψηφοφορίας και δι' απολύτου πλειοψηφίας της ολομελείας αυτού, 5. Το Ανώτατον Πειθαρχικών Συμβούλιον συνεδριάζει πάντοτε εν ολομελεία των συγκροτούντων αυτό μελών, αϊ δε αποφάσεις αυτού λαμβάνονται δι' απολύτου πλειοψηφίας. Τον Πρόεδρον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβσυλιου, κωλυόμενον, αναπληροί ο ως αναπληρωματικόν μέλος διωρισμένος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, και τούτον ο έτερος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, τα δε λοιπά τακτικά μέλη του Συμβουλίου αναπληρούνται, εν τυχόν κωλύματι, υπό των αναπληρωματικών μελών κατά την σειράν της αρχαιότητος αυτών εν τη υπηρεσία, 6. Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου δύναται να χρησιμοποιή και τα αναπληρωματικά μέλη εν περιπτώσει φόρτου υποθέσεων». Και στο άρθρο 243 παρ. 1 και 2 (όπως η παράγραφος αυτή διαμορφώθηκε με το άρθρο 15 του ν,δ. 3790/1957) του Κώδικα ορίζεται ότι: «’ρθρο 243. 1, Τα Πειθαρχικά Συμβούλια υπόκεινται εν γένει, όσον αφορά την εμπρόθεσμον και προσήκουσαν διεξαγωγήν των της δικαιοδοσίας αυτών υποθέσεων, εις τον έλεγχον και την εποπτείαν του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου. 2. Ο παρά τω Αρείω Πάγω Εισαγγελέως έχει το δικαίωμα να παρακολουθή τας υποθέσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων και ν' αναφέρεται εις το Ανώτατον Πειθαρχικών Συμβούλιον απ' ευθείας. Προσέτι δικαιούται ούτος μη περιοριζόμενος υπό προθεσμίας τινός να φερη ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, πάσαν περί δικηγόρων απόφασιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ην φρονεί στηριχθείσαν επί παρερμηνείας ή πλημμελούς εφαρμογής του νόμου, κατά δε τας περιπτώσεις ταύτας, το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον, αποδεχόμενον την γνώμην του Εισαγγελέως επί μεν των καταδικαστικών αποφάσεων απαλλάσσει τον τιμωρηθέντα Δικηγόρον και αν η απόφασις έχη καταστή τελεσίδικος δια μη εγκαίρου ασκήσεως εφέσεως, επί δε των απαλλακτικών αποφαίνεται αμετακλήτως περί του νομικού μόνον ζητήματος και εξαφανίζει υπέρ του νόμου την απόφασιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Συλλόγου. Δικαιούται επίσης να εκκαλή ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου οιανδήποτε απόφασιν των πρωτοβαθμίων Πειθαρχικών Συμβουλίων δια λόγους ουσιαστικής εκτιμήσεως εντός προθεσμίας δύο μηνών από της εκδόσεως της αποφάσεως. Οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών και Εφετών οφείλουσι ν' αναφέρωσιν εις τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την έκδοσιν πάσης αποφάσεως». Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, φ. Α' 45) ορίζεται ότι, «οι διατάξεις του Κώδικα αυτού εφαρμόζονται στο Δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». Ενώ, στις παραγράφους 10 και 11 του άρθρου 14 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι : «10. Οι συνεδριάσεις, αν στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι μυστικές. Η κατά τη συζήτηση παρουσία άλλων προσώπων, πλην των μελών και του γραμματέα ή των τυχόν ειδικώς οριζόμενων στο νόμο προσώπων, δεν επιτρέπεται. Το συλλογικό όργανο, όμως, μπορεί να καλέσει, προς παροχή πληροφοριών ή προσαγωγή στοιχείων, υπηρεσιακά ή άλλα πρόσωπα, τα οποία και αποχωρούν πριν από την έναρξη της συζήτησης. 11. Όταν ο νόμος προβλέπει δημόσια συνεδρίαση του συλλογικού οργάνου, ανακοινώνονται εγκαίρως, και πάντως τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν από τη συνεδρίαση, ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης, με πρόσφορο τρόπο, ώστε να καθίσταται δυνατή η προσέλευση και η παρουσία των ενδιαφερομένων, Η τήρηση της δημοσιότητας πρέπει να βεβαιώνεται στο οικείο πρακτικό»,

   7. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 3 του ν, 1406/1983 (Α' 182), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 29 παρ. 4 του ν. 2721/1999 (Α' 112), ορίζεται ότι : «Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά : α). . . δ) επιβολή πειθαρχκών ποινών σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όπως είναι, ιδίως, οι ιατρικοί, οδοντιατρικοί και φαρμακευτικοί σύλλογοι, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και η Ένωση Ελλήνων Χημικών», Περαιτέρω, στο άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι ; «Οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις, που εκδίδονται στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου, καθώς και οι παραλείψεις κατά τους όρους του άρθρου 19 παρ. 2 του π.δ. 341/1978 (Α' 71) των οργάνων του Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου υπόκεινται σε προσφυγή και αν αυτό δεν προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία». Εξάλλου, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτου του ν. 2717/1999 (Α' 97) ορίζει στο άρθρο 1 ότι «Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού διέπουν την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα τακτικά Οιοικητικώ δικαστήρια», οίο άρθρο 7 ότι «1. Αρμόδιο στον πρώτο, ή πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρχή από πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνου της οποίας δημιουργήθηκε η διαφορά. Η αρμοδιότητα αυτή, διατηρείται και στις περιπτώσεις που, κατά των πράξεων ή παραλείψεων τούτου, ασκείται οποιαδήποτε διοικητική προσφυγή», και στο άρθρο 63 ότι «Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του Κώδικα, οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, από τις οποίες δημιουργούνται κατά νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, υπόκεινται σε προσφυγή», Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ, 1 του ν. 1968/1991 (Α' 150) αν το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνει ότι το ενώπιον του εισαγόμενο ένδικο μέσο ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου διοικητικού δικαστηρίου παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο αυτό,

   8, Επειδή, το Σύνταγμα, με το άρθρο 20 παρ, 1 κατοχυρώνει το ατομικά δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια. Ως δικαστήρια δε που ασκούν τη δικαστική λειτουργία της Πολιτείας, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του Συντάγματος, θεωρούνται τα κρατικά δικαιοδοτικά όργανα τα οποία συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές, που απολαύουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος, οι συνεδριάσεις τους είναι δημόσιες και εκδίδουν δικαστικές αποφάσεις ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες που απαγγέλονται σε δημόσια συνεδρίαση σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος. Εξάλλου, οι διαδικαστικές εγγυήσεις της δημοσιότητας της διαδικασίας και της δημόσιας απαγγελίας της δικαστικής αποφάσεως αξιώνονται, ρητά, ως ειδικότερες εκφάνσεις του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, και από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (βλ, αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υπόθεση, Pretto et autres της 8.12.1983, Arrets et decisions, τ. 71, υπόθεση Η. contre Belgique της 30.11.1987 RECUEIL DES ARRETS ET DECISIONS 1987, τ. 127 και Diennet C. France της 31.8,1995, στην ίδια συλλογή έτους 1995, τ. 325), Περαιτέρω, το Σύνταγμα, πλην των περιπτώσεων που ειδικώς ορίζονται σ' αυτό (άρθρα 88 παρ. 2, 96 και 99), δεν ανέχεται την υπαγωγή με νόμο διαφορών ορισμένης κατηγορίας πολιτών, λόγω ασκήσεως ορισμένου λειτουργήματος ή επαγγέλματος, σε ειδικό δικαστήριο και μάλιστα μη απαρτιζόμενο από τακτικούς δικαστές (βλ. Ολομ, ΣΕ 825/1988). Ενόψει αυτών, το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβουλιο των Δικηγόρων, το οποίο επιλαμβάνεται των ενώπιον του αγομένων πειθαρχικών υποθέσεων των δικηγόρων (είτε κατόπιν εφέσεως κατά αποφάσεως Πειθαρχικού Συμβουλίου από τον τιμωρηθέντα δικηγόρο είτε κατόπιν αναφοράς ή εφέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και συγκροτείται κατά την πλειοψηφία του από δικηγόρους, οι δε αγόμενες ενώπιον του υποθέσεις δεν συζητούνται δημόσια ούτε οι αποφύσεις του δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση, δεν είναι δικαστήριο κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1, 87 παρ. 1 και 93 του Συντάγματος, αλλά συλλογικό όργανο ενταγμένο στη διοικητική οργάνωση του Κράτους, το οποίο ασκεί διοικητικής φύσεως αρμοδιότητα. Κατά συνέπεια, οι εκδιδόμενες από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων αποφάσεις είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και οι προκαλούμενες από αυτές διαφορές κατέστησαν, βάσει της διάταξης του άρθρου 29 παρ, 4 του ν. 2721/1999, διοικητικές διαφορές ουσίας και υπόκεινται πλέον σε προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Η δε προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 78 παρ, 3 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), σύμφωνα με την οποία δεν συγχωρείται αίτηση ακυρώσεως κατά των αποφάσεων Πειθαρχικού Συμβουλίου, είναι ανίσχυρη και δεν εφαρμόζεται διότι αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος.

   9. Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση (υπ' αριθμ. 85/2002) του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, προερχόμενη, κατά τα ήδη εκτεθέντα, από συλλογικό όργανο ενταγμένο στη διοικητική οργάνωση του Κράτους, το οποίο ασκεί διοικητικής φύσεως αρμοδιότητα, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη της οποίας η δικαστική αμφισβήτηση γεννά διοικητική διαφορά ουσίας σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 4 του ν. 2721/1999 και υπόκειται σε προσφυγή ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

   10. Επειδή, το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στη σκέψη 8 της παρούσας αποφάσεως, δεν είναι όργανο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών αλλά συλλογικό όργανο ενταγμένο στη διοικητική οργάνωση του κράτους. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί πράξη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και συνεπώς ο εν λόγω Σύλλογος δεν νομιμοποιείται στην παρούσα δίκη υπό την ιδιότητα του κυρίου διαδίκου, αλλ' ούτε και του παρεμβαίνοντος εφόσον δεν ασκήθηκε απ' αυτόν παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως και επομένως η παράσταση αυτού κατά τη συζήτηση της παρούσας υποθέσεως είναι απαράδεκτος (βλ. ολομ, ΣΕ 1772/1969).

   11. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος, την οποία προσέθεσε το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, όταν Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίνει διάταξη τυπικού νόμου ως αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομελείας ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος. Συνεπώς, το ζήτημα της αντιθέσεως της διατάξεως του άρθρου 78 παρ, 3 του Κώδικα Δικηγόρων, σύμφωνα με την οποία δεν συγχωρείται αίτηση ακυρώσεως κατά των αποφάσεων Πειθαρχικού Συμβουλίου, προς τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 παρ, 1 και 3 του Συντάγματος πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου και να οριστεί ως εισηγητής ενώπιον αυτής ο Σύμβουλος Ν. Σακελλαρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ, 2 περ. β' του πρ. δ/τος 18/1989.

   Δια ταύτα

   Παραπέμπει στην Ολομέλεια το ζήτημα της συνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 78 παρ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων.

   Ορίζει εισηγητή ενώπιον της Ολομελείας το Σύμβουλο Ν. Σακελλαρίου.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 2 και 21 Ιουνίου 2004.

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21ης Οκτωβρίου 2004.