ΣτΕ 29/2017

 

ΙΚΑ - Σύνταξη λόγω αναπηρίας - Προσφυγή κατά γνωματεύσεως της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής - Απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του ασφαλισμένου -.

 

Όταν η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή κρίνει επί προσφυγής ασφαλισμένου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας επιτροπής δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση αυτού. Αν η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή κρίνει ότι η ιατρική αναπηρία του ασφαλισμένου πρέπει να προσδιορισθεί σε ποσοστό υψηλότερο εκείνου που προσδιόρισε η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή, θα δεχθεί την προσφυγή και θα καθορίσει το κατά την κρίση της προσήκον ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου. Αν όμως κρίνει ότι η εν λόγω αναπηρία θα έπρεπε να προσδιοριστεί στο αυτό ή και σε χειρότερο ποσοστό, θα απορρίψει την προσφυγή με συνέπεια να οριστικοποιηθεί το ποσοστό της αναπηρίας του ασφαλισμένου που προσδιορίστηκε από την πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή (Αντίθετη μειοψηφία).

 

 

Αριθμός 29/2017

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Οκτωβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Αν. Γκότσης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Σ. Μαρκάτης, Ο. Ζύγουρα, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Σύμβουλοι, Στ. Κτιστάκη, Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.

 

Για  να δικάσει την από 18 Νοεμβρίου 2010 αίτηση:

 

των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία: 1) «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Αικατερίνη Βρώτσου (Α.Μ. 16227), που τη διόρισε με πληρεξούσιο και 2) «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών» (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) καθολικού διαδόχου του Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. και ήδη Ε.Τ.Ε.Α., το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Θεοδώρα Αντωνίου (Α.Μ. 10123), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,

 

κατά της ..., κατοίκου Ρόδου (...), η οποία δεν παρέστη.

 

Με την αίτηση αυτή τα αναιρεσείοντα Ν.Π.Δ.Δ. επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1212/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Στ. Κτιστάκη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τις πληρεξούσιες των αναιρεσειόντων Ν.Π.Δ.Δ., οι οποίες ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α      

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία νομίμως ασκείται χωρίς την καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 1212/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφανίστηκε η 264/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου, ακολούθως έγινε δεκτή προσφυγή της ίδιας, ακυρώθηκαν οι 261 και 270/2004 αποφάσεις της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Ρόδου και υποχρεώθηκε το Ι.Κ.Α. να χορηγήσει στην αναιρεσίβλητη σύνταξη μερικής αναπηρίας, κύρια και επικουρική, για το χρονικό διάστημα από 6.6.2003 έως 30.6.2004.

 

2. Επειδή, η υπόθεση αυτή παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Α´ Τμήματος με την 236/2016 απόφαση του ίδιου Τμήματος, υπό πενταμελή σύνθεση, κατ’εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (8 Α΄).

 

3. Επειδή, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση παρά τη μη παράσταση της αναιρεσίβλητης, εφόσον, όπως προκύπτει από την από 11.3.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ..., αντίγραφο της 236/2016 παραπεμπτικής αποφάσεως επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη.

 

4. Επειδή, με την παρ. 4 εδ. α΄ του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138), ορίζεται ότι ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα για σύνταξη λόγω αναπηρίας, αν έγινε ανάπηρος κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου αυτού και πραγματοποίησε τον εκεί οριζόμενο αριθμό ημερών εργασίας. Στη δε παρ. 5 του ίδιου άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990, ορίζεται ότι ο ασφαλισμένος θεωρείται βαρέως ανάπηρος (εδ. α΄), απλώς ανάπηρος (εδ. β΄) ή μερικώς ανάπηρος (εδ. γ΄), αν λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενήσεως σωματικής ή πνευματικής, της προβλεπόμενης στις διατάξεις αυτές, κατά ιατρική πρόβλεψη, διάρκειας, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία περισσότερο από το ένα πέμπτο (1/5), προκειμένου περί βαρείας αναπηρίας, από το ένα τρίτο (1/3), προκειμένου περί (απλής) αναπηρίας, ή από το ήμισυ (1/2) προκειμένου περί μερικής αναπηρίας, του ποσού, το οποίο συνήθως κερδίζει σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της ίδιας μορφώσεως, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στην εν λόγω διάταξη. Περαιτέρω, στο εδάφιο ε΄ της ίδιας παραγράφου 5, όπως κατά τα ανωτέρω αντικαταστάθηκε, ορίσθηκε ότι για την αναπηρία του ασφαλισμένου από άποψη ιατρική γνωμοδοτούν οι αρμόδιες κατά τον κανονισμό ασφαλιστικής αρμοδιότητας υγειονομικές επιτροπές, οι οποίες, εκτός από τη διαπίστωση της φύσεως, των αιτίων, της εκτάσεως και της διάρκειας της σωματικής ή της πνευματικής παθήσεως του ασφαλισμένου, ερευνούν και την επίδραση αυτών στην καθολική ικανότητά του για άσκηση του συνήθους ή παρεμφερούς επαγγέλματός του ή την ανάκτηση της ικανότητας αυτής. Όπως συνάγεται από τις διατάξεις αυτές, το δικαίωμα προς λήψη συντάξεως λόγω αναπηρίας συναρτάται όχι προς αμιγώς αντικειμενικά κριτήρια σχετικά με τον ιατρικό καθορισμό ορισμένου ποσοστού ανικανότητας προς εργασία λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενήσεως σωματικής ή πνευματικής, αλλά προς την εκ της αιτίας αυτής αδυναμία του ασφαλισμένου να κερδίζει τα προς βιοπορισμό αναγκαία μέσα. Η στάθμιση της αδυναμίας αυτής στηρίζεται σε υποκειμενικά κριτήρια, δηλαδή στην, σε συσχετισμό προς τη διαπιστωθείσα πάθηση, βλάβη ή εξασθένηση, ικανότητα αυτού για εργασία, δυνάμενη να αποφέρει τα αναλόγως προς τις διαβαθμίσεις της αναπηρίας κατώτατα ποσοστά προσόδου σε σχέση με την πρόσοδο υγιούς ανθρώπου, όπως αυτή προσδιορίζεται στις εν λόγω διατάξεις (ΣτΕ 2040/2009, 2678/2011, 122/2015). Ο κατά τα ανωτέρω προσδιορισμός της ασφαλιστικής αναπηρίας, με σκοπό τη χορήγηση συντάξεως λόγω αναπηρίας, ανατίθεται στα ασφαλιστικά όργανα του Ι.Κ.Α. και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, στα αρμόδια τακτικά διοικητικά δικαστήρια, τα οποία, επιλαμβανόμενα σχετικής προσφυγής, διαπιστώνουν το ποσοστό της ασφαλιστικής αναπηρίας, εκτιμώντας αιτιολογημένα, κατά τις διακρίσεις και υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, την επίδραση της ιατρικώς διαπιστωθείσης αναπηρίας στην βιοποριστική ικανότητα του ασφαλισμένου (ΣτΕ 434/2008, 1344/2009, 3336/2012, πρβ. ΣτΕ 1057/2015).

 

5. Επειδή, εξάλλου, ο Κανονισμός Ασφαλιστικής Αρμοδιότητος και διαδικασίας απονομής των παροχών του Ι.Κ.Α. (Απόφαση Υπουργού Εργασίας 57440/1938 - Β΄ 33), ορίζει στο άρθρο 14 παρ. 4 ότι: «Όπου απαιτείται ως προϋπόθεσις αναπηρία, αύτη διαπιστούται δι’ αποφάσεως της υγειονομικής επιτροπής τη αιτήσει της αρμοδίας υπηρεσίας του Ιδρύματος». Περαιτέρω, στο άρθρο 28 παρ. 1 και 2, όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από την Διγ/3888/10-27 Οκτ.1983 απόφαση Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄ 623) ορίζονται τα εξής: «1. Οι Πρωτοβάθμιες Υγειονομικές επιτροπές ασφαλισμένων και υπαλλήλων που έχουν τις αρμοδιότητες των μέχρι τώρα πρωτοβάθμιων και οι οποίες προβλέπονται από το Νόμο 3163/66, του Β.Δ. 993/66 και τα άρθρα 27-28 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας θα συγκροτούνται ως εξής: Από τρεις γιατρούς του Ιδρύματος οποιασδήποτε ειδικότητας και ορίζονται από το Διοικητή. 2. Οι δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές ασφαλισμένων και υπαλλήλων που έχουν τις αρμοδιότητες των μέχρι τώρα δευτεροβάθμιων οι οποίες προβλέπονται από το Νόμο 3163/55, το Β.Δ. 993/66 και τα άρθρα 27-28 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας θα συγκροτούνται στο εξής, από τρεις γιατρούς του Ιδρύματος οποιασδήποτε ειδικότητας και υπηρεσιακής σχέσης με αυτά και οι οποίοι θα ορίζονται από το Διοικητή». Στο άρθρο 29 εδ. α΄ του ίδιου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Αι υγειονομικαί επιτροπαί έχουν ως έργον την τη αιτήσει της αρμοδίας υπηρεσίας του Ιδρύματος από ιατρικής απόψεως διαπίστωσιν της φύσεως, των αιτίων, της εκτάσεως και της διαρκείας της σωματικής ή της πνευματικής παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενήσεως του αιτούντος, είτε πρωτοτύπως είτε παραγώγως, σύνταξιν αναπηρίας ή επίδομα ασθενείας, και ερευνώσι την επίδρασιν τούτων επί της καθόλου ικανότητος του ησφαλισμένου προς άσκησιν του συνήθους βιοποριστικού επαγγέλματος αυτού, ως και την ανάκτησιν αυτής». Στο δε άρθρο 37 του πιο πάνω Κανονισμού ορίζεται ότι: «Αι γνωματεύσεις των υγειονομικών επιτροπών είναι έγγραφοι και ειδικώς ητιολογημέναι, υποβάλλονται δε εμπιστευτικώς εις το ασφαλιστικόν όργανον παρ’ ω εκκρεμεί η περί απονομής συντάξεως λόγω αναπηρίας αίτησις του εξεταζομένου». Σε σχέση με τις γνωματεύσεις αυτές, στην παρ. 8 του άρθρου 28 του ίδιου Κανονισμού προβλέπεται ότι: «Κατά των γνωματεύσεων της Πρωτοβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής επιτρέπεται προσφυγή, κατά τας διατάξεις του άρθρου 35 του παρόντος Κανονισμού υπό του ησφαλισμένου και παντός αρμοδίου ασφαλιστικού οργάνου. Τοιαύτη προσφυγή επιτρέπεται εις μεν τον ενδιαφερόμενον ησφαλισμένον εντός δέκα ημερών από της κοινοποιήσεως της γνωματεύσεως εις δε τα αρμόδια δια την χορήγησιν της παροχής ασφαλιστικά όργανα εντός 20 ημερών προκειμένου περί χορηγήσεως παροχών κλάδου ασθενείας και 40 ημερών προκειμένου περί χορηγήσεως παροχών κλάδου αναπηρίας, γήρατος και θανάτου (συντάξεως) από της εκδόσεως της γνωματεύσεως υπό της Πρωτοβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής…». Περαιτέρω δε, στο άρθρο 35 του Κανονισμού αυτού (όπως τροποποιήθηκε με την 9619/1941, Β΄50, απόφαση του Υπουργού Εργασίας) ορίζεται ότι: «Η γνωμάτευσις της πρωτοβαθμίου επιτροπής δύναται να προσβληθεί ενώπιον της δευτεροβαθμίου υγειον. επιτροπής… εφ’ όσον … δεν είναι ορθή η κρίσις της επιτροπής, ιδίως εάν η επιτροπή δεν έλαβεν υπ’ όψιν πράγματα έχοντα ουσιώδη επιρροήν εις την μόρφωσιν ορθής γνώμης ή επλανήθη περί την εκτίμησιν των πραγματικών γεγονότων ή εάν η επιτροπή εδέχθη πράγματα ως αληθή, άνευ της ειθισμένης κλινικής ή εργαστηριακής εξετάσεως ή έδει να διατάξη και δεν διέταξε περί αυτών απόδειξιν, ως και εάν εκ των εν τη έδρα της υγειονομικής επιτροπής υπαρχόντων ελλιπών αποδεικτικών μέσων καθίσταται δυσχερής η μόρφωσις ακριβούς γνώμης περί της αναπηρίας του αιτούντος». Τέλος, στο άρθρο 36 του Κανονισμού ορίζεται ότι: «1. Η κατά της αποφάσεως της πρωτοβαθμίου υγειονομικής επιτροπής προσφυγή ασκείται δι’ εγγράφου δηλώσεως του ενδιαφερομένου ή του νομίμως εξουσιοδοτημένου πληρεξουσίου αυτού ή δια δηλώσεως του αρμοδίου ασφαλιστικού οργάνου. .... 2. … 3. Η δευτεροβάθμιος υγειονομική επιτροπή, κατά την ορισθείσαν ημέραν, αποφαίνεται επί της υποθέσεως, επικυρούσα ή τροποποιούσα την απόφασιν της πρωτοβαθμίου υγειονομικής επιτροπής, εκτός εάν νομίζη αναγκαίας συμπληρωματικάς εξετάσεις, οπότε επανέρχεται επί της υποθέσεως μετά την ενέργειαν και των συμπληρωματικών τούτων εξετάσεων».

 

6. Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, αν υποβληθεί αίτημα ασφαλισμένου για συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας, οι υγειονομικές επιτροπές του Ι.Κ.Α. είναι αποκλειστικώς αρμόδιες για να αποφανθούν επί των αναφερομένων στις διατάξεις αυτές ιατρικής φύσεως θεμάτων, δηλαδή επί της φύσεως, των αιτίων, της εκτάσεως, της διάρκειας και του χρόνου ενάρξεως της σωματικής ή πνευματικής παθήσεως του ασφαλισμένου και υποχρεούνται να δώσουν επί των θεμάτων αυτών σαφή και απαλλαγμένη από αμφιβολίες απάντηση. Εξάλλου, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι η γνωμάτευση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής καθίσταται οριστική εφόσον δεν έχει ασκηθεί κατ’ αυτής προσφυγή (ένσταση) ενώπιον της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία έχει την αρμοδιότητα κατά την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 36 παρ. 3 του Κανονισμού να επικυρώνει ή να τροποποιεί την απόφαση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής. Περαιτέρω, οι οριστικές γνωματεύσεις των υγειονομικών επιτροπών (πρωτοβαθμίων, που δεν έχουν προσβληθεί, και δευτεροβαθμίων), εφόσον είναι αιτιολογημένες, δεσμεύουν ως προς τα ιατρικής φύσεως ζητήματα τα ασφαλιστικά όργανα και τα επιλαμβανόμενα σε περίπτωση αμφισβητήσεως διοικητικά δικαστήρια (ΣτΕ 2678/2011, 3336/2012, 1061, 1652/2015).

 

7. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου, όταν δευτεροβάθμιο όργανο κρίνει επί ενδικοφανούς προσφυγής του διοικουμένου, δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση του, εκτός εάν υπάρχει ρητή αντίθετη ρύθμιση (ΣτΕ 4202/1986, 2340/1987, 3424/2006). Συνεπώς, όταν η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή κρίνει επί προσφυγής ασφαλισμένου του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. κατά γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία (προσφυγή) - σύμφωνα με τα εκθέντα στην προηγούμενη σκέψη - οργανώνεται διαδικαστικά ως ενδικοφανής προσφυγή (πρβ. ΣτΕ 2182/2015 7μ.),  δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση αυτού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ρητή αντίθετη ρύθμιση στη νομοθεσία του ως άνω Ιδρύματος, ούτε προκύπτει άλλωστε από τη νομοθεσία αυτή η δυνατότητα της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής να καταστήσει χειρότερη τη θέση του προσφεύγοντος ασφαλισμένου, ενόψει άλλωστε και του ότι, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 5, προβλέπεται πάντως η δυνατότητα του ασφαλιστικού αυτού οργανισμού (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) να ασκήσει προσφυγή κατά της γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου (ΣτΕ 4202/1986). Επομένως, σε περίπτωση που η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, επιλαμβανόμενη προσφυγής μόνο του ασφαλισμένου, κρίνει ότι η ιατρική του αναπηρία πρέπει να προσδιορισθεί σε ποσοστό υψηλότερο εκείνου που προσδιόρισε η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή, θα δεχθεί την προσφυγή κατά της γνωματεύσεως της τελευταίας ως άνω επιτροπής και θα καθορίσει το κατά την κρίση της προσήκον ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου. ’λλως, αν δηλαδή κρίνει ότι η εν λόγω αναπηρία θα έπρεπε να προσδιορισθεί στο αυτό ή και σε χαμηλότερο ποσοστό, θα απορρίψει την προσφυγή, με συνέπεια να οριστικοποιηθεί το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου, που προσδιορίστηκε από την πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή. Κατά τη γνώμη, όμως, της Συμβούλου Ταξιαρχίας Κόμβου, στην οποία προσχώρησε η Πάρεδρος Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, από τις ανωτέρω ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α. (ιδίως άρθρα 28 παρ. 8, 29, 35, 36 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας του Ι.Κ.Α.) συνάγεται ότι η άσκηση προσφυγής κατά γνωματεύσεως πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής (Α.Υ.Ε.) συνεπάγεται τη συνολική επανεξέταση και την εκ νέου αξιολόγηση της καταστάσεως της υγείας του ασφαλισμένου εκ μέρους της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής (Β.Υ.Ε.), η οποία δεν περιορίζεται στην κρίση της από τις αιτιάσεις και το αίτημα της προσφυγής. Και ναι μεν η προσφυγή αυτή οργανώνεται από διαδικαστική άποψη κατά το πρότυπο της ενδικοφανούς προσφυγής (πρβ. ΣτΕ 2182/2015 7μ.), ωστόσο δεν εξομοιώνεται με ενδικοφανή προσφυγή, αφού η άσκησή της είναι προαιρετική (πρβ. ΣτΕ 1378/1998). Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι αν η Β.Υ.Ε., κατά τον επανέλεγχο του ιατρικού φακέλου και την αξιολόγηση της κλινικής εικόνας του ασφαλισμένου, καθώς και την εξέταση των τυχόν προσκομισθέντων ενώπιόν της από τον ασφαλισμένο ή/και των τυχόν νέων, αιτηθέντων από τη Β.Υ.Ε., ιατρικών στοιχείων, καταλήξει σε διαφορετική σε σχέση με την Α.Υ.Ε. ιατρική κρίση ως προς τα ιατρικής φύσεως θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των υγειονομικών επιτροπών του Ι.Κ.Α. (ήδη Ι.Κ.Α.Ε.Τ.Α.Μ.), υποχρεούται να αποφανθεί με δική της γνωμάτευση, τροποποιητική εκείνης της Α.Υ.Ε., ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται τη χειροτέρευση της θέσεως του προσφεύγοντος (είτε του ασφαλισμένου είτε του εν λόγω ασφαλιστικού οργανισμού), μη δυναμένη να περιορισθεί σε απόρριψη της προσφυγής.

 

8. Επειδή, τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 997/1979 (Α΄ 287), «1. … 2. Ο ησφαλισμένος παρά τω Ταμείω δικαιούται συντάξεως λόγω αναπηρίας, εάν μετά την έναρξιν λειτουργίας του Ταμείου, έτυχε συντάξεως λόγω αναπηρίας εκ του Ι.Κ.Α. ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως αυτού και επραγματοποίησε 700 ημέρας εργασίας εις την ασφάλισιν του Ταμείου, από τας οποίας τουλάχιστον 300 εντός των πέντε ημερολογιακών ετών των αμέσως προηγουμένων εκείνου κατά το οποίον κατέστη ανάπηρος, ή τον υπό της προηγουμένης παραγράφου απαιτούμενον εκάστοτε αριθμόν ημερών εργασίας. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 6 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 1539/1985 (Α΄ 64), ορίζεται ότι: «Η κρίση του αρμόδιου, για την αναγνώριση δικαιώματος σε σύνταξη αναπηρίας, οργάνου του Ι.Κ.Α. ή άλλου φορέα κύριας ασφάλισης, ως προς το βαθμό της αναπηρίας και τη χρονική της διάρκεια είναι υποχρεωτική και για τα αρμόδια για την αναγνώριση δικαιώματος σε σύνταξη από το Ι.Κ.Α. - Τ.Ε.Α.Μ. όργανα του Ι.Κ.Α.».

 

9. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Η αναιρεσίβλητη, η οποία γεννήθηκε το 1958, πραγματοποίησε στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. 2.175 ημέρες εργασίας από το έτος 1975 έως τις 31.10.2001, εργαζόμενη ως υπάλληλος μπαρ. Κατόπιν υποβολής αιτήσεών της να λάβει σύνταξη από το Ι.Κ.Α. και το Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ., παραπέμφθηκε προς εξέταση στην πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή (ΑΥΕ), η οποία με την 416/2003 γνωμάτευσή της αποφάνθηκε ότι η αναιρεσίβλητη παρουσίαζε «οσφυοισχιαλγία επί εδάφους εκφυλιστικής σπονδυλοπάθειας. Νευρωσικές εκδηλώσεις» και προσδιόρισε το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής βλάβης της σε 50%, για το χρονικό διάστημα από 6.6.2003 έως 30.6.2004. Η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή (ΒΥΕ), ενώπιον της οποίας προσέφυγε η αναιρεσίβλητη κατόπιν ασκήσεως της 2794/25.9.2003 προσφυγής της, αποφάνθηκε τελικά ότι αυτή παρουσίαζε «εκφυλιστικού τύπου αλλοιώσεις ΑΟΜΣΣ, αγχώδεις και καταθλιπτικές εκδηλώσεις» και προσδιόρισε το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής βλάβης της σε 25%, από το οποίο 10% οφειλόταν σε ψυχιατρική πάθηση, για το ίδιο διάστημα. Ο Διευθυντής του αναιρεσείοντος Ι.Κ.Α. με τις 1121 και 754/2003 αποφάσεις απέρριψε τις αιτήσεις συνταξιοδοτήσεως της αναιρεσίβλητης, ελλείψει συντάξιμου ποσοστού αναπηρίας. Ένσταση της αναιρεσίβλητης κατά των απορριπτικών αυτών αποφάσεων απορρίφθηκε με τις 261 και 270/2004 αποφάσεις της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Ρόδου. Προσφυγή της ίδιας κατά των αποφάσεων της ΤΔΕ απορρίφθηκε με την 264/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως η αναιρεσίβλητη άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν εφετείο δέχτηκε ότι, εφόσον η προσφυγή κατά της 416/2003 γνωματεύσεως της ΑΥΕ ασκήθηκε από την αναιρεσίβλητη ασφαλισμένη, η ΒΥΕ με την 2794/2003 γνωμάτευσή της δεν μπορούσε να χειροτερεύσει τη θέση της αναιρεσίβλητης και να περιορίσει το ποσοστό υγειονομικής αναπηρίας της, το οποίο είχε προσδιορισθεί με την εν λόγω γνωμάτευση της ΑΥΕ. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν εφετείο έκανε δεκτό ότι η ασφαλιστική αναπηρία της αναιρεσίβλητης έπρεπε να κριθεί με βάση το τελευταίο αυτό ποσοστό (50%). Περαιτέρω, το δικάσαν εφετείο έλαβε υπόψη τις παραπάνω παθήσεις της αναιρεσίβλητης, όπως καθορίσθηκαν με την ανωτέρω γνωμάτευση της ΑΥΕ, καθώς και το συναφές ποσοστό ανατομοφυσιολογικής βλάβης της (50%), ενόψει των οποίων - σύμφωνα με την κρίση του - η αναιρεσίβλητη αντιμετωπίζει αρκετές δυσκολίες για την ικανοποιητική άσκηση του επαγγέλματός της που ανάγονται τόσο στη σωματική της κατάσταση, εφόσον δυσχεραίνεται η επικοινωνιακή της ικανότητα και, ειδικότερα, η αναγκαία επαφή με τους πελάτες, περαιτέρω δε, την ηλικία της (45-46 ετών), τις γραμματικές γνώσεις της (στοιχειώδεις), καθώς και τις ευκαιρίες απασχολήσεως στην περιοχή, οι οποίες -όπως είναι κοινώς γνωστό- αφορούν κυρίως άτομα χωρίς ανάλογα προβλήματα υγείας και έκρινε ότι η αναιρεσίβλητη, κατά το επίμαχο διάστημα, δεν είχε τη δυνατότητα να κερδίζει περισσότερο από το ½ εκείνου που μπορούσε να κερδίζει στην ίδια περιοχή υγιής μισθωτός της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας και με την ίδια μόρφωση και, συνεπώς, δικαιούτο να λάβει σύνταξη μερικής αναπηρίας (ίση με το 50% της πλήρους) από το Ι.Κ.Α. και το Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. για το διάστημα αυτό. Με τις σκέψεις αυτές, το διοικητικό εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και αφού δίκασε την προσφυγή της αναιρεσίβλητης την έκανε δεκτή,  ακύρωσε τις 261 και 270/2004 αποφάσεις της ΤΔΕ του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Ρόδου και υποχρέωσε το ΙΚΑ να χορηγήσει στην αναιρεσίβλητη σύνταξη μερικής αναπηρίας, κύρια και επικουρική, για το χρονικό διάστημα από 6.6.2003 έως 30.6.2004.

 

10. Επειδή, η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι η Β.Υ.Ε. με την 2794/2003 γνωμάτευσή της, αποφαινόμενη επί  προσφυγής της αναιρεσίβλητης κατά της γνωματεύσεως της Α.Υ.Ε, δεν μπορούσε να χειροτερεύσει τη θέση της ασφαλισμένης και να περιορίσει το ποσοστό υγειονομικής αναπηρίας της, όπως αυτό είχε προσδιοριστεί με την εν λόγω γνωμάτευση της Α.Υ.Ε., είναι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη, νόμιμη και, επομένως, ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας, η ως άνω κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι η Β.Υ.Ε. δεν μπορούσε να χειροτερεύσει τη θέση της ανωτέρω ασφαλισμένης μειώνοντας το ποσοστό ιατρικής αναπηρίας της, δεν είναι νόμιμη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση.  

 

11. Επειδή, εξάλλου, με την κρινόμενη αίτηση πλήσσεται η κρίση του δικάσαντος εφετείου, κατά την οποία η αναιρεσίβλητη, κατά το επίμαχο διάστημα, δεν είχε τη δυνατότητα να κερδίζει περισσότερο από το ½ εκείνου που μπορούσε να κερδίζει στην ίδια περιοχή υγιής μισθωτός της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας και με την ίδια μόρφωση και, συνεπώς, δικαιούτο να λάβει σύνταξη μερικής αναπηρίας (ίση με το 50% της πλήρους) από το Ι.Κ.Α. και το Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. για το διάστημα αυτό. Η πιο πάνω κρίση, στην οποία κατέληξε το δικάσαν δικαστήριο ύστερα από εκτίμηση τόσο του ποσοστού υγειονομικής αναπηρίας της αναιρεσίβλητης, όπως αυτό είχε προσδιορισθεί με την γνωμάτευση της ΑΥΕ (50%), όσο και των λοιπών νόμιμων μη ιατρικών κριτηρίων (ηλικία, είδος απασχολήσεως, επίδραση των παθήσεων στην άσκηση επαγγέλματος της αναιρεσίβλητης, συνθήκες απασχολήσεως) είναι κατ’αρχήν νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον προβάλλεται ότι το δικάσαν εφετείο δεν διατύπωσε δική του κρίση για την ασφαλιστική αναπηρία της αναιρεσίβλητης, αλλά επαναλαμβάνει την κρίση των υγειονομικών επιτροπών είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί ανακριβούς προϋποθέσεως. Κατόπιν των ανωτέρω και ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η ως άνω κρίση του δικάσαντος εφετείου είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι συνθήκες εργασίας και οι επιπτώσεις που έχει η ασθένεια της αναιρεσίβλητης στην ανεύρεση και την εξασφάλιση εργασίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, κατά το μέρος που με την κρινόμενη αίτηση αμφισβητείται, περαιτέρω, η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση την οποία εξέφερε το διοικητικό εφετείο ύστερα από συνεκτίμηση των παθήσεων της αναιρεσίβλητης και των πιο πάνω μη ιατρικών κριτηρίων, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος (ΣτΕ 1043/2008, 3787/2014).

 

12. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.      

 

 Δ ι ά  τ α ύ τ α

 

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως και

 

Επιβάλλει συμμέτρως σε βάρος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.) τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 9ης Ιανουαρίου 2017.

 

Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος    Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος

Αν. Γκότσης                       Β. Ραφαηλάκη