ΣτΕ 2611/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

ΚΕΔΕ - Χρέη προς το Δημόσιο - Προσωπική κράτηση - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Απόφαση προσωπικής κράτησης - Εφεση - Αρμοδιότητα -.

 

Μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αρμόδιος για την εκδίκαση εφέσεως κατά αποφάσεως περί προσωπικής κρατήσεως είναι ο Πρόεδρος Εφετών, και επί εκκρεμών δικών. Το αναγκαστικό μέτρο της προσωποκρατήσεως των οφειλετών του Δημοσίου αντίκειται εις το Σύνταγμα. Παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα της συνταγματικότητας του αναγκαστικού μέτρου της προσωπικής κρατήσεως των οφειλετών του Δημοσίου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΑΡΙΘΜΟΣ 2611/2004

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΤΜΗΜΑ ΣΤ'

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Δεκεμβρίου 2003 με την εξής σύνθεση: Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ' Τμήματος, Ε. Γαλανού, Θ. Παπαευαγγέλου, Στ. Χαραλάμπους, Μ. Καραμανώφ, Σύμβουλοι, Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Φιλοπούλου, Πάρεδροι, Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος, Γραμματέας του ΣΤ' Τμήματος.

   Για να δικάσει την από 3 Ιουλίου 1996 αίτηση:

   του Π.Δ. του Δ., κατοίκου Κρεστένων, ο οποίος δεν παρέστη, αλλά υπάρχει νομιμοποίηση στην πρώτη επ' ακροατηρίου συζήτηση,

  κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Ευγενία Βελώνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

   Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσίων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 16/1996 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών.

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Μ. Καραμανώφ.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

   1. Επειδή δια της υπό κρίσιν αιτήσεως, δια την οποίαν κατεβλήθησαν τα νόμιμα μέλη και το παράβολον (υπ' αριθμ. 1813025, 1813024/96 διπλότυπα Δ.Ο.Υ. Β' Πατρών, υπ' αριθμ. 1068681/96 ειδικόν γραμμάτιον παραβόλου), ζητείται η αναίρεσις της υπ' αριθμ. 16/1996 αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου Πατρών δια της οποίας, δεκτής γενομένης της εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου και απορριφθείσης της αντιθέτου εφέσεως του αναιρεσείοντος, μετερρυθμίσθη η υπ' αριθμ. 40/30.5.1995 απόφασις του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου και διετάχθη η προσωπική κράτησις του αναιρεσείοντος επί ένα έτος δια χρέη του προς το Ελληνικόν Δημόσιον ύψους 233.397.043 δρχ.

   2. Επειδή η υπόθεσις παρεπέμφθη ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως δια της υπ' αριθμ. 817/2002 αποφάσεως της πενταμελούς συνθέσεως του Τμήματος.

   3. Επειδή, η διάταξις του άρθρου 3 παρ. 1 εδ. β' του ν. 1867/1989 (ΦΕΚ Α' 227) υπό τον τίτλον "Προσωποκράτηση κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων και άλλες διατάξεις" όριζε ότι: "1. α...β. Η αίτηση για προσωπική κράτηση δικάζεται, αν ο νόμιμος τίτλος αποδεικνύει απαίτηση δημόσιου χαρακτήρα, από τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο ή, αν ο νόμιμος τίτλος αποδεικνύει απαίτηση ιδιωτικού χαρακτήρα, από το μονομελές πολιτικό πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα της η αρχή η οποία είναι, κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του προηγουμένου άρθρου, αρμόδια για να την υποβάλει. 2. Το διοικητικό δικαστήριο δικάζει κατά την διαδικασία που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 73 του Κ.Ε.Δ.Ε. και το πολιτικό δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω στο άρθρο 9 του ίδιου νόμου ορίζονταν τα εξής: 1. Κάθε διαφορά σχετική με την εκτέλεση της προσωπικής κράτησης υπάγεται, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, στην αρμοδιότητα του αρμόδιου, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 3 του παρόντος νόμου, δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται η σχετική απόφαση. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου αυτού ορίζει σύντομη δικάσιμο και την προθεσμία για να κλητευθεί ο αντίδικος εκείνου που προσφεύγει. 2. Η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης κατά της απόφασης που εκδίδεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο είναι πέντε ημέρες, αλλά ούτε αυτή ούτε και η άσκηση των ένδικων αυτών μέσων αναστέλλουν την εκτέλεση. 3...". Εν συνεχεία, με το άρθρον 46 του ν. 2065/1992 (φ. 113 Α) ορίσθηκαν τα εξής: "1. Για τα ληξιπρόθεσμα προς το Δημόσιο χρέη, που βεβαιώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 0 Α') καθώς και για τα ληξιπρόθεσμα προς το Ι.Κ.Α. χρέη, εκτός των φόρων μεταβίβασης ακινήτων και κληρονομιών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1867/1989 (ΦΕΚ 227 Α') με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις: α) Η αίτηση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. για τα παραπάνω χρέη εκδικάζεται από τον πρόεδρο του οικείου διοικητικού πρωτοδικείου, σύμφωνα με τη διαδικασία "περί ασφαλιστικών μέτρων" (άρθρα 868 και επόμενα του Κ.Πολ.Δ.). β) Ο καταδικασθείς σε προσωπική κράτηση συλλαμβάνεται από αστυνομικό όργανο, που του επιδίδει την απόφαση του δικαστηρίου και συντάσσει σχετική έκθεση. γ) Τα άρθρα 2 παράγραφοι 1 και 3, 3 παράγραφοι 3, 4 και 5, 4 παράγραφος 1 περιπτώσεις γ, θ και ι, 5 παράγραφοι 1 και 2 εδάφιο πρώτο, 7 παράγραφος 1 περίπτωση γ, 9 και 12 του ν. 1867/1989 δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω. δ) Τα ως άνω προβλεπόμενα εφαρμόζονται για οφειλές πάνω από εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές. 2. Η διαδικασία για την επιβολή του μέτρου της προσωπικής κράτησης αναστέλλεται ή διακόπτεται στην περίπτωση που ο οφειλέτης έχει και προβάλλει ανταπαίτηση ίση ή ανώτερη του οφειλόμενου ποσού κατά του Δημοσίου, από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία, έστω και αν αυτή δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη και εφόσον αποδείξει με έγγραφα στοιχεία το υπαρκτό της ανταπαίτησης. Στις περιπτώσεις αυτές η υπηρεσία, η οποία είναι αρμόδια την εκκαθάριση της ανταπαίτησης του οφειλέτη, υποχρεούται, ύστερα από σχετικό έγγραφο του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., να ενεργήσει εντός δύο (2) μηνών για την εκκαθάριση της ανταπαίτησης αυτής και την έκδοσή του κατά περίπτωση απαιτούμενου νόμιμου τίτλου, αποστέλλουσα τα σχετικά στοιχεία στη Δ.Ο.Υ., στην οποία εκκρεμεί η οφειλή προς το Δημόσιο, για την ενέργεια συμψηφισμού. 3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή και επί όλων των κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου βεβαιωμένων για είσπραξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων κατά του Δημοσίου και του Ι.Κ.Α. 4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή από 1ης Οκτωβρίου 1992". Περαιτέρω, με το άρθρον 33 παρ. 3 του ν. 2214/1994 (φ. 75 Α'), το οποίον καταλαμβάνει και την υπό κρίσιν υπόθεσιν, εφ' όσον ισχύει από 11.5.1994 (άρθρον 66 του νόμου αυτού) ορίσθη ότι: "στην περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 46 του ν. 2065/1992 προστίθεται δεύτερο εδάφιο, που έχει ως εξής: "Η προθεσμία προς άσκηση έφεσης, καθώς και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης".

   4. Επειδή, εξ άλλου, κατά το άρθρον 1 παρ. 2 περ. ια του ν. 1406/1983 (φ. 182), εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, πλην άλλων, και οι διαφορές οι οποίες αναφύονται κατά την εφαρμογήν της νομοθεσίας η οποία αφορά την είσπραξιν των δημοσίων εσόδων (Ν.Δ. 356/1974). Κατά το άρθρον 4 του ίδιου νόμου, με την επιφύλαξιν των ειδικότερα οριζομένων εις τα επόμενα άρθρα, μεταξύ των οποίων και το άρθρον 8, εις τις διαφορές του άρθρου 1 του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως οι αναφερόμενες εις το ίδιο άρθρο 4 διατάξεις του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας και του Π.Δ. 341/1978, σύμφωνα δε με το άρθρο 8 παρ. 1 "στις διαφορές της περίπτωσης ια της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Ν.Δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90)". Κατά την έννοιαν των διατάξεων αυτών, τα ανακύπτοντα κατά την εκδίκασιν των διαφορών των σχετικών με την είσπραξιν των δημοσίων εσόδων δικονομικά ζητήματα, δια τα οποία δεν περιέχεται ιδιαίτερα ρύθμισις εις το Ν.Δ. 356/1974 και τα οποία δεν ρυθμίζονται ούτε από τις αναφερόμενες εις το άρθρον 4 του Ν. 1406/1983 διατάξεις του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας και του Π.Δ. 341/1978, διέπονται από τις διατάξεις οι οποίες ρυθμίζουν, τα σχετικά ζητήματα, γενικώς δια όλες τις διαφορές οι οποίες υπάγονται εις την δικαιοδοσίαν των διοικητικών δικαστηρίων και όχι από τις διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίες ρύθμιζαν τα ζητήματα αυτά εις τα πλαίσια της δικαιοδοσίας, από την οποία απεσπάσθηκαν οι ανωτέρω διαφορές, μεταξύ δε των διατάξεων αυτών είναι και η διάταξις του άρθρου 10 του Οργανισμού Φορολογικών Δικαστηρίων (ήδη άρθρο 19 του Ν. 1805/1988, ΦΕΚ Α' 199), το οποίον ορίζει ότι: "Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου εκδικάζονται από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο".

   5. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα προαναφερθέντα, η έφεσις κατά αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου επί αιτήσεως προσωποκρατήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον αρμόδιον Προϊστάμενον Δ.Ο.Υ. εκδικάζεται, εφ' όσον από την διάταξιν του άρθρου 33 παρ. 3 του ν. 2214/1994 δεν προβλέπεται αρμόδιον δια την εκδίκασιν αυτής δικαστήριον, από το Τριμελές Διοικητικόν Πρωτοδικείον, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 19 του ν. 1805/1988. Το Τριμελές Διοικητικόν Πρωτοδικείον εκδικάζει την έφεσιν αυτήν, κατά την διαδικασίαν των ασφαλιστικών μέτρων όπως ορίζει η μη καταργηθείσα, κατά τούτο, διάταξις του άρθρου 46 παρ. 1 εδάφ. α' του ν. 2065/1992 (βλ. ΣτΕ Επταμελούς Συνθέσεως: 2042/1997, βλ. επίσης ΣτΕ: 742, 1053, 1054, 4504/1998 κ.α.).

   6. Επειδή, μετά την δημοσίευσιν της προσβαλλομένης αποφάσεως ετέθη εν ισχύϊ ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ο οποίος ώρισεν εις το άρθρον 242 παρ. 4 αυτού (Ν. 2717/1999 ΦΕΚ 97/17.5.99) ότι αρμόδιος δια την εκδίκασιν εφέσεως κατά αποφάσεως περί προσωπικής κρατήσεως, εκδιδομένης κατά την διαδικασίαν των άρθρων 231-241 του ίδιου νόμου, είναι ο πρόεδρος εφετών ή ο υπ' αυτού οριζόμενος εφέτης του εφετείου εις την περιφέρειαν του οποίου υπάγεται το δικαστήριον, όπου ανήκει ο κατ' άρθρον 232 δικαστής που εξέδωσε την προσβαλλομένην απόφασιν. Κατά την έννοιαν της διατάξεως ταύτης, ερμηνευομένης υπό το φως της γενικής αρχής του δικονομικού δικαίου, συμφώνως προς την οποίαν, νεώτεραι διατάξεις ρυθμίζουσαι την αρμοδιότητα και την διαδικασίαν εφαρμόζονται, κατά κανόνα, του νόμου μη ορίζοντος άλλως, και επί εκκρεμών δικών (ΣΕ 5343/87, 4571/88), αρμόδιον δικαστήριον παραπομπής μετά την αναίρεσιν αποφάσεως περί προσωποκρατήσεως, κατέστη, μετά την έναρξιν ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ο Πρόεδρος Εφετών.

   7. Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλομένη απόφασις εξεδόθη προ της ενάρξεως ισχύος του Ν. 2717/1999 υπό του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου Πατρών. Ούτος, κατά τον χρόνον δημοσιεύσεως της αποφάσεως (23.5.1986) δεν είχε, συμφώνως προς τα προεκτεθέντα, αρμοδιότητα προς εκδίκασιν της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της διατασσούσης την προσωπικήν κράτησιν αυτού αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου, δια τον λόγον δε τούτον, αυτεπαγγέλτως ερευνώμενον, η απόφασις αυτή θα έδει να αναιρεθή. Δεδομένου, όμως, ότι εις την προκειμένην περίπτωσιν η προσβαλλομένη απόφασις εξεδόθη από τον Πρόεδρον του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, ο οποίος έχει ήδη, ήτοι μετά την έναρξιν ισχύος του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας καταστή αρμόδιος προς εκδίκασιν της ως άνω εφέσεως, η αναίρεσις της αποφάσεως παρίσταται αλυσιτελής. Αν και κατά την γνώμην του Παρέδρου Δ. Κυριλλόπουλου η αναίρεσις της αποφάσεως δεν είναι αλυσιτελής.

   8. Επειδή το αναγκαστικόν μέτρον της προσωπικής κρατήσεως προς είσπραξιν δημοσίων εσόδων εθεσπίσθη το πρώτον για του β.δ. της 7 (19).2.1835 και διεμορφώθη δια διαδοχικών νομοθετημάτων (ν. ΥΛΣΤ'/1871, Ν. 4845/1930 (ΝΕΔΕ), ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), επιβαλλόμενον υπό των αρμοδίων διοικητικών οργάνων κατά των οφειλετών αφ' ενός μεν του Δημοσίου, αφ' ετέρου δε των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) κατά περίπτωσιν. Ο θεσμός ανεμορφώθη ριζικώς δια του ν. 1867/1989 (Α' 227), ο οποίος επέτρεψε την επιβολήν του μέτρου μόνον δια δικαστικής αποφάσεως εκδιδομένης κατόπιν αιτήσεως του αρμοδίου προς είσπραξιν οργάνου του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ερύθμισε δε τας ουσιαστικάς και δικονομικάς προϋποθέσεις επιβολής αυτού κατά τρόπον ευνοϊκότερον δια τον οφειλέτην εν σχέσει με το προηγούμενον νομοθετικόν καθεστώς. Οι προϋποθέσεις αυταί ετροποποιήθησαν τόσον όσον αφορά τα ληξιπρόθεσμα προς το Δημόσιον όσον και προς το ΙΚΑ χρέη δια του άρθρου 46 του ν. 2065/1992 (α' 113), εν συνεχεία δε δια των άρθρων 33 του ν. 2214/1994 (Α' 75) και 22 του ν. 2523/1997 (Α' 174). Επηκολούθησεν η θέσις εν ισχύϊ του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α' 47), ο οποίος εις το Πρώτον Τμήμα του Δευτέρου Μέρους αυτού και υπό τον Δεύτερον Τίτλον "Επιβολή Προσωπικής Κράτησης" (άρθρα 231-243) περιέλαβε νέαν ρύθμισιν του αναγκαστικού μέτρου της προσωπικής κρατήσεως κατά τρόπον εν πολλοίς ανάλογον προς τας ρυθμίσεις του ν. 187/1989, ως είχεν ούτος προ των τροποποιήσεών του, με σημαντικάς δηλαδή αποκλίσεις εκ των ρυθμίσεων των νόμων 2065/92, 2214/94 και 2523/97 (βλ. και εισηγητικήν έκθεσιν του ΚΔΔ επί του άρθρου 231, η οποία αναφέρει ότι "αποδίδεται κατά βάση η έως τώρα ισχύουσα ρύθμιση".

   9. Επειδή το μέτρον της προσωπικής κρατήσεως διαφέρει των γνησίων μέσων εκτελέσεως (κατάσχεσις κ.λπ.), τα οποία συνιστούν άμεσον επέμβασιν του Δημοσίου εις την περιουσίαν του οφειλέτου προς είσπραξιν του προς αυτό χρέους, διότι αποτελεί μέτρον καταναγκασμού όχι επί της περιουσίας αλλά επ' αυτού τούτου του προσώπου του οφειλέτου, προκειμένου να εξαναγκασθή ούτος εις την δια παντός μέσου καταβολήν του οφειλομένου χρέους. Τούτο όμως είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτον, ως αντικείμενον εις τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Και τούτο διότι πρωταρχική υποχρέωσις της Πολιτείας είναι, κατά τα ανωτέρω άρθρα, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία. Και ναι μεν το Σύνταγμα ανέχεται την στέρησιν της προσωπικής ελευθερίας, υπό την προϋπόθεσιν όμως ότι η στέρησις αύτη είναι λογικώς αναγκαία για την προάσπισιν του δημοσίου συμφέροντος, χάριν του οποίου επιβάλλεται. Τέτοιοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογούντες την επιβολήν των στερητικών της ελευθερίας ποινών είναι οι προβλεπόμενοι υπό του ποινικού δικαίου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται, άλλωστε, το ποινικόν αδίκημα της παραβιάσεως της προθεσμίας καταβολής των βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιον και τα ν.π.δ.δ. (άρθρ. 25 ν. 1882/1990) (Α' 43), ως αντικατεστάθη δια του άρθρου 23 παρ. 1 ν. 2523/1997 (Α' 179). Είναι, όμως, όλως διάφορον το θέμα της στερήσεως της προσωπικής ελευθερίας όχι ως ποινής για αποδοκιμαστέαν κοινωνικήν συμπεριφοράν, αλλ' ως διοικητικού μέτρου αποβλέποντος εις την άσκησιν πιέσεως προς εξόφλησιν χρέους δια χρημάτων, τα οποία δεν έχει ή δεν δύναται το Δημόσιο να αποδείξη ότι έχει ο οφειλέτης. Υπό το πρίσμα τούτο, δεν υφίσταται καν θέμα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητος, διότι αύτη προϋποθέτει ότι τόσον ο σκοπός όσον και τα χρησιμοποιούμενα προς επίτευξιν αυτού μέσα είναι κατ' αρχήν θεμιτά, οπότε και ερευνάται περαιτέρω η μεταξύ των σχέσις εις εκάστην συγκεκριμένην περίπτωσιν. Το μέτρον, όμως, της προσωπικής κρατήσεως απαγορεύεται καθ' εαυτό εις πάσαν περίπτωσιν, ως αντικείμενον εις το Σύνταγμα (άρθρ. 2 παρ. 1 και 5 παρ. 3), κατά τα προεκτεθέντα.

   10. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω το Τμήμα κρίνει ότι το αναγκαστικόν μέτρον της προσωποκρατήσεως των οφειλετών του Δημοσίου, το οποίον προβλέπεται υπό των άρθρων 231-243 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/99, Α' 47) αντίκειται εις το Σύνταγμα. Λόγω όμως της μείζονος σπουδαιότητας του ζητήματος και εν όψει του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος το Τμήμα κρίνει ότι τούτο πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια προς επίλυσιν.

   Δια ταύτα

   Παραπέμπει εις την Ολομέλεια το ζήτημα της συνταγματικότητας του αναγκαστικού μέτρου της προσωπικής κρατήσεως των οφειλετών του Δημοσίου.

   Ορίζει ως εισηγητήν την Σύμβουλον Μ. Καραμανώφ.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2004 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2004.