ΣτΕ.Ολ 3373/2015

 

Αίτηση ακύρωσης - Μείωση αποδοχών έμμισθων δικηγόρων ΝΠΙΔ ευρύτερου δημόσιου τομέα - Συνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

 

Απόρριψη αίτησης ακύρωσης της ΚΥΑ οικ.2/844/0022/4.1.2013 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την οποία επεκτάθηκε στους δικηγόρους, που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής στα νπιδ που ανήκουν στο Κράτος, νπδδ, ΟΤΑ κ.λπ. ή σε επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται κατά 50% τουλάχιστον από τους φορείς αυτούς, το μισθολογικό καθεστώς των παρεχόντων υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής δικηγόρων στο Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και τους ΟΤΑ που καθορίστηκε με την ΚΥΑ2/17132/0022/28.2.2012. Καθορισμός ως βασικού μισθού για τους δικηγόρους παρ' Αρείω Πάγω του μισθού του Β' βαθμού των δημοσίων υπαλλήλων αντί του Α' βαθμού. Κρίθηκε ότι οι διατάξεις της προσβαλλόμενης ΚΥΑ υπηρετούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και δεν αντίκεινται προς τα άρθρα 5 παρ. 1  και 25 παρ. 1 Συντ. το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και την αρχή της αναλογικότητας. Η ρύθμιση, κατά την οποία στους δικηγόρους παρ' Αρείω Πάγω με έμμισθη εντολή του δημόσιου τομέα του καταβάλλεται ο βασικός μισθός του Β΄ βαθμού, και όχι του Α΄ ή άλλου βαθμού της υπαλληλικής ιεραρχίας δεν συνιστά αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση των δύο κατηγοριών και δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας.

 

 

Αριθμός 3373/2015

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Πρόεδρος, Ν. Ρόζος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Π. Ευστρατίου, Ι. Γράβαρης, Π. Καρλή, Αντ. Ντέμσιας, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Β. Αραβαντινός, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Θ. Αραβάνης, Δ. Μακρής, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Ηλ. Μάζος, Θ. Τζοβαρίδου, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, Ο. Νικολαράκου, Δ. Βανδώρος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ι. Γράβαρης και Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή καθώς και η Πάρεδρος Μ. Σταματοπούλου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

 

Για να δικάσει την από 10 Μαρτίου 2013 αίτηση:

 

των: 1) ... και 5) ..., κατοίκων Αθηνών, οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Παναγιώτη Κατσαρό, που τον διόρισαν στο ακροατήριο,

 

κατά των Υπουργών: α) Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, β) Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και γ) Οικονομικών, οι οποίοι παρέστησαν με την Ευφροσύνη Μπερνικόλα, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.

 

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 21 Μαΐου 2014 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η με στοιχεία οικ.2/844/0022/4.1.2013 κοινή απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Β΄ 43/15.1.2013) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Θ. Αραβάνη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πρώτο αιτούντα ως δικηγόρο και ως πληρεξούσιο των λοιπών αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο των Υπουργών, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (1299469, 3566740/2013 γραμμάτια παραβόλου).

 

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας με την από 21.5.2014 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η ακύρωση της κοινής αποφάσεως οικ.2/844/0022/4.1.2013 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τίτλο «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της περ. 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222)» (Β΄ 43/15.1.2013). Με την απόφαση αυτή επεκτάθηκε στους δικηγόρους, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής στα ν.π.ι.δ. που ανήκουν στο Κράτος, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. κλπ ή σε επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται κατά 50% τουλάχιστον από τους φορείς αυτούς, το μισθολογικό καθεστώς των παρεχόντων υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής δικηγόρων στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α., το οποίο καθορίσθηκε με την κ.υ.α 2/17132/0022/28.2.2012 (Β΄ 498). Η ακύρωση ζητείται καθʼ ο μέρος με την προσβαλλόμενη πράξη καθορίζεται ως βασικός μισθός για τους δικηγόρους παρʼ Αρείω Πάγω ο μισθός του Β΄ βαθμού των δημοσίων υπαλλήλων αντί του Α΄ βαθμού.

 

 

3. Επειδή, η προσβαλλόμενη κ.υ.α. εκδόθηκε κατʼ επίκληση των διατάξεων των περ. 9 και 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (Α΄ 222) [Μεσοπρόθεσμο] και του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 4024/2011 (Α΄ 226) [Ενιαίο Μισθολόγιο βαθμολόγιο], αποβλέπει δε, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, στον εξορθολογισμό του μισθολογικού καθεστώτος και την ενιαία αντιμετώπιση των δικηγόρων που υπηρετούν με σχέση έμμισθης εντολής στον δημόσιο τομέα εν γένει, στα πλαίσια ευρύτερου προγράμματος αντιμετωπίσεως της σοβούσας δημοσιονομικής κρίσεως. Συνεπώς η προσβαλλομένη, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ρυθμίζει σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, πάντως, αποτελεί μονομερή πράξη της Διοικήσεως, παράγουσα έννομα αποτελέσματα, η οποία έχει εκδοθεί κατʼ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και αποβλέπει αμέσως στην επίτευξη δημοσίου σκοπού. Με τα δεδομένα αυτά, η αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξεως γεννά ακυρωτική διαφορά, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣΕ 3404-3406/2014, 2026/2013, 3776/2012, 3032/2008 Ολομ.).

 

 

4. Επειδή, οι αιτούντες φέρονται ως δικηγόροι παρʼ Αρείω Πάγω παρέχοντες υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής, οι τέσσερις πρώτοι στο ν.π.ι.δ. «Ίδρυμα Νεολαίας και Διά Βίου Μάθησης» (πρώην «Εθνικό Ίδρυμα Νεότητας») και η πέμπτη στο ν.π.ι.δ. «Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών», τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης, και προβάλλουν ότι η εφαρμογή της συνεπάγεται μείωση των αποδοχών τους. Εν όψει τούτου οι αιτούντες έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως, παραδεκτώς δε ομοδικούν διότι προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως που ερείδονται στην αυτή πραγματική και νομική αιτία (πρβλ. ΣΕ 3405-3406/2014, 2527/2013 Ολομ.). Εξ άλλου η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως την 57η ημέρα από την επομένη της πραγματικής κυκλοφορίας του ΦΕΚ δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης (21.1.2013).

 

 

5. Επειδή, το μισθολογικό καθεστώς των απασχολουμένων με έμμισθη εντολή δικηγόρων σε ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς είχε μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως εξής: Ο Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) όριζε μεταξύ άλλων ότι: «ʼρθρον 1: Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος, ʼρθρον 38: Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος Λειτουργός ʼρθρον 62: 1. Αποβάλλει αυτοδικαίως την ιδιότητα του Δικηγόρου ο διατελών εις πάσαν έμμισθον υπηρεσίαν Δημοσίαν (Πολιτικήν ή Στρατιωτικήν), Δημοτικήν ή Κοινοτικήν ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου 2. , ʼρθρον 63: 1. ... 2. 3. Είναι ασυμβίβαστος προς το Δικηγορικόν Λειτούργημα πάσα έμμισθος υπηρεσία παρά φυσικώ ή νομικώ προσώπω. 4. Κατʼ εξαίρεσιν επιτρέπεται εις τον Δικηγόρον α) η επί παγία ετησία ή μηνιαία αμοιβή παροχή καθαρώς νομικών εργασιών είτε ως Δικαστικού ή Νομικού Συμβούλου είτε ως Δικηγόρου, ʼρθρο 63Α [προστεθέν με το άρθρο 1 του ν. 1093/1980 (Α΄ 270)]: 1. Απαγορεύεται στο δικηγόρο να παρέχει νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή σε περισσότερους από έναν εντολείς, είτε αυτοί ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65/Α΄), είτε ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης απαγορεύεται στο δικηγόρο στον οποίο ανατίθενται αποκλειστικά ή συστηματικά υποθέσεις από εντολέα του δημοσίου τομέα ή που λαμβάνει πάγια περιοδική αμοιβή απʼ αυτόν να αναλαμβάνει υποθέσεις και από άλλο εντολέα του τομέα αυτού, ʼρθρο 92: 1. 2. Εν περιπτώσει συμφωνίας όπως ο Δικηγόρος διά τας παρεχομένας υπηρεσίας αμείβεται μόνον διά παγίας περιοδικής αμοιβής (άρθρ. 63 παρ. 4 εδαφ. α΄), το ελάχιστον όριον αυτής καθορίζεται εκάστοτε διʼ αποφάσεως του υπουργού της Δικαιοσύνης δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά σύμφωνον γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου αναλόγως α) της κατηγορίας εις ην ανήκει ο δεχόμενος τας υπηρεσίας του Δικηγόρου, β) του δικαστηρίου παρʼ ω ασκεί ο Δικηγόρος το λειτούργημα αυτού και γ) του χρόνου της δικηγορικής εν συνόλω υπηρεσίας και του χρόνου της παροχής των νομικών υπηρεσιών εις το φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον. ». Βάσει της τελευταίας διατάξεως εκδόθηκε η 128494/16.11.1954 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β΄ 243), η οποία κυρώθηκε τροποποιηθείσα με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3149/1955 (Α΄ 52) και με την οποία καθορίσθηκαν τα ελάχιστα όρια αμοιβής των δικηγόρων που παρείχαν τις υπηρεσίες τους με πάγια περιοδική αμοιβή, τόσο σε δημόσιους όσο και σε ιδιωτικούς φορείς, στην περιφέρεια του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκε το πρόσωπο στο οποίο παρείχαν τις υπηρεσίες τους (Κατηγορίες Α΄: Πάσης φύσεως εταιρείες και εμπορικές εν γένει επιχειρήσεις, Β΄: Δήμοι, Κοινότητες, Δημοσυντήρητα Ιδρύματα, Γ΄, Ζ΄) και ανάλογα με το βαθμό του παρέχοντος τις υπηρεσίες δικηγόρου (παρά Πρωτοδίκαις, παρʼ Εφέταις ή παρʼ Αρείω Πάγω). Μετά την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως εκδόθηκε, βάσει της αυτής εξουσιοδοτικής διατάξεως σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν. 3149/1955, μεταξύ των ετών 1959 και 1973, σειρά όμοιων αποφάσεων, με τις οποίες χορηγήθηκαν ποσοστιαίες αυξήσεις και προσαυξήσεις των ελάχιστων ορίων αμοιβών των δικηγόρων με πάγια αντιμισθία στην περιφέρεια διαφόρων Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας. Στη συνέχεια, με την 128599/4.12.1973 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β΄ 1427), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 179/1975 (Α΄ 204), καθορίσθηκε ειδικότερα ο τρόπος υπολογισμού των ελάχιστων ορίων αμοιβών των ανωτέρω δικηγόρων. Ακολούθως, με το άρθρο 2 του ν. 1093/1980 (Α΄ 270), προστέθηκε στον Κώδικα περί Δικηγόρων νέο άρθρο 92Α, με το οποίο το κατώτατο όριο αμοιβής των έμμισθων δικηγόρων συνδέθηκε, το πρώτον, με τον βασικό μισθό των δημοσίων υπαλλήλων. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό, όπως ίσχυε πριν τον ν. 4093/2012, όρισε τα εξής: «1. Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί να αμείβεται ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες μόνο με πάγια περιοδική αμοιβή, τα κατώτατα όρια αυτής καθορίζονται κατά μήνα ως ακολούθως: α) Διά δικηγόρον παρά Πρωτοδίκαις, ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 7ω βαθμώ. β) Διά δικηγόρον παρʼ Εφέταις ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 5ω βαθμώ. γ) Διά δικηγόρον παρʼ Αρείω Πάγω ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 3ω βαθμώ», προβλέφθηκε δε, περαιτέρω, ότι τα όρια αυτά προσαυξάνονται «διά των εις τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους καταβαλλομένων επιδομάτων κατά τας οικείας περί τούτων διατάξεις» (παρ. 2). Βάσει της ως άνω εξουσιοδοτικής διατάξεως εκδόθηκαν μέχρι το έτος 1984 πλείονες υπουργικές αποφάσεις περί χορηγήσεως ποσοστιαίων αυξήσεων και προσαυξήσεων των ελάχιστων ορίων αμοιβών ή περί τροποποιήσεως των κατηγοριών προσώπων στα οποία οι δικηγόροι των δικηγορικών συλλόγων του κράτους παρείχαν υπηρεσίες με έμμισθη εντολή [βλ. απόφαση Υπ. Δικαιοσύνης 43960/8-24.6.1982 (Β΄ 424), όπως τροποποιήθηκε με την 68385/7.8-3.9.1984 όμοια (Β΄ 604) κ.ά.]. Μετά ταύτα δημοσιεύθηκε ο ν. 1505/1984 «Αναδιάρθρωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 194), στο άρθρο 26 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε ότι: «Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου οι διατάξεις του νόμου αυτού μπορεί να επεκτείνονται εν όλω ή εν μέρει και σε προσωπικό του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. που δεν υπάγεται στις διατάξεις του και έχει βαθμολογική ή μισθολογική αντιστοιχία με μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. που υπάγονται στο νόμο αυτόν, καθώς και σε διαβαθμισμένους κληρικούς». Κατʼ επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως και του άρθρου 2 του ν. 1093/1980 (=άρθ. 92Α του Κώδικα Δικηγόρων) εκδόθηκε η κοινή απόφαση 85724/8615/27.8-5.9.1986 των Υπουργών προεδρίας, Δικαιοσύνης και Οικονομικών «Κατάταξη Δικηγόρων σε Μ.Κ. σύμφωνα με το ν. 1505/84» (Β΄ 565), με την οποία ορίσθηκε οι δικηγόροι, των οποίων τα κατώτατα όρια της αμοιβής καθορίζονται κατά το άρθρο 2 παράγρ. 1 του ν. 1093/1980 (=άρθ. 92Α του Κώδικα Δικηγόρων), διέπονται από τον ν. 1505/1984 και κατατάσσονται σε μισθολογικά κλιμάκια, χωρίς περαιτέρω εξέλιξη, ως ακολούθως: «α) οι Δικηγόροι παρά πρωτοδίκαις στο 16ο μισθολογικό κλιμάκιο, β) οι Δικηγόροι παρʼ εφέταις στο 10ο μισθολογικό κλιμάκιο, γ) οι Δικηγόροι παρʼ Αρείω Πάγω στο 3ο μισθολογικό κλιμάκιο». Τα κατώτατα αυτά όρια αμοιβής τροποποιήθηκαν εκ νέου με αντιστοίχιση στα 15ο, 8ο και 1ο μ.κ., αντιστοίχως, με το άρθρο 12 του ν. 1816/1988 (Α΄ 251), με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 του ν. 1093/1980 (=92Α του Κώδικα Δικηγόρων). Η εξουσιοδότηση του ν. 1505/1984 επαναλήφθηκε στο άρθρο 24 του ν. 2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 40), με την προσθήκη, ρητώς, της δυνατότητας επεκτάσεως των διατάξεων του νόμου αυτού και σε «δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής». Κατʼ επίκληση της διατάξεως αυτής και του άρθρου 2 του ν. 1093/1980, όπως αντικαταστάθηκε, εκδόθηκε η κ.υ.α. 2022210/2776/002/3.4.1997 «Κατάταξη δικηγόρων με έμμισθη εντολή σε μισθολογικά κλιμάκια» (Β΄ 277, αναδημ. Β΄ 319), με την οποία επαναλήφθηκαν τα ως άνω κατώτατα όρια αμοιβής των δικηγόρων με έμμισθη εντολή εν γένει. Όμοια εξουσιοδότηση περιελήφθη και στη διάταξη του άρθρου 21 εδ. α΄ του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. κ.λπ.» (Α΄ 297), κατʼ επίκληση της οποίας, εν συνδυασμώ προς το άρθρο 2 του ν. 1093/1980, εκδόθηκε η κ.υ.α. 2/8250/0022/10.2.2004 «Καθορισμός τακτικών αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στο Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ.» (Β΄ 355), με την οποία επαναλήφθηκαν οι ρυθμίσεις της κ.υ.α. του 1997, με τη διαφορά ότι η αναφορά στο μισθολόγιο του 1997 αντικαταστάθηκε με αναφορά στο μισθολόγιο του 2003, μόνο όμως για τους δικηγόρους «που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α. και στα Ν.Π.Δ.Δ.» (παρ. 1).

 

 

6. Επειδή, η επελθούσα από το 2009 οικονομική κρίση στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προεκάλεσε έκτακτες ρυθμίσεις και δράσεις των θεσμικών οργάνων αυτής και αντίστοιχες νομικές ρυθμίσεις στις πληττόμενες χώρες. Έτσι, στην Ελλάδα, κατʼ αρχάς, επιβλήθηκαν με τους νόμους 3758/2009 (Α΄ 68) και 3808/2009 (Α΄ 227), έκτακτες οικονομικές εισφορές στα εισοδήματα φυσικών και νομικών προσώπων καθώς και στη μεγάλη ακίνητη περιουσία φυσικών προσώπων. Στις 14.1.2010 εξάλλου, η Ελληνική Κυβέρνηση παρουσίασε το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης 2010-2013, σύμφωνα με το οποίο η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης του προβλήματος δανειακής ρευστότητας της χώρας επέβαλε την ταχεία προώθηση μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, μέσω των οποίων θα μπορούσε να επιτευχθεί περιστολή των δημοσίων δαπανών, με τη μείωση, μεταξύ άλλων, της δαπάνης της γενικής κυβέρνησης για επιδόματα κατά 10% και τον περιορισμό των προσλήψεων υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα. Στις 16.2.2010 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την 2010/182/ΕΕ (ΕΕ L 83) απόφασή του, με την οποία απηύθυνε, κατʼ εφαρμογή του άρθρου 126 παρ. 9, σε συνδυασμό με το άρθρο 136, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), ειδοποίηση προς την Ελλάδα για τη λήψη μέτρων για τη μείωση του ελλείμματος, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνετο και η μείωση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου. Στη συνέχεια, λόγω επιδεινώσεως της καταστάσεως και προς «αντιμετώπιση των πρωτόγνωρων δυσμενών οικονομικών συνθηκών και της μεγαλύτερης δημοσιονομικής κρίσης των τελευταίων δεκαετιών, η οποία έχει κλονίσει την αξιοπιστία της Χώρας, έχει προκαλέσει μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθεια κάλυψης των δανειακών αναγκών της και απειλεί σοβαρά την Εθνική Οικονομία», όπως αναφέρεται στη σχετική εισηγητική έκθεση, ελήφθησαν μέτρα με τον ν. 3833/2010 (Α΄ 40), μεταξύ των οποίων αναδρομική μείωση αποδοχών των εργαζομένων στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ειδικότερα, μειώθηκαν κατά 12% τα πάσης φύσεως επιδόματα, και κατά 30% τα επιδόματα εορτών και αδείας, ενώ θεσπίσθηκε όριο στις συνολικές αποδοχές των εργαζομένων του δημόσιου τομέα (άρθρα 1 και 2). Στις 3.5.2010 εξάλλου, υπεγράφη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας «Μνημόνιο Συνεννόησης» στο οποίο περιελήφθησαν, μεταξύ άλλων, τα δημοσιονομικά, χρηματοπιστωτικά και διαρθρωτικά μέτρα του τριετούς προγράμματος που είχε καταρτισθεί από τις ελληνικές αρχές. Όπως ειδικότερα προβλέπεται σʼ αυτό, πριν από την καταβολή των δόσεων του δανείου προς την Ελλάδα συντάσσεται έκθεση συμμόρφωσης σχετικά με την εκπλήρωση των οριζομένων προϋποθέσεων, μεταξύ δε των προβλεπομένων μέτρων περιλαμβάνεται η μείωση του μισθολογίου. Το μνημόνιο αυτό προσαρτήθηκε ως παράρτημα στο ν. 3845/2010 (Α΄ 65), με τον οποίο επήλθε περαιτέρω μείωση των επιδομάτων κατά 8%. Επακολούθησε ο ν. 3871/2010 (Α΄ 141) με τον οποίο επεβλήθη η ψήφιση κατʼ έτος, «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στήριξης», το οποίο εγκρίθηκε για την περίοδο 2012-2015, με το ν. 3985/2011 (Α΄ 151). Με τις προβλέψεις του ως άνω πλαισίου, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού νόμου, επιδιώκεται, όχι μόνον η μείωση των δαπανών του κράτους αλλά και η υλοποίηση μονίμων διαρθρωτικών παρεμβάσεων, όπως ο εξορθολογισμός της μισθοδοτικής δαπάνης του Δημοσίου. Κατόπιν αυτών, δημοσιεύθηκε ο ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπροθέσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 226). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που τον συνοδεύει, βασική του επιδίωξη είναι η καθιέρωση νέου Ενιαίου Mισθολογίου Βαθμολογίου, ενόψει των ιδιαιτέρων δημοσιονομικών συνθηκών της χώρας. Το νέο μισθολόγιο, πέραν της εξοικονόμησης πόρων, στοχεύει στον εξορθολογισμό της υφισταμένης κατάστασης αναφορικά με τις οικονομικές απολαβές των υπαλλήλων, προκειμένου να επιτευχθεί η δημιουργία ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος που θα συνδυάζει την εργασιακή ασφάλεια με την αποτελεσματικότητα της διοικητικής δράσης. Το προηγούμενο σύστημα αμοιβών, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, δεν συνδεόταν με ένα αποτελεσματικό σύστημα αξιολόγησης και ανταμοιβής των υπαλλήλων, ενώ σημαντική παράμετρο αυτού αποτελούσαν τα διάφορα επιδόματα, τα οποία όμως δεν είχαν θεσμοθετηθεί κεντρικά ούτε σχετίζονταν με τα παραγόμενα αποτελέσματα. Στην παρ. 1 του άρθρου 4 ορίζεται ότι στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), μεταξύ άλλων, του Δημοσίου (περίπτ. α), των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού (περίπτ. β) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) (περίπτ. γ), καθώς επίσης και ορισμένες άλλες κατηγορίες υπαλλήλων και λειτουργών (υπό α έως ζ), κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του συγκεκριμένου. Με τα άρθρα 6 και 7 του ν. 4024/2011 καταργείται η αυτόματη βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων σε ενιαίες οργανικές θέσεις όλων των βαθμών, με μόνο ουσιαστικό κριτήριο την συμπλήρωση συγκεκριμένου χρόνου υπηρεσίας και καθιερώνεται σύστημα βαθμολογικής προαγωγής κατόπιν αξιολογήσεως. Με το άρθρο 12 του ίδιου νόμου προβλέπεται εξ άλλου, ότι ο υπάλληλος λαμβάνει τον βασικό μισθό που αντιστοιχεί στον βαθμό του, και ότι, σε περίπτωση δυσμενούς εκθέσεως αξιολόγησης για δύο συνεχή έτη, δεν εξελίσσεται μισθολογικά. Συναφώς, με το άρθρο 13 ορίζεται ως βάση για τον υπολογισμό του αντιστοιχούντος σε κάθε βαθμό, εισαγωγικού μισθού ο εισαγωγικός μηνιαίος βασικός μισθός του κατώτερου βαθμού της κατηγορίας ΥΕ, που καθορίζεται σε 780 ευρώ, ενώ οι αντίστοιχοι μισθοί των λοιπών κατηγοριών, καθορίζονται για την κατηγορία ΔΕ σε 858 ?, για την ΤΕ σε 1037 ? και για την ΠΕ, στην οποία εξ ορισμού εμπίπτουν οι δικηγόροι ως κάτοχοι πτυχίου Νομικής Σχολής, σε 1092 ?. Στο άρθρο 14 προβλέπεται, περαιτέρω, ότι οι μηνιαίες αποδοχές του υπαλλήλου αποτελούνται, πέραν του βασικού μισθού, από τα επιδόματα και τις λοιπές παροχές που προβλέπονται ειδικά στο νόμο και χορηγούνται εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις καταβολής τους. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 15 έως 20 καθορίστηκαν τα επιδόματα και οι προϋποθέσεις χορήγησής τους, μεταξύ των οποίων στο άρθρο 16 τα επιδόματα εορτών και αδείας [τα οποία καταργήθηκαν από 1.1.2013 με το άρθρο πρώτο του ν. 4093/2012 (Α' 222/12.11.2012)], στο άρθρο 17 η οικογενειακή παροχή, στο άρθρο 18 το επίδομα θέσης ευθύνης και στο άρθρο 20 η πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Εξ άλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 22, στο οποίο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, προβλέπεται η επέκταση, εν όλω ή εν μέρει, με κοινή υπουργική απόφαση, των διατάξεων του νόμου αυτού και σε δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής, ορίζεται, ειδικότερα, ότι: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι αποδοχές για τους δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου». Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4024/2011 επιδιώκεται η ομαλή μετάβαση στο νέο σύστημα βαθμολογικής εξέλιξης, ορίζεται δε ειδικότερα στην παράγρ. 1 ότι οι υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του υπάλληλοι κατατάσσονται αυτοδικαίως στους βαθμούς της κατηγορίας που υπηρετούν, με βάση το συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και το χρόνο προϋπηρεσίας στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα που έχει αναγνωριστεί για τη βαθμολογική ή τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη του υπαλλήλου. Τέλος, στη μεν παράγρ. 1 του άρθρου 29 (όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 3 του ν. 4038/2012, Α' 14) ορίζεται ότι οι υπάλληλοι που εντάσσονται στους νέους βαθμούς, κατά το προηγούμενο άρθρο, λαμβάνουν το βασικό μισθό του βαθμού αυτού, ενώ όσοι εξ αυτών έχουν πλεονάζοντα χρόνο στον ίδιο βαθμό εξελίσσονται στα Μ.Κ. του βαθμού αυτού, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του εν λόγω Κεφαλαίου, στη δε παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου 29 (όπως τροποποιήθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 3 παρ. 3 της ΠΝΠ 16/16.12.2011, Α' 262/16.12.2011) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: Εάν από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του εν λόγω Κεφαλαίου προκύπτει μείωση των συνολικών μηνιαίων αποδοχών, μεγαλύτερη κατά ποσοστό του 25% των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος του Κεφαλαίου αυτού, χωρίς στην ανωτέρω σύγκριση να λαμβάνεται υπόψη το ποσό που καταβάλλεται ως επίδομα θέσης ευθύνης, η συνολική μείωση κατανέμεται ως εξής: «α) 25% μείωση επί των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου με την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, β) η υπερβάλλουσα μείωση ισόποσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών το οποίο αρχίζει ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου». (Η εφαρμογή της τελευταίας αυτής περίπτ. β της παραγράφου 2 του άρθρου 29 ανεστάλη έως 31.12.2016, δυνάμει του άρθρου πρώτου παρ. 2 υποπαρ. Γ1 του ν. 4093/2012, με έναρξη ισχύος της αναστολής από 31.10.2012).

 

 

7. Επειδή, κατʼ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παρ. 1 άρθρου 22 του ν. 4024/2011 εκδόθηκε η οικ.2/17132/0022/28.2.2012 κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226)» (Β΄ 498), στην οποία ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011, καταβάλλεται βασικός μισθός ως εξής: α) Στους δικηγόρους στο Πρωτοδικείο, ο μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Ε΄ βαθμού, β) Στους δικηγόρους στο Εφετείο, ο μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Γ΄ βαθμού, και γ) Στους δικηγόρους στον ʼρειο Πάγο, ο μισθός του Β΄ βαθμού. Επιπλέον, καταβάλλεται χρονοεπίδομα 2% επί του βασικού μισθού για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στα Μητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. 2. Στους ανωτέρω δικηγόρους χορηγούνται επιδόματα εορτών και αδείας καθώς και οικογενειακή παροχή, εφαρμοζομένων αναλογικά των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του ν. 4024/2011. 3. Δικηγόροι οι οποίοι ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου νομικής υπηρεσίας, , λαμβάνουν επίδομα θέσης ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 4024/2011. 4. 5. Η παρούσα απόφαση ισχύει από 1.11.2011».

 

 

8. Επειδή, στη συνέχεια, με τον ν. 4046/2012 (Α΄ 28/14.2.2012) εγκρίθηκε το Σχέδιο του Μνημονίου Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) [Μνημόνιο ΙΙ] μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 2) ως προϋπόθεση για την υπογραφή και τη θέση σε ισχύ των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, τα σχέδια των οποίων επίσης εγκρίθηκαν με τον ίδιο νόμο και προσαρτήθηκαν σʼ αυτόν ως Παράρτημα V (άρθρο 1 παρ. 1). Το εν λόγω Μνημόνιο αποτελείται από τα ακόλουθα μέρη: α) Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Memorandum of Economic and Financial Policies), β) Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (Memorandum of Understanding on Specific Εconomic Policy Conditionality) και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης (Technical Memorandum of Understanding). Στο πρώτο από τα ανωτέρω τρία επί μέρους Μνημόνια, δηλαδή στο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτάται στο ν. 4046/2012 ως Παράρτημα V_1 και στο οποίο περιγράφονται οι στόχοι, η στρατηγική και οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής στο κεφάλαιο με τίτλο «Δημοσιονομική Πολιτική»: « 7. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν καθοριστεί στη ΜΔΣ και στον προϋπολογισμό του 2012, περιλαμβάνουν: Μεταρρύθμιση της αποζημίωσης των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. 8. Δεδομένης της χαμηλής είσπραξης φόρων σε σύγκριση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, η στρατηγική προσαρμογής μας βασίζεται στην εισαγωγή εκτενών μεταρρυθμίσεων στη φορολογική διοίκηση 9. Έχουμε δεσμευθεί να πετύχουμε τον δημοσιονομικό μας στόχο και είμαστε έτοιμοι να λάβουμε διορθωτικά μέτρα στην περίπτωση υποαπόδοσης. Τα διορθωτικά μέτρα, εάν κριθούν αναγκαία, θα περιλαμβάνουν πρόσθετες στοχευμένες μειώσεις στο μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα και στις κοινωνικές δαπάνες, ». Στο δεύτερο από τα ανωτέρω τρία Μνημόνια, δηλαδή στο Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτάται στο ν. 4046/2012 ως Παράρτημα V_2, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στο Κεφάλαιο 1 με τίτλο «Δημοσιονομική εξυγίανση» τα εξής: « Πριν την εκταμίευση, η Κυβέρνηση προβαίνει επίσης στις ακόλουθες εκκρεμείς ενέργειες: Υπουργικές αποφάσεις για την ολοκλήρωση της πλήρους εφαρμογής του νέου μισθολογίου σε όλα τα σχετικά νομικά πρόσωπα Η Κυβέρνηση δηλώνει την ετοιμότητά της να ορίσει και να θεσπίσει πρόσθετα μέτρα, εάν παραστεί ανάγκη, έτσι ώστε να τηρηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι». Στην αιτιολογική έκθεση, που συνοδεύει το ν. 4046/2012 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι παρά τις προσπάθειες των τελευταίων τριών ετών συνεχίσθηκε η ύφεση της ελληνικής οικονομίας και η αύξηση του δημοσίου χρέους, το οποίο ανήλθε για το  2011 στα 368 δισ., υπερβαίνοντας το 169% του ΑΕΠ, και ότι τούτο επιβάλλει τη λήψη άμεσων μέτρων προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσής του, και ειδικότερα μια ουσιαστική αναδιάταξη του δημόσιου χρέους ώστε να καταστεί το βιώσιμο βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Μετά την ψήφιση του ν. 4046/2012 και με σκοπό την αναδιάταξη του δημόσιου χρέους της χώρας, δημοσιεύθηκε ο ν. 4050/2012 (Α΄ 36/23.2.2012), με τον οποίο θεσπίσθηκαν κανόνες συλλογικής δράσης για τίτλους έκδοσης ή με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Στη συνέχεια, με τον ν. 4051/2012 (Α΄ 40/29.2.2012) εισήχθησαν επείγουσες ρυθμίσεις για την εφαρμογή του, κατά τα ανωτέρω, Μνημονίου Συνεννόησης και επήλθαν οι αναγκαίες προσαρμογές στον εγκριθέντα με τον ν. 4032/2011 (Α΄ 257) προϋπολογισμό του 2012.

 

 

9. Επειδή, ακολούθως, εκδόθηκε ο ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α΄ 222/12.11.2012). Με τις διατάξεις της παραγράφου Α΄ με τίτλο «ΕΓΚΡΙΣΗ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ 2013-2016» του άρθρου πρώτου του νόμου αυτού εγκρίθηκε το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του μεσοπρόθεσμου πλαισίου (βλ. σχετ. κείμενο του Υπουργείου Οικονομικών του Οκτωβρίου 2012) και προβλέπεται ιδίως στην ενότητα 1 «Δημοσιονομική στρατηγική και πολιτικές» του Κεφαλαίου 3 του μεσοπροθέσμου, το δημοσιονομικό όφελος από τον εξορθολογισμό των μισθολογίων (εκτός ΔΕΚΟ και ειδικών μισθολογίων), την κατάργηση των εξαιρέσεων του ενιαίου μισθολογίου και την ένταξη των ΔΕΚΟ στο ενιαίο μισθολόγιο θα υπερβεί αθροιστικά τα 102 εκατομμύρια ευρώ, για την περίοδο 2013-2016. Τέλος, στην ενότητα 5 «Δαπάνες Κρατικού Προϋπολογισμού» του ίδιου Κεφαλαίου 3, υποενότητα 5.3.1, αναφέρεται ότι: «Οι δαπάνες για μισθούς εμφανίζονται μειωμένες κατά 2.490 εκατ. ευρώ, το 2016 σε σύγκριση με την σχετική εκτίμηση για το 2012 προ της λήψεως των μέτρων. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε 13.112 εκατ. ευρώ ή 6,76% του ΑΕΠ το 2012, σε 11.811 εκατ. ευρώ ή 6,45% του ΑΕΠ το 2013, σε 11.248 εκατ. ευρώ ή 6,16% του ΑΕΠ το 2014, σε 10.942 εκατ. ευρώ ή 5,83% του ΑΕΠ το 2015 και σε 10.630 εκατ. ευρώ ή 5,41% του ΑΕΠ το 2016. Η διαμόρφωση των εξοικονομήσεων στο ύψος των ανωτέρω δαπανών, εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί ως αποτέλεσμα των εξής σχεδιαζομένων παρεμβάσεων: κατάργηση εξαιρέσεων του ενιαίου μισθολογίου...». Με το άρθρο πρώτο παράγρ. Γ΄, υποπαρ. Γ.1 περίπτ. 9 του ν. 4093/2012 καταργήθηκε από 1.1.2013 το χρονοεπίδομα 2% της παρ. 1 της προαναφερθείσας κ.υ.α. οικ.2/17132/0022/28.2.2012, στην δε περίπτ. 12 ορίσθηκε ότι: «12. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011 που αφορούν το βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του άρθρου 4 του ίδιου νόμου έχουν ανάλογη εφαρμογή, από 1.1.2013, και στο προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο Κράτος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α., κατά την έννοια επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους, , ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανώνυμων εταιρειών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005 (Α΄ 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ. 1.α του άρθρου 1 του ν. 3899/2010 (Α΄ 212). Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, οι οποίες μπορούν να ανατρέχουν στην έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης, μπορούν να ρυθμίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής των προηγούμενων εδαφίων. ». Εξ άλλου, στο άρθρο 19 του ν. 3429/2005, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1.α του ν. 3899/2010, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α΄ του νόμου αυτού υπάγονται οι δημόσιες επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως αν έχουν εξαιρεθεί από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που υπάγονται στη Γενική Κυβέρνηση σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995» με ορισμένες εξαιρέσεις. Περαιτέρω, με την παράγρ. ΙΓ΄, υποπαρ. ΙΓ.1, περ. 8.β του ν. 4093/2012 αντικαταστάθηκε το άρθρο 92Α του ν.δ. 3026/1954 (Κώδικα περί Δικηγόρων) ως εξής: «1. Ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες με έμμισθη εντολή υπηρεσίες του αμείβεται με πάγια μηνιαία αμοιβή που καθορίζεται με ελεύθερη συμφωνία με τον εντολέα του. Η αμοιβή των ασκούμενων δικηγόρων δεν μπορεί να είναι κατώτερη του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου νόμιμου μισθού υπαλλήλου του ιδιωτικού τομέα. 2. Οι αποδοχές των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με έμμισθη εντολή στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226) καθορίζονται όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ν. 4024/2011» (περ. 8.β). Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012 αναφέρονται, ως προς την υποπαράγραφο Γ.1, μεταξύ άλλων, τα εξής: «... Με τις παρούσες διατάξεις ρυθμίζονται θέματα μισθολογικού περιεχομένου, τα οποία προβλέπονται στο πλαίσιο εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής. Ειδικότερα: Με τις διατάξεις της περίπτωσης 9 καταργείται, από 1.1.2013, το χρονοεπίδομα που καταβάλλεται στους δικηγόρους με έμμισθη εντολή του δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. Με τις διατάξεις της περίπτωσης 12 ορίζεται ότι οι διατάξεις που αφορούν το βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του άρθρου 4 του Κεφαλαίου Δευτέρου του ν. 4024/2011, δηλαδή των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, έχουν ανάλογη εφαρμογή, από 1.1.2013, και στο προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο Κράτος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α., κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τ[ου]ς, , ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τ[ου]ς, καθώς και των λοιπών επιχειρήσεων, οργανισμών και ανωνύμων εταιρειών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005 (Α΄ 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ. 1.α του άρθρου 1 του ν. 3899/2010 (Α΄ 212). Για την ομαλότερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων μπορούν να εκδίδονται κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, οι οποίες μπορούν να ανατρέχουν στην έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας παραγράφου. ». Ως προς την υποπαράγραφο ΙΓ.1 περ. 9 του σχεδίου (= περ. 8.β του νόμου) αναφέρεται ότι «ορίζεται ότι οι ελάχιστες αμοιβές των δικηγόρων, οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους με έμμισθη εντολή, πρέπει να προβλέπονται νομοθετικά και να είναι ανάλογες με εκείνες των συναδέλφων τους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως έχει ήδη προσδιορισθεί, γεγονός που επιβάλλεται από την θεμελιώδη αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι ίδιες». Εξ άλλου, στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που συνόδευε το σχέδιο του ανωτέρω νόμου 4093/2012 κατά την υποβολή του προς ψήφιση στη Βουλή, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Παράγραφος Γ. Τροποποιούνται οι μισθολογικές διατάξεις που διέπουν τους φορείς του δημόσιου τομέα ως ακολούθως: - Καταργείται, από 1.1.2013, το χρονοεπίδομα (2% επί του βασικού μισθού για κάθε δύο έτη δικηγορίας) στις αποδοχές των δικηγόρων με έμμισθη εντολή σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των ο.τ.α. και των άλλων ν.π.δ.δ. - - Στο ενιαίο βαθμολόγιο - μισθολόγιο (ν. 4024/2011) των υπαλλήλων του Δημοσίου υπάγεται, από 1.1.2013, και το προσωπικό των μνημονευόμενων ν.π.ι.δ., καθώς και το αντίστοιχο των δημοσίων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανωνύμων εταιρειών του Α΄ Κεφαλαίου του ν. 3429/2005 (μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο). -». Κατʼ επίκληση των εξουσιοδοτικών διατάξεων των περ. 9 και 12 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 4024/2011 εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη κ.υ.α. οικ.2/844/0022/4.1.2013 στην οποία ορίζεται ότι: «Στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της περ. 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222) επεκτείνεται και έχει ανάλογη εφαρμογή, από 1.1.2013, η υπʼ αριθμ. 2/17132/022/28.2.2012 (ΦΕΚ Β΄ 498) κοινή υπουργική απόφαση, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. ».

 

 

10. Επειδή, από τις παρατιθέμενες στις προηγούμενες σκέψεις διατάξεις και σύμφωνα με τις παραδοχές του νομοθέτη, προκύπτει ότι με το ν. 4024/2011, τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του οποίου επικαλείται η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, επιχειρήθηκε η καθιέρωση ενός ενιαίου συστήματος βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, το οποίο είχε ως συνέπεια την περικοπή των αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με σκοπό, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση, αφʼ ενός την άμεση αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσεως και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και αφʼ ετέρου τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα, την άρση των ανισοτήτων στις συνολικές αμοιβές των υπαλλήλων, την ανταμοιβή της εργασίας βάσει του παραγόμενου αποτελέσματος, την προσέλκυση ικανού στελεχιακού δυναμικού και την προώθηση των αναπτυξιακών και κοινωνικών προτεραιοτήτων της Χώρας. Με τα δεδομένα αυτά, οι θεσπισθείσες με τον ν. 4024/2011 περικοπές αποδοχών και επιδομάτων των απασχολουμένων στον εν γένει δημόσιο τομέα αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος, με την υλοποίηση του οποίου ο νομοθέτης φαίνεται να υπηρετεί σκοπούς, που συνιστούν κατʼ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, εν τέλει, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, στα πλαίσια της καθιερούμενης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρέωσης δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφάλισης της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ (βλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 7.5.2013, Ιωάννα Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, σκ. 36 επ., 41, ΣΕ 3404-6/2014 Ολομ. σκ. 21, 22 και 23 αντιστοίχως, πρβλ. ΣΕ 668/2012 Ολομ., σκ. 35, 1286/2012 Ολομ., σκ. 16). Τους ίδιους σκοπούς έχουν και οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως, κατά το μέρος που αφορούν τις αποδοχές και την μισθολογική εξέλιξη των δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής των ν.π.ι.δ. που ανήκουν στο Δημόσιο ή σε άλλα Ν.Π.Δ.Δ. ή επιχορηγούνται από αυτά κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή υπάγονται στις διατάξεις του Κεφ. Α΄ του ν. 3429/2005 (μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Δ.Ε.Κ.Ο.). Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ληφθεί υπʼ όψιν ότι και τα νομικά αυτά πρόσωπα λειτουργούν χάριν του δημοσίου συμφέροντος και, λόγω ακριβώς της ουσιαστικής ένταξής τους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και του σκοπού τους, μπορούν, με ειδική νομοθετική πρόβλεψη, να υπαχθούν σε καθεστώς μισθολογικών μέτρων που αποσκοπούν στην αναμόρφωση του συστήματος οικονομικών απολαβών του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης. Εξ άλλου, τόσο η έγκριση των προϋπολογισμών τους [βλ. λ.χ. 1690/30.4.2014 απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Δημόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισμών «Έγκριση των προϋπολογισμών των Δ.Ε.Κ.Ο. και Ν.Π.Ι.Δ. του κεφαλαίου α΄ του Ν. 3429/2005 έτους 2014 καθώς και της εξειδίκευσης αυτών κατά λογαριασμό» (Β΄ 1074)] όσο και ο καθορισμός των κατωτάτων ορίων των αμοιβών των έμμισθων δικηγόρων τους (όπως όλων των έμμισθων δικηγόρων) υπήγοντο ανέκαθεν στην αρμοδιότητα κυβερνητικών οργάνων, τα οποία αποφάσιζαν σχετικώς στα πλαίσια της εκάστοτε ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής (πρβλ. ΣΕ 3404-6/2014 Ολομ., έ.α.). Ανεξαρτήτως, πάντως, των ανωτέρω, ειδικώς υπό συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως, και δεδομένου ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών είναι προς όφελος του συνόλου των πολιτών, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών, συνεπαγόμενα σοβαρή, κατά το μάλλον ή ήττον, οικονομική επιβάρυνση όλων των κατηγοριών εργαζομένων, με όριο, βεβαίως, τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τούτο δε ενόψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξιώσεως του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (βλ. ΣΕ Ολομ. 668/2012, σκ. 37, 4741/2014, σκ. 12). Εν όψει τούτων, τα προσβαλλόμενα μισθολογικά μέτρα δεν παρίστανται, κατʼ αρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, δεδομένου άλλωστε ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από αυτόν κρίσιμης καταστάσεως υπόκειται σε οριακό μόνο δικαστικό έλεγχο (βλ. ΣΕ 668/2012 Ολομ., σκ. 35, 1286/2012 Ολομ., σκ. 16). Με τα ανωτέρω δεδομένα, συνολικώς εκτιμώμενα, όπως κρίθηκε ήδη με την απόφαση του Δικαστηρίου ΣΕ 3372/2015 Ολομ. (σκ. 15 18) οι επίμαχες ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στα άρθρα 5 παράγρ. 1 και 25 παράγρ. 1 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και στην αρχή της αναλογικότητας (βλ. και απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 7.5.2013, Ιωάννα Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, σκ. 42 επ., 46 - 49, η οποία λαμβάνει υπʼ όψη και μισθολογική μείωση της εκεί προσφυγούσης δικηγόρου συνεπεία της κ.υ.α. 2/17132/0022/28.2.2012, οι ρυθμίσεις της οποίας επεκτείνονται με την προσβαλλόμενη απόφαση και στους έμμισθους δικηγόρους όπως οι αιτούντες, βλ. σκ. 13, 45).

 

 

11. Επειδή, μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως δημοσιεύθηκε ο νέος Κώδικας Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208/27.9.2013), με το άρθρο 166 παρ. 2 του οποίου καταργήθηκε ο προϊσχύων Κώδικας (ν.δ. 3026/1954). Στο άρθρο 44 του νέου Κώδικα με τίτλο «Αποδοχές έμμισθου δικηγόρου» ορίζονται τα εξής: «1. Ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες με έμμισθη εντολή υπηρεσίες του αμείβεται με πάγιες μηνιαίες αποδοχές που καθορίζονται με ελεύθερη συμφωνία με τον εντολέα του και οι οποίες δεν μπορούν να είναι κατώτερες των εκάστοτε ισχυουσών κατώτατων νόμιμων αποδοχών υπαλλήλου του ιδιωτικού τομέα ανάλογων επιστημονικών προσόντων. 2. Οι αποδοχές των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πρώτου και δεύτερου βαθμού και στα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις». Τέλος, στην παράγρ. 1 του άρθρου 166 αυτού ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις του Κώδικα είναι ειδικές έναντι κάθε άλλης διάταξης. ...» Οι διατάξεις αυτές δεν ασκούν επιρροή στο αντικείμενο της δίκης, διότι οι εξουσιοδοτικές διατάξεις, βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, εν όψει της διατυπώσεως και του σκοπού τους, όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, είναι ειδικές ως προς τις ανωτέρω διατάξεις του νέου Κώδικα Δικηγόρων καθʼ όσον αφορά το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα, δηλαδή τον καθορισμό της αμοιβής των έμμισθων δικηγόρων των ν.π.ι.δ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην εξουσιοδότηση της παραγρ. 2 του άρθρου 44 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, ούτε μπορεί να συναχθεί, εξ αντιδιαστολής, ότι με τη διάταξη αυτή καταργήθηκαν σιωπηρώς οι κείμενες διατάξεις που ρυθμίζουν ειδικώς το ζήτημα αυτό. Και ναι μεν η παράγρ. 2 του άρθρου 166 του Κώδικα ορίζει ότι οι διατάξεις αυτού είναι «ειδικές» έναντι κάθε άλλης διατάξεως, η διάταξη όμως αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι οι διατάξεις του Κώδικα είναι ειδικές ως προς τα θέματα τα οποία ρυθμίζουν, και όχι ως προς θέματα που ρυθμίζονται με άλλες διατάξεις, όπως εν προκειμένω. ʼλλωστε κατά γενική αρχή του δικαίου, η κατάργηση εξουσιοδοτικής διατάξεως τυπικού νόμου δεν επιφέρει αυτοδικαίως κατάργηση και των κανονιστικών πράξεων που έχουν εκδοθεί κατʼ εξουσιοδότησή του, εκτός αν αυτό προβλέπεται ρητώς (βλ. ΣΕ 346/2014, 2361/2011, 1965-7/2010 κ.α.), όπερ δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Β. Αραβαντινού, με τις διατάξεις του άρθρου 44 του νέου Κώδικα Δικηγόρων ρυθμίσθηκε εξ υπαρχής και πλήρως το ζήτημα του καθορισμού των αμοιβών των έμμισθων δικηγόρων, με την δε παράγρ. 2 παρασχέθηκε εξουσιοδότηση για τον καθορισμό με κοινή υπουργική απόφαση μόνο των αποδοχών των έμμισθων δικηγόρων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. κατʼ αποκλεισμό των έμμισθων δικηγόρων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Εν όψει τούτου και της παραγρ. 1 του άρθρου 166 του ίδιου Κώδικα περί ειδικότητας των διατάξεών του έναντι πάσης άλλης διατάξεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι καταργήθηκαν τόσο οι κρίσιμες εξουσιοδοτικές διατάξεις όσο και η προσβαλλόμενη πράξη και συνεπώς η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη ελλείψει αντικειμένου.

 

 

12. Επειδή, όπως κρίνεται παγίως, η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Ο δικαστικός έλεγχος τηρήσεως της αρχής της ισότητας, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατʼ αρχήν επιλογών του νομοθέτη ή της ουσιαστικής ορθότητας των τιθέμενων νομικών κανόνων, περιορίζεται ειδικότερα στην έκδηλη υπέρβαση των ορίων που διαγράφονται από την εν λόγω συνταγματική αρχή. Κατά τον έλεγχο δε αυτόν αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατʼ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπʼ όψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (βλ. ΣΕ 3404-5/2014 Ολομ.).

 

 

13. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η πληττόμενη ρύθμιση, κατά την οποία οι έμμισθοι δικηγόροι παρʼ Αρείω Πάγω των ν.π.ι.δ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα λαμβάνουν τον βασικό μισθό του Β΄ βαθμού του ν. 4024/2011, παραβιάζει την κατʼ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητας. Και τούτο διότι, ενώ οι έμμισθοι δικηγόροι παρʼ Αρείω Πάγω, όπως οι αιτούντες, οι οποίοι έχουν εξαντλήσει κάθε περιθώριο εξέλιξης εντός της αντίστοιχης δομής του δικηγορικού κλάδου, περιορίζονται στον βασικό μισθό του Β΄ βαθμού της υπαλληλικής ιεραρχίας, οι υπάλληλοι του Δημοσίου, παρʼ ότι τελούν υπό όμοιες συνθήκες, δύνανται να εξελιχθούν μέχρι τον βαθμό Α΄ και να λάβουν τις αντίστοιχες αποδοχές. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι οι δύο κατηγορίες, ήτοι των υπαλλήλων του Δημοσίου και των δικηγόρων με έμμισθη εντολή του δημόσιου τομέα, προδήλως δεν τελούν υπό τις αυτές ή όμοιες συνθήκες. Ειδικότερα, οι μεν δημόσιοι υπάλληλοι συνδέονται με το κράτος ή το ν.π.δ.δ., στο οποίο υπηρετούν, με σχέση δημοσίου δικαίου, απολαύουν κατʼ άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος μονιμότητας και εγγυήσεων ως προς την υπηρεσιακή τους εξέλιξη, τελούν υπό ιδιαίτερο κανονιστικό καθεστώς υποχρεώσεων, περιορισμών και δικαιωμάτων [άρθρα 24 επ., 31 επ., 39 επ. αντιστοίχως του Υπαλληλικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3258/2007 (Α΄ 26)], η απόλυσή τους επιτρέπεται μόνο για συγκεκριμένους λόγους (άρθ. 152 Υ.Κ.), ισχύει δε γιʼ αυτούς ασυμβίβαστο της ιδιότητας δημοσίου υπαλλήλου και δικηγόρου (άρθ. 34 Υ.Κ.). Αντιθέτως ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός (άρθ. 1, 38 του Κώδικα περί Δικηγόρων, ν.δ. 3026/1954), ο δε παρέχων υπηρεσίες με πάγια ετήσια ή μηνιαία αντιμισθία δικηγόρος (άρθ. 63 επ. του ίδιου Κώδικα) ασκεί ελευθέριο επάγγελμα και συνδέεται με τον εντολέα του με σχέση έμμισθης εντολής του ιδιωτικού δικαίου (ΣΕ 3299/2014 Ολομ., 909/2011 7μ., 3021/2010, 696/2008, 1438/2005), η οποία είναι πάντοτε αορίστου χρόνου και ελευθέρως ανακλητή (ΣΕ 4632/1987, βλ. και ΣΕ 4074, 2738/1984, ΑΠ 1320/2010, 1065/2011), όχι δε με σχέση εξηρτημένης εργασίας (ΣΕ 3299/2014 Ολ. σκ. 19) ή με υπαλληλική σχέση (ΣΕ 2768/1969 Ολ.), και δη ασχέτως αν ο εντολέας είναι πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΣΕ 2738/1984), η δε παροχή νομικών συμβουλών από δικηγόρο, ακόμα και με σχέση πάγιας αντιμισθίας, δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει αντικείμενο συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας (ΣΕ 3021/2010, σκ. 4, πρβ. ΑΠ 941/1992). Επίσης, εντελώς διαφορετικό είναι το σύστημα της υπηρεσιακής εξελίξεως των δύο κατηγοριών, από την άποψη που θέτουν οι αιτούντες. Ειδικότερα, κατά το άρθ. 7 παρ. 7 του ν. 4024/2011 υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ δεν δύναται να προαχθεί στον καταληκτικό Α΄ βαθμό πριν συμπληρώσει εικοσαετή υπηρεσία στους κατώτερους βαθμούς, ενώ κατά το άρθρο 35 παρ. 1 ν.δ. 3026/1954, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 9 παρ. 1 ν.δ. 3790/1957 (Α΄ 209), σε συνδυασμό με το άρθ. 4 παρ. 2 ν.δ. 4272/1962 (Α΄ 188), για την προαγωγή σε δικηγόρο παρʼ Αρείω Πάγω αρκεί η συμπλήρωση οκταετούς δικηγορικής υπηρεσίας (4 έτη παρά Πρωτοδίκαις και 4 έτη παρʼ Εφέταις). Τέλος, για την μεν προαγωγή σε δικηγόρο παρʼ Αρείω Πάγω αποφαίνεται «κυριαρχικώς και κατʼ ελευθέραν εκτίμησιν» το διοικητικό συμβούλιο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου (άρθρο 36 του ν.δ. 3026/1954), ενώ η προαγωγή των δημοσίων υπαλλήλων ενεργείται από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο. Με τα δεδομένα αυτά η επίμαχη ρύθμιση, κατά την οποία στους δικηγόρους παρʼ Αρείω Πάγω με έμμισθη εντολή του δημόσιου τομέα του καταβάλλεται ο βασικός μισθός του Β΄ βαθμού, και όχι του Α΄ ή άλλου βαθμού της υπαλληλικής ιεραρχίας, επιβληθείσα με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια προς θεραπεία του ρηθέντος σκοπού δημοσίου συμφέροντος και αφορώσα κατηγορίες απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα που τελούν υπό ανόμοιες συνθήκες, δεν συνιστά αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση των δύο κατηγοριών και δεν αντίκειται, και μάλιστα εκδήλως, στην συνταγματική αρχή της ισότητας, εν όψει και της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό των αποδοχών των απασχολουμένων εν γένει στον δημόσιο τομέα. Συνεπώς είναι αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι με το από 13.11.2014 υπόμνημα των αιτούντων, το οποίο κατατέθηκε μετά την συζήτηση, εντός της προθεσμίας που χορήγησε ο Πρόεδρος, ισχυρισμοί ότι οι δικηγόροι παρʼ Αρείω Πάγω με έμμισθη εντολή του δημόσιου τομέα εξομοιούνται με υπαλλήλους Α΄ βαθμού διότι τελούν υπό όμοιες συνθήκες. Ειδικότερα, αβασίμως προβάλλεται ότι κατά το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (κ.υ.α. 2/8250/0022/2004, Β΄ 355) αυτοί ελάμβαναν τον βασικό μισθό του 1ου μισθολογικού κλιμακίου, διότι μόνη η κατάταξη των έμμισθων δικηγόρων σε στο 1ο μισθολογικό κλιμάκιο δεν συνεπάγεται εξομοίωση αυτών με δημοσίους υπαλλήλους (βλ. ΣΕ 1955/1998 7μ.). Περαιτέρω αβασίμως προβάλλεται ότι η μισθολογική εξομοίωση των δύο κατηγοριών απασχολουμένων επιβάλλεται εν όψει της κατʼ άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος επιταγής περί ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία, διότι η ως άνω συνταγματική διάταξη προϋποθέτει απασχόληση με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ΣΕ 4436/2012, 2516/2003, 389/2000) και όχι υπαλληλική σχέση ή σχέση έμμισθης εντολής. Τέλος αλυσιτελώς προβάλλεται ότι ο δικηγόρος με έμμισθη εντολή υπέχει αυξημένες υποχρεώσεις έναντι του εντολέα του λόγω της σχέσεως αυξημένης εμπιστοσύνης που τον συνδέει με αυτόν, διότι μόνο το γεγονός αυτό δεν υποχρεώνει τον νομοθέτη στην χορήγηση συγκεκριμένης αμοιβής και δη αυτής του Α΄ βαθμού.

 

 

14. Επειδή, με το προαναφερθέν από 13.11.2014 υπόμνημα των αιτούντων προβάλλεται ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας και εκ του ότι οι έμμισθοι δικηγόροι των ανεξάρτητων αρχών λαμβάνουν, σύμφωνα με την κ.υ.α. 2/17127/0022/28.2.2012 (Β΄ 498), τον βασικό μισθό του Α΄ βαθμού, ενώ οι αιτούντες περιορίζονται στις αμοιβές του Β΄ βαθμού. Ο αυτοτελής αυτός λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως προβαλλόμενος απαραδέκτως το πρώτον με υπόμνημα, είναι όμως και αβάσιμος διότι, όπως κρίθηκε ήδη (βλ. ΣΕ 3372/2015 Ολομ., σκ. 19-20), οι δύο κατηγορίες δικηγόρων τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες εν όψει της κατά το Σύνταγμα και τον νόμο αποστολής των ανεξάρτητων αρχών και της ανάγκης στελεχώσεώς τους με προσωπικό υψηλού επιπέδου που αμείβεται με αντίστοιχες αποδοχές.

 

 

15. Επειδή, επομένως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

 

Δ ι ά   τ α ύ τ α

 

 

Απορρίπτει την αίτηση,

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

 

Επιβάλλει στους αιτούντες να καταβάλουν στο Δημόσιο το ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ ως δικαστική δαπάνη.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 2014

           

Ο Πρόεδρος      Η Γραμματέας

 

Σωτ. Αλ. Ρίζος   Μ. Παπασαράντη

 

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015.

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος     Η Γραμματέας

 

Ν. Σακελλαρίου Μ. Παπασαράντη