ΣτΕ 240/2015

 

’ρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή ρυμοτομικού βάρους - Υπέρμετρη χρονικά δέσμευση ιδιοκτησίας - Ο.Τ.Α. - Σιωπηρή άρνηση Δημοσίου - Αμφισβήτηση κυριότητας δήμου - Μη αιτιολογημένη κρίση -.

 

Αίτηση για την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης λόγω παρόδου άπρακτων των χρονικών ορίων συντέλεσής της. Ακύρωση της σιωπηρής άρνησης της Διοίκησης να άρει ρυμοτομική απαλλοτρίωση για τη δημιουργία κοινόχρηστου χώρου πρασίνου. Κρίθηκε ότι η κρίση του διοικητικού πρωτοδικείου δεν αιτιολογείται νομίμως ότι η διατήρηση της επίδικης ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως δεν υπερβαίνει τα εύλογα όρια, πέραν των οποίων δεν επιτρέπεται η δέσμευση της ιδιοκτησίας, διότι στηρίζεται μόνον στη διαπίστωση της άπρακτης παρόδου χρονικού διαστήματος έντεκα ετών από την κήρυξη της απαλλοτριώσεως, μέχρι την υποβολή αιτήσεως στη Διοίκηση για την άρση αυτής, χρονικό διάστημα που θα καθιστούσε, κατ' αρχήν, τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση νομικό και οικονομικό βάρος αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας, χωρίς να παρατίθενται οι ιδιαίτερες συνθήκες, που έπρεπε να συνεκτιμηθούν προκειμένου να κριθεί ότι δεν υπήρξε υπέρβαση του ευλόγου χρόνου.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 240/2015

 

 

TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΤΜΗΜΑ Ε'

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 12 Δεκεμβρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Ν. Ρόζος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Μ. - Ελ. Κωνσταντινίδου, Θ. Αραβάνης, Σύμβουλοι, Α. Σκούφαλος, Ελ. Μουργιά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μερτζανάκη.

 

Για να δικάσει την από 6 Ιουνίου 2008 αίτηση:

 

του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Στυλιανό Μπεζαντέ (A.M. 10510), που τον διόρισε με πάγιο πληρεξούσιο,

 

κατά των: 1) Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, 2) Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, οι οποίοι παρέστησαν με τον Μιχαήλ Αλεξανδρίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 3) Δήμου Καλλιθέας Αττικής, ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Αικατερίνη Ραπτοπούλου (A.M. 14190), που τη διόρισε με πληρεξούσιο ο Δήμαρχος.

 

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Δήμος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2015/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ελ. Μουργιά.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Δήμου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, την πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου Δήμου και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Αφού  μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

 

Σκέφθηκε κατά  το  Νόμο

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 2015/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της σιωπηρής αρνήσεως της Διοικήσεως να προβεί στην άρση απαλλοτριώσεως που είχε επιβληθεί με την 17496/4/20,5.1993 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά (Δ' 656) σε ακίνητο φερόμενο ως ανήκον σε αυτόν, ευρισκόμενο στο οικοδομικό τετράγωνο 286 του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του ήδη αναιρεσιβλήτου Δήμου Καλλιθέας.

 

     

2. Επειδή, στο άρθρο 11 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α' 17) και, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ίδιου νόμου, ισχύει από 7.5.2001, ορίζεται ότι: «1. Η αρχή που κήρυξε την αναγκαστική απαλλοτρίωση δύναται με απόφαση της να την ανακαλέσει, ολικώς ή μερικώς, πριν συντελεστεί, τηρώντας τη διαδικασία που ορίζεται από το άρθρο 1 για την κήρυξη αυτής. 2. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ανακαλείται υποχρεωτικά με πράξη της αρχής η οποία την έχει κηρύξει, ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που πιθανολογεί εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριωμένο ακίνητο, εάν μέσα σε τέσσερα έτη από την κήρυξη της δεν ασκηθεί αίτηση για το δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθοριστεί αυτή εξωδίκως. Η αίτηση είναι απαράδεκτη εάν ασκηθεί μετά την πάροδο έτους από την παρέλευση της τετραετίας αυτής, σε κάθε δε περίπτωση μετά τη δημοσίευση της απόφασης καθορισμού της αποζημίωσης [...]. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν προκειμένου περί απαλλοτριώσεων προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων, ανάπτυξη οικιστικών περιοχών και για αρχαιολογικούς σκοπούς. 3. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού καθορισμού της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας οριστικού καθορισμού αυτής, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Η αρμόδια για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης αρχή υποχρεούται να εκδώσει μέσα σε τέσσερις μήνες από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου βεβαιωτική πράξη για την επελθούσα αυτοδίκαιη άρση. Η πράξη αυτή δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 4. Εάν περάσουν άπρακτες οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3 προθεσμίες ή εκδοθεί πράξη αρνητική, κάθε ενδιαφερόμενος δύναται να ζητήσει από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, την έκδοση δικαστικής απόφασης, με την οποία να ακυρώνεται η προσβληθείσα πράξη ή παράλειψη και να βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που ορίζεται από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), πλην του άρθρου 66 αυτού. Στη δίκη καλείται ο υπέρ ου η απαλλοτρίωση και το Δημόσιο. Η εκδιδόμενη απόφαση είναι ανέκκλητη. 5 [...] 6 [...]». Περαιτέρω, στο άρθρο 29 του ως άνω Κ.Α.Α.Α. ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί των απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται από την έναρξη ισχύος του και εφεξής. 2. Απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν από 1ης Φεβρουαρίου 1971 και εφεξής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος από το σημείο στο οποίο βρίσκονται κατά την έναρξη της ισχύος αυτού. Εξαιρούνται τα θέματα εκείνα για τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος έχει κοινοποιηθεί εισαγωγικό δικόγραφο της σχετικής δίκης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή έχει εκδοθεί σχετική διοικητική πράξη, ως προς τα οποία εφαρμόζονται μόνον οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος. 3. [...] 5. Απαλλοτριώσεις προς εφαρμογή σχεδίων πόλεων και ανάπτυξη οικιστικών περιοχών που κηρύχθηκαν οποτεδήποτε μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα διέπονται, κατά την έκταση που ορίζεται από την παράγραφο 2 από τις διατάξεις του Κώδικα τούτου, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις αυτές. 6 [...] 8. Με την επιφύλαξη των οριζομένων από τις λοιπές διατάξεις του παρόντος Κώδικα, από την έναρξη ισχύος αυτού καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν ή αντίκειται στις διατάξεις τούτου. Κάθε παραπομπή στον α.ν. 1731/1939 ή στο ν.δ. 797/1971 ή γενικά στη νομοθεσία περί απαλλοτριώσεων νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις τούτου. 9 [...]». Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 11 του Κ.Α.Α.Α., από τις οποίες διέπεται η παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι η αίτηση άρσεως της επίμαχης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως υποβλήθηκε και η απόρριψη της στοιχειοθετήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του (πρβλ. ΣτΕ 4858/2012 κ.ά.), δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξη τους. Και αυτές, όμως, οι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, εφόσον μετά την κήρυξη τους διατηρούνται, χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεση τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της. Επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις ρυμοτομικού βάρους, το οποίο συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός ακινήτου ως χώρου κοινωφελών χρήσεων, ανακύπτει υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ή το ρυμοτομικό βάρος, η υποχρέωση δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως ή άλλου ρυμοτομικού βάρους είναι υποχρεωτική για την Διοίκηση (πρβλ. ΣτΕ 2276/2014/20.6.14, 392/2014/29.1.14, 4792/2013/30.12.13, 4858/2012, 293/2012 κ.ά.).

 

 

3. Επειδή από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Με την 17496/4/20.5.1993 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά «Έγκριση της ειδικής Πολεοδομικής Μελέτης Αναθεώρησης του Ρυμοτομικού Σχεδίου του Δήμου Καλλιθέας» (Δ' 656/14.6.1993) χαρακτηρίστηκε ως κοινόχρηστο, ακίνητο εκτάσεως 1.087 τ.μ. που βρίσκεται στην οδό Α. αρ. … του Δήμου Καλλιθέας και ανήκει στο Ο.Τ. 286. Το συγκεκριμένο πιο πάνω ακίνητο (οικόπεδο) περιήλθε στον αναιρεσείοντα Δήμο Αθηναίων ως κληροδότημα από το Γ.Δ. με την 3652/31.3.1907 διαθήκη αυτού, που συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ.Ρ., δημοσιεύθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών και καταχωρήθηκε στο Τόμο …/…., σε συνδυασμό με το 2832/1970 συμβόλαιο εκούσιας διανομής του συμβολαιογράφου Αθηνών Α.Π. που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Καλλιθέας στον Τόμο … με α.α. … Στις 18.11.2004 επιδόθηκαν από τον αναιρεσείοντα προς τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών - Πειραιώς και προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, αντίστοιχες αιτήσεις με τις οποίες ζήτησε την άρση του ρυμοτομικού βάρους που επιβλήθηκε και στο πιο πάνω ακίνητο του με την ανωτέρω από 14.6.1993 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά, δεδομένου ότι δεν είχε συντελεστεί η απαλλοτρίωση και το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει (δώδεκα περίπου έτη) από την κήρυξη της, υπερέβαινε τον εύλογο προς τούτο χρόνο. Η Διοίκηση απέρριψε τις αιτήσεις αυτές σιωπηρώς, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την επίδοση αυτών. Κατά της σιωπηρής αυτής αρνήσεως ο αναιρεσείων άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Με αυτήν υποστήριξε ότι εφόσον το ένδικο ακίνητο χαρακτηρίστηκε με την πιο πάνω απόφαση του Νομάρχη Πειραιά ως κοινόχρηστος χώρος και η Διοίκηση δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως αν και έχουν παρέλθει από το χρόνο επιβολής της δώδεκα περίπου έτη, ο χαρακτηρισμός αυτός καθίσταται πλέον οικονομικό και νομικό βάρος της ιδιοκτησίας του που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη συνταγματική αρχή της προστασίας της ιδιοκτησίας. Το δίκασαν Πρωτοδικείο, αφού ερμήνευσε το ασκηθέν ένδικο βοήθημα ως προσφυγή, με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη 2015/2007 απόφαση του έκρινε ότι από την κήρυξη της επίδικης ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως (1993) μέχρι το χρόνο υποβολής στη Διοίκηση της αιτήσεως του αναιρεσείοντος για άρση αυτής (2004), παρήλθε χρονικό διάστημα έντεκα ετών, χρόνος δηλαδή που, κατά την κρίση αυτού, δεν υπερβαίνει το εύλογο όριο μέχρι του οποίου είναι ανεκτή η δέσμευση της ιδιοκτησίας χωρίς αποζημίωση, όπως υποστήριξαν οι καθ' ων με τα αντίστοιχα υπομνήματα τους, και απέρριψε τον περί του αντιθέτου λόγο ως αβάσιμο. Με τις σκέψεις αυτές απέρριψε την προσφυγή στο σύνολο της.

 

     

4. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν αιτιολογείται νομίμως η κρίση του δικάσαντος, ότι η διατήρηση της επίδικης ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως δεν υπερβαίνει τα εύλογα όρια, πέραν των οποίων δεν επιτρέπεται η δέσμευση της ιδιοκτησίας, διότι στηρίζεται μόνον στη διαπίστωση της άπρακτης παρόδου χρονικού διαστήματος έντεκα ετών από την κήρυξη της απαλλοτριώσεως, μέχρι την υποβολή αιτήσεως στη Διοίκηση για την άρση αυτής, χρονικό διάστημα που θα καθιστούσε, κατ' αρχήν (πρβλ. ΣτΕ 5369/2012, 293/2012, 3986/2008, 269/2008, 5074/1997, 3559/1996, 2001/1994), τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση νομικό και οικονομικό βάρος αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας, χωρίς να παρατίθενται οι ιδιαίτερες συνθήκες, που έπρεπε να συνεκτιμηθούν προκειμένου να κριθεί ότι δεν υπήρξε υπέρβαση του ευλόγου χρόνου. Συνεπώς, για τον προαναφερόμενο λόγο, που προβάλλεται βασίμως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.

 

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

 

Δέχεται την αίτηση.

 

Αναιρεί την 2015/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.

 

Επιβάλλει συμμέτρως στους αναιρεσιβλήτους τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Νοεμβρίου 2014

 

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος        Η Γραμματέας

 

και μετά την αποχώρηση της

 

Ν. Ρόξος           Ειρ. Δασκαλάκη

 

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 28 Ιανουαρίου 2015.

 

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος        Η Γραμματέας

 

. Ράμμος           Ειρ. Δασκαλάκη