ΣτΕ 1965/2017

Έφεση ενώπιον του ΣτΕ - Προϋποθέσεις παραδεκτού έφεσης ενώπιον του ΣτΕ - Εφαρμογή διατάξεων παρ. 3 άρθρου 15 ν. 4446/2016 -.

 

Αντικατάσταση του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/206. Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου Ανωτάτου Δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. ’ρση του απαραδέκτου. Ως ισχυρισμοί αίροντες το απαράδεκτο της έφεσης, νοούνται εκείνοι που αναφέρονται με τρόπο συγκεκριμένο σε κριθέν νομικό ζήτημα, αναγόμενο στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση και η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση της υπόθεσης και όχι απλώς στην ορθή ή μη υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σε εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου. Προθεσμία αίτησης ακυρώσεως.

 

 

 

Αριθμός 1965/2017

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΤΜΗΜΑ Ε΄

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαρτίου 2017, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος, Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου, Χρ. Ντουχάνης, Σύμβουλοι, Χρ. Παπανικολάου, Α. Σκούφαλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Οικονόμου.

 

Για να δικάσει την από 29 Μαρτίου 2012 έφεση:

 

της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΤΤΙΚΟΣ ΗΛΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ - ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ - ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α.Ε.» και με τον διακριτικό τίτλο «ΑΤΤΙΚΟΣ ΗΛΙΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (Αμερικής 19), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Σπυρίδωνα Φλογαΐτη (Α.Μ. 7043), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

 

κατά των: 1) Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και ήδη Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος δεν παρέστη και 2) Δήμου Μαρκοπούλου Μεσογαίας Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (Α.Μ. 25904), που τον διόρισε με απόφαση η Οικονομική του Επιτροπή,

 

και κατά της υπ' αριθ. 393/2011 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων που παρέστησαν δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Χρ. Παπανικολάου.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 1216187, 3239791/2012 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α΄), ζητείται η εξαφάνιση της 393/2011 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως της ήδη εκκαλούσας κατά της 4/9.11.2005 απόφασης της Επιτροπής του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 267/1998. Με την απόφαση αυτήν είχαν γίνει δεκτές ενστάσεις του Δήμου Καλυβίων κατά των 1, 2 και 4/2005 εκθέσεων αυτοψίας αυθαιρέτων κατασκευών του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκοπούλου, που αφορούσαν κατασκευές ανεγερθείσες στο 41ο χιλ. της Λεωφόρου Αθηνών - Σουνίου.

 

 

2. Επειδή, μετά την τροποποίηση του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 283 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87/7.6.2010) με το άρθρο 6 παρ. 13 του ν. 4071/2012 (Α΄ 85/11.4.2012), οι εκκρεμείς δίκες των πρώην Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο πράξεων ή παραλείψεων οργάνων τους, οι οποίες είχαν εκδοθεί ή συντελεστεί πριν από την ισχύ του ν. 3852/2010, κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με την έκδοση οικοδομικών αδειών, τον προέλεγχο αυτών, τον έλεγχο των σχετικών μελετών, καθώς και τον έλεγχο και την επιβολή προστίμων για τις αυθαίρετες κατασκευές σύμφωνα με το π.δ. 267/1998, συνεχίζονται μετά την 11.4.2012 αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση από τους δήμους, οι οποίοι ασκούν τις εν λόγω αρμοδιότητες (πρβλ. ΣτΕ 3757/2014, 865/2014, 4936/2013, 1164/2013). Συνεπώς, η παρούσα δίκη, η οποία έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της νομιμότητας πράξεων που εκδόθηκαν από όργανα της Ν.Α. Ανατολικής Αττικής πριν από τον ν. 3852/2010, κατ’ εφαρμογήν του π.δ. 267/1998 περί ελέγχου των αυθαιρέτων κατασκευών, συνεχίζεται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση από τον Δήμο Μαρκοπούλου - Μεσογαίας, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκονται οι αυθαίρετες κατασκευές. Κατόπιν τούτων, νομίμως παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο Δήμος Μαρκοπούλου - Μεσογαίας.

 

 

3. Επειδή, με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010) προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) το ακόλουθο εδάφιο: “Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου”. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 70 του εν λόγω ν. 3900/2010, “Η ισχύς του παρόντος αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2011 εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις”. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε μετά την τροποποίησή της με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), ως εξής: “Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση”. Ο ν. 4446/2016 δημοσιεύθηκε πριν από τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης στο ακροατήριο, ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 32) και, συνεπώς, η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση (βλ. ΣτΕ 167/2017 επτ.). Κατά την έννοια δε των ανωτέρω διατάξεων, ως ισχυρισμοί αίροντες το απαράδεκτο της έφεσης, νοούνται εκείνοι που αναφέρονται με τρόπο συγκεκριμένο σε κριθέν νομικό ζήτημα, αναγόμενο στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση και η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση της υπόθεσης και όχι απλώς στην ορθή ή μη υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σε εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 1107/2016, 535/2017, 2005/2015 κ.ά.). Εξάλλου, ως αντίθεση σε νομολογιακό προηγούμενο κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης δεν νοείται η αναφερόμενη σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά εκείνη που αφορά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυναμένης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλουμένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (πρβλ. ΣτΕ 1107/2016 κ.ά.).

 

 

4. Επειδή, κατά το εφαρμοζόμενο και επί των ακυρωτικών διαφορών αρμοδιότητας των Διοικητικών Εφετείων άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), η αίτηση ακυρώσεως ασκείται, αν δεν ορίζεται ειδικώς διαφορετικά, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών. Προκειμένου δε για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά ατομικής διοικητικής πράξης μη δημοσιευτέας, η οποία δεν έχει κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο, η προθεσμία αυτή αρχίζει από τότε που αυτός έλαβε πλήρη γνώση της πράξης και του περιεχομένου της. Το συγκεκριμένο δε χρονικό σημείο της κατά τα ανωτέρω πλήρους γνώσης μπορεί να συνάγεται, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων κάθε υπόθεσης (ΣτΕ 535/2017, 157/2017, 2488/2014, 4963/2013, 1056/2012).

 

 

5. Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 46 του π.δ. 18/1989 και απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως της ήδη εκκαλούσας ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, κρίνοντας ότι συνάγεται τεκμήριο γνώσης της προσβαλλόμενης πράξης εκ μέρους της ενόψει: α) του γεγονότος ότι η εν λόγω διαδικασία συντάξεως εκθέσεων ελέγχου, αυτοψίας και κήρυξης αυθαιρέτων κατασκευών, ενστάσεων, η οποία κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης της Επιτροπής του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 267/1998, εχώρησε κατόπιν της υπ’ αριθ. ΣΕΕΔΔ/1692/4.5.2004 αναφοράς - καταγγελίας της εκκαλούσας, β) του ευλόγου ενδιαφέροντος αυτής για την πορεία και την έκβαση της ως άνω διαδικασίας, γ) του γεγονότος ότι παρήλθε ικανός χρόνος από την υποβολή της ανωτέρω αναφοράς μέχρι την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως την 23.3.2007, αλλά και μέχρι την υποβολή της επικαλούμενης από την εκκαλούσα υπ’ αριθ. 330/10.1.2007 αίτησής της, με την οποία ζήτησε να γνωρίσει την πορεία της υπόθεσης.

 

 

6. Επειδή, με το δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης η εκκαλούσα αμφισβητεί την ανωτέρω κρίση. Ειδικότερα, η εκκαλούσα προβάλλει ότι κατά τον διαδραμόντα χρόνο, μεταξύ της κατάθεσης της υπ’ αριθ. πρωτ. ΣΕΕΔΔ/1692/4.5.2004 αναφοράς - καταγγελίας της μέχρι την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, όχλησε επανειλημμένα τις δημόσιες αρχές, υποβάλλοντας πλήθος αιτήσεων προκειμένου αφενός να λάβει γνώση της πορείας της υπόθεσης αφετέρου να επιβληθεί η νομιμότητα στη μισθωθείσα από την ίδια έκταση. Από τα ανωτέρω συνάγεται, κατά την εκκαλούσα, ότι μέχρι την αποστολή σε αυτήν του υπ’ αριθ. 330/5.2.2007 εγγράφου του Τμήματος Πολεοδομίας Μαρκοπούλου Μεσογαίας, το οποίο εκδόθηκε σε απάντηση της υπ’ αριθ. 330/10.1.2007 αίτησής της, αγνοούσε την έκδοση της της προσβληθείσας με την αίτηση ακυρώσεως 4/9.11.2005 απόφασης της Επιτροπής του άρθρου 4 παρ. 4 του π.δ. 267/1998, παρά την έμπρακτη επίδειξη ενδιαφέροντος για την πορεία της υπόθεσης. Η εκκαλούσα προβάλλει, εξάλλου, με το δικόγραφο της έφεσης ότι “δεν υπάρχει απόφαση του Δικαστηρίου ... ή άλλου Δικαστηρίου, με την οποία έχει κριθεί υπόθεση με τα ανωτέρω πραγματικά ή νομικά δεδομένα”. Ο ανωτέρω, όμως, ισχυρισμός ανάγεται στην εκτίμηση διαφόρων πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης εκ μέρους του δικάσαντος Δικαστηρίου και στην υπαγωγή των περιστατικών αυτών στον εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου (άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989) και όχι σε νομικό ζήτημα, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του ν. 3900/2010, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989. Με αυτά τα δεδομένα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 58 παρ. 1 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010. Το απαράδεκτο αυτό δεν μπορεί να θεραπευθεί με βάση τη νεότερη διάταξη του εδ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016, με την επίκληση από την εκκαλούσα, διά υπομνήματος, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αποφάσεων του Δικαστηρίου (ΣτΕ 1678/2015 και 3836/2013), από τις οποίες, κατά τον σχετικό ισχυρισμό, προκύπτει ότι ουσιώδης παράμετρος για τη συναγωγή του τεκμηρίου γνώσης προσβαλλόμενης ατομικής διοικητικής μη δημοσιευτέας πράξης είναι το εύλογο ενδιαφέρον του αιτούντος, προεχόντως, διότι η διάταξη αυτή θεραπεύει το απαράδεκτο που συνδέεται με την παράλειψη επίκλησης, με το εισαγωγικό δικόγραφο, ορισμένης νομολογίας, αντίθετης προς τις κρίσεις της εκκαλουμένης, υπό την προϋπόθεση, πάντως, της προβολής με το εν λόγω δικόγραφο συγκεκριμένου ισχυρισμού περί αντιθέσεως προς την νομολογία, υπό την εκτεθείσα στη δεύτερη σκέψη έννοια, του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 1637/2017, 1019/2017, 167/2017), προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, δεδομένου ότι στο εισαγωγικό δικόγραφο δεν περιεχόταν ισχυρισμός περί αντιθέσεως στη νομολογία. Τούτο, ανεξαρτήτως του ότι και ο συμπληρωματικός ισχυρισμός αφορά ζητήματα υπαγωγής.

 

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

 

Απορρίπτει την κρινόμενη έφεση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου.

 

Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη του Δήμου Μαρκοπούλου - Μεσογαίας Αττικής, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Μαρτίου 2017

 

Ο Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος        Η Γραμματέας

 

Αθ. Ράντος                        Ε. Οικονόμου

 

 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 25 Ιουλίου 2017.

 

Η Πρόεδρος                    Η Γραμματέας

 

του Α΄ Τμήματος Διακοπών

 

Αικ. Σακελλαροπούλου           Κων. Γκιώκα