ΣτΕ.Ολ 2191/2014

 

Τοκοφορία επί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, δασμών και προστίμων - Χρόνος έναρξης τοκοφορίας - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Οι διατάξεις του άρθρου 38 παρ.2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, κατά το μέρος που ορίζουν ότι, επί επιστροφής φόρων, δασμών κλπ.,  που κατεβλήθησαν αχρεωστήτως  κατά τα κριθέντα με οριστική  δικαστική απόφαση, η τοκοφορία  αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στην φορολογική αρχή  της δικαστικής αποφάσεως, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 17 παρ. 1 Συντ. καθώς και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ως προς το ζήτημα αυτό εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ. 26.6/10.7.1944.

 

Αριθμός 2191/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Α. Ράντος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Ρόζος, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Α. Σακελλαροπούλου, Δ. Σκαλτσούνης, Α.Γ. Βώρος, Π. Ευστρατίου, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας,  Σ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Β. Καλαντζή, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Ε. Κουσιουρής, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης,  Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Α. Χλαμπέα, Μ. Πικραμένος, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή, Σύμβουλοι, Β. Πλαπούτα, Ο. Παπαδοπούλου, Ι. Σύμπλης, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ε. Κουσιουρής και Κ. Κουσούλης, καθώς και ο Πάρεδρος Ι. Σύμπλης μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

 

Για να δικάσει την από 20 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση :

 

του Διευθυντή Β Τελωνείου Πειραιώς, ο οποίος παρέστη με Θεόδωρο Ψυχογιό, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,

 

κατά του ..., κατοίκου Δροσιάς Αττικής (...), ο οποίος παρέστη με την δικηγόρο Παναγιώτα Δαμουλή (Α.Μ. 13252), που την διόρισε στο ακροατήριο.

 

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ αριθμ. 1207/2012 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια του ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

 

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Διευθυντής επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 1888/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.

 

Η Εισηγητής, Σύμβουλος Ε. Νίκα, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Διευθυντή, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (ΦΕΚ Α΄ 214), του Συμβούλου Θ. Αραβάνη, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την υπόθεση, έλαβε μέρος στη διάσκεψη αντ αυτού ως τακτικό μέλος ο Σύμβουλος Κουσιουρής, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως που εκδίκασε την υπόθεση (βλ. Σ.τ.Ε. 3500/2009 Ολομ. και Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας 197/2012).

 

 

2. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο  καταβολή παραβόλου.

 

 

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ αριθμ. 1888/2007 αποφάσεως τού Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία,  κατά μερική αποδοχή εφέσεως του αναιρεσιβλήτου, μεταρρυθμίστηκε η υπ αριθμ. 2062/2002 απόφαση τού Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς,  που είχε κάνει εν μέρει δεκτή  προσφυγή του ιδίου κατά της από 12.8.1997 πράξεως  χρεώσεως ειδικού φόρου καταναλώσεως και εφάπαξ προσθέτου ειδικού τέλους, συνολικού ποσού  2.928.360 δραχμών, επί της υπ αριθμ. 2765/1997 διασαφήσεως εισαγωγής τού Β΄ Τελωνείου Πειραιώς, λόγω εισαγωγής μεταχειρισμένου αυτοκινήτου. Ειδικότερα, με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτό ότι ο αναιρεσίβλητος, εν όψει μεταφοράς της συνήθους κατοικίας του στην Ελλάδα από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δικαιούται απαλλαγής κατ άρθρο 3 της υπ αριθμ. Δ.245/1988 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών και ότι έπρεπε να ακυρωθεί η σχετική  πράξη χρεώσεως, κατά το μέρος που αφορούσε τον καταλογισμό εις βάρος του ειδικού φόρου καταναλώσεως λόγω εισαγωγής αυτοκινήτου. Επίσης με την  απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι έπρεπε  να μεταρρυθμισθεί η  πράξη χρεώσεως, κατά το μέρος που αφορούσε τον καταλογισμό  εφάπαξ προσθέτου ειδικού τέλους, και να γίνει νέα εκκαθάριση του τέλους αυτού, κατά την οποία,  πέραν της μειώσεως της φορολογητέας αξίας του επιδίκου αυτοκινήτου κατά 10% (όπως κρίθηκε πρωτοδίκως), έπρεπε να διαγραφεί  και η, κατ άρθρο 1 παρ. 3γ του ν. 363/1976, προσαύξηση αυτής κατά ποσοστό 23,2%, περαιτέρω δε διατάχθηκε να επιστραφούν εντόκως (κατ άρθρο 38 παρ.2 του ν. 1473/1984) από την άσκηση της προσφυγής τα ποσά, αφ ενός, του φόρου και, αφ ετέρου, του τέλους που θα προκύψει από την νέα εκκαθάριση ότι καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.

 

 

4. Επειδή, με την υπ αριθμ. 2179/2011 απόφαση του Β΄ Τμήματος με πενταμελή σύνθεση η υπό κρίση αίτηση απορρίφθηκε κατά το μέρος αυτής, που έβαλε κατά του κεφαλαίου της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αφορά την επιβολή του ειδικού φόρου καταναλώσεως, παραπέμφθηκε δε λόγω σπουδαιότητος στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος κατά το μέρος, που έβαλε κατά του κεφαλαίου της προσβαλλομένης, με το οποίο αυτή επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο τόκους από της ασκήσεως της προσφυγής. Στη συνέχεια, η υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου με την υπ αριθμ. 1207/2012 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Β΄ Τμήματος κατ άρθρο 100 παρ 5 του Συντάγματος και 14 παρ. 2 περ.α του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α΄8) προς επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 3 του ν. 2120/1993, ως προς τον υπ αυτής καθοριζόμενο χρόνο ενάρξεως της τοκοφορίας επί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, δασμών και προστίμων.

 

 

5. Επειδή το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 4 παρ. 5 ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», στο δε άρθρο 17 ότι «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Εξ άλλου, το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έχει κυρωθεί με το ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256), ορίζει ότι «Παv φυσικόv ή voμικόv πρόσωπov δικαιoύται σεβασμoύ της περιoυσίας τoυ. Ουδείς δύvαται στερηθή της ιδιoκτησίας αυτoύ ειμή δια λόγoυς δημoσίας ωφελείας και υπό τoυς πρoβλεπoμέvoυ, υπό τoυ vόμoυ και τωv γεvικώv αρχώv τoυ διεθvoύς δικαίoυ όρoυς. Αι πρoαvαφερόμεvαι διατάξεις δεv θίγoυσι τo δικαίωμα παvτός Κράτoυς όπως θέση εv ισχύϊ Νόμoυς oύς ήθελε κρίvει αvαγκαίov πρoς ρύθμισιv της χρήσεως αγαθώv συμφώvως πρoς τo δημόσιov συμφέρov ή πρoς εξασφάλισιv της καταβoλής φόρωv ή άλλωv εισφoρώv ή πρoστίμωv».

 

 

6.  Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 21 του κ.δ. «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» της 26.6/10.7.1944 (ΦΕΚ Α΄139), ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλήν εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής ». Η ως άνω διάταξη διατηρήθηκε  σε ισχύ  με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, ΦΕΚ Α΄164), στο οποίο προβλέπονται τα εξής: «Με διάταγμα, ύστερα από πρόταση των υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, ορίζεται κάθε φορά το ποσοστό του νόμιμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας. Με όμοιο διάταγμα μπορεί να ορίζεται το ανώτατο κάθε φορά ποσοστό τόκου που οφείλεται από δικαιοπραξία. Προκειμένου για οφειλή από δικαιοπραξία, ο συμφωνημένος με αυτή θεμιτός τόκος ισχύει και για την υπερημερία που επήλθε, αν είναι ανώτερος από τον τόκο υπερημερίας. Εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές διατάξεις που κανονίζουν διαφορετικά το ποσοστό ή την έναρξη του τόκου ως προς τις οφειλές ή τις απαιτήσεις του δημοσίου, των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου».   

 

      

7. Επειδή, τέλος, στην παράγραφο 2 του άρθρου 38 του ν. 1473/1984 (ΦΕΚ Α΄127), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993 (ΦΕΚ Α΄ 24), ορίζονται τα εξής: «Κάθε άμεσος ή έμμεσος φόρος ή δασμός, κύριος ή πρόσθετος, ή πρόστιμο, που έχει καταβληθεί, κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου οιουδήποτε βαθμού, συμψηφίζεται ή επιστρέφεται εντόκως με το επιτόκιο που ισχύει, για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας. Το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου, από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου. Το ίδιο ισχύει και για τον επιστρεπτέο φόρο που προκύπτει από τη δήλωση του φορολογούμενου. Στην περίπτωση αυτήν η εξάμηνη προθεσμία για το έντοκο επιστροφής του φόρου αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επομένου της υποβολής της δήλωσης του φορολογούμενου. Επιφυλασσομένων των κατά περίπτωση κειμένων διατάξεων για την επιβολή πρόσθετων φόρων, το οφειλόμενο ποσό με βάση απόφαση ανώτερου δικαστηρίου ή λόγω διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς προσαυξάνεται με επιτόκιο των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, που ισχύει κατά το χρόνο της νέας βεβαιώσεως για το χρονικό διάστημα από της ανωτέρω επιστροφής μέχρι της νέας αυτής βεβαιώσεως. Τα αυτά ισχύουν σε περίπτωση επιστροφής φόρου βάσει δηλώσεως, η οποία ελέγχεται ανακριβής ».

8. Επειδή, με τις  διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, προβλέπεται η επιστροφή εντόκως,  και, συγκεκριμένα, με το επιτόκιο που ισχύει για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας,  φόρων, δασμών  και συναφών προστίμων, που, σύμφωνα με οριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως. Στην περίπτωση αυτή η τοκοφορία αρχίζει  μετά την πάροδο του οριζομένου στις ανωτέρω διατάξεις εξαμήνου από την πρώτη  του μήνα του επομένου από την κοινοποίηση στην φορολογική αρχή  της δικαστικής αποφάσεως και εφ όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες στις ως άνω διατάξεις προϋποθέσεις.

 

 

9. Επειδή, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 38 παρ.2 του ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, κατά το μέρος που ορίζουν ότι, επί επιστροφής φόρων, δασμών κλπ.,  που κατεβλήθησαν αχρεωστήτως  κατά τα κριθέντα με οριστική  δικαστική απόφαση, η τοκοφορία  αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στην φορολογική αρχή  της δικαστικής αποφάσεως, έχουν ως συνέπεια την μη προσήκουσα αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του  αχρεωστήτως καταβαλόντος τον φόρο, η οποία προκλήθηκε από την διαγνωσθείσα ως εξαρχής αχρεώστητη καταβολή του φόρου. Τούτο δε διότι η υποχρέωση καταβολής τόκων, που εξ ορισμού έχουν ως σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας από στέρηση περιουσιακών στοιχείων, περιορίζεται  στο χρονικό διάστημα μετά την πάροδο εξαμήνου από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποιήσεως στην φορολογική αρχή της αποφάσεως του αρμοδίου δικαστηρίου. Η ρύθμιση αυτή, που αφήνει ακάλυπτο  μακρό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο φορολογούμενος υφίσταται μη νομίμως περιουσιακή ζημία και του οποίου χρονικού διαστήματος η διάρκεια εξαρτάται από γεγονότα που ευρίσκονται εκτός του πεδίου επιρροής του, όπως είναι κυρίως ο χρόνος συζητήσεως της υποθέσεως και της δημοσιεύσεως και κοινοποιήσεως της αποφάσεως, είναι ασύμβατη  τόσο με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος περί ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών, όσο και με τα άρθρα 17 παρ.1 του Συντάγματος  και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας και, κατ ακολουθίαν, ανίσχυρη (πρβλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 9.3.2006, ΕΚΟ ΕΛΔΑ ΑΒΕΕ κατά Ελλάδος,  αριθμ.10162/02 και της 22.3.2008, Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, αριθμ. 33977/06, καθώς και αποφάσεις ΕΔΔΑ της 6.11.2008, Κοκκίνης κατά Ελλάδος, αριθμ. 45769/06,  της 4.12.2008, σκ.34,   Ρεβελιώτης κατά Ελλάδος, αριθμ. 48775/06, σκ.32-33 και Κωσταδήμας κλπ. κατά Ελλάδος, αριθμ. 20299/09 και 27307/09, σκ.29). Μειοψήφησαν  ο Αντιπρόεδρος Αθ. Ράντος και οι Σύμβουλοι  Δ. Μαρινάκης, Α.-Γ. Βώρος, Δ. Κυριλλόπουλος, Ε. Κουσιουρής, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος και Μ. Πικραμένος, οι οποίοι διετύπωσαν την  γνώμη ότι η επίμαχη ρύθμιση είναι  σύμφωνη με το Σύνταγμα, κατά το μέρος που προβλέπει ως αφετηρία ενάρξεως της υποχρεώσεως έντοκης επιστροφής από το Δημόσιο των αχρεωστήτως καταβληθέντων σ αυτό φόρων  τον χρόνο κοινοποιήσεως της δικαστικής αποφάσεως που για πρώτη φορά διαγιγνώσκει το αχρεώστητο της καταβολής, δεδομένου ότι, αφ ενός μεν, μέχρι την δικαστική διάγνωση του ζητήματος, ο φόρος δεν είχε καταβληθεί  αχρεωστήτως, αλλά δυνάμει του νομίμου τίτλου της δηλώσεως ή βεβαιώσεώς του,  αφ ετέρου δε η εν λόγω ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά στοιχεί προς τον γενικό κανόνα του φορολογικού δικαίου, κατά τον οποίο η πρωτόδικη δικαστική απόφαση είναι νόμιμος τίτλος βεβαιώσεως, άρα και επιστροφής, φόρου. ʼλλωστε, η τυχόν καθυστέρηση εκδόσεως της οικείας δικαστικής αποφάσεως δεν λειτουργεί μονομερώς κατά των ιδιωτών αλλά, εξ ίσου, ίσως και περισσότερο,  υπέρ τους, αφού, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας αργεί η υποχρέωση εκπληρώσεως της αντίστοιχης φορολογικής υποχρεώσεώς τους. Η αυτή, όμως, διάταξη είναι, κατά την αυτή γνώμη, αντισυνταγματική, κατά το μέρος που προβλέπει την μετά εξάμηνο έναρξη της σχετικής υποχρεώσεως του Δημοσίου, διότι  η αυτή ρύθμιση δεν προβλέπεται και για τους ιδιώτες οφειλέτες του Δημοσίου από φόρους, ενώ η διαφορετική, ατελής εν προκειμένω, οργάνωση των οικείων δημοσίων υπηρεσιών δεν είναι κριτήριο νόμιμο  ούτε πρόσφορο για την διαφοροποίηση αυτή. Επίσης μειοψήφησε ο Σύμβουλος Φ. Ντζίμας, κατά την γνώμη του οποίου η επίμαχη ρύθμιση είναι καθ όλα συνταγματική.

 

 

10. Επειδή, εν όψει της αντισυνταγματικότητας των ρυθμίσεων του άρθρου 38 παρ.2 του ν. 1473/1984, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993, κατά το μέρος που αφορούν τον χρόνο ενάρξεως της τοκοφορίας, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, έχει εφαρμογή ως προς το θέμα αυτό η προγενέστερη διάταξη του άρθρου  21 του κ.δ.   της 26.6/10.7.1944, η οποία έχει εφαρμογή και σε περίπτωση οφειλής που απορρέει από σχέση δημοσίου δικαίου,  όπως η φορολογική. Εξ άλλου, κατά την έννοια της τελευταίας  αυτής  διατάξεως, τόκοι οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται το αίτημα για επιστροφή φόρου κλπ. που έχει καταβληθεί αχρεωστήτως.

 

 

11. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, διέταξε την επιστροφή στον ήδη αναιρεσίβλητο των αχρεωστήτως, κατά τα  υπ αυτού κριθέντα, καταβληθέντων ποσών (ειδικού φόρου καταναλώσεως και εφάπαξ προσθέτου ειδικού τέλους) εντόκως, κατ άρθρο 38 παρ.2 του ν. 1473/1984,  από της ασκήσεως της προσφυγής, κατ αποδοχήν σχετικού αιτήματος που είχε υποβάλει ο αναιρεσίβλητος με την προσφυγή και την έφεσή του. Εν όψει όσων έγιναν ανωτέρω δεκτά, ορθά το δικάσαν δικαστήριο όρισε ως χρόνο ενάρξεως της τοκοφορίας τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής του αναιρεσιβλήτου,  οι δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 

12. Επειδή, μετά ταύτα και μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

 

 

Δ ι ά    τ α ύ τ α

 

 

Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.

 

Επιβάλλει στο Δημόσιο την δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου που ανέρχεται  στο ποσό των χιλίων τριακοσίων ογδόντα (1380) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2013

 

          Ο Πρόεδρος                                  Η Γραμματέας

 

 

        Κ. Μενουδάκος                             Μ. Παπασαράντη          

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 12ης Ιουνίου 2014.

 

            Ο Πρόεδρος      Η Γραμματέας

 

 

            Σωτ. Αλ. Ρίζος   Μ. Παπασαράντη