ΣτΕ 251/2015

 

’ρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους - Υπέρμετρη χρονικά δέσμευση ιδιοκτησίας - Σιωπηρή άρνηση Δημοσίου - Ο.Τ.Α. - Αμφισβήτηση κυριότητας δήμου - Ιδιωτικό ακίνητο ως κοινόχρηστος χώρος -.

 

Αίτηση για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης λόγω παρόδου άπρακτων των χρονικών ορίων συντέλεσής της. Ακύρωση της σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση για τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου πρασίνου. Κρίθηκε ότι η κρίση του διοικητικού πρωτοδικείου περί μη αποδείξεως της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 28 του ν. 1337/1983 για τη δημιουργία κοινοχρησίας και την περιέλευση του ακινήτου αυτού στην κυριότητα του αναιρεσείοντος Δήμου Καλλιθέας είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα απορρίπτεται ως αβάσιμος, ενώ, κατά το μέρος που αμφισβητείται με αυτόν η ουσιαστική κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου σχετικά με την αξιολόγηση του περιεχομένου των εκτιμηθέντων εγγράφων και την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων, ο ίδιος λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

 

 

Αριθμός 251/2015

 

TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΤΜΗΜΑ Ε'

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 12 Δεκεμβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Ν. Ρόζος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Μ. - Ε. Κωνσταντινίδου, Θ. Αραβάνης, Σύμβουλοι, Α. Σκούφαλος, Ελ. Μουργιά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μερτζανάκη.

 

Για να δικάσει την από 31 Ιανουαρίου 2007 αίτηση:

 

του Δήμου Καλλιθέας Αττικής, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Αικατερίνη Ραπτοπούλου (A.M. 14190), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,

 

κατά του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Στυλιανό Μπεζαντέ (A.M. 10510), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Δήμος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 1737/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ελ. Μουργιά.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αναιρεσείοντος Δήμου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσίβλητου Δήμου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Αφού  μελέτησε τα  σχ ε τ ι κά έ γ γ ρ α φ α

 

Σκέφθηκε  κατά  το   Νόμο

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου, ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 1737/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το μέρος που με αυτήν έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου Δήμου Αθηναίων και ακυρώθηκε η σιωπηρή άρνηση της Διοικήσεως να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση που είχε επιβληθεί με το από 28.12.1976 π.δ. (Δ' 29) σε ακίνητο φερόμενο ως ανήκον σε αυτόν, εμβαδού 463 τ.μ., ευρισκόμενο στο οικοδομικό τετράγωνο 290 του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του αναιρεσείόντος Δήμου Καλλιθέας.

 

      

2. Επειδή, στο άρθρο 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α' 17) και, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου, ισχύει από 7.5.2001, ορίζεται ότι: «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφαση της να την ανακαλέσει, ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεστεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξη της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθοριστεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης [...]. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της θεσμίας του προηγούμενου εδαφίου  βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη. 5 [...] 6 [...]». Περαιτέρω, στο άρθρο 29 του ως άνω Κ.Α.Α.Α. ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος. 3. [...] 5. Απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών που κηρύχθηκαν οποτεδήποτε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα διέπονται, κατά την έκταση που ορίζεται από την παράγραφο 2 από τις διατάξεις του Κώδικα τούτου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις αυτές. 6 [...] 8. Με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκειται στις διατάξεις τούτου. Κάθε παραπομπή στον α.ν. 1731/1939 ή στο ν.δ. 797/1971 ή γενικά στη νομοθεσία περί απαλλοτριώσεων νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις τούτου. 9 [...]». Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 11 του Κ.Α.Α.Α., από τις οποίες διέπεται η παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι η αίτηση άρσεως της επίμαχης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως υποβλήθηκε και η απόρριψη της στοιχειοθετήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του (πρβλ. ΣτΕ 4858/2012 κ.ά.), δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξη τους. Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξη τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή άλλου ρυμοτομικού βάρους είναι υποχρεωτική για την Διοίκηση (πρβλ. ΣτΕ 2276/2014/20.6.14, 392/2014/29.1.14, 4792/2013/30.12.13, 4858/2012, 293/2012 κ.ά.).

 

      

3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ν. 1337/1983 (Α' 33) [βλ. άρθρο 415 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας]: «Ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως που έχουν σχηματιστεί με οποιοδήποτε τρόπο έστω και κατά παράβαση των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι που ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Σε περίπτωση όμως που οι χώροι αυτοί καταργούνται με το σχέδιο πόλεως προσκυρώνονται κατά τις κείμενες διατάξεις». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση ιδιωτικά ακίνητα, εφόσον αυτά προβλέπονται από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ως κοινόχρηστοι χώροι και έχουν τεθεί σε κοινή χρήση, με την προϋπόθεση ότι η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βουλήσεως του ιδιοκτήτη (ρητής ή συναγόμενης εμμέσως από ενέργειες του) ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση διατηρηθείσα επί μακρό χρόνο κατ' ανοχήν του ιδιοκτήτη. Για τη μετάθεση συνεπώς της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διαθέσεως του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά πρέπει να υπάρχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τη Διοίκηση και κρίνεται οριστικώς από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια (πρβλ. ΣτΕ 744/1987 Ολομ., 2924/2012, 497/2013/6.2.13, 4629/2013/24.12.13, 392/2014, ΑΠ 1194/2011, 307/2012 κ.ά.).

 

      

4. Επειδή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Με το από 28.12.1976 π.δ. περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Καλλιθέας (Δʼ 29/8.2.1977) χαρακτηρίστηκαν ως κοινόχρηστος χώρος πρασίνου δύο ακίνητα που βρίσκονται στο οικοδομικό τετράγωνο (Ο.Τ.) 290 του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου Καλλιθέας, επί των οδών Μ. και Υ. το πρώτο και επί της οδού Μ. το δεύτερο, εμβαδού 464,50 και 463 τ.μ., αντιστοίχως. Τα ακίνητα είχαν περιέλθει στον Δήμο Αθηναίων δυνάμει της 3652/31.3.1907 δημόσιας διαθήκης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., με την οποία ο αρχικός κύριος αυτών, Γ.Δ., τα κατέλιπε στον ως άνω Δήμο ως κληροδότημα, σε συνδυασμό με το 2832/1970 συμβόλαιο εκούσιας διανομής του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α.Π. Το έτος 2000 ο Δήμαρχος Αθηναίων, επικαλούμενος κυριότητα του Δήμου αυτού επί των ανωτέρω ακινήτων, εξέδωσε σε βάρος του Δήμου Καλλιθέας το 116408/27.10.2000 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, το οποίο ακυρώθηκε με την 236/2004 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, με την αιτιολογία ότι ο Δήμος Αθηναίων δεν αντιτάχθηκε στις ενέργειες του Δήμου Καλλιθέας και, επομένως, δεν υφίσταται αυτογνώμων κατάληψη των ακινήτων από τον Δήμο αυτό. Ακολούθως, ο Δήμος Αθηναίων με τρεις από 16.11.2004 αιτήσεις του προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών-Πειραιώς και τον Δήμο Καλλιθέας ζήτησε την άρση της απαλλοτριώσεως που επιβλήθηκε στα ανωτέρω ακίνητα λόγω μη συντελέσεώς της, παρά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την κήρυξη της. Κατά της σιωπηρής απορρίψεως των ως άνω αιτήσεων, ο Δήμος Αθηναίων άσκησε προσφυγή, με την οποία υποστήριξε ότι ο χαρακτηρισμός των επίμαχων ακινήτων ως κοινόχρηστου χώρου δυνάμει του από 28.12.1976 π.δ/τος συνιστά οικονομικό και νομικό βάρος της ιδιοκτησίας του, η διατήρηση του οποίου επί μακρό χρονικό διάστημα χωρίς να έχει λάβει χώρα καμία πράξη συντελέσεως της απαλλοτριώσεως (πράξη αναλογισμού, προσδιορισμός τιμής μονάδος κ.λπ.) υπερβαίνει τα εύλογα όρια και πρέπει να αρθεί. Ο Δήμος Καλλιθέας με υπόμνημα του προέβαλε ότι έχει αποκτήσει κυριότητα σε αμφότερα τα ακίνητα δυνάμει του άρθρου 28 του ν. 1337/1983, καθόσον α) χρησιμοποιεί τα ακίνητα αυτά από το έτος 1976 και μάλιστα το μεν ακίνητο επί των οδών Μ. και Υ. (εμβαδού 464,50 τ.μ.) το έχει διαμορφώσει από το έτος 1990 σε γήπεδο μπάσκετ, το δε ακίνητο επί της οδού Μ. (εμβαδού 463 τ.μ.) το έχει διαμορφώσει σε άλσος, και β) ο Δήμος Αθηναίων δεν αντιτάχθηκε στη χρήση αυτή πριν από το έτος 2000 ούτε εξέδωσε πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι η ρυμοτομική απαλλοτρίωση του πρώτου (εμβαδού 464,50 τ.μ.) εκ των ανωτέρω ακινήτων συντελέστηκε από το έτος 1985 με παρακατάθεση της δικαστικώς προσδιορισθείσας αποζημιώσεως. Προς απόδειξη του πρώτου εκ των ανωτέρω ισχυρισμών του ο Δήμος Καλλιθέας προσκόμισε α) την 236/2004 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, στην οποία αναφέρεται ότι στο ακίνητο επί των οδών Μ. και Υ. έχει κατασκευασθεί γήπεδο μπάσκετ από 17.12.1990 και β) φωτοαντίγραφα φωτογραφιών, στα οποία εμφαίνεται ότι το μεν ακίνητο επί των οδών Μεταμορφώσεως και Υψηλάντου είναι περιφραγμένο με στηθαίο και κάγκελα, ηλεκτροφωτισμένο, με διαμορφωμένο γήπεδο μπάσκετ και αποδυτήρια, το δε ακίνητο επί της οδού Μεταμορφώσεως έχει διαμορφωθεί ως   άλσος με πλακόστρωση του χώρου, παρτέρια, δενδροφύτευση και κατασκευή στεγασμένου χώρου με κεραμοσκεπή. Προς απόδειξη του δεύτερου ισχυρισμού του προσκόμισε α) την 62/1979 πράξη προσκυρώσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως  ιδιοκτησιών κειμένων επί των οδών Υψηλάντου και Ελπίδος στο Ο.Τ. 290, με την οποία ο Δήμος Καλλιθέας υποχρεώθηκε να καταβάλει στον Δήμο Αθηναίων αποζημίωση για έκταση 371,95 τ.μ. και β) το 3259/28.1.1985 ένταλμα του δημοσίου ταμείου Καλλιθέας, από το οποίο προκύπτει η κατάθεση της ως άνω αποζημιώσεως στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του Δήμου Αθηναίων. Το Πρωτοδικείο, κατ' εκτίμηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών και των προσκομισθέντων στοιχείων, ως προς το πρώτο ακίνητο (εμβαδού 464,50 τ.μ.) έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε μεν ότι έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση του με την καταβολή αποζημιώσεως, διότι το προσκομισθέν από τον Δήμο Καλλιθέας έγγραφο για την κατάθεση αποζημιώσεως στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων αναφέρεται σε ιδιοκτησία μικρότερης εκτάσεως (371,95 τ.μ.), η κυριότητα, όμως, του ακινήτου αυτού κρίθηκε ότι έχει μετατεθεί στον Δήμο Καλλιθέας χωρίς να οφείλεται αποζημίωση, λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 28 του v. 1337/1983, διότι, όπως έγινε δεκτό από το δίκασαν δικαστήριο, το ακίνητο αυτό διαμορφώθηκε ως γήπεδο μπάσκετ και δόθηκε στην κοινή χρήση ήδη από το έτος 1990, χωρίς ο Δήμος Αθηναίων να αντιταχθεί στην πραγματική αυτή κατάσταση πριν από το έτος 2000 και ανεχόμενος αυτή για δέκα έτη, διάστημα το οποίο, ενόψει της φύσεως του νομικού προσώπου του ιδιοκτήτη (Δήμος που διαθέτει νομική υπηρεσία και υλικοτεχνική υποδομή να παρακολουθεί τις υποθέσεις του), κρίθηκε ότι είναι μακρό. Αντίθετα, ως προς το δεύτερο ακίνητο (εμβαδού 463 τ.μ.) το δίκασαν δικαστήριο έκανε δεκτό ότι από τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν προέκυψε ο χρόνος κατά τον οποίο ο Δήμος Καλλιθέας το έθεσε σε κοινή χρήση ως άλσος, ούτε εάν οι εργασίες διαμορφώσεως (πλακόστρωση κ.λπ.) έγιναν πριν ή μετά το 2000, ημερομηνία εκδόσεως του πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 28 του ν. 1337/1983, δεδομένου δε περαιτέρω, ότι από την κήρυξη της απαλλοτριώσεως (28.12.1976) έως την υποβολή της αιτήσεως άρσεως της (16.11.2004) παρήλθε χρονικό διάστημα 28 περίπου ετών χωρίς να γίνουν ενέργειες για τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως και ότι το χρονικό αυτό διάστημα υπερβαίνει το εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου είναι συνταγματικά ανεκτή η δέσμευση της ιδιοκτησίας, το δικαστήριο ακύρωσε τη σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση ως προς το ακίνητο αυτό.

 

     

5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 28 του ν. 1337/1983 ως προς το δεύτερο ακίνητο (άλσος), στερείται αιτιολογίας, καθόσον δεν αναφέρει ειδικώς γιατί δεν αποδεικνύονται οι προϋποθέσεις αυτές από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν και ειδικότερα από τα πρακτικά της 236/2004 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας επί ανακοπής κατά του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, όπου παρατίθεται κατάθεση μάρτυρα που αναφέρει ότι τα υπόμνημα του Δήμου. Συναφώς προβάλλεται ότι δεν είναι κρίσιμος ο ακριβής χρόνος εκτελέσεως των εργασιών διαμορφώσεως (πλακόστρωση κ.λπ.) του άλσους, παρά μόνο ο χρόνος θέσεως του σε κοινή χρήση. Τέλος, προβάλλεται ότι όφειλε το δίκασαν δικαστήριο, εφόσον είχε αμφιβολίες ως προς την απόδειξη του συγκεκριμένου γεγονότος, να διατάξει συμπλήρωση των αποδείξεων.

 

      

6. Επειδή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το δίκασαν δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι δεν προέκυψε ο χρόνος κατά τον οποίο ο αναιρεσείων Δήμος έθεσε το επίδικο ακίνητο σε κοινή χρήση, διαμορφώνοντας το σε άλσος και ειδικότερα ότι δεν αποδείχθηκε αν η κατασκευή των έργων υποδομής (πλακόστρωση του χώρου, τοποθέτηση παρτεριών και δενδροφύτευση και κατασκευή στεγασμένου χώρου) έγινε σε χρόνο προγενέστερο ή μεταγενέστερο του έτους 2000, κατά το οποίο ο αναιρεσίβλητος Δήμος Αθηναίων επεδίωξε την αποβολή του αναιρεσείοντος Δήμου Καλλιθέας από το εν λόγω ακίνητο με το προαναφερθέν πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, αφού έλαβε υπόψη και εκτίμησε όλα τα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ των οποίων και τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν από τον αναιρεσείοντα Δήμο και, περαιτέρω, όλους τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων. Με τα δεδομένα αυτά, η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος Πρωτοδικείου, περί μη αποδείξεως της συνδρομής τω προϋποθέσεων του άρθρου 28 του ν. 1337/1983 για τη δημιουργία κοινοχρησίας και την περιέλευση του ακινήτου αυτού στην κυριότητα του αναιρεσείοντος Δήμου Καλλιθέας, είναι, καταρχήν, νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, πρέπει δε, κατόπιν αυτού, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ, κατά το μέρος που αμφισβητείται με αυτόν η ουσιαστική κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου σχετικά με την αξιολόγηση του περιεχομένου των εκτιμηθέντων εγγράφων και την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων, ο ίδιος λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

      

 

Τέλος, ο λόγος αναιρέσεως ότι το διοικητικό δικαστήριο όφειλε να διατάξει την συμπλήρωση των αποδείξεων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα οριζόμενα το άρθρο 151 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας [που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α' 97)], το διοικητικό δικαστήριο έχει ευχέρεια και όχι υποχρέωση να διατάσσει τη συμπλήρωση των αποδείξεων (ΣτΕ 3040/2013/5.9.13, 691/2010, 451/2010 κ.ά.).

 

      

7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της.

 

 

Δ ιά ταύτα

 

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου Δήμου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Νοεμβρίου 2014

 

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος              Η Γραμματέας

 

Ν. Ρόζος                         Π. Μερτζανάκη

 

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 28 Ιανουαρίου 2015.

 

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος              Η Γραμματέας