ΣτΕ 1257/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Μετατροπή εκ του νόμου συμβάσεων εργασίας σε αορίστου χρόνου - Συνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 11 π.δ. 164/2004 -Προσωρινοί αναπληρωτές καθηγητές -.

 

Η πρόβλεψη του μέτρου της μετατροπής των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του πρ. δ/τος 164/2004, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, δεν αντίκειται στην παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Η εν λόγω συνταγματική διάταξη καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα μέχρι τον χρόνο της θέσπισης των παγίων διατάξεων των άρθρων 5, 6 και 7 του πρ. δ/τος 164/2004 και την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου δυνάμει των διατάξεων αυτών για το μέλλον, ενόψει του ότι, πάντως, με τις πιο πάνω διατάξεις ορίσθηκε ρητά ότι τέτοιες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα είναι πλέον απαγορευμένες και αυτοδικαίως άκυρες και προβλέφθηκε η επιβολή ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων για την αποτροπή σύναψης τέτοιων συμβάσεων. (Αντίθετη μειοψηφία). Ο καθορισμός από τον εθνικό νομοθέτη ενός χρονικού διαστήματος που επιτρέπεται κατ' ανώτατο όριο να μεσολαβεί μεταξύ περισσοτέρων συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ώστε αυτές να μη θεωρούνται διαδοχικές και, συνεπώς, απαγορευμένες, αποτελεί επιλογή ενός κριτηρίου το οποίο είναι, κατ' αρχήν, αντικειμενικό και πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο εξυπηρετεί. Ενόψει αυτών, η επίμαχη μεταβατικής φύσης διάταξη του άρθρου 11, καθ' ο μέρος παραπέμπει στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ίδιου πρ. δ/τος, η οποία περιέχει την πάγια ρύθμιση της κατ' αρχήν απαγόρευσης διαδοχικών συμβάσεων μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, δεν αντίκειται προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου κατά το μέρος που αφορά την κατηγορία των προσωρινών αναπληρωτών καθηγητών.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 1257/2006

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΤΜΗΜΑ Γ'

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 21 Απριλίου 2005, με την εξής σύνθεση : Γ. Σταυρόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ' Τμήματος, Π.Ζ. Φλώρος, Ν. Σακελλαρίου, Α. Γκότσης, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Π. Καρλή, Κ. Πισπιρίγκος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Γ' Τμήματος. Για να δικάσει την από 6 Δεκεμβρίου 2004 αίτηση:

   της Σ.Κ. του Κ., κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, οδός Γ. αρ. ..., η οποία παρέστη με τη δικηγόρο Σοφία Σπηλιωτοπούλου -Κουκούλη (A.M. 1654) που τη διόρισε με πληρεξούσιο,

    κατά των Υπουργών: 1) Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, 2) Οικονομίας και Οικονομικών, 3) Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και 4) Δικαιοσύνης, οι οποίοι παρέστησαν με το Ν. Δασκαλαντωνάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

   Στη δίκη παρέστη ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με τον Θ. Ψυχογιό, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθεί εν μέρει το υπ' αριθμ. 164/2004 Π.Δ/γμα των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α' 134/19.7.2004. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Γ. Τσιμέκα.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια της αιτούσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της.     Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

   1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου 1531050 και 2078907/2004).

   2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία ασκείται κατά χωρισμό δικογράφου αρχικής αιτήσεως ακυρώσεως (υπ' αριθμ. καταθέσεως 8879/2004), όπως συμπληρώθηκε με το από 5-4-2005 δικόγραφο προσθέτων λόγων, η αιτούσα, η οποία έχει εργασθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως προσωρινή αναπληρώτρια καθηγήτρια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ζητεί την εν μέρει ακύρωση του πρ. δ/τος 164/2004 (Α' 134/19-7-2004), με το οποίο επιχειρήθηκε η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, καθόσον αφορά τους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα, προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την εν λόγω Οδηγία επιδιώχθηκε η «υλοποίηση της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου», η οποία συνήφθη στις 18-3-1999 μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP) και επέβαλε την καθιέρωση ενός ρυθμιστικού πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Ζητείται, ειδικότερα, η ακύρωση των μεταβατικών διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 11 του εν λόγω πρ. δ/τος 164/2004, με τις οποίες επελέγη ως κατάλληλο μέτρο για τη συμμόρφωση στην Οδηγία, λόγω της εκπρόθεσμης μεταφοράς της στην ελληνική έννομη τάξη, η δυνατότητα μετατροπής διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος αυτού του διατάγματος σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, κατά το μέρος που με τις διατάξεις αυτές για την εν λόγω μετατροπή απαιτείται, μεταξύ άλλων, να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:α) να πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις οι οποίες ήταν ενεργές κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του προσβαλλόμενου πρ.δ/τος και μεταξύ των διαδοχικών αυτών συμβάσεων να μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών (3) μηνών).  Η ακύρωση ζητείται επίσης, και κατά το μέρος που με τις διατάξεις του άρθρου 11 καταργείται, όπως υποστηρίζει η αιτούσα, σιωπηρώς, τεκμήριο που είχε θεσπισθεί υπέρ αυτής με προηγούμενη διάταξη (άρθρο 5 παρ. 3 του πρ.δ/τος 81/2003, Α77), σύμφωνα με την οποία, υπό ορισμένες χρονικής διάρκειας προϋποθέσεις, οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου τεκμαίρεται ότι εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες με συνέπεια τη μετατροπή τους σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.

   Επειδή, το πρ./γμα 164/2004, που περιέχει τις ρυθμίσεις που προσβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 19-7-2004. Η υπό κρίση αίτηση ασκείται κατά χωρισμό δικογράφου αρχικής αιτήσεως ακυρώσεως, όπως ήδη αναφέρθηκε, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15-11-2004. Εφόσον, όμως, η προβλεπόμενη για το Δημόσιο αναστολή προθεσμιών ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1/7 έως 15/9) ισχύει και για τους ιδιώτες διαδίκους (ΣτΕ 2807-8/2002 Ολομ.), η αρχική αυτή αίτηση ακυρώσεως ασκήθηκε εμπροθέσμως την 61Η ημέρα από τις 16-9-2004 (οπότε άρχισε να τρέχει η σχετική προθεσμία), δοθέντος ότι η 60Η ημέρα (14-11-2004) ήταν Κυριακή. Συνεπώς και η κατά χωρισμό του αρχικού δικογράφου ασκηθείσα υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως είναι εμπρόθεσμη..

   4. Επειδή, η αιτούσα έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, εφόσον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που προσκόμισε, είναι εκπαιδευτικός της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που έχει συνάψει περισσότερες (διαδοχικές) συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο ως προσωρινή αναπληρώτρια καθηγήτρια και προβάλλει ότι θίγεται από τις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 11 του πρ.δ/τος 164/2004, καθ' ο μέρος με αυτές θεσπίζονται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, οι οποίες, κατά τα προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, αντίκεινται ευθέως προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και έχουν ως αποτέλεσμα να αποκλείεται η δυνατότητα μετατροπής και των δικών της συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (πρβλ. ΣτΕ 751/2002).

   5. Επειδή, απαραδέκτως παρέστη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος δεν είναι κύριος διάδικος δεδομένου ότι δεν προσβάλλεται πράξη εκδοθείσα από τον ίδιο ή από αρχή υποκείμενη σ' αυτόν, ούτε προσβάλλεται πράξη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου εποπτευόμενου από αυτόν, ώστε να θεωρηθεί η παράστασή του στο ακροατήριο ως παρέμβαση, κατά το άρθρο 21 παρ. 2 εδάφ. Β' του πρ.δ/τος 18/1989.

   Πρέπει, επομένως, για το λόγο αυτό, ο εν λόγω Υπουργός να αποβληθεί από τη δίκη (προβλ. ΣτΕ 2668/2001 επτ., 3782/2003 επτ.)

   6. Επειδή σύμφωνα με τα εκτεθέντα (σκέψεις 2 και 4), με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα επιδιώκει, κατ' ουσίαν, να εφαρμοσθεί και στην περίπτωση της η ρύθμιση της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου που προβλέπεται στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του πρ.δ/τος 164/2004, η επέκταση της οποίας και στις δικές της συμβάσεις δεν είναι δυνατή λόγω του ότι δεν πληροί τις εκτεθείσες προϋποθέσεις που θεσπίζουν οι προσβαλλόμενες από αυτήν διατάξεις του εν λόγω διατάγματος (να πρόκειται δηλαδή για διαδοχικές συμβάσεις οι οποίες ήταν ενεργές κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του προσβαλλόμενου πρ.δ/τος και μεταξύ των διαδοχικών αυτών συμβάσεων  να μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών (3) μηνών). Επομένως ενόψει τούτων, πρέπει να εξετασθεί πρωτίστως το ζήτημα της συμφωνίας των διατάξεων  αυτών προς το Σύνταγμα, και, ειδικότερα της τυχόν αντίθεσής τους προς την παράγραφο 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία, προστεθείσα κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, απαγορεύει την από το  νόμο μετατροπή των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου του προσωπικού του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου

   7. Επειδή, όπως ήδη εκτέθηκε (σκέψη 2), στις 18.3.1999 συνήφθη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα που λειτουργούν σε κοινοτικό επίπεδο ως εκπρόσωποι των «κοινωνικών εταίρων» (εργαζομένων και εργοδοτών), ήτοι της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (CES, στην οποία μετέχει η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος), της Ενώσεως των Συνομοσπονδιών της Βιομηχανίας και των Εργοδοτών (UNICE, στην οποία μετέχει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών) και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δημοσίων Επιχειρήσεων (CEEP). Οι εν λόγω διεπαγγελματικές οργανώσεις διεβίβασαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το κείμενο της συμφωνίας τους και υπέβαλαν κοινό αίτημα «να υλοποιηθεί» η συμφωνία αυτή κατ' εφαρμογήν του άρθρου 139 παρ. 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το αίτημα τους προωθήθηκε αρμοδίως με πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και, τελικά, έγινε δεκτό από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εξέδωσε σχετικά την Οδηγία 1999/70/ΕΚ (EEL 175/10-7-1999). Η εν λόγω Οδηγία περιέλαβε προοίμιο και τέσσερα άρθρα, περαιτέρω δε ενσωμάτωσε, σε παράρτημα, την ως άνω από 18.3.1999 συμφωνία πλαίσιο, η οποία περιλαμβάνει προοίμιο, δώδεκα γενικές παρατηρήσεις και οκτώ ρήτρες.

    8. Επειδή, στο άρθρο 2 της ανωτέρω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής μέχρι την 10-7-2001, με δυνατότητα παρατάσεως της εν λόγω προθεσμίας μέχρι την 10-7-2002. Η Ελλάδα έκαμε χρήση της ευχέρειας παρατάσεως της προθεσμίας συμμορφώσεως. Τελικά, για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία εκδόθηκαν, κατ' επίκληση των διατάξεων των άρθρων 3, 4 και 5 του ν. 1338/1983 (Α' 34), όπως ισχύουν, το πρ. δ/γμα 81/2003 «Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου» (Α' 77/2-4-2003), το οποίο τροποποιήθηκε με το πρ. δ/γμα 180/2004 (Α' 160/23-8-2004) και το πρ. δ/γμα 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» (Α' 134/19-7-2004). Το πρ. δ/γμα 81/2003, παρά τη γενικότητα του τίτλου του, περιέλαβε ρυθμίσεις που δεν αφορούν τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα. Συγκεκριμένα, όπως συνάγεται από το άρθρο 5 παρ. 1 εδαφ. α' του πρ. δ/τος αυτού, εξαιρέθηκαν από τις απαγορεύσεις σχετικά με την ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που θεσπίσθηκαν με το ίδιο πρ. δ/γμα σε συμμόρφωση προς την Οδηγία, οι περιπτώσεις όπου η «σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη» και «ο εργαζόμενος αμείβεται από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού ή προϋπολογισμού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που προορίζονται σύμφωνα με τον προϋπολογισμό για εργασία ορισμένου χρόνου». Το πρ. δ/γμα 164/2004 αφορά αποκλειστικά την εργασία ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο και στα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, όπως προκύπτει τόσο από τον τίτλο του, όσο και από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 παρ. 1 αυτού που αναφέρονται στο σκοπό και στο πεδίο εφαρμογής του. Μετά τη θέση σε ισχύ του πρ. δ/τος 164/2004, εκδόθηκε το ως άνω πρ. δ/γμα 180/2004, με το οποίο ορίστηκε ότι οι διατάξεις του πρ. δ/τος 81/2003 εφαρμόζονται στους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίοι απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα (βλ. άρθρο 1 του πρ. δ/τος 180/2004 που αντικατέστησε το άρθρο 2 παρ. 1 του πρ. δ/τος 81/2003).

   9. Επειδή, όπως συνάγεται από τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το πρ. δ/γμα 164/2004 εκδόθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς το περιεχόμενο της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου. Ως εκ τούτου για να είναι πλήρης η συμμόρφωση της Ελλάδας προς την ως άνω Οδηγία επεβάλλετο να ρυθμισθούν οι εργασιακές σχέσεις με το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα όχι μόνο για το μέλλον, αλλά και αναδρομικώς, οπωσδήποτε από το χρόνο λήξεως της προθεσμίας συμμορφώσεως (10-7-2002).

   10. Επειδή, η από 18-3-1999 συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP η οποία ενσωματώθηκε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, ως παράρτημα στην Οδηγία 1999/70 ΕΚ του Συμβουλίου και προσέλαβε, κατ' αυτό τον τρόπο, την ισχύ παράγωγου κοινοτικού δικαίου, ορίζει, με τη ρήτρα 1 αυτής, ότι σκοπός της είναι «α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης? β) η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου». Περαιτέρω, με τη ρήτρα 2 της συμφωνίας πλαισίου ορίζεται ότι αυτή «εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος» (παρ. 1) και ότι τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αποφασίσουν ότι η συμφωνία πλαίσιο δεν θα εφαρμόζεται στις ειδικώς αναφερόμενες περιπτώσεις (παρ. 2). Με τη ρήτρα 3 δίδονται ορισμοί, για τους σκοπούς της συμφωνίας, του «εργαζόμενου ορισμένου χρόνου» και του «αντίστοιχου εργαζόμενου αορίστου χρόνου». Με τις ρήτρες 4 και 5 καθορίζεται το ρυθμιστικό πλαίσιο εντός του οποίου δύναται να κινηθεί ο εθνικός νομοθέτης για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών της συμφωνίας. Ειδικότερα, στη ρήτρα 4 καθιερώνεται η αρχή της μη διάκρισης, σύμφωνα με την οποία «όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζόμενους αορίστου χρόνου μόνον επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους» (παρ. 1), περαιτέρω δε προβλέπεται ότι «οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας ρήτρας καθορίζονται από τα κράτη μέλη ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και από τους κοινωνικούς εταίρους, λαμβάνοντας υπόψη την κοινοτική νομοθεσία και τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και την πρακτική σε εθνικό επίπεδο» (παρ. 3). Στη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου, με τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή της κατάχρησης», ορίζεται, εξάλλου, ότι: «1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. 2. Τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται "διαδοχικές" β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου». Από τις ανωτέρω διατάξεις της συμφωνίας πλαισίου συνάγεται, κατ' αρχάς, ότι οι ρυθμίσεις της, εφόσον δεν γίνεται σχετική διάκριση (βλ. ρήτρα 2 παρ. 1), αναφέρονται σε όλους τους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως αν απασχολούνται στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα, κατά τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους. Περαιτέρω, ο σκοπός της συμφωνίας πλαισίου είναι διττός και συνίσταται αφενός μεν στη διασφάλιση της αρχής της μη διάκρισης, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου έναντι των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, αφετέρου δε στην καθιέρωση ενός ελάχιστου αναγκαίου ρυθμιστικού πλαισίου για την αποτροπή της κατάχρησης που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι ρυθμίσεις του εθνικού νομοθέτη, πρέπει, για να είναι σύμφωνες με τον δεύτερο από τους σκοπούς αυτούς της συμφωνίας πλαισίου, να περιλαμβάνουν ένα τουλάχιστον από τα περιοριστικά μέτρα που υποδεικνύονται στην παρ. 1 της ρήτρας 5 της συμφωνίας πλαισίου για την αποφυγή της κατάχρησης που είναι δυνατόν να προκύψει από τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (δηλαδή αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, μέγιστη επιτρεπτή συνολική διάρκεια τους και μέγιστο επιτρεπτό αριθμό ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας). Για την περίπτωση δε της παραβάσεως των ως άνω περιορισμών, ο εθνικός νομοθέτης μπορεί να καθορίζει, «όταν χρειάζεται», υπό ποιες συνθήκες οι διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Με τις πιο πάνω ρυθμίσεις της συμφωνίας πλαισίου δεν τίθενται κανόνες παράγωγου κοινοτικού δικαίου άμεσης εφαρμογής, τα δε κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσοτέρων λύσεων για να αποτρέπουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται από την Οδηγία, σε περίπτωση συνάψεως τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, εφόσον μάλιστα τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό («όταν χρειάζεται»). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων, κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου, ο οποίος, ως οικονομικά ασθενέστερος, συχνά υποχρεώνεται αδικαιολόγητα στη σύναψη ασύμφορων για τον ίδιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αντί της συνάψεως συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτομένων συμβάσεων με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη να προβλέψει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας πλαισίου στην οποία ορίζεται ότι «η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων», καθώς και από την υπ' αριθμ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι «η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και των διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης».

   11. Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 1 έως 6 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό. Οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισμού τους ορίζονται από το νόμο. 2.Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται. 3. Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται. 4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους. Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει. 5. Με νόμο μπορεί να εξαιρούνται από τη μονιμότητα ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, οι διοριζόμενοι απευθείας με βαθμό πρεσβευτικό, οι υπάλληλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας και των γραφείων του Πρωθυπουργού, των Υπουργών και Υφυπουργών. 6. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή και στους υπαλλήλους της Βουλής, οι οποίοι κατά τα λοιπά διέπονται εξ ολοκλήρου από τον Κανονισμό της, καθώς και στους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου». Περαιτέρω, με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων «Ψήφιση, δημοσίευση και θέση σε ισχύ των αναθεωρημένων διατάξεων του Συντάγματος» (Α' 84/17.4.2001), που τέθηκε σε ισχύ από την 17.4.2001 σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 5 του Συντάγματος και την παράγραφο Δ του Ψηφίσματος, συμπληρώθηκε το άρθρο 103 του Συντάγματος με τις παρ. 7 και 8, που έχουν το εξής περιεχόμενο: «7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής. 8. Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπόμενων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολούμενους με σύμβαση έργου». Τέλος, με το ίδιο ως άνω από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, ενόψει της κατά τα ως άνω συμπληρώσεως της του άρθρου 103 με τις διατάξεις των παρ. 7 και 8, προστέθηκε στο άρθρο 118 του Συντάγματος, που περιλαμβάνει μεταβατικές διατάξεις, παρ. 7, με το εξής περιεχόμενο : «Νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών».

   12. Επειδή, με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ' Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της διαφάνειας, της ισότητας ενώπιον του νόμου και της αξιοκρατίας. Ο υφιστάμενος κανόνας των παρ. 2 και 3 του ανωτέρω άρθρου 103 που επιβάλλει την νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, ενισχύθηκε με τους νέους κανόνες της - προστεθείσας στο εν λόγω άρθρο -παραγράφου 7, σύμφωνα με τους οποίους η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα γίνεται με διαγωνισμό ή επιλογή, βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής (με την επιφύλαξη των ειδικών ρυθμίσεων που μπορεί να προβλέψει ο νόμος σύμφωνα με το εδαφ. β' της ανωτέρω παρ. 7, βλ. και την παρ. 6 άρθρου 118 του αναθεωρημένου Συντάγματος). Στους κανόνες αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 (Α' 28) και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου κανόνες, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης της παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου και έχει την συνταγματική εγγύηση της μονιμότητας, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με τις παρ. 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 (βλ Πρακτικά Συνεδριάσεων Βουλής ΡΜΔ721-3-2001, σελ. 731, 744, 754-755, ΡΜΕ721-3-2001, σελ. 768, 771-772, 782), ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει τη συνέχιση μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, η οποία συνίστατο στην πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση, τύποις, πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών (κατά τις διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 2 του Συντάγματος και 56 έως 82 του πρ. δ/τος 410/1988 - Α' 191), στην εκ των υστέρων διαπίστωση ότι οι ανάγκες αυτές είναι πάγιες και διαρκείς και, τελικά, στην «τακτοποίηση» του εν λόγω προσωπικού σε συνιστώμενες οργανικές θέσεις για την κάλυψη των εν λόγω παγίων και διαρκών αναγκών, είτε με το διορισμό του ως μονίμου δημοσιοϋπαλληλικού προσωπικού είτε με τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας του ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, χωρίς προηγούμενη επιτυχή συμμετοχή του σε διαδικασία διαγωνισμού ή άλλη διαδικασία επιλογής (βλ. ενδ. ν.δ/γμα 4193/1961-Α' 166, ν.δ. 169/1969- Α' 65, άρθρο 5 του ν.δ/τος 21/1974 -Α' 240, υπ' αριθμ. ΔΙΠΙΔ/Φ.24/24/11440/31-12-1986 ΥΑ - Β' 921 κυρωθείσα με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1735/1987 - Α' 195, άρθρα 10 επ. του ν. 2266/1994 - Α' 218, άρθρο 32 του ν. 2508/1997 - Α' 124, άρθρο 17 του ν. 2839/2000 - Α' 196). Για να : αποτρέψει τη συνέχιση της εν λόγω πρακτικής, ο αναθεωρητικός νομοθέτης προσέθεσε στο άρθρο 103 την αναφερόμενη στην προηγούμενη σκέψη διάταξη της παρ. 7, με την οποία θέσπισε τον κανόνα της απαγόρευσης από το νόμο της μονιμοποίησης του προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος ή της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας του ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Δεδομένου, όμως, ότι διαδικασίες «τακτοποίησης» προσωπικού με τον ως άνω τρόπο ήταν ακόμη εκκρεμείς κατά το χρόνο της αναθεώρησης του Συντάγματος (βλ. ιδίως άρθρο 17 του ν. 2839/2000), ο αναθεωρητικός νομοθέτης προσέθεσε, στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 118, την παρ. 7 που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, προκειμένου οι διαδικασίες αυτές να ολοκληρωθούν χωρίς να «προσκρούουν σε οψιγενή αντισυνταγματικότητα» οι σχετικές διατάξεις του κοινού νομοθέτη, ενόψει της πάγιας απαγορευτικής ρύθμισης της παρ. 8 του άρθρου 103 την οποία είχε εισαγάγει (βλ Πρακτικά Συνεδριάσεων Βουλής ΡΜΔ721-3-2001, σελ. 783). Κατά την γνώμη δε του Προέδρου του Τμήματος Γ. Σταυρόπουλου, του Συμβούλου Γ. Τσιμέκα και των Παρέδρων Π. Καρλή και Κ. Πισπιρίγκου, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001 (βλ. ιδίως Πρακτικά Συνεδριάσεων της Βουλής ΡΜΔΥ21.3.2001, σελ. 731, PMEV21.3.2001, σελ. 768, 771), συνάγεται ότι η απαγόρευση, ειδικά, της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου θεσπίσθηκε και για τον λόγο ότι η νομοθεσία που διέπει τις συμβατικές σχέσεις εργασίας με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα άλλα ν.π.δ.δ. επιβάλλει στην Διοίκηση να επικαλείται σπουδαίο λόγο για την λύση της υπαλληλικής σχέσεως με καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου (άρθρα 46 περ. δ' και 53 του Π.Δ. 410/1988), εξασφαλίζοντας στον εργαζόμενο με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μείζονα προστασία, οιονεί μονιμότητα, σε αντίθεση με την νομοθεσία που διέπει τις σχέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, όπου ισχύει ο κανόνας της αναιτιώδους καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου δυνάμει των διατάξεων του Ν. 2112/1920 (Α' 67) και οι υποχρεώσεις του εργοδότη για την λύση της συμβατικής σχέσεως περιορίζονται, κατά βάση, στην καταβολή αποζημιώσεως.

   13. Επειδή, για την αποτροπή της κατάχρησης της μισθωτής εργασίας που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και μάλιστα σε συμμόρφωση, καθόσον αφορά το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, προς τις ρήτρες 2 και 5 της από 18-3-2004 συμφωνίας που ενσωματώθηκε στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, το πρ. δ/γμα 164/2004 περιέλαβε τις διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7. Οι διατάξεις αυτές, η ισχύς των οποίων αρχίζει από τη δημοσίευση του πρ. δ/τος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (19-7-2004), σύμφωνα με το άρθρο 12 αυτού, ορίζουν τα εξής : «Αρθρο 5. Διαδοχικές συμβάσεις. 1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ' εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησης του. 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου. Αρθρο 6. Ανώτατη διάρκεια συμβάσεων 1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας. 2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς. Αρθρο 7. Συνέπειες παραβάσεων. 1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη. 2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο. 3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 Ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα». Με τις διατάξεις αυτές τέθηκαν, σύμφωνα με τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, οι πάγιοι κανόνες για την αποτροπή της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς απαγορεύθηκαν, κατ' αρχήν, οι διαδοχικές συμβάσεις, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών και καθορίσθηκαν σε τρεις (3) ο μέγιστος αριθμός των επιτρεπομένων διαδοχικώς καταρτιζομένων συμβάσεων και σε είκοσι τέσσερις (24) μήνες η μέγιστη συνολική χρονική διάρκεια τους (με τις αναφερόμενες εξαιρέσεις), καθορίσθηκε δε, περαιτέρω, ως κύρωση, σε περίπτωση παράβασης των κανόνων που διέπουν την κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων, η αυτοδίκαιη ακυρότητα της σύμβασης και η καταβολή στον εργαζόμενο όχι μόνο των οφειλόμενων βάσει αυτής χρηματικών ποσών, αλλά και αποζημίωσης ίσης με το ποσό που δικαιούται ο «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου» σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη σε περίπτωση παράβασης των ανωτέρω κανόνων. Με τις ίδιες διατάξεις έγινε, εξάλλου, σεβαστή η απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίσθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, καθόσον δεν προβλέφθηκε ως κύρωση, για τη χρησιμοποίηση από το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα απαγορευμένων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η μετατροπή αυτών σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

   14. Επειδή, εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 11 του πρ. δ/τος 164/2004, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από το γεγονός, όπως ήδη εκτέθηκε (σκέψη 9), ότι η προσαρμογή της ελληνικής έννομης τάξης προς την Οδηγία συντελέσθηκε μετά τη λήξη του προβλεπόμενου χρόνου προσαρμογής (10-7-2002), προβλέφθηκε, ως μεταβατική ρύθμιση, η μετατροπή για το μέλλον των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον, μετά την τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό διαδικασίας και υπό τον τελικό έλεγχο του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού. Οι διατάξεις αυτές έχουν, ειδικότερα, ως εξής : «Αρθρο 11. Μεταβατικές Διατάξεις. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση, β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. Προκειμένου περί συμβάσεων που έχουν συναφθεί με την Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α.), στο πλαίσιο εφαρμογής συγκεκριμένου προγράμματος, ως φορέας νοείται ο οικείος Ο.Τ.Α. στον οποίο ο εργαζόμενος προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες του. γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός, δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Οι διαδοχικές συμβάσεις μειωμένου ωραρίου εργασίας συνιστούν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, συμβάσεις αορίστου χρόνου μειωμένης απασχόλησης αντίστοιχης με την αναγραφόμενη στην αρχική σύμβαση. Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιό ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α. ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις, υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος. Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων. 4. Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 περ. γ. του παρόντος διατάγματος, καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση των εργαζομένων σε ανώνυμες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν εφαρμόζονται στα απευθείας διοριζόμενα διευθυντικά στελέχη, το καθεστώς των οποίων, λόγω του είδους των καθηκόντων τους και των προνομίων που απολαμβάνουν, ρυθμίζεται από ειδικές κάθε φορά διατάξεις, καθώς και στο προσωπικό των εκτός Ελλάδος υπηρεσιών του Υπουργείου Εξωτερικών και στο προσωπικό των Γραφείων Τύπου και Επικοινωνίας στο εξωτερικό της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, που προσλαμβάνεται επιτοπίως. 5. Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης. 6. Κατ' εξαίρεση, και για λόγους κοινωνικής πρόνοιας που αφορούν στην επαγγελματική ένταξη των ατόμων με αναπηρίες κατ' εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, για τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που εργάζονται στο πλαίσιο προγράμματος ένταξης του Ο.Α.Ε.Δ., αρκεί ο συνολικός χρόνος απασχόλησης του εδαφίου (α) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου να είναι τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) μήνες, ανεξαρτήτως ενδιάμεσων χρονικών διαστημάτων μεταξύ των συμβάσεων, εφόσον πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις κατά τα ανωτέρω».

   15. Επειδή, όπως εκτέθηκε ήδη στη σκέψη 10, η μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι ένα από τα μέτρα που θα μπορούσε, κατ' αρχήν, να θεσπίσει ο εθνικός νομοθέτης για την προστασία των εργαζομένων σε συμμόρφωση προς την από 18-3-1999 συμφωνία των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP που ενσωματώθηκε στην Οδηγία 1999/70 ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσέλαβε ισχύ παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Η τυχόν πρόβλεψη όμως του μέτρου αυτού στις πάγιες διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του πρ. δ/τος 164/2004 θα ήταν, οπωσδήποτε, ανεπίτρεπτη ενόψει της κατηγορηματικής απαγόρευσης μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, η οποία θεσπίζεται με τη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος που προστέθηκε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής πλην, η πρόβλεψη του εν λόγω μέτρου της μετατροπής των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του πρ. δ/τος 164/2004, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, δεν αντίκειται στην παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Τούτο δε, διότι από τις συζητήσεις στην Ζ' Αναθεωρητική Βουλή, κατά την, μετά την έναρξη της ισχύος της οδηγίας, αναθεώρηση του Συντάγματος, δεν συνάγεται ότι βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν, σε περίπτωση προσαρμογής της ελληνικής έννομης τάξεως προς την Οδηγία μετά την λήξη της προβλεπομένης από αυτήν προθεσμίας, να απαγορεύσει στον κοινό νομοθέτη ή στην κατ' εξουσιοδότηση τούτου κανονιστικός δρώσα Διοίκηση να μετατρέψει συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου των απασχολουμένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, εφόσον οι συμβάσεις αυτές, έστω και αν συνήφθησαν το πρώτον μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, ανανεώθηκαν εν πάση περιπτώσει στη συνέχεια αλληλοδιάδοχος με σκοπό να καλυφθούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. ʼλλωστε, το γεγονός ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν είχε ως σκοπό να αποκλείσει τη δυνατότητα μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που συνέδεαν τους εργαζομένους με φορείς του δημόσιου τομέα σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνάγεται και από την προστεθείσα κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 118 του Συντάγματος. Και ναι μεν η συνταγματική αυτή διάταξη, η οποία αναφέρεται σε διατάξεις νόμων που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος των αναθεωρημένων διατάξεων (όπως π.χ. του άρθρου 17 του ν. 2839/2000), δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ευθέως στην υπό κρίση περίπτωση, αφού η επίμαχη Οδηγία δεν θεσπίζει διατάξεις άμεσης εφαρμογής, δεν είχε δε μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη κατά την έναρξη ισχύος των αναθεωρημένων διατάξεων, πλην όμως εκδηλώνει τη σαφή βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη να ανεχθεί την τακτοποίηση εκκρεμών συμβασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου και, ειδικότερα, τη μετατροπή τους σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, όταν, μάλιστα, η μετατροπή αυτή προβλέπεται, κατά τα εκτεθέντα, από υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (της πιο πάνω Οδηγίας) και αποβλέπει, κατά κοινή πείρα, στην αποτελεσματικότερη προστασία των εργαζομένων, οι οποίοι, εν αγνοία των δυναμένων να αντληθούν από την Οδηγία δικαιωμάτων τους, συνέχισαν και μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής να συνάπτουν, διαδοχικώς, συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Κατόπιν των ανωτέρω και για την ταυτότητα της νομικής αιτίας, η εν λόγω συνταγματική διάταξη καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα μέχρι τον χρόνο της θέσπισης των παγίων διατάξεων των άρθρων 5, 6 και 7 του πρ. δ/τος 164/2004 και την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου δυνάμει των διατάξεων αυτών για το μέλλον, ενόψει του ότι, πάντως, με τις πιο πάνω διατάξεις ορίσθηκε ρητά ότι τέτοιες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα είναι πλέον απαγορευμένες και αυτοδικαίως άκυρες και προβλέφθηκε η επιβολή ποινικών και πειθαρχικών κυρώσεων για την αποτροπή σύναψης τέτοιων συμβάσεων. Κατά τη γνώμη, όμως, του Προέδρου του Τμήματος Γ. Σταυρόπουλου, του Συμβούλου Γ. Τσιμέκα και του Παρέδρου Κ. Πισπιρίγκου, οι διατάξεις του άρθρου 11 του πρ. δ/τος 164/2004 είναι αντισυνταγματικές. Τούτο δε, διότι η προστεθείσα κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος μεταβατική διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 118 αναφέρεται σαφώς, όπως συνάγεται τόσο από τη γραμματική όσο και από την ιστορική της ερμηνεία, σε νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν τακτοποίηση υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού, οι οποίες είχαν ήδη θεσπισθεί κατά το χρόνο της αναθεώρησης (17-4-2001). Επομένως, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου δεν εμπίπτει στη εξαιρετική αυτή συνταγματική διάταξη, αφού δεν θεσπίζει διατάξεις άμεσης εφαρμογής και δεν είχε μεταφερθεί στην ελληνική έννομη τάξη κατά την έναρξη ισχύος των αναθεωρημένων διατάξεων, ούτε ήταν επιβεβλημένη βάσει αυτής η μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Η εν λόγω μετατροπή δεν μπορεί, δε, να θεωρηθεί, κατ' ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως αυτής (118 παρ. 7), ως νομοθετικό μέτρο τακτοποιήσεως προσωπικού «εν ευρεία έννοια», δεδομένου ότι δεν μπορεί να χωρήσει ανάλογη και μάλιστα επεκτατική εφαρμογή εξαιρετικών διατάξεων του Συντάγματος, οι οποίες είναι, ως εκ της φύσεως και του σκοπού τους, στενώς ερμηνευτέες, εφόσον, πάντως, δεν υπάρχει σαφής περί του αντιθέτου βούληση του  αναθεωρητικού νομοθέτη. Αντιθέτως, μάλιστα, όπως ήδη σημειώθηκε, ο αναθεωρητικός νομοθέτης αποδοκίμασε έντονα την πρακτική προσλήψεων που είχε ακολουθηθεί κατά το παρελθόν, με την προπεριγραφείσα διαδικασία μονιμοποιήσεως ή μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου (σκέψη 12), ως αντίθετη προς τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας ενώπιον του νόμου και της αξιοκρατίας, για τον λόγο δε αυτό θωράκισε τις συνταγματικές αυτές αρχές με τις διατάξεις περί προσλήψεων που προσέθεσε με την παρ. 7 στο άρθρο 103 του Συντάγματος και με τον αυστηρό κανόνα της απαγόρευσης μονιμοποίησης και μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου που προέβλεψε με την προσθήκη της παρ. 8 στο ίδιο άρθρο. Ανέχθηκε, δε, όπως συνάγεται και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της αναθεωρήσεως του Συντάγματος (βλ. Πρακτικά Ολομέλειας της Βουλής Συνεδρίαση ΡΜΕ 72 1-3 -2001, σελ. 783, όπου γίνεται λόγος για «ισχύουσες νωπές ρυθμίσεις που τακτοποιούν κάποιους από τους υπηρετούντες με σύμβαση έργου ή με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Οι διαδικασίες αυτές βρίσκονται σε εξέλιξη...») τη συνέχιση, μέχρις ολοκληρώσεως τους, μόνον των ευρισκομένων ήδη σε εξέλιξη, κατά το χρόνο εκείνο (δηλ. στις 17-4-2001), διαδικασιών τακτοποίησης συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων και όχι ενός αορίστου εν γένει κύκλου ενδιαφερομένων προσώπων (και μάλιστα ανεξάρτητα από το χρόνο σύναψης της αρχικής τους σύμβασης), η πρόθεση του δε αυτή συνδεόταν, προδήλως, με την ανάγκη σταθερότητας των νομικών καταστάσεων εκείνων και μόνον από τους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίοι είχαν ήδη υπαχθεί σε νομοθετικές ρυθμίσεις και, επομένως, είχαν -αυτοί και μόνο- την δικαιολογημένη πράγματι πεποίθηση ότι οι εν λόγω νομοθετικές ρυθμίσεις δεν θα ανατραπούν λόγω του γενικού απαγορευτικού κανόνα της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου τον οποίο εισήγαγε με την αναθεώρηση (τέτοιες ρυθμίσεις αποτελούν τα άρθρα 17 του Ν. 2839/2000, 21 παρ 2 του Ν. 2738/1999, 32 του Ν.2508/1997 κ.α.). Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, ούτε τα ιστορικά δεδομένα της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 συνηγορούν για μια διασταλτική ερμηνεία της εξαιρετικής διατάξεως του άρθρου 118 παρ. 7 του Συντάγματος, ώστε να καταλάβει και νομοθετικές ή κανονιστικές εν γένει ρυθμίσεις τακτοποίησης προσωπικού που δεν είχαν καν προβλεφθεί κατά τη θέση σε ισχύ του από 6-4-2001 Ψηφίσματος της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, όπως οι επίμαχες ρυθμίσεις των μεταβατικών διατάξεων του πρ. δ/τος 164/2004. Κατ' ακολουθίαν, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή που μειοψήφησε, η μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, η οποία προβλέπεται στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 1 1 του πρ. δ/τος 164/2004, δεν δύναται να στεγασθεί στην εξαίρεση που απορρέει από την ειδική μεταβατική διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 118 του Συντάγματος, και, επομένως, παραβιάζει τη γενική απαγορευτική διάταξη του άρθρου 103 παρ. 8 αυτού, ενόψει μάλιστα και του ότι για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο κοινοτικό δίκαιο προς την Οδηγία 1999/70 ΕΚ του Συμβουλίου λόγω της καθυστερημένης μεταφοράς της στην εθνική έννομη τάξη, ο εθνικός νομοθέτης είχε, αναμφιβόλως, την ευχέρεια να προβλέψει αποζημίωση υπέρ των καταχρηστικώς απασχοληθέντων με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, θεσπίζοντας διατάξεις ανάλογες με τις πάγιες διατάξεις των άρθρων 5, 6 και 7 του πρ. δ/τος 164/2004 ή να λάβει άλλα, κατά την κρίση του, πρόσφορα μέτρα. Τέλος, κατά τη γνώμη της Παρέδρου Π. Καρλή, δεν υφίσταται συνταγματική ανοχή για την τακτοποίηση εργασιακών σχέσεων που προέκυψαν από σύναψη με το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα αρχικής συμβάσεως ορισμένου χρόνου μετά την θέση σε ισχύ του από 6.4.2001 Ψηφίσματος της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής (17.4.2001). Περαιτέρω, κατά την ίδια γνώμη, δεν δύναται να στεγασθεί στις εξουσιοδοτικές διατάξεις περί προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στο κοινοτικό δίκαιο, κατ' επίκληση των οποίων εκδόθηκε το Π.Δ. 164/2004, η τακτοποίηση εργασιακών σχέσεων που δεν είχαν ακόμη προκύψει με σύναψη αρχικής συμβάσεως ορισμένου χρόνου κατά τον χρόνο λήξεως της προθεσμίας συμμορφώσεως προς την Οδηγία 1999/7Ο/ΕΚ του Συμβουλίου (10.7.2002). Με τα δεδομένα αυτά, το Π.Δ. 164/2004 θα ήταν δυνατόν να προβλέψει κατά συνταγματική ανοχή, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 118 παρ. 7 του Συντάγματος, την μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου μόνον εκείνων των εργασιακών σχέσεων που είχαν προκύψει από σύναψη αρχικής συμβάσεως ορισμένου χρόνου πριν από την 17.4.2001, υπό την περαιτέρω προϋπόθεση ότι η σχέση ήταν ενεργός κατά την 10.7.2002, ανεξαρτήτως δε του ζητήματος αν η σχέση διατηρήθηκε περαιτέρω μέχρι και την θέση σε ισχύ του εν λόγω Π.Δ/τος (19.7.2004) που είναι χρόνος τυχαίος, διότι έπεται της λήξεως της προθεσμίας συμμορφώσεως προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου.

   16. Επειδή, εφόσον, ενόψει των ανωτέρω, η μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όπως προβλέφθηκε στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 11 του πρ. δ/τος 164/2004, ισχύει ως μέτρο προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν αντιβαίνει στο Σύνταγμα, πρέπει, περαιτέρω, να εξετασθούν οι λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως.

   17. Επειδή, στο άρθρο 17 του ν. 1566/1985 (Α' 167), με τίτλο «Προσωρινοί αναπληρωτές» ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Αν για οποιαδήποτε αιτία απουσιάζουν από τα σχολεία εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και αν υπάρχουν άλλες έκτακτες ανάγκες λειτουργίας των σχολείων, οι οποίες δημιουργούνται κατά τη διάρκεια του διδακτικού έτους, προσλαμβάνονται, με αίτηση τους, προσωρινοί αναπληρωτές με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου από αυτούς που υπέβαλαν αίτηση διορισμού σε θέσεις μόνιμων εκπαιδευτικών. 2. Προσωρινοί αναπληρωτές προσλαμβάνονται επίσης με μειωμένο ωράριο διδασκαλίας, που αντιστοιχεί στο μισό τουλάχιστον του υποχρεωτικού ωραρίου διδασκαλίας του πρωτοδιόριστου εκπαιδευτικού, όταν οι προβλεπόμενες από το πρόγραμμα ώρες διδασκαλίας και ασκήσεων στο ίδιο ή και σε άλλο σχολείο της ίδιας ή γειτονικής πόλης ή κωμόπολης δε δικαιολογούν το διορισμό μόνιμου εκπαιδευτικού. 3. Η πρόσληψη των προσωρινών αναπληρωτών γίνεται με πράξη των αρμόδιων προϊσταμένων των διευθύνσεων πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ύστερα από πρόταση των οικείων περιφερειακών υπηρεσιακών συμβουλίων. Αν υποβληθούν περισσότερες αιτήσεις για τις ίδιες θέσεις, τηρείται η σειρά υποβολής των αιτήσεων για το διορισμό σε θέσεις μόνιμων εκπαιδευτικών ....... Η απόλυση των προσωρινών αναπληρωτών γίνεται αυτοδικαίως με τη λήξη του διδακτικού έτους και χωρίς καμία αποζημίωση ........ Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στη διαδικασία πρόσληψης προσωρινών αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών ........ 4. Στους προσωρινούς αναπληρωτές καταβάλλονται οι αποδοχές που αντιστοιχούν στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο του εισαγωγικού βαθμού του κλάδου τους, καθώς και επιδόματα εορτών, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Οι σχετικές πιστώσεις για την πληρωμή των δαπανών αυτών εγγράφονται στον προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Οι αποδοχές που καταβάλλονται στους προσωρινούς αναπληρωτές, οι οποίοι προσλαμβάνονται με μειωμένο ωράριο διδασκαλίας, καθώς και ο χρόνος υπηρεσίας τους υπολογίζονται με κλάσμα που έχει αριθμητή τον αριθμό των εβδομαδιαίων ωρών, για τις οποίες έχουν προσληφθεί και παρανομαστή το υποχρεωτικό ωράριο του πρωτοδιόριστου εκπαιδευτικού .......».

   Εξάλλου, στην υπ' αριθμ. 35557/Δ2/9-4-2003 (Β' 465/17.04.2003) απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με τίτλο «Ρύθμιση θεμάτων πρόσληψης προσωρινών αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών για τις ανάγκες λειτουργίας των δημόσιων σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Αρθρο 1 : «1. Για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των δημόσιων σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που προκύπτουν στη διάρκεια του διδακτικού έτους, προσλαμβάνονται προσωρινοί αναπληρωτές και ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί......». Αρθρο 7 : «1. Οι διευθύνσεις εκπαίδευσης, μετά τους διορισμούς, τις μεταθέσεις και τις αποσπάσεις των μονίμων εκπαιδευτικών και τις τοποθετήσεις των διοριζόμενων, των μετατιθεμένων και αποσπώμενων σε σχολικές μονάδες, προσδιορίζουν τις λειτουργικές ανάγκες των σχολείων της αρμοδιότητας τους σε προσωρινούς αναπληρωτές και ωρομίσθιους εκπαιδευτικούς. 2. Οι λειτουργικές ανάγκες προσδιορίζονται αφού: α) .... β) .... 4. Οι πίνακες των λειτουργικών αναγκών των σχολείων υποβάλλονται στον οικείο Περιφερειακό Διευθυντή Εκπαίδευσης μέχρι 15 Ιουλίου, ο οποίος μετά τον προσήκοντα έλεγχο, διαβιβάζει αυτούς στην οικεία διεύθυνση προσωπικού της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μέχρι 25 Ιουλίου». Αρθρο 8 : «1. Η οικεία διεύθυνση προσωπικού προσδιορίζει, με βάση του υποβληθέντες πίνακες, τις ανάγκες των σχολείων όλης της χώρας κατά περιοχή διορισμού σε προσωρινούς αναπληρωτές και ωρομίσθιους εκπαιδευτικούς. 2. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που εκδίδεται εντός του μηνός Αυγούστου προσλαμβάνονται προσωρινοί αναπληρωτές κατά περιοχή διορισμού από τους πίνακες Α' και Β', οι οποίοι καλούνται με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο να αναλάβουν διδακτικά καθήκοντα από 6ης μέχρι 10ης Σεπτεμβρίου (Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με την ΥΑ 46831/Δ2/14.5- 22.5.2003 -Β' 636). 3. Η τοποθέτηση των προσλαμβανομένων αναπληρωτών σε σχολικές μονάδες γίνεται με απόφαση του διευθυντή εκπαίδευσης, ύστερα από δήλωση των προσλαμβανομένων για την τοποθέτηση τους στα λειτουργικά κενά ........ 4. Μετά την πρόσληψη προσωρινών αναπληρωτών και την τοποθέτηση τους, οι διευθυντές εκπαίδευσης αναπροσδιορίζουν τα λειτουργικά κενά κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 της παρούσας απόφασης, τα οποία οφείλονται είτε στη μη ανάληψη υπηρεσίας από τους προσληφθέντες είτε σε μεταγενέστερες αποχωρήσεις και απουσίες μόνιμων εκπαιδευτικών, τα οποία γνωστοποιούν στην οικεία διεύθυνση προσωπικού του Υπουργείου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου. 5. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που εκδίδεται μέχρι 20 Σεπτεμβρίου προσλαμβάνονται προσωρινοί αναπληρωτές κατά τη διαδικασία της παραγράφου 2, οι οποίοι τοποθετούνται σε σχολικές μονάδες κατά τη διαδικασία της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. 6. Μετά την πρόσληψη αναπληρωτών και την τοποθέτηση τους κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο: α) οι διευθυντές εκπαίδευσης προσλαμβάνουν σε όλη τη διάρκεια του διδακτικού έτους ωρομίσθιους εκπαιδευτικούς για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών ......... β) οι περιφερειακοί διευθυντές εκπαίδευσης, ύστερα από εισήγηση των διευθυντών εκπαίδευσης, επισημαίνουν τα λειτουργικά κενά που δημιουργούνται στη διάρκεια του διδακτικού έτους από αποχωρήσεις και απουσίες συγκεκριμένων εκπαιδευτικών και προτείνουν στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων την πρόσληψη αναπληρωτών για την κάλυψη των συγκεκριμένων λειτουργικών αναγκών. 7. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προσλαμβάνονται προσωρινοί αναπληρωτές για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της περίπτωσης β της προηγούμενης παραγράφου, οι οποίοι τοποθετούνται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου» Αρθρο 13 : «Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται για την πρόσληψη αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών από το διδακτικό έτος 2003-2004 και εφεξής» (βλ. ενδ. και τις υπ' αριθμ. 34497/Δ2/3-4-2002 - Β' 429, Δ2/64765/2001 -Β' 1247 και Γ6/7-6-2001 - Β' 766 αποφάσεις του Υπουργού Παιδείας, με τις οποίες καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία πρόσληψης προσωρινών αναπληρωτών καθηγητών προηγουμένων ετών).

   18. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται, κατ' αρχάς, ότι κατά το μέρος που με το άρθρο 11 παρ. 1 του πρ. δ/τος 164/2004, ως προϋπόθεση για να επέλθει η προβλεπόμενη από αυτό μετατροπή, απαιτείται μεταξύ των περισσοτέρων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου να έχει μεσολαβήσει χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών (3) μηνών, για όλες εν γένει τις κατηγορίες εργαζομένων, χωρίς να προβλέπονται διαφοροποιήσεις ανάλογα με τις ανάγκες κάθε «ειδικότερου τομέα» (όπως είναι ο τομέας της δημόσιας εκπαίδευσης) και κάθε κατηγορίας εργαζομένων (όπως είναι οι προσωρινοί αναπληρωτές εκπαιδευτικοί), εισάγεται κριτήριο «τυχαίο, απόλυτο και ανελαστικό, άσχετο και μη προσαρμόσιμο προς τις ανάγκες κάθε υπηρεσίας και εργασίας», που αντιστρατεύεται ευθέως τις ρήτρες 1 και 5 της συμφωνίας-πλαισίου, σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή της κατάχρησης κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες αυτές. Με την εισαγωγή της ανωτέρω προϋπόθεσης την οποία, όπως εκτίθεται στην υπό κρίση αίτηση και προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, δεν πληροί η αιτούσα, δεδομένου ότι μεταξύ των περισσοτέρων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας που έχει συνάψει με το Δημόσιο, έχουν μεσολαβήσει χρονικά διαστήματα μεγαλύτερα του τριμήνου, ματαιώνεται, κατά τους ισχυρισμούς της, ο γενικότερος σκοπός της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου και δεν αποφεύγονται οι καταχρήσεις από τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά πάγια πρακτική της Διοικήσεως (του Υπουργείου Παιδείας) οι προσωρινοί αναπληρωτές καθηγητές προσλαμβάνονται με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που απέχουν μεταξύ τους χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αίτηση. Ο εν λόγω, όμως, ισχυρισμός περί πάγιας σχετικής διοικητικής πρακτικής της Διοικήσεως, αναποδείκτως προβάλλεται, ο καθορισμός δε του πιο πάνω τριμήνου χρονικού διαστήματος - για τον οποίο ζητήθηκε η γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σύμφωνα με την παρ. 2 της ρήτρας 5 της Οδηγίας (όπως και για ολόκληρο το πρ. δ/γμα 164/2004, βλ. την υπ' αριθμ. 106/19.4.2004 γνώμη της Ο.Κ.Ε. ν. 2232/1994, Α' 140) - δεν αγνοεί τις ανάγκες του τομέα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στον οποίο ανήκει η αιτούσα, δεδομένου ότι οι σχολικές διακοπές για τις σχολικές μονάδες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διαρκούν χρονικό διάστημα μικρότερο του τριμήνου (βλ. άρθρο 1 παρ. 2 του πρ. δ/τος 123/1987, Α' 68, βλ. και υπ' αριθμ. 44512/Γ2/26-4-2002 απόφαση του Υπουργού Παιδείας για τα TEE- Β' 554, άρθρο 2 του πρ. δ/τος 86/2001- Α' 73 για το Ενιαίο Λύκειο και άρθρο 3 του πρ. δ/τος 201/1998, Α' 161 για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση). Εξάλλου, οι προσωρινοί αναπληρωτές καθηγητές είναι δυνατόν να προσλαμβάνονται όχι μόνον κατά την έναρξη του διδακτικού έτους, όπως η αιτούσα, αλλά και οποτεδήποτε, καθ' όλη τη διάρκεια αυτού, για κάλυψη εκτάκτων αναγκών (σε περιπτώσεις υποβολής παραιτήσεων, χορήγησης αναρρωτικών ή αδειών ανατροφής τέκνου κλπ - βλ. ανωτέρω άρθρο 17 του ν. 1566/1985 και τις παρατιθέμενες αποφάσεις ΥΠΕΠΘ). Συνεπώς ακόμη και χρόνος πολύ μεγαλύτερος από το τρίμηνο δεν θα αρκούσε για να περιλάβει τους προσωρινούς αναπληρωτές καθηγητές, ως κατηγορία εργαζομένων, στη μεταβατική ρύθμιση του άρθρου 11 του πρ. δ/τος 164/2004. Ο καθορισμός, άλλωστε, από τον εθνικό νομοθέτη ενός χρονικού διαστήματος που επιτρέπεται κατ' ανώτατο όριο να μεσολαβεί μεταξύ περισσοτέρων συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ώστε αυτές να μη θεωρούνται διαδοχικές και, συνεπώς, απαγορευμένες, αποτελεί επιλογή ενός κριτηρίου το οποίο είναι, κατ' αρχήν, αντικειμενικό και πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο εξυπηρετεί. Ενόψει αυτών, η επίμαχη μεταβατικής φύσης διάταξη του άρθρου 11, καθ' ο μέρος παραπέμπει στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ίδιου πρ. δ/τος, η οποία περιέχει την πάγια ρύθμιση της κατ' αρχήν απαγόρευσης διαδοχικών συμβάσεων μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, δεν αντίκειται προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου κατά το μέρος που αφορά την κατηγορία των προσωρινών αναπληρωτών καθηγητών, στην οποία ανήκει η αιτούσα και, επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως που προβάλλει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

   19. Επειδή, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, όπως συμπληρώθηκε με το από 5-4-2005 δικόγραφο προσθέτων λόγων, προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του πρ. δ/τος 164/2004, κατά το μέρος που προβλέπει τη δυνατότητα να μετατραπούν σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου μόνον οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που ήταν ενεργές έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού (19-7-2004) και όχι και εκείνες που ήταν ενεργές έως την έναρξη ισχύος της Οδηγίας (10-7-2002), καθώς και κατά το μέρος που προβλέπει, περαιτέρω, ότι οι συμβάσεις αυτές συνιστούν «εφεξής» (δηλ. από 19-7-2004 και όχι από 10-7-2002) σύμβαση αορίστου χρόνου, αντίκειται στο άρθρο 2 της Οδηγίας, με το οποίο ως τελική καταληκτική ημερομηνία συμμόρφωσης των κρατών μελών προς τις διατάξεις της Οδηγίας ορίζεται η 10-7-2002. Τούτο δε, διότι, όπως προβάλλεται, η επιλογή από τον κανονιστικό νομοθέτη ως κρίσιμου χρονικού σημείου της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος του πρ. δ/τος 164/2004 οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός της εκπρόθεσμης μεταφοράς της Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, που, όμως, δεν επιτρέπεται να αποβεί σε βάρος των εργαζομένων οι οποίοι είχαν ενεργές συμβάσεις κατά το χρόνο που έληξε η προθεσμία μεταφοράς της Οδηγίας (10-7-2002), οπότε και όφειλε η Ελλάδα να έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα συμμόρφωσης προς την Οδηγία. Η εξέταση, όμως, του λόγου αυτού, μετά την απόρριψη του προηγούμενου λόγου ως αβασίμου, παρέλκει ως αλυσιτελής. Διότι, τυχόν αποδοχή του λόγου δεν θα καθιστούσε δυνατή την μετατροπή των συμβάσεων της αιτούσας σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, όπως επιδιώκει με την υπό κρίση αίτηση, εφόσον, όπως ήδη εκτέθηκε, αυτή δεν πληροί άλλη απαραίτητη προϋπόθεση που θεσπίζεται από τη ανωτέρω διάταξη του άρθρου 11 για να επέλθει η εν λόγω μετατροπή, και, συγκεκριμένα, αυτήν που απαιτεί μεταξύ των περισσοτέρων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας να μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών (3) μηνών, προϋπόθεση η οποία, όπως κρίθηκε με την προηγούμενη σκέψη, είναι νόμιμη και δεν αντίκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Αλλωστε, κατά το μέρος που η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η επίμαχη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 αντίκειται στο άρθρο 2 της Οδηγίας, κατά το μέρος που προβλέπει τη δυνατότητα να μετατραπούν σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μόνον οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που ήταν ενεργές έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού (19-7-2004), ο σχετικός λόγος ακυρώσεως προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον. Διότι, με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου 11 ορίζεται ότι στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν από την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού (από 19-4 έως 19-7-2004), λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του και ότι η συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων που ορίζεται στο εδαφ. α' της ίδιας παρ. 1 (τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων μηνών κλπ) πρέπει στην περίπτωση αυτή να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης. Από δε τα στοιχεία που προσκόμισε η αιτούσα προκύπτει ότι η τελευταία διαδοχική σύμβαση εργασίας της ορισμένου χρόνου έληξε στις 30 Ιουνίου 2004 (εντός δηλαδή του τελευταίου τριμήνου πριν την έναρξη ισχύος του πρ. δ/τος -βλ. την υπ' αριθμ. 4334/1 -7-2004 βεβαίωση προϋπηρεσίας της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δ Αθήνας) και ότι κατά την ημερομηνία αυτή είχε συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων μεγαλύτερη των είκοσι τεσσάρων μηνών (βλ. τις υπ' αριθμ. 3061/30-6-2000, 3271/2-7-2001, 2349/1-7-2002 και 4334/1-7-2004 βεβαιώσεις της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Δ Αθήνας και την υπ' αριθμ. 129/10-12-2003 βεβαίωση εργασίας του Διευθυντή του Γυμνασίου Κωφών και Βαρήκοων Αργυρούπολης). Με τα δεδομένα, όμως, αυτά, η αιτούσα δεν θίγεται από την πληττόμενη εν προκειμένω ρύθμιση, εφόσον οι συμβάσεις εργασίας της λογίζεται, κατά τα ανωτέρω, ότι πληρούν την θεσπιζόμενη από το άρθρο 11 προϋπόθεση να είναι ενεργές κατά την έναρξη ισχύος του πρ.δ/τος 164/2004.

    20. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του πρ. δ/τος 164/2004 είναι αντίθετη προς τη ρήτρα 8 παρ. 3 της ενσωματωθείσας στην Οδηγία συμφωνίας-πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι: «Η εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία». Τούτο δε, διότι με τη εν λόγω διάταξη του άρθρου 11 καταργείται σιωπηρώς, όπως υποστηρίζει η αιτούσα, ως προς το προσωπικό του δημόσιου τομέα, η προηγούμενη ευνοϊκή για τους εργαζομένους ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 3 του πρ. δ/τος 81/2003, κατά παράβαση της ανωτέρω ρήτρας περί μη χειροτερεύσεως της προστασίας των εργαζομένων από την εφαρμογή της συμφωνίας. Οπως ειδικότερα προβάλλει η αιτούσα, η παράβαση συνίσταται στο ότι, ενώ με τη διάταξη του εν λόγω άρθρου 5 παρ. 3 του πρ. δ/τος 81/2003 προβλεπόταν τεκμήριο υπέρ των εργαζομένων ότι, υπό ορισμένες χρονικής διάρκειας προϋποθέσεις (τις οποίες η αιτούσα πληροί), οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας τους ορισμένου χρόνου εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, με συνέπεια τη μετατροπή τους σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, το τεκμήριο αυτό δεν επαναλαμβάνεται με το προσβαλλόμενο πρ. δ/γμα, γεγονός που αποκλείει την αιτούσα να αποδείξει, κατ' εφαρμογή του τεκμηρίου, ότι εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας, όπως απαιτείται για να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 του πρ. δ/τος 164/2004. Ο λόγος, όμως, αυτός, (ανεξαρτήτως του ότι, όπως εκτέθηκε ήδη -σκέψη 8-, το πρ. δ/γμα 81/2003 αφορά μόνο τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα και όχι τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, όπως η αιτούσα) είναι και αυτός απορριπτέος, μετά την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, προεχόντως ως αλυσιτελής. Διότι, τυχόν αποδοχή του δεν θα οδηγούσε σε υπαγωγή της αιτούσας στις διατάξεις του άρθρου 11, ώστε να μετατραπούν οι συμβάσεις της σε σύμβαση αορίστου χρόνου, όπως αυτή επιδιώκει με την υπό κρίση αίτηση, εφόσον, όπως ήδη εκτέθηκε, αυτή δεν πληροί μία από τις λοιπές προϋποθέσεις που θεσπίζονται από τη ανωτέρω διάταξη και πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να επέλθει η μετατροπή, δηλαδή να μεσολαβεί μεταξύ των περισσοτέρων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας της χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών (3) μηνών, προϋπόθεση η οποία κρίθηκε κατά τα ανωτέρω νόμιμη και σύμφωνη προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ.

   21. Επειδή, συνεπώς, κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

   Δια ταύτα

 

   Αποβάλλει από τη δίκη τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

   Απορρίπτει την αίτηση.

   Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

   Επιβάλλει στην αιτούσα να καταβάλει στο Δημόσιο, ως δικαστική δαπάνη, το ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου και στις 5 Οκτωβρίου 2005 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 2006.