ΣτΕ 1031/2015

 

Κοινωνική Ασφάλιση - Περικοπές συντάξεων και βοηθημάτων - Επιδόματα εορτών και αδείας - Δικαίωμα περιουσίας - Αρχή αναλογικότητας - Αρχή ισότητας - Συνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Κρίθηκαν τα εξής: Ζητήματα, όπως τα ρυθμιζόμενα με την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, δηλαδή ο τρόπος ενημερώσεως των ασφαλιστικών φορέων για την περίπτωση καταβολής στο ίδιο συνταξιούχο περισσοτέρων της μιας συντάξεων, συνέπειες διπλής ή πολλαπλής καταβολής επιδόματος εορτών ή αδείας και καθορισμός του χρόνου καταβολής των ανωτέρω επιδομάτων είναι ζητήματα λεπτομερειακού χαρακτήρα και, επομένως, με τη διάταξη της παρ. 15 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 θεμιτώς παρέχεται, κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντ., εξουσιοδότηση για να ρυθμιστούν με υπουργική απόφαση. Οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στα άρθρα 22 παρ. 5 του Συντ. και 1 του Πρώτου Προσθ. Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, ούτε στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντ. αρχή της αναλογικότητας (Αντίθετη μειοψηφία). Ζήτημα παραβίασης των διατάξεων της παρ. 3 του άρθ. 70 του Μέρους XII της Διεθνούς Σύμβασης «περί του Ευρωπαϊκού Κώδικος Κοινωνικής Ασφαλείας» δεν τίθεται, προεχόντως διότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, το επίμαχο μέτρο περικοπής των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντ. που είναι εναρμονισμένες με τις προβλέψεις της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως (Αντίθετη μειοψηφία). Η διάταξη της παρ. 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, που θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση των επιδομάτων εορτών και αδείας στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους των ασφαλιστικών οργανισμών τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους, βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη ρύθμιση του νέου ασφαλιστικού συστήματος του ν. 3863/2010 για την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και δεν αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (Αντίθετη μειοψηφία).

 

Αριθμός 1031/2015

 

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΤΜΗΜΑ Α΄

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Σπ. Μαρκάτης, Α. Καλογεροπούλου, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Σύμβουλοι, Χ. Χαραλαμπίδη, Χ. Κομνηνός, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.

 

Για  να δικάσει την από 13 Σεπτεμβρίου 2010 αίτηση:

 

των: 1) σωματείου με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ Δ.Ε.Η. (Π.Ο.Σ.-Δ.Ε.Η.)», που εδρεύει στην Αθήνα (Γ΄ Σεπτεμβρίου 7), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Λουκά Αποστολίδη (Α.Μ. 15043), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2) ... και 21) ..., κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Λουκά Αποστολίδη, στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 21.10.13 για τη νομιμοποίησή του,

 

κατά των Υπουργών: 1) Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρ. Μητκίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο οποίος παρέστη με τον Χαρ. Μπρισκόλα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπʼ αριθ. Φ8000/14254/1097/6.7.2010 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Σπ. Μαρκάτη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον δικηγόρο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπʼ αριθμό 1111258, σειράς Α, ειδικό γραμμάτιο παραβόλου).

 

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της Φ80000/14254/1097/6.7.2010 κοινής αποφάσεως των Υφυπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (Β΄ 1033/7.7.2010). Με την απόφαση αυτή, η οποία εκδόθηκε κατʼ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παραγράφου 15 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, καθορίσθηκαν οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφαλίσεως (πλην του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων) των επιδομάτων εορτών και αδείας.

 

 

3. Επειδή, οι 3ος, 4ος, 6ος, 7ος, 9ος, 12ος, 13ος, 14ος, 15ος, 16ος, 17ος, 18ος, 19ος, 20ός και 21ος εκ των αιτούντων δεν νομιμοποίησαν τον υπογράφοντα το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως δικηγόρο με κάποιον από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 27 του π.δ.18/1989 τρόπους και, συνεπώς, ως προς αυτούς, η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 

 

4. Επειδή, στις 6.5.2010 δημοσιεύθηκε ο ν. 3845/2010 (Α΄ 65) με τίτλο «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη - μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο». Με το άρθρο τρίτο του ως άνω νόμου ορίσθηκαν τα εξής : «1. ... 10. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων κύριας ασφάλισης, με εξαίρεση τους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., χορηγούνται εφόσον ο δικαιούχος έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του και το ύψος τους καθορίζεται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων, στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ. Τα ανωτέρω επιδόματα αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για όλους του φορείς κοινωνικής ασφάλισης … κατά ενιαίο ποσοστό έπειτα από οικονομική μελέτη … και εφόσον το επιτρέπουν οι οικονομικές δυνατότητες των ταμείων και η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας (το τελευταίο αυτό εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 67 του ν. 3863/2010, Α΄ 115/15.7.2010). 11. Από το όριο ηλικίας που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο εξαιρούνται όσοι εξ ιδίου δικαιώματος λαμβάνουν σύνταξη λόγω αναπηρίας ή με το καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών ή των οικοδομικών επαγγελμάτων, καθώς και οι δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, εφόσον οι τελευταίοι: α) είναι δικαιούχοι λόγω θανάτου συζύγου, ή β) δεν έχουν υπερβεί το 18ο έτος ή αν σπουδάζουν, το 24ο έτος της ηλικίας τους, ή γ) είναι ανίκανοι για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 67%. 12. Αν καταβάλλονται στο ίδιο πρόσωπο δύο κύριες συντάξεις από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μόνο από τον φορέα που καταβάλλει την μεγαλύτερη σύνταξη. 13. Αν στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι εκ μεταβιβάσεως, το ποσό των επιδομάτων επιμερίζεται αναλόγως στα συνδικαιούχα πρόσωπα. 14. Τα επιδόματα της παραγράφου 10 δεν καταβάλλονται, εφόσον οι καταβαλλόμενες συντάξεις, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων της παραγράφου 10, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση υπερβαίνουν κατά μήνα, τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων της παραγράφου 10, οι καταβαλλόμενες συντάξεις υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα της παραγράφου 10 καταβάλλονται μέχρι του ορίου των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ, με ανάλογη μείωσή τους. 15. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή των παραγράφων 10 έως και 14 του άρθρου αυτού. 16. …».

 

 

5. Επειδή, η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση εκδόθηκε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, κατʼ επίκληση της προπαρατεθείσας διατάξεως της παραγράφου 15 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010. Με τις παραγράφους 1 και 2, καθώς και με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 της  προσβαλλομένης αποφάσεως επαναλαμβάνονται, κατʼ αρχήν, οι ρυθμίσεις, που έχουν θεσπισθεί με τις παραγράφους 10 έως και 14 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 και αφορούν τα καταβαλλόμενα σε συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων κυρίας ασφαλίσεως, πλην του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων, επιδόματα εορτών, Χριστουγέννων και Πάσχα, και αδείας. Στη συνέχεια, με τα επόμενα εδάφια της παραγράφου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζεται ότι οι συνταξιούχοι, στους οποίους χορηγούνται περισσότερες της μιας συντάξεις ή βοήθημα τύπου σύνταξης («εξωιδρυματικό επίδομα»), «υποχρεούνται στην υποβολή υπεύθυνης δήλωσης προς τον αρμόδιο φορέα, όπου δηλώνουν τόσο τα σχετικά ποσά σύνταξης όσο και τους λοιπούς ασφαλιστικούς φορείς ή το Δημόσιο από τους οποίους λαμβάνουν σύνταξη ή εξωιδρυματικό επίδομα. Ο αρμόδιος φορέας ενημερώνει τους λοιπούς φορείς για την καταβολή των εν λόγω επιδομάτων στους συνταξιούχους αυτούς. Στο έντυπο υπεύθυνης δήλωσης ο συνταξιούχος υποχρεούται επιπροσθέτως να δηλώνει ότι δεν έχει εισπράξει ούτε θα εισπράξει στο μέλλον από άλλο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο, τα σχετικά επιδόματα. Σε περίπτωση διαπίστωσης διπλής ή και πολλαπλής καταβολής επιδόματος, τα σχετικά ποσά καταλογίζονται σε βάρος του συνταξιούχου και αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθέντα συμψηφιζόμενα με τα χορηγούμενα ποσά σύνταξης σε τρεις (3) μηνιαίες δόσεις». Περαιτέρω, με την παρ. 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζονται τα εξής : «Ως χρόνος πληρωμής των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ορίζεται η 16η Δεκεμβρίου και η δέκατη ημέρα πριν το Πάσχα αντίστοιχα. Δικαιούχοι είναι όσοι συνταξιοδοτούνται ή η έναρξη συνταξιοδότησης τους εμπίπτει την 1η Δεκεμβρίου ή την πρώτη του μήνα που εορτάζεται το Πάσχα. Οι συνταξιούχοι των οποίων το συνταξιοδοτικό δικαίωμα αρχίζει ή λήγει μετά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες και εντός του μήνα Δεκεμβρίου ή του μήνα που εορτάζεται το Πάσχα, δικαιούνται αναλογία επιδόματος για τόσα τριακοστά των ποσών της παρ. 2, όσες και οι ημέρες συνταξιοδότησής τους. Ως χρόνος πληρωμής του επιδόματος αδείας ορίζεται η ημερομηνία καταβολής της σύνταξης μηνός Αυγούστου. Οι συνταξιούχοι, των οποίων έληξε η συνταξιοδότηση ή ανεστάλη η καταβολή της σύνταξης πριν τον Αύγουστο μήνα, δικαιούνται μέρος του επιδόματος αδείας, ίσο με το 1/12 του ποσού αυτού για κάθε μήνα πραγματικής καταβολής της σύνταξης κατά το τελευταίο προ του μηνός Αυγούστου δωδεκάμηνο». Τέλος, με την παράγραφο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζεται ότι «Οι διατάξεις που ρυθμίζουν την χορήγηση των εν λόγω επιδομάτων στους επιδοτούμενους λόγω ασθένειας από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, καθώς και στους συνταξιούχους των φορέων επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και του Ο.Γ.Α. εξακολουθούν να ισχύουν», προφανώς εν όψει του ότι το άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 δεν ρύθμισε την χορήγηση επιδομάτων αδείας και εορτών στους επιδοτούμενους λόγω ασθένειας από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και στους συνταξιούχους των φορέων επικουρικής ασφάλισης. Από το κατά τα ανωτέρω περιεχόμενο της προσβαλλομένης κοινής υπουργικής αποφάσεως προκύπτει ότι αυτή δεν περιορίζεται στην απλή επανάληψη διατάξεων του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, αλλά, προς συμπλήρωση των περιεχομένων στον νόμο βασικών ουσιαστικών ρυθμίσεων, περιέχει και νέες ρυθμίσεις, λεπτομερειακού χαρακτήρα, που αφορούν τον καθορισμό του τρόπου ενημερώσεως των ασφαλιστικών φορέων για την περίπτωση καταβολής στον ίδιο συνταξιούχο ή βοηθηματούχο περισσοτέρων της μιας συντάξεων ή περισσοτέρου του ενός βοηθήματος, τις συνέπειες διπλής ή πολλαπλής καταβολής επιδόματος εορτών ή αδείας και τον καθορισμό του χρόνου καταβολής των εν λόγω επιδομάτων. Κατά το μέρος δε που η προσβαλλόμενη αυτή πράξη θεσπίζει νέες ρυθμίσεις έχει εκτελεστό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, προσβάλλεται, από την άποψη αυτή, παραδεκτώς (ΣτΕ 668/2012 Ολομ.). Εξάλλου, η απόφαση αυτή προσβάλλεται εμπροθέσμως (δημοσίευση αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 7.7.2010, ήτοι εντός της περιόδου των δικαστικών διακοπών, άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως στις 15.9.2010).

 

 

6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση και τα παραδεκτώς κατατεθέντα από 5.11.2010 και 4.3.2013 δικόγραφα προσθέτων λόγων  προβάλλονται οι ακόλουθοι λόγοι ακυρώσεως : (α). Η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση είναι ακυρωτέα διότι εκδόθηκε κατʼ επίκληση εξουσιοδοτικής διατάξεως (παράγραφος 15 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010), η οποία αντίκειται στο Σύνταγμα, διότι αναφέρεται σε ζήτημα, το οποίο, από της φύση του, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος. Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς των αιτούντων, από την τελευταία αυτή συνταγματική διάταξη, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι η περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας, πλήττουσα συνταγματικώς και νομοθετικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των εργαζομένων και των συνταξιούχων, δεν αποτελεί ειδικότερο ζήτημα, ούτε ζήτημα λεπτομερειακού ή τεχνικού χαρακτήρα, ώστε να μπορεί να ρυθμιστεί με την έκδοση υπουργικής αποφάσεως, αλλʼ αντιθέτως ουσιώδες ζήτημα, η ρύθμιση του οποίου έπρεπε να γίνει είτε με νόμο, είτε, κατʼ εξουσιοδότησή του, με προεδρικό διάταγμα.  (β) Η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση είναι ακυρωτέα ως εκδοθείσα κατʼ εξουσιοδότηση νόμου, οι επιμέρους διατάξεις του οποίου αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι προ της λήψεως των επίμαχων μέτρων ο νομοθέτης παρέλειψε τη δυνατότητα υιοθέτησης εναλλακτικών λύσεων,  δηλαδή ηπιότερων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής. Περαιτέρω, υφʼ οιανδήποτε ερμηνευτική εκδοχή, η, κατά τα ανωτέρω, εξουσιοδοτική διάταξη του ν. 3845/2010 είναι αντισυνταγματική, κατά το μέρος που δεν περιέχει ρήτρα περί παύσεως της ισχύος της με τη λήξη των έκτακτων λόγων που, κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, αποτέλεσαν το δικαιολογητικό λόγο της θεσπίσεως του μέτρου της περικοπής των επιδομάτων εορτών και αδείας των εργαζομένων και των συνταξιούχων. (γ)  Οι διατάξεις του ν. 3845/2010 είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος περί κοινωνικής ασφαλίσεως και του άρθρου 70 παρ. 3 του κυρωθέντος με το ν. 1136/1981 Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας, από τις οποίες απορρέει η υποχρέωση εκπονήσεως αναλογιστικής μελέτης σε κάθε περίπτωση λήψεως μέτρων μείωσης κοινωνικοασφαλιστικών παροχών. Κατά τα τους αιτούντες η ως άνω υποχρέωση δεν αφορά μόνον την περίπτωση αύξησης των χορηγούμενων παροχών, αλλʼ οποιαδήποτε περίπτωση τροποποίησής τους, προκειμένου να τεκμηριώνεται, σε κάθε περίπτωση, η αναγκαιότητα των ληφθέντων μέτρων μετά από διερεύνηση της δυνατότητας υιοθέτησης εναλλακτικών λύσεων.  (δ) Η επελθούσα, με τις διατάξεις του ν. 3845/2010, περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας των συνταξιούχων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης εχώρησε κατά παράβαση των άρθρων 22 παρ. 5 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όπως υποστηρίζουν οι αιτούντες, οι συντάξεις, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, εμπίπτουν, ανεξαρτήτως του ανταποδοτικού ή προνοιακού τους χαρακτήρα, στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ως άνω Συμβάσεως. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, όπως έχουν παγίως ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, απαγορεύεται η ουσιώδης μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών, ιδίως, εκείνων που παρέχονται στο πλαίσιο διανεμητικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι το ελληνικό κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση, για τη μείωση του ύψους των συνταξιοδοτικών παροχών απαιτείται η επίκληση σοβαρών λόγων δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, πρέπει να τελούν σε σχέση αναλογίας με τα μέτρα που τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν θέσει σε ισχύ για την επίτευξή τους, να διασφαλίζεται δε, παραλλήλως, η προστασία του πυρήνα του σχετικού δικαιώματος, το οποίο, εν προκειμένω, συνίσταται στην ειρηνική απόλαυση των συνταξιοδοτικών και κοινωνικοασφαλιστικών εν γένει παροχών. Με τις διατάξεις, εξάλλου, του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος κατοχυρώνεται, πέραν της θεσμικής εγγυήσεως, και ένα υποκειμενικό δικαίωμα για ασφάλιση, από το οποίο απορρέει ένα δημόσιας φύσεως δικαίωμα του ασφαλισμένου έναντι του ταμείου για παροχή συγκεκριμένων συνταξιοδοτικών παροχών. Κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων, ερμηνευομένων υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, το ύψος των συνταξιοδοτικών παροχών, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι δεν κατοχυρώνεται συνταγματικά, επιτρέπεται να μειωθεί μόνον υπό τη συνδρομή των προαναφερομένων προϋποθέσεων, ήτοι μόνον εφόσον γίνεται επίκληση επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στην αδήριτη ανάγκη μειώσεως των ελλειμμάτων των κοινωνικοασφαλιστικών ελλειμμάτων, και εφόσον δεν προσβάλλεται ο πυρήνας του δικαιώματος, υπό την έννοια της εξασφάλισης ενός ελάχιστου επιπέδου προστασίας, αναγκαίου για την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι προϋποθέσεις, ωστόσο, αυτές δεν πληρούνται, εν προκειμένω, καθόσον, όπως ισχυρίζονται οι αιτούντες, το δημόσιο συμφέρον, κατ΄ επίκληση του οποίου επεβλήθησαν οι, κατά τα ανωτέρω, περικοπές αποδοχών και συντάξεων, ταυτίζεται με το απλό ταμειακό συμφέρον του δημοσίου, το οποίο εξυπηρετείται με κάθε περιστολή δημοσίων δαπανών.  (ε) Η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας των συνταξιούχων που δεν έχουν υπερβεί το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους αποτελεί αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση έναντι των λοιπών συνταξιούχων, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει το ηλικιακό αυτό όριο. Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς των αιτούντων, το κριτήριο, που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης κατά τη διαμόρφωση της συγκεκριμένης ρυθμίσεως, είναι προδήλως αυθαίρετο, δεδομένου ότι δεν συνδέεται με ορισμένη ιδιότητα των προσώπων αυτών, ούτε, άλλωστε, με συγκεκριμένο λόγο δημοσίου συμφέροντος, που θα μπορούσε, κατ΄ εξαίρεση, να δικαιολογήσει την περικοπή των επιδομάτων τους. (στ) Η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση εκδόθηκε κατʼ εξουσιοδότηση διατάξεων νόμου, αντίθετου προς τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 3 του κυρωθέντος με το ν. 1426/1984 Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη με τον οποίο τα συμβαλλόμενα κράτη, μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, ανέλαβαν την υποχρέωση να θεσπίσουν ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλειας, αντίστοιχου, τουλάχιστον, επιπέδου με εκείνο που εξασφαλίζεται με την υπʼ αριθμό102 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας και να λαμβάνουν κάθε πρόσφορο μέτρο για τη συνεχή βελτίωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η παραβίαση, εξάλλου, αυτή διαπιστώθηκε προσφάτως με πλείονες αποφάσεις της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινωνικών Δικαιωμάτων, με τις οποίες έγιναν δεκτές προσφυγές φορέων συλλογικής εκπροσώπησης εργαζομένων και συνταξιούχων (65 - 66/2011 και 76 - 80/2012), μεταξύ των οποίων και της ήδη αιτούσας ομοσπονδίας (79/2012). Με την απόφαση που εκδόθηκε επί της τελευταίας αυτής προσφυγής, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη αφενός μεν το σωρευτικό αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας που προβλέφθηκαν διαδοχικώς με τους νόμους 3833/2010, 3845/2010, 3847/2010, 3863/2010, 3866/2010, 3896/2011, 4002/2011, 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012, αφετέρου δε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη θέσπιση και την υλοποίηση των μέτρων αυτών, έκρινε, ειδικότερα, ότι συνέτρεχε, εν προκειμένω, περίπτωση παραβιάσεως του άρθρου 12 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, για την εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, ερμηνευόμενες υπό το φως των μεταγενέστερων νομοθετικών εξελίξεων (βλ. άρθρα 38 του ν. 3863/2010, 44 παρ. 10 του ν. 3986/2011, 2 του ν. 4024/2011 και 6 του ν. 4051/2012), και, ιδίως, των διατάξεων του ν. 4093/2012, με τις οποίες, κατά τα ήδη εκτεθέντα, επιβλήθηκαν νέες περικοπές στις συντάξεις και καταργήθηκαν τα επιδόματα εορτών και αδείας των συνταξιούχων, κατέστησαν, εκ των υστέρων, αντισυνταγματικές. Όπως υποστηρίζουν, ειδικότερα, οι αιτούντες, η επελθούσα, με τις διατάξεις του ν. 3845/2010, μείωση των επιδομάτων εορτών και αδείας των συνταξιούχων, σωρευτικώς υπολογιζόμενη με τις διαδοχικώς επιβληθείσες περικοπές των κύριων και επικουρικών συντάξεών τους, οδηγεί σε ουσιώδη υποβάθμιση του προϋφιστάμενου επιπέδου διαβιώσεώς τους. (ζ) Η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση είναι ακυρωτέα ως εκδοθείσα προς εφαρμογή νόμου αντίθετου προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις: (α) των άρθρων 2, 9, και 11 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το ν. 1532/1985 και με το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη, μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε προσώπου για κοινωνική ασφάλεια και ασφάλιση και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να λαμβάνουν μέτρα για τη διασφάλιση ανεκτών συνθηκών διαβίωσης των διαβιούντων εντός της επικράτειάς τους προσώπων, (β) του άρθρου 34 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το οποίο κατοχυρώνεται δικαίωμα σε κοινωνική ασφάλιση και κοινωνική αρωγή,  (γ) των άρθρων 65 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας 102 και 10 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, από τις οποίες, κατά τους αιτούντες, απέρρεε υποχρέωση σταδιακής αναπροσαρμογής των συντάξιμων περιοδικών παροχών στον συνεχώς αυξανόμενο κατά την επίμαχη περίοδο πληθωρισμό και στη συνακόλουθη αύξηση του κόστους ζωής, καθώς και του άρθρου 66 παρ. 4 και 7 της ως άνω διεθνούς συμβάσεως, με τις οποίες καθιερώνονται κατώτατα όρια για τις συντάξεις γήρατος.

 

 

7. Επειδή,  οι ως άνω λόγοι ακυρώσεως,  με τους οποίους δεν αποδίδονται συγκεκριμένες πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση αλλά στις επιμέρους διατάξεις του ν. 3845/2010, κατʼ επίκληση του οποίου αυτή εκδόθηκε, προβάλλονται παραδεκτώς, διότι τυχόν ανίσχυρο των θεσπιζομένων με τον νόμο ρυθμίσεων, τις οποίες εξειδικεύουν ή συμπληρώνουν κανονιστικώς οι διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα είχε ως συνέπεια την ακύρωση της τελευταίας αυτής πράξεως, καθʼ όσον,  δεν νοείται ρύθμιση λεπτομερειών εφαρμογής νόμου που προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (πρβλ. ΣτΕ 96/2009 σκ. 9, 3266/2008 σκ. 7, 372/2005, σκ. 8, 1095/2001 σκ. 5, κ.ά.).

 

 

8. Επειδή, ζητήματα, όπως τα ρυθμιζόμενα με την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, δηλαδή ο τρόπος ενημερώσεως των ασφαλιστικών φορέων για την περίπτωση καταβολής στο ίδιο συνταξιούχο περισσοτέρων της μιας συντάξεων, συνέπειες διπλής ή πολλαπλής καταβολής επιδόματος εορτών ή αδείας και καθορισμός του χρόνου καταβολής των ανωτέρω επιδομάτων είναι ζητήματα λεπτομερειακού χαρακτήρα και, επομένως, με τη διάταξη της παρ. 15 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 θεμιτώς παρέχεται, κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος, εξουσιοδότηση για να ρυθμιστούν με υπουργική απόφαση (ΣτΕ 668/2012 Ολομ. σκ. 42, 1285/2012 Ολομ. σκ. 22). Συνεπώς, ο υπό στοιχείο (α) λόγος ακυρώσεως  είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

 

 

9. Επειδή, όπως κρίθηκε και με την απόφαση 668/2012 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκ. 35), με τους νόμους 3833 και 3845/2010 ελήφθησαν διάφορα μέτρα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περικοπή αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αφʼ ενός μεν για την άμεση αντιμετώπιση της διαπιστωθείσης από το νομοθέτη οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, η οποία, κατʼ αυτόν, είχε καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της χώρας μέσω των διεθνών αγορών και πιθανό το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της, και αφʼ ετέρου για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών με τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κατά τρόπο δυνάμενο να διατηρηθεί και μετά την τριετή περίοδο, στην οποία κατʼ αρχήν απέβλεπαν τα λαμβανόμενα μέτρα. Ειδικώς δε η λήψη των μέτρων του ν. 3845/2010, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περαιτέρω περικοπή αποδοχών και συνταξιοδοτικών παροχών, η οποία συνεπάγεται, κατά τις εκτιμήσεις του νομοθέτη, τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης κατά 2,5 περίπου εκατοστιαίες μονάδες του Α.Ε.Π., κρίθηκε αναγκαία από τον νομοθέτη εν όψει του ότι, κατά την εκτίμησή του, τα προγενεστέρως θεσπισθέντα με τις διατάξεις του ν. 3833/2010 μέτρα απεδείχθησαν ανεπαρκή για την αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως της χώρας, με συνέπεια να καταστεί αναγκαία η προσφυγή στον αποφασισθέντα από τα λοιπά, πλην της Ελλάδας, κράτη μέλη της Ευρωζώνης ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Με τα δεδομένα αυτά, η θεσπισθείσα με τον νόμο 3845/2010 περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατʼ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Τα μέτρα δε αυτά, λόγω της φύσεώς τους, συμβάλλουν αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών. Εν όψει τούτων, με τα δεδομένα, που, κατά τον νομοθέτη, συνέτρεχαν κατά τον χρόνο θεσπίσεως των επιμάχων μέτρων, τα μέτρα αυτά δεν παρίστανται, κατʼ αρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της υπʼ αυτού διαπιστωθείσης κρίσιμης δημοσιονομικής καταστάσεως υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι οι λόγοι, κατʼ επίκληση των οποίων επιχειρείται η περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας των συνταξιούχων των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν αρκούν για τη δικαιολόγηση, από της απόψεως αυτής, της αναγκαιότητας λήψεως των επιμάχων μέτρων και ότι με τα μέτρα αυτά επιδιώκεται αποκλειστικώς η εξυπηρέτηση των ταμειακών συμφερόντων του Δημοσίου. Εξ άλλου, αβασίμως αμφισβητείται η πραγματική βάση, επί της οποίας στηρίζονται οι ακυρωτικώς ανέλεγκτες εκτιμήσεις του νομοθέτη περί της συνολικής δημοσιονομικής επιδράσεως των επιμάχων μέτρων, δεδομένου, μάλιστα, ότι με την κρινόμενη αίτηση δεν γίνεται επίκληση στοιχείων που να αποδεικνύουν το προδήλως εσφαλμένο των παραδοχών, από τις οποίες εκκινεί ο νομοθέτης. Οι εν λόγω εκτιμήσεις στηρίζονται επαρκώς στην επίδραση που θα έχει στο δημόσιο έλλειμμα η εξοικονόμηση, που θα προκύψει από την μείωση των κονδυλίων, τα οποία είχαν διατεθεί κατά το προηγούμενο έτος για την καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών, στηρίζονται δηλαδή σε στοιχεία, που είναι εκ των προτέρων γνωστά. Εξ άλλου, οι προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση ειδικότεροι ισχυρισμοί ότι από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψηφίσεως του νόμου 3845/2010 και την συνοδεύουσα αυτόν αιτιολογική έκθεση ουδόλως προκύπτουν οι λόγοι, για τους οποίους οι προβλεπόμενες περικοπές των αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των συνταξιοδοτικών παροχών, που χορηγούνται από οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, θα οδηγήσουν σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας και σε αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, πρέπει να απορριφθούν. Και τούτο διότι η περικοπή  των συνταξιοδοτικών παροχών αποβλέπει κυρίως, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, στον περιορισμό των δαπανών της γενικής κυβερνήσεως, ο οποίος θα συμβάλει στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας. Στις δαπάνες δε της γενικής κυβερνήσεως περιλαμβάνονται και οι δαπάνες των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, ανεξαρτήτως του ότι οι οργανισμοί αυτοί αποτελούν αυτοτελή, σε σχέση με το νομικό πρόσωπο του κράτους, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με οικονομική αυτοτέλεια. Περαιτέρω, οι προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση ισχυρισμοί περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας είναι απορριπτέοι. Ειδικότερα, αβασίμως προβάλλεται ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να εξετάσει προ της λήψεως των συγκεκριμένων μέτρων, το ενδεχόμενο υιοθετήσεως εναλλακτικών λύσεων, ηπιότερων, δηλαδή, μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και αντιμετωπίσεως της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως της Χώρας. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω εκτεθέντα, η αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως της Χώρας και, περαιτέρω, η δημοσιονομική εξυγίανση αυτής δεν στηρίζεται μόνον στην μείωση των δαπανών μισθοδοσίας των εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των δαπανών των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, αλλά στη λήψη και άλλων μέτρων, οικονομικών, δημοσιονομικών και διαρθρωτικών, η συνολική και συντονισμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμάται από το νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της Χώρας από την κρίση και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο δυνάμενο να διατηρηθεί και στο μέλλον, δηλαδή μετά την πάροδο της τριετίας, στην οποία, κατʼ αρχήν αποβλέπει το περιλαμβανόμενο στο Μνημόνιο πρόγραμμα. Ορισμένα από τα μέτρα αυτά θεσπίζονται με διατάξεις των ίδιων νόμων 3833 και 3845/2010 (αύξηση κρατικών εσόδων μέσω της αυξήσεως των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας και ειδικών φόρων κατανάλωσης και της επιβολής εκτάκτων εισφορών), ενώ με άλλους νόμους θεσπίσθηκαν μέτρα για την αποκατάσταση της φορολογικής δικαιοσύνης και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής (ν. 3842/2010, Α΄ 58), για τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ν. 3863/2010, Α΄ 115) και του συστήματος συνταξιοδοτήσεως των υπαλλήλων του Δημοσίου (ν. 3865/2010, Α΄ 120), για την αναθεώρηση των διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου της εξελίξεως των δημοσίων οικονομικών (ν. 3832/2010 «Ελληνικό Στατιστικό Σύστημα (ΕΛ.Σ.Σ.) Σύσταση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) ως Ανεξάρτητης Αρχής», Α΄ 38), για την δημοσιονομική διαχείριση (ν. 3871/2010, Α΄ 141, με τον οποίο αναμορφώθηκε πλήρως ο ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις», Α΄ 247), για την απελευθέρωση ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων (βλ. ν. 3887/2010, Α΄ 174, για τις οδικές εμπορευματικές μεταφορές) και για την εξυγίανση δημοσίων επιχειρήσεων (βλ. ν. 3891/2010, Α΄ 188, για την αναδιάρθρωση, την εξυγίανση και την ανάπτυξη του ομίλου ΟΣΕ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ). Εν όψει δε του ότι τα επίμαχα μέτρα περικοπής αποδοχών και συνταξιοδοτικών παροχών εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής εξυγιάνσεως, τμήμα μόνον του οποίου αποτελούν, απορριπτέοι τυγχάνουν και οι προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αίτηση ισχυρισμοί ότι τα συγκεκριμένα μέτρα έχουν μικρή δημοσιονομική επίπτωση, καθόσον η μείωση του μισθολογικού κόστους, μέσω της μειώσεως των αποδοχών των εν ενεργεία υπαλλήλων, θα ανέλθει σε 1100 εκ. ευρώ, δηλαδή σε ποσοστό 0,5% του Α.Ε.Π., για το 2010 και σε 400 εκ. ευρώ, δηλαδή σε ποσοστό 0,2% του Α.Ε.Π., για το 2011, η δε μείωση που θα επιτευχθεί μέσω της περικοπής της 13ης και της 14ης συντάξεως θα ανέλθει σε 1500 εκ. ευρώ, δηλαδή σε ποσοστό 0,6% του Α.Ε.Π., για το 2010 και σε 500 εκ. ευρώ, δηλαδή σε ποσοστό 0,2% του Α.Ε.Π., για το 2011. Εξ άλλου, απορριπτέος τυγχάνει και ο προβαλλόμενος με την κρινόμενη αίτηση ισχυρισμός ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, δεν προσδόθηκε προσωρινός χαρακτήρας στα επίμαχα μέτρα. Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως του αν από την εν λόγω αρχή απορρέει τέτοιου είδους απαίτηση, πάντως, με το σύνολο των μέτρων, που έχει λάβει ο νομοθέτης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα επίμαχα, επιδιώκεται, όπως έχει ήδη εκτεθεί, όχι μόνον η αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, οξείας δημοσιονομικής κρίσεως, αλλά και η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, κατά τρόπο που θα διατηρηθεί και στο μέλλον. Περαιτέρω, με τα επίμαχα μέτρα, τα οποία αναφέρονται σε κατάργηση ή μείωση ορισμένων  συνταξιοδοτικών παροχών και, ως εκ τούτου, συνεπάγονται μείωση των συνολικώς καταβαλλομένων σε συνταξιούχους αποδοχών και συνταξιοδοτικών παροχών, όχι, όμως, και στέρηση αυτών, εξασφαλίζεται, κατʼ αρχήν, ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων, εν όψει και του συγκεκριμένου ύψους των επερχομένων περικοπών, καθώς και του γεγονότος ότι προβλέπεται η καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας, έστω και σε μειωμένα εν σχέσει με το προϊσχύον δίκαιο ποσά, σε εργαζομένους και συνταξιούχους, των οποίων, αντιστοίχως, οι αποδοχές ή η σύνταξη δεν υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ή των 2.500 ευρώ, από το ηλικιακό δε κριτήριο των 60 ετών, με τη συμπλήρωση των οποίων και μόνον συνταξιούχος δικαιούται τα νέα επιδόματα εορτών και αδείας, εξαιρούνται ευπαθείς ομάδες, όπως π.χ. όσοι λαμβάνουν σύνταξη λόγω αναπηρίας ή με το καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών ή των οικοδομικών επαγγελμάτων ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αν είναι δικαιούχοι συντάξεως εκ μεταβιβάσεως. Εν όψει των ανωτέρω, οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στα άρθρα 22 παρ. 5 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ούτε στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας και τα περί του αντιθέτου υπό στοιχεία (β) και (δ) προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τούτο δε ανεξαρτήτως αν οι αφορώντες την παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου λόγοι ακυρώσεως προβάλλονται παραδεκτώς από το πρώτο των αιτούντων νομικό πρόσωπο, ενόψει του ότι επικαλείται επέμβαση όχι σε δικά του περιουσιακά δικαιώματα, αλλά σε περιουσιακά δικαιώματα φυσικών προσώπων, χωρίς ούτε να κατονομάζει συγκεκριμένα τα πρόσωπα αυτά, ούτε να ισχυρίζεται ότι ενεργεί εν προκειμένω ως εκπρόσωπος αυτών (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανάσιος Κανάκης και λοιποί κατά Ελλάδος, της 20.9.2001, Νο 59142/00, Νικόλαος Μάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος, της 17.10.2002, Nο 70626/01, Susini κ.ά. κατά Γαλλίας, Νο 43716/98). Μειοψήφησε ο Πρόεδρος του Τμήματος Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο οποίος διετύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Στην έννοια της περιουσίας που εγγυάται το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περιλαμβάνεται σειρά περιουσιακών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων δικαιώματα μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και κάθε άλλης μορφής αποδοχών εργαζομένων ή δικαιούχων κοινωνικής ασφάλισης ή περιοδικών παροχών προς αυτούς, εφόσον είναι προσδιορισμένα με νόμο ή προσδιορίσιμα βάσει νόμου ή συνιστούν αντικειμενικώς νόμιμη προσδοκία, που θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο ισχύον μέχρι την προσβολή δίκαιο. Τα δικαιώματα αυτά αποτελούν αυτοτελή ιδιοκτησιακά δικαιώματα, για τον λόγο αυτό η εν όλω ή εν μέρει κατάργησή τους αποτελεί εν όλω ή εν μέρει στέρηση του αντικειμένου αυτοτελών ιδιοκτησιακών ή περιουσιακών δικαιωμάτων. Για την στέρηση αυτή το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. προβλέπει ότι δύναται να χωρήσει δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους από τον νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρους, δηλαδή «έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζημιώσεως για την απώλειά της». Στην προκειμένη περίπτωση οι αιτούντες προβάλλουν και προκύπτει ότι η χορήγηση και ο τρόπος υπολογισμού των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας, ως τμήμα του καταβαλλομένου στους υπαλλήλους του Δημοσίου μισθού, προεβλέπετο από το άρθρο 9 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297), ενώ η χορήγηση και ο τρόπος υπολογισμού των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους του Δημοσίου προεβλέπετο από το άρθρο 14 του ν. 1694/1987 (Α΄ 35). Εξάλλου, ειδικά για τους συνταξιούχους των λοιπών ασφαλιστικών φορέων, το επίδομα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας προεβλέπετο από τις διατάξεις του άρθρου 65 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165). Πρόκειται δηλαδή περί γεγεννημένων δικαιωμάτων που αποτελούν περιουσιακά δικαιώματα εντασσόμενα στην προστασία του εδαφίου 1 του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και για τον λόγο αυτό η εν όλω ή εν μέρει αφαίρεση των περιουσιακών αυτών δικαιωμάτων συνιστά την κατά το εδάφιο 2 του άρθρου 1 του εν λόγω Πρωτοκόλλου στέρηση της ιδιοκτησίας, η οποία δύναται μεν να χωρήσει για δημόσια ωφέλεια, αλλά πάντοτε «υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι έγκαιρης και δίκαιης αποζημίωσης για την απώλειά της». Εν όψει αυτού η εν όλω ή εν μέρει περικοπή αποδοχών και συντάξεων με τις παραγράφους 6 και 10-14 του τρίτου άρθρου του ν. 3845/2010 και η επί τη βάσει των διατάξεων αυτών έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων δεν συνιστούν απλό περιορισμό ιδιοκτησιακού δικαιώματος, ο οποίος δύναται να χωρήσει προς εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος και να δικαιολογηθεί εφόσον δεν θίγει τον πυρήνα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος. Με τα δεδομένα αυτά εν προκειμένω συντρέχει προσβολή του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και ο σχετικός λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος. Περαιτέρω, το γεγονός ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 αποτελούν τμήμα μιας γενικώτερης πολιτικής, η οποία περιλαμβάνει και άλλα μέτρα (οικονομικά, δημοσιονομικά και διαρθρωτικά) για την αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως της Χώρας, δεν αναιρεί την κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος υποχρέωση του νομοθέτη να εξετάσει πριν από την θέσπιση των συγκεκριμένων τούτων ρυθμίσεων αν το εξ αυτών προσδοκώμενο οικονομικό αποτέλεσμα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέτρα. Τούτο δε, πέραν του ζητήματος ότι, ειδικώς ως προς τις ρυθμίσεις που αφορούν σε επιδόματα που καταβάλλουν οι καθʼ έκαστον ασφαλιστικοί οργανισμοί στους συνταξιούχους τους (παρ. 10-14 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010), ο νομοθέτης υπεχρεούτο - εν όψει, αφʼ ενός μεν, της οικονομικής αυτοτελείας κάθε συγκεκριμένου ασφαλιστικού φορέως έναντι των λοιπών και έναντι του Δημοσίου, αφʼ ετέρου δε, των αναλογιστικών δεδομένων αυτού - να εξετάσει επί τη βάσει αναλογιστικών μελετών, αν η επιβαλλομένη με τις ανωτέρω ρυθμίσεις κατάργηση ή μείωση των καταβαλλομένων από τον συγκεκριμένο ασφαλιστικό οργανισμό επιδομάτων ήταν αναγκαία για την προστασία του ασφαλιστικού του κεφαλαίου ή αν και σε ποιόν βαθμό οι ρυθμίσεις αυτές είναι αναγκαίες για την περιστολή των δαπανών του Ελληνικού Δημοσίου (έναντι του οποίου, όπως προεξετέθη, έχουν οικονομική αυτοτέλεια οι καθʼ έκαστον ασφαλιστικοί οργανισμοί). Είναι, επομένως, βάσιμος, κατά την ανωτέρω γνώμη, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητος.

 

 

10. Επειδή, με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 δεν ρυθμίζονται εκ νέου οι όροι και προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, αλλά προβλέπεται μόνον η περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων κύριας ασφάλισης (πλην Ο.Γ.Α.). Επιχειρείται, ειδικότερα, η αποσύνδεση του ύψους των επιδομάτων αυτών από την παρεχόμενη στους συνταξιούχους βασική σύνταξη και προβλέπεται, για κάθε επίδομα, ένα πάγιο και εκ των προτέρων καθορισμένο ποσό. Εκ τούτου συνάγεται ότι η περικοπή των ως άνω επιδομάτων συνιστά ένα γενικό μέτρο δημοσιονομικής εξυγίανσης στο κανονιστικό πλαίσιο του γενικότερου πλέγματος μέτρων οικονομικής πολιτικής και όχι ζήτημα συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Εξάλλου, με το μέτρο αυτό, το οποίο εντάσσεται στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας, επιδιώκεται η αύξηση των εσόδων και η μείωση των δαπανών για να καταστεί δυνατή η εξοικονόμηση των πόρων που είναι απαραίτητοι για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, καθώς και η επίτευξη των καθορισθέντων δημοσιονομικών στόχων και, ιδίως, της μείωσης του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης, στο οποίο περιλαμβάνονται και τα ελλείμματα των κοινωνικοασφαλιστικών ταμείων. Για τους λόγους αυτούς,  ενόψει της φύσεως των επίμαχων μέτρων ως γενικού μέτρου στο κανονιστικό πλαίσιο του ευρύτερου πλέγματος μέτρων οικονομικής πολιτικής, ο υπό στοιχείο (γ) λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, από τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ουδόλως προκύπτει, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες, ότι απαιτείτο, εν είδει ουσιώδους τύπου της διαδικασίας θεσπίσεως των επίμαχων μέτρων, η προηγούμενη σύνταξη σχετικής αναλογιστικής μελέτης που να τεκμηριώνει την αναγκαιότητα λήψης των κατόπιν, μάλιστα, διερεύνησης της πιθανότητας υιοθέτησης εναλλακτικών λύσεων (ΣτΕ Ολομέλεια 1285 -6/2012, σκέψη 13). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα συναφώς προβαλλόμενα  ότι οι διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/20010 αντίκεινται στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 70 του Μέρους XII της Διεθνούς Σύμβασης «περί του Ευρωπαϊκού Κώδικος Κοινωνικής Ασφαλείας», που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 16.4.1964, κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1136/1981 (Α΄ 61) και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των διατάξεων των κοινών νόμων, επιδιώκει δε την καθιέρωση ενός ελάχιστου ορίου κοινωνικής ασφάλειας υψηλότερου εκείνου που προβλέπει η με αριθμό 102 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας. Και τούτο, διότι με τις διατάξεις αυτές της άνω Συμβάσεως  («Το Συμβαλλόμενον Μέρος, δέον όπως αναλαμβάνη γενικήν ευθύνην εις ότι αφορά την εξυπηρέτησιν των χορηγουμένων παροχών κατ΄ εφαρμογήν του παρόντος Κώδικος και όπως λαμβάνη όλα τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξιν του σκοπού τούτου. Οφείλει συντρεχούσης περιπτώσεως, να εξασφαλίζη ώστε αι μελέται και οι αναγκαίοι αναλογιστικοί υπολογισμοί, οι αφορώντες την οικονομικήν ισορροπίαν, να γίνωνται περιοδικώς και εν πάση περιπτώσει εκ προοιμίου εις πάσαν τροποποίησιν των παροχών, του ποσοστού ασφαλιστικών εισφορών ή των φόρων των διατιθεμένων εις την κάλυψιν των υπʼ όψει κινδύνων») απευθύνονται απλές κατευθυντήριες υποδείξεις προς τα συμβαλλόμενα κράτη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας τους όσον αφορά την περιοδική εκπόνηση των οικονομικών και αναλογιστικών μελετών αναγκαίων για την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των οργανισμών που παρέχουν κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, περαιτέρω δε τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υιοθετήσουν μέτρα για την εκπόνηση αντίστοιχου περιεχομένου μελετών πριν από τη μεταβολή του ύψους των χορηγούμενων παροχών ή των ασφαλιστικών εισφορών και των λοιπών κοινωνικών πόρων μέσω των οποίων χρηματοδοτούνται τα συστήματα αυτά. Στην επίδικη περίπτωση, όμως, ζήτημα παραβίασης των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 70 του Μέρους XII της εν λόγω  διεθνούς συμβάσεως δεν τίθεται, προεχόντως διότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, το επίμαχο μέτρο περικοπής των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας που καταβάλλονται στους συνταξιούχους όλων των ασφαλιστικών φορέων δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος που είναι εναρμονισμένες με τις προβλέψεις της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως (ΣτΕ Ολομ. 1285 -6/2012 Ολομ., σκ. 13). Μειοψήφησε ο Πρόεδρος του Τμήματος Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο οποίος διετύπωσε την ακόλουθη γνώμη: : Όπως έχει κριθεί (Ολομ. Σ.τ.Ε. 2200/2010, 2180/2004), με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Για την διασφάλιση των ανωτέρω σκοπών, επιβάλλεται, κατά τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 71 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165) η κατάρτιση, από κάθε ασφαλιστικό φορέα, αναλογιστικών μελετών, όχι μόνο σε τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά σε κάθε περίπτωση μεταβολής των αναλογιστικών δεδομένων, δηλαδή των όρων χρηματοδοτήσεως ή παροχών του φορέα αυτού (βλ. και άρθρο 70 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας που κυρώθηκε με το ν. 1136/1981). Ειδικότερα, προκειμένου περί ρυθμίσεων με τις οποίες καταργούνται ή μειώνονται παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, με την σύνταξη αναλογιστικής μελέτης εξασφαλίζεται - εν όψει της διττής, κατά τα άνω, μέριμνας του συντακτικού νομοθέτη, αφ, ενός μεν, για την ασφαλιστική κάλυψη ολοκλήρου του εργαζομένου πληθυσμού (ή, κατʼ άλλη διατύπωση, για την προαγωγή της κοινωνικής ασφαλίσεως : βλ. Σ.τ.Ε. 3465/2006, 29/2004, 2330/2003, 139/2003, 3744/1999 κ. ά.), αφʼ ετέρου δε, για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου κάθε ασφαλιστικού οργανισμού - ότι, με βάση τα συγκεκριμένα αναλογιστικά δεδομένα του εν λόγω οργανισμού, οι συγκεκριμένες εκάστοτε ρυθμίσεις περί καταργήσεως ή μειώσεως ασφαλιστικών παροχών είναι επιβεβλημένες (ήτοι, πρόσφορες και απολύτως αναγκαίες) για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου του οικείου οργανισμού ∙ το περιεχόμενο, δηλαδή, της αναλογιστικής μελέτης είναι κρίσιμο για την αναλογικότητα και, εντεύθεν, την συνταγματικότητα της ανωτέρω ρυθμίσεως. Εξ άλλου, η σύνταξη αναλογιστικής μελέτης είναι, κατά την έννοια της ως άνω συνταγματικής διατάξεως, υποχρεωτική, μη υποκειμένη στην διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως (βλ. πρακτ. επεξ. 148, 157, 200, 240/2007, 184/2006, 130/2005, 566/2002 κ.ά.), την υποχρέωση δε συντάξεως αναλογιστικής μελέτης δεν δύνανται, ενόψει του ανωτέρω σκοπού της, να κάμψουν ούτε η επίκληση της σοβαρότητος του επιδιωκομένου με την επιχειρουμένη εκάστοτε ρύθμιση δημοσίου σκοπού (αναγκαίου, άλλωστε, για κάθε νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση) ούτε η ενδεχόμενη ανάγκη ταχείας θεσπίσεως της σχετικής ρυθμίσεως, ανάγκη για την οποία προνοεί το Σύνταγμα με τα άρθρα 44 παρ. 1 και 76 παρ. 4 και 5 συμπληρωματικώς δε, και ο Κανονισμός της Βουλής. Εν προκειμένω, με τις διατάξεις της παραγράφου 10 - 14 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, οι οποίες αφορούν σε όλους συλλήβδην τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας καταργούνται, κατʼ αρχήν ως προς τους συνταξιούχους με ηλικία κάτω των 60 ετών, περιορίζονται δε, ως προς τους συνταξιούχους άνω της ηλικίας αυτής, σε συγκεκριμένα, κοινά για όλους, χρηματικά ποσά. Δεν προηγήθηκε, όμως, της ρυθμίσεως αυτής η σύνταξη αναλογιστικής μελέτης, από την οποία να προκύπτει ότι, για κάθε ασφαλιστικό οργανισμό που εμπίπτει στην ρύθμιση αυτή και εν όψει των συγκεκριμένων αναλογιστικών δεδομένων αυτού, ήταν επιβεβλημένη (ήτοι, πρόσφορη και απολύτως αναγκαία) για την προστασία του οικείου ασφαλιστικού κεφαλαίου η συγκεκριμένη ως άνω δυσμενής για τους συνταξιούχους ρύθμιση. Τέτοια στοιχεία δεν υφίστανται άλλωστε ούτε στην εισηγητική έκθεση του ν. 3845/2010 ούτε στην δικογραφία εν γένει. Εν όψει δε του περιεχομένου της αναλογιστικής μελέτης, δια του οποίου διασφαλίζονται οι ως άνω συνταγματικοί σκοποί, η έλλειψή της, εν προκειμένω, δεν υποκαθίσταται από στοιχεία της δικογραφίας που αναφέρονται στην ανάγκη λήψεως επειγόντων μέτρων για την αντιμετώπιση, γενικώς, των προβλημάτων του όλου συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων στην Ελλάδα ή, γενικώτερα, του σοβαρώτατου δημοσιονομικού προβλήματος της Χώρας, δεδομένης, άλλωστε, της οικονομικής, τουλάχιστον, αυτοτελείας εκάστου ασφαλιστικού οργανισμού έναντι των λοιπών και έναντι του Δημοσίου.

 

 

11. Επειδή, η προβλεπόμενη στην παρ. 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 περικοπή των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους συνταξιούχους των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους και έως τη συμπλήρωση του ηλικιακού αυτού ορίου, δεν αποτελεί περίπτωση αδικαιολόγητης δυσμενούς μεταχείρισης της κατηγορίας αυτής έναντι των λοιπών συνταξιούχων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης που έχουν συμπληρώσει την ηλικία αυτή, διότι η ηλικία αποτελεί ένα αντικειμενικό κριτήριο, το όριο ηλικίας δε των 60 ετών δεν είναι αυθαίρετο, αλλά δικαιολογείται αφενός μεν από τη μέριμνα για την προστασία των μεγαλύτερων σε ηλικία συνταξιούχων και αφετέρου από το γεγονός ότι, για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, ο νομοθέτης είχε την πρόθεση - στο πλαίσιο της προσπάθειας να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, μεταξύ άλλων, και με τον περιορισμό των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων - να αυξήσει τα έως τότε ισχύοντα όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση. Η μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα πραγματοποιήθηκε πράγματι με το μεταγενέστερο ν. 3863/2010 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄ 115/15.7.2010), με το άρθρο 10 του οποίου καθιερώνεται ως γενικό όριο συνταξιοδότησης για την παροχή πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος το 65ο έτος της ηλικίας του ασφαλισμένου, ενώ προβλέπεται η χορήγηση πλήρους σύνταξης και στην περίπτωση ασφαλισμένων που έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους και σαράντα έτη ασφάλισης. Με τα δεδομένα αυτά, το όριο ηλικίας των 60 ετών δεν είναι αυθαίρετο, αλλά ταυτίζεται με το όριο ηλικίας - σημείο αναφοράς για την πρόωρη μειωμένη συνταξιοδότηση με βάση το νέο σύστημα. Το κριτήριο δε αυτό αποτελεί, υπό το φως των νεότερων διατάξεων του ν. 3863/2010, θεμιτό κριτήριο διαφοροποίησης, το οποίο, πέραν του αντικειμενικού χαρακτήρα του, τελεί σε άμεση συνάφεια με το υπό ρύθμιση ζήτημα. ʼλλωστε, η επίμαχη ρύθμιση της διάταξης της παρ. 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 έχει οιονεί μεταβατικό χαρακτήρα, αφού, με την κατά τα ανωτέρω αύξηση του ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση, αφορά περιορισμένο αριθμό συνταξιούχων και ισχύει μόνον εωσότου αυτοί συμπληρώσουν το 60ό έτος της ηλικίας τους. Επομένως, η διάταξη της παρ. 10 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, που θέτει ως προϋπόθεση για τη χορήγηση των επιδομάτων εορτών και αδείας στους συνταξιούχους και βοηθηματούχους των ασφαλιστικών οργανισμών τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους, βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη ρύθμιση του νέου ασφαλιστικού συστήματος του ν. 3863/2010 για την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και δεν αντίκειται στη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (ΣτΕ 1285/2012 Ολομ.), τα δε υπό στοιχείο (ε) προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Μειοψήφησε ο πρόεδρος του Τμήματος Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο οποίος διετύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Οι επίμαχες ρυθμίσεις του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, οι οποίες αφορούν στην κατάργηση ή μείωση επιδομάτων συνταξιούχων των φορέων κυρίας ασφαλίσεως (πλην Ο.Γ.Α.), αντίκεινται στην αρχή της ισότητος και, ειδικώτερα, της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (παράγραφοι 1 και 5, αντιστοίχως, του άρθρου 4 του Συντάγματος), διότι για την επείγουσα αντιμετώπιση των σοβαρωτάτων οικονομικών προβλημάτων της Χώρας - ακόμη και αν αυτά οφείλονται κατά κύριο λόγο σε πράξεις ή παραλείψεις κρατικών οργάνων (ατυχείς ή αντισυνταγματικές νομοθετικές παρεμβάσεις, παράνομες συμπεριφορές ή αναποτελεσματικές ενέργειες των οργάνων της Διοικήσεως) - το Κράτος μπορεί να επιβάλλει επιβαρύνσεις (φορολογικές ή άλλες) στο σύνολο των πολιτών, αναλόγως των δυνάμεων εκάστου, δεν μπορεί, όμως, να επιβάλλει τέτοιες επιβαρύνσεις σε συγκεκριμένη κατηγορία του πληθυσμού (όπως συμβαίνει εν προκειμένω) χωρίς να παράσχει στην συγκεκριμένη αυτή θιγόμενη κατηγορία αντιστάθμισμα έναντι της επιβαλλομένης σʼ αυτήν, χάριν του γενικού συμφέροντος, επιβαρύνσεως. Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, οι εν λόγω ρυθμίσεις, καθʼ ο μέρος προβλέπουν  μείωση στο αυτό απόλυτο αριθμητικό ποσόν των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας των άνω των 60 ετών συνταξιούχων των φορέων κυρίας ασφαλίσεως (πλην Ο.Γ.Α.) με μηνιαία σύνταξη κάτω των 2.500 ευρώ, αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές αρχές, διότι δεν πλήσσουν, κατʼ αποτέλεσμα, στον ίδιο βαθμό τους λαμβάνοντες υψηλές συντάξεις αφʼ ενός τους λαμβάνοντες χαμηλές συντάξεις αφʼ ετέρου. Περαιτέρω,  οι επίμαχες ρυθμίσεις - οι οποίες προβλέπουν ότι για τους συνταξιούχους ηλικίας κάτω των 60 ετών τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας καταργούνται κατʼ αρχήν, ενώ για τους συνταξιούχους άνω της ηλικίας αυτής τα εν λόγω επιδόματα περιορίζονται σε συγκεκριμένα, κοινά για όλους, χρηματικά ποσά - αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές αρχές, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ 5 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολοκλήρου του εργαζομένου πληθυσμού της Χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου (βλ. Ολομ. Σ.Ε. 2200/2010, 2180/2004). Και τούτο διότι α) οι ρυθμίσεις αυτές αντιμετωπίζουν κατά τρόπο ενιαίο τους συνταξιούχους όλων συλλήβδην των φορέων κυρίας ασφαλίσεως (πλην Ο.Γ.Α.), ασυνδέτως προς το ζήτημα αν, εν όψει της οικονομικής, τουλάχιστον, αυτοτελείας εκάστου συγκεκριμένου ασφαλιστικού φορέως και των αναλογιστικών δεδομένων αυτού, παρίσταται ανάγκη ενισχύσεως του ασφαλιστικού του κεφαλαίου δια της μειώσεως των καταβαλλομένων από αυτόν ασφαλιστικών παροχών και β) με τις διατάξεις αυτές δεν διαφοροποιούνται οι συνταξιούχοι με κριτήρια πρόσφορα για τις επίμαχες ρυθμίσεις, όπως είναι η διάρκεια του χρόνου ασφαλίσεως ή το ύψος των καταβληθεισών εισφορών (κριτήρια συναπτόμενα με την συμβολή του συνταξιούχου στην δημιουργία του ασφαλιστικού κεφαλαίου του συγκεκριμένου ασφαλιστικού οργανισμού), αλλά με το κριτήριο, κατʼ αρχήν, της συμπληρώσεως ηλικίας 60 ετών, κριτήριο προδήλως απρόσφορο για τις επίμαχες ρυθμίσεις, δοθέντος ότι, αφʼ ενός μεν, οι αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και την περίοδο των θερινών διακοπών δεν είναι εντονώτερες για τους συνταξιούχους ηλικίας άνω των 60 ετών εν σχέσει προς τους συνταξιούχους κάτω της ηλικίας αυτής, αφʼ ετέρου δε, η κάτω των 60 ετών ηλικία δεν υποδηλώνει ικανότητα αναπληρώσεως των ποσών των καταργουμένων ως άνω επιδομάτων με αμοιβή από ενεργό απασχόληση του συνταξιούχου, αφού τούτο κατʼ αρχήν απαγορεύεται (βλ. λ.χ., προκειμένου περί του Ι.Κ.Α., άρθρο 29 παρ. 7 εδ. γ΄ του αν.ν. 1846/1951, Α΄ 179), ενώ, εξ άλλου, δεν διασφαλίζεται ότι με την κατάργηση των εν λόγω επιδομάτων (τα οποία αντιστοιχούν στα 2/14, ήτοι στο 15% περίπου, των ετησίων συνταξιοδοτικών παροχών) ο κάτω των 60 ετών συνταξιούχος δεν θα στερηθεί του, επιβαλλομένου από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ελαχίστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβιώσεως (Existenzminimum). Είναι, κατόπιν των ανωτέρω, βάσιμος ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως της αρχής της ισότητος και, ειδικώτερα, της αρχής της ισότητος ενώπιον των δημοσίων βαρών (παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος).

 

 

12. Επειδή, στο άρθρο 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο οποίος, κυρωθείς με το ν. 1426/1984 (Α΄ 32), έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των διατάξεων των κοινών νόμων, ορίζονται τα εξής: «Δικαίωμα για κοινωνική ασφάλεια Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για κοινωνική ασφάλεια, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση : 1. Να καθιερώνουν ή να διατηρούν σύστημα κοινωνικής ασφάλειας. 2. Να διατηρούν το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας σε ικανοποιητικό επίπεδο ίσο τουλάχιστον με εκείνο που απαιτείται για την επικύρωση της 102 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, σχετικά με τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας. 3. Να καταβάλλουν προσπάθειες για την ανύψωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας σε ψηλότερο επίπεδο 4. Να λαμβάνουν μέτρα για τη σύναψη των κατάλληλων διμερών ή πολυμερών συμβάσεων ή με άλλα μέσα και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που καθορίζονται με τις συμφωνίες αυτές, για να διασφαλίζουν α) την ισότητα μεταχείρισης ανάμεσα στους υπηκόους του κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους και τους υπηκόους των άλλων Μερών αναφορικά με τα δικαιώματα για κοινωνική ασφάλεια, περιλαμβανομένης και της διαφύλαξης των πλεονεκτημάτων που έχουν παραχωρηθεί από τις νομοθεσίες κοινωνικής ασφάλειας, ανεξάρτητα με τις μετακινήσεις που θα ήταν δυνατό να πραγματοποιήσουν τα προστατευόμενα πρόσωπα στο έδαφος των Συμβαλλόμενων Μερών, β) την παροχή, διατήρηση και αποκατάσταση των δικαιωμάτων για κοινωνική ασφάλεια με μέσα όπως είναι ο συνυπολογισμός των περιόδων ασφάλισης ή απασχόλησης που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία του καθενός από τα Συμβαλλόμενα Μέρη». Περαιτέρω, στο άρθρο 30 του ίδιου Χάρτη ορίζονται τα εξής: «Εξαιρέσεις σε περίπτωση πολέμου ή δημόσιου κινδύνου 1. Σε περίπτωση πολέμου ή δημόσιου κινδύνου που απειλεί τη ζωή του έθνους, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα μπορεί να λάβει μέτρα παρέκκλισης από τις υποχρεώσεις που προβλέπει ο Χάρτης, στο μέτρο όμως που επιβάλλεται αυστηρά από την κατάσταση και με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν θα είναι αντίθετα με τις άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. 2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει κάνει χρήση του δικαιώματος αυτού θα ενημερώνει απόλυτα μέσα σε λογική προθεσμία το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης πάνω στα μέτρα που έλαβε και στους λόγους που τα επέβαλαν. Θα πρέπει επίσης να ενημερώνει το Γενικό Γραμματέα πάνω στην ημερομηνία από την οποία έπαψαν να ισχύουν τα μέτρα αυτά και εφαρμόζονται και πάλι πλήρως οι διατάξεις του Χάρτη που έχει αποδεχθεί. 3. Ο Γενικός Γραμματέας θα ενημερώνει τα άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη και το Γενικό Διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας σχετικά με κάθε ανακοίνωση που θα έχει λάβει σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού». Ακολούθως, στο άρθρο 31 ορίζεται ότι : «Περιορισμοί 1. Τα δικαιώματα και οι αρχές που εξαγγέλλονται στο Μέρος Ι, όταν θα εφαρμοσθούν αποτελεσματικά και η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων και αρχών αυτών, όπως προβλέπεται στο Μέρος ΙΙ, δεν θα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο περιορισμών που δεν προβλέπονται στα Μέρη Ι και ΙΙ, με εξαίρεση τους περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο και που είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για την εγγύηση του σεβασμού των δικαιωμάτων και ελευθεριών και των λοιπών προσώπων ή για την προστασία της δημόσιας τάξης, της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας υγείας ή των χρηστών ηθών. 2. Οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν σύμφωνα με το χάρτη στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται μ` αυτόν θα εφαρμόζονται μόνο για το σκοπό για τον οποίο προβλέφθηκαν».

 

 

13. Επειδή, με τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, τις οποίες επικαλούνται οι αιτούντες, έγινε δεκτό, κατόπιν προσφυγών φορέων συλλογικής εκπροσώπησης εργαζομένων και συνταξιούχων (65 - 66/2011 και 76 - 80/2012), μεταξύ των οποίων και της πρώτης των αιτούντων Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συνταξιούχων Δ.Ε.Η. (79/2012), ότι το σωρευτικό αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας που προβλέφθηκαν διαδοχικώς με διάφορους νόμους (ν. 3833/2010, 3845/2010, 3847/2010, 3863/2010, 3866/2010, 3896/2011, 4002/2011, 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012), σε συνδυασμό με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη θέσπιση και την υλοποίησή τους, συνιστούσε παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Με τις αποφάσεις, ωστόσο, αυτές ουδόλως έγινε δεκτό, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες, ότι οι επίμαχες περικοπές, αυτοτελώς θεωρούμενες, συνιστούσαν παραβίαση των προαναφερομένων διατάξεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (απόφαση 79/2012 σκέψη 73: « Basing its evaluation on the entirety of the above criteria, the Committee considers that certain of the reductions that have been introduced by the Government and criticised by the complainant trade union do not in themselves amount to a violation of the 1961 Charter. This is particularly the case in relation to the restrictions introduced in respect of holiday bonuses, the restrictions of pension rights in cases where the level of pension benefits is a sufficiently high one, and in cases where people are of such a low age that it is legitimate for the state to conclude that it is in the public interest for such persons to be encouraged to remain part of the work-force than to be retired»). Συνεπώς, ο υπό στοιχείο (στ) λόγος ακυρώσεως  περί αντιθέσεως των επίμαχων μέτρων στις παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη πρέπει να απορριφθεί, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμος, διότι, ανεξαρτήτως της συνδρομής των όρων δεσμευτικότητας των ως άνω αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, τυχόν αντίθεση προς τις διατάξεις αυτές του σωρευτικού αποτελέσματος των εν λόγω μέτρων και των μεταγενέστερων, που δεν αποτελούν αντικείμενο αυτής της δίκης, μόνο τα τελευταία αυτά μέτρα μπορεί να θίξει και όχι τα επίμαχα.

 

 

14. Επειδή, τέλος, και ο υπό (ζ) λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, κατά το πρώτο σκέλος του, ως αόριστος, διότι οι αιτούντες δεν εξειδικεύουν την αντίθεση των επίμαχων μέτρων στις διατάξεις του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 1532/1985 (Α 45), Διεθνούς Συμφώνου μεταξύ μελών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα περί διασφαλίσεως από τα συμβαλλόμενα κράτη σε περιόδους οικονομικής ύφεσης της ευρύτερης δυνατής απολαύσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων και προστασίας των ευάλωτων μερών της κοινωνίας (πρβ ΣτΕ 1285/2012 Ολομ. σκ.19), κατά το δεύτερο σκέλος του, πέραν της αοριστίας του, ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ερειδόμενος, διότι οι διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως διέπουν τις δράσεις των κρατών μελών μόνο όταν αυτά εφαρμόζουν το Δίκαιο της Ενώσεως και δεν αφορούν την λήψη από κράτος μέλος μέτρων αμιγώς εσωτερικής πολιτικής (ΣτΕ 1285/2012 Ολομ. σκ 20 και 21), κατά δε το τρίτο σκέλος του, επίσης ως αόριστος, διότι, ανεξαρτήτως του ότι με τις  διατάξεις των άρθρων 65 παρ. 1 και 67 (και όχι 66 παρ. 4 και 7, όπως εκ πρόδηλης παραδρομής αναφέρεται στο δικόγραφο προσθέτων λόγων της 4.3.2013) της Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας που κυρώθηκε με το ν. 3251/1955 (Α΄ 140) δεν κατοχυρώνονται επιδόματα εορτών και αδείας, ούτε, άλλωστε, προβλέπεται υποχρέωση σταδιακής αναπροσαρμογής των συντάξιμων περιοδικών παροχών, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι αιτούντες, ουδόλως εξειδικεύεται σε τι συνίσταται η αντίθεση στις προαναφερόμενες διατάξεις των επίμαχων ρυθμίσεων του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010 και της προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής αποφάσεως (πρβλ. ΣτΕ 1285/2012, σκέψη 19). Με την κρινόμενη, εξάλλου, αίτηση δεν προβάλλεται, κατά τρόπο συγκεκριμένο, ότι οι επίμαχες περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών έχουν ως αποτέλεσμα να διαμορφωθούν οι συντάξεις γήρατος των αιτούντων και των μελών της αιτούσας ομοσπονδίας σε ποσό κατώτερο του προβλεπόμενου από τις ανωτέρω διατάξεις της διεθνούς συμβάσεως ορίου. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος που με αυτόν προβάλλεται παραβίαση του άρθρου 10 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, διότι ότι αντικείμενο των διατάξεων αυτών δεν αποτελεί το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση αλλά το δικαίωμα στη παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης.

 

 

15. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

 

Δ ι ά    τ α ύ τ α

 

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει εις βάρος των αιτούντων την δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης Μαρτίου 2015.

 

Ο Πρόεδρος του Α' Τμήματος     Η Γραμματέας του Α' Τμήματος

 

Ν. Σακελλαρίου Β. Ραφαηλάκη