ΣτΕ 285/2011

 

Αστική ευθύνη δημοσίου - Αγωγή αποζημίωσης - Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πράξεων-παραλείψεων αρχών σε πυρκαγιά και θανάτου ιδιώτη στην προσπάθεια απεγκλωβισμού κινδυνευόντων -.

 

Παραπέμφθηκε λόγω σπουδαιότητας στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος το ζήτημα της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας, για τη θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση κατ’ άρ. 105, 106 ΕισΝΑΚ, μεταξύ αφενός πράξεων ή παραλείψεων κρατικών και δημοτικών αρχών κατά την πρόκληση και κατάσβεση πυρκαγιάς και τη διάσωση κινδυνευόντων ατόμων, και αφετέρου του θανάτου ιδιώτη, περιστασιακού συνεργάτη δημόσιας υπηρεσίας, κατά την αυτόβουλη προσπάθεια απεγκλωβισμού.

 

 

 

 

Αριθμός 285/2011

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Δεκεμβρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος, και σε αναπλήρωση του Αναπληρωτή Προέδρου, που είχε κώλυμα, Δ. Μαρινάκης, Δ. Σκαλτσούνης, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Κ. Κονιδιτσιώτου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Κολιοπούλου.

 

Για να δικάσει την από 9 Ιουλίου 2007 αίτηση:

 

του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Δήμος Αγίου Κηρύκου», ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γ. Κοντοσέα (Α.Μ. 9235), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

 

κατά των: 1) ... και 2) ..., κατοίκων Αγίου Κηρύκου (Παναγιά) Ικαρίας, οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Ι. Χατζηκωνσταντή (Α.Μ. 31 Δ.Σ. Σάμου), που τον διόρισαν στο ακροατήριο.

 

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Οργανισμός επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 466/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Σκαλτσούνη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Οργανισμού, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον πληρεξούσιο των αναιρεσιβλήτων, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή παραβόλου (άρθρο 276 παρ. 1 Δ.Κ.Κ. που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006, Α΄ 114, άρθρο 36 παρ. 1 π.δ. 18/1989, Α΄ 8), ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 466/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της 1/2004 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου, εξαφανίστηκε η απόφαση αυτή, στη συνέχεια δε έγινε δεκτή η πρωτοδίκως απορριφθείσα από 30.6.1998 αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος Δήμου και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση αυτού να καταβάλει στους αναιρεσιβλήτους ορισμένο ποσό ως χρηματική ικανοποίηση κατά το άρθρο 932 Α.Κ. για το θάνατο του υιού τους σε πυρκαγιά, υπεύθυνα για την οποία κρίθηκαν όργανα του αναιρεσείοντος Δήμου.

 

 

2. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.-π.δ. 456/1984, Α΄ 164) στο άρθρο 105 ορίζει ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. » και στο άρθρο 106 ότι οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του προηγούμενου άρθρου «εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (Α.Ε.Δ. 5/1995). Κατά την έννοια επίσης των ίδιων διατάξεων, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου των νομικών αυτών προσώπων παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Το Δημόσιο δε και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποχρεούνται να αποκαταστήσουν κάθε θετική ή αποθετική ζημία, ενώ τα δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος τους χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα (Σ.τ.Ε. 521, 2579/2006, 160/2009). Εξ άλλου, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία. Και η μεν κρίση περί του αν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου, η περαιτέρω όμως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή παράλειψη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι, δηλαδή, το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (Σ.τ.Ε. 334/2008 7μ.).

 

 

3. Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 998/1979 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας» (Α΄ 289), όπως ο νόμος αυτός ίσχυε πριν από το ν. 2612/1998 (Α΄ 112): «Η προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, ως και η λήψις των υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένων ειδικοτέρων μέτρων, ανήκει εις την αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας, ενεργούσης κατά τας οικείας περί τούτων διατάξεις ή τας ειδικάς διατάξεις του παρόντος νόμου». Σύμφωνα με το άρθρο 28 του ίδιου νόμου: «1. Αρμόδια όργανα δια την λήψιν των προσηκόντων μέτρων, την έκδοσιν των σχετικών διαταγών και την μέριμναν της ταχείας και ασφαλούς εκτελέσεώς των είναι: α) ο οικείος δασάρχης και τα υπ’ αυτόν όργανα της δασικής υπηρεσίας, β) αι κατά τόπους αρχαί της χωροφυλακής και αγροφυλακής, γ) αι δημοτικαί ή κοινοτικαί αρχαί της περιοχής εις ην εξερράγη πυρκαϊά, δ) οι σταθμοί ή υποσταθμοί της πυροσβεστικής υπηρεσίας, ε) αι ειδικαί μονάδες κατασβέσεως δασοπυρκαϊών από αέρος και στ) αι κατά τόπους στρατιωτικαί αρχαί. 2. Αι υπό στοιχεία α΄ έως και δ΄ αρχαί και τα όργανα αυτών, ευθύς ως αντιληφθούν την έναρξιν πυρκαϊάς ή ειδοποιηθούν περί τούτου, έχουν υποχρέωσιν αυτεπαγγέλτου και αμέσου κινητοποιήσεως και επεμβάσεως προς καταστολήν αυτής δια της ιδίας αυτών ενεργείας και δια των υπ’ αυτών διατιθεμένων μέσων. Επίσης έχουν υποχρέωσιν αμέσου ενημερώσεως αλλήλων και του νομάρχου. 3. Η συνδρομή και επέμβασις των υπό στοιχεία ε΄ και στ΄ υπηρεσιών δύναται να ζητηθή υπό του νομάρχου ή εις περίπτωσιν επείγοντος, υπό των εν παραγράφω 2 αρχών, υποχρεουμένων εις παροχήν πάσης χρησίμου πληροφορίας. 4. Την επέμβασιν των ανωτέρω αρχών και υπηρεσιών, τον βαθμόν κινητοποιήσεως, την δράσιν και την συνεργασίαν των προς κατάσβεσιν πυρκαϊάς κατευθύνει και συντονίζει, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωσις, ο νομάρχης. Μέχρι της ενημερώσεως του νομάρχου και της υπ’ αυτού αναλήψεως της διευθύνσεως και συντονισμού των ενεργειών δια την αντιμετώπισιν της πυρκαϊάς, την ευθύνην αμέσου ενεργείας και εποπτείας των προσπαθειών δια την κατάσβεσιν αυτής έχει ο οικείος δασάρχης». Κατά το άρθρο 29 του αυτού νόμου: «1. Ο αντιλαμβανόμενος πυρκαϊάν εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως ή πυρκαϊάν εκδηλουμένην πλησίον τούτων, αλλά δυναμένην να επεκταθή εντός αυτών οφείλει να καταβάλη πάσαν δυνατήν προσπάθειαν προς κατάσβεσιν ταύτης, εφ’ όσον δε ευρίσκεται εις αδυναμίαν να αντιμετωπίση την πυρκαϊάν μόνος, υποχρεούται να ειδοποιήση αμέσως τα πλησιέστερα προς τον τόπον της πυρκαϊάς άτομα, προς δε και την δασικήν ή την αστυνομικήν αρχήν ή την πυροσβεστικήν υπηρεσίαν ή τον δήμαρχον ή τον πρόεδρον της κοινότητος ή την τυχόν παρακειμένην στρατιωτικήν υπηρεσίαν. Την τελευταίαν ταύτην υποχρέωσιν ειδοποιήσεως μιάς των ως άνω αρχών ή υπηρεσιών έχουν και τα κατά τα ανωτέρω το πρώτον ειδοποιούμενα άτομα. 2. Τα όργανα μιάς των ως άνω αρχών και υπηρεσιών, λαμβάνοντα γνώσιν εξ ιδίας αντιλήψεως ή εκ της κατά την προηγουμένην παράγραφον ειδοποιήσεως περί της ενάρξεως πυρκαϊάς, υποχρεούνται εις άμεσον ενημέρωσιν των αμέσων κατά τόπους προϊσταμένων των και ειδοποίησιν των λοιπών ως άνω αρχών και υπηρεσιών». Κατά το άρθρο 30 του νόμου αυτού: «1. Ο δασάρχης και τα υπ’ αυτόν όργανα της δασικής υπηρεσίας, ευθύς ως λάβουν γνώσιν εκραγείσης πυρκαϊάς, σπεύδουν εις τον τόπον ένθα εξεδηλώθη αύτη και επιλαμβάνονται της κατασβέσεως ταύτης δια των υπ’ αυτών διατιθεμένων μέσων. Την διεύθυνσιν των εργασιών δια τον εντοπισμόν και την κατάσβεσιν της πυρκαϊάς έχει ο δασάρχης ή ο αναπληρωτής τούτου υπάλληλος της δασικής υπηρεσίας μέχρι της ειδοποιήσεως και αφίξεως του νομάρχου. Ούτος κατευθύνει και συντονίζει τας ενεργείας των παρεχόντων συνδρομήν ιδιωτών ή δημοσίων οργάνων, δίδων τας προς τούτο αναγκαίας οδηγίας. 2. Αι κατά τόπον μονάδες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και τα όργανα της Χωροφυλακής και Αγροφυλακής υποχρεούνται εις άμεσον κινητοποίησιν και επέμβασιν προς καταστολήν της πυρκαϊάς, αναλόγως προς την έκτασιν ταύτης και τον παρουσιαζόμενον κίνδυνον, τιθέμεναι εις την διάθεσιν του οικείου δασάρχου». Κατά το άρθρο 31, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 115 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101): «1. Οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και οι κάτοικοι των δήμων και κοινοτήτων, στην περιφέρεια των οποίων εξερράγη πυρκαγιά, υποχρεούνται, αμέσως με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο διαπίστωση ή αναγγελία εκδήλωσης πυρκαγιάς, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για την κατάσβεση αυτής σε συνεργασία με τις δασικές και λοιπές αρμόδιες για την κατάσβεση της πυρκαγιάς αρχές, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 28 του παρόντος. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οδηγοί χειριστές των οχημάτων της επόμενης παραγράφου. Οι αρνούμενοι με πρόθεση τη συνδρομή τους τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Τα της οργανώσεως της προσφοράς των υπηρεσιών αυτών ρυθμίζονται με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Γεωργίας και Εσωτερικών. 2. Οι κάτοχοι μηχανικών μέσων, που είναι κατάλληλα για την αντιμετώπιση πυρκαγιών, όπως μέσων μεταφοράς, υδροφόρων, χωματουργικών μηχανημάτων και άλλων, υποχρεούνται να θέσουν αυτά μετά των χειριστών-οδηγών τους στη διάθεση των αρμοδίων αρχών, μόλις τους ζητηθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Οι αρνούμενοι με πρόθεση τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. 3. Πέραν των κατά τις προηγούμενες παραγράφους κυρώσεων, σε περίπτωση άρνησης παροχής προσωπικών υπηρεσιών ή διάθεσης μηχανικών μέσων, με απόφαση του νομάρχη ή του δασάρχη ή των εντεταλμένων από αυτούς οργάνων επιτάσσονται οι αναγκαίες προσωπικές υπηρεσίες και τα μηχανικά μέσα. 4. Όσοι κατά τα ανωτέρω προσφέρουν προσωπικές υπηρεσίες ή διαθέτουν μηχανικά μέσα αποζημιώνονται από τις δασικές υπηρεσίες μετά από αίτησή τους. Οι δαπάνες αυτές βαρύνουν τις πιστώσεις του Υπουργείου Γεωργίας, που προορίζονται για την προστασία των δασών. Με απόφαση του νομάρχη ρυθμίζεται το ύψος των οικονομικών αποζημιώσεων. Επίσης, με απόφαση του νομάρχη δύναται να απονέμεται η ηθική αμοιβή της έκφρασης ευαρέσκειας σ’ αυτούς που προσφέρουν εξαιρετικές υπηρεσίες στις προσπάθειες κατάσβεσης της πυρκαγιάς». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 32 του πιο πάνω νόμου (όπως η δεύτερη παράγραφος αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 παρ. 12 του ν. 1845/1989, Α΄ 102): «1. Εις τους εθελοντικώς ή κατόπιν επιτάξεως μετασχόντας κατασβέσεως δασοπυρκαϊάς και επιδείξαντας ιδιαίτερον θάρρος και ικανότητα εις το έργον των και ως εκ τούτου συμβαλόντας σημαντικώς εις την κατάσβεσιν αυτής απονέμεται τιμητικόν δίπλωμα ή χρηματικόν βραβείον ή και αμφότερα. Αι λεπτομέρειαι απονομής τούτων και το ύψος του χρηματικού βραβείου κατά κατηγορίας περιπτώσεων και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά καθορίζονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας. 2. Σε περίπτωση τραυματισμού ή θανάτου των μετεχόντων στη δασοπροστασία υπαλλήλων ή των εθελοντών πολιτών που μετέχουν στην κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών, μπορεί να χορηγείται, είτε στους ίδιους είτε στα μέλη της οικογένειάς τους μέχρι δεύτερου βαθμού συγγένειας, ειδική αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται, κατά περίπτωση, με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας, σε βάρος του Προϋπολογισμού του Κεντρικού Ταμείου Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 24 παρ. 1 περ. α στοιχ. i του έχοντος εν προκειμένω εφαρμογή π.δ. 410/1995 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» (Α΄ 231), αρμόδιος για τη συντήρηση των δημοτικών οδών είναι ο οικείος Δήμος ή Κοινότητα, οι οποίοι οφείλουν να μεριμνούν αφενός για την από μέρους τους άσκηση της αρμοδιότητας αυτής και αφετέρου για τη μη άσκηση αυτής από τρίτους χωρίς την έγκρισή τους.

 

 

4. Επειδή, εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 307 του Ποινικού Κώδικα (π.δ. 283/1985, Α΄ 106): «Όποιος με πρόθεση παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής, αν και μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους». Τέλος, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Α΄ 97) τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται «από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη».

 

 

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Στις 30.7.1993 και ώρα 14:20 έως 14:30 εκδηλώθηκε πυρκαγιά στη θέση «Aγιος Κωνσταντίνος» κοντά στον οικισμό «Πουλάτο» του Δήμου Αγίου Κηρύκου Ικαρίας. Ο τόπος αυτός απέχει από το λιμάνι της πόλης σε ευθεία γραμμή περί τα 150 μέτρα και χρονικώς 5-6 λεπτά. Η πυρκαγιά, λόγω της κατεύθυνσης και της έντασης του ανέμου, του ανάγλυφου της περιοχής και της βλάστησης, εξαπλώθηκε κατά τρόπο απρόοπτο και ανεξέλεγκτο. Ήταν κατά κύριο λόγο επικόρυφη και κινήθηκε στις κορυφές των δένδρων του δάσους με μεγάλη ταχύτητα (σχεδόν 8-9 μποφόρ), ενώ στη συνέχεια μετετράπη σε μικτή, με αποτέλεσμα να καίγεται σχεδόν ταυτόχρονα όλη η προσβληθείσα έκταση. Λίγο μετά την έναρξη της πυρκαγιάς και ενώ αυτή επεκτεινόταν, χωρίς όμως να υπάρχει σαφής και πλήρης πληροφόρηση για την έκταση και το βαθμό επικινδυνότητάς της, μια ομάδα ατόμων, στην οποία μετείχε ο Δημήτριος Τσαγανός, υιός των αναιρεσιβλήτων, κάτοικος του οικισμού «Παναγιά», που βρίσκεται μεταξύ του τόπου που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά και της πόλης του Αγίου Κηρύκου, μετέβη στην ως άνω θέση «Πουλάτο», όπου διέμεναν μόνιμα τέσσερις ηλικιωμένοι, με σκοπό να τους βοηθήσει να απομακρυνθούν από την επικίνδυνη περιοχή. Για τη σωτηρία των ατόμων αυτών δεν είχε γίνει καμία συντονισμένη ενέργεια από τις συναρμόδιες κρατικές και δημοτικές αρχές, ούτε προέκυψε ότι είχαν ληφθεί από αυτές τα αναγκαία κατασταλτικά μέτρα για τον έγκαιρο έλεγχο και κατάσβεση της πυρκαγιάς. Τρεις από τους προστρέξαντες σε βοήθεια, στους οποίους περιλαμβανόταν και ο ανωτέρω Δημήτριος Τσαγανός, μαζί με τους τέσσερις ηλικιωμένους ακολούθησαν ένα μονοπάτι που κατέβαινε σε χαράδρα. Λόγω όμως της μορφής της πυρκαγιάς, και οι επτά εγκλωβίστηκαν από τις φλόγες, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους και να απανθρακωθούν. Τα σώματά τους βρέθηκαν το ένα κοντά στο άλλο δυτικά της θέσης «Πουλάτο» το πρωί της επόμενης ημέρας από πολίτες. Ο θάνατός τους προήλθε από καθολικά εγκαύματα- καρδιοναπνευστική ανακοπή λόγω της εισπνοής καπνού και, εξαιτίας της κατάστασης των σωμάτων, ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί ο χρόνος του θανάτου τους. Για την εξαίρετη πράξη και την αυτοθυσία του ο ... (μαζί με άλλους διασώστες) βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, τα δε μέλη της οικογένειάς του (ο αναιρεσίβλητος πατέρας, η αναιρεσίβλητη μητέρα και η θυγατέρα τους, αδελφή του αποβιώσαντος) έλαβαν, δυνάμει της Α.Π. 92981/9018/1993 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας, συνολικά το ποσό των 10.000.000 δραχμών από το Ελληνικό Δημόσιο (3.213.333 δραχμές καθένας από τους γονείς και 3.213.334 δραχμές η αδελφή), ως ειδική αποζημίωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 38 παρ. 12 του ν. 1845/1989, με την αιτιολογία ότι ο ... απανθρακώθηκε στην προσπάθειά του να κατασβέσει την πυρκαγιά. Στη συνέχεια, με την ../1997 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου οι ... κηρύχθηκαν ένοχοι εμπρησμού από αμέλεια « διότι αποδείχθηκε ότι αποτελούσαν άτυπο συνεργείο επισκευών οδών του Δήμου Αγίου Κηρύκου, κατά τη διάρκεια αυτών χρησιμοποίησαν φλόγιστρο για να ζεστάνουν και να λειώσουν πίσσα, το οποίο ανετράπη και μετέδωσε τη φωτιά στην παρακείμενη εκτός της οδού ξηρά βλάστηση, η οποία, επικουρουντος και του πνέοντος ισχυρού ανέμου, εντός ελαχίστου χρόνου μετεδόθη στη γύρω περιοχή που επικαλυπτόταν κυρίως από δασική βλάστηση και κατέκαυσε συνολικά 8.500 στρέμματα, ακόμα 12 άνθρωποι κατεκάησαν » και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης, ενώ κηρύχθηκαν αθώοι για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια των 12 ανθρώπων « διότι η αμέλειά τους εξικνείται μέχρι του εμπρησμού, περαιτέρω μεσολάβησαν άλλοι παράγοντες, όπως ελλείψεις των συστημάτων πυρόσβεσης, προσπελάσεως στο σημείο εκδηλώσεως της πυρκαγιάς, καιρικές συνθήκες που έκαναν αδύνατη την επέμβαση προς κατάσβεση της πυρκαγιάς κ.λπ., οι οποίοι διέκοψαν τη δική τους αμέλεια». Κατά της απόφασης αυτής οι καταδικασθέντες άσκησαν έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η 110/1997 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, η οποία κατέστη αμετάκλητη. Με την απόφαση αυτή οι εκ των ανωτέρω ... κηρύχθηκαν αθώοι «του ότι στις 30 Ιουλίου 1993 στον οικισμό «Πουλάτο» του Δήμου Κηρύκου Ικαρίας από έλλειψη προσοχής, που όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, προξένησαν πυρκαγιά, από την οποία προέκυψε κίνδυνος σε ξένα πράγματα και επήλθαν θάνατοι ανθρώπων». Με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του ..., με αποτέλεσμα να δεσμεύονται τα διοικητικά δικαστήρια ως προς την ενοχή αυτού για εμπρησμό από αμέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Οι ήδη αναιρεσίβλητοι άσκησαν την από 30.6.1998 (κατάθεση 21.7.1998) αγωγή, με την οποία ισχυρίστηκαν ότι η πυρκαγιά και ο εξ αυτής θάνατος του υιού τους, ο οποίος είχε προστρέξει σε βοήθεια κινδυνευόντων ανθρώπων, είχε προκληθεί από ενέργειες των ..., οι οποίοι αποτελούσαν άτυπο συνεργείο του Δήμου Αγίου Κηρύκου, στο οποίο είχε ανατεθεί από τον Δήμαρχο η κάλυψη κοιλωμάτων των δρόμων του Δήμου με ασφαλτόμειγμα και χρήση συγκολλητικής πίσσας, θερμαινόμενης με συσκευή υγραερίου. Με την ίδια αγωγή οι αναιρεσίβλητοι εστράφησαν και κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αποδίδοντας ευθύνη στον Προϊστάμενο του Δασονομείου Ικαρίας ..., όργανο του Δημοσίου, για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του πριν, κατά και μετά την έναρξη της πυρκαγιάς, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση της πυρκαγιάς, την αδυναμία αντιμετώπισης και κατάσβεσης αυτής και το θάνατο του υιού τους. Η αγωγή απορρίφθηκε με την 1/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου ως αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι, και αν ακόμη η πρόκληση και η μη έγκαιρη κατάσβεση της πυρκαγιάς οφειλόταν σε παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του Δήμου και του Δημοσίου, δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής συμπεριφοράς και του θανάτου του υιού των αναιρεσιβλήτων, λόγω του ότι ο τελευταίος είχε αναλάβει αυτοβούλως το εγχείρημα της διάσωσης ανθρώπων που βρίσκονταν σε κίνδυνο ζωής. Κατά της απόφασης αυτής οι αναιρεσίβλητοι άσκησαν έφεση. Με αυτή στράφηκαν κατά του Δήμου Αγίου Κηρύκου και προέβαλαν ότι η πρωτόδικη απόφαση έσφαλε και έπρεπε να εξαφανιστεί, γιατί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της έναρξης και εξάπλωσης της πυρκαγιάς και του θανάτου του ... δεν διεκόπη από το ότι αυτός προσέτρεξε αυτοβούλως σε βοήθεια των ηλικιωμένων, για το λόγο, μεταξύ άλλων, ότι ο υιός τους δεν μπορούσε να προβλέψει σε ποια σημεία υφίστατο μεγαλύτερος κίνδυνος από την πυρκαγιά και ότι, ενώ το έργο της διάσωσης ανήκει στις υποχρεώσεις της υπεύθυνης πολιτείας, στη συγκεκριμένη περίπτωση επιρρίφθηκε στους διασώστες. Η έφεση έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχτηκε ότι η αυτόβουλη προσφορά βοήθειας εκ μέρους του υιού των αναιρεσιβλήτων Δημητρίου Τσαγανού προς τους κινδυνεύοντες ηλικιωμένους συνανθρώπους του έλαβε χώρα προς εκπλήρωση της υποχρέωσής του να συμβάλει στο έργο της διάσωσης αυτών, ως ευρισκομένου τοπικώς «πλησίον» τους, δεδομένου ότι η κατοικία του βρισκόταν πολύ κοντά στον οικισμό «Πουλάτο», όπου κατοικούσαν οι κινδυνεύοντες ηλικιωμένοι. Aλλωστε, δέχτηκε περαιτέρω το εφετείο, λόγω του ότι δεν είχε γίνει καμία συντονισμένη ενέργεια, μεταξύ άλλων, και από τα όργανα του συναρμόδιου Δήμου αφενός για τον έγκαιρο έλεγχο και την κατάσβεση της πυρκαγιάς και αφετέρου για τη σωτηρία των κινδυνευόντων ατόμων, η συνδρομή του ... παρίστατο, υπό τις μνημονευθείσες περιστάσεις, ως η μόνη δυνατή ενέργεια για τη σωτηρία αυτών από την πυρκαγιά, για την έκταση και το βαθμό επικινδυνότητας της οποίας δεν υπήρχε σαφής και πλήρης πληροφόρηση, ενώ από το γεγονός ότι ο ανωτέρω εθεάθη να έχει απομακρυνθεί μαζί με τους ηλικιωμένους και τους άλλους διασώστες από το επικίνδυνο σημείο (την κατοικία των ηλικιωμένων), προέκυπτε ότι ήταν ορθή η εκτίμησή του για τη δυνατότητα διάσωσης, ανεξαρτήτως αν ο σκοπός αυτός δεν επιτεύχθηκε. Το εφετείο δέχτηκε ακολούθως ότι, εξαιτίας των ειδικών περιστάσεων της κρινόμενης υπόθεσης, η αυτόβουλη προσφορά υπηρεσιών εκ μέρους του ... για τη διάσωση των προαναφερθέντων ατόμων που βρίσκονταν σε κίνδυνο ζωής, παρίστατο ως αναμενόμενη, αποτελούσα εκπλήρωση σχετικής υποχρέωσής του, και δεν μπορούσε να θεωρηθεί γεγονός έκτακτο και ασυνήθιστο, όπως αποδείχτηκε από το ότι προσέτρεξαν προς βοήθεια και άλλα άτομα, δύο από τα οποία έχασαν επίσης τη ζωή τους. Με τα δεδομένα αυτά, το εφετείο έκρινε ότι η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων του Δήμου (πρόκληση της πυρκαγιάς, σύμφωνα με τη μνημονευθείσα, δεσμευτική για το δικαστήριο αυτό, αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, ανυπαρξία συντονισμένης ενέργειας για τον έγκαιρο έλεγχο και την κατάσβεση της πυρκαγιάς και τη σωτηρία των ευρισκομένων σε κίνδυνο ζωής) και του θανάτου του ... δεν διεκόπη από την αυτόβουλη συνδρομή του τελευταίου. Με τις σκέψεις αυτές το διοικητικό εφετείο δέχτηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δίκασε την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, κατά το μέρος που αυτή στρεφόταν κατά του Δήμου Αγίου Κηρύκου. Το εφετείο έκρινε, με βάση τα προεκτεθέντα, ότι συνέτρεχαν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις ώστε να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δήμου για το θάνατο του υιού των αναιρεσιβλήτων. Περαιτέρω, το εφετείο, προκειμένου να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης των αναιρεσιβλήτων, έλαβε υπόψη τις συνθήκες θανάτου του υιού τους, το σώμα του οποίου βρέθηκε απανθρακωμένο, το βαθμό υπαιτιότητας των οργάνων του Δήμου (αμέλεια), το βαθμό συγγενείας των αναιρεσιβλήτων με το θύμα και την ηλικία του τελευταίου (21 ετών). Με βάση τα στοιχεία αυτά το εφετείο έκρινε ότι ο αιφνίδιος και βίαιος θάνατος του ... προκάλεσε στους γονείς του βαθύτατη θλίψη και πόνο και αναγνώρισε ότι ο Δήμος έπρεπε να τους καταβάλει χρηματική ικανοποίηση. Τέλος, το εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη την κοινωνική κατάσταση των αναιρεσιβλήτων, την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, καθώς και ότι η κατά το άρθρο 38 παρ. 12 του ν. 1845/1989 ειδική αποζημίωση υπέρ των παθόντων κατά την κατάσβεση πυρκαγιάς υπαλλήλων και εθελοντών αποτελεί περίπτωση ειδικής χρηματικής παροχής προς ενίσχυση του έργου της δασοπροστασίας, η οποία, λόγω του ειδικού σκοπού της, είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη σε σχέση με την αποζημίωση που οφείλεται κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. καθόρισε την οφειλόμενη από τον αναιρεσείοντα Δήμο χρηματική ικανοποίηση σε καθέναν αναιρεσίβλητο στο ποσό των 58.694,05 ευρώ.

 

 

6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων Δήμος προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, γιατί με αυτήν δεν δόθηκε απάντηση στους ισχυρισμούς του ότι δεν έφερε καμία ευθύνη και δεν υπήρξε ανάμειξη οργάνου του στην εκδήλωση της πυρκαγιάς, αφού ο μεν καταδικασθείς για εμπρησμό εξ αμελείας ... δεν υπήρξε ποτέ, αντίθετα με ό,τι έγινε δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μέλος άτυπου συνεργείου του Δήμου, εκτελούντος στον επαρχιακό δρόμο τη συγκεκριμένη ημέρα εργασίες επικάλυψης κοιλωμάτων του οδοστρώματος με ασφαλτόμειγμα, τα δε φερόμενα ως υπαίτια της πυρκαγιάς μέλη του άτυπου αυτού συνεργείου δεν είχαν καμία σχέση με το Δήμο και δεν ήσαν υπάλληλοί του. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Δήμου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως, γιατί στο αιτιολογικό της δεν αναφέρεται αν ο καταδικασθείς ήταν υπάλληλος ή εργάτης του Δήμου, αν, πότε, για ποια εργασία και με ποιους όρους είχε προσληφθεί, αν είχε λάβει εντολή να εκτελέσει τις αναφερόμενες στην απόφαση αυτή εργασίες ασφαλτόστρωσης και αν για τις συγκεκριμένες εργασίες είχε συσταθεί συνεργείο και υπό ποίους όρους αμοιβής και εργασίας. Σύμφωνα όμως με όσα, ανελέγκτως κατ’ αναίρεση, δέχτηκε το εφετείο, το δικαστήριο αυτό θεώρησε αποδεδειγμένο, κατά την επίσης ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων (Σ.τ.Ε. 2521/2008 κ.λπ.), ότι υπήρξε «άτυπο συνεργείο», το οποίο προέβαινε στην κάλυψη κοιλωμάτων σε δρόμους του Δήμου. Ενόψει αυτών, υφίσταται εν προκειμένω ευθύνη του Δήμου, η οποία συνίσταται στην παράλειψή του να αποτρέψει τα άτομα που απάρτιζαν το συνεργείο αυτό από την πρόκληση ζημίας στα πλαίσια εκτέλεσης έργων που ανήκαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δήμου. Επομένως, οι προβληθέντες από τον Δήμο ισχυρισμοί δεν ήσαν ουσιώδεις και, κατά συνέπεια, η σιωπηρή απόρριψή τους από το εφετείο δεν παραβιάζει το νόμο (Σ.τ.Ε. 740/2001). Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

 

7. Επειδή, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 2 και 197 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως δεσμευτική η αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, με την οποία καταδικάστηκε ο Μιχαήλ Βαρδαρός για εμπρησμό εξ αμελείας, παρά το γεγονός ότι η απόφαση αυτή δεν αποτελεί δεδικασμένο στην υπό κρίση διαφορά, γιατί δεν αφορά τους ίδιους διαδίκους. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων Δήμος προβάλλει ότι το εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της 312/1997 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου, γιατί δέχτηκε ότι η απόφαση αυτή είχε περιεχόμενο διαφορετικό από το πραγματικό, δεδομένου ότι επεξέτεινε την ενοχή του ... για εμπρησμό εξ αμελείας σε ανθρωποκτονία εξ αμελείας, πράξη για την οποία αυτός είχε κηρυχθεί αμετάκλητα αθώος. Ενόψει αυτών, προβάλλει ο Δήμος, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβίασε αφενός το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με το οποίο «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως», αφετέρου το τεκμήριο αθωότητας του Μιχαήλ Βαρδαρού. Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρθηκαν στην 4η σκέψη, νομίμως κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ως δεσμευτική για το διοικητικό δικαστήριο η αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου ως προς την ενοχή του Μιχαήλ Βαρδαρού για εμπρησμό εξ αμελείας, χωρίς, ωστόσο, να κριθεί, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων Δήμος, ότι η κρίση αυτή του ποινικού δικαστηρίου αποτελεί δεδικασμένο στην υπό κρίση διαφορά σε σχέση με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ. Κατά συνέπεια, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξ άλλου, οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα Δήμο ισχυρισμοί περί παραμόρφωσης του περιεχομένου της 312/1997 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σάμου είναι απορριπτέοι προεχόντως ως ερειδόμενοι επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το εκτεθέν στην 5η σκέψη περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με αυτήν έγινε δεκτή η ενοχή του ... για εμπρησμό εξ αμελείας και όχι για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων Δήμος, Σε κάθε δε περίπτωση, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, γιατί η παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου από το δικαστήριο της ουσίας δεν συνιστά κατά τη νομοθεσία περί του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγο αναιρέσεως (Σ.τ.Ε. 2521/2008). Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

 

 

8. Επειδή, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 3, 30 παρ. 1 και 31 του ν. 998/1979, όπως ίσχυαν εν προκειμένω, κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι ο αναιρεσείων Δήμος ήταν συναρμόδιος για το συντονισμό των ενεργειών ελέγχου και κατάσβεσης της πυρκαγιάς και διάσωσης των κινδυνευόντων ατόμων, δεδομένου ότι, κατά το Δήμο, η προβλεπόμενη από τις ως άνω διατάξεις υποχρέωση προσφοράς υπηρεσιών για την κατάσβεση της πυρκαγιάς δεν τον καθιστούσε συναρμόδιο και συνυπεύθυνο για τις οποίες παραλείψεις του δασάρχη και του νομάρχη. Σύμφωνα όμως με όσα εκτέθηκαν στην 3η και στην 5η σκέψη, το γεγονός ότι δεν έγινε καμία συντονισμένη ενέργεια μεταξύ των άλλων και από τα όργανα του συναρμόδιου Δήμου αφενός για τον έγκαιρο έλεγχο και την κατάσβεση της πυρκαγιάς και αφετέρου για τη σωτηρία των κινδυνευόντων ατόμων, ορθώς θεωρήθηκε ότι συνιστούσε παράνομη παράλειψη του Δήμου και ελήφθη υπόψη από το εφετείο για την αιτιολόγηση της κρίσης του. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

 

9. Επειδή, προβάλλεται, τέλος, ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του θανάτου του ... και των πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του αναιρεσείοντος Δήμου. Περαιτέρω, κατά τον αναιρεσείοντα Δήμο, δεν διευκρινίζεται με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αν η ευθύνη του απέρρεε από την πρόκληση της πυρκαγιάς από φερόμενο ως μέλος συνεργείου συσταθέντος από το Δήμο, από υποτιθέμενη πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων των οργάνων του κατά τη συμμετοχή τους στην προσπάθεια για τον έλεγχο και την κατάσβεση της πυρκαγιάς, ή, τέλος, από παράλειψη του Δήμου, ως νομικού προσώπου να ενεργήσει για τον έλεγχο και την κατάσβεση της πυρκαγιάς και τη σωτηρία των ευρισκομένων σε κίνδυνο ζωής. Ο λόγος αυτός, κατά τη γνώμη που επικράτησε, προβάλλεται βασίμως. Τούτο, διότι οι μνημονευθείσες στην 5η σκέψη παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του Δήμου δεν μπορούν, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη 2η σκέψη, να θεωρηθούν αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του θανάτου του Δημητρίου Τσαγανού και της εντεύθεν ψυχικής οδύνης των αναιρεσιβλήτων. Πρόσφορη αιτία του αποτελέσματος αυτού πρέπει να θεωρηθούν οι νόμιμες και ηθικώς επιδοκιμαστέες ενέργειες του ίδιου του αποβιώσαντος, ο οποίος, χωρίς καταρχήν να κινδυνεύει ο ίδιος από τη πυρκαγιά και χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 307 του Ποινικού Κώδικα, με δική του πρωτοβουλία και επιδεικνύοντας πνεύμα αυτοθυσίας έθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο, στην προσπάθειά του να βοηθήσει κινδυνεύοντες από την πυρκαγιά συνανθρώπους του. Για τις ενέργειές του αυτές, ως περιστασιακού συνεργάτη δημόσιας υπηρεσίας, θα ήταν δυνατόν να θεμελιωθεί αξίωση των αναιρεσιβλήτων ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, κατά την οποία «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Με την αξίωσή τους αυτή οι αναιρεσίβλητοι θα είχαν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν χρηματικά ποσά πέραν της ειδικής αποζημίωσης που έλαβαν κατ’ εφαρμογή της μνημονευθείσας στην 3η σκέψη διάταξης του άρθρου 38 παρ. 12 του ν. 1845/1989. Η ασκηθείσα όμως αγωγή των αναιρεσιβλήτων δεν στηρίχτηκε στη συνταγματική αυτή διάταξη, αλλά στις παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου και του αναιρεσείοντος Δήμου. Μειοψήφησαν οι Πάρεδροι Δημ. Εμμανουηλίδης και Κων. Κονιδιτσιώτου, οι οποίοι διατύπωσαν την άποψη ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του θανάτου του υιού των αναιρεσιβλήτων και των παρανόμων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του Δήμου, η οποία συνίσταται τόσο στην πρόκληση της πυρκαγιάς, όσο και στην από κοινού με τα άλλα αρμόδια όργανα μη λήψη μέτρων και εκτέλεση ενεργειών για την αντιμετώπισή της με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Η ύπαρξη δε αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και παρανομίας του Δήμου δεν διεκόπη εκ του ότι ο αποθανών ... προσπάθησε να βοηθήσει συνανθρώπους του που κινδύνευαν, γιατί αυτό αποτελεί ενέργεια επιδοκιμαστέα και αναμενόμενη, ενόψει και των σχετικώς προβλεπομένων στο άρθρο 307 του Ποινικού Κώδικα, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη και του ότι, σύμφωνα με τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά από το εφετείο, ο αποθανών δεν είχε πληροφόρηση για το βαθμό επικινδυνότητας της πυρκαγιάς.

 

 

10. Επειδή, κατόπιν των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, θα έπρεπε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο διοικητικό εφετείο για να κριθεί εκ νέου. Λόγω, όμως, της σπουδαιότητας της υπόθεσης, το Τμήμα κρίνει ότι αυτή πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή του σύνθεση, ενώπιον της οποίας ορίζει δικάσιμο την 2α Μαΐου 2011 και εισηγητή το Σύμβουλο Δημήτριο Σκαλτσούνη (άρθρο 14 παρ. 5 π.δ. 18/1989).

 

 

Διά ταύτα

 

 

Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος και

 

Ορίζει δικάσιμο ενώπιον αυτής την 2α Μαΐου 2011 και εισηγητή το Σύμβουλο Δημήτριο Σκαλτσούνη.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2009 και στις 20 Σεπτεμβρίου 2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 2011.

 

 

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος   Η Γραμματέας

Γ. Παπαμεντζελόπουλος Α.    Κολιοπούλου