ΣτΕ 1231/2012

Ασφάλιση ΙΚΑ - Ειδικό βιβλίο καταχώρισης νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού - Αυτοτελής παράβαση της μη επίδειξης του βιβλίου - Εκδοση ΠΕΠΑΕ - Πρόστιμο -.

 

 

Οι εργοδότες, αμέσως μόλις προσλάβουν μισθωτούς και προτού οι τελευταίοι αναλάβουν εργασία, έχουν υποχρέωση να τους καταχωρίζουν στο προβλεπόμενο ειδικό έντυπο. Η μη επίδειξη στα όργανα του ΙΚΑ του ειδικού αυτού εντύπου συνιστά αυτοτελή παράβαση, για την οποία επιβάλλεται ένα και μόνο πρόστιμο και όχι τόσα όσα οι μισθωτοί που βρίσκονται και απασχολούνται κατά τον έλεγχο. Η πράξη οργάνου του ΙΚΑ με την οποία επιβλήθηκαν για μη επίδειξη τόσα πρόστιμα όσοι οι μισθωτοί είναι νομικώς πλημμελής. Το διοικητικό πρωτοδικείο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να ελέγξει την πλημμέλεια αυτή. Η πλημμέλεια αυτή είναι εξεταστέα αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό εφετείο, στην περίπτωση που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να την εξετάσει αυτεπαγγέλτως. Η παράλειψη αυτή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι ελεγκτή κατ’ αναίρεση μόνο ύστερα από την προβολή σχετικού λόγου (Αναιρεί την 234/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αιτιολογικό).

 

 

Αριθμός 1231/2012

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2012, με την εξής σύνθεση: Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του Προεδρεύοντος Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Σύμβουλοι, Β. Ανδρουλάκης, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού.

 

Για να δικάσει την από 1 Ιουνίου 2007 αίτηση:

 

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΚΡΗΤΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΑΝΕΣΕΩΝ Ανώνυμος Τουριστική και Εμπορική Εταιρία», που εδρεύει στα Κάτω Καρουζανά Δήμου Καστελίου Ηρακλείου Κρήτης, η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

 

κατά του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ - ΕΤΑΜ), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο Μαρινέττα Γούναρη (Α.Μ. 12844), που την διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 234/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Αικ. Ρωξάνα.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του αναιρεσιβλήτου Ιδρύματος, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (623912, 1962354/2007 ειδικά έντυπα παραβόλου).

 

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 26.5.2010 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της 234/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, με την οποία, κατόπιν αποδοχής εφέσεως του αναιρεσιβλήτου Ιδρύματος κατά της 114/2004 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, εξαφανίσθηκε η απόφαση αυτή, στη συνέχεια δε δικάστηκε και έγινε δεκτή η πρωτοδίκως απορριφθείσα προσφυγή αυτού και ακυρώθηκε η 853/2000 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (ΤΔΕ) του υποκαταστήματος ΙΚΑ Χερσονήσου. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή ένσταση της αναιρεσείουσας εταιρείας και είχε τροποποιηθεί η 84/2000 πράξη επιβολής προστίμου ακαταχωρίστων εργαζομένων (ΠΕΠΑΕ) του ανωτέρω Υποκαταστήματος, με την οποία είχε επιβληθεί σε βάρος της πρόστιμο συνολικού ύψους 6.960.000 δραχμών λόγω μη επίδειξης σε ελεγκτικά όργανα του ΙΚΑ του ειδικού βιβλίου καταχώρισης νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού.

 

 

3. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων της περίπτωσης στ΄ της παρ. 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951, Α΄ 179, (περίπτωση που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997, Α΄ 270, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 του ν. 3232/2004, Α΄ 48), των παρ. 2 και 4 της Φ.21/762/30.3.1998 απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄ 313), με τις οποίες προστέθηκαν, αντίστοιχα παρ. 5 στο άρθρο 26 και εδάφιο β? στην παρ. 1 του άρθρου 120 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ (απόφαση Υπουργού Εργασίας 55575/Ι.479/18.11.1965, Β΄ 816), και των διατάξεων των παρ. 1 και 4 της Φ.21/500/26.3.1998 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β΄ 313), συνάγεται ότι οι εργοδότες, αμέσως μόλις προσλάβουν μισθωτούς και προτού οι τελευταίοι αναλάβουν εργασία, έχουν υποχρέωση να τους καταχωρίζουν στο προβλεπόμενο από τις διατάξεις αυτές ειδικό έντυπο. Αν οι εργοδότες παραβούν την υποχρέωσή τους αυτή, αν δηλαδή δεν καταχωρίσουν τους νεοπροσλαμβανόμενους μισθωτούς ή δεν τους καταχωρίσουν στο χρονικό σημείο που επιβάλλουν οι ανωτέρω διατάξεις, ή αν δεν επιδείξουν, για οποιοδήποτε λόγο, στα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ, όταν τους ζητηθεί, το ειδικό έντυπο καταχώρισης νεοπροσλαμβανόμενων μισθωτών, επιβάλλεται σε βάρος τους πρόστιμο, το ύψος του οποίου προβλέπεται στην κατ εξουσιοδότηση του νόμου εκδοθείσα Φ. 21/500/1998 υπουργική απόφαση. Λόγω του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπουν οι ως άνω διατάξεις, (προστασία εργοδοτών και μισθωτών από αβάσιμες καταγγελίες και καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής) το πρόστιμο επιβάλλεται μόλις διαπιστωθούν οι προαναφερθείσες τυπικές παραβάσεις, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του υπόχρεου εργοδότη και ανεξάρτητα από την τυχόν τήρηση των λοιπών υποχρεώσεών του ως προς τους μισθωτούς αυτούς, οι οποίες απορρέουν από τη νομοθεσία του ΙΚΑ (ΣτΕ 669/2008, 2671/2011).

 

 

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενήργησαν τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ στις 16.9.2000 στον επαγγελματικό χώρο της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, η οποία διατηρεί κέντρο διασκέδασης στα Κάτω Καρουζανά του νομού Ηρακλείου, διαπιστώθηκε ότι απασχολούνταν εκεί 24 εργαζόμενοι διαφόρων ειδικοτήτων. Στα πλαίσια του ελέγχου αυτού, ο οποίος διήρκεσε μία ώρα (20.30 έως 21.30), δεν επιδείχθηκε, παρότι ζητήθηκε επιμόνως από τα ελεγκτικά όργανα, το τηρούμενο από την εταιρεία βιβλίο νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού, το οποίο τελικά προσκομίστηκε δέκα λεπτά μετά το πέρας του ελέγχου και ως εκ τούτου δεν ελήφθη υπόψη κατά τον έλεγχο. Κατόπιν αυτού, ο Διευθυντής του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Χερσονήσου με την 84/1.11.2000 πράξη του καταλόγισε σε βάρος της εταιρείας συνολικό πρόστιμο 6.900.000 δραχμών για την ως άνω αιτία (δηλ. πρόστιμο 280.000 δραχμών για καθένα από τους 24 εργαζομένους). Ένσταση της αναιρεσείουσας κατά της πράξεως αυτής έγινε εν μέρει δεκτή με την 853/2000 απόφαση της οικείας ΤΔΕ, με την οποία διεγράφη το πρόστιμο κατά το μέρος που αφορούσε 16 εργαζομένους, ενώ διατηρήθηκε για τους υπόλοιπους 8. Κατά της αποφάσεως αυτής της ΤΔΕ ασκήθηκε προσφυγή από το ΙΚΑ, με την οποία αμφισβητήθηκε η κρίση της ΤΔΕ για 8 από τους 16 εργαζομένους, για τους οποίους είχε διαγραφεί το πρόστιμο. Η προσφυγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη με την 114/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με την αιτιολογία ότι η σελίδα του βιβλίου όπου ήταν καταχωρισμένα τα ονόματα των συγκεκριμένων 8 εργαζομένων είχε προσκομιστεί σε χρόνο προγενέστερο του ελέγχου στην αρμόδια υπηρεσία του Υποκαταστήματος και, συνεπώς, το Ίδρυμα είχε λάβει γνώση του περιεχομένου της συγκεκριμένης σελίδας και, περαιτέρω, η εγγραφή των συγκεκριμένων εργαζομένων στο βιβλίο ήταν καθόλα νόμιμη (εμπρόθεσμη καταχώριση με πλήρη στοιχεία των εργαζομένων). Κατά της αποφάσεως αυτής του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου το αναιρεσίβλητο Ίδρυμα άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα υπέπεσε στην παράβαση της μη επίδειξης του βιβλίου, η οποία συνιστά ιδιαίτερη παράβαση, σαφώς διακεκριμένη της μη καταχώρισης, και συνεπώς ορθώς επιβλήθηκε σε βάρος της το επίδικο πρόστιμο. Δεν ασκεί δε επιρροή, κατά το εφετείο, το γεγονός ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν λάβει γνώση σε προηγούμενο χρόνο του περιεχομένου του εν λόγω βιβλίου, εφόσον η υποχρέωση του εργοδότη για επίδειξη του βιβλίου συντρέχει σε κάθε νέο έλεγχο, για να μπορεί να διαπιστώνεται κάθε φορά ότι το βιβλίο τηρείται κανονικά και δεν περιέχει παράτυπες διαγραφές, αλλοιώσεις και ξέσματα. Με τις σκέψεις αυτές το διοικητικό εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δίκασε και έκανε δεκτή την προσφυγή του ΙΚΑ και ακύρωσε την 853/2000 απόφαση της ΤΔΕ, κατά το μέρος που είχε διαγράψει το πρόστιμο για τους εν λόγω 8 εργαζομένους.

 

 

5. Επειδή, κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003 (Α΄ 111), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 3 και 45 παρ. 5 εδ. δεύτερο του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α? 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), στις οποίες το εδάφιο αυτό παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή, επί κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών τα δικόγραφα του Ι.Κ.Α παραδεκτώς υπογράφονται από μόνο τον εκπρόσωπό του, κατά δε το δεύτερο εδάφιο της ως άνω παραγράφου, η δικονομική αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, εφόσον δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, δηλαδή καταλαμβάνει όλες τις υποθέσεις στις οποίες το Ι.Κ.Α. είχε ασκήσει προσφυγή μετά την έναρξη ισχύος του ΚΔΔ έως το χρόνο ενάρξεως της ισχύος των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 3144/2003 (8.5.2003). Ανεξαρτήτως δε αν η αναδρομική ισχύς της δικονομικής ρυθμίσεως του πρώτου εδαφίου του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 3144/2003 θα ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, κατά το μέρος που καταλαμβάνει και υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων ή για τις οποίες υπάρχουν εκκρεμείς δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, πάντως, ως προς τις λοιπές υποθέσεις, η αναδρομή αυτή δεν αντίκειται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις, διότι αφορά σε ρύθμιση πάγια και γενικής εφαρμογής. Εξάλλου, η εν λόγω αναδρομή δεν παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της κυρωθείσας με το άρθρο πρώτο του ν.δ.53/1974 (Α? 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), διότι με την εν λόγω ρύθμιση θεραπεύεται δικονομική τυπική ακυρότητα και η έκβαση της δίκης δεν αποβαίνει υπέρ του Ι.Κ.Α., η ρύθμιση δε αυτή δικαιολογείται από την ανάγκη δικαστικής προασπίσεως των συμφερόντων του συνόλου των ασφαλισμένων του Ι.Κ.Α. από τα, κατ εξοχήν αρμόδια, ασφαλιστικά όργανα του Ιδρύματος (ΣτΕ 2993, 2994/2007 7μ.). Περαιτέρω, ενόψει της δυνατότητας που παρέχει ο ΚΔΔ στους ιδιώτες διαδίκους να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο και να υπογράφουν οι ίδιοι δικόγραφα στο πλαίσιο των κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών (άρθρα 27 παρ. 2 περ. β΄ και 45 παρ. 5 Κ.Δ.Δ.), οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003 δεν αντίκεινται στην αρχή της ισότητας των όπλων των διαδίκων (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ΣτΕ 1486/2010). Επομένως, οι λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου που διέπει την επίδικη σχέση, μετά την αποδοχή της εφέσεως του αναιρεσιβλήτου Ιδρύματος, έκανε δεκτή την προσφυγή του, χωρίς να απαντήσει στον προβληθέντα ουσιώδη ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί απαραδέκτου της προσφυγής του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ λόγω ακυρότητας του δικογράφου, το οποίο υπογραφόταν από τον Διευθυντή του Υποκαταστήματος του ΙΚΑ και όχι από δικαστικό πληρεξούσιο, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, διότι ο ως άνω ισχυρισμός δεν ήταν νόμω βάσιμος και άρα ουσιώδης και δεν έσφαλε το διοικητικό εφετείο που δεν τον εξέτασε (ΣτΕ 1135/2008 7μ.).

 

 

6. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι εφαρμοστέα εν προκειμένω ήταν η νεότερη και επιεικέστερη ρύθμιση της παρ. 2 της Φ.11321/5924/270/12.5.2004 αποφάσεως του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Β΄ 772), με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ. 4 της Φ.21/500/26.3.1998 αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως εξής: «Το ύψος του προστίμου για τις παραβάσεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις αα έως και δδ (στην υποπερίπτωση γγ΄ αναφέρεται η παράβαση της μη επίδειξης του εν λόγω ειδικού βιβλίου) της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951, όπως (η περίπτωση αυτή) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3232/2004, ορίζεται για κάθε έναν μισθωτό στο ποσό των 500 ευρώ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται από 12.2.2004». Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η εν λόγω νέα ρύθμιση, ως επιεικέστερη από την προηγούμενη (με βάση την οποία το πρόστιμο ανερχόταν για κάθε μισθωτό σε 800 περίπου ευρώ), έχει αναδρομική ισχύ και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος της (12.2.2004) υποθέσεις ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, αφού μάλιστα στην ως άνω διάταξη της νεότερης κανονιστικής απόφασης δεν υπάρχει σαφής αντίθετη διάταξη, ως εκ τούτου δε ήταν εφαρμοστέα και στην προκειμένη περίπτωση, αφού ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης της έφεσης ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου. Ο λόγος όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από τη διατύπωση της παρ. 3 της ανωτέρω νεότερης υπουργικής απόφασης, με την οποία ορίζεται ότι η ισχύς αυτής αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (δηλαδή από 25.5.2004), σε συνδυασμό με την πρόβλεψη της παρ. 2 για περιορισμένη αναδρομή της ειδικής διάταξης που αφορά το ύψος του προστίμου (από 12.2.2004, που συμπίπτει με το χρόνο ενάρξεως της ισχύος της νεότερης διάταξης του άρθρου 10 του ν. 3232/2004), συνάγεται ότι δεν προβλέφθηκε γενική αναδρομική εφαρμογή της νεότερης υπουργικής απόφασης και μάλιστα σε εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεις, καθόσον δίδεται ρητώς περιορισμένη αναδρομικότητα στην ειδική αυτή ρύθμιση. Συνεπώς, σε περίπτωση που η παράβαση διαπιστώνεται πριν από τις 12.2.2004, εφαρμόζεται η προϊσχύουσα διάταξη της παρ. 4 της Φ. 21/500/1998 υπουργικής απόφασης (ΣτΕ 2671/2011).

 

 

7. Επειδή, προβάλλεται ακολούθως ότι οι διατάξεις των προαναφερθεισών δύο υπουργικών αποφάσεων, με τις οποίες προβλέπεται ότι για τη μη επίδειξη του ειδικού βιβλίου κατά τον έλεγχο ο εργοδότης δεν μπορεί να αντιτάξει στα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ καμία αιτιολογία για τη μη επιβολή του (παρ. 2 της Φ 21/762/1998 υπουργικής απόφασης και παρ. 4 της Φ 21/500/1998 υπουργικής απόφασης), έχουν τεθεί καθ΄ υπέρβαση των ορίων της εξουσιοδότησης της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/2007 (με την οποία προστέθηκε περίπτωση στ΄ στην παρ. 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951). Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, διότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο δεν στήριξε την κρίση του στις διατάξεις αυτές των ανωτέρω υπουργικών αποφάσεων, αφού δέχθηκε, αντιμετωπίζοντας το σχετικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες είχε όντως διαπραχθεί η επίμαχη παράβαση (ΣτΕ 2671/2011).

 

 

8. Επειδή, κατά την έννοια των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων που αναφέρθηκαν στην 3η σκέψη, η μη επίδειξη στα αρμόδια για τον έλεγχο της τήρησής τους όργανα του αναιρεσιβλήτου Ιδρύματος του ειδικού εντύπου καταχώρισης νεοπροσλαμβανόμενων μισθωτών συνιστά αυτοτελή παράβαση, για την οποία επιβάλλεται ένα και μόνο πρόστιμο. Επομένως, πράξη οργάνου του αναιρεσιβλήτου Ιδρύματος, με την οποία για την παράβαση αυτή, της μη επίδειξης δηλαδή του πιο πάνω ειδικού εντύπου καταχώρισης στο όργανο που διενεργεί τον έλεγχο, επιβάλλονται σε βάρος του εργοδότη τόσα πρόστιμα όσα οι μισθωτοί που βρίσκονται να απασχολούνται κατά τον έλεγχο, είναι νομικώς πλημμελής κατά την έννοια του άρθρου 79 του Κ.Δ.Δ. και το διοικητικό πρωτοδικείο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να ελέγξει την πλημμέλεια αυτή (ΣτΕ 4368/2009). Η πλημμέλεια αυτή είναι εξεταστέα αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό εφετείο, κατά το άρθρο 97 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., στην περίπτωση που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε να την εξετάσει αυτεπαγγέλτως (πρβλ. ΣτΕ 755/2011), η παράλειψη δε του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως την πλημμέλεια αυτή είναι ελεγκτή κατ΄ αναίρεση μόνο ύστερα από την προβολή σχετικού λόγου (πρβλ. ΣτΕ 279/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι ορθώς επεβλήθη σε βάρος της αναιρεσείουσας το επίδικο πρόστιμο για την παράβαση της μη επίδειξης του ειδικού εντύπου καταχώρισης στο όργανο που διενήργησε τον έλεγχο, παρά το γεγονός ότι με την 84/2000 ΠΕΠΑΕ του Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Χερσονήσου είχαν επιβληθεί τόσα πρόστιμα όσα και οι μισθωτοί που βρέθηκαν να απασχολούνται κατά τον έλεγχο, είναι εσφαλμένη, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος παραδεκτώς προβάλλεται το πρώτον κατ΄ αναίρεση, γιατί ανάγεται, κατά τα προεκτεθέντα, σε πλημμέλεια αυτεπαγγέλτως εξεταστέα και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

 

 

9. Επειδή, κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή, για τον ως άνω λόγο αναιρέσεως. Μετά δε την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για τον λόγο αυτό, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως και η υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρίνισης κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.

 

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

 

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

 

Αναιρεί την 234/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αιτιολογικό.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου και

 

Επιβάλλει στo ΙΚΑ-ΕΤΑΜ τη δικαστική δαπάνη της αιτούσας, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 2012

 

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος  Η Γραμματέας

Γ. Παπαμεντζελόπουλος  Μ. Βλασερού

 

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 2ας Απριλίου 2012.

 

Ο Πρόεδρος του Α' Τμήματος  Η Γραμματέας του Α' Τμήματος

 Νικ. Σακελλαρίου  Β. Ραφαηλάκη