ΣτΕ.Ολ 3013/2014

 

Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος - Ανάκληση άδειας λειτουργίας - Καθεστώς σε ειδική εκκαθάριση - Ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ΑΤΕ - Μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων στη Τράπεζα Πειραιώς - Καθορισμός ανώτατου ορίου ύψους αποζημίωσης - Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας - Τράπεζα της Ελλάδος -.

 

Αίτηση με την οποία ζητείται η ακύρωση των πράξεων, με τις οποίες ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, τέθηκε αυτή σε ειδική εκκαθάριση και διορίσθηκε ειδικός εκκαθαριστής, δόθηκε εντολή μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων της υπό ειδική εκκαθάριση άνω τράπεζας στη Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ, καθώς και της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών για τον καθορισμό ανώτατου ορίου ύψους αποζημίωσης ανά δικαιούχο από απαίτηση του άρθρου 154γ του Πτωχευτικού Κώδικα, κατά την ειδική εκκαθάριση της άνω τράπεζας. Προέκυψε ότι η επίμαχη διαδικασία μεταβίβασης περιουσιακών στοιχειών ενεργητικού και παθητικού, συνοδευόμενη από την ανάκληση της άδειας και τη θέση υπό ειδική εκκαθάριση, αποσκοπεί στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος υπό την εποπτεία τόσο της Τράπεζας της Ελλάδος, όσο και του Πτωχευτικού Δικαστηρίου του άρθρου 4 του Πτωχευτικού Κώδικα. Απόρριψη αίτησης στην ουσία.

 

 

Αριθμός 3013/2014

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Απριλίου 2013, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ε. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, ’. Καλογεροπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Π. Μπραΐμη, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Κ. Κονιδιτσιώτου, Σ. Κωνσταντίνου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Κ. Φιλοπούλου και Δ. Μακρής, καθώς και η Πάρεδρος Σ. Κωνσταντίνου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

 

Για να δικάσει την από 22 Οκτωβρίου 2012 αίτηση:

 

των: 1. σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Εργαζομένων ΑΤΕ» (ΣΕΑΤΕ), που εδρεύει στην Αθήνα (Αμερικής 10), το οποίο παρέστη με τους δικηγόρους α) Αλκιβιάδη Οικονόμου (Α.Μ. 9104) και β) Νικόλαο Δήμα (Α.Μ. 16733), που τους διόρισε με πληρεξούσιο και οι οποίοι δήλωσαν ότι διορθώνουν την επωνυμία του σωματείου στο ορθό «Σύλλογος Εργαζομένων Τράπεζας Αγροτικής-Πειραιώς», 2. ... και 10. ... οι οποίοι παρέστησαν με τους ίδιους πιο πάνω δικηγόρους Αλκιβιάδη Οικονόμου και Νικόλαο Δήμα, που τους διόρισαν με πληρεξούσια,

 

κατά των: 1. Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία παρέστη με τους δικηγόρους α) Νικόλαο Βερβεσό (Α.Μ. 12669) και β) Δημήτριο-Παναγιώτη Τζάκα (Α.Μ. 25185), που τους διόρισε με πληρεξούσιο και 2. Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Γαρυφαλιά Σκιάνη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους,

 

και κατά των παρεμβαινόντων: Α) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Σταδίου και Αμερικής 4), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Ιωσήφ Κτενίδη (Α.Μ. 3798 Δ.Σ. Θεσ/νίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, Β) 1. ... και 28. ... οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο Μαρία Μαγγιρίδου (Α.Μ. 4324 Δ.Σ. Θεσ/νίκης), που την διόρισαν με πληρεξούσια και Γ) ΝΠΙΔ με την επωνυμία «Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας», που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφ. Βενιζέλου 10), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Φίλιππο Σπυρόπουλο (Α.Μ. 7310), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 24 Δεκεμβρίου 2012 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) η υπʼ αριθμ. Συν. 46/27.7.2012/Θέμα 1ο απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β΄ 2208/27.7.2012), 2) η υπʼ αριθμ. Συν. 4/27.7.2012/Θέμα 1ο απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β΄ 2209/27.7.2012), 3) η υπʼ αριθμ. Συν. 4/27.7.2012/Θέμα 2ο απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β΄ 2209/27.7.2012), 4) η υπʼ αριθμ. Συν. 4/27.7.2012/Θέμα 3ο απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β΄ 2209/27.7.2012), 5) η υπʼ αριθμ. 35563/Β.1213/8.8.2012 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 2317/10.8.2012) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ε. Αντωνόπουλου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους των αιτούντων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τους πληρεξούσιους της καθʼ ης Τράπεζας, τους πληρεξούσιους των παρεμβαινόντων και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπʼ αριθμ. 1063410, 3274491/2013 ειδικά γραμμάτια παραβόλου)

 

2. Eπειδή, μετά την αποχώρηση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Κων. Μενουδάκου, λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας την 30-6-2013, αυτός αναπληρώνεται κατά την διάσκεψη της παρούσης υποθέσεως από τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο Αθαν. Ράντο, ο οποίος μετείχε στην σύνθεση της Ολομελείας (βλ. απόφαση 2/2009 της Ολομελείας εν συμβουλίω και Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου 186/2013). Περαιτέρω, η Σύμβουλος Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως, λαμβάνει μέρος στην διάσκεψη ως τακτικό μέλος, σε αναπλήρωση του αποχωρήσαντος Προέδρου (άρθρο 26 ν. 3719/2008, ΦΕΚ Α΄ 241).

 

3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, όπως συμπληρώθηκε με το από 16-1-2013 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση των εξής πράξεων: 1) της συν.46/27.7.2012/θέμα 1ο αποφάσεως της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (εφεξής ΕΠΑΘ) της Τραπέζης της Ελλάδος (ΦΕΚ Β', 2208/27-7-2012), με την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΤΕ», τέθηκε αυτό σε ειδική εκκαθάριση και διορίσθηκε ειδικός εκκαθαριστής, 2) της Συν.4/27.7.2012/ Θέμα 1° αποφάσεως της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης (εφεξής ΕΜΕ) της Τραπέζης της Ελλάδος, με την οποία δόθηκε εντολή μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ» στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ», 3) της  Συν.4/27.7.2012/Θέμα 2° αποφάσεως της ιδίας Ε.Μ.Ε. περί καθορισμού της διαφοράς αξίας μεταξύ στοιχείων παθητικού και στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάζονται από το ως άνω υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα στο πιστωτικό ίδρυμα «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ», 4) της συν4/27.7.2012/Θέμα 3° αποφάσεως της αυτής Ε.Μ.Ε., περί καθορισμού του ανταλλάγματος για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του ως άνω υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος στο πιστωτικό ίδρυμα «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ». Οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις της Ε.Μ.Ε. δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ τεύχος Β' 2209 της 27.7.2012, και 5) της 35563/Β.1213/8.8.2012 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών με θέμα «Καθορισμός ανώτατου ορίου ύψους αποζημίωσης ανά δικαιούχο από απαίτηση του άρθρου 154γ του Πτωχευτικού Κώδικα, κατά την ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία “ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ”» (ΦΕΚ Β' 2317/10-8-2012).

 

4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, με την από 24-12-2012 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω μεγαλύτερης σπουδαιότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, εδ. α΄, 20 και 21 του π.δ. 18/1989.

 

5. Επειδή, στην δίκη που έχει ανοιχθεί με την κρινόμενη αίτηση παρεμβαίνει παραδεκτώς και με προφανές έννομο συμφέρον προς διατήρηση της ισχύος των προσβαλλόμενων πράξεων, η ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ», στην οποία, μετά την ανάκληση της άδειας και τη θέση σε εκκαθάριση της Αγροτικής Τράπεζας, μεταβιβάσθηκαν με τις προσβαλλόμενες πράξεις, έναντι ανταλλάγματος, στοιχεία ενεργητικού και παθητικού αυτής και η οποία, στη συνέχεια, κατήρτισε συμβάσεις εργασίας με το πλείστο των εργαζομένων της πρώην ΑΤΕ.

 

6. Επειδή, περαιτέρω, έχει ασκηθεί παρέμβαση στην παρούσα δίκη και  από 28 φυσικά πρόσωπα- πρώην εργαζομένους της Αγροτικής Τράπεζας, οι οποίοι έχουν ήδη καταρτίσει νέες συμβάσεις εργασίας με την Τράπεζα Πειραιώς, η πλειονότητα δε εξ αυτών (εκτός από τους 2ο, 7η, 15ο, 17η, 21ο, 22ο και 26ο) ήταν και μέλη των αιτούντος Συλλόγου Εργαζομένων ΑΤΕ. Η παρέμβαση αυτή έχει ασκηθεί με έννομο συμφέρον, αφού, κατά τους ισχυρισμούς των παρεμβαινόντων, ενδεχόμενη ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων,  θα επηρεάσει άμεσα τις θέσεις εργασίας τους στην Τράπεζα Πειραιώς.

 

7. Επειδή, εξ άλλου, έχει ασκηθεί παρέμβαση υπέρ του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων και  από το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.». Με αυτήν υποστηρίζεται ότι η ακύρωση των προσβαλλόμενων και η επαναφορά της ΑΤΕ στην πρότερη κατάσταση ενέχει  σοβαρούς κινδύνους για τη συστημική ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η διατήρηση της σταθερότητας του οποίου, σύμφωνα με τον ν. 3864/2010 (Α΄ 119), είναι πρωταρχικός σκοπός  του ήδη παρεμβαίνοντος Ταμείου  και ότι, σε κάθε περίπτωση, τυχόν ακύρωση της τελευταίας προσβαλλόμενης 35563/1213/8.8.2012 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών επηρεάζει άμεσα το ίδιο, καθώς μεταβάλλεται το ποσό από το οποίο θα ικανοποιηθεί προνομιακά το Ταμείο αυτό για την απαίτηση που έχει έναντι της υπό εκκαθάριση ΑΤΕ για την απόδοση της διαφοράς αξίας μεταξύ των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, καθώς το προϊόν της εκκαθάρισης δεν θα επαρκεί για την (έστω και μερική) ικανοποίηση της απαιτήσεώς  του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 παρ. 12 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40). Εν όψει των ανωτέρω η  παρέμβαση αυτή ασκείται παραδεκτώς και με έννομο συμφέρον.

 

8. Επειδή, με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων στο ακροατήριο κατά την συζήτηση της υποθέσεως, ο 6ος αιτών (Αλέξανδρος Παπαϊωάννου) υπέβαλε δήλωση παραιτήσεως από την ασκηθείσα αίτηση και, συνεπώς, ως προς τον διάδικο αυτό, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη, κατʼ άρθρο 30 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).

 

9. Επειδή, όπως  έχει ήδη κριθεί, ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, στον οποίον έχουν περιέλθει οι αρμοδιότητες της καταργηθείσης με το άρθρο 1 του ν. 1266/1982 Νομισματικής Επιτροπής, αποτελεί διοικητική αρχή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του για την εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και τον έλεγχο της πίστεως, οι σχετικές δε πράξεις, που εκδίδονται είτε από τον ίδιο είτε από τα εξουσιοδοτημένα από αυτόν όργανα αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις (πρβλ. ΣτΕ 2250/1985 Ολομ., 2080/1987 Ολομ., 2085/2012, 3886/2009 7μ, 1238/2008, 1650/2003). Επομένως, οι τέσσερεις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις, εκδοθείσες κατʼ επίκληση των άρθρων 5, 8, 63 Β, 63Δ και 68 του ν. 3601/2007 (Α΄ 178), τα οποία παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στα εξουσιοδοτημένα όργανά της  (όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων  βλ. ΠΔ/ΤΕ 2638/2010, Β΄ 1953 και η Επιτροπή Μέτρων Εξυγίανσης βλ. ΠΔ/ΤΕ 2653/ 2012, Β΄ 503) αρμοδιότητες συνδεόμενες με την άσκηση δημόσιας εξουσίας για την προστασία της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των οποίων γεννά ακυρωτική διαφορά (πρβλ ΣτΕ Ολομ. 2250/1985, 2668/1988, 3886/2009 7μ., 2510/2011, 2085/2012, 337/2013). ’λλωστε, ο ν. 3601/2007 διαλαμβάνει ρητώς στο άρθρο 9 αυτού ότι οι αποφάσεις της Τραπέζης της Ελλάδος που εκδίδονται κατʼ εφαρμογή του νόμου αυτού υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. άλλου και η προσβαλλόμενη απόφαση 35563/Β1213/ 8.8.2012 του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία θεσπίσθηκε ανώτατο όριο στο ύψος αποζημίωσης ανά δικαιούχο για τις απαιτήσεις του άρθρου 154γ του Πτωχευτικού Κώδικα, εκδοθείσα κατʼ επίκληση  του άρθρου 10 παρ. 19 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40), συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Και τούτο διότι, η κατʼ επιταγή του νόμου και κατʼ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας εκδιδόμενη πράξη του Υπουργού Οικονομικών, που παρεμβαίνει κυριαρχικά και θέτει περιορισμό ή ανώτατο όριο αποζημίωσης ανά δικαιούχο σε περίπτωση πιστωτών που ικανοποιούνται προνομιακά στη διαδικασία της κατατάξεως, αδιαφόρως από τη φύση των απαιτήσεων αυτών, εάν πηγάζουν δηλαδή από έννομη σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είναι διοικητική πράξη, παραδεκτώς προσβλητή με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ 1909/2001, Ολ. 309/1998 κ.α.).

 

10. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις, εμφανίζουν νομικό και πραγματικό δεσμό, καθώς με τη διαδοχική έκδοση τους επιδιώκεται η επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, ήτοι η εξυγίανση του πιστωτικού ιδρύματος της ΑΤΕ.  Δεδομένου ότι η πρώτη αφορά την ανάκληση της άδειας της ΑΤΕ και τη θέση της σε ειδική εκκαθάριση, ενόψει δε αυτής εκδόθηκαν η δεύτερη, τρίτη και τέταρτη, με τις οποίες ρυθμίσθηκε η μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της ΑΤΕ στην Τράπεζα Πειραιώς, με τη δε τελευταία προσβαλλόμενη ρυθμίστηκαν ζητήματα της ικανοποιήσεως των απαιτήσεων των εργαζόμενων στην ΑΤΕ από τη λύση της εργασιακής σχέσεως με αυτήν, πρόκειται για πράξεις που αλληλοεξαρτώνται, συνδεόμενες στενά μεταξύ τους και, άρα ως συναφείς παραδεκτώς προσβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 4021/1998). Περαιτέρω, ναι μεν με το δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως δεν προσβάλλεται ρητώς η συν.36/19.4.2012/θέμα 8ο απόφαση της ΕΠΑΘ, με την οποία αξιολογήθηκε η βιωσιμότητα της Αγροτικής Τράπεζας, ούτε και ζητείται ρητώς η ακύρωσή της. Προβάλλονται όμως λόγοι περί του μη νόμιμου της εν λόγω αποφάσεως, όπως και λόγοι που στρέφονται κατά των λοιπών προσβαλλόμενων πράξεων, αμφισβητούν όμως κατʼ ουσίαν την νομιμότητα της αποφάσεως περί μη βιωσιμότητας της ΑΤΕ, η οποία προηγήθηκε χρονικά και ήταν το έρεισμα, άλλως το προαπαιτούμενο, για την ενεργοποίηση της διαδικασίας εξυγιάνσεως, που ολοκληρώθηκε με την έκδοση των λοιπών προσβαλλόμενων. Προκύπτει συνεπώς ότι το αντικείμενο της δίκης και το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας αφορούν οπωσδήποτε και τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής, η οποία πρέπει να λογισθεί ως συμπροσβαλλόμενη.  Εξάλλου, δεν τίθεται ζήτημα εκπροθέσμου ως προς την πράξη αυτή προεχόντως διότι η απόφαση αυτή δεν είχε λάβει δημοσιότητα και εμφανίζεται το πρώτον, στις 27.7.2012,

στα αιτιολογικά ερείσματα της πρώτης προσβαλλόμενης, με την οποία ανακλήθηκε η άδεια της  ΑΤΕ, ενώ, και ως προς τις λοιπές ρητώς προσβαλλόμενες πράξεις δεν ανακύπτει θέμα εκπροθέσμου προσβολής τους με την κρινόμενη αίτηση.

 

11. Επειδή, ο πρώτος αιτών «Σύλλογος Εργαζομένων ΑΤΕ», μέλη του οποίου είναι μόνο εργαζόμενοι της Αγροτικής Τράπεζας, ασκεί την κρινόμενη αίτηση επικαλούμενος τον καταστατικό σκοπό του και υποστηρίζοντας ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις εθίγησαν τα εργασιακά δικαιώματα των μελών του. Επιπλέον επικαλείται την ιδιότητά του ως μετόχου, κυρίου 27.216 μετοχών της ΑΤΕ με ονομαστική αξία 0,155 ευρώ έκαστη, συνολικής αξίας ανερχόμενης σε 4.218,48 ευρώ (σύμφωνα με τα στοιχεία της 27.7.2012 τελευταίας ημέρας διαπραγμάτευσης της μετοχής στο ΧΑΑ), η αξία των οποίων εκμηδενίστηκε λόγω της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ΑΤΕ, καθώς και ότι η περιουσία που παρέμεινε στο υπό εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα είναι σημαντικά μειωμένη και ανεπαρκής να ικανοποιήσει τους λοιπούς πιστωτές και τις εργασίες της ειδικής εκκαθάρισης.  Οι υπόλοιποι αιτούντες επικαλούνται για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος την ιδιότητα του μέλους ΔΣ του πρώτου αιτούντος και των εργαζομένων στην ΑΤΕ, η εργασιακή σχέση των οποίων λύθηκε κατόπιν της πρώτης προσβαλλόμενης περί ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας και θέσεως σε ειδική εκκαθάριση,  ισχυρίζονται δε ότι επηρεάζονται από τις λοιπές προσβαλλόμενες που καθορίζουν τα περιουσιακά στοιχεία που παραμένουν στην υπό ειδική εκκαθάριση Αγροτική Τράπεζα, από την ρευστοποίηση των οποίων θα ικανοποιηθεί η αξίωση τους για αποζημίωση λόγω λύσεως της εργασιακής  τους σχέσεως με την τράπεζα. Εν όψει των ανωτέρω ισχυρισμών, με έννομο συμφέρον, άμεσο και προσωπικό, ασκείται η κρινόμενη αίτηση από τον πρώτο αιτούντα Σύλλογο Εργαζομένων κατʼ επίκληση, πάντως, της ιδιότητας του μετόχου της Αγροτικής Τράπεζας, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μετοχών που έχει και το ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου στο οποίο αυτές αντιστοιχούν (πρβλ. ΣτΕ 4311/1997 7μ,  299/2006  βλ. και ΕΔΔΑ απόφαση Olczak κατά Πολωνίας της 7.11.2002 σκ. 57-62). Δεν προσομοιάζει δε, εν όψει των όλως διαφορετικών εννόμων συνεπειών κάθε πράξεως, η θέση του μετόχου που θίγεται με την προσβαλλόμενη ανάκληση της άδειας λειτουργίας, θέση σε ειδική εκκαθάριση, εντολή μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού σε ανάδοχο φορέα και καθορισμό διαφοράς αξίας των προς μεταβίβαση στοιχείων και ανταλλάγματος, με τη θέση του μετόχου σε περίπτωση αύξησης μετοχικού κεφαλαίου με απόφαση των καταστατικών οργάνων της ΑΕ, όπου, για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος, απαιτείται ο αιτών μέτοχος να αντιπροσωπεύει συγκεκριμένο ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου. Εξάλλου, τόσο το σωματείο των εργαζομένων όσο και οι λοιποί αιτούντες φυσικά πρόσωπα, άπαντες εργαζόμενοι του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, βλάπτονται από την πέμπτη προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που περιορίζει στο 50% την προνομιακή ικανοποίησή τους από το προϊόν της εκκαθάρισης λόγω αποζημίωσης από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Οι δε λοιπές συμπροσβαλλόμενες και χρονικά προηγούμενες πράξεις αποτελούν το θεμέλιο αυτής και σχετίζονται άμεσα με τον καθορισμό των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που απομένουν στον υπό εκκαθάριση φορέα, επηρεάζοντας το προϊόν της εκκαθάρισης από το οποίο θα ικανοποιηθούν προνομιακά οι αιτούντες (πρβλ. ΣτΕ 2197/2010, Α.Π. 3040/2011). Συνεπώς, με έννομο συμφέρον ασκείται και ως προς αυτούς και τις εν λόγω πράξεις η αίτηση ακυρώσεως, απορριπτομένων ως αβασίμων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών που προβάλλουν τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος, όσο και η παρεμβαίνουσα Τράπεζα Πειραιώς. Περαιτέρω, παραδεκτώς ομοδικούν οι αιτούντες, οι οποίοι προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως ερειδομένους επί της αυτής ιστορικής και νομικής αιτίας.

 

12. Επειδή, στο άρθρο 5 του ν. 3601/2007 «Ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 178) ορίζεται ότι: «1. … 4. Απαιτείται η κάλυψη αρχικού κεφαλαίου ίσου τουλάχιστον με τα ακόλουθα ποσά, για τη χορήγηση, κατά περίπτωση, από την Τράπεζα της Ελλάδος άδειας λειτουργίας: α) πιστωτικού ιδρύματος, με το ποσό των δεκαοκτώ εκατομμυρίων (18.000.000) ευρώ... 7. Το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει καθʼ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του να μην είναι κατώτερο του εκάστοτε απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου. 8. Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει με απόφαση της την προθεσμία εντός της οποίας τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν: α) να αναπροσαρμόζουν τα ίδια κεφάλαια τους προς το εκάστοτε απαιτούμενο ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο, β) να επαναφέρουν τα ίδια κεφάλαια τους, σε περίπτωση μείωσης τους, στο ύψος του εκάστοτε απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου». Ακολούθως, στο άρθρο 8 του αυτού νόμου ορίζεται ότι: «1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Το πιστωτικό ίδρυμα: (i) …. (iv) αδυνατεί ή αρνείται να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του,...  γ) Το πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια, δεν προσφέρει τα εχέγγυα ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως δεν διασφαλίζει τα επιστρεπτέα κεφάλαια που του έχουν εμπιστευθεί οι πιστωτές του. δ) Δεν πληρούνται οι όροι υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας...» ενώ, στο άρθρο 9 ότι : «Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατʼ εφαρμογή του παρόντος νόμου υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας». Περαιτέρω, στο άρθρο 25 του αυτού νομοθετήματος ότι: «1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί την εποπτεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου: α) επί των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Ελλάδα … 3. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας και των διατάξεων του Καταστατικού της, η εποπτεία που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος, με βάση τον παρόντα νόμο, αφορά στη φερεγγυότητα, τη διασφάλιση επαρκούς ρευστότητας και την εν γένει εύρυθμη και με επαρκή διαφάνεια λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων, ιδίως μέσω της αποφυγής συγκέντρωσης κινδύνων και της διασφάλισης της συμμόρφωσής τους προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 26, 27, 28 και 29 του παρόντος νόμου. 4. Για την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να καθορίζει κριτήρια και να θεσπίζει κανόνες ή να λαμβάνει μέτρα, γενικά ή ειδικά, κατά πιστωτικό ίδρυμα, και να προβαίνει στην... διαρκή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων   … 8. Η Τράπεζα της Ελλάδος κατά την άσκηση των καθηκόντων της με βάση τον παρόντα νόμο, λαμβάνει δεόντως υπόψη της, τις πιθανές επιπτώσεις των αποφάσεων της στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκόμενων κρατών - μελών, ιδίως δε, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει κατά το χρόνο λήψης της σχετικής απόφασης (όπως η ως άνω παρ. 8 προστέθηκε στο άρθρο 25 του ν. 3601/2007 με το άρθρο 33 ν. 4021/2011, ΦΕΚ Α΄ 218)». Εξ άλλου, στο άρθρο 27 ορίζεται ότι: «1. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να διαθέτουν ίδια κεφάλαια, τα στοιχεία των οποίων ορίζονται με γενικής ισχύος απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, τα οποία, σε διαρκή βάση πρέπει να υπερβαίνουν ή να ισούνται με το άθροισμα των κάτωθι κεφαλαιακών απαιτήσεων που υπολογίζονται, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος: α) των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου, περιλαμβανομένου και του κινδύνου απομείωσης εισπρακτέων απαιτήσεων, για το σύνολο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, με εξαίρεση τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και τα αφαιρούμενα από τα ίδια κεφάλαια στοιχεία ενεργητικού. Οι κεφαλαιακές αυτές απαιτήσεις θα πρέπει να είναι ίσες με το 8% του συνόλου των σταθμισμένων κατά κίνδυνο χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, όπως αυτά υπολογίζονται σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος …» ενώ στο άρθρο 62 προβλέπονται τα προληπτικά εποπτικά μέτρα που δύναται να λάβει η Τράπεζα της Ελλάδος για πιστωτικά ιδρύματα που δεν  συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του νόμου και των σχετικών αποφάσεων της. Μεταξύ αυτών, στην παρ. 2, αναφέρονται η τήρηση ιδίων κεφαλαίων καθʼ υπέρβαση του ελαχίστου ύψους, η βελτίωση των στρατηγικών, πολιτικών, συστημάτων και διαδικασιών που εφαρμόζονται από το ελεγχόμενο πιστωτικό ίδρυμα, η εφαρμογή μιας ειδικής, από άποψης κεφαλαιακής επάρκειας, πολιτικής προβλέψεων ή διαχείρισης των στοιχείων του ενεργητικού, η μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματά τους, η ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων μέσω των καθαρών κερδών ή με το σχηματισμό προβλέψεων και η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 62Α, στο οποίο ορίζεται ότι : «1. Για το Σκοπό των παραγράφων 1, 3 και 5 του άρθρου 62, η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφαση της μπορεί να ζητήσει από πιστωτικό ίδρυμα να αυξήσει το κεφάλαιό του εντός προθεσμίας και κατά τους ειδικότερους όρους που ορίζονται στην ίδια απόφαση. Η απόφαση προσδιορίζει το ελάχιστο ποσό της απαιτούμενης αύξησης κεφαλαίου, προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να διαθέτει ίδια κεφάλαια ανταποκρινόμενα στις κεφαλαιακές απαιτήσεις του άρθρου 27...». Ακολούθως, με το άρθρο 63 ορίζεται ότι : «1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να διορίσει στο πιστωτικό ίδρυμα επίτροπο στις ακόλουθες περιπτώσεις:  α) Όταν συντρέχει μία εκ των περιπτώσεων υπό στοιχεία (iv) και (ν) της παραγράφου 1α του άρθρου 8.  β) Όταν το πιστωτικό ίδρυμα προβαίνει σε σοβαρές ή κατʼ εξακολούθηση παραβάσεις διατάξεων νόμων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ή...,  γ) Όταν διαφαίνεται ότι το πιστωτικό Ίδρυμα δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια ή ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως να διασφαλίσει τα επιστρεπτέα κεφάλαια που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες και οι λοιποί πιστωτές του....». Στη συνέχεια, με το άρθρο 4 του ν. 4021/2011 (Α΄ 218) θεσπίστηκαν μέτρα εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων, με την προσθήκη των άρθρων 63Α, 63Β, 63Γ, 63Δ, 63ΣΤ και 63Ζ στο ν. 3601/2007. Ειδικώτερα, στο άρθρο 63Β ορίζεται ότι: «1. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να επιβληθούν, χάριν της προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε πιστωτικό ίδρυμα, τα μέτρα εξυγίανσης των άρθρων 63Γ-63Ε. Τα μέτρα αυτά στοχεύουν στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής ευστάθειας, την ελαχιστοποίηση του κόστους της εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος και την προστασία των καταθετών και επενδυτών, όπως προβλέπουν οι διατάξεις του ν. 3746/2009 (όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 3  άρθρου 10 ν. 4051/2012, ΦΕΚ Α΄ 40/29.2.2012).  2. Λόγοι λήψης των μέτρων εξυγίανσης κατά την παράγραφο 1 είναι ενδεικτικά, πέραν εκείνων που αποτελούν λόγο ορισμού επιτρόπου σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 63, και οι ακόλουθοι:  α) Η ανάγκη σταθεροποίησης πιστωτικού ιδρύματος ή αποτροπής κινδύνου οικονομικής αστάθειας σε πιστωτικό ίδρυμα χάριν της συστημικής ευστάθειας.  β) Η ανάγκη προστασίας της εμπιστοσύνης του κοινού, ιδίως των καταθετών, στη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. γ) Η πρόληψη δημιουργίας συστημικού κινδύνου ή καταστάσεων αποσταθεροποιητικών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών που επικρατούν στην τραπεζική και διατραπεζική αγορά. 3. Η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει τα κατάλληλα κατά την κρίση της μέτρα για την εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος, εκτιμώντας τα ακόλουθα: α) Τη διαφαινόμενη αδυναμία του πιστωτικού ιδρύματος να ανακάμψει. β) Την αδυναμία λήψης εναλλακτικών μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος εντός κατάλληλου χρόνου για την αποτροπή κατάρρευσης του πιστωτικού ιδρύματος. γ) Τις εκτιμώμενες συνέπειες της αδυναμίας πληρωμών πιστωτικού ιδρύματος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, λαμβανομένων υπόψη ιδίως: αα) του ύψους των καταθέσεων στο πιστωτικό ίδρυμα και των απαιτήσεων επενδυτών κατʼ αυτού, ββ) του είδους και εύρους των υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος έναντι άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, και γγ) των συμμετοχών του πιστωτικού ιδρύματος στο μετοχικό κεφάλαιο εταιριών που ανήκουν στις αναφερόμενες στο στοιχείο ββ) της παρούσας περίπτωσης κατηγορίες, όπως και των συμμετοχών τέτοιων εταιριών στο μετοχικό κεφάλαιο του πιστωτικού ιδρύματος δ) την ανάγκη να επωμιστούν τις τυχόν απώλειες από την εξυγίανση ενός πιστωτικού ιδρύματος οι μέτοχοι, οι μη ενέγγυοι πιστωτές και με την επιφύλαξη της ανάγκης προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας οι καταθέτες που δεν καλύπτονται από τις διατάξεις του ν. 3746/2009 (όπως η περίπτωση δ΄ αντικαταστάθηκε με την παρ. 4  άρθρου 10 ν. 4051/2012). 4. … 5. ... 6. Η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν αποφασίζει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενός μέτρου εξυγίανσης σε πιστωτικό ίδρυμα, γνωστοποιεί την απόφασή της στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει στο Ταμείο πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, όπως και κάθε άλλη πληροφορία που χρειάζεται το Ταμείο για να προετοιμάσει τη χρήση των κεφαλαίων του στη λήψη μέτρων εξυγίανσης ή την ανακεφαλαιοποίηση αυτού του πιστωτικού ιδρύματος... (όπως η παρ. 6 προστέθηκε με την παρ. 12 άρθρου 10 Ν. 4051/2012)». Περαιτέρω, το  άρθρο 63Δ  ορίζει ότι : «1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται με απόφαση της να υποχρεώσει πιστωτικό ίδρυμα στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή προς άλλο πρόσωπο. Τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία προσδιορίζονται στην απόφαση του προηγούμενου εδαφίου και μπορούν να είναι δικαιώματα, απαιτήσεις, υποχρεώσεις ή και συμβατικές σχέσεις. 2. ... 3. Το προς ο η μεταβίβαση πρόσωπο συναινεί με πρότερη έγγραφη δήλωσή του προς την Τράπεζα της Ελλάδος στην προς αυτό μεταβίβαση και στο αντάλλαγμα που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4. Η δήλωση αυτή αποτελεί εκτελεστό τίτλο για την αξίωση του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος κατά του προς ο η μεταβίβαση προσώπου στο καθοριζόμενο αντάλλαγμα. Η Τράπεζα της Ελλάδος καλεί πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα πρόσωπα, που κατά την κρίση της και σύμφωνα με τις διαθέσιμες σε αυτήν κατά το χρόνο αυτόν πληροφορίες είναι κατάλληλα για την κτήση των υπό μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, σε άτυπη και εμπιστευτική διαδικασία υποβολής προσφορών για την απόκτησή τους… 4. (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 άρθρου 10 ν. 4051/2012) Η διαδικασία υποβολής προσφορών, ο καθορισμός του ανταλλάγματος, του ποσού της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 και η μεταβίβαση χωρούν βάσει προσωρινής αποτίμησης των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, η οποία διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος με συντηρητικές εκτιμήσεις των ως άνω στοιχείων επί τη βάσει της εύλογης αξίας αυτών. Αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος αναθέτει σε έναν ή δύο νόμιμους ελεγκτές τη σύνταξη έκθεσης ή εκθέσεων αποτίμησης.  Εντός τριμήνου  από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει οριστικά το ποσό της διαφοράς κατά την παράγραφο 13 λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση ή τις εκθέσεις αποτίμησης, τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς και την ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος (όπως το εδάφιο ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο, πριν την αντικατάσταση του «τριμήνου» σε «εξαμήνου» με την υποπαράγραφο Δ.1. περ. 1α άρθρου πρώτου ν. 4093/2012, ΦΕΚ Α΄ 222/12.11.2012). Ο οριστικός καθορισμός του ποσού της διαφοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να τύχει περαιτέρω προσαρμογής κατά την παράγραφο 15.  Σε περίπτωση που οι υποβαλλόμενες προσφορές κρίνονται μη συμφέρουσες, η Τράπεζα της Ελλάδος αποφασίζει είτε τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων προς μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται για το σκοπό αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 63Ε είτε προς υφιστάμενο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα είτε τη θέση σε ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 68. (Με το άρθρο 5 παρ. 5 της από 16.12.2011 ΠΝΠ, ΦΕΚ Α΄ 262/16.12.2011, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4047/2012, Α΄ 31 προστέθηκαν τα ακόλουθα εδάφια που ισχύουν από την ισχύ του ν. 4021/2011) «Σε επείγουσα περίπτωση η διαδικασία υποβολής προσφορών, ο καθορισμός του ανταλλάγματος και η μεταβίβαση χωρούν βάσει προσωρινής αποτίμησης από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αμέσως κατόπιν αναθέτει σε έναν ή δύο νόμιμους ελεγκτές τη σύνταξη έκθεσης ή εκθέσεων αποτίμησης. Εντός διμήνου από την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει οριστικά το αντάλλαγμα λαμβάνοντας υπόψη τα αναφερόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου».... Στα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται υποχρεωτικά: α. Οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις έως του ορίου του άρθρου 9 του ν. 3746/2009 και β. οι υποχρεώσεις του πιστωτικού ιδρύματος από καταθέσεις του Δημοσίου και φορέων της Κεντρικής Κυβέρνησης. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, δύναται να μεταβιβάζονται περαιτέρω στοιχεία του ενεργητικού και το παθητικού του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος, όταν αυτό απαιτείται για τους σκοπούς της εξυγίανσης… 5. ... 10. Τα άρθρα 4 και 5 του π.δ. 178/2002 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 63Δ και 63Ε του ν. 3601/2007 και οι συμβάσεις εργασίας δεν μεταφέρονται (όπως η παρ. 10 αντικαταστάθηκε με την παρ. 11  άρθρου 10 ν. 4051/2012) 11. Οι μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται σε πτωχευτική ανάκληση. 12. … 13. Η Τράπεζα της Ελλάδος, σε περίπτωση που η αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων του παθητικού στο προς ο η μεταβίβαση πιστωτικό ίδρυμα υπερβαίνει την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού, καθορίζει το ποσό της διαφοράς, η οποία καλύπτεται ως εξής: α. το Σκέλος Καταθέσεων του ΤΕΚΕ καταβάλλει ποσό ίσο με την αξία των εγγυημένων καταθέσεων αφαιρούμενης της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων του ενεργητικού και β. το Σκέλος Εξυγίανσης του ΤΕΚΕ καταβάλλει το επιπλέον ποσό....  14....  15. Εντός έξι μηνών από την έκδοση της αποφάσεως της παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εκδίδει νεότερες αποφάσεις για τη μεταβίβαση περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων στο προς η μεταβίβαση πρόσωπο ή για την αναμεταβίβαση ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων, εάν αυτό κρίνεται σκόπιμο προς επίτευξη των σκοπών που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 63Β. Με την ίδια απόφαση αναπροσαρμόζεται ανάλογα το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του παθητικού και της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού του υποκειμένου σε μέτρα εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος, λαμβανομένης υπόψη στην μεν περίπτωση της μεταβίβασης περαιτέρω περιουσιακών στοιχείων της αξίας αυτών κατά τον χρόνο έκδοσης της ίδιας απόφασης, στην δε περίπτωση της αναμεταβίβασης ήδη μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων της αξίας αυτών κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης της παραγράφου 1. (όπως η παρ. 15 προστέθηκε, από τότε που ίσχυσε ο ν. 4021/2011, με την παρ. 6  άρθρου 10 Ν. 4051/2012, ΦΕΚ Α 40/29.2.2012, το δε δεύτερο εδάφιο αυτής  αντικαταστάθηκε ως άνω με  την παρ. 2 άρθρου 165 Ν. 4099/2012,  ΦΕΚ Α 250/20.12.2012).  16....», ενώ, στο άρθρο 63Ε ότι : «1. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, να συσταθεί μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα, προς το οποίο μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων του αρχικού πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 63Δ παράγραφοι 5 έως 12... 9. Το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να λειτουργήσει για διάστημα πέραν των δύο (2) ετών. Για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος, το διάστημα αυτό μπορεί να παρατείνεται για δύο (2) ακόμη έτη (όπως η παρ. 9 αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε ο ν. 4021/2011, με την παρ. 10  άρθρου 10 ν. 4051/2012)». Εξ άλλου, στο άρθρο 68 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 ν. 4021/2011) ορίζεται ότι : « 1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 (Α΄ 94) και του άρθρου 63Ε: α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επʼ αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. γ) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει ο οριζόμενος από την Τράπεζα της Ελλάδος ειδικός εκκαθαριστής. δ) Ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος,.... ε) Από την κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα της απόφασης περί ειδικής εκκαθάρισης, το πιστωτικό ίδρυμα απαγορεύεται να δέχεται καταθέσεις..... στ) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται, μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών εκκαθάρισης και χάριν προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, να υποχρεωθεί ο ειδικός εκκαθαριστής στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή σε Μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά το άρθρο 63Ε. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 63Δ εφαρμόζονται ανάλογα. ζ)...  2. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκειται στο παρόν άρθρο όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. 3...».

 

13. Επειδή, εξ άλλου, με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3746/2009 (Α΄ 27) ιδρύθηκε ν.π.ι.δ. με την επωνυμία «Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων» (ΤΕΚΕ), σε συμμόρφωση με την οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ης Μαΐου 1994 (L 135), σκοπός του οποίου ήταν αρχικά η καταβολή αποζημίωσης στους καταθέτες (έως του ύψους 100.000 ευρώ) και στους επενδυτές - πελάτες (έως του ύψους των 30.000 ευρώ) των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία ευρίσκονται σε αδυναμία να εκπληρώσουν τις προς αυτούς υποχρεώσεις τους, από το σκέλος κάλυψης καταθέσεων και το σκέλος κάλυψης επενδύσεων του ΤΕΚΕ αντιστοίχως, οι πόροι των οποίων σχηματίζονται κατʼ αρχήν από εισφορές των πιστωτικών ιδρυμάτων (βλ. παρ. 2 του άρθρου 2).  Με την παρ. 1 α του άρθρου 7 του ν. 4021/2011 προστέθηκε εδάφιο γ΄ στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3746/2009 και ορίσθηκε ότι σκοπός του ΤΕΚΕ είναι και «η χρηματοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους σκοπούς των άρθρων 63Δ και 63Ε του ν. 3601/2007, σύμφωνα με το άρθρο 13Α».  Προς το σκοπό αυτό, με το άρθρο 13Α (όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 4021/2011) συνεστήθη «Σκέλος Εξυγίανσης», και ορίσθηκαν στο εν λόγω άρθρο 13Α ότι : «1. Το Σκέλος Εξυγίανσης παρέχει χρηματοδότηση: α. σε πιστωτικό ίδρυμα κατʼ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63Δ του ν. 3601/2007, β. σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007. 2.... 4. (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 19 του άρθρου 10 του ν. 4051/2012), «Εάν ενεργοποιηθεί το ΤΕΚΕ για τους σκοπούς των άρθρων 63Δ και 63Ε του ν. 3601/2007, σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης τα Σκέλη του ΤΕΚΕ αποκτούν αξιώσεις κατά του πιστωτικού ιδρύματος που τίθεται υπό ειδική εκκαθάριση, οι οποίες ικανοποιούνται προνομιακά από το προϊόν της ειδικής εκκαθάρισης μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 154 περίπτωση γ΄ του Πτωχευτικού Κώδικα και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα. Το ύψος της απαίτησης του άρθρου 154 περίπτωση γ΄ του Πτωχευτικού Κώδικα ανά δικαιούχο που ικανοποιείται προνομιακά κατά το προηγούμενο εδάφιο υπόκειται σε ανώτατο όριο, που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Το τυχόν υπερβάλλον ποσό της απαίτησης κάθε δικαιούχου ικανοποιείται μετά τα Σκέλη του ΤΕΚΕ και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα».

 

14. Επειδή, περαιτέρω, με το άρθρο 1 του ν. 3864/2010 (Α΄ 119) ιδρύθηκε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας», σκοπός του οποίου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του νόμου αυτού, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 50 του ν. 4021/2011 «... η διατήρηση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, μέσω της ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων και θυγατρικών αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα κατόπιν άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τα ειδικότερον προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο και μέσω της κεφαλαιακής ενίσχυσης μεταβατικών πιστωτικών ιδρυμάτων που συστήνονται σύμφωνα με το άρθρο 63Ε του ν. 3601/2007». Με το άρθρο 9 παρ. 12 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40/29.2.2012) [διόρθωση σφαλμάτων: η παρ. 12 αναριθμήθηκε σε παρ. 15 με το άρθρο δεύτερο παρ. 6 εδαφ. β΄ της από 30.4.2012 Π.Ν.Π. (Α΄ 103), που κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4079/2012 (Α΄ 180)] ορίσθηκε ότι: «Για δώδεκα μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα καταβάλλει το ποσό που θα κατέβαλε το ΤΕΚΕ κατά την παράγραφο 13 του άρθρου 63Δ και την παράγραφο 7 του άρθρου 63Ε του ν. 3601/2007. Στην περίπτωση αυτή το Ταμείο θα αποκτά την αξίωση και το προνόμιο του ΤΕΚΕ κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 13Α του ν. 3746/2009…», στο δε άρθρο 14 ότι: «Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του».

 

15. Επειδή, στον Πτωχευτικό Κώδικα που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 3588/2007 (Α΄ 153) ορίζεται στο άρθρο 154, ως ισχύει ότι: «Μετά από την αφαίρεση των δικαστικών εξόδων, των εξόδων της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσωρινή και οριστική αντιμισθία του συνδίκου και των τυχόν ομαδικών πιστωμάτων, οι πιστωτές κατατάσσονται με την ακόλουθη σειρά: (α) Οι απαιτήσεις από χρηματοδοτήσεις του οφειλέτη οποιασδήποτε φύσεως, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητάς του και των πληρωμών του με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης ή το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης. Το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις προσώπων που, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης, συνεισέφεραν αγαθά ή υπηρεσίες προς το σκοπό συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη και των πληρωμών, για την αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών που συνεισέφεραν. Επίσης, το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις από χρηματοδότηση κάθε φύσης, παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς τον οφειλέτη κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την αίτηση ανοίγματος διαδικασίας εξυγίανσης μέχρι την επικύρωση της συμφωνίας, στο μέτρο που η παροχή του προνομίου αυτού προβλέπεται από τη διαδικασία εξυγίανσης. Το προνόμιο των προηγούμενων εδαφίων δεν αφορά σε μετόχους ή εταίρους για τις εισφορές τους σε μετρητά ή σε είδος στα πλαίσια αύξησης του κεφαλαίου του οφειλέτη. β) Οι απαιτήσεις για την κηδεία ή τα νοσήλια του οφειλέτη,... γ) Οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των δικηγόρων από πάγια περιοδική αμοιβή, εφόσον προέκυψαν κατά την τελευταία διετία πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Απαιτήσεις από αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σχέσεως εξαρτημένης εργασίας, καθώς και απαιτήσεις έμμισθων δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής κατατάσσονται στην τάξη αυτή ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν. Απαιτήσεις δικηγόρων από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις, εφόσον αμείβονται κατά υπόθεση, κατατάσσονται στην τάξη αυτή, εφόσον προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξι (6) μήνες πριν την κήρυξη της πτώχευσης..... δ) Οι απαιτήσεις αγροτών ή αγροτικών συνεταιρισμών από πώληση αγροτικών προϊόντων,.... ε) Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρους που ορίστηκαν από την αξία της προσόδου ή από το είδος των πραγμάτων που πλειστηριάστηκαν και που αφορούν το έτος που έγινε ο πλειστηριασμός και το προηγούμενο. στ) Οι απαιτήσεις των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης που προέκυψαν είκοσι τέσσερις (24) μήνες πριν την κήρυξη της πτώχευσης, χωρίς προσαυξήσεις».

 

16. Επειδή, τέλος, στο καταστατικό της Τραπέζης της Ελλάδος, το οποίο κυρώθηκε με τον ν. 3424/1927 (Α΄ 298) και τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, με τους ν. 2609/1998 (Αʼ 101) 2832/2000 (Α΄ 141) και 4021/2011 (Α΄ 218) ορίζεται, στο μεν άρθρο 2 ότι: «Οι κύριες αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος είναι οι εξής: α)... δ) Ασκεί την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων επιχειρήσεων και οργανισμών του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας,..., σύμφωνα με το άρθρο 55Α του παρόντος, στο δε  άρθρο 55Α ότι: «Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί την εποπτεία στα πιστωτικά ιδρύματα...  Η έκταση και το περιεχόμενο της εποπτείας καθορίζεται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για κάθε κατηγορία εποπτευόμενων ιδρυμάτων, επιχειρήσεων και οργανισμών. Στόχοι της εποπτείας είναι η σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του πιστωτικού συστήματος και γενικότερα του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας.».

 

17. Επειδή, από τα ανωτέρω παρατιθέμενα νομοθετήματα συνάγονται τα εξής :

Ο νομοθέτης ήδη με το ν. 5076/1931 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών και Τραπεζών» (Α΄ 186), εν όψει της σπουδαιότητας του ρόλου των Τραπεζών, οι οποίες αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία Ανωνύμων Εταιρειών, είχε θεσπίσει αυστηρότερες επ' αυτών διατάξεις σε σχέση με αυτές των κοινών Ανωνύμων Εταιρειών τόσο ως προς τις προϋποθέσεις της σύστασης όσο και ως προς τους όρους λειτουργίας τους.  Αποδίδοντας δε ιδιαίτερη σημασία στην πιστωτική λειτουργία,  από την οποία επηρεάζεται ουσιωδώς η πορεία της Εθνικής Οικονομίας, υπήγαγε με το Ν.Δ. 588/1948 (Α΄ 85) την πίστη υπό κρατικό έλεγχο, τον οποίο είχε αναθέσει στην συσταθείσα με το Ν.Δ. 1015/1946 και εδρεύουσα τότε στην Τράπεζα της Ελλάδος Νομισματική Επιτροπή. Κινούμενος εντός του πλαισίου ελέγχου της πίστεως θέσπισε  με τον αν. 1665/1951 "Περί λειτουργίας και Τραπεζών" (Α΄ 31) κανονιστικό καθεστώς εντονότερου ελέγχου και εποπτείας των Τραπεζών, ασκουμένων από την ως άνω Νομισματική Επιτροπή. Εκδήλωση της εποπτείας αυτής αποτελούσε η από το άρθρο 8 του ως άνω νόμου πρόβλεψη είτε της ανάκλησης της αδείας λειτουργίας της Τράπεζας είτε της δυνατότητας ανάθεσης της διοίκησής της σε Επίτροπο. Οι αυτές βασικές ρυθμίσεις επαναλήφθηκαν σε όλα τα μεταγενέστερα τραπεζικά νομοθετήματα [ν. 236/1975 «Περί … άλλων τινών διατάξεων αφορωσών εις τον παρά Τραπέζαις προσωρινόν Επίτροπον» (Α΄ 283), ν. 1266/1982 «Όργανα ασκήσεως της νομισματικής, πιστωτικής και συναλλαγματικής πολιτικής και άλλες διατάξεις» (Α΄ 81), ν. 2076/1992 «Ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες συναφείς διατάξεις» (Α΄ 130), ν. 2548/1997 «Ρυθμίσεις για την Τράπεζα της Ελλάδος» (Α΄ 259), και ν. 2832/2000 «Κωδικοποίηση των διατάξεων για τη σύσταση, οργάνωση και λειτουργία συστήματος εγγύησης καταθέσεων και τροποποίηση και συμπλήρωση του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος» (Α΄ 141)], με τελευταίες τις διατάξεις του ν. 3601/2007, οι οποίες μεταφέρουν στο ελληνικό δίκαιο τόσο την κοινοτική νομοθεσία όσο και  διεθνή κείμενα, όπως τις συμβάσεις της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία.  Με το νόμο αυτό, όπως ισχύει ιδίως μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις του με τον ν. 4021/2011 και ν. 4051/2012, επιδιώχθηκε, όπως προκύπτει και από τις  εισηγητικές εκθέσεις που συνοδεύουν τα νομοθετήματα αυτά, η διαμόρφωση ενός ενιαίου πλαισίου λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ενίσχυση του πλαισίου εποπτείας και ελέγχου, καθώς και η δυνατότητα θεσπίσεως μέτρων εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων, με στόχο την αποτελεσματική διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας έναντι συστημικών κινδύνων και την ενεργό προστασία της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ιδίως ενόψει της παρούσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής συγκυρίας. Περαιτέρω,  από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα αντιμετωπίζει προβλήματα ικανά να κλονίσουν την οικονομική σταθερότητά του και να θέσουν υπό διακινδύνευση την εν γένει εύρυθμη λειτουργία του, παρέχεται η δυνατότητα στην Τράπεζα της Ελλάδος, ως εποπτεύουσα αρχή, να επεμβαίνει με τη λήψη των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων προκειμένου να διαφυλαχθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η εμπιστοσύνη του κοινού σε αυτό. Ειδικότερα, η ΤτΕ,  δύναται να αποφασίζει, σε αντιστοιχία με τον διαπιστωθέντα κίνδυνο και προς αποτροπή αυτού,  την επιβολή στο πιστωτικό ίδρυμα ενός η περισσοτέρων, από τα προβλεπόμενα στο νόμο (άρθρα 62 επ.) εποπτικών (σε πρώτο χρόνο) ή εξυγιαντικών (σε δεύτερο χρόνο) μέτρων.  Στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων, η ΤτΕ έχει τη δυνατότητα, εκτός από το διορισμό Επιτρόπου και την αύξηση κεφαλαίου, να αποφασίσει την εφαρμογή πλέον δραστικών μέτρων, πάντα με γνώμονα την ανάγκη σταθεροποίησης του πιστωτικού ιδρύματος, την προστασία της εμπιστοσύνης του κοινού και τη πρόληψη δημιουργίας συστημικών κινδύνων.  Τα επιμέρους μέτρα είναι η εντολή μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα και  η σύσταση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος (με ταυτόχρονη ανάκληση της άδειας του αρχικού και θέση αυτού σε ειδική εκκαθάριση). Τέλος, ύστατο και πλέον ριζικό μέτρο είναι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος και η θέση του υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης (άρθρο 8), η οποία όμως δύναται να συνδυασθεί με τα νεοεισαχθέντα μέτρα εξυγίανσης. Η προσφυγή στο πλέον επαχθές μέτρο της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος, ελεγχόμενη και μέσω της αρχής της αναλογικότητας, προϋποθέτει τη διατύπωση, από τα αρμόδια προς τούτο όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος, αιτιολογημένης κρίσεως για το μη ανατάξιμο των προβλημάτων του ως άνω πιστωτικού ιδρύματος, ακόμη και υπό την εκδοχή της υιοθέτησης ηπιότερων, για την τύχη του τελευταίου, διορθωτικών μέτρων, καθώς και ότι το μέτρο τούτο παρίσταται επιβεβλημένο λόγω του επείγοντος χαρακτήρα του θέματος.  Η ουσιαστική όμως κρίση  αυτή των οργάνων της ΤτΕ διαφεύγει τον ακυρωτικό έλεγχο, ως αναγομένη σε εκτιμήσεις και αξιολογήσεις πραγματικών στοιχείων και δεδομένων (ΣΕ 2250/1985 Ολομ, ΣΕ 598/1953 Ολομ).

 

18. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: H «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» (εφεξής ATE) ιδρύθηκε το 1929 με αποκλειστικό μέτοχο το Ελληνικό Δημόσιο, ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός κοινωφελούς χαρακτήρα.

Ο κύριος σκοπός αυτής συνίστατο στην χρηματοδότηση του αγροτικού τομέα και την ενίσχυση της αγροτικής ανάπτυξης. Η Τράπεζα σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα σημαντικού μεγέθους στην ελληνική τραπεζική αγορά, με μερίδιο αγοράς 8,3% στα δάνεια και 9% στις καταθέσεις (στοιχεία 31.3.2012) και το 3ο μεγαλύτερο δίκτυο καταστημάτων, με 468 υποκαταστήματα. Συγκεκριμένα, με  το άρθρο 1 του ν. 4332/1929 (Α΄ 283) κυρώθηκε η από 27.6.1929 σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου αφ' ενός και της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος αφ' ετέρου «Περί συστάσεως και λειτουργίας της Αγροτικής Τραπέζης».  Κατά το άρθρο 1 της σύμβασης αυτής: «1. Ιδρύεται αυτόνομος Τραπεζιτικός Οργανισμός κοινωφελούς χαρακτήρος με έδραν τας Αθήνας και υπό την επωνυμίαν "Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος",  σκοπόν έχων την ενάσκησιν της αγροτικής πίστεως υφ' όλας αυτής τας μορφάς, την ενίσχυσιν της συνεταιρικής οργανώσεως και την βελτίωσιν των όρων της διεξαγωγής των γεωργικών εν γένει εργασιών και συναφών συναλλαγών.  2. Η Αγροτική Τράπεζα, ευρισκομένη εις διαρκή επαφήν και συνεργασίαν μετά των γεωργικών υπηρεσιών του Κράτους προς συντονισμόν ενεργειών θα παρέχη αμέριστον την ηθικήν και υλικήν αυτής αρωγήν διά καταλλήλου χειρισμού της πίστεως προς εφαρμογήν του γεωργικού προγράμματος του Κράτους επί τω τέλει της αναπτύξεως της εθνικής παραγωγής 3....»,  ενώ κατά το άρθρο 32 παρ. 1 της αυτής σύμβασης (αντικατασταθέν με το άρθρο 8 του α.ν. 271/1936, Α 468) : «Η Α.Τ.Ε. τελεί υπό την Κυβερνητικήν Εποπτείαν, ήτις ασκείται διά του Υπουργού της Γεωργίας». Το νομικό πρόσωπο «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος» μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» (Α.Τ.Ε.), από 8.7.1991, ημερομηνία δημοσίευσης του καταστατικού της στο τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδος της Κυβέρνησης (τ. 2960), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 26 παρ. 1 του ν. 1914/1990 (ΦΕΚ Α΄ 178). Λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της ΑΤΕ ως κυρίου χρηματοδότη του γεωργικού κλάδου η ΤτΕ είχε εξαιρέσει την ΑΤΕ από την υποχρέωση διατήρησης ελάχιστου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (εφεξής “ΔΚΕ”) στο επίπεδο του 8% (όπως η υποχρέωση αυτή θεσπίσθηκε για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα- εκτός από το Τ.Τ., την ΕΤΒΑ και το ΤΠΔ- βλ. κεφάλαια 1ο και 9ο της κατωτέρω αναφερόμενης ΠΔ/ΤΕ 2054/1992) μέχρι και την 31.12.1999 [στο κεφ. 10ο παρ. 3 της ΠΔ/ΤΕ 2054/1992 «Συντελεστής φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα» (ΦΕΚ Α΄ 49) ορίσθηκε ότι:  «Μέχρι την 31.12.1999, δεν θα έχει εφαρμογή στην Αγροτική Τράπεζα της  Ελλάδος  η  παράγραφος 1 του ενάτου κεφαλαίου.  Η εν λόγω τράπεζα πρέπει, πάντως, να προσεγγίσει βαθμιαία το ποσοστό  που ορίζεται στη διάταξη  αυτή, σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στην παράγραφο 1 του παρόντος κεφαλαίου]. Κατόπιν συστάσεων από την ΤτΕ, ήδη από το 1997  (βλ. από  2.9.1997 Σημείωμα της Γενικής Επιθεώρησης Τραπεζών της ΤτΕ, με το οποίο προτάθηκαν συγκεκριμένα διορθωτικά μέτρα για τον λειτουργικό και οργανωτικό εκσυγχρονισμό της ΑΤΕ, προκειμένου να βελτιωθεί η οικονομική της σταθερότητα) ξεκίνησε το 1998 η πλήρης προσαρμογή της Τράπεζας στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, έλαβε χώρα πρόγραμμα ευρείας αναδιοργανώσεως, που περιελάμβανε αλλαγές στην οργανωτική και λειτουργική δομή, τις διαδικασίες, το σύστημα πληροφορικής και το σύστημα διαχείρισης κινδύνων. Επιπλέον αποφασίστηκε από το μέτοχο της Ελληνικό Δημόσιο (εφεξής ΕΔ) η κεφαλαιακή ενίσχυση της Τράπεζας, ως βασική στρατηγική παράμετρος του επιχειρηματικού σχεδίου. Ωστόσο η υλοποίηση του προγράμματος αναδιοργανώσεως παρουσίασε σοβαρές καθυστερήσεις και ολοκληρώθηκε τελικά το 2004. Η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στις Αυξήσεις Μετοχικού Κεφαλαίου (στο εξής ΑΜΚ) της Τράπεζας δεν γινόταν πάντα μέσω της καταβολής μετρητών, αλλά και με μεταβίβαση χρεογράφων. Τούτο όμως οδήγησε την Τράπεζα σε σημαντική επιβάρυνση της οικονομικής καταστάσεώς της λόγω της μετέπειτα σταδιακής απομείωσης της αξίας των χρεογράφων. Ειδικότερα, το 1998 και δεδομένου ότι έληγε η χρονική διάρκεια εξαίρεσης της Τράπεζας από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (για ελάχιστο ΔΚΕ 8% από 31.12.1999), ο αποκλειστικός τότε μέτοχος - ΕΔ προχώρησε σε σταδιακή κεφαλαιακή ενίσχυση της Τράπεζας με δέσμη μέτρων συνολικού ύψους ?1.909,5 εκατ. (άρθρο 35 ν. 2733/1999, Α΄ 155), στα οποία περιλαμβάνονταν Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου ύψους ?1.100,5 εκατ. σε δύο φάσεις: α) ?586,9 εκατ. το 1999, με καταβολή μετρητών. Το σύνολο  της αυξήσεως διατέθηκε για την αγορά  μετοχών των ΟΤΕ, ΚΑΕ και ΕΛΠΕ από τη ΔΕΚΑ ΑΕ, και β) ?513,6 εκατ. το 2000, με έκδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ομολογιακού δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές της ΑΤΕ (αγρομέτοχα) και εισαγωγή της Τράπεζας στο Χ.Α. (από τη διάθεση νέων μετοχών στο κοινό προήλθε  αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά ?79,2 εκατ.) που οδήγησε σε μείωση του ποσοστού συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στο 83,3%. Η εναπομένουσα κεφαλαιακή ενίσχυση (?809 εκατ.) αφορούσε στην έκδοση δανείου μειωμένης εξασφάλισης (?200 εκατ.), καθώς και στη δημιουργία  προβλέψεων για πιθανές ζημιές από επισφαλείς απαιτήσεις, μέσω: α) μεταφοράς διαφόρων λογιστικών αποθεματικών (χρεογράφων, αναπροσαρμογής αξίας παγίων) σε αποθεματικό επισφαλών απαιτήσεων, και β) μη καταβολής οφειλόμενου μερίσματος, προκειμένου η τράπεζα να αποκτήσει τις προϋποθέσεις εισαγωγής της στο ΧΑ (Ν. 2843/2000). Τον Δεκέμβριο 2002 πραγματοποιήθηκε επιτόπιος έλεγχος της ΤτΕ για το χαρτοφυλάκιο των δανείων της Τράπεζας, με σκοπό την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου και των διαδικασιών διαχείρισης του. Το ύψος της πιθανής ζημιάς που υπολογίσθηκε επί του ελεγχθέντος χαρτοφυλακίου υπερέβαινε σημαντικά τις σχηματισμένες προβλέψεις της Τράπεζας (κατά ?460 εκ. περίπου), με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των Ιδίων Κεφαλαίων της Τράπεζας και του ΔΚΕ (το αποτέλεσμα του ελέγχου κοινοποιήθηκε  με το 697/17503/1.8.2003 έγγραφο του Γενικού Επιθεωρητή Τραπεζών όπου ο ΔΚΕ σε ατομική βάση, συνυπολογιζόμενης της ανεπάρκειας προβλέψεων, διαμορφωνόταν σε 8,67%). Η ΑΤΕ, με την απαντητική επιστολή 46/31.10.2003 του Διοικητή της, κατέθεσε πίνακα ενίσχυσης Ιδίων Κεφαλαίων μέχρι και 31.12.2003, η οποία προβλεπόταν ότι θα προέλθει κυρίως από ενίσχυση της οργανικής της κερδοφορίας (αν και στη σελ. 3 αυτής αναφέρεται ότι: «… η σχετικά υψηλή εξάρτηση του Ομίλου ΑΤΕ από την πορεία του Ελληνικού χρηματιστήριου, αποτέλεσμα της μεθόδου που επελέγη το 2000 για την κεφαλαιακή ενίσχυση της Τράπεζας, προσδίδει ευμεταβλητότητα στα μεγέθη των ιδίων κεφαλαίων»). Η ΤτΕ ζήτησε επανειλημμένως την ενίσχυση των Ιδίων Κεφαλαίων της ΑΤΕ (βλ. σχετικά έγγραφο Διοικητή ΤτΕ 1852/8.12.2004, όπου προκύπτει ότι από 5.7.2004 ο ΔΚΕ υπολειπόταν του 8%)  την αποκατάσταση του ΔΚΕ στο ελάχιστο απαιτούμενο όριο του 8% μέχρι 30.9.2004 και την περαιτέρω ικανή άνοδό του μέχρι 31.12.2004 (η αποκατάσταση γινόταν επιτακτικότερη, διότι αναμενόταν, συνεπεία της διαγραφής ποσών λόγω του νόμου για τα «πανωτόκια» και της πρώτης εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, να επιβαρυνθεί ο ΔΚΕ). Η ΑΤΕ με την απαντητική της επιστολή 8228/30.12.2004 αναγνώρισε την αναγκαιότητα ενίσχυσης κεφαλαίων ύψους ?1,25 δις και ενημέρωσε για τη γνωστοποίηση αυτής της ανάγκης τον βασικό της μέτοχο, ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο. Κατά την περίοδο Ιούνιος 2004 έως Νοέμβριος 2005, η ΤτΕ διενήργησε επιτόπιο έλεγχο με αντικείμενο την θυγατρική εταιρεία ATE Leasing (προγενέστεροι έλεγχοι από την ΤτΕ είχαν προηγηθεί τον Ιούνιο 1998 και τον Ιανουάριο 2002). Τα βασικά συμπεράσματα του ελέγχου - ο οποίος κοινοποιήθηκε στην ΑΤΕ με το 2035/22.12.2005 διαβιβαστικό έγγραφο - ήταν ότι η εν λόγω Τράπεζα δεν έλαβε βελτιωτικά μέτρα για την κακή κατάσταση του χαρτοφυλακίου της εταιρείας και παραβίαζε κατʼ εξακολούθηση τις διαδικασίες τoυ Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου. Ακολούθως, το 2005 η ΑΤΕ υλοποίησε Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου ύψους ?1,25 δις, με καταβολή μετρητών (το Ελλ. Δημόσιο άσκησε τα δικαιώματα σε αναλογία με το τότε ποσοστό συμμετοχής του, 82,35%- ο ΔΚΕ ανήλθε σε 18,45% σε ενοποιημ. βάση). Η αύξηση αυτή ωστόσο δεν βελτίωσε επαρκώς την καθαρή θέση αυτής (όπως φαίνεται και από τα οικονομικά στοιχεία 2005-2006), καθώς κάλυψε τις ανάγκες κεφαλαίων που δημιουργήθηκαν από την πρώτη εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και την ανάγκη αύξησης των προβλέψεων απομείωσης, λόγω: α) της εφαρμογής του ν. 3259/2004 για τα «πανωτόκια», με τον οποίο διαγράφηκε μέρος των οφειλομένων δανείων, β) της διενέργειας διαγραφών μη εξυπηρετούμενων δανείων, και γ) των υποχρεώσεων της Τράπεζας προς το ασφαλιστικό ταμείο των εργαζομένων. Για το λόγο αυτό, το Νοέμβριο 2005, η ΤτΕ με το 51/14.11.2005 έγγραφο του Υποδιοικητή ζήτησε την επανεξέταση από την ΑΤΕ του συστήματος παρακολούθησης και διαχείρισης των καθυστερήσεων και ρυθμίσεων δανείων με στόχο τον περιορισμό των προβληματικών της δανείων (το 2005 τα ρυθμισθέντα δάνεια της ΑΤΕ αυξήθηκαν κατά 126% και οι καθυστερούμενες οφειλές αντιπροσώπευαν το 20% του δανειακού της χαρτοφυλακίου, έναντι 7,5% του τραπεζικού μέσου όρου. Η ΑΤΕ με την 43/21.12.2005 απαντητική επιστολή υπέβαλε σχέδιο μέτρων για την επίτευξη του στόχου μείωσης των καθυστερήσεων σε 7 με 7,5% στο τέλος του 2007. Επίσης, κατά τη διάρκεια της διετίας 2005-2006, η ΑΤΕ, επιδιώκοντας υψηλότερες αποδόσεις των κεφαλαίων της, πραγματοποίησε τοποθετήσεις σε προϊόντα υψηλού κινδύνου, όπως κεφάλαια υψηλής μόχλευσης (hedge funds), δομημένα προϊόντα (structured products) και επενδύσεις ιδιωτικού κεφαλαίου (private equity), συνολικού ύψους περίπου ?850 εκατ. Η ΤτΕ πραγματοποίησε επιτόπιο ειδικό έλεγχο την περίοδο 27.6.2006-30.6.2006, με αντικείμενα την αξιολόγηση των διαδικασιών πραγματοποίησης των ανωτέρω επενδύσεων και τη διαχείριση των κινδύνων που απέρρεαν από τις εν λόγω τοποθετήσεις. Η γενική διαπίστωση του ελέγχου, σύμφωνα και με το πόρισμα το οποίο απεστάλη στην ΑΤΕ με το έγγραφο 1275/28.7.2006, ήταν ότι εισήλθε βιαστικά στις αγορές των δομημένων προϊόντων, χωρίς να διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές που θα δικαιολογούσαν την δραστηριοποίησή της σε τέτοιου είδους προϊόντα. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν η υπερκέραση βασικών διαδικασιών αναφορικά με την έγκριση, μέτρηση και παρακολούθηση του κινδύνου, με αποτέλεσμα  δυσανάλογους κινδύνους σε σχέση με το επενδυτικό προφίλ και τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας (ήτοι ο κίνδυνος που απέρρεε από τα προϊόντα αυτά δεν συσχετιζόταν με τα βασικά μεγέθη της τράπεζας, ίδια κεφάλαια και κέρδη- πχ. Τοποθέτηση σε δομημένα προϊόντα 767 εκ. ?, με ίδια κεφάλαια  1.298 εκ. ? και κέρδη  112 εκ. ?).  Το αποτέλεσμα του ελέγχου ήταν η επιβολή διορθωτικών μέτρων, που περιελάμβαναν τη βελτίωση του συστήματος μέτρησης των κινδύνων και τη σταδιακή ρευστοποίηση των προϊόντων υψηλού κινδύνου. Η ΑΤΕ με την από 24.8.2006 απαντητική της επιστολή ενημέρωσε, μεταξύ άλλων, ότι είχε αναλάβει επενδυτική δραστηριότητα σε δομημένα προϊόντα, καθώς είχε αυξημένη ρευστότητα 4δις ?, ότι τα κεφάλαια που έχει επενδύσει δεν θα χρειάζονταν στα αμέσως επόμενα 3-4 χρόνια, ότι κατά τους υπολογισμούς της ο ΔΚΕ ανερχόταν σε 12,9%, με στοιχεία 30.6.2006, και ότι  αποφάσισε πάντως την μερική και σταδιακή ρευστοποίηση των προϊόντων, που σταδιακά έλαβε χώρα τα επόμενα έτη (με ημερομηνία αναφοράς 31.3.2012, η αξία του εναπομείναντος χαρτοφυλακίου υψηλού κινδύνου ανερχόταν σε ?415 εκ.). Παράλληλα, την περίοδο 2004 - 2006 η «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» προέβη σε επέκταση των δραστηριοτήτων της, με συνακόλουθη αύξηση του ενεργητικού, λόγω εισόδου στην τραπεζική αγορά ιδιωτών, κυρίως στον τομέα της στεγαστικής πίστης και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και λόγω εξαγοράς τραπεζικών συμμετοχών στα Βαλκάνια (Ρουμανία, Σερβία).  Η λογιστική αξία των συνολικών συμμετοχών της «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.»  (εταιρείες του χρηματοπιστωτικού και μη χρηματοπιστωτικού τομέα) ανερχόταν σε ?214 εκατ. την 31.3.2012. Η πλειονότητα των συμμετοχών της «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» ήταν είτε ζημιογόνες είτε οριακά κερδοφόρες, απαιτώντας συστηματικά κεφαλαιακές ενισχύσεις. Το 2008 η ΤτΕ διενήργησε ειδικό έλεγχο με σκοπό την αξιολόγηση της ενσωμάτωσης των διατάξεων της ΠΔ/ΤΕ 2565/11.10.2005 στην πιστοδοτική πολιτική και ειδικότερα την τήρηση των προβλεπομένων στο έγγραφο 1635/25.10.2005 σχετικά με τα δάνεια λιανικής τραπεζικής προς φυσικά πρόσωπα (καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης) ως προς το διαθέσιμο εισόδημα, στο πλαίσιο διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου. Από τον έλεγχο προέκυψε ότι η ΑΤΕ έχει, κατʼ αρχήν, αναπροσαρμόσει την πιστοδοτική της πολιτική, ενσωματώνοντας σε αυτήν τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2565/11.10.2005.  Ειδικότερα, από τον έλεγχο προέκυψε ότι η Τράπεζα είχε μεν ενσωματώσει το Δείκτη Δανειακής Επιβάρυνσης με όριο 40% για όλες τις κατηγορίες λιανικής τραπεζικής, ωστόσο είχε θεσπίσει (μέσω πιστοδοτικής πολιτικής) προϋποθέσεις υπερβάσεων του 40%, οι οποίες αναλογούσαν στο 25% των νέων καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων του 1ου δεκάμηνου 2007 (σελ. 1, 2 του από 30.4.2008 σημειώματος ειδικού ελέγχου της Δ/νσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος). Τον Μάιο του 2009, στο πλαίσιο υπαγωγής της ΑΤΕ στις διατάξεις του ν. 3723/2008 «Ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης» (ΦΕΚ Α΄ 250), τα κεφάλαια της Τράπεζας ενισχύθηκαν με την έκδοση προνομιούχων μετοχών ύψους ?675 εκ. (άρθρο 1 του ν. 3723/2008) και εισφορά ίσης αξίας ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα ο ΔΚΕ του Ομίλου την 31.12.2009 να ανέλθει σε 9,17% (έναντι 8,58%, 31.12.2008).  Η προαναφερόμενη κρατική ενίσχυση του ν. 3723/2008 σε ύψος άνω του ορίου 2% του σταθμισμένου της ενεργητικού επέβαλε την υποχρέωση στην ΑΤΕ υποβολής στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προγράμματος αναδιάρθρωσης καλύπτοντος τη χρονική περίοδο 31.12.2009-31.12.2013, όπως προκύπτει και από την εγκριτική απόφαση αυτής. Το πρόγραμμα εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις  23.5.2011 (State aid case PN 142/2010) και προέβλεπε συγκεκριμένους ποσοτικούς στόχους που αφορούσαν γενικότερα τη μείωση του ενεργητικού της Τράπεζας καθώς και του κόστους λειτουργίας της. Οι στόχοι, μεταξύ άλλων περιελάμβαναν: Σωρευτική μείωση ενεργητικού 25,7%, μέχρι 31.12.2013, μείωση χαρτοφυλακίου ομολόγων (ελληνικού δημοσίου και εταιρικών) σε ?2,1 δις μέχρι 31.12.2013, μείωση δανείων μετά από προβλέψεις 13%, μέχρι 31.12.2013, περιορισμό λειτουργικού κόστους κατά 25,3%, διενέργεια διαγραφών ύψους ?800 εκ. για την περίοδο 2011-13, πλήρη αποεπένδυση Συμμετοχών Χρηματοπιστωτικού & μη Χρηματοπιστωτικού Τομέα μέχρι το τέλος του 1ου εξαμήνου του 2012. Το έτος 2010 η κεφαλαιακή θέση της ΑΤΕ έβαινε σταθερά μειούμενη, και η ΤτΕ ζήτησε την λήψη άμεσων μέτρων για την κεφαλαιακή της ενίσχυση, λαμβάνοντας υπόψη την αρνητική δυναμική που διαμορφωνόταν και την αναγκαιότητα αποτελεσματικής θωράκισης των Ελληνικών Τραπεζών μέσω ενδυνάμωσης της κεφαλαιακής της θέσης (έγγραφα Δ/ντη Εποπτείας Πιστωτικού συστήματος 1035/16.6.2010 και 1817/19.10.2010). Η ΑΤΕ με τις απαντητικές της επιστολές (119/6599/17.8.2010 και 99/5414/13.7.2010), ενημέρωσε ότι η μείωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας οφείλεται στις αρνητικές αποτιμήσεις των μετοχικών τίτλων και στην αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση άνω των τριών μηνών, ενώ δήλωσε ότι βρίσκεται σε πορεία υλοποίησης δέσμης μέτρων κεφαλαιακής ενίσχυσης μέσω κυρίως πώλησης στοιχείων ενεργητικού. Επιπρόσθετα, ενημέρωσε ότι βρίσκεται σε συνεννόηση με το βασικό μέτοχο, το Ελληνικό Δημόσιο για την λήψη οριστικών αποφάσεων για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας. Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι ο ΔΚΕ της ΑΤΕ έβαινε μειούμενος (ΔΚΕ 31.12.09 = 9,6%,  ΔΚΕ 31.3.10 =8,99%,  ΔΚΕ 30.4.10  =8,7%, ΔΚΕ 31.5.10  =8,44%, ΔΚΕ 3.6.10 =8,61%).   Η ΤτΕ επανήλθε στο θέμα της απαιτούμενης κεφαλαιακής ενίσχυσης με την 1817/19.10.2010 επιστολή του Δ/ντη Εποπτείας Π.Σ. προς το Διοικητή της ΑΤΕ, ζητώντας άμεση ενημέρωση και χρονοδιάγραμμα υλοποίησης.   Ακολούθησε η πρώτη ετήσια άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενεργήθηκε τον Ιούλιο 2010 από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) για τον τραπεζικό κλάδο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (Βλ. τις ανακοινώσεις της ΕΒΑ και της ΤτΕ για τα stress tests).  Ειδικότερα, στην άσκηση χρησιμοποιήθηκαν δύο σενάρια για το 2010 και το 2011: Το βασικό, το οποίο συμβάδιζε με τις τότε υπάρχουσες μακροοικονομικές εκτιμήσεις για το 2010 και το 2011, και το δυσμενές, το οποίο ενσωμάτωνε ακραίους κινδύνους, που σχετίζονται κατά κύριο λόγο με τον κίνδυνο χρέους χώρας και μια σημαντική επιδείνωση των μακροοικονομικών συνθηκών (ως σενάριο ιδιαίτερα δυσμενών υποθέσεων, που στην περίπτωση της Ελλάδος, υπέθετε μία εντονότερη ύφεση το 2010 και το 2011 από τις τότε προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, και επιτόκια πολύ υψηλότερα από τα τρέχοντα). Επίσης ως όριο αναφοράς του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1 συμφωνήθηκε το 6% αποκλειστικά για τους σκοπούς της άσκησης (καθώς το εποπτικό ελάχιστο ορίζεται σε 4%). Στην άσκηση συμμετείχαν οι 6 μεγαλύτεροι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι (Εθνική Τράπεζα, EFG Eurobank, Alpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς, ΑΤΕbank και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο), οι οποίοι αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 90% του ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού συστήματος (εξαιρουμένων των ξένων θυγατρικών). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτά, υπό το δυσμενές σενάριο - με συνεκτίμηση επιπτώσεων σεναρίου δημοσιονομικής αναταραχής- πέντε ελληνικές τράπεζες πέρασαν με επιτυχία την άσκηση. Τέσσερις από τις τράπεζες αυτές (ΤΤ, Alpha Bank, EFG Eurobank, Εθνική) υπερέβαιναν το όριο αναφοράς του 6%, ενώ μία (Πειραιώς) βρισκόταν στο όριο αναφοράς. Στην περίπτωση της ATEbank ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (Tier 1), υπολογιζόταν σε 4,4% στο τέλος του 2011, σημειώνοντας έλλειμμα κεφαλαίου 242,6 εκ. ? και η υποχρέωση κάλυψης της υστέρησης αυτής, μέσω κεφαλαιακής ενίσχυσης, εντάχθηκε στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της Τράπεζας. Ομοίως το έτος 2010 διεξήχθη έλεγχος στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο της ΑΤΕ από κλιμάκιο επιθεωρητών της ΤτΕ (25.8.2010-28.1.2011), με αντικείμενο την αξιολόγηση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου επιχειρηματικών πιστοδοτήσεων. Ειδικότερα, εξετάσθηκαν η πληρότητα και η επάρκεια των διαδικασιών σχηματισμού λογιστικών προβλέψεων, ένταξης και παρακολούθησης των πιστοδοτήσεων σε καθεστώς ρύθμισης και λήψης και παρακολούθησης εξασφαλίσεων. Οι βασικές διαπιστώσεις του ελέγχου που προέκυπταν από το πόρισμα του Μαρτίου 2011 ήταν η επιδείνωση της ποιότητας πιστοδοτήσεων (ιδίως των αγροτικών συνεταιρισμών), η συγκέντρωση πιστοδοτήσεων στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου (αποτελούσαν το 49% του ελεγχθέντος χαρτοφυλακίου στη Δ/νση Μεγάλων Πελατών και το 53,4% στη Δ/νση Επιχειρήσεων) καθώς και η ανάγκη λήψης βελτιωτικών μέτρων στην οργανωτική, λειτουργική δομή της ΑΤΕ, καθώς και στο Σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου. Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκαν δυσλειτουργίες στην εγκριτική διαδικασία πιστωτικών αιτημάτων και την παρακολούθηση των χρηματοδοτήσεων (ανάγκη έλεγχου οικονομικής κατάστασης και βιωσιμότητας πιστολήπτη και επικαιροποίηση διαβάθμισης πιστούχων, ρυθμίσεις δανείων χωρίς αξιολόγηση οικονομικής κατάστασης πιστούχου για τη δυνατότητα λειτουργικής αποπληρωμής του δανείου, αναχρηματοδοτήσεις και παρατάσεις αποπληρωμής οφειλών ή νέες χορηγήσεις δανείων για αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ενήμερες οι αντίστοιχες απαιτήσεις ενώ ουσιαστικά μετατίθετο χρονικά η εμφάνιση των καθυστερήσεων)  καθώς και ανεπάρκεια προβλέψεων ύψους ?196 εκ. Τον μήνα Μάρτιο του 2011, η ΤτΕ ζήτησε την κεφαλαιακή ενίσχυση της Τράπεζας κατά το ποσό των 585 εκ. ? κατʼ ελάχιστον (έγγραφο Διοικητή ΤτΕ 2878/8.3.2011), στο πλαίσιο της αξιολόγησης των κινδύνων του Πυλώνα Ι και ΙΙ της Συνθήκης της Βασιλείας ΙΙ (βλ. και σημεία 15-21 του Παραρτήματος ΙΙΙ του από 3.5.2010 Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής πολιτικής- ν. 3845/2010- Α΄ 65). Τον Ιούνιο 2011, η ΑΤΕ ολοκλήρωσε ΑΜΚ ύψους 1,26 δις ?, εκ των οποίων ποσό 675 εκ. ? διατέθηκε για την εξαγορά των προνομιούχων μετοχών του Δημοσίου (που είχαν εκδοθεί στα πλαίσια ενίσχυσης της ρευστότητας με το ν.3723/2008- βλ. ανωτέρω) και το υπόλοιπο (585 εκ. ?) για την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης της Τράπεζας. Η αποπληρωμή των προνομιούχων μετοχών είχε εγκριθεί από την ΤτΕ με την απόφαση Ε.Π.Α.Θ. συν10/5/10.5.2011 μετά από σχετικό αίτημα της ΑΤΕ. Το ποσό της αύξησης, λόγω αμελητέας συμμετοχής των λοιπών μετόχων, καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο και τις 5 εγγυήτριες τράπεζες (Εθνική, Πειραιώς, Alpha, EFG Eurobank, και Marfin Popular). Με το συνυπολογισμό της προαναφερόμενης αύξησης ΜΚ, ο ΔΚΕ (pro-forma) του Ομίλου εκτιμήθηκε, με στοιχεία 31.3.2011, σε 12,1%. Ωστόσο η συμμετοχή  στο 1ο  πρόγραμμα εθελοντικής αντικατάστασης των τίτλων έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου, τον Ιούλιο 2011 (PSI) αντιστάθμισε πλήρως τα οφέλη της κεφαλαιακής αυτής  ενίσχυσης  (ζημιές απομείωσης ΟΕΔ ?836,4 εκ.), με αποτέλεσμα την περαιτέρω συμπίεση της κεφαλαιακής βάσης που οδήγησε το ΔΚΕ Ομίλου,  με στοιχεία 30.6.2011,  στο 5,74%. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η 2η ετήσια άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων τον Ιούλιο 2011 από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) (Βλ. τις ανακοινώσεις της ΕΒΑ και της ΤτΕ για τα stress tests). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτά, υπό το δυσμενές σενάριο - με συνεκτίμηση επιπτώσεων σεναρίου δημοσιονομικής αναταραχής- ο δείκτης κύριων Βασικών ίδιων κεφαλαίων (Tier 1) της ATEbank υπολογίστηκε  σε -6% για το τέλος του 2012, σημειώνοντας έλλειμμα κεφαλαίου 713 εκ. ? (με την αναγνώριση όμως της EBA ότι δεν είχε συνυπολογιστεί απόθεμα γενικών προβλέψεων της Τράπεζας ύψους ?750 εκ. που αφορούσαν ενήμερα δάνεια ή δάνεια με καθυστέρηση πληρωμής μέχρι 90 ημέρες). Καθʼ όλη τη διάρκεια του 2011, τα Ίδια Κεφάλαια της ΑΤΕ υπολείπονταν των απαιτούμενων κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του ελάχιστου ΔΚΕ (8%). Η ΤτΕ, με το 1949/23.09.2011 έγγραφο της ΔΕΠΣ, ζήτησε τη λήψη άμεσων μέτρων για την αποκατάσταση του ΔΚΕ, ο οποίος σε ενοποιημένη βάση είχε διαμορφωθεί στο 5,74% (λόγω της απομείωσης της αξίας των ομολόγων του ΕΔ από την προτιθέμενη συμμετοχή της ΑΤΕ στο PSI) και του ενδεχομένου να μην είναι πλέον διαθέσιμη η πρόσβαση στην έκτακτη χρηματοδότηση (ELA- Emergency Liquidity Assistance) από την ΤτΕ, καθώς η διευκόλυνση αυτή διατίθεται μόνο σε πιστωτικά ιδρύματα με ΔΚΕ άνω του 8%. Σε συνέχεια της από 29.9.2011 απάντησης της ΑΤΕ ότι προτίθεται να υλοποιήσει  ΑΜΚ και επικαιροποίηση του Προγράμματος αναδιάρθρωσης, η ΤτΕ, με το 2155/13.10.2011 έγγραφό της, ζήτησε τη γνωστοποίηση των ενεργειών που έχουν δρομολογηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς και την ημερομηνία σύγκλησης της σχετικής Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ΑΤΕ. Παράλληλα, η ΤτΕ ενημέρωσε το Υπουργείο Οικονομικών για την υστέρηση της κεφαλαιακής επάρκειας της «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» και ζήτησε την επιβεβαίωση του Υπουργού για την εισφορά κεφαλαίων για την αποκατάσταση του ΔΚΕ στο 8%. Η ΑΜΚ πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο 2011, για το ελάχιστο ποσό που είχε εκτιμηθεί με στοιχεία 30.6.2011 (290 εκ. ?), με αποτέλεσμα, κατόπιν και της δημοσίευσης των ζημιογόνων αποτελεσμάτων Γʼ τριμήνου 2011, η ΑΤΕ να συνεχίζει να εμφανίζει ανεπάρκεια κεφαλαίων. Δεδομένου ότι στην εν λόγω αύξηση δεν συμμετείχε κανένας ιδιώτης επενδυτής, αυτή καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο και ως αποτέλεσμα το ποσοστό του ανήλθε στο 92,68%. Μετά τη συμμετοχή της ΑΤΕ στο αναθεωρημένο PSI (PSI+) τα κεφάλαιά της διαμορφώθηκαν σε αρνητικό επίπεδο. Ειδικότερα, τα Ίδια Κεφάλαια της Τράπεζας (σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία) διαμορφώθηκαν σε -3.124 εκ. ?  στις 31.12.2011, και ο ΔΚΕ στο -26,26%. Σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία 31.12.2011, η ΑΤΕ στο πλαίσιο του αναθεωρημένου PSI, κατέγραψε μέση απομείωση ύψους 76,52% επί της ονομαστικής αξίας ιδίου χαρτοφυλακίου Ομολόγων Ε.Δ. ύψους 5,221 δις  ? και 78,25% επί της ονομαστικής αξίας δανείων με εγγύηση Ε.Δ. ύψους 615,2 εκ. ?. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, και για την αποκατάσταση του Δ.Κ.Ε. στο 8%, με ημερομηνία αναφοράς 31.12.2011, απαιτούνταν  κεφάλαια ύψους  3.826,26 εκ. ? για την ΑΤΕ (?3.919,40 εκ. για τον όμιλο, εξαιρουμένων των κεφαλαιακών αναγκών της ΑΤΕ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ, ύψους ?255 εκ.). Οι ετήσιες ζημιές προ-φόρων του Ομίλου για το έτος 2011 ανήλθαν σε ?5 δις (έναντι ?389 εκ. το 2010), ενώ ο ΔΚΕ  έπεσε στο -26,36%, έναντι 7,35%, την 31.12.2010 και 9,17%, την 31.12.2009. Μάλιστα, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΤΕ, στη συνεδρίαση της 31.5.2012, αποφάσισε να κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέσχε η εκδοθείσα 24596/Β1019/30.5.2012 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και να παρατείνει τη δημοσίευση της Ετήσιας Οικονομικής Έκθεσης για την περίοδο 1.1-31.12.2011, μέχρι την 31η Αυγούστου 2012. Εξ άλλου, το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, που επικυρώθηκε με τον ν. 4046/2012, περιείχε ειδική αναφορά στην ΑΤΕ, για υποχρέωση εξεύρεσης λύσης έως τις 31 Μαΐου 2012.  Μία από τις προαπαιτούμενες ενέργειες (prior actions) ήταν η ολοκλήρωση μελέτης σε συνεργασία με εξωτερικό συμβουλευτικό οίκο (παράρτημα V 1. κεφάλαιο Γ Πολιτικές χρηματοπιστωτικού τομέα και παράρτημα V-2 κεφ. 3 Ρύθμιση και εποπτεία του Χρηματοοικονομικού τομέα), η οποία θα περιέγραφε τις εναλλακτικές επιλογές για την επίλυση των προβλημάτων της «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.». Η μελέτη του συμβουλευτικού οίκου “Bain & Company” ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο 2012, κοινοποιήθηκε στην ΑΤΕ από 13.3.2012 και κατέδειξε τις νομικές, λειτουργικές και χρηματοοικονομικές λεπτομέρειες τεσσάρων εναλλακτικών σεναρίων-προτάσεων. Το βασικό συμπέρασμα της έκθεσης ήταν ότι «...παρά τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης που έχουν γίνει πρόσφατα, είναι ιδιαίτερα απίθανο η Τράπεζα να παραμείνει βιώσιμη... όλα τα εξεταζόμενα σενάρια έχουν επιμέρους κινδύνους υλοποίησης, ωστόσο, η επιλογή της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων της Τράπεζας σε άλλο υγιές πιστωτικό ίδρυμα ενέχει πιθανότατα το μικρότερο κόστος. Σε περίπτωση απουσίας εξεύρεσης αγοραστού σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, το σενάριο του μεταβατικού ιδρύματος θα πρέπει να εξεταστεί για ένα προσωρινό διάστημα, σε συνδυασμό με ξεκάθαρο και προσυμφωνημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης και στρατηγική εξόδου». Η  ΤτΕ στο πλαίσιο της υποχρέωσης από το Μνημόνιο ΙΙ (ν. 4046/2012), για την διενέργεια άσκησης αξιολόγησης των κεφαλαιακών απαιτήσεων του συνόλου των Ελληνικών εμπορικών τραπεζών, ολοκλήρωσε το 1ο τρίμηνο του 2012, σε συνεργασία με διεθνή εταιρεία συμβούλων (Bain & Company), τη συνολική αξιολόγηση των κεφαλαιακών αναγκών της «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.». Η αξιολόγηση αυτή (από 29.3.2012 μελέτη) βασίσθηκε σε άσκηση που έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα από τη διαγνωστική άσκηση της “BlackRock” για τα δανειακά χαρτοφυλάκια, την επίπτωση του PSI+, και το 3-ετές επιχειρηματικό σχέδιο που είχε υποβάλλει η ΑΤΕ στην ΤτΕ. Οι κεφαλαιακές ανάγκες της ΑΤΕ, προσδιορίσθηκαν (όπως για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα) κάτω από δύο (2) σενάρια: Το Βασικό σενάριο, που προβλέπει επίτευξη Δείκτη Κυρίων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (core tier 1) στο 9% το 3ο  τρίμηνο 2012, φθάνοντας στο 10% εντός του 2ου  τριμήνου 2013 και το δυσμενές σενάριο, κάτω από το οποίο, οι κεφαλαιακές ανάγκες της Τράπεζας προσδιορίστηκαν  με βάση την απαίτηση διατήρησης του Δείκτη Κυρίων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων στο 7%. Οι κεφαλαιακές ανάγκες της ΑΤΕ προσδιορίστηκαν σε ? 4,314 δις για το Βασικό σενάριο και ? 4,525 δις για το Δυσμενές σενάριο. Η ΑΤΕ υπέβαλε την 30.3.2012 πρόταση σχεδίου άντλησης κεφαλαίων, στην οποία παρατέθηκαν 2 εναλλακτικά σενάρια ανακεφαλαιοποίησης. Σύμφωνα με το 1ο  σενάριο, προτίθετο να καλέσει τον κύριο μέτοχό της, ΕΔ, να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματα συμμετοχής του σε μια νέα ΑΜΚ, ενώ, σε περίπτωση μη συμμετοχής των μετόχων μειοψηφίας,  πρότεινε την κάλυψη του ακάλυπτου ποσού από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (εφεξής: Τ.Χ.Σ.). Σύμφωνα με το 2ο σενάριο, προτάθηκε η πλήρης ανακεφαλαιοποίηση από το Τ.Χ.Σ. και η συνέχιση του προγράμματος αναδιάρθρωσης υπό την εποπτεία και καθοδήγηση του Τ.Χ.Σ. Τον Απρίλιο του 2012, η Τράπεζα της Ελλάδος προχώρησε στη στρατηγική αξιολόγηση του τραπεζικού τομέα και της βιωσιμότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων σε εφαρμογή των προβλεπομένων στο Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής του Φεβρουαρίου 2012 (ν. 4046/2012- παράρτημα V) και μετά από διαβούλευση με τους εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Η άσκηση-μελέτη αυτή εντασσόταν στη γενικότερη στρατηγική αναδιάρθρωσης- ανακεφαλαιοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι δε τράπεζες οι οποίες θα χαρακτηρίζονταν ως «βιώσιμες» θα ήταν επιλέξιμες ώστε να λάβουν κεφαλαιακή ενίσχυση από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Η μεθοδολογία που εφαρμόσθηκε, αφορούσε  σε μια σειρά ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων, τα οποία περιελάμβαναν την οικονομική ευρωστία των μετόχων και την προθυμία τους να εισφέρουν νέα κεφάλαια, την ποιότητα της διοίκησης και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου, τα μεγέθη τους σε σχέση με κεφάλαια, ρευστότητα και κερδοφορία, τη βαθμολόγηση από το σύστημα CAMELs της ΤτΕ και την ευρωστία του επιχειρηματικού τους σχεδίου. Η αξιολόγηση έγινε με γνώμονα δύο άξονες ανάλυσης: α) τη συμμόρφωση με εποπτικά κριτήρια, και β) την ευρωστία των επιχειρηματικών μοντέλων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το από 19.4.2012  εισηγητικό σημείωμα προς την ΕΠΑΘ και το σώμα της συμπροσβαλλόμενης 36/19.4.2012/θέμα 8ο  απόφασης της ΕΠΑΘ «Αξιολόγηση της βιωσιμότητας του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», η άσκηση βιωσιμότητας της ΑΤΕ κατέδειξε σαφή υστέρηση στην πλειονότητα των εποπτικών κριτηρίων καθώς και στα επιχειρηματικά κριτήρια λειτουργικού κόστους, παραγωγικότητας και αποδοτικότητας. Συνολικά, η ΑΤΕ εμφάνισε αρνητικές τιμές σε 9 από τα 12 εποπτικά κριτήρια και σε 6 από τα 12 επιχειρηματικά κριτήρια. Αναλυτικότερα, στον εποπτικό άξονα οι παράγοντες που διαμόρφωσαν τη βαθμολογία της σε αρνητικό επίπεδο αφορούν την διαμορφούμενη κεφαλαιακή ανεπάρκεια κυρίως μετά την επίπτωση του PSI+ (-22%, και -148% η  σταθμισμένη βαθμολογία, σε σχέση με τα αποδεκτά όρια), με εξαιρετικά υψηλή εξάρτηση των Κύριων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων από προγράμματα κρατικής ενίσχυσης (-367%), την αυξημένη χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα (-59%), καθώς και τη δυσμενή διαχρονικά αξιολόγηση της εταιρικής διακυβέρνησης (δέσμευση βασικού μετόχου, ανεξαρτησία ΔΣ, αποτελεσματικότητα διοίκησης σε μείωση λειτουργικού κόστους αντίστοιχα -117%, -110% και -32%). Η  ΑΤΕ σημείωσε θετική βαθμολογία σε 3 μόνο κριτήρια, δύο εκ των οποίων αφορούν την ποιότητα ενεργητικού (δείκτης εκτίμησης τριετών ποσοστών ζημιάς και δείκτης κάλυψης μη εξυπηρετούμενων δανείων 34%), καθώς και τον δείκτη δάνεια προς καταθέσεις (64%).Όπως αναφέρεται στο από 19.4.2012 εισηγητικό σημείωμα «... ο ΔΚΕ διαμορφώθηκε σε αρνητικό επίπεδο στις 31.12.2011 κατερχόμενος στο - 26,36% λόγω ετήσιων συνολικών ζημιών ύψους ?5 δις..., προερχόμενες κυρίως από την απογείωση PSI+ ύψους ?4,5 δις. Πέραν των αναγκών κεφαλαιοποίησης λόγω PSI+, η Τράπεζα κατέδειξε υψηλή εξάρτηση κεφαλαίων από τις κρατικές κεφαλαιακές ενισχύσεις (περίοδος 2009-11) λόγω των σωρευμένων ζημιών τριετίας ύψους ?1,6 δις (εξαιρουμένου του PSI+), οι οποίες προήλθαν κυρίως από αυξημένες προβλέψεις δανειακού χαρτοφυλακίου, με σημαντικό κόστος για το Ελληνικό Δημόσιο. Επιπρόσθετα, η αυξημένη χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα η οποία ανήλθε σε 30% ως ποσοστό του ενεργητικού της (έναντι ανώτατου ορίου 15%) αποδίδεται στην εκροή καταθέσεων, η οποία το 2011 ακολούθησε την αρνητική τάση της αγοράς παρά την ευνοϊκή σύνθεση της καταθετικής της βάσης (για το 1° τρίμηνο του 2012 ο ρυθμός εκροής δείχνει σημάδια επιδείνωσης σε σχέση με την αγορά).  Με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης της εταιρικής διακυβέρνησης, η ποιότητα της ασκούμενης διοίκησης επηρεάζεται από το γεγονός ότι όλα τα μέλη του Δ.Σ. διορίζονται από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο διορίζει τη διοίκηση, με αποτέλεσμα τη διαχρονική απουσία ενός συγκεκριμένου στρατηγικού σχεδιασμού. Οι αδυναμίες στο ΣΕΕ που έχουν επισημανθεί κατά το παρελθόν (με έλεγχους της ΤτΕ, επανειλημμένες επιστολές και συναντήσεις) δεν έχουν αντιμετωπισθεί άμεσα, με αποτέλεσμα η Τράπεζα να παρουσιάζει διαχρονικές βασικές ελλείψεις στη οργανωτική και λειτουργική διάρθρωσή της, τη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού καθώς και την αξιοποίηση της υπάρχουσας IT υποδομής. Επιπρόσθετα, η έλλειψη συνέχειας στη διοίκηση της Τράπεζας, η οποία έχει παρατηρηθεί ότι εναλλάσσεται παράλληλα με τις κυβερνητικές εναλλαγές, έχει ως αποτέλεσμα την απλή διαχείριση των τρεχόντων θεμάτων και την απουσία μιας μακρόπνοης επιχειρηματικής στρατηγικής. Οι παράγοντες που διαμόρφωσαν τη βαθμολογία της Τράπεζας στον επιχειρηματικό άξονα σε αρνητικό επίπεδο αφορούν κυρίως την ανεπαρκή διαχείριση κόστους και την μειωμένη αποτελεσματικότητα διαχείρισης κινδύνων. Από την άλλη πλευρά, η Τράπεζα παρουσίασε θετική απόδοση στους δείκτες μεριδίων αγοράς λόγω του μεγέθους της (τόσο σε σχέση με τον αριθμό των υποκαταστημάτων, 14%, όσο και σε σχέση με τις καταθέσεις 10%) καθώς και στην σταθερότητα των καταθέσεων (καταθέσεις ταμιευτηρίου και όψεως 65% έναντι ελαχίστου 47% για να θεωρηθεί εύρωστη), η οποία όμως δεν μπόρεσε να περιορίσει τις εκροές της περιόδου 2009-11 (όπως φαίνεται και από την οριακή επίδοση του σχετικού δείκτη). Η αρνητική επίδοση των δεικτών λειτουργικής κερδοφορίας οφείλεται στην προβληματική δομή κερδοφορίας της Τράπεζας που χαρακτηρίζεται από ανυπαρξία σταυροειδών πωλήσεων τραπεζικών προϊόντων, χαμηλή τιμολόγηση δανείων και υψηλά ανελαστικά κόστη. Η εικόνα αυτή προκύπτει και από τον μέσο όρο του δείκτη λειτουργικά έξοδα προς έσοδα (2007 -1° εξάμηνο 2011), ο οποίος διαμορφώνεται σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο (65%) από το ανώτατο αποδεκτό όριο (50%).  Επιπρόσθετα, n κακή επίδοση της Τράπεζας στον δείκτη CAMELS καθώς και η οριακή αξιολόγηση της από την “Black Rock” στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων οφείλονται στις αδυναμίες του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου της Τράπεζας που εντοπίζονται: α) στην οργανωτική και λειτουργική δομή της Τράπεζας (σύστημα διοικητικής πληροφόρησης, κανονισμοί λειτουργίας και πιστοδοτήσεων, εκπαίδευση προσωπικού), και β) στην εγκριτική διαδικασία και παρακολούθηση των χρηματοδοτήσεων (επιμέτρηση και διαχείριση εξασφαλίσεων επιχειρηματικών δανείων, παρακολούθηση των ανοιγμάτων και της πορείας των επιχειρήσεων-πιστούχων, ανανεώσεις εγκριτικών ορίων, σύνδεση της τιμολόγησης των δανείων με το βαθμό αναλαμβανόμενου κινδύνου»). Από τους παρατιθέμενους πίνακες στην απόφαση ΕΠΑΘ συν36/19.4.2012/θέμα 8ο προκύπτει α) ότι η τελική σταθμισμένη βαθμολογία ως προς τους εποπτικούς δείκτες της ΑΤΕ διαμορφώθηκε στο -69%, με ελάχιστο επίπεδο αναφοράς το +38%, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται στη χαμηλότερη θέση της συνολικής κατάταξης των εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων του τραπεζικού συστήματος, και β) ότι η τελική σταθμισμένη αξιολόγηση επίδοσης ως προς τους δείκτες ευρωστίας των επιχειρηματικών μοντέλων ήταν 35%, με ελάχιστο αποδεκτό επίπεδο αναφοράς 54%, υστερώντας σημαντικά σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία κρίθηκαν βιώσιμα, η βαθμολογία των οποίων κυμαίνεται από +54% έως +74%, με συνέπεια η ανωτέρω αξιολόγηση να αναδεικνύει την ουσιαστική αδυναμία εκ μέρους της  ΑΤΕ  να επιτύχει την εκπλήρωση, της πλειονότητας τόσο των εποπτικών κριτηρίων όσο και των κριτηρίων ευρωστίας του επιχειρηματικού μοντέλου. Η ΕΠΑΘ συνεκτίμησε τα αποτελέσματα αυτά με τα συμπεράσματα της από 29.3.2012 μελέτης της “Bain & Company” με την οποία, εξετάσθηκαν, ως προς τις νομικές, λειτουργικές και χρηματοοικονομικές λεπτομέρειες, τα ακόλουθα τέσσερα (4) εναλλακτικά σενάρια που αφορούν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα: Σενάριο- I: αναδιάρθρωση υπό την τωρινή του μορφή, Σενάριο-ΙΙ: αναδιάρθρωση υπό καθεστώς μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος (Bridge Bank), Σενάριο-IΙΙ :μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα (Purchase & Assumption), και τέλος, Σενάριο-IV: θέση σε καθεστώς εκκαθάρισης (Liquidation).  Στην έκθεση αυτή (σελ. 2-16 και 93-95) εκτιμήθηκε ότι το  Σενάριο I- αναδιάρθρωση υπό την τωρινή του μορφή θα είχε κόστος 4,5-4,8 δις ? και θα απαιτούσε νέο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, σημαντικές αλλαγές επιχειρηματικές και λειτουργικές με άμεση μείωση λειτουργικού και εργασιακού  κόστους, το Σενάριο ΙΙ αναδιάρθρωση υπό καθεστώς Bridge Bank και το Σενάριο-IΙΙ :μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων προς άλλο πιστωτικό ίδρυμα (P & A),

θα είχαν αντίστοιχο κόστος 4,2- 4,8 δις ? και 4,1 με 4,7 δις ? το τρίτο, η εξεύρεση αναδόχου όμως θα μείωνε τον κίνδυνο υλοποίησης και θα ήταν και μια μακροπρόθεσμη λύση - σε αντίθεση με τη Bridge bank, και τέλος το προς αποφυγή Σενάριο-IV: θέση σε καθεστώς εκκαθάρισης (είτε με σταδιακή μείωση κύκλου εργασιών και μεγέθους silent wind down- εφόσον δεν γινόταν αντιληπτό, διαφορετικά θα προκαλούσε πιστωτική αναταραχή- με εκτιμώμενο κόστος 10,3 -11,1 δις ?, είτε άμεση ρευστοποίηση με κόστος 14,6-14,8 δις ? (με κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα συνολικά λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης). Με τα ανωτέρω δεδομένα, η ΕΠΑΘ με την συν36/19.4.2012 απόφαση κατέληξε ότι η ΑΤΕ δεν κρίνεται βιώσιμη και για το λόγο αυτό δεν ενεργοποιείται η διαδικασία  του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3864/2010 προκειμένου αυτή να λάβει κεφαλαιακή ενίσχυση από το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Στη συνέχεια με το έγγραφό της 295/3.5.2012, η ΤτΕ κάλεσε την Διοίκηση της ΑΤΕ να συνδράμει ενεργά στην υλοποίηση της αποφασισθείσας λύσης εξυγίανσης, καλώντας τη να εκθέσει τις απόψεις της σε προγραμματισμένη συνάντηση. Η ΑΤΕ παρευρέθη και απέστειλε το από 7.5.2012 υπόμνημα, με το οποίο υποστηρίζει ότι η έκθεση αυτή έχει βασισθεί σε παρελθόντα οικονομικά στοιχεία, αγνοώντας την επιτυχημένη πορεία του προγράμματος αναδιάρθρωσης που εκτελείται και την αναμενόμενη μετεξέλιξη της τράπεζας μετά την ολοκλήρωσή του, σχολιάζει την αναφορά της “Bain & Company” για την Τράπεζα ανά σενάριο  και προτείνει τις προαναφερθείσες εναλλακτικές επιλογές κεφαλαιοποίησης. Από τα προσωρινά υποβαλλόμενα εποπτικά στοιχεία Μαρτίου 2012 προέκυψε χειροτέρευση της θέσης της ΑΤΕ. Τα  Ίδια Κεφάλαια αυτής στις 31.3.2012, διαμορφώθηκαν σε -3.211,83 εκ. ?, και για την αποκατάσταση του Δ.Κ.Ε. στο 8%, απαιτούνταν  κεφάλαια ύψους 3.945,061 εκ. ? για την Τράπεζα (4.037,90 εκ. ? για τον όμιλο). Η ΑΤΕ συνέχισε να είναι ζημιογόνα με διευρυμένες ζημιές προ-φόρων σε σχέση με το 1ο τρίμηνο του 2011 (+42%) κυρίως λόγω της κατά 51% διόγκωσης των τόκων εξόδων (προερχόμενη από την επιβάρυνση του κόστους  χρηματοδότησης της  από το Ευρωσύστημα και τις καταθέσεις πελατών). Ο ενοποιημένος ΔΚΕ διαμορφώθηκε το 1ο τρίμηνο 2012 σε -26,94%. Επιπρόσθετα, η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου της «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» παρουσίαζε σταθερή επιδείνωση. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια της «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» διαμορφώθηκαν την 31.3.2012 στο 22,8% έναντι Μ.Ο. 18,69% (τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυτής ανερχόταν σε 16,6% την 31.12.2011 και 11,0% την 31.12.2010) και αν σε αυτά περιλαμβάνονταν και τα ρυθμισμένα, ανερχόταν σε 24,18% (έναντι M.O. 23,76%). Παράλληλα, το 1ο εξάμηνο 2012 οι εκροές καταθέσεων πελατών της επιβαρύνθηκαν σε σχέση με το μέσο όρο του εγχώριου τραπεζικού συστήματος (-15,8% έναντι Μ.Ο. -12,1%), ενώ από το 4ο  τρίμηνο 2011, αντιμετώπιζε οξύ πρόβλημα χρηματοδότησης, καθώς λόγω της ανεπάρκειας των κεφαλαίων της αποκλείστηκε από τον κατάλογο των πιστωτικών ιδρυμάτων που χαρακτηρίζονται ως αποδεκτοί αντισυμβαλλόμενοι για πράξεις νομισματικής πολιτικής, με αποτέλεσμα να διακοπεί η πρόσβασή της στην ρευστότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Έκτοτε οι ανάγκες χρηματοδότησής της καλύπτονταν αποκλειστικά από τον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA) της ΤτΕ. Το Υπουργείο Οικονομικών στην αλληλογραφία του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και εν αναφορά προς το αίτημα της ΤτΕ για ανακεφαλαιοποίηση της ΑΤΕ, δεν αποδέχθηκε τη λύση αύξησης των κεφαλαίων, αλλά αποκλειστικά και μόνο τη λήψη μέτρων εξυγίανσης. Στο διάστημα μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 2012, όπου υπήρξε συνεχής αλλαγή Κυβερνήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημέρωνε τον εκάστοτε Πρόεδρο της Κυβέρνησης για τη μη βιώσιμη κατάσταση της Τράπεζας και την διαρκώς επιδεινούμενη οικονομική της θέση, όπως αναλύθηκε παραπάνω, και την επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων εξυγίανσης στο πλαίσιο του ν. 4021/2011. Επιπρόσθετα, η Τράπεζα της Ελλάδος έθετε υπόψη της Κυβέρνησης το αυστηρό χρονοδιάγραμμα που είχε καθορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την παροχή χρηματοδότησης. Ειδικώς όσον αφορά τη διαδικασία εξεύρεσης ενδιαφερόμενου πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος διενέργησε διαδικασία άτυπης και εμπιστευτικής υποβολής προσφορών από πιστωτικά ιδρύματα για την απόκτηση των επιλεγμένων περιουσιακών στοιχείων της «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63Δ Ν. 3601/2007. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, η ΤτΕ κάλεσε τα τέσσερα μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα (ήτοι τις «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.», «ΑΛΦΑ Τράπεζα Α.Ε.» και «Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Α.Ε.»), προκειμένου να συμμετάσχουν στη διαδικασία υποβολής προσφορών για την απόκτηση των υγιών περιουσιακών στοιχείων της «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» (σχετικές οι 104-107/2.7.2012 επιστολές για τη συμμετοχή στη διαδικασία μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της ΑΤΕ με πρόταση αναδοχής συγκεκριμένων στοιχείων, με προθεσμία υποβολής δήλωσης ενδιαφέροντος τις 6.7.2012). Τα συγκεκριμένα πιστωτικά ιδρύματα κρίθηκαν από την ΤτΕ ως κατάλληλα για την απόκτηση των μεταβιβαζόμενων στοιχείων, καθώς είχαν κριθεί ως συστημικής σημασίας και λόγω μεγέθους ως ικανά να απορροφήσουν τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία της «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.». Στο πλαίσιο αυτό, συνεκτιμήθηκε το γεγονός ότι τα κληθέντα ημεδαπά πιστωτικά ιδρύματα είχαν ήδη ανακεφαλαιοποιηθεί από το Τ.Χ.Σ.  Με τις 115-118/6.7.2012 επιστολές της Μονάδας Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων, η προθεσμία υποβολής προσφορών μετατέθηκε για 13.7.2012. Παράλληλα, η ΤτΕ απευθύνθηκε και σε δύο διεθνείς επενδυτικές τράπεζες, ήτοι την «Rothschild» και την «JP Morgan», προκειμένου να διερευνήσουν την ύπαρξη ενδιαφέροντος από ξένους επενδυτές. Σύμφωνα με την 13/17.7.2012 επιστολή της «Rothschild» δεν ευρέθη κάποιο πρόσωπο, το οποίο θα εκδήλωνε ενδιαφέρον για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων της «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.». Στο εν λόγω πλαίσιο, η «ΑΛΦΑ Τράπεζα Α.Ε.» με το από 9.7.2009 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ενημέρωσε την ΤτΕ ότι δεν προτίθεται να προβεί στην υποβολή προσφοράς για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων της ΑΤΕ. Ομοίως, η «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» με το από 12.7.2012 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου διεμήνυσε ότι δεν προτίθεται να συμμετάσχει στη διαδικασία μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Κατόπιν νέας παράτασης της προθεσμίας, καθώς οποιαδήποτε πρόταση  έπρεπε να υποβληθεί και στο ΤΧΣ, ως τελική ημερομηνία ορίσθηκε η 27.7.2012. Ακολούθως, όπως προκύπτει από την 261/27.7.2012 επιστολή του Τ.Χ.Σ. προς την ΤτΕ, η «Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias Α.Ε.» απέσυρε το ενδιαφέρον της από τη συμμετοχή στην εν λόγω διαδικασία με την από 24.7.2012 επιστολή της, που εστάλη στο Τ.Χ.Σ. Τελικά, μόνο η «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.» προσήλθε αρχικά ενώπιον του Τ.Χ.Σ. και υπέβαλε πρόταση, η οποία αφού έλαβε την έγκριση τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσο και του Δ.Σ. του Τ.Χ.Σ., υποβλήθηκε εμπροθέσμως στην ΤτΕ. Η εν λόγω προσφορά είχε ως αντικείμενο την απόκτηση στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της ΑΤΕ, όπως εξάλλου τούτο προκύπτει από το 68/27.7.2012 έγγραφο αυτής. Το Τ.Χ.Σ., ως αρμόδιο όργανο, διαβίβασε την εν λόγω προσφορά στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και έλαβε την αρχική συναίνεση αυτής και την προσωρινή συναίνεση του ΕΤΧΣ. Το ΤΧΣ προέβη στην αξιολόγηση της προσφοράς της «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.», εξετάζοντας τις συνέργειες που επιτυγχάνονταν για το πιστωτικό ίδρυμα με  την απόκτηση του προς μεταβίβαση χαρτοφυλακίου, την αξιοπιστία της προσφοράς και τη δυνατότητα ενσωμάτωσης των περιουσιακών στοιχείων από τον ανάδοχο. Κατόπιν της ως άνω αξιολόγησης, το Ταμείο αποφάσισε ότι η εν λόγω πρόταση πληροί τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν και διαβίβασε την αξιολόγησή του στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (βλ. την 173/26.7.2012 επιστολή του Επιτρόπου Olli Rehn στον Πρόεδρο του Ελληνικού ΤΧΣ, με την οποία χαιρετίζει τη σχετική πρωτοβουλία εφόσον συνάδει με την αρχή του μικρότερου δυνατού κόστους και διασφαλίζει τη χρηματοδοτική σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα και ευελπιστεί ότι η κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού από το ΤΧΣ με την παροχή κεφαλαίων στον ανάδοχο θα εγγυάται τη χρηστή διαχείριση δημοσίων πόρων με τη δημιουργία συνεργιστικών επιδράσεων και θα συμβάλλει στην ενδυνάμωση του ελληνικού τραπεζικού τομέα). Με το από 27.7.2012 εισηγητικό σημείωμα προς την ΕΠΑΘ, λαμβάνονται υπόψη α) το ιστορικό της ΑΤΕ και των διαδοχικών ΑΜΚ από τα οποία αναδεικνύεται η διαχρονική πρακτική του βασικού της μετόχου ΕΔ να καλύπτει μόνο οριακά τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις της, δυσχεραίνοντας  τη διατήρηση επαρκούς κεφαλαιακού αποθέματος ικανού να στηρίξει την ακολουθούμενη από το 4° τρίμηνο του 2009 πολιτική αυξημένων προβλέψεων επί του επενδυτικού και δανειακού χαρτοφυλακίου της, β) την αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης (με στοιχεία 2011 ζημίες 5 δις ευρώ και ΔΚΕ -26,36%), γ) το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης (η εφαρμογή του οποίου ήταν ανεπαρκής, καθώς η μέχρι τότε μείωση των μεγεθών οφειλόταν περισσότερο στην μείωση των αξιών λόγω του PSI+, παρά στην αποφασιστική εφαρμογή των αναγκαίων συμφωνηθέντων μέτρων, σε σχέση με τη διαδικασία αποεπένδυσης από τις συμμετοχές, είχε αποτύχει στην επίτευξη των στόχων καθώς έχει ολοκληρώσει μόνο την πώληση της ΕΛΒΙΖ (ζωοτροφές) και μέρος του χαρτοφυλακίου μετοχών Χ.Α. (ΕΧΑΕ 4,3% και Τράπεζα Πειραιώς 1,65%), ενώ το τεθέν χρονικό όριο απεμπλοκής από όλες τις συμμετοχές ήταν το τέλος Ιουνίου 2012, ενώ και οι αλλαγές στο Σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου και στις εγκριτικές διαδικασίες των πιστοδοτήσεων δεν είχαν αποδώσει αξιοσημείωτο αποτέλεσμα), δ) την ποιότητα ενεργητικού της (επιδείνωση ποιότητας δανειακού χαρτοφυλακίου, μη- εξυπηρετούμενα δάνεια 22,8% με μεγαλύτερο δανειολήπτη εκτός από το ΕΔ και τις ΔΕΚΟ, τη θυγατρική ATE Leasing και τα πολιτικά κόμματα), ε) τις ειδικές συμμετοχές της  (επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα ΕΒΖ, ΔΩΔΩΝΗ, ΣΕΚΑΠ, ΕΛΒΙΖ, και χρηματοπιστωτικού τομέα όπως ΑΤΕ Ασφαλιστική, ATE Leasing, First Business Bank, ATEbank Romania, AIKBanka), οι οποίες είναι είτε ζημιογόνες, είτε οριακά κερδοφόρες απαιτώντας συστηματικά κεφαλαιακές ενισχύσεις, στ) τη ρευστότητα (παρουσιάζει σταθερή σύνθεση καταθετικής βάσης - κυρίως καταθέσεις ταμιευτηρίου και όψεως, εντούτοις οι καταθέσεις πελατών της Τράπεζας σημείωσαν εκροές σε ποσοστό διπλάσιο του αντίστοιχου Μ.Ο. του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, λόγω της αρνητικής δημοσιότητας και του κλίματος ανασφάλειας σχετικά με την βιωσιμότητα ή μη της Τράπεζας). Ωστόσο, από το 4ο τρίμηνο 2011, καθώς στην τρέχουσα συγκυρία η διατραπεζική αγορά παραμένει ανενεργή, η Τράπεζα αντιμετωπίζει πρόβλημα χρηματοδότησης καθώς λόγω της ανεπάρκειας των κεφαλαίων της αποκλείστηκε από τον κατάλογο των πιστωτικών ιδρυμάτων που χαρακτηρίζονται ως αποδεκτοί αντισυμβαλλόμενοι για πράξεις νομισματικής πολιτικής, με αποτέλεσμα να διακοπεί η πρόσβαση της στην ρευστότητα της ΕΚΤ και έκτοτε οι ανάγκες χρηματοδότησής της καλύπτονται αποκλειστικά από τον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA) της ΤτΕ, που έχει προσωρινό χαρακτήρα, ζ) την κεφαλαιακή επάρκεια (τα ίδια κεφάλαια διαμορφώθηκαν σε αρνητικά επίπεδα λόγω της ενσωμάτωσης των απομειώσεων 4,5 δις ? από το PSI+  και διαμορφώθηκαν σε - 3.124 εκ. ? και ΔΚΕ στο -26.26%, τα δε απαιτούμενα  κεφάλαια για την αποκατάσταση του Δ.Κ.Ε. στο 8%,  ανέρχονται σε   3.826,26 εκ. ? για την Τράπεζα και ? 3.919,40 εκ. για τον όμιλο, εξαιρουμένων των αναγκών της ΑΤΕ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ), ενώ περαιτέρω, εάν ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ 2654/29.2.2012, καθορίστηκε ότι από 30.9.2012  τα π.ι. οφείλουν να τηρούν δείκτη κυρίων βασικών ιδίων κεφαλαίων 9%, τότε τα απαιτούμενα κεφάλαια αυξάνονται και ανέρχονται σε 4.156,94 εκ. ?  σε ατομική βάση και σε ? 4.244,86εκ. σε ενοποιημένη). Εξ άλλου, κατά την εκτίμηση της οικείας Επιτροπής, κανένα από τα δύο εναλλακτικά σενάρια που προτείνει η ΑΤΕ δεν ήταν υλοποιήσιμο αφού ο μεν κύριος μέτοχος, το ΕΔ, δεν έχει εκφράσει πρόθεση συμμετοχής σε μια νέα ΑΜΚ, η δε ανακεφαλαιοποίηση κρατικής τράπεζας από το ΤΧΣ δεν μπορεί να γίνει, καθώς η 5η  αναθεώρηση του Μνημονίου (Δεκέμβριος του 2011) αναφέρει ότι τούτο δεν επιτρέπεται προκειμένου περί τραπεζών που ανήκουν στο Δημόσιο και ότι ο βασικός μέτοχος δεν προτίθεται να προβεί στην κάλυψη του κεφαλαιακού ελλείμματος όπως συνάγεται και από την 3.4.2012 επιστολή του Υπουργού Οικονομικών προς την Ευρωπαϊκή  Επιτροπή, στην οποία, αναφερόμενος στο αίτημα της ΤτΕ για ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας, δεν πρότεινε την αύξηση των κεφαλαίων αλλά την λήψη μέτρων εξυγίανσης και τέλος ότι  η ΑΤΕ δεν περιελήφθη στις  επιλέξιμες Τράπεζες από το ΤΧΣ. Με τα δεδομένα αυτά, το εισηγητικό σημείωμα προς την ΕΠΑΘ καταλήγει ότι : «...η Τράπεζα δεν πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις για την λειτουργία της, καθώς υπό τις παρούσες συνθήκες δεν είναι δυνατή η αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειάς της..., προκειμένου να καλυφθούν οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που προβλέπονται από τις παρ. 1 και 4, του άρθρου 27 του Ν. 3601/2007, και το απαιτούμενο ελάχιστο ύψος των ιδίων κεφαλαίων, όπως ορίζεται στην παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 3601/2007. Ως εκ τούτου συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8 του Ν. 3601/2007, και συγκεκριμένα των παρ. Ι, α  iv) και Ι γ αυτού, επειδή … αδυνατεί να αυξήσει τα κεφάλαιά της, τα οποία υπολείπονται των οριζόμενων στα άρθρα 5 και 27 Γ του ν. 3601/2007 και δεν προσφέρει τα εχέγγυα ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και ιδίως να διασφαλίσει τα επιστρεπτέα κεφάλαια που της έχουν εμπιστευθεί οι... καταθέτες».  Εισηγήθηκε ακολούθως να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της ΑΤΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 3601/2007 και να τεθεί αυτή σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 3601/2007, όπως ισχύει, να ορισθεί ειδικός εκκαθαριστής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 68 του ν. 3601/2007, όπως ισχύει, και να εφαρμοσθούν τα προβλεπόμενα στην απόφαση ΕΠΑΘ 21/2/4.11.2011. Στη συνέχεια, η αρμόδια Ε.Π.Α.Θ., αφού διαπίστωσε τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων προέβη με την συν46/27.7.2012 προσβαλλόμενη απόφαση σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΤΕ ως πιστωτικού ιδρύματος και έθεσε αυτήν υπό ειδική εκκαθάριση. Στην αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως αναφέρεται ότι : «...προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών του εκ της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 3601/2007 θα έπρεπε να έχει, επιπλέον των υφιστάμενων, ίδια κεφάλαια ύψους τριών δισεκατομμυρίων εννιακοσίων σαράντα πέντε εκατομμυρίων εξήντα μία χιλιάδων ευρώ (? 3.945.061.000), σύμφωνα με τα στοιχεία της 31.3.2012, και μάλιστα τα ίδια κεφάλαιά του, κατά παράβαση της παραγράφου 7 του άρθρου 5 του ν. 3601/2007, είναι κατώτερα ακόμη και του απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου, όπως αυτό ορίζεται για τα πιστωτικά ιδρύματα στο στοιχείο α) της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 3601/2007, σε ποσό ύψους δεκαοχτώ εκατομμυρίων ευρώ (?18.000.000). Το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα αδυνατεί να αυξήσει τα κεφάλαιά του, ώστε να αρθεί η παρούσα ανεπάρκειά τους, δεδομένων: i.α) της αδυναμίας του πιστωτικού ιδρύματος να προτείνει σχέδιο αποκατάστασης της κεφαλαιακής επάρκειάς του, καθώς και της αδυναμίας του βασικού του μετόχου να καλύψει την ως άνω απαιτούμενη αύξηση των ιδίων κεφαλαίων του... β) της έλλειψης βιωσιμότητας του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, λόγω της οποίας αυτό δεν μπορεί να λάβει κεφαλαιακή ενίσχυση από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας,... ιι) εξαιτίας της ανωτέρω ανεπάρκειας των ιδίων κεφαλαίων του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος και της επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασής του, έχει καταστεί ανέφικτη η πρόσβαση στην παροχή ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με πράξεις νομισματικής πολιτικής, αλλά καθίσταται πλέον ανέφικτη και η παροχή έκτακτης ρευστότητας από την Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ ελλείπει και κάθε εναλλακτική πηγή ρευστότητας. Συνεπώς και δεδομένου και ότι το ως άνω πιστωτικό ίδρυμα δεν προσφέρει τα εχέγγυα ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και να διασφαλίσει τα επιστρεπτέα κεφάλαια που του έχουν εμπιστευτεί οι πιστωτές του, και ιδίως οι καταθέτες, συντρέχει αιτία εφαρμογής της περίπτωσης iv) του στοιχείου α), όπως και του στοιχείου γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 3601/2007». Ακολούθως, όσον αφορά την επιλεγείσα λύση εξυγίανσης, με το από 27.7.2012 εισηγητικό σημείωμα της Μονάδας Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων (εφεξής ΜΕΠΙ) προς την ΕΜΕ, το οποίο υιοθετήθηκε από την προσβαλλόμενη συν.4/27.7.2012/θέμα 1ο ΕΜΕ, αναφέρεται ότι, δεδομένης της παρούσας δυσμενούς δημοσιονομικής και οικονομικής συγκυρίας, κρίνεται ως πρόσφορο μέτρο η συνέχιση των τραπεζικών εργασιών της ΑΤΕ και η εξασφάλιση του συνόλου των καταθέσεων με την ενσωμάτωσή τους σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα. Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η χρηματοοικονομική σταθερότητα και ενισχύεται η εμπιστοσύνη του κοινού στο εγχώριο-χρηματοπιστωτικό σύστημα. «... στην περίπτωση εκκαθάρισης του  πιστωτικού ιδρύματος χωρίς την ταυτόχρονη λήψη μέτρων εξυγίανσης, το TΕKE  (Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων) θα κάλυπτε και θα κατέβαλλε μόνον το εγγυημένο-μέρος των καταθέσεων. Τούτο προκύπτει σαφώς, αν ληφθεί υπόψη ότι το σύνολο των καταθέσεων, στις 31.12.2011, ανερχόταν στο ποσόν των ?15,7 δις, το δε εγγυημένο από το ΤΕΚΕ μέρος των καταθέσεων είναι ?14,3 δις και αποτελεί το 91% του συνόλου αυτών. Επομένως, χωρίς τη λήψη περαιτέρω μέτρων, θα απολεσθούν καταθέσεις ύψους περίπου ? 1,4 δις,... Περαιτέρω η απώλεια των διατραπεζικών τοποθετήσεων στην  υπό εκκαθάριση τράπεζα, οι οποίες ανέρχονταν την 31.5.2012 στο  ποσό των ? 387 εκ., εκτιμάται ότι θα κλόνιζε τη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τέλος, η «ΑΤΕ» έχει αντλήσει από το Ευρωσύστημα και κεφάλαια ύψους 6,3 δις ευρώ, για την ικανοποίηση των αναγκών της σε ρευστότητα... Η μη μεταβίβαση του εν λόγω στοιχείου σε ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα, θα είχε ως συνέπεια την επιβάρυνση του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς έχει εγγυηθεί τις πιστώσεις που έχει παράσχει η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο του ... ELA. Επιπρόσθετα, ανάκληση της άδειας  της ATE χωρίς την ταυτόχρονη εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης,... θα είχε ... αρνητικές συνέπειες : Στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της χώρας, λόγω του μεγέθους της  «ΑΤΕ», της έκτασης και του είδους των παρεχόμενων από αυτήν υπηρεσιών καθώς και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του πελατολογίου της, σε θυγατρικές εταιρείες και σε συμμετοχές του Ομίλου της «ΑΤΕ» στην Ελλάδα και το εξωτερικό - καθώς θα δημιουργούσε κλίμα ανησυχίας τόσο σε πελάτες όσο και στους μετόχους των θυγατρικών/ συμμετοχών της...»  Η μονάδα, σύμφωνα με το εν λόγω εισηγητικό σημείωμα,  αξιολόγησε ενδελεχώς τα δυνάμενα να επιβληθούν μέτρα εξυγίανσης. Η επιλογή της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 63Δ Ν. 3601/2007, κρίθηκε ως η προσφορότερη λύση για τους ακόλουθους λόγους: Πρώτον, διότι αποτελούσε μόνιμη λύση σε σύγκριση με την ίδρυση μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, αφού στην πρώτη περίπτωση οι εργασίες του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνονται απευθείας από το ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα, ενώ στην δεύτερη περίπτωση το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα θα παρέχει (υπό τον έλεγχο του Τ.Χ.Σ., το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 63Ε Ν. 3601/2007 είναι και ο μοναδικός μέτοχος) προσωρινά μόνον υπηρεσίες, καθώς θα πρέπει να εξευρεθεί αγοραστής για το μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά τα ειδικώς προβλεπόμενα  στο ανωτέρω άρθρο. Δεύτερον, δεν απαιτείτο άμεσα δραστική μείωση προσωπικού και δικτύου. Στην περίπτωση ίδρυσης μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος, αυτό θα αναγκαζόταν να ακολουθήσει ένα δραστικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης (με άμεση μείωση προσωπικού, καταστημάτων, κλπ), το οποίο αναπόφευκτα θα δημιουργούσε αναταραχή και αρνητικές επιπτώσεις.  Τρίτον, επιταχύνει την προσαρμογή της εταιρικής νοοτροπίας, υπό την έννοια  της λήψης αποφάσεων με βάση χρηματοοικονομικά κριτήρια, και την αναδιάρθρωση των προς μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, σε συνδυασμό με την εξάλειψη των χρόνιων προβλημάτων και δυσλειτουργιών που συνετέλεσαν στην επιδείνωση της κατάστασης στην τράπεζα. Τέταρτον, η εκδήλωση ενδιαφέροντος από ιδιώτη επενδυτή για την απόκτηση της μεταβατικής τράπεζας ήταν εξαιρετικά αμφίβολη, σε περίπτωση μάλιστα όπου ήθελε προκριθεί η λύση αυτή, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη επιλογή δεν προσέφερε λύση στα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η ΑΤΕ. Πέμπτον, συνεπαγόταν μικρότερο κόστος εξυγίανσης για το Τ.Χ.Σ., λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα μελλοντικής κερδοφορίας του αναδόχου λόγω συνεργειών, και εν τέλει αντίστοιχη δημόσια ωφέλεια, καθώς το ΕΔ, ως βασικός μέτοχος του αναδόχου (μέσω του ΤΧΣ), θα μπορέσει να ανακτήσει ταχύτερα τα κεφάλαια που έχει χορηγήσει στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης. Έκτον, το κόστος εξυγίανσης, και ειδικότερα το ποσό που θα απαιτηθεί για την κάλυψη του ελάχιστου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (capital injection) εκτιμάται ότι θα μπορούσε να είναι χαμηλότερο στην περίπτωση της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα, σε σύγκριση με την ίδρυση μεταβατικής τράπεζας, καθώς στην τελευταία περίπτωση δεν υπάρχουν οι συνέργειες κόστους ή εσόδων, που δημιουργούνται λόγω της συμπληρωματικότητας στοιχείων ενεργητικού του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος και του αναδόχου. Ειδικότερα, με την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων από ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα και την ενσωμάτωσή τους σε αυτό, θα επιτευχθούν οφέλη (ήτοι συνέργειες) που προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από τη μείωση του λειτουργικού κόστους λόγω συγχώνευσης του δικτύου καταστημάτων, καθώς και από την αύξηση των εσόδων λόγω της ενίσχυσης της διαπραγματευτικής ικανότητας του πιστωτικού ιδρύματος με τη νέα του μορφή. Κατόπιν των ανωτέρω, η Μονάδα εισηγήθηκε να εφαρμοστεί το άρθρο 63Δ του ν. 3601/2007, όπως ισχύει και να πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, όπως αυτά αναφέρονται αναλυτικά στο συνημμένο Παράρτημα 1. Με την από 27.7.2012 προσφορά της, η ήδη παρεμβαίνουσα «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.» (ανάδοχος) αναφέρει ότι η εν λόγω πρόταση: α) θα ενισχύσει την θέση στην αγορά της αναδόχου, β) θα δημιουργήσει σημαντικές συνέργειες ως προς το λειτουργικό κόστος, την τιμολόγηση των καταθέσεων και τα έσοδα από την σταυροειδή πώληση προϊόντων στους πελάτες του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος, γ) θα βελτιώσει την μακροχρόνια βιωσιμότητα της και δ)θα έχει και άλλα οφέλη από τη διασπορά του χαρτοφυλακίου. Ως προς τις θυγατρικές εταιρείες του υπό εξυγίανση π.ι., η «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.» πρότεινε: ί) τη μεταβίβαση σε αυτήν της «ΑΤΕ Ασφαλιστικής» με μηδενική αξία, δεδομένου ότι έχει αρνητική καθαρή θέση και η τελική της καθαρή θέση θα προσδιοριστεί με αποτίμηση που θα διενεργηθεί εντός τριμήνου από ορκωτό ελεγκτή, ο οποίος θα οριστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, κατ' εφαρμογή του άρθρου 63Δ παρ. 4 του ν. 3601/2007. Το τελικό ποσό της αρνητικής καθαρής θέσης που θα προσδιοριστεί από την ανωτέρω αποτίμηση θα αυξήσει ισόποσα και το ποσό της διαφοράς αξίας μεταξύ μεταβιβαζόμενων στοιχείων παθητικού και ενεργητικού. Αντίστοιχα, όλα τα έσοδα (μετά από φόρους και έξοδα συναλλαγής) από ενδεχόμενη πώληση της ως άνω εταιρείας μέχρι 31.12.2013 θα περιέλθουν στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ii) την απόκτηση των θυγατρικών «ATEbank Romania» και «ΑΤΕ ΑΕΔΑΚ» και εν συνεχεία τη συγχώνευσή τους με τις αντίστοιχες θυγατρικές της, iii) την απόκτηση των συμμετοχών στα πιστωτικά ιδρύματα «FBB» και «ΑΙΚ Banka A.D.», με εμφάνιση αυτών στα στοιχεία διακρατούμενα για πώληση, τα οποία στη συνέχεια θα πωλήσει σε τρίτους. Επίσης, η ήδη παρεμβαίνουσα πρότεινε την πρόσληψη του συνόλου του προσωπικού, με εξαίρεση όσων εργαζομένων θα επιλέξει ο ειδικός εκκαθαριστής να παραμείνουν στο -υπό εκκαθάριση πλέον- νομικό πρόσωπο της ΑΤΕ και όσων εργαζομένων συμπληρώνουν προϋποθέσεις συνταξιοδότησης μέχρι 31.12.2012 και αποδέχτηκε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που προτείνει η ΤτΕ. Στην εν λόγω πρόταση, πρότεινε σχέδιο ενσωμάτωσης, το οποίο αναφέρει την ενσωμάτωση του συνόλου των προς μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και των λειτουργιών του υπό εξυγίανση π.ι. εντός έτους από την ημερομηνία εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης. Τέλος, για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων της ΑΤΕ, η «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.» προσέφερε ως αντάλλαγμα ποσό ευρώ ενενήντα πέντε εκατομμυρίων (? 95 εκατ.). Η καθʼ ης ΤτΕ αξιολόγησε την προσφορά που υπεβλήθη από την «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.» ως θετική, λαμβανομένων υπόψη των εξής: α) η υποβληθείσα πρόταση μειώνει το κόστος εξυγίανσης κατά το ποσό του ανταλλάγματος που πρότεινε το εν λόγω π.ι.,  β) η πρόταση που υπεβλήθη περιείχε πλάνο για την ομαλή ενσωμάτωση των προς μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων στο ανάδοχο πιστωτικό ίδρυμα, διασφαλίζοντας έτσι την αποτελεσματική συνέχεια των συναλλαγών του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, γ) εκτιμήθηκε ότι βελτιώνεται η βιωσιμότητα του αναδόχου, και αυξάνεται η πιθανότητα αποπληρωμής της κρατικής ενίσχυσης που αυτός έχει λάβει, λόγω των συνεργειών που θα προκύψουν δ) περιελάμβανε την αποδοχή του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων που,  στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών, η ΤτΕ είχε προτείνει να μεταβιβασθούν, διασφαλίζοντας έτσι τη συνέχεια των κρίσιμων εργασιών του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος. Όπως προκύπτει από το εν λόγω εισηγητικό σημείωμα της ΜΕΠΙ στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών στις οποίες προέβη για την αξιολόγηση των τυχόν προτάσεων από τα ενδιαφερόμενα πιστωτικά ιδρύματα, ανέθεσε στη “Bain & Co”  τη διενέργεια μελέτης (5.7.2012), για την αξιολόγηση των πιθανών συνεργειών και τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του νέου σχήματος που θα προέκυπτε για κάθε ένα πιθανό ανάδοχο, προκειμένου να αξιολογηθεί και η δυνατότητα αποπληρωμής της κρατικής Ενίσχυσης. Σύμφωνα με την μελέτη αυτή, η ενσωμάτωση των επιλεγμένων περιουσιακών στοιχείων της «ΑΤΕ» στην «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.» θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα του νέου σχήματος στους ακόλουθους τομείς: Θα ενδυναμώσει την παρουσία της «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.» στην Ελλάδα, η οποία πλέον θα διαθέτει μεγαλύτερο δίκτυο υποκαταστημάτων και θα έχει τη δυνατότητα αξιοποίησης δύο αναγνωρίσιμων εμπορικών σημάτων, θα βελτιώσει τη ρευστότητά της και θα βελτιώσει την κερδοφορία της, όπου υπάρχουν συνέργειες σχετικά με τη μείωση του δικτύου υποκαταστημάτων και τη μείωση του κόστους κεντρικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών (δίκτυο υποκαταστημάτων, headquarters/back office). Σε κάθε περίπτωση το  Ελληνικό  Δημόσιο,  λόγω της ανακεφαλαιοποίησης της Τράπεζας Πειραιώς μέσω του ΤΧΣ, αναμένεται να είναι βασικός μέτοχος και ως εκ τούτου αποδέκτης των ωφελειών που θα προκύψουν από τη λειτουργία του νέου σχήματος. Οι πιθανές συνέργειες κόστους σύμφωνα με την ως άνω μελέτη, εκτιμώνται περίπου στο ποσόν των 120 έως 170 εκατ. ευρώ για τα τρία πρώτα χρόνια, το οποίο αποτελεί το 31% με 43% του συνολικού εκτιμώμενου κόστους λειτουργίας της ΑΤΕ για το 2012. Η εν λόγω ωφέλεια στο κόστος εκτιμάται ότι θα προκύψει ισόποσα από τη βελτίωση του κόστους για το δίκτυο και τη βελτίωση του κόστους των κεντρικών υπηρεσιών. Επίσης, η εν λόγω μελέτη αναφέρει ότι υπάρχουν πιθανά πρόσθετα οφέλη από την πλευρά των εσόδων, από τον εξορθολογισμό του δικτύου και τις δυνατότητες αναδιάρθρωσης κυρίως της «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.». Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η ΕΜΕ με την συν4/27.7.2012/θέμα 1ο απόφασή της, και ήδη προσβαλλόμενη, κατακύρωσε τα περιουσιακά στοιχεία, όπως αναφέρονται στο Παράρτημα αυτής, στην παρεμβαίνουσα «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.» και αποφάσισε όπως υποχρεώσει τον ειδικό εκκαθαριστή του σε ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.» στην παραχρήμα μεταβίβαση των στοιχείων αυτών στην παρεμβαίνουσα τράπεζα. Ειδικότερα, στην παρ. 2 του Παραρτήματος της ως άνω απόφασης ΕΜΕ ορίστηκε ότι: «2. Δεν μεταβιβάζονται στην «Πειραιώς» τα περιουσιακά στοιχεία (ενεργητικό, παθητικό και έννομες σχέσεις από συμβάσεις) που περιγράφονται αμέσως παρακάτω υπό τα στοιχεία α' έως και ιστ' (μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία). Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία διατηρούνται υπό τη δικαιοκτησία (ενεργητικό) της «Αγροτική» ή συνεχίζουν να βαρύνουν (παθητικό) την «Αγροτική». Εφόσον στα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία περιλαμβάνονται συμβατικές σχέσεις, σ' αυτές συμβαλλόμενη παραμένει η «Αγροτική». Τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία είναι τα ακόλουθα: α) οι έννομες σχέσεις της «Αγροτική» με τρίτους που πηγάζουν ή σχετίζονται με συμβάσεις εργασίας που έχει καταρτίσει η «Αγροτική»... ζ) Όλες οι αξιώσεις και υποχρεώσεις της «Αγροτική» έναντι τρίτων, περιλαμβανομένων και των υπαλλήλων της «Αγροτική», για καταβολή αποζημίωσης από οποιαδήποτε (συμβατική ή εξωσυμβατική) αιτία, για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και για απόδοση αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον συνδέονται με τα μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία... ι) Οι υποχρεώσεις που κατά το νόμο ικανοποιούνται από το προϊόν της εκκαθάρισης της «Αγροτική». Στη συνέχεια, με την ομοίως προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΜΕ συν.4/ 27.7.2012 /θέμα 2ο, καθορίστηκε η διαφορά αξίας μεταξύ των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού στο ποσό των έξι δισεκατομμυρίων εξακοσίων εβδομήντα πέντε εκατομμυρίων οκτακοσίων ενενήντα χιλιάδων ευρώ (? 6.675.890.000), το σύνολο της οποίας θα καταβάλει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην παρεμβαίνουσα Τράπεζα Πειραιώς. Ειδικότερα, σύμφωνα με το από 27.7.2012 εισηγητικό σημείωμα της ΜΕΠΙ, που ελήφθη υπόψη από την ΕΜΕ για τον καθορισμό της διαφοράς κατά τα ανωτέρω, η ΜΕΠΙ προέβη σε προσωρινή αποτίμηση, σύμφωνα με το άρθρο 63Δ παρ. 4 του ν. 3601/2007 (η εύλογη αξία των περιουσιακών αυτών στοιχείων θα προσδιοριζόταν οριστικά μετά την υποβολή έκθεσης αποτίμησης των νόμιμων ελεγκτών που θα ορίζονταν για το σκοπό αυτό βάσει της ανωτέρω διάταξης). Η προσωρινή αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού πραγματοποιήθηκε με βάση τις ακόλουθες παραδοχές: α) για τα στοιχεία Ταμείο - Διαθέσιμα στην Κεντρική Τράπεζα και τις απαιτήσεις από πιστωτικά ιδρύματα λήφθηκε υπόψη η λογιστική αξία αυτών,  β) για το χαρτοφυλάκιο δανείων, πραγματοποιήθηκε απομείωση της ονομαστικής αξίας αυτού, με τον σχηματισμό  επιπλέον προβλέψεων ποσού ? 1.270.720.000, γ) το χαρτοφυλάκιο Ομολόγων και Εντόκων Ελληνικού Δημοσίου αποτιμήθηκε σε τιμές αγοράς (mark to market) κατά την 25/7/2012, εκτός από το Ομόλογο Ελληνικού Δημοσίου με ISIN GR0514017145 το οποίο αποτιμήθηκε στην λογιστική αξία του την 31η Μαΐου 2012, δ) το χαρτοφυλάκιο λοιπών τίτλων σύμφωνα με τη λογιστική αξία αυτών ε) για τα πάγια στοιχεία και τα λοιπά στοιχεία ενεργητικού προς μεταβίβαση λήφθηκε υπόψη η λογιστική αξία αυτών, στ) για την αποτίμηση της αξίας των συμμετοχών στις θυγατρικές της εταιρείες «ΑΤΕ ΑΕΔΑΚ», «FBB - Πρώτη Επιχειρηματική Τράπεζα Α.Ε.», «ΑΙΚ BANCA», «ΑΤΕ BANK ROMANIA», «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕΕΓΑ», ελήφθη υπόψη η από 23.3.2012 έκθεση εκτίμησης της οικονομικής θέσης της τράπεζας της 31.12.2011 που διενεργήθηκε από κοινού από τις ελεγκτικές εταιρείες "Ernst & Young" και "Grant Thornton". Για την αποτίμηση των στοιχείων του παθητικού λήφθηκε υπόψη: α) η  ονομαστική αξία των καταθέσεων, όπως προσδιοριζόταν στην οικεία ημερήσια εποπτική αναφορά της 25/7/2012, β) η ονομαστική αξία της έκτακτης χρηματοδότησης (ELA) από την Τράπεζα της Ελλάδος την 25/7/2012 και γ) η ονομαστική αξία των λοιπών προς μεταβίβαση στοιχείων παθητικού. Επιπλέον, θεωρήθηκε μηδενική η αξία των  άυλων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία δεν είναι καταχωρημένα στα βιβλία και αφορούν, αλλά δεν περιορίζονται, στις λειτουργίες, την πελατειακή βάση, το δίκτυο υπηρεσιακών μονάδων, την τεχνογνωσία και τους διακριτικούς τίτλους και τα εμπορικά σήματα, καθώς δεν μπορούσε να εκτιμηθεί η αξία τους λόγω των γεγονότων στο πιστωτικό ίδρυμα. Με βάση τα ανωτέρω, η αξία των αναφερομένων προς μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων εκτιμήθηκε σε: αξία ενεργητικού 14.721.270.000 ?, αξία παθητικού 21.397.160.000 ?, και το ποσό της διαφοράς σε ? 6.675.890.000, που όπως προβλέπεται από το άρθρο 63Δ παρ. 13 του ν. 3601/2007 σε συνδυασμό με το άρθρο 9 παρ. 15 του ν. 4051/2012, όπως ισχύει, θα καλυφθεί από το ΤΧΣ. Κατόπιν των ανωτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΜΕ συν.4/27.7.2012/θέμα 3ο καθορίστηκε το αντάλλαγμα που θα κατέβαλε η παρεμβαίνουσα Τράπεζα Πειραιώς στο υπό ειδική εκκαθάριση π.ι. ΑΤΕ για την μεταβίβαση των καθορισθέντων περιουσιακών στοιχείων στο ποσό των 95.000.000 ευρώ, κατʼ αποδοχή της σχετικής πρότασης της Τράπεζας Πειραιώς. Οι ανωτέρω προσβαλλόμενες αποφάσεις της ΕΠΑΘ και της ΕΜΕ δημοσιεύθηκαν αυθημερόν στα ΦΕΚ Β΄ 2208 και 2209/2012.  Εν συνεχεία, με την τελευταία προσβαλλόμενη 35563/Β1213/8.8.2012 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 2317) ρυθμίσθηκε το ζήτημα της καταβολής αποζημιώσεων στο προσωπικό της υπό εκκαθάριση ΑΤΕ, με τον καθορισμό  ανώτατου ύψους αποζημίωσης ανά δικαιούχο από απαιτήσεις του άρθρου  154 γ του Πτωχευτικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή, κατʼ εξουσιοδότηση του άρθρου 13Α παρ. 4 του ν. 3746/2009 (όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 10 παρ. 19 του ν. 4051/2012), ορίστηκε το 50% ως ανώτατο όριο ύψους αποζημίωσης ανά δικαιούχο. Δηλαδή, με την απόφαση αυτή περιορίστηκε στο 50% η προνομιακή ικανοποίηση (σύμφωνα με τα γενικά προνόμια στη τρίτη θέση του πίνακα διανομής του προϊόντος εκκαθάρισης) των απαιτήσεων είτε από παροχή εξαρτημένης εργασίας, είτε από αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες διαφορετικά θα ικανοποιούνταν στο σύνολό τους. Μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως εκδόθηκαν από την ΤτΕ δύο ακόμα σχετικές αποφάσεις: Με την απόφαση ΕΜΕ συν.8/24.1.2013/θέμα 1ο μεταβιβάστηκαν περαιτέρω περιουσιακά στοιχεία από την υπό εκκαθάριση ΑΤΕ στην παρεμβαίνουσα τράπεζα Πειραιώς και αναπροσαρμόσθηκε η προσωρινή εκτίμηση της διαφοράς αξίας μεταξύ των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού κατά 115.170.000 ευρώ. Με την συν.9/28.1.2013/θέμα 1ο απόφαση της ΕΜΕ «Οριστικός καθορισμός της διαφοράς αξίας μεταξύ στοιχείων παθητικού και στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν από το υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» με τις αποφάσεις ΕΜΕ 4/1/27.7.2012 και 8/1/24.1.2013» (ΦΕΚ Βʼ 131) καθορίσθηκε οριστικά η διαφορά μεταξύ της αξίας των μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων στο ποσό των ? 7.470.717.000. Η εν λόγω οριστικοποίηση πραγματοποιήθηκε λαμβάνοντας υπόψη την από 25.1.2013 έκθεση αποτίμηση και την από 28.1.2013 συμπληρωματική έκθεση αποτίμησης που διενεργήθηκαν από την εταιρεία «Grant Thornton Ανώνυμη Εταιρεία Ορκωτών Ελεγκτών και Συμβούλων Επιχειρήσεων». Σύμφωνα με τις εν λόγω εκθέσεις η αξία των μεταβιβασθέντων στοιχείων παθητικού ανέρχεται σε ? 21.645.111.000 και η αξία των μεταβιβασθέντων στοιχείων ενεργητικού ανέρχεται σε 14.174.394.000.

 

19. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση  προβάλλεται, κατʼ αρχήν, ότι πάσχει, λόγω πλημμελούς αιτιολογίας, η πρώτη προσβαλλόμενη συν46/27.7.2012 απόφαση ΕΠΑΘ, με την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ΑΤΕ και τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση. Κατά τους αιτούντες, η πράξη ανακλήσεως στηρίζεται σε αόριστες, γενικόλογες και ατεκμηρίωτες παραδοχές, ιδίως όσον αφορά την επικαλούμενη έλλειψη βιωσιμότητας και την αδυναμία ρευστότητας της «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.». Με το λόγο αυτό στρέφονται παραδεκτώς και κατά της συμπροσβαλλόμενης αποφάσεως 36/19.4.2012/θέμα 8ο ΕΠΑΘ, με την οποία η ΑΤΕ κρίθηκε μη βιώσιμη, απορριπτόμενων ως αβασίμων των ισχυρισμών της καθʼ ης ΤτΕ περί τεκμηρίου νομιμότητας αυτής λόγω μη προσβολής. Προς επίρρωση του ισχυρισμού τους αναφέρονται στο στοιχείο ι.β) του προοιμίου της αποφάσεως, το οποίο σύμφωνα με τους αιτούντες δεν αναφέρει από ποιόν και πότε έγινε εκ νέου έρευνα περί μη βιωσιμότητας ώστε να διαπιστωθεί εάν οι παραδοχές της ΕΠΑΘ του Απριλίου παρέμειναν αμετάβλητες ή όχι τον Ιούλιο, ούτε εάν έγινε επαναξιολόγηση των δεδομένων και πού αποτυπώθηκαν τα πορίσματα της έρευνας αυτής. Επίσης υποστηρίζουν ότι παντελώς αναιτιολόγητα και άνευ τεκμηριώσεως γίνεται λόγος «για επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση της Αγροτικής Τράπεζας» στην προσβαλλόμενη απόφαση ανάκλησης της άδειας. Ισχυρίζονται ακόμα ότι αορίστως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη ότι έχει καταστεί ανέφικτη η πρόσβαση στην παροχή ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με πράξεις νομισματική πολιτικής, όπως και η παροχή έκτακτης ρευστότητας από την Τράπεζα της Ελλάδος και ότι ελλείπει και κάθε εναλλακτική πηγή ρευστότητας. 

 

20. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου και ιδιαίτερα στα από 19.4.2012 και 27.7.2012 εισηγητικά σημειώματα προς την ΕΠΑΘ, και τα λοιπά στοιχεία που επικαλούνται οι προσβαλλόμενες πράξεις στο προοίμιο τους και συμπληρώνουν την αιτιολογία αυτών, όπως αυτά παρατέθηκαν αναλυτικά στο ιστορικό ανωτέρω (σκέψη 18), συνάγεται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις περί μη βιωσιμότητας της ΑΤΕ και ανάκλησης της άδειας λειτουργίας είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένες.  Ειδικότερα, μέχρι και την ανάκληση της άδειας είχαν διαπιστωθεί προβλήματα στη λειτουργία της ΑΤΕ και είχε ζητηθεί επανειλημμένα η εξεύρεση λύσεως όσον αφορά το ζήτημα του κεφαλαιακού ελλείμματος. Επίσης είχαν διενεργηθεί πολλοί επιτόπιοι ειδικοί έλεγχοι και είχαν συνταχθεί Πορίσματα Ελέγχου, η δε ΤτΕ είχε κατʼ επανάληψη επισημάνει όλα τα προβλήματα λειτουργίας της Τράπεζας, με έμφαση διαχρονικά στην κεφαλαιακή ανεπάρκεια και έλλειψη ρευστότητάς της. Όπως ρητά διαλαμβάνεται στην ανωτέρω εισήγηση της υπηρεσίας για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος, αλλά και προκύπτει από το φάκελο της υποθέσεως, καθʼ όλη τη διάρκεια του 2011, τα Ίδια Κεφάλαια της Τράπεζας υπολείπονταν των απαιτούμενων κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του ελάχιστου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (8%), ενώ διαμορφώθηκαν σε αρνητικά επίπεδα λόγω της ενσωμάτωσης των απομειώσεων του PSI+, διαμορφούμενα σε -3.124 εκ., στις 31.12.2011, με ΔΚΕ -26,26%. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία για την αποκατάσταση του Δ.Κ.Ε. στο 8%, απαιτούνταν  κεφάλαια ύψους ?3.826,26εκ. για την Τράπεζα (και περισσότερα για τον όμιλο, βλ. ανωτέρω ιστορικό). Λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων να τηρούν από 30.9.2012 δείκτη κυρίων βασικών ιδίων κεφαλαίων 9% (ΠΔ/ΤΕ 2654/29.2.2012) τα απαιτούμενα κεφάλαια αυξάνονται σε ?4.156,94 εκ. σε ατομική βάση. Περαιτέρω, η άσκηση βιωσιμότητας της ΑΤΕ κατέδειξε σαφή υστέρηση στην πλειονότητα των εποπτικών κριτηρίων καθώς και στα επιχειρηματικά κριτήρια του λειτουργικού κόστους, παραγωγικότητας και αποδοτικότητας, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες, και να μη μπορεί να στηρίξει ένα βιώσιμο σχέδιο άντλησης κεφαλαίων. Για το λόγο αυτό η ΑΤΕ δεν κρίθηκε ικανή να λάβει κεφαλαιακή ενίσχυση από το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Το γεγονός αυτό (αξιολόγησή της ως μη βιώσιμης) επιδείνωσε την οικονομική της κατάσταση και δημιούργησε έλλειψη ρευστότητας (από το 4ο τρίμηνο 2011, λόγω της ανεπάρκειας των κεφαλαίων της, στερήθηκε της δυνατότητας πρόσβασης στην παροχή ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μετά δε από την αξιολόγησή της ως μη βιώσιμης στερήθηκε και την παροχή έκτακτης ρευστότητας από την ΤτΕ). Περαιτέρω,  από τα ανωτέρω προκύπτει ότι εν προκειμένω η ΤτΕ, ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, αφενός τεκμηριωμένα και αιτιολογημένα αξιολόγησε ως μη βιώσιμη την ΑΤΕ, αφετέρου ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της ΑΤΕ κατʼ εφαρμογήν του άρθρου 8 ν. 3601/2007, έχοντας μάλιστα εξαντλήσει, στα προηγούμενα έτη, τα προληπτικά εποπτικά μέτρα (συστάσεις, πορίσματα ελέγχου, δημιουργία προβλέψεων, απαίτηση για ΑΜΚ). Και τούτο επειδή συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αφενός της περ. iv του στοιχείου α της παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου, σύμφωνα με την οποία η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος όταν αδυνατεί να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του, και αφετέρου του στοιχείου γ΄ της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, όπου προβλέπεται ανάκληση της άδειας του πιστωτικού ιδρύματος όταν αυτό δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια, δεν προσφέρει τα εχέγγυα ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως δεν διασφαλίζει τα επιστρεπτέα κεφάλαια που του έχουν εμπιστευθεί οι πιστωτές του. Εξάλλου ούτε οι αιτούντες επικαλούνται ή προσκομίζουν άλλα στοιχεία που να ανατρέπουν τα δεδομένα που ελήφθησαν υπόψη. Επομένως τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.  Κατά το μέτρο δε που οι αιτιάσεις αυτές πλήττουν την ουσιαστική εκτίμηση των οργάνων της ΤτΕ και την αξιολόγηση από αυτά της οικονομικής καταστάσεως του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, πρέπει να απορριφθούν, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 17, ως απαράδεκτες. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς, κατά την γνώμη του οποίου το Δικαστήριο θα έπρεπε να αναβάλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως και να διατάξει την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, εν όψει της ιδιαιτέρως δυσχερούς τεχνικής φύσεως των τιθεμένων  οικονομικών ζητημάτων, ούτως ώστε να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του αιτιολογημένου η μη των ληφθέντων από τα όργανα της Τραπέζης της Ελλάδος μέτρων.

 

21. Επειδή, ακολούθως, προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις της ΕΜΕ περί εντολής μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, καθορισμού διαφοράς αξίας αυτών και καθορισμού ανταλλάγματος, είναι ακυρωτέες διότι παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της φανερής δράσης της διοίκησης, όπως και την αρχή της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού, οι οποίες ερείδονται τόσο στις διατάξεις του Συντάγματος, όσο και στο ενωσιακό δίκαιο.  Υποστηρίζεται δε συναφώς ότι τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από το ότι η «άτυπη διαδικασία» που ακολουθήθηκε ολοκληρώθηκε μέσα σε μια ημέρα.  Η τελευταία πλημμέλεια δεν αναιρείται, κατά τους αιτούντες, από τη διάταξη του άρθρου 63Δ του ν. 3601/2007 περί «άτυπης και εμπιστευτικής διαδικασίας», και τούτο διότι η διάταξη αυτή χορηγεί τη δυνατότητα στην Τράπεζα της Ελλάδας να μεταβιβάζει μυστικά και εν λευκώ, χωρίς κριτήριο ή έλεγχο, περιουσία ακόμα και δημόσιων τραπεζών σε οποιοδήποτε πρόσωπο. 

 

22. Επειδή, ο λόγος αυτός, όσον αφορά την ολοκλήρωση της διαδικασίας σε μια ημέρα, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αλλά και ως ουσία αβάσιμος. Και τούτο διότι  από το ιστορικό που παρατίθεται ανωτέρω προκύπτει ότι η όλη διαδικασία για την εξεύρεση πιθανού αναδόχου είχε ξεκινήσει από τις 2.7.2012, σε αυτήν κλήθηκαν όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είχαν χαρακτηρισθεί ως «συστημικά» και είχαν ανακεφαλαιοποιηθεί από το ΤΧΣ, ήταν δε ικανά λόγω μεγέθους να αποκτήσουν τα προς μεταβίβαση στοιχεία της ΑΤΕ, ενώ η διαδικασία ήταν ανοικτή και για ενδιαφερόμενα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα. Επομένως, είχε χορηγηθεί επαρκής χρόνος στους μετέχοντες να αξιολογήσουν, να διαπραγματευθούν και να υποβάλλουν προσφορές, αβασίμως δε υποστηρίζεται και ότι παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Εκείνο που όντως ολοκληρώθηκε σε συντομότατο χρόνο ήταν η αξιολόγηση της μοναδικής (κατόπιν απόσυρσης ή μη εκδήλωσης ενδιαφέροντος από πλευράς όλων των λοιπών καταλλήλων πιστωτικών ιδρυμάτων) υποβληθείσας προσφοράς. Τούτο όμως παρίσταται δικαιολογημένο ενόψει της ανάγκης ταχείας διεκπεραίωσης της επίμαχης μεταβίβασης, προκειμένου να μην διασαλευθεί η σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, ούτε να κλονισθεί η εμπιστοσύνη των συναλλασσομένων με την ΑΤΕ ως προς την ασφάλεια των καταθέσεών τους (πρβλ ΕΔΔΑ απόφαση της 24.11.2005 Capital Bank AD κατά Βουλγαρίας, σκ. 136-137, απόφαση 31.7.2008 Druzstevni κατά Τσεχίας, σκ. 91, 93).  Εξ άλλου, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της διαφάνειας, ως εκδήλωση της αρχής της φανερής δράσης της διοίκησης, του ελεύθερου ανταγωνισμού και της οικονομικής ελευθερίας, λόγω της μυστικότητας της διαδικασίας, είναι ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος.   Και τούτο διότι, και με την εκδοχή ακόμη ότι η αρχή της διαφάνειας έχει τόσο ευρύ περιεχόμενο, όσο της αποδίδουν οι αιτούντες, και καταλαμβάνει ενέργειες και διαδικασίες σχετικές με τη λήψη αποφάσεων οικονομικού περιεχομένου, με επιπτώσεις στους συναλλασσομένους και σε ολόκληρη την εθνική οικονομία, ο νομοθέτης προέβη, πάντως, με το επίμαχο άρθρο 63Δ του ν. 3601/2007, σε στάθμιση των αντιτιθέμενων εννόμων αγαθών της διαφάνειας και της αποτελεσματικότητας της διοικητικής δράσης, προς το σκοπό διασφάλισης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και εμπέδωσης της εμπιστοσύνης των συναλλασσομένων προς αυτό. Ενόψει τούτων, και ενόψει της, σύμφυτης με την ασφάλεια των συναλλαγών, υποχρέωσης εμπιστευτικότητας κατά την λήψη αποφάσεων που μπορεί να την επηρεάσουν πέραν του αναμενομένου ή και να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα του υπό λήψη μέτρου, κρίθηκε επιβεβλημένη η υποχώρηση της πρώτης έναντι της δεύτερης. Η υποχώρηση, μάλιστα, αυτή είναι μερική, αφού δεν αφορά τους δυνάμενους να μετάσχουν άμεσα στην διαδικασία οικονομικούς οργανισμούς, οι οποίοι καλούνται στις σχετικές διαβουλεύσεις, όπως συνέβη και εν προκειμένω, αλλά μόνον τρίτα πρόσωπα, μη ευθέως σχετιζόμενα προς την επιχειρούμενη ενέργεια. Η επιβολή δε του ανωτέρω περιορισμού (της μυστικότητας) στην οικονομική ελευθερία, γίνεται χάριν γενικότερου συμφέροντος που αφορά την Εθνική Οικονομία (κατά άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος η προαγωγή της είναι έργο του Κράτους το οποίο λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τον προγραμματισμό  της οικονομικής δραστηριότητας στη Χώρα και την εξασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας).  Η στάθμιση και επιδίωξη αυτή του νομοθέτη καθίσταται σαφής από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4021/2011 και ανάγεται στο γεγονός ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργούντος πιστωτικού ιδρύματος και η επακόλουθη θέση αυτού υπό ειδική εκκαθάριση είναι εύλογο να προξενεί σημαντική αναστάτωση στο ημεδαπό χρηματοπιστωτικό σύστημα, πολλώ δε μάλλον υπό το πρίσμα της σοβούσας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Σταθμίζοντας τα ανωτέρω, καθώς επίσης τις τρέχουσες περιστάσεις, ο νομοθέτης προέκρινε την ανάγκη μυστικής και ταχύτατης ολοκλήρωσης της συγκεκριμένης μορφής εξυγίανσης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ανησυχίες των καταθετών ότι δεν πρόκειται να υποστούν ζημίες, ούτως ώστε να περιορισθεί το ενδεχόμενο της μαζικής απόσυρσης καταθέσεων και αδικαιολόγητων δευτερογενών αρνητικών επιπτώσεων σε υγιείς τράπεζες. Δεν συντρέχει, επομένως, περίπτωση προσβολής  της οικονομικής ελευθερίας των μετόχων και εργαζομένων της Τράπεζας λόγω παραβιάσεως των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού, και μάλιστα ανεξαρτήτως αν οι μέτοχοι και οι εργαζόμενοι της Τράπεζας θα ενομιμοποιούντο να επικαλεσθούν κατά του επίμαχου μέτρου όλες ή ορισμένες από τις αρχές αυτές.

 

23. Επειδή, η συνταγματική προστασία της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), στην οποία περιλαμβάνεται η επαγγελματική ελευθερία τόσο με τη μορφή της επιλογής μιας οικονομικής δραστηριότητας, όσο και με τους όρους άσκησης της, δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη ή, κατʼ εξουσιοδότηση αυτού, στη Διοίκηση, να θεσπίζει, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, περιορισμούς της ελευθερίας αυτής για λόγους δημόσιου συμφέροντος (άλλωστε κατά το άρθρο 106 παρ. 2 του Συντάγματος η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας). Οι περιορισμοί όμως αυτοί δεν επιτρέπεται να φτάνουν μέχρι του σημείου να καθίσταται αδύνατη ή υπερμέτρως δυσχερής η πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωση της επιχείρησης ως οικονομικής μονάδας (Ολομ. ΣτΕ 1210/2010). Περαιτέρω, σύμφωνα  με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος εδάφιο τέταρτο), οι επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί στην οικονομική ελευθερία πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση προς αυτόν. Όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας των μέτρων που θεσπίζονται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, ο νομοθέτης - στον οποίο περιλαμβάνεται και ο κανονιστικός νομοθέτης - διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης, για τον καθορισμό των ρυθμίσεων που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (Σ.τ.Ε. 3031/2008 Ολομ.). Ως πρόσθετη προϋπόθεση για το επιτρεπτό της περιοριστικής επέμβασης στην οικονομική ελευθερία τάσσεται η τήρηση της αρχής της ισότητας (πρβλ. ΣτΕ 748/1975), με την ειδικότερη μορφή της εξασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού (πρβλ. ΣτΕ 3725/1982, 3075/1982). Συνεπώς, εν όψει και των όσων έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, η αρχή της οικονομικής ελευθερίας, όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, επιδέχεται περιορισμούς με νομοθετική ρύθμιση γενικού και αντικειμενικού χαρακτήρα, εφόσον δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η προστασία της εθνικής οικονομίας υπό τη μορφή της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της εμπιστοσύνης των καταθετών/συναλλασσομένων συνιστά τέτοιο λόγο που επιτρέπει περιορισμούς της εν λόγω αρχής, λαμβανομένης υπόψη και της αρχής της αναλογικότητας. Επομένως οι ρυθμίσεις του άρθρου 63Δ του Ν. 3601/2007, δεν παρίστανται απρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημόσιου συμφέροντος και δεν συνιστούν περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας αλλʼ ούτε και της διαφάνειας της κρατικής δράσης, δυσανάλογο, μάλιστα δε προδήλως δυσανάλογο, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο με αυτές σκοπό.

 

24. Επειδή, εξ άλλου, και εξ επόψεως δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως  η αρχή της διαφάνειας δεν είναι ούτε απαρέγκλιτη, ούτε ανεπίδεκτη περιορισμών. Συγκεκριμένα, περιορισμοί των θεμελιωδών ελευθεριών, όπως το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα ή η διαφάνεια της δράσης των οργάνων της Ενώσεως, γίνονται δεκτοί εφόσον δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, μεταξύ άλλων, και σε θέματα που άπτονται οικονομικών δραστηριοτήτων, όπως οι υποθέσεις ανταγωνισμού και η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στις υποθέσεις Τ- 309/97  The Bavarian Lager Company κατά Επιτροπής της 14-10-1999, και Τ-590/2010 Gabi Thesing και Bloomberg Finance L.P. κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης της 29-11-2012). Επομένως,  ο υπό κρίση αποκλεισμός της δημοσιότητας της διαδικασίας δικαιολογείται κατά πρόσφορο τρόπο  λόγω συνδρομής επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος (διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητος και του ελληνικού τραπεζικού συστήματος), ενώ, εξ άλλου, δεν διαπιστώθηκε  διακριτική μεταχείριση, αφού η ΤτΕ παρείχε ίσες ευκαιρίες συμμετοχής σε όλα τα ενδιαφερόμενα κατάλληλα πρόσωπα για την απόκτηση του «υγιούς τμήματος» της ΑΤΕ, απορριπτόμενων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων.  Τέλος, οι επικαλούμενες από τους αιτούντες αποφάσεις του ΔΕΕ σχετικά με την διαφάνεια κατά τις διαγωνιστικές διαδικασίες αφορούν την οδηγία 2004/18/ΕΚ για τη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργου, προμήθειας ή υπηρεσίας, στην προκειμένη όμως περίπτωση η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων συνιστά μέτρο εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος και δεν εντάσσεται στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων, που διέπεται από ειδικούς κανόνες.

 

25. Επειδή, στη συνέχεια, οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι είναι ακυρωτέες οι προσβαλλόμενες αποφάσεις της ΕΜΕ περί εντολής μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, καθορισμού διαφοράς αξίας αυτών και καθορισμού ανταλλάγματος, διότι, κατά παράβαση των διατάξεων του π.δ. 178/2002 που μεταφέρει στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 98/50/ΕΚ, περί αυτοδίκαιης μεταβίβασης εργασιακών σχέσεων και διατήρησης αμετάβλητων των όρων εργασίας των μισθωτών που απασχολούνται στη μεταβιβαζόμενη επιχείρηση, παρέλειψαν να μεταβιβάσουν τις υφιστάμενες, κατά τον κρίσιμο χρόνο (27.7.2012) εργασιακές σχέσεις. Συνέπεια της παράνομης, κατά τους ισχυρισμούς τους, παραλείψεως, ήταν οι έννομες σχέσεις της ΑΤΕ που σχετίζονται με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας να παραμείνουν ως «μη μεταβιβαζόμενα στοιχεία» στην υπό εκκαθάριση ΑΤΕ, η οποία στις 8.8.2012, δια του εκκαθαριστή της, προέβη στην καταγγελία αυτών.  Κατόπιν τούτων, το μεγαλύτερο μέρος των πρώην εργαζομένων της ΑΤΕ υπέγραψε «κατʼ ανάγκην», σύμφωνα με τους αιτούντες, ατομική σύμβαση αορίστου χρόνου με την παρεμβαίνουσα Τράπεζα Πειραιώς, με δυσμενέστερους όρους, χωρίς να αναγνωρίζεται καμία προϋπηρεσία, βαθμός ή θέση η σχετικό επίδομα από αυτά που ελάμβαναν  ως εργαζόμενοι στην ΑΤΕ.  Κατά τους αιτούντες, οι εργαζόμενοι αυτοί παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην παρεμβαίνουσα Τράπεζα, διατηρώντας σε λειτουργία το σύνολο των καταστημάτων που ανήκαν στην ΑΤΕ και μεταβιβάσθηκαν στην παρεμβαίνουσα, συνεχίζοντας την ίδια οικονομική δραστηριότητα και εξυπηρετώντας την ίδια πελατεία. Τα ανωτέρω πληρούν, κατʼ αυτούς, την έννοια της μεταβίβασης τμήματος επιχείρησης σε άλλο εργοδότη, με διατήρηση της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας αυτής. Συναφώς ισχυρίζονται ότι αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας και η παρ. 10 του άρθρου 63Δ του ν. 3601/2007 που ορίζει ότι δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 4 και 5 του π.δ. 178/2002 και δεν μεταφέρονται οι συμβάσεις εργασίας σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων από ένα πιστωτικό ίδρυμα σε άλλο, κατόπιν απόφασης της ΤτΕ.

 

 26. Επειδή, με την Οδηγία 77/187/ΕΟΚ (EE L 61) και την τροποποιητική αυτής 98/50/ΕΚ (ΕΕ L 201) θεσπίστηκαν ρυθμίσεις σχετικές με την προστασία και διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων. Οι συγκεκριμένες Οδηγίες έχουν ήδη αντικατασταθεί από την Οδηγία 2001/23/ΕΚ (ΕΕ L 82), η οποία κατʼ ουσίαν τις κωδικοποίησε. Η μεταφορά των ανωτέρω Οδηγιών στην ελληνική έννομη τάξη έχει πραγματοποιηθεί με το π.δ. 178/2002 (ΦΕΚ Α΄ 162). Ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής των προστατευτικών προβλέψεων της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ στην προκείμενη περίπτωση, το άρθρο 5 αυτής ορίζει ότι: «1. Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο εκχωρητής υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή). 2. Όταν τα άρθρα 3 και 4 εφαρμόζονται σε μεταβίβαση, κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του εκχωρητή (ανεξάρτητα από το εάν η διαδικασία αυτή έχει κινηθεί για την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή), και εφόσον η διαδικασία αυτή τελεί υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, ορισθείς από την εθνική νομοθεσία), ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι: α) υπό την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 1,

οι οφειλές του εκχωρητή, που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από εργασιακές σχέσεις και ήταν πληρωτέες πριν από τη μεταβίβαση ή πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν μεταβιβάζονται στον εκδοχέα, υπό την προϋπόθεση ότι με αυτήν τη διαδικασία παρέχεται, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους, προστασία τουλάχιστον ισοδύναμη προς την προβλεπόμενη για τις περιπτώσεις που διέπονται από την οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, ή/και β) ο εκδοχέας, ο εκχωρητής ή το ή τα πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα εκχωρητή, αφενός, και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, αφετέρου, είναι δυνατό να συμφωνήσουν μεταβολές, στο βαθμό που το επιτρέπει η ισχύουσα νομοθεσία ή πρακτική, των όρων και προϋποθέσεων απασχόλησης των εργαζομένων, προκειμένου να διατηρηθούν οι ευκαιρίες απασχόλησης, μέσω της επιβίωσης της επιχείρησης, ή του τμήματος αυτών... 4. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να αποφευχθεί η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, με σκοπό να στερηθούν οι εργαζόμενοι των δικαιωμάτων που απορρέουν από την παρούσα Οδηγία.». Όμοιο περιεχόμενο είχε και το άρθρο 4 και 4α της Οδηγίας 98/50/ΕΚ, το οποίο θεσπίσθηκε, κατά τη σκέψη 7 του προοιμίου αυτής: «7. ... με σκοπό την επιβίωση των αφερέγγυων επιχειρήσεων, [για τούτο δε] πρέπει να επιτρέπεται ρητά στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών εκκαθάρισης και να επιτρέπονται ορισμένες παρεκκλίσεις από τις γενικές διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας». Εξ άλλου, με το άρθρο 6 του πδ 178/2002 ορίζεται ότι: «1. Τα άρθρα 4 και 5 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο μεταβιβάζων ευρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, όπως η αφερεγγυότητα ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 5 του ν. 2648/1998 (Α΄ 238), η οποία κινήθηκε με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και σύμφωνα με διαδικασίες που διεξάγονται υπό την εποπτεία της, κατά περίπτωση αρμόδιας Αρχής». Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 1 και 2 του Κανονισμού 1346/2000 περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ισχύει, ως διαδικασία αφερεγγυότητας νοείται κάθε  συλλογική διαδικασία  που προϋποθέτει την αφερεγγυότητα του οφειλέτη και συνεπάγεται τη μερική ή ολική πτωχευτική του απαλλοτρίωση και το διορισμό συνδίκου και οδηγεί στην εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, περιλαμβάνει δε και τη διαδικασία που περατώνεται με πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλα μέτρα που τερματίζουν την αφερεγγυότητα του οφειλέτη ή με τερματισμό λόγω ανεπάρκειας ενεργητικού. Ο κανονισμός  1346/2000 (ΕΕ L 160) εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του τις διαδικασίες αφερεγγυότητας που αφορούν τα πιστωτικά ιδρύματα (άρθρο 1 παρ. 2), για τον λόγο δε αυτό, έχει εκδοθεί η Οδηγία 2001/24/ΕΚ (ΕΕ L 125) για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Οδηγίας αυτής, διαδικασίες εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων ορίζονται ως «οι συλλογικές διαδικασίες τις οποίες κινούν και ελέγχουν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές κράτους μέλους με σκοπό τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων υπό την εποπτεία των αρχών αυτών, ακόμη και όταν η διαδικασία αυτή περατώνεται με πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο, ενώ με το άρθρο 12 παρ. 1 συνδέεται ευθέως η έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης με την ανάκληση της άδειας πιστωτικού ιδρύματος. Συνεπώς, από τα ανωτέρω κείμενα των Οδηγιών και του Κανονισμού συνάγεται ότι ο ορισμός της διαδικασίας πτώχευσης ή αφερεγγυότητας του άρθρου 5 παρ. 1 Οδ. 2001/23/ΕΚ ταυτίζεται, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, με τη διαδικασία εκκαθάρισης κατά το άρθρο 2 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ. Κατά συνέπεια, οι εθνικές διαδικασίες εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων του άρθρου 2 της Οδηγίας 2001/24/ΕΚ οφείλουν να αξιολογηθούν ως συνιστώσες διαδικασία πτώχευσης ή άλλη αντίστοιχη διαδικασία αφερεγγυότητας, η οποία έχει κινηθεί με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων τούτου και διεξάγονται υπό την εποπτεία δημόσιας αρχής. Επί των εν λόγω διαδικασιών, επιτρέπεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ να αποκλείουν την εφαρμογή των άρθρων 3 και 4 Οδ. 2001/23/ΕΚ. ’λλωστε η συγκεκριμένη εξαίρεση γινόταν δεκτή και υπό το καθεστώς  της Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, (βλ. αποφάσεις ΔΕΚ υπόθεση 135/83 H.B.M. Abels της 7-2-1985  και 362/1989 Giuseppe dʼ Urso της 25-7-1991).

 

27. Επειδή, από τα ανωτέρω δεδομένα προκύπτει ότι η επίμαχη διαδικασία μεταβίβασης περιουσιακών στοιχειών ενεργητικού και παθητικού, συνοδευόμενη από την ανάκληση της άδειας και τη θέση υπό ειδική εκκαθάριση, αποσκοπεί στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων πιστωτικού ιδρύματος υπό την εποπτεία τόσο της ΤτΕ, όσο και του Πτωχευτικού Δικαστηρίου του άρθρου 4 του Πτωχευτικού Κώδικα. Συνεπώς, αντίθετα με όσα ισχυρίζονται οι αιτούντες, η διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τα ανωτέρω τελεί υπό τον έλεγχο δικαστικής ή άλλης δημόσιας αρχής, όπως προαπαιτεί το άρθρο 5 παρ. 1 Οδ. 2001/23/ΕΚ, και είναι διαδικασία ανάλογη της πτώχευσης, δεδομένου άλλωστε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα δεν δύνανται να κηρυχθούν σε καθεστώς πτώχευσης κατά το άρθρο 68 παρ. 1 στοιχ. αʼ Ν. 3601/2007. ’λλως, και σε κάθε περίπτωση, συνιστά διαδικασία αφερεγγυότητας εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 παρ. 1 Οδ. 2001/23/ΕΚ. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι ότι η επίδικη διαδικασία δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων (βλ. σκ. 23- 26 της προαναφερθείσης αποφάσεως του ΔΕΚ επί της υποθέσεως C-362/1989 Giuseppe dʼ Urso).

 

28. Επειδή, περαιτέρω υποστηρίζεται, με το από 16-1-2013 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις της ΕΜΕ  περί εντολής μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, καθορισμού διαφοράς αξίας αυτών και καθορισμού ανταλλάγματος, παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 108 παρ. 3 της ΣΛΕΕ, καθώς αποτελούν παράνομες κρατικές ενισχύσεις που καταβλήθηκαν χωρίς να κοινοποιηθούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία προηγούμενου ελέγχου του άρθρου 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τους αιτούντες, το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο της ΑΤΕ ανερχόταν σε 1.435.573.329,60 ευρώ, το δε Ελληνικό Δημόσιο κατείχε 89,90% των κοινών ονομαστικών μετοχών. Με τις επίμαχες πράξεις, το Δημόσιο απεκδύεται όλων των δικαιωμάτων του στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία, τα οποία περιέρχονται στην παρεμβαίνουσα Τράπεζα. Επιπλέον, η διαφορά της αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων, που ανέρχεται σε 6.675.890.000 ευρώ, θα καταβληθεί στην παρεμβαίνουσα Τράπεζα από το ΤΧΣ, μοναδικός μέτοχος του οποίου είναι το Ελληνικό Δημόσιο.  Ισχυρίζονται ακόμα ότι το Ελληνικό Δημόσιο όφειλε, σύμφωνα με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, να συμπεριφερθεί ως ιδιώτης πωλητής σε οικονομία αγοράς, επιδιώκοντας τη μεγιστοποίηση των εσόδων του από την επίδικη μεταβίβαση, πράγμα το οποίο αμφισβητούν. Από τις ενέργειες αυτές ενισχύθηκε η ανταγωνιστική θέση της παρεμβαίνουσας, δεδομένου ότι έλαβε κρατικούς πόρους, το υγιές τμήμα της ΑΤΕ, και χρηματοδοτικούς πόρους από το ΤΧΣ, που είναι τουλάχιστον ικανά να ενισχύσουν την ανταγωνιστική της θέση. Τα δε επίδικα μέτρα, δεδομένου ότι τόσο η παρεμβαίνουσα όσο και η ΑΤΕ δραστηριοποιούνται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι δυνατό να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών - μελών. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως αν προβάλλεται με έννομο συμφέρον από μετόχους και εργαζομένους, είναι προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, όπως έχει ήδη κριθεί  (ΣτΕ Ολομ. 2001-2/2010 σκ. 17), ισχυρισμός ότι ρύθμιση που συνεπάγεται την ελάφρυνση πιστωτικών ιδρυμάτων με μετάθεση του κόστους αυτού στο Δημόσιο, συνιστά κρατική ενίσχυση σε πιστωτικά Ιδρύματα, μη συμβατή με την κοινή αγορά, και, ως εκ τούτου, αντιβαίνουσα στο άρθρο 87 παρ. 1 της Συνθήκης ΕΚ,  προϋποθέτει κρίση περί του αν κρατικά μέτρα ενίσχυσης είναι συμβατά ή μη με την κοινή αγορά, που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ασκείται υπό τον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή, τα δε εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί τέτοιου ζητήματος (ΔΕΚ 22.3.1977, C-78/76, Steinike & Weinlig, Συλλ. 1977, σ. 171, σκέψη 9, ΔΕΚ 21.11.1991, C-354/90, Fédération nationale du commerce extérieur des produits alimentaires και Syndicat national des négociants et transformateurs de saumon, Συλλ. 1991, σ. I-5505, σκέψη 14, ΔΕΚ 30.3.2006, C-451/03, Servizi Ausiliari Dottori Commercialisti, σκέψη 71, κ.ά.).

 

29. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών 35563/Β.1213/8.8.2012, με την οποία καθορίσθηκε ως ανώτατο όριο αποζημίωσης ανά δικαιούχο από αξίωση του άρθρου 154 περ. γ΄ του Πτωχευτικού Κώδικα, το 50%, στηρίζεται σε αντισυνταγματική εξουσιοδοτική διάταξη.  Υποστηρίζεται ειδικότερα ότι το άρθρο 13Α παρ. 4 του ν. 3747/2009 αντίκειται στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος υπό διττή έννοια. Αφενός το προς εξουσιοδότηση ρυθμιζόμενο θέμα αφορά το ποσοστό ικανοποίησης αποζημιωτικών αξιώσεων εργαζομένων, που συνδέεται και με το άρθρο 22 του Συντάγματος και επομένως ο σχετικός καθορισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί «ειδικότερο θέμα ή τεχνικό ή λεπτομερειακό» ώστε να ανατεθεί σε άλλο κρατικό όργανο πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας, αφετέρου δε υποστηρίζεται ότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 13Α παρ. 4 δεν είναι ειδική και ορισμένη, καθώς παρέχει ουσιαστικά μια «εν λευκώ» εξουσιοδότηση, χωρίς κανένα κριτήριο ή κατευθυντήρια αρχή, με αποτέλεσμα ο Υπουργός Οικονομικών να καθορίζει κατά την απόλυτη κρίση του το ποσοστό ικανοποίησης των σχετικών αξιώσεων. Σε κάθε περίπτωση, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών θα έπρεπε να στηρίζεται σε επιστημονική μελέτη ή συγκεκριμένα στοιχεία που να τεκμηριώνουν την αναγκαιότητα περιορισμού των σχετικών αξιώσεων κατά 50%. 

 

30. Επειδή,  στο άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι : «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμισθούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Με τη διάταξη αυτή παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Η εξουσιοδοτική, επομένως, διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ευρύτητα της εξουσιοδότησης, εφόσον το περιεχόμενο της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι, στην περίπτωση που παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς ρύθμιση ειδικών θεμάτων, στην περίπτωση δηλαδή του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, φορέας της εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον όμως πρόκειται, μεταξύ άλλων, περί «ειδικότερων» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθʼ ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Οι ανωτέρω ουσιαστικές ρυθμίσεις μπορούν να υπάρχουν τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως (Ολομ ΣτΕ 1210/2010 σκ. 13-14, 235/2012 σκ. 6, 3427/2010 σκ. 11, 941/2008 σκ. 8, 2815/2004 σκ. 6, 4025/1998).

 

31. Επειδή, σύμφωνα με το πλέγμα ρυθμίσεων των ν. 3601/2007 και  3746/2009, που παρατίθεται ανωτέρω,  σε περίπτωση εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος προβλέπεται η υποχρεωτική συμμετοχή του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, το οποίο είτε καλύπτει το χρηματοδοτικό κενό (funding gap) που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της αξίας των στοιχείων του παθητικού και της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού που μεταβιβάζονται από ένα πιστωτικό ίδρυμα σε ένα άλλο κατά την εντολή  μεταβίβασης  (άρθρο 63 Δ) είτε καταβάλλει εξ ολοκλήρου το μετοχικό κεφάλαιο του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 63 Ε.  Για την ως άνω συμμετοχή του, το ΤΕΚΕ έχει αξίωση έναντι του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος και ικανοποιείται προνομιακά, μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των εργαζομένων. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 15 του ν. 4051/2012, για δώδεκα μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (δηλαδή από 29.2.2012 έως 28.2.2013) το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα καταβάλει το ποσό που θα κατέβαλε το ΤΕΚΕ κατά την παράγραφο 13 του άρθρου 63Δ και την παράγραφο 7 του άρθρου 63 Ε του ν. 3601/2007.  Στην περίπτωση αυτή το Ταμείο θα αποκτά την αξίωση και το προνόμιο του ΤΕΚΕ κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 13 Α του ν. 3746/2009. Με την επίμαχη αυτή εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 13 Α του ν. 3746/2009, ορίσθηκε ότι, λόγω της ενεργοποιήσεως του ΤΕΚΕ (ή ανάλογα του ΤΧΣ), η προνομιακή ικανοποίηση των απαιτήσεων των εργαζομένων υπόκειται σε ανώτατο όριο ανά δικαιούχο που θεσπίζεται με απόφαση του υπουργού Οικονομικών. Το τυχόν υπερβάλλον ποσό της απαιτήσεως κάθε δικαιούχου ικανοποιείται μετά το ΤΕΚΕ και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα. Κατʼ επίκληση της ως άνω εξουσιοδοτικής διατάξεως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

32. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η επίμαχη εξουσιοδότηση εγκύρως παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών, δηλαδή σε όργανο της Διοίκησης άλλο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δεδομένου ότι στον νόμο και μάλιστα στο ίδιο άρθρο 13 Α παρ. 4 του ν. 3746/2009 ρυθμίζεται, σε γενικό αλλά πάντως ορισμένο πλαίσιο, το θέμα της προνομιακής αξίωσης του ΤΕΚΕ (στη συνέχεια καθʼ υποκατάσταση αυτού, του ΤΧΣ) έναντι του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος για το ποσό που κατέβαλε στα πλαίσια εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης. Στο ίδιο άρθρο ρυθμίζεται επίσης το θέμα του περιορισμού των απαιτήσεων των εργαζομένων, που ικανοποιούνται προνομιακά, οι οποίες προτάσσονται μάλιστα (κατά το περιοριζόμενο τμήμα) έναντι της αξιώσεως του ΤΕΚΕ. Το περαιτέρω ζήτημα του ακριβούς ποσοστού του περιορισμού αποτελεί ειδικότερο, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, θέμα. Αβασίμως, δε, εν όψει των προεκτεθέντων, προβάλλεται ότι η σχετική εξουσιοδότηση έπρεπε να χορηγηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προς έκδοση προεδρικού διατάγματος και ότι η μη θέσπιση ορίων, εντός των οποίων θα όφειλε να κινηθεί ο κανονιστικός νομοθέτης, καθιστά την εξουσιοδοτική διάταξη γενική και αόριστη.

 

33. Επειδή, και τα περαιτέρω συναφώς προβαλλόμενα ότι ο καθορισμός του περιορισμού των απαιτήσεων λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας με την ΑΤΕ στο ύψος του 50% υπερβαίνει, εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού, τα κατά κοινή πείρα εύλογα όρια και δεν αιτιολογείται  με την σύνταξη σχετικής αναλογιστικής μελέτης  είναι επίσης απορριπτέα ως αβάσιμα. Και τούτο διότι, ενόψει των όσων έχουν εκτεθεί ανωτέρω, η ρύθμιση της προσβαλλομένης υπουργικής  αποφάσεως δεν παρίσταται απρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην διασφάλιση του Δημοσίου για τα ποσά που εισέφερε το ΤΕΚΕ ή το ΤΧΣ  για την κάλυψη του ελλείμματος του ενεργητικού της  μεταβιβάσεως της ΑΤΕ στην Τράπεζα Πειραιώς, αλλά ούτε και δυσανάλογη, ενόψει μάλιστα του ότι με την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 13 Α παρ. 4 του ν. 3746/2009 αντιστρέφεται υπέρ των εργαζομένων η σειρά ικανοποιήσεως των πιστωτών που προβλέπεται στο προπαρατεθέν άρθρο 154 του Πτωχευτικού Κώδικα, αφού οι απαιτήσεις των εργαζομένων από την λύση της σχέσεως εργασίας κατά το περιοριζόμενο ύψος του 50% ικανοποιούνται πρώτες και έπεται η ικανοποίηση της απαιτήσεως του ΤΧΣ, η οποία σε περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του Πτωχευτικού Κώδικα θα ικανοποιείτο πρώτη.

 

34. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της ως αβάσιμη.

 

Διά ταύτα

 

Κηρύσσει την δίκη κατηργημένη ως προς τον έκτο αιτούντα

 

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση, κατά το σκεπτικό

 

Δέχεται τις ασκηθείσες παρεμβάσεις

 

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου

 

Επιβάλλει συμμέτρως στους λοιπούς αιτούντες την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου και της Τραπέζης της Ελλάδος, που ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ για τον καθένα, και των παρεμβαινόντων, που ανέρχεται στο ποσό των εξακοσίων σαράντα (640) ευρώ για την κάθε παρέμβαση

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Σεπτεμβρίου 2013

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                             Η Γραμματέας

 

 

              Αθ. Ράντος                                                 Μ. Παπασαράντη

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2014.

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                             Η Γραμματέας

 

 

          Φ. Αρναούτογλου                                           Μ. Παπασαράντη