ΣτΕ 1869/2016

 

Αυθαίρετες κατασκευές - Προϋποθέσεις χαρακτηρισμού αυθαιρέτων και επιβολής προστίμων - Έλεγχος νομιμότητας πράξεων Ο.Τ.Α. - Εκτέλεση κατασκευής χωρίς οικοδομική άδεια ή καθʼ υπέρβαση εκδοθείσας οικοδομικής άδειας - Εφαρμοστέες διατάξεις υπολογισμού προστίμων -.

 

 Για τον χαρακτηρισμό κατασκευής ως αυθαίρετης και κατεδαφιστέας και την επιβολή των κατά νόμο προστίμων με έκθεση αυτοψίας εκδιδομένη κατά τις διατάξεις του π.δ. 267/1998 αρκεί η διαπίστωση ότι η κατασκευή εκτελέστηκε χωρίς να έχει προηγουμένως εκδοθεί οικοδομική άδεια ή καθʼ υπέρβαση εκδοθείσας άδειας ή με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση ότι πρόκειται για κατασκευή, με την οποία παραβιάζονται πολεοδομικές διατάξεις. Ειδικότερα, στην περίπτωση κατά την οποία συντρέχει μία από τις ανωτέρω προϋποθέσεις αλλά δεν παραβιάζονται οι ισχύοντες όροι δομήσεως ή περιορισμοί χρήσεως ούτε άλλη ουσιαστική πολεοδομική διάταξη, δεν απαιτείται κατά την ήδη ισχύουσα ρύθμιση, ως τύπος απαιτούμενος για την έκδοση της εκθέσεως αυτοψίας, να ειδοποιείται ο ενδιαφερόμενος να μεριμνήσει για την έκδοση της οικείας οικοδομικής αδείας ή την αναθεώρηση τυχόν υφισταμένης αδείας. Η έκθεση αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη πραγματοπαγούς, μάλιστα, χαρακτήρα, η οποία αναφέρεται αποκλειστικώς και μόνον στην αυθαίρετη κατασκευή και όχι στον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή της. Η έκθεση αυτή πρέπει να είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, η δε περιεχόμενη σε αυτήν αιτιολογία θεωρείται ότι υιοθετείται και από την Επιτροπή Κρίσεως Αυθαιρέτων στην περίπτωση που η τελευταία απορρίπτει μονολεκτικώς ή χωρίς την επίκληση ειδικότερης αιτιολογίας την κατʼ αυτής ασκηθείσα ένσταση. Στις περιπτώσεις, εξάλλου, αυτές, δεν απαιτείται η παράθεση ιδιαίτερης αιτιολογίας, εφόσον, βεβαίως, με την ένσταση δεν προβάλλονται ουσιώδεις ισχυρισμοί, οι οποίοι χρήζουν ειδικής αντιμετωπίσεως. Τέλος, όπως έχει κριθεί, η ως άνω ένσταση συνιστά ενδικοφανή προσφυγή και ως εκ τούτου ο ενιστάμενος οφείλει να προβάλλει όλους τους σχετικούς ισχυρισμούς τους ενώπιον της ανωτέρω επιτροπής, δεν δύναται δε να προβάλλει το πρώτον με την αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του δικαστηρίου λόγους σχετιζόμενους με πραγματικό και μη προβαλλόμενους κατά το στάδιο της ενδικοφανούς διαδικασίας. Περαιτέρω, η αυθαίρετη κατασκευή που ολοκληρώθηκε μέχρι 31.12.2003 και η ύπαρξή της διαπιστώθηκε μετά την έναρξη ισχύος της Κ.Υ.Α. 9732/2004 (5.3.2004), υπάγεται, όσον αφορά την επιβολή προστίμων ανέγερσης και διατήρησης, στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του π.δ. 267/1998. Αντιθέτως, αν η αυθαίρετη κατασκευή ολοκληρώθηκε μετά την 31.12.2003 και η ύπαρξή της διαπιστώθηκε μετά την έναρξη ισχύος της Κ.Υ.Α. 9732/2004 υπάγεται, όσον αφορά την επιβολή προστίμων ανέγερσης και διατήρησης στις διατάξεις της ως άνω Κ.Υ.Α.

 

 

Αριθμός 1869/2016

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Εʼ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Δεκεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Ν. Ρόζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Μ. Γκορτζολίδου, Χρ. Ντουχάνης, Σύμβουλοι, Μ. Τριπολιτσιώτη, Χρ. Παπανικολάου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μπιρμπίλη.

 

Για να δικάσει την από 2 Ιουνίου 2014 έφεση:

 

της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΤΤΙΚΟΣ ΗΛΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ - ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ - ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «ΑΤΤΙΚΟΣ ΗΛΙΟΣ ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα (……… …), η οποία παρέστη με την δικηγόρο Γλυκερία Σιούτη (Α. Μ. ……), που την διόρισε με πληρεξούσιο,

 

κατά του Δήμου Μαρκοπούλου Μεσογαίας Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (Α.Μ. ……), που τον διόρισε με απόφαση η Οικονομική του Επιτροπή,

 

και κατά της υπ' αριθμ. 1148/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Χρ. Παπανικολάου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της εκκαλούσας εταιρείας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση και τον πληρεξούσιο του εφεσιβλήτου Δήμου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης εφέσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (3861907 και 11343077/2014 ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς Α΄).

 

 

2. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 1148/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της ήδη εκκαλούσας εταιρείας κατά της 10Α/23.3.2011 απόφασης της Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων Αυθαιρέτων της Διεύθυνσης Χωροταξίας - Πολεοδομίας Νότιου Τομέα (Τμήμα Πολεοδομίας Μαρκοπούλου Μεσογαίας) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής, με την οποία απορρίφθηκε η από 12.11.2010 (αρ. πρωτ. 14318) ένσταση της εκκαλούσας κατά της από 22.9.2010 έκθεσης αυτοψίας υπαλλήλων του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της ως πάνω Διεύθυνσης. Με την τελευταία αυτή έκθεση είχαν χαρακτηριστεί ως αυθαίρετες και κατεδαφιστέες οι αναφερόμενες σ αυτήν κατασκευές στο ξενοδοχειακό συγκρότημα «GRAND RESORT» στο 40° χλμ της Παραλιακής Λεωφόρου Αθηνών - Σουνίου, με φερόμενο ιδιοκτήτη την «Εταιρία Τουριστικής Ανάπτυξης Α.Ε.» (Α.Ε. Ε.Τ.Α.) και ανάδοχο την εκκαλούσα, και είχαν επιβληθεί σε βάρος αυτής πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης τα οποία υπολογίστηκαν σε 601.658 και 300.829 ευρώ αντίστοιχα.

 

 

3. Επειδή, μετά την τροποποίηση του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 283 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87/7.6.2010) με το άρθρο 6 παρ. 13 του ν. 4071/2012 (Α΄ 85/11.4.2012), οι εκκρεμείς δίκες των πρώην Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο πράξεων ή παραλείψεων οργάνων τους, οι οποίες είχαν εκδοθεί ή συντελεστεί πριν από την ισχύ του ν. 3852/2010, κατ εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με την έκδοση οικοδομικών αδειών, τον προέλεγχο αυτών, τον έλεγχο των σχετικών μελετών, καθώς και τον έλεγχο και την επιβολή προστίμων για τις αυθαίρετες κατασκευές σύμφωνα με το π.δ. 267/1998, συνεχίζονται μετά την 11.4.2012 αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση από τους δήμους, οι οποίοι ασκούν τις εν λόγω αρμοδιότητες (πρβλ. ΣτΕ 3757/2014, 865/2014, 4936/2013, 1164/2013).

 

 

4. Επειδή, η παρούσα δίκη, η οποία έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας πράξεων που εκδόθηκαν από όργανα της Ν.Α. Ανατολικής Αττικής πριν από το ν. 3852/2010, κατ εφαρμογή του π.δ. 267/1998 περί ελέγχου των αυθαιρέτων κατασκευών, συνεχίζεται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση από τον Δήμο Μαρκοπούλου, μέσα στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται οι φερόμενες ως αυθαίρετες κατασκευές της εκκαλούσας. Κατόπιν τούτων, νομίμως παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο Δήμος Μαρκοπούλου.

 

 

5. Επειδή, στο άρθρο 58 παρ. 1 (εδάφιο δεύτερο) του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) ορίζεται ότι «Η έφεση επιτρέπεται, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου».

 

 

6. Επειδή, στις διατάξεις του άρθρου 22 (παρ. 1 και 3) του ν. 1577/1985 «Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός» (Α΄ 210) (ΓΟΚ/1985), το περιεχόμενο των οποίων αποδίδεται στα άρθρα 329 παρ. 1 και 381 παρ.1 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν.), που κυρώθηκε με το από 14.7/27.7.1999 π.δ. (Δ΄ 580), και όπως, περαιτέρω, τα τέσσερα τελευταία εδάφια της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 22 του ΓΟΚ/1985 αντικαταστάθηκαν από την παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 2831/2000 (Α 140), ορίζονται τα εξής: «1. Για την εκτέλεση οποιοσδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. 2...3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παρ.1 ή β) καθ υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές για τα αυθαίρετα διατάξεις του ν. 1337/1983 όπως ισχύουν. Αυθαίρετη κατά το προηγούμενο εδάφιο κατασκευή, η οποία όμως δεν παραβιάζει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ή αυτές που ίσχυαν κατά τον χρόνο κατασκευής της είναι δυνατόν να νομιμοποιηθεί ύστερα από έκδοση ή αναθεώρηση οικοδομικής άδειας. Μετά την έκδοση ή αναθεώρηση της παραπάνω οικοδομικής άδειας η κατασκευή παύει να είναι κατεδαφιστέα και επιβάλλονται μόνο τα πρόστιμα που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 17 του ν.1337/1983, όπως ισχύει. Το πρόστιμο διατήρησης επιβάλλεται για το διάστημα από τότε που κατά την κρίση της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας άρχισε η ανέγερση της κατασκευής έως την έκδοση της οικοδομικής αδείας. Δεν επιβάλλονται τα παραπάνω πρόστιμα σε περίπτωση αναθεώρησης οικοδομικής αδείας, που βρίσκεται σε ισχύ, εφόσον τηρείται το περίγραμμα της, ο συντελεστής δόμησης και ο συντελεστής όγκου. Στην περίπτωση αυτή, η αναθεώρηση πρέπει να εκδοθεί εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη σχετική έγγραφη ειδοποίηση της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας ή από την υποβολή σχετικών δικαιολογητικών από τον υπόχρεο. 4. Κάθε αλλαγή της χρήσης κτιρίου ή τμήματός του κατά παράβαση του άρθρ. 5 είναι αυθαίρετη. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 1337/1983, όπως ισχύει, μόνο ως προς την επιβολή του προστίμου. Αν για την αλλαγή της χρήσης έχουν εκτελεστεί δομικές κατασκευές, εκτός από την επιβολή προστίμου διατάσσεται και η κατεδάφισή τους». Με τις διατάξεις, εξάλλου, των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983 «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις» (Αʼ 33) (όπως ίσχυαν προ της αντικαταστάσεως της πρώτης εξ αυτών με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3212/2003, Αʼ 308/31.12.2003), παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση, με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, των όρων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας διαπιστώσεως και χαρακτηρισμού αυθαιρέτων, της μεθόδου και της διαδικασία εκτίμησης και αναπροσαρμογής της αξίας του αυθαιρέτου, του ύψος του επιβληθέντος προστίμου, του τρόπου βεβαιώσεώς του και της διαδικασίας εισπράξεώς του. Κατ εξουσιοδότηση των διατάξεων αυτών εκδόθηκε το π.δ. 267/1998 «Διαδικασία χαρακτηρισμού και κατεδάφισης νέων αυθαιρέτων κατασκευών, τρόπος εκτίμησης της αξίας και καθορισμός του ύψους των προστίμων αυτών» (Α΄ 195), με τις διατάξεις του άρθρου 1 του οποίου ορίζεται ότι «1. Η διαπίστωση και ο χαρακτηρισμός αυθαιρέτου με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 5 του παρόντος, γίνεται ύστερα από αυτοψία υπαλλήλου της κατά τόπο αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, που συντάσσει επί τόπου σχετική έκθεση. Η έκθεση αυτή αφορά το αυθαίρετο και μόνο και όχι τον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή του. 2. Στην έκθεση αναφέρεται η θέση του αυθαιρέτου με οδοιπορικό σκαρίφημα, όπου απαιτείται, συνοπτική περιγραφή με σκαρίφημα, οι διαστάσεις του καθώς και οι πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν. Η ίδια έκθεση περιλαμβάνει υπολογισμό της αξίας του αυθαιρέτου και επιβολή των προστίμων της παρ. 2 του άρθρου 17 του Ν. 1337/1983, όπως ισχύει. Περιλαμβάνεται επίσης σημείωση ότι κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία (30) ημερών από την ημερομηνία τοιχοκόλλησης της έκθεσης να υποβάλλει ένσταση ή αίτηση και δήλωση ότι αποδέχεται ανεπιφύλακτα την έκθεση και τις τυχόν διορθώσεις που θα επιφέρει η υπηρεσία στον υπολογισμό του ύψους των προστίμων κατά τις διατάξεις της παρ. 6α του άρθρου 23 του Ν. 2300/1990 στην κατά τόπο αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία. Αναφέρεται επίσης η ημερομηνία αυτοψίας και η ειδοποίηση ότι αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, το αυθαίρετο θα κατεδαφισθεί, τα δε επιβληθέντα πρόστιμα θα καταστούν οριστικά και θα βεβαιωθούν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. φορολογίας εισοδήματος των υπόχρεων, κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 4 του Ν. 1337/1983 όπως ισχύει. 3. Η πιο πάνω έκθεση που υπογράφεται από τον υπάλληλο που διενεργεί την αυτοψία, τοιχοκολλείται την ίδια μέρα στο αυθαίρετο. Για την τοιχοκόλληση συντάσσεται πράξη κάτω από το πρωτότυπο της έκθεσης, σημειώνεται η ημερομηνία και υπογράφεται από τον υπάλληλο που έκανε την αυτοψία και από παριστάμενο τυχόν αστυνομικό όργανο ή δεύτερο υπάλληλο της πολεοδομικής υπηρεσίας. Αντίγραφο της έκθεσης αποστέλλεται με αποδεικτικό αμέσως στον οικείο δήμο ή κοινότητα και την αρμόδια Αστυνομική Αρχή. Η Αστυνομική Αρχή διακόπτει αμέσως χωρίς άλλη ειδοποίηση τις οικοδομικές εργασίες και παρακολουθεί την τήρηση της διακοπής. Ο Δήμος ή κοινότητα υποχρεώνεται να τοιχοκολλήσει την ίδια ημέρα την έκθεση στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα και να τη διατηρήσει για (30) ημέρες. Η μη τοιχοκόλληση από το δήμο ή την κοινότητα της έκθεσης, δεν εμποδίζει τη πρόοδο της περαιτέρω διαδικασίας. Ο δήμος ή η κοινότητα υποχρεώνεται επίσης να ερευνήσει και να ενημερώσει εντός των τριάντα ημερών (30) την πολεοδομική υπηρεσία για την ορθότητα των στοιχείων των αναφερομένων στην έκθεση αυτοψίας υπόχρεων». Με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του π.δ. 267/1998 θεσπίστηκαν κανόνες για την εκτίμηση της συμβατικής αξίας των αυθαιρέτων κτισμάτων και κατασκευών και τον υπολογισμό των προστίμων ανά κατηγορία αυτών, οι διατάξεις, όμως, αυτές καταργήθηκαν με το άρθρο 6 της 9732/27.2.2004 κοινής απόφασης των Υφυπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Οικονομίας και Οικονομικών (Β΄ 468), η οποία εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση της παραγράφου 6 του άρθρου 17 του ν. 1337/1983, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε μετά την έκδοση του π.δ. 267/ 1998 με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3212/2003. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ίδιου π.δ. 267/1998 ορίζεται ότι «1. Κατά της έκθεσης αυτοψίας μπορεί να κάνει ένσταση κάθε ενδιαφερόμενος … 4. Η ένσταση εξετάζεται από τετραμελή επιτροπή … Η επιτροπή μπορεί να αναβάλει μόνο μια φορά τη λήψη της απόφασης, ανακοινώνει δε κατά τη συζήτηση αυτή τη νέα ημερομηνία συζήτησης … Η επιτροπή, αφού εξετάσει τις απόψεις του ενδιαφερομένου, αποφαίνεται οριστικά επί της ένστασης, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία αναγράφεται πάνω στην ένσταση και υπογράφεται από τα μέλη και τον γραμματέα αυτής. Της απόφασης λαμβάνει γνώση ο ενδιαφερόμενος, υπογράφοντας αμέσως. Αν αρνηθεί να υπογράψει ή δεν είναι παρών, γίνεται σχετική ενυπόγραφη σημείωση από τον γραμματέα της επιτροπής. ’λλη ειδοποίηση στον ενδιαφερόμενο δεν απαιτείται. Η απόφαση της επιτροπής είναι οριστική. Αν απορριφθεί η ένσταση το αυθαίρετο κατεδαφίζεται μέσα σε 10 ημέρες από την έκδοση της απόφασης είτε από τον κύριο ή τους συγκυρίους του αυθαιρέτου είτε από την αρμόδια πολεοδομική αρχή, τα δε πρόστιμα όπως τελικά οριστικοποιήθηκαν από την επιτροπή, βεβαιώνονται στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία εισπράττονται ως δημόσιο έσοδο και αποδίδονται εξ ολοκλήρου στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ.). 5….». Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του Γ.Ο.Κ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 3 του ν. 2831/2000, και την αντιπαραβολή της με την προϊσχύουσα ρύθμιση, κατά την έννοια της εν λόγω ήδη ισχύουσας διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 22 του Γ.Ο.Κ. 1985 και των ανωτέρω διατάξεων του π.δ. 267/1998, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με την διάταξη αυτή του Γ.Ο.Κ., για τον χαρακτηρισμό κατασκευής ως αυθαίρετης και κατεδαφιστέας και την επιβολή των κατά νόμο προστίμων με έκθεση αυτοψίας εκδιδομένη κατά τις διατάξεις αυτές αρκεί η διαπίστωση ότι η κατασκευή εκτελέστηκε χωρίς να έχει προηγουμένως εκδοθεί οικοδομική άδεια ή καθʼ υπέρβαση εκδοθείσας άδειας ή με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση (ΣτΕ Ολομ. 3500/2009, 3105/1990), χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση ότι πρόκειται για κατασκευή, με την οποία παραβιάζονται πολεοδομικές διατάξεις. Ειδικότερα, στην περίπτωση κατά την οποία συντρέχει μία από τις ανωτέρω προϋποθέσεις αλλά δεν παραβιάζονται οι ισχύοντες όροι δομήσεως ή περιορισμοί χρήσεως ούτε άλλη ουσιαστική πολεοδομική διάταξη, δεν απαιτείται κατά την ήδη ισχύουσα ρύθμιση, ως τύπος απαιτούμενος για την έκδοση της εκθέσεως αυτοψίας, να ειδοποιείται ο ενδιαφερόμενος να μεριμνήσει για την έκδοση της οικείας οικοδομικής αδείας ή την αναθεώρηση τυχόν υφισταμένης αδείας. Δεν αποκλείεται πάντως, στην περίπτωση αυτή να υποβληθεί, με πρωτοβουλία του ενδιαφερόμενου, αίτηση για την έκδοση ή αναθεώρηση της οικοδομικής αδείας, με σκοπό την νομιμοποίηση της κατασκευής, τόσο πριν την έκδοση εκθέσεως αυτοψίας όσο και μετά την έκδοσή της, εντός του δεκαημέρου που προβλέπεται για την άσκηση ενστάσεως κατά της εκθέσεως αυτοψίας, οπότε η εκτέλεση της εκθέσεως κατά το μέρος που αφορά την κατεδάφιση αναστέλλεται κατά το διάστημα που κατά νόμον απαιτείται για την έκδοση ή αναθεώρηση της αδείας, εφόσον δε εκδοθεί ή αναθεωρηθεί η σχετική άδεια, η έκθεση αυτοψίας δεν δύναται πλέον να εκτελεσθεί κατά το μέρος αυτό. Κατʼ εξαίρεση, έγγραφη ειδοποίηση του ενδιαφερομένου ως προϋπόθεση εκδόσεως εκθέσεως αυτοψίας απαιτείται μόνο για κατασκευές, για τη νομιμοποίηση των οποίων απαιτείται αναθεώρηση ισχύουσας οικοδομικής άδειας, εφʼ όσον έχουν τηρηθεί βάσει της άδειας αυτής τα προβλεπόμενα περιγράμματα και συντελεστές δομήσεως και όγκου (ΣτΕ 1594/2014 7μ.). Κατά την έννοια, εξάλλου, των ίδιων διατάξεων, η, κατά τα ανωτέρω, έκθεση αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη πραγματοπαγούς, μάλιστα, χαρακτήρα, η οποία αναφέρεται αποκλειστικώς και μόνον στην αυθαίρετη κατασκευή και όχι στον εκάστοτε ιδιοκτήτη, νομέα, κάτοχο ή κατασκευαστή της (ΣτΕ 4585/2009 επταμ.). Η έκθεση αυτή πρέπει να είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, η δε περιεχόμενη σε αυτήν αιτιολογία θεωρείται ότι υιοθετείται και από την Επιτροπή Κρίσεως Αυθαιρέτων στην περίπτωση που η τελευταία απορρίπτει μονολεκτικώς ή χωρίς την επίκληση ειδικότερης αιτιολογίας την κατ αυτής ασκηθείσα ένσταση. Στις περιπτώσεις, εξάλλου, αυτές, δεν απαιτείται η παράθεση ιδιαίτερης αιτιολογίας, εφόσον, βεβαίως, με την ένσταση δεν προβάλλονται ουσιώδεις ισχυρισμοί, οι οποίοι χρήζουν ειδικής αντιμετωπίσεως (ΣτΕ 3334/2004). Τέλος, όπως έχει κριθεί, η ως άνω ένσταση συνιστά ενδικοφανή προσφυγή και ως εκ τούτου ο ενιστάμενος οφείλει να προβάλλει όλους τους σχετικούς ισχυρισμούς τους ενώπιον της ανωτέρω επιτροπής, δεν δύναται δε να προβάλλει το πρώτον με την αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του δικαστηρίου λόγους σχετιζόμενους με πραγματικό και μη προβαλλόμενους κατά το στάδιο της ενδικοφανούς διαδικασίας (ΣτΕ 388/2014, 4055/1996).

 

 

7. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 17 του ν. 1337/1983 που έχει ήδη κωδικοποιηθεί με το άρθρο 382 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, ορίζεται ότι, «1. Τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει, που ανεγείρονται, μετά την 31.1.1983 εντός η έκτος εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923 καθώς και όσα δεν εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου αυτού κατεδαφίζονται υποχρεωτικά 2. Εκτός από την κατεδάφιση επιβάλλεται: α) πρόστιμο ανέγερσης αυθαιρέτου, (3) πρόστιμο διατήρησης αυθαιρέτου... 6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται για τα αυθαίρετα που ανεγείρονται μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης ο τρόπος και η διαδικασία εκτίμησης της αξίας του αυθαιρέτου με βάση: α) το εμβαδόν, β) τη χρήση, γ) το είδος της κατασκευής και δ) την τιμή ζώνης των ακινήτων της περιοχής ή άλλη βάση, εφόσον στην περιοχή δεν έχει καθοριστεί τιμή ζώνης. Με την ίδια απόφαση ορίζεται το ύψος των προστίμων, ο τρόπος βεβαίωσής τους από την πολεοδομική υπηρεσία ....» (όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 άρθρο 9 του ν. 3212/2003, Α΄ 308)...». Κατ' εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η 9732/2004 απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων «Καθορισμός των προστίμων, ανέγερσης και διατήρησης των αυθαίρετων κατασκευών» (Β΄ 468), η οποία ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Οι αυθαίρετες κατασκευές, όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με τις παρ.3 και 4 του άρθρου 22 του ΓΌΚ/1985, κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες: α. Πολεοδομικά αυθαίρετο: είναι το κτίριο ή τμήμα αυτού, και κάθε κατασκευή ή εγκατάσταση, που κατασκευάζεται χωρίς οικοδομική άδεια ή κατά παράβαση ή καθ υπέρβαση άδειας και ταυτόχρονα παραβιάζει τους γενικούς και ειδικούς όρους δόμησης της περιοχής. ...», στο άρθρο 2 ότι: «1. Ο υπολογισμός της συμβατικής αξίας των αυθαιρέτων κτισμάτων, κατασκευών ή εγκαταστάσεων... γίνεται με βάση την επιφάνεια του αυθαιρέτου επί την τιμή ζώνης που ισχύει σε κάθε περιοχή, σύμφωνα με το αντικειμενικό σύστημα του Υπουργείου Οικονομικών, ως εξής: α. για επιφάνειες κύριας χρήσης ο υπολογισμός της συμβατικής αξίας γίνεται με βάση το σύνολο της επιφάνειας του αυθαιρέτου, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η επιφάνεια κλιμακοστασίων, δρόμων και εισόδων, β. για επιφάνειες βοηθητικών χώρων και Κατασκευών, όπως υπογείων, κλειστών χώρων στάθμευσης, ελεύθερων χώρων PILOTIS, ημιϋπαίθριων χώρων ο υπολογισμός της συμβατικής αξίας γίνεται με βάση το ένα τρίτο της επιφάνειας του αυθαιρέτου, γ. για την αυθαίρετη αλλαγή χρήσης χώρων κύριας ή βοηθητικής χρήσης ο υπολογισμός της συμβατικής αξίας γίνεται με βάση το ένα πέμπτο της επιφάνειας του αυθαιρέτου. 2. Σε περίπτωση που δεν έχει καθορισθεί τιμή ζώνης για την περιοχή του αυθαιρέτου, ο υπολογισμός της συμβατικής αξίας γίνεται με βάση την επιφάνεια του αυθαιρέτου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ως άνω περιπτώσεις α, β, γ της παρ. 1, επί την ελάχιστη τιμή ζώνης που ισχύει στο νομό που βρίσκεται το αυθαίρετο, εκτός αν πρόκειται για αυθαίρετο μεγάλης περιβαλλοντικής επιβάρυνσης σύμφωνα με το άρθρου 3 παρ 1γ, οπότε ο υπολογισμός της συμβατικής αξίας γίνεται με βάση την επιφάνεια του αυθαιρέτου, σύμφωνα με τις ως άνω περιπτώσεις α, β, γ της παρ. 1, επί τη μεγαλύτερη τιμή ζώνης που ισχύει στο νομό που βρίσκεται το αυθαίρετο...» και στο άρθρο 3 ότι «1. Το ύψος του προστίμου ανέγερσης αυθαιρέτου υπολογίζεται με βάση την συμβατική αξία του, όπως προσδιορίζεται κατά περίπτωση στο άρθρο 4, και ανάλογα με το χαρακτηρισμό του κατά κατηγορία αυθαιρέτου, σύμφωνα με το άρθρο 3, ως εξής: α. για το πολεοδομικά αυθαίρετο, ίσο με την συμβατική αξία του αυθαιρέτου, β. για τις μικρές πολεοδομικές παραβάσεις, και τα δομικά ή κτιριολογικά αυθαίρετα, ίσο με το ένα πέμπτο της συμβατικής αξίας του αυθαιρέτου… γ…». Τέλος στο άρθρο 5 της ανωτέρω Κ.Υ.Α, το οποίο φέρει τον τίτλο μεταβατικές διατάξεις, ορίζεται ότι: «1… 2. Για τα αυθαίρετα που διαπιστώνονται οποτεδήποτε μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας Απόφασης, ο υπολογισμός των προστίμων ανέγερσης και διατήρησης γίνεται σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του π.δ. 267/1998 (ΦΕΚ 195/Α) εφόσον: α. α. έχουν ανεγερθεί πριν την 31.12.2003, ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 3212/2003. β. έχουν ανεγερθεί πριν την 31.8.1983 και δεν έχουν δηλωθεί με βάση τις διατάξεις των Α.Ν. 410/68, των άρθρων 119 και επόμενα του ΝΔ 8/73, ν. 720/77, Ν. 1337/83, Ν. 1849/89 και Ν. 1512/85 γ. …». Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της ανωτέρω διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 5 της Κ.Υ.Α. 9732/2004, η αυθαίρετη κατασκευή που ολοκληρώθηκε μέχρι 31.12.2003 και η ύπαρξή της διαπιστώθηκε μετά την έναρξη ισχύος της ανωτέρω Κ.Υ.Α. 9732/2004 (5.3.2004), υπάγεται, όσον αφορά την επιβολή προστίμων ανέγερσης και διατήρησης, στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του π.δ. 267/1998. Αντιθέτως, αν η αυθαίρετη κατασκευή ολοκληρώθηκε μετά την 31.12.2003 και η ύπαρξή της διαπιστώθηκε μετά την έναρξη ισχύος της Κ.Υ.Α. 9732/2004 υπάγεται, όσον αφορά την επιβολή προστίμων ανέγερσης και διατήρησης στις διατάξεις της ως άνω Κ.Υ.Α. 9732/2004 (ΣτΕ 1675/2015).

 

 

8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την εκκαλουμένη και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία είναι μισθώτρια έκτασης στην περιοχή Λαγονήσι Αττικής, δυνάμει μισθωτηρίων συμβολαίων και συμβάσεων με την εταιρεία «Εταιρία Τουριστικής Ανάπτυξης Α.Ε.» (Α.Ε. Ε.Τ.Α.), ως διαδόχου του Εθνικού Οργανισμού Τουρισμού (EOT), στην κυριότητα του οποίου φέρεται ότι είχε περιέλθει η έκταση αυτή. Κατά την αυτοψία που διενεργήθηκε, στις 28 Ιουλίου και 22 Σεπτεμβρίου του 2010 από υπαλλήλους του τμήματος Πολεοδομίας Μαρκοπούλου Μεσογαίας της ως άνω Διευθύνσεως της Ν.Α.Α.Α. στο ξενοδοχειακό συγκρότημα «GRAND RESORT» στο 40° χλμ της Παραλιακής Λεωφόρου Αθηνών - Σουνίου, στην ανωτέρω έκταση περιοχής Λαγονησίου, διαπιστώθηκε η «κατασκευή υπόγειας αποθήκης και υποσταθμού παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος εκτός περιγράμματος ισογείου και αυθαίρετη επέκταση της ράμπας καθόδου καθ υπέρβαση της 1259/2003 οικοδομικής άδειας… Στάδιο εργασιών Αποπερατωμένα». Κατόπιν τούτου, συντάχθηκε η από 22.9.2010 έκθεση αυτοψίας, με την οποία χαρακτηρίστηκαν ως αυθαίρετες και κατεδαφιστέες οι εν λόγω κατασκευές. Με την ίδια έκθεση επιβλήθηκαν πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης, ύψους 601.658 και 300.829 ευρώ αντίστοιχα, κατ εφαρμογή της Κ.Υ.Α. 9732/2004. Η εκκαλούσα υπέβαλε την από 12.11.2010 (αρ. πρωτ. 14318) ένσταση κατά της ως άνω έκθεσης, με την οποία υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι δεν μνημονεύει τις ουσιαστικές πολεοδομικές διατάξεις που φέρονται ότι παραβιάσθηκαν, ότι οι φερόμενες ως αυθαίρετες κατασκευές, υπόγεια αποθήκη και υποσταθμός παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, καλύπτονται στο σύνολό τους με την 1225/2003 οικοδομική άδεια (όπως αναθεωρήθηκε με την 1654/2003 όμοια) και η ράμπα καθόδου από την 739/5.5.2003 οικοδομική άδεια, όπως αναθεωρημένη ισχύει με την 1259/11.7.2003 όμοια, ενώ το εμβαδόν της ράμπας είναι κατά πολύ μικρότερο από όσο αναφέρεται στην έκθεση αυτοψίας. Περαιτέρω, αναφορικά με τη νομιμότητα της επιβολής του ένδικου προστίμου υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα διότι α) η ανέγερση των επίμαχων κατασκευών ανάγεται στα έτη 2000 και 2003, όπως συνάγεται από τις ως άνω οικοδομικές άδειες, συνεπώς εφαρμοστέες για τον υπολογισμό των προστίμων διατάξεις ήταν εκείνες του π.δ. 267/1998 και όχι της Κ.Υ.Α. 9732/2004, β) έχει εκδοθεί βάσει ανεπαρκούς αιτιολογίας και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση της τιμής ζώνης του ακινήτου και κατά πλάνη περί τα πράγματα ως προς τον τρόπο υπολογισμού του επιβληθέντος προστίμου, εφόσον εφήρμοσε την Κ.Υ.Α. 9732/2004 χωρίς να προκύπτει ο χρόνος ανέγερσης των κατασκευών. Η Επιτροπή του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 267/1998 απέρριψε την ως άνω ένσταση με την 10Α/23.3.2011 απόφασή της, με την αιτιολογία ότι «πρόκειται για αυθαίρετες κατασκευές καθ' υπέρβαση της 1259/2003 οικοδομικής άδειας».

 

 

9. Επειδή, η εκκαλούσα προέβαλε με την αίτηση ακυρώσεως ότι η προσβληθείσα απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, καθόσον οι επίμαχες κατασκευές καλύπτονται στο σύνολό τους από την 1225/2003 οικοδομική άδεια (εμφανίζονται στο σχέδιο της άδειας Β003/1.200/25.6. 2003 - κάτοψη 9 οικίσκων, κάτω στάθμη), όπως αναθεωρήθηκε, (η 10345/2003 ανακλητική απόφαση αυτής ανακλήθηκε με την 9872/8.9.2011 απόφαση του Προϊσταμένου της Πολεοδομίας Μαρκοπούλου και συνεπώς η ως άνω άδεια έχει αναβιώσει) και η ράμπα καθόδου από την 739/5.5.2003 οικοδομική άδεια, όπως αναθεωρημένη ισχύει με την 1259/11.7.2003 όμοια, ενώ παρέλειψε να εξετάσει τον προβληθέντα με την ένσταση ισχυρισμό ότι το εμβαδόν της ράμπας είναι κατά πολύ μικρότερο από όσο αναφέρεται στην έκθεση αυτοψίας. Ο ως άνω λόγος απορρίφθηκε ως αβάσιμος, με το σκεπτικό ότι, ναι μεν η 1225/2003 άδεια αναβίωσε μετά την 9872/8.9.2011 απόφαση του Προϊσταμένου της Πολεοδομίας Μαρκοπούλου, η νομιμοποίηση, όμως, που εχώρησε με αυτήν δεν αφορά τις επίμαχες (υπόγεια αποθήκη και υποσταθμό παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος) οικοδομικές εργασίες, οι οποίες κατασκευάσθηκαν εκτός περιγράμματος ισογείου, (και η επέκταση της ράμπας) καθʼ υπέρβαση της 1259/11.7.2003 οικοδομικής άδειας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο σκαρίφημα της από 22.9.2010 έκθεσης αυτοψίας, που αποτελούν το νόμιμο έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε άλλωστε, προκύπτει από τα προσκομιζόμενα ενώπιον της Επιτροπής αποδεικτικά στοιχεία ότι οι εν λόγω κατασκευές καλύπτονται από τις επικαλούμενες οικοδομικές άδειες, ενώ εξάλλου ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει τον προβληθέντα με την ένσταση ισχυρισμό ότι το εμβαδόν της ράμπας είναι κατά πολύ μικρότερο από όσο αναφέρεται στην έκθεση αυτοψίας είναι απορριπτέος ως αόριστος και συνεπώς δεν κλονίζεται η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Σχετικά με τη νομιμότητα επιβολής του καταλογισθέντος προστίμου, προβλήθηκε ότι, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι οι επίμαχες κατασκευές είναι αυθαίρετες, η ανέγερση αυτών ανάγεται στα έτη 2000 (η υπόγεια αποθήκη και ο υποσταθμός παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος) και 2003 (η ράμπα καθόδου), όπως προκύπτει από τις 1225/2003 και 739/5.5.2003 οικοδομικές άδειες και, συνεπώς, εφαρμοστέες για τον υπολογισμό των προστίμων διατάξεις ήταν εκείνες του π.δ. 267/1998 και όχι της Κ.Υ.Α. 9732/2004. Προς τούτο η εκκαλούσα επικαλέσθηκε και προσκόμισε την 1526/22.4.2003 απόφαση του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκοπούλου της Ν.Α. Αν. Αττικής, με την οποία διατάχθηκε η διακοπή των εργασιών που διενεργούνταν στο βόρειο τμήμα του ξενοδοχείου βάσει της 183/4.2.2003 οικοδομικής άδειας, υποστηρίζοντας ότι αφορά ολόκληρη την μισθωθείσα έκταση, αφού η ιδιοκτησία είναι ενιαία, δηλαδή και την επίμαχη, καθώς και την 25304 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών ……… του Αρχιτέκτονα Μηχανικού ……… Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι, ανεξαρτήτως του ότι η ως άνω πράξη διακοπής αναφέρεται σε άλλες από τις επίμαχες οικοδομικές εργασίες, η επίκληση το πρώτον ενώπιον του δικαστηρίου των ως άνω στοιχείων σχετικά με το χρόνο ανεγέρσεως των εν λόγω κατασκευών είναι απαράδεκτη. Η εκκαλούσα προέβαλε ότι η από 22.9.2010 έκθεση αυτοψίας είναι ακυρωτέα «καθώς έχει εκδοθεί βάσει ανεπαρκούς αιτιολογίας και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση της τιμής ζώνης του ακινήτου αλλά και κατά πλάνη περί τα πράγματα ως προς τον τρόπο υπολογισμού του επιβληθέντος προστίμου. Περαιτέρω, με υπόμνημα προέβαλε ότι για τον καθορισμό της συμβατικής αξίας των επίμαχων αυθαιρέτων ορίστηκε ως βάση υπολογισμού τιμή ζώνης 850ευρώ/τ.μ., χωρίς να προκύπτει αν η τιμή αυτή έχει καθορισθεί κατά το αντικειμενικό σύστημα για τη συγκεκριμένη εκτός σχεδίου περιοχή ή, σε αντίθετη περίπτωση, ότι είναι η ελάχιστη προβλεπόμενη για το νομό Αττικής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρο 2 παρ. 2 της με Κ.Υ.Α. 9732/2004. Οι λόγοι αυτοί απορρίφθηκαν προεχόντως ως αορίστως προβαλλόμενοι, ενώ κρίθηκε ότι απαραδέκτως επιχειρήθηκε η εξειδίκευση αυτών με υπόμνημα.

 

 

10. Επειδή, με την έφεση προβάλλεται ότι είναι εσφαλμένη η απόρριψη ως απαράδεκτου του ισχυρισμού της εκκαλούσας ότι τα επιβληθέντα πρόστιμα μη νόμιμα υπολογίστηκαν βάσει της Κ.Υ.Α. 9732/2004 και όχι βάσει του π.δ. 267/1998 ενόψει του χρόνου κατασκευής των επίμαχων κτισμάτων, με την αιτιολογία ότι τα αποδεικτικά του σχετικού ισχυρισμού στοιχεία και, συγκεκριμένα, η 25304 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών ……… του Αρχιτέκτονα Μηχανικού ………, απαραδέκτως προσκομίστηκαν το πρώτον ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς ο εν λόγω αρχιτέκτων αδυνατούσε να παραστεί και να καταθέσει κατά την ενδικοφανή διαδικασία. Η εκκαλούσα προβάλλει, εξάλλου, ότι επί του ζητήματος αυτού, ήτοι του παραδεκτού της επίκλησης το πρώτον στην ακυρωτική δίκη στοιχείων, τα οποία δεν προσκομίστηκαν κατά το στάδιο της ενδικοφανούς προσφυγής, διότι είτε ήταν μεταγενέστερα είτε δεν ήταν δυνατόν να προσκομιστούν μέχρι την εκδίκαση της τελευταίας για λόγους που δεν ανάγονται στη σφαίρα του αιτούντος, δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου.

 

 

11. Επειδή, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη, ο λόγος ακυρώσεως απορρίφθηκε για τους ανωτέρω δικονομικούς και διαδικαστικούς λόγους αλλά και στην ουσία του με την αιτιολογία, αφενός μεν ότι οι κατασκευές ανεγέρθηκαν καθ' υπέρβαση της 1259/11.7.2003 οικοδομικής άδειας, η δε επικαλούμενη από την εκκαλούσα 1225/2003 άδεια νομιμοποίησης δεν περιέλαβε, όπως προέκυψε από τα προσκομισθέντα ενώπιον της Επιτροπής αποδεικτικά στοιχεία (σχεδιάγραμμα Β003/1.200/25.6.2003), τις επίμαχες οικοδομικές εργασίες (υπόγεια αποθήκη και υποσταθμό παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος), αφετέρου δε ότι η 1526/22.4.2003 απόφαση του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκοπούλου της Ν.Α. Αν. Αττικής, με την οποία διατάχθηκε η διακοπή των εργασιών που διενεργούνταν στο βόρειο τμήμα του ξενοδοχείου βάσει της 183/4.2.2003 οικοδομικής άδειας, και η οποία κατά την εκκαλούσα αφορά ολόκληρη την μισθωθείσα έκταση, αναφέρεται σε άλλες από τις επίμαχες οικοδομικές εργασίες Με την ανωτέρω κρίση του το Εφετείο εφήρμοσε τις διατάξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 6 της παρούσας όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο και, ειδικότερα, εξέτασε τη νομιμότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της έκθεσης αυτοψίας και της απόφασης της Επιτροπής Ενστάσεων, προεχόντως, ενόψει των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον αυτής. Η κρίση αυτή δεν έρχεται, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, σε αντίθεση προς τη μνημονευόμενη στη σκέψη 6 της παρούσας νομολογία του Δικαστηρίου. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 

 

12. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι είναι εσφαλμένη η απόρριψη ως αόριστου του ισχυρισμού ότι δεν ήταν νόμιμη η αιτιολογία της προσβληθείσας πράξης ως προς τον καθορισμό της τιμής ζώνης του ακινήτου, καθώς αφενός δεν ήταν αόριστος -αντιθέτως πλήττει ως αόριστη κατά το μέρος αυτό την προσβληθείσα πράξη- παραδεκτά δε εξειδικεύθηκε στο δικόγραφο υπομνήματος. Τούτο δε διότι ο ισχυρισμός αυτός είχε προβληθεί με την ενδικοφανή προσφυγή και αναπτύχθηκε περαιτέρω κατά την ακυρωτική δίκη. Η εκκαλούσα προβάλλει, εξάλλου, ότι επί του ζητήματος αυτού δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου.

 

 

13. Επειδή, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη και από τα στοιχεία του φακέλου, η εκκαλούσα δεν είχε προβάλει με την ένστασή της ενώπιον της Επιτροπής ισχυρισμό περί μη νόμιμου καθορισμού του προστίμου βάσει εσφαλμένης ή ανεπαρκώς αιτιολογημένης επιλογής τιμής ζώνης, κατά παράβαση του άρθρου 2 παρ. 2 της Κ.Υ.Α. 9732/2004, αλλʼ αντιθέτως είχε ισχυριστεί ότι η αιτιολογία της έκθεσης αυτοψίας πάσχει διότι εφήρμοσε ως προς τον τρόπο υπολογισμού του επιβληθέντος προστίμου την Κ.Υ.Α. 9732/2004, χωρίς να προκύπτει ο χρόνος κατασκευής των επίδικων κτισμάτων. Κατόπιν τούτων η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος εφετείου δεν έρχεται, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, σε αντίθεση προς τη νομολογία του Δικαστηρίου περί της προβολής και εξετάσεως ουσιωδών ισχυρισμών ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων και της προβολής ισχυρισμών το πρώτον ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 6 της παρούσας. Ούτε άλλωστε έρχεται σε αντίθεση προς τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την προβολή αυτοτελών ισχυρισμών το πρώτον με υπόμνημα (ΣτΕ 2481/2014, 380/2014 κ.α.). Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 

 

14. Επειδή, προβάλλεται ότι ήταν εσφαλμένη η απόρριψη του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο είχε προβληθεί ότι η προσβληθείσα πράξη δεν έφερε νόμιμη αιτιολογία ως προς το ζήτημα ότι οι επίδικες κατασκευές καλυπτόταν από οικοδομικές άδειες. Ο λόγος αυτός δεν αναφέρεται σε ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που μπορεί να έχει γενικότερη εφαρμογή, αλλά συνάπτεται αποκλειστικά με την αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης και με την ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε το Εφετείο στις ανωτέρω διατάξεις. Συνεπώς, ο λόγος πρέπει να απορριφθεί κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (πρβλ. ΣτΕ 4686/2015).

 

 

Δ ι ά    τ α ύ τ α

 

 

Απορρίπτει την έφεση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου.

 

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τη δικαστική δαπάνη του Δήμου Μαρκόπουλου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2015

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                             Η Γραμματέας

 

Ν. Ρόζος                                                           Π. Μπιρμπίλη

 

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 28 Σεπτεμβρίου 2016.

 

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος                                            Ο Γραμματέας

 

Ιω. Μαντζουράνης                                             Α. Γεωργακόπουλος