ΣτΕ 2692/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αστική ευθύνη Δημοσίου από παράνομες παραλείψεις υλικών ενεργειών της Πολεοδομίας - Χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη συγγενών θυμάτων από κατάρρευση κτηρίου εταιρείας στο σεισμό της 7.9.1999 -.

 

Ήταν νόμιμη η κρίση του δικάσαντος εφετείου ότι η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία δεν ήλεγξε την πληρότητα των στατικών μελετών που είχαν υποβληθεί και δεν διενήργησε έστω και μία αυτοψία κατά το στάδιο της ανεγέρσεως και αποπερατώσεως του επίμαχου κτηρίου, και έτσι στοιχειοθετήθηκε ευθύνη του Δημοσίου από παράνομη παράλειψη των οργάνων του.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

Σ.τ.Ε. 2692/2009

(A' Τμήμα)

 

(Απόσπασμα-Περίληψη).... Με την ανωτέρω απόφαση έγιναν δεκτά, μεταξύ άλλων, τα εξής: κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη προς αποζημίωση του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ. λόγω πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων τους κατά την άσκηση της ανατιθέμενης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως η πράξη ή η παράλειψη είναι παράνομη, δηλαδή πρέπει με αυτή να παραβιάζεται κανόνας δικαίου, με τον οποίο να προστατεύεται πέραν του γενικού συμφέροντος και ορισμένο ατομικό δικαίωμα. Εξ άλλου, η ευθύνη του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. στοιχειοθετείται και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες ή από παράνομες παραλείψεις υλικών ενεργειών των οργάνων τους, εφόσον αυτές συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών. Επίσης, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. και στην περίπτωση που με την πράξη ή παράλειψη παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστεως. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παράλειψης υλικής ενέργειας του οργάνου του Δημοσίου και της επελθούσας ζημίας για την επιδίκαση αποζημιώσεως εις βάρος του, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία. Η κρίση όμως περί του αν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικά και αφηρημένα λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος ζημιογόνου αποτελέσματος, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου. Αντιθέτως, η περαιτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η παράλειψη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξ άλλου, κατά την έννοια των διατάξεων της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων, περί εκτελέσεως οικοδομικών έργων από οπλισμένο σκυρόδεμα, περί αντισεισμικού κανονισμού, περί τρόπου και διαδικασίας εκδόσεως οικοδομικών αδειών, περί αυθαιρέτων και περί επικινδύνων κατασκευών, με τις διατάξεις αυτές, πέραν της προστασίας του γενικού συμφέροντος, προστατεύονται και ατομικά δικαιώματα και ιδίως το δικαίωμα σε ανέγερση οικοδομής που πληροί τις προϋποθέσεις ασφαλούς διαβιώσεως έναντι κινδύνων από φυσικά ή γεωλογικά φαινόμενα. Με την απόφαση δε έγινε δεκτό ότι εξαιτίας του προστατευτικού σκοπού των ανωτέρω διατάξεων, η τήρηση των κανόνων που τίθενται με αυτές δεν εναπόκειται μόνο στη βούληση και την τεχνική επάρκεια των ιδιωτών μελετητών, αλλά εντάσσεται στη σφαίρα ευθύνης και των αρμόδιων πολεοδομικών υπηρεσιών, που στελεχώνονται από προσωπικό που διαθέτει τις κατάλληλες τεχνικές γνώσεις για να ελέγξει την επακριβή τήρησή τους. Εξ άλλου, στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης οικοδομικής άδειας, ο διενεργούμενος από τις πολεοδομικές υπηρεσίες έλεγχος στις υποβαλλόμενες από τους ιδιώτες στατικές μελέτες περιορίζεται στη διαπίστωση της πληρότητας του περιεχομένου αυτών και όχι στην ακρίβεια των υπολογισμών ή στην επιλογή της μεθόδου, ζητήματα για τα οποία αποκλειστικώς υπεύθυνος είναι ο μελετητής. Στην περίπτωση δε κατά την οποία οι πολεοδομικές υπηρεσίες διαπιστώνουν ότι μία στατική μελέτη δεν είναι πλήρης, διότι δεν περιέχει όλους τους υπολογισμούς, ή δεν πραγματεύεται όλα τα ζητήματα στατικής επάρκειας του κτιρίου, σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς, οφείλει να αρνηθεί την έκδοση της οικοδομικής άδειας. Περαιτέρω, με την απόφαση έγινε δεκτό ότι οι ίδιες διατάξεις, οι οποίες επιτρέπουν την έκδοση οικοδομικών αδειών μόνο κατόπιν ελέγχου της πληρότητας των μελετών, δεν έχουν την έννοια ότι αφαιρούν από τις κατάλληλα στελεχωμένες πολεοδομικές υπηρεσίες την αρμοδιότητα να ελέγξουν και την ορθότητα αυτών, εφόσον από άλλους ελέγχους, στο στάδιο της κατασκευής (αυτοψίες), υπάρξουν ενδείξεις στατικής ανεπάρκειας, δεδομένου ότι οι ίδιες υπηρεσίες είναι αρμόδιες, σε κάθε περίπτωση, να ελέγχουν την επικινδυνότητα από στατική άποψη των οικοδομών. Τέλος, η απόφαση δέχθηκε ότι κατά το στάδιο της κατασκευής και αποπεράτωσης της οικοδομής, οι πολεοδομικές υπηρεσίες υποχρεούνται, τουλάχιστον μια φορά, να διενεργούν αυτοψία, να επισημαίνουν οποιεσδήποτε παραλείψεις και σφάλματα διαπιστωθούν κατά τη διενέργεια του ελέγχου και να διατάξουν τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προς επανόρθωσή τους. Η υποχρέωση αυτή καθίσταται εντονότερη αν κατά το στάδιο του ελέγχου της στατικής μελέτης που υποβάλλεται σ’ αυτές διαπιστωθεί ότι αυτή δεν είναι πλήρης. Την υποχρέωση αυτή έχει η πολεοδομική υπηρεσία και κάθε φορά που διενεργεί αυτοψία σε οικοδομή είτε για να διαπιστώσει την ύπαρξη αυθαίρετων κατασκευών και προσθηκών μετά την ολοκλήρωση της οικοδομής, κατά το άρθρο 7 παρ. 3 του από 8.7/13.7.1983 π.δ., είτε για να διαπιστώσει το επικίνδυνο της οικοδομής κατά το άρθρο 1 του π.δ. της 13.4/22.4.1929, εφόσον πρόκειται για εμφανείς παραλείψεις και κακοτεχνίες. Κατ’ ακολουθία τούτων, τυχόν παραλείψεις των αρμόδιων πολεοδομικών υπηρεσιών κατά τη διενέργεια ελέγχων στο στάδιο της ανεγέρσεως ή μετά την αποπεράτωση οικοδομής, που αφορούν στη στατική επάρκεια του οικοδομήματος, συνιστούν, κατ’ αρχήν, πρόσφορη αιτία για την πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος της κατάρρευσης από σεισμική δόνηση του μη ελεγχθέντος επαρκώς από στατικής απόψεως κτιρίου. Εντούτοις, η παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να διακόψουν οικοδομικές εργασίες που διενεργούνται χωρίς οικοδομική άδεια, εφόσον δεν έχει υπάρξει καταγγελία πολίτη σε σχέση με τις εργασίες αυτές ή σχετική επισήμανση από την πολεοδομική υπηρεσία, κρίθηκε ότι δεν συνιστά παράλειψη νόμιμης οφειλομένης ενέργειας και κατ’ επέκταση δεν στοιχειοθετεί ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου έναντι τρίτων, θιγομένων από τη διενέργεια των εργασιών αυτών. Τέλος, η αξίωση αποζημίωσης από παράνομη πράξη ή παράλειψη υλική ενέργειας οργάνων των ν.π.δ.δ. υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία, σε περίπτωση που οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται αμέσως μετά τη διάπραξη της παράνομης πράξης ή της παράλειψης, αρχίζει από τότε που η πράξη ή η παράλειψη προκάλεσε τις επιζήμιες αυτές συνέπειες.