ΣτΕ 2821/2015

 

’ρση ρυμοτομικού βάρους - Παράνομη άρνηση Δημοσίου - Αστική ευθύνη δημοσίου - Παραδεκτό αίτησης αναίρεσης - Χρηματικό αντικείμενο διαφοράς  -Ανέκκλητη απόφαση -.

 

Σε περίπτωση μερικής ικανοποίησης του ενάγοντος και επιδίκασης σ’ αυτόν μέρους του αιτηθέντος με την αγωγή ποσού, για το εκκλητό της πρωτόδικης απόφασης, όσον αφορά τον ενλόγω εν μέρει νικήσαντα ενάγοντα, λαμβάνεται υπόψη, όπως συμβαίνει και όσον αφορά το ποσό της διαφοράς για την κατ’ αναίρεση δίκη, όχι το ποσό που επιδίκασε σ’ αυτόν η πρωτόδικη απόφαση, για το οποίο, προφανώς, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει έφεση, αλλά η διαφορά μεταξύ του ποσού το οποίο ζητούσε αυτός με την αγωγή του και εκείνου που του επιδικάστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση κρίθηκε ότι το δικάσαν δικαστήριο, θεωρώντας ότι το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς που ήχθη ενώπιόν του με την έφεση των αναιρεσειόντων ήταν το ποσό που επιδικάστηκε σ’ αυτούς πρωτοδίκως (3.000 ευρώ), ήτοι ότι το εκκλητό κρίνεται σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του τι αμφισβητείται με την έφεση, με βάση το επιδικασθέν με την πρωτόδικη απόφαση ποσό, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθ. 92 Κ.Δ.Δ., δεδομένου ότι εν προκειμένω το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς που μεταβιβάστηκε ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου με την έφεση των αναιρεσειόντων, αντιστοιχούσε στο αίτημα της αγωγής τους που απορρίφθηκε πρωτοδίκως, ήτοι στο αίτημα να τους καταβληθούν ως αποζημίωση, κατά τα ποσά ανερχόμενα σε 563.200, άλλως 316.800, άλλως 245.916 ευρώ για τον πρώτο και στο ίδιο ύψος για τον δεύτερο αναιρεσείοντα, σε 281.600, άλλως, 158.400, άλλως 122.958 ευρώ για την τρίτη αναιρεσείουσα, σε 704.000, άλλως 396.000, άλλως 307.395 ευρώ για την τέταρτη αναιρεσείουσα, σε 352.000, άλλως 198.000, άλλως, 153.697,50 ευρώ για τον πέμπτο και στο ίδιο ύψος για τον έκτο των αναιρεσειόντων.

 

 

Αριθμός 2821/2015

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25 Μαΐου 2015, με την εξής σύνθεση: Αν. Γκότσης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Σπ. Μαρκάτης, Σ. Βιτάλη, Σύμβουλοι, Κ. Κονιδιτσιώτου, Χ. Χαραλαμπίδη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Κατσιώνη.

 

Για να δικάσει την από 27 Ιανουαρίου 2012 αίτηση:

 

των: 1. ……, 2. ……, 3. ……, κατοίκων Βόλου (……… …), 4. …… κατοίκου Βόλου (……… …), 5. ……, κατοίκου Βόλου (…… …) και 6. ……, κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής (…… …), οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (Α.Μ. 25904), που τον διόρισαν με πληρεξούσια,

 

κατά των: 1. Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τον Παναγιώτη Αθανασόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και 2. Δήμου Βόλου, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Σοφία Παπαγιαννίτη (Α.Μ. 207, Δ.Σ. Βόλου), που τη διόρισε με απόφαση του Δημάρχου του. 

 

Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 514/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χ. Χαραλαμπίδη. 

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αναιρεσειόντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξούσιο του αναιρεσίβλητου Δήμου και τον αντιπρόσωπο του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι 

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο 

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο (ειδικά έντυπα παραβόλου 3175424, 3175425, 3175426, 3175427, 3175428/2012).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 514/2011 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 206/2009 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου, ως στρεφόμενη κατά ανέκκλητης απόφασης. Με την πρωτόδικη απόφαση, αγωγή των αναιρεσειόντων, εξ αδιαιρέτου κυρίων ακινήτου κείμενου στον Βόλο, επί του οποίου επεβλήθη ρυμοτομικό βάρος, απορρίφθηκε κατά το μέρος που με αυτή οι ανωτέρω διεκδίκησαν, κατά το ποσοστό συμμετοχής του καθενός, το συνολικό ποσό των 2.816.000 ευρώ, άλλως το ποσό των 1.584.000 ευρώ, άλλως το ποσό των 1.229.580 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από την παράνομη μη άρση του πιο πάνω ρυμοτομικού βάρους από το ακίνητό τους, έγινε, όμως, εν μέρει δεκτή ως προς το αγωγικό αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και επιδικάστηκε σε κάθε αναιρεσείοντα το ποσό των 3.000 ευρώ.

 

3. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), που άρχισε να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 70 του ιδίου νόμου από 1.1.2011, αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, …». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων, ήτοι και του ελαχίστου ποσού της διαφοράς και των αναφερομένων στην παρ. 3 προϋποθέσεων (ΣτΕ 1395, 2300-2, 3412-3/2014, 41/2015 κ.α.). Περαιτέρω, στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι του ενός αναιρεσείοντες, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε αναιρεσείοντα χωριστά (ΣτΕ 310/2015, 3045/2014, 3111/2013, 2268/2012). Εξάλλου, στην περίπτωση που με την αίτηση αναίρεσης πλήσσεται εφετειακή κρίση περί απόρριψης έφεσης των αναιρεσειόντων, στρεφόμενης κατά πρωτόδικης απόφασης καθ’ ο μέρος με αυτή απορρίφθηκε αγωγικό αίτημά τους, το αντικείμενο της διαφοράς που άγεται κατ’ αναίρεση συνίσταται στο ποσό το οποίο αν και διεκδικήθηκε με την αγωγή, δεν επιδικάστηκε υπέρ των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, κατόπιν απόρριψης του σχετικού τους αιτήματος (βλ. ΣτΕ 355/2015, 2534/2013, 1413/2013, 158/2013).

 

4. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα ληπτέα υπόψη κατ’ αναίρεση διαδικαστικά έγγραφα, οι αναιρεσείοντες, συγκύριοι ακινήτου, εμβαδού 11.007,61 τ.μ., κείμενου στη συνοικία «Αϊβαλιώτικα» της πόλης του Βόλου άσκησαν στις 16.7.2004 αγωγή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ, στρεφόμενοι κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Βόλου, με αυτή δε ζήτησαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση των καθ’ ων η αγωγή να τους καταβάλουν αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά το ποσοστό της κυριότητας του καθενός και συγκεκριμένα σε ποσοστό 20% στον πρώτο, 20% στο δεύτερο, 10% στην τρίτη, 25% στην τέταρτη, 12,50% στον πέμπτο και 12,50% στον έκτο, για τη ζημία που υπέστησαν, κατά τους ισχυρισμούς τους, από την παράνομη άρνηση της Διοίκησης να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση που επιβλήθηκε στο ακίνητο αυτό με το από 26.8.1986 προεδρικό διάταγμα περί έγκρισης της πολεοδομικής μελέτης της περιοχής «Αϊβαλιώτικα» Βόλου, με το οποίο το ακίνητο των αναιρεσειόντων χαρακτηρίστηκε ως κοινόχρηστος χώρος (Ο.Τ. Γ 14) και ως χώρος ζώνης αποκατάστασης του τοπίου - αστικό πράσινο (Ο.Τ. Γ 13). Ειδικότερα, με την αγωγή αυτή, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν, αφενός μεν ως αποζημίωση το ποσό των 2.816.000 ευρώ, συνολικά, ισχυριζόμενοι ότι εξαιτίας της πιο πάνω παράνομης πράξης δεν κατέστη εφικτή η οικοδόμηση από τους ίδιους και η πώληση του ως άνω ακινήτου τους δομημένου, άλλως, επικουρικώς, το ποσό των 1.584.000 ευρώ, συνολικά, ισχυριζόμενοι ότι δεν κατέστη εφικτή ούτε η πώλησή του κατόπιν οικοδόμησης αυτού με σύμβαση αντιπαροχής, άλλως το ποσό των 1.229.580 ευρώ, συνολικά, ισχυριζόμενοι ότι ήταν αδύνατη και η πώλησή του, έστω, ως οικοπέδου, αφετέρου δε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 4.000 ευρώ για καθέναν τους. Με την 206/2009 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή των αναιρεσειόντων, αφού κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται κατ’ αρχήν παρανομία της Διοίκησης, υποχρεώθηκαν δε τα αναιρεσίβλητα νομικά πρόσωπα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να καταβάλουν σε κάθε αναιρεσείοντα το ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ απορρίφθηκε η ίδια αγωγή, ως προς το κύριο και πρώτο επικουρικό αγωγικό αίτημα ύψους 2.816.000 ευρώ και 1.584.000 ευρώ, αντιστοίχως, ως αναπόδεικτη και ως προς το δεύτερο επικουρικό αίτημα των 1.229.580 ευρώ, με την αιτιολογία ότι οι αναιρεσείοντες δεν επικαλέστηκαν ότι απώλεσαν την κυριότητα του ακινήτου τους με συγκεκριμένο νόμιμο τρόπο, καθώς και ότι η μετάθεση κυριότητας αποτελεί αντικείμενο της απαλλοτρίωσης, ο δε προσδιορισμός της αποζημίωσης του ιδιοκτήτη συνεπεία απαλλοτρίωσης ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Κατά της απόφασης αυτής οι αναιρεσείοντες άσκησαν έφεση, με την οποία προέβαλαν ότι εσφαλμένως το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το κύριο και τα δύο επικουρικά αγωγικά αιτήματά τους περί αποζημίωσης, με τις ως άνω αιτιολογίες, ενώ δεν αμφισβήτησαν την πρωτόδικη καθ’ ο μέρος με αυτή έγινε εν μέρει δεκτό το αίτημα περί καταβολής σ’ αυτούς χρηματικής ικανοποίησης ύψους 3.000 ευρώ ανά αναιρεσείοντα λόγω ηθικής βλάβης. Η έφεση απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του ότι με την πρωτόδικη απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στις 24.8.2009, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3469/2008, έγινε εν μέρει δεκτή η από 16.7.2004 κοινή αγωγή των αναιρεσειόντων και υποχρεώθηκαν ο Δήμος Βόλου και το Ελληνικό Δημόσιο, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να καταβάλουν, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 - 106 ΕισΝΑΚ και 932 του ΑΚ, σε καθένα από τους αναιρεσείοντες το ποσό των 3.000 ευρώ και συνολικά 18.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παράνομη μη άρση ρυμοτομικού βάρους που είχε επιβληθεί στο επίμαχο ακίνητό τους, έκρινε ότι, με το περιεχόμενο αυτό, η πρωτόδικη απόφαση ήταν ανέκκλητη, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς που συνίστατο στην επιδικασθείσα με την πρωτόδικη αυτή απόφαση σε κάθε αναιρεσείοντα απαίτηση δεν υπερέβαινε το ποσό των 5.000 ευρώ και ότι, για το λόγο αυτό που ερευνάται αυτεπαγγέλτως, η έφεση των αναιρεσειόντων ήταν απορριπτέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκαν με τον ν. 3469/2008, ως απαράδεκτη.

 

5. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, ασκηθείσα στις 3.2.2012, διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, με την αίτηση δε αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά με χρηματικό αντικείμενο που υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ ανά αναιρεσείοντα. Τούτο διότι, οι αναιρεσείοντες, με την από 16.7.2004 αγωγή τους, ως εξ αδιαιρέτου κύριοι ακινήτου και ειδικότερα, ο πρώτος και δεύτερος σε ποσοστό 20%, η τρίτη σε ποσοστό 10%, η τέταρτη σε ποσοστό 25% και ο πέμπτος και έκτος σε ποσοστό 12,5%, ζήτησαν, λόγω της επί μακρόν παράνομης δέσμευσης του ως άνω ακινήτου τους, ως αποζημίωση, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 - 106 ΕισΝΑΚ, συνολικά το ποσό των 2.816.000 ευρώ και επικουρικώς το ποσό των 1,584.000 ευρώ, άλλως το ποσό των 1.229.580 ευρώ, ήτοι το πόσο των 563.200, άλλως 316.800, άλλως 245.916 ευρώ για τον πρώτο και τα ίδια ποσά για τον δεύτερο αναιρεσείοντα, το ποσό των 281.600, άλλως, 158.400, άλλως 122.958 ευρώ για την τρίτη αναιρεσείουσα, το ποσό των 704.000, άλλως 396.000, άλλως 307.395 ευρώ για την τέταρτη αναιρεσείουσα, το ποσό των 352.000, άλλως 198.000, άλλως, 153.697,50 ευρώ για τον πέμπτο και τα ίδια ποσά για τον έκτο των αναιρεσειόντων, τα ανωτέρω, όμως, αγωγικά αιτήματα απορρίφθηκαν με την πρωτόδικη απόφαση, οι δε αναιρεσείοντες, με την έφεσή τους, που απορρίφθηκε στο σύνολό της με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αμφισβήτησαν την πιο πάνω απόφαση κατά το μέρος που με αυτή δεν τους επιδικάστηκαν τα πιο πάνω ποσά. Εξάλλου, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ως λόγος αναίρεσης ότι το δικάσαν δικαστήριο, δεχθέν ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ανέκκλητη, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 92 του ΚΔΔ, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση, το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς που μεταβιβάστηκε ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου αντιστοιχούσε στο αίτημα της αγωγής τους που απορρίφθηκε πρωτοδίκως, ήτοι στο αίτημα να τους καταβληθεί ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 2.816.000 ευρώ και επικουρικώς το ποσό των 1,584.000 ευρώ, άλλως το ποσό των 1.229.580 ευρώ, επιμεριζόμενο ανά αναιρεσείοντα κατά το ποσοστό της κυριότητάς του επί του επίμαχου ακινήτου και όχι στο επιδικασθέν ποσό χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ύψους 3.000 ευρώ. Περαιτέρω, προς θεμελίωση του παραδεκτού της αίτησης αυτής, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν με το εισαγωγικό δικόγραφο ότι για το ζήτημα της ερμηνείας των ως άνω δικονομικών διατάξεων του άρθρου 92 του ΚΔΔ, το οποίο τίθεται με τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός των αναιρεσειόντων προβάλλεται βασίμως, εφόσον, κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης δεν υπήρχε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας διαλαμβάνουσα κρίση επί του νομικού ζητήματος της έννοιας των διατάξεων του άρθρου 92 του ΚΔΔ, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10 του ν. 3659/2008 και όπως αυτό τίθεται στην υπό κρίση περίπτωση. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι, κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας γίνεται παγίως δεκτό, τόσο για το εκκλητό όσο και για το παρεμφερές ζήτημα του παραδεκτού από την άποψη των διατάξεων του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, ότι ως ποσό της διαφοράς κατ’ έφεση ή κατ’ αναίρεση νοείται αυτό, στο οποίο εστιάζεται η αμφισβήτηση εκ μέρους του εκκαλούντος ή του αναιρεσείοντος και το οποίο δεν ταυτίζεται με το επιδικασθέν με τη δικαστική απόφαση χρηματικό ποσό (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 355/2015, 523/2014, 3547/2013 7μ, 338/2012, 225/2007, 480/2004, 2982/2003, 1695/2003, 3528/2002, 3567/1987). Εξάλλου, ναι μεν με την 2534/2013 απόφασή του, το Δικαστήριο τούτο εφάρμοσε την ανωτέρω διάταξη του ΚΔΔ και εξέφερε κρίση επί του ζητήματος του εκκλητού σε περίπτωση που με την έφεση αμφισβητείται η πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε αγωγικό αίτημα, πλην η απόφαση αυτή δεν υφίστατο κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της κρινόμενης αίτησης αλλά δημοσιεύθηκε μεταγενεστέρως (βλ. ΣτΕ 2701/2013, 3785/2014, 4202/2014, 2465/2015). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ο πιο πάνω αντίστοιχος λόγος αναίρεσης περί του εκκλητού της πρωτόδικης απόφασης προβάλλεται παραδεκτώς και πρέπει να εξεταστεί ως προς το βάσιμο αυτού. 

 

6. Επειδή, στο άρθρο 92 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, ν. 2717/1999, Α΄ 97), όπως το άρθρο τούτο διαμορφώθηκε μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν σε αυτό με το άρθρο 10 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77) ορίζεται ότι : «Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν σε χρηματικές διαφορές, αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ … Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση …». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε περίπτωση μερικής ικανοποίησης του ενάγοντος και επιδίκασης σ’ αυτόν μέρους του αιτηθέντος με την αγωγή ποσού, για το εκκλητό της πρωτόδικης απόφασης, όσον αφορά τον ενλόγω εν μέρει νικήσαντα ενάγοντα, λαμβάνεται υπόψη, όπως συμβαίνει και όσον αφορά το ποσό της διαφοράς για την κατ’ αναίρεση δίκη, όχι το ποσό που επιδίκασε σ’ αυτόν η πρωτόδικη απόφαση, για το οποίο, προφανώς, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει έφεση, αλλά η διαφορά μεταξύ του ποσού το οποίο ζητούσε αυτός με την αγωγή του και εκείνου που του επιδικάστηκε (βλ. σχετ. ΣτΕ 2534/2013, πρβ. ΣτΕ 355/2015, 1413/2013, 158/2013 κ.α.). 

 

7. Επειδή, το δικάσαν δικαστήριο, θεωρώντας ότι το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς που ήχθη ενώπιόν του με την έφεση των αναιρεσειόντων ήταν το ποσό που επιδικάστηκε σ’ αυτούς πρωτοδίκως (3.000 ευρώ), ήτοι ότι το εκκλητό κρίνεται σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του τι αμφισβητείται με την έφεση, με βάση το επιδικασθέν με την πρωτόδικη απόφαση ποσό, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση, το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς που μεταβιβάστηκε ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου με την έφεση των αναιρεσειόντων, αντιστοιχούσε στο αίτημα της αγωγής τους που απορρίφθηκε πρωτοδίκως, ήτοι στο αίτημα να τους καταβληθούν ως αποζημίωση, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ποσά ανερχόμενα σε 563.200, άλλως 316.800, άλλως 245.916 ευρώ για τον πρώτο και στο ίδιο ύψος για τον δεύτερο αναιρεσείοντα, σε 281.600, άλλως, 158.400, άλλως 122.958 ευρώ για την τρίτη αναιρεσείουσα, σε 704.000, άλλως 396.000, άλλως 307.395 ευρώ για την τέταρτη αναιρεσείουσα, σε 352.000, άλλως 198.000, άλλως, 153.697,50 ευρώ για τον πέμπτο και στο ίδιο ύψος για τον έκτο των αναιρεσειόντων. Για το λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα κρίση. 

 

 

Δ ι ά τ α ύ τ α 

 

 

Δέχεται την αίτηση.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

 

Αναιρεί την 514/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά το αιτιολογικό.

 

Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσιβλήτων συμμέτρως, τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, η οποία ανέρχεται στα εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2015

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος  Η Γραμματέας

 

Αν. Γκότσης  Β. Κατσιώνη 

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Ιουλίου 2015. 

 

Ο Πρόεδρος του Α´ Τμήματος  Η Γραμματέας του Α´ Τμήματος 

 

Ν. Σακελλαρίου  Β. Ραφαηλάκη