Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δ.Σ.Α. «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΣτΕ 1728/2018

 

Αρχή ne bis in idem - Λαθρεμπορία καυσίμων - Πολλαπλό τέλος λαθρεμπορίας - «Ποινικές» διαδικασίες από διοικητικά όργανα - Κριτήρια -.

 

Η αρχή του ne bis in idem όπως κατοχυρώνεται στο 7ο πρόσθετο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ και έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ. Κριτήρια Engel. Η επιβολή της προβλεπόμενης από τον τελωνειακό κώδικα για το αδίκημα της λαθρεμπορίας κυρώσεως του πολλαπλού τέλους συνιστά, λόγω της αυστηρότητας και του αποτρεπτικού χαρακτήρα αυτού, «κατηγορία ποινικής φύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 6 ΕΣΔΑ. Η εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής κατά το εθνικό δίκαιο διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κυρώσεως για φορολογική/τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ' ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο διαδικασία προσκρούει στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Βάσιμος αναιρετικός λόγος περί παραβιάσεως της ως άνω διατάξεως.

 

 

Αριθμός 1728/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 

ΤΜΗΜΑ Β'

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 28 Φεβρουαρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Ε. Νίκα, Σ.  Βιτάλη, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Μ. Σκανδάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

 

Για να δικάσει την από 19 Νοεμβρίου 2013 αίτηση:

 

του ... κατοίκου .... ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

 

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 1145/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Νίκα.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως,

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμ. ... ειδικά έντυπα παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από .../2017. δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθ. 1145/2012 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθ. 2865/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς·. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή του ιδίου κατά της υπ' αριθ. … πράξεως του Διευθυντή του Ζ' Τελωνείου Ελεύθερων Τελωνειακών Συγκροτημάτων Πειραιώς, με την οποία επιβλήθηκε εις βάρος του και εις βάρος των … και … ως συνυπαιτίων λαθρεμπορικής παραβάσεως, πολλαπλό τέλος ίσο με το τριπλάσιο των διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων, ήτοι 119.876,70 ευρώ, το οποίο επιμερίσθηκε μεταξύ των τριών ως άνω, που κηρύχθηκαν και αλληλεγγύης υπόχρεοι.

 

3. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α" 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α' 213), ορίζει ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου» [η ως άνω διάταξη επαναλήφθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν.4446/2016 (Α' 240/22.12.2016), που' αντικατέστησε, από 22.12.2016, την παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989]. Περαιτέρω, συμφώνα με την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως επίσης αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ ... Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κ.λπ. χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους, που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας». 

 

4. Επειδή, ειδικότερα, «νομολογία ανωτάτου δικαστηρίου», κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, αποτελεί και απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), ιδίως δε απόφαση του ΕΔΔΑ, με την οποία γίνεται δεκτή προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, βάσει σκεπτικού από το οποίο προκύπτει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ορισμένη ερμηνευτική κρίση του ΕΔΔΑ όσον αφορά διάταξη της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων  του  Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ή προσαρτημένου σε αυτήν Πρωτοκόλλου (βλ. ΣτΕ 175/2018, 3076/2017, 2987/2017 επταμ., 1018/2017, 167-9/2017 7μ.). Εξ άλλου, δοθέντος ότι τέτοια απόφαση του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, υποχρεώνει την Ελληνική Δημοκρατία να λάβει στην έννομη τάξη της τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον η διαπιστωθείσα παράβαση της ΕΣΔΑ σε παρόμοιες περιπτώσεις (πρβλ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 30.6.2009, 32772/02, VgT v. Switzerland (No. 2), σκ. 85 - πρβλ. ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 13.7.2000, 39221/98 και 41963/98, Scozzari & Giunta v. Italy, σκ. 249), η επίκληση αντιθέσεως προς την σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ μπορεί, κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, ερμηνευομένου υπό το φως της ανωτέρω διεθνούς υποχρεώσεως της χώρας κατά το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ, να γίνει, κρτ' εξαίρεση, και με δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως, εφ' όσον η απόφαση του ΕΔΔΑ δημοσιεύθηκε μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, ο θέτων δε το σχετικό νομικό ζήτημα λόγος έχει προβληθεί με το εισαγωγικό δικόγραφο (ΣτΕ 2987/2017 επταμ.).

 

5. Επειδή, εξ άλλου, κατά την έννοια των διατάξεων της ανωτέρω παραγράφου 4 του π.δ. 18/1989, όταν με την ένδικη πράξη της τελωνειακής αρχής επιβλήθηκαν στον  υπαίτιο λαθρεμπορίας όχι μόνο ορισμένο ποσό δασμών, φόρων ή/και πολλαπλών τελών, αλλά επιπλέον αυτός κηρύσσεται, βάσει του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, αλληλεγγύως υπόχρεος για την «καταβολή του συνόλου του ποσού των καταλογισθέντων στους υπαίτιους της λαθρεμπορίας δασμών, φόρων και πολλαπλών τελών, ως ποσό της αναιρετικής διαφοράς λαμβάνεται, κατ' αρχήν, το δεύτερο αυτό ποσό. (ΣτΕ 951/2018).

 

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της (19.11.2013), διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, άγεται ενώπιον του αναιρετικού διαφορά της οποίας το χρηματικό αντικείμενο υπερβαίνει το προβλεπόμενο στην παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 χρηματικό όριο των 40.000 ευρώ δεδομένου ότι το συνολικό ποσό των πολλαπλών τελών για την καταβολή των οποίων κηρύχθηκε αλληλεγγύως υπεύθυνος ο αναιρεσείων, με την επίδικη καταλογιστική ττράξη, υπερβαίνει το ποσό των 40.000 ευρώ (βλ. το υπ' αριθμ. πρωτ. .../2013 σημείωμα του Προϊσταμένου του Δ' Τελωνείου Επίβλεψης Συγκροτημάτων Πειραιώς).

 

7. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 4 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν. 1705/1987 (ΦΕΚ Α' 89) 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ορίζει ότι: «1. Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, για την ενεργοποίηση της προβλεπομένης σε αυτήν απαγορεύσεως (ne bis in idem), απαιτείται κατ' αρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) πρέπει να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κυρώσεων, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι "ποινικές" κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι, βάσει των αποκαλουμένων κριτηρίων Engel, κατ' εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως "ποινικές" και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, εν όψει της φύσεως των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπομένων γι' αυτές διοικητικών κυρώσεων, γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ιδίου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ' ουσίαν παραβατική συμπεριφορά (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ της 30.4.2015, Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδος, της 9.6.2016, Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδος, της 15.11.2016, Α και Β κατά Νορβηγίας, βλ. ΣτΕ 7μελούς 680/2017 σκ. 8, 167-169/2017, 1778/2017, 1992/2016).

 

8. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 2127/1993, με τίτλο «Εναρμόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο του φορολογικού καθεστώτος των πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 48), ορίζεται, ότι «Επιβάλλεται ειδικός φόρος: κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή προϊόντα, στο οινόπνευμα και στα αλκοολούχα ποτά και στα βιομηχανοποιημένα καπνά» και ότι «καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής, κυκλοφορίας και ελέγχου των προϊόντων αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου». Εξ άλλου, στο άρθρο 15 του ως άνω νόμου προβλέπονται περιπτώσεις προορισμού χρήσεως των υποκειμένων στον ειδικό φόρο καταναλώσεως προϊόντων, για τις οποίες παρέχεται απαλλαγή από το φόρο αυτό, στο δε άρθρο 23 προβλέπονται και άλλες,1 ανάλογες, περιπτώσεις απαλλαγής από τον φόρο ειδικώς προκειμένου περί πετρελαιοειδών προϊόντων. Τέλος, στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 67 του ν. 2127/1993 ορίζονται τα εξής: «4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της επομένης παραγράφου, η μη τήρηση των διατυπώσεων του παρόντος νόμου, χαρακτηρίζεται ως απλή τελωνειακή παράβαση κατά τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 89 και επόμενα του Τελωνειακού Κώδικα και επισύρει πρόστιμο μέχρι πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών για κάθε παράβαση ... 5. Η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το νόμο, με σκοπό, τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, χαρακτηρίζονται ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 89 και επόμενα του ν. 1165/1918 «Περί Τελωνειακού Κώδικα» ...». Στα άρθρα 89 και επόμενα του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918, ΦΕΚΑ' 73), στα οποία γίνεται η τελευταία ως άνω παραπομπή, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Στην παράγραφο 2 του άρθρου 89, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 3 του κυρωθέντος με το ν. 1591/1950 (ΦΕΚ Α' 295) α.ν. 1514/1950, (ΦΕΚ Α' 240), ότι «Ως τελωνειακοί παραβάσεις χαρακτηρίζονται επίσης η καθ' οιονδήποτε των εν άρθρω 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουν δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου και αν έτι ήθελε κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας», στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 100, όπως η πρώτη από αυτές τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 2081/1939 (ΦΕΚ Α' 495), ότι «1. Λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων, υποκειμένων είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ' αυτής ,τόπω ή χρόνω και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στέρηση το Δημόσιον των υπ' αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων, εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον. 2. Ως λαθρεμπορία θεωρείται: α) η εις την γενικήν κατανάλωσιν άνευ εγγράφου αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής και πληρωμής του εισαγωγικού δασμού διάθεσις αντικειμένων εισαχθέντων κατά το δασμολόγιον ή δυνάμει νόμου ή συμβάσεως, ατελώς ή επί ηλαττωμένω δασμώ δι' ωρισμένας ειδικός χρήσεις ή η χρησιμοποίησις των αντικειμένων τούτων εις άλλας χρήσεις εκτός των ωρισμένων ειδικών τοιούτων ...», στην παράγραφο 3 του άρθρου 97, όπως η παράγραφος αυτή  προστέθηκε με το άρθρο 4 του ως άνω α.ν. 1514/1950, τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του ν. 495/1976 (ΦΕΚ Α' 337) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2443/1996 (ΦΕΚ Α' 265), ότι «Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παρ. 2 του άρθρου 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου, ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών, επιβάλλεται κατά τας διατάξεις των, άρθρων 100 και επόμενα του παρόντος ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενον ταύτης δασμών και λοιπών φόρων εν συνόλω δια πάντας τους συνυπαιτίους .Για πετρελαιοειδή προϊόντα, αλκοόλη, αλκοολούχα ποτά και βιομηχανοποιημένα καπνά το πολλαπλούν τέλος ανέρχεται στο πενταπλάσιο μέχρι το δεκαπλάσιο των δασμών, φόρων, τελών και δικαιωμάτων που βαρύνουν; αυτά» και στην παράγραφο 5 ταυ αυτού άρθρου 97, ομοίως προστεθείσα με το άρθρο 4 του ν. 1514/1950, ότι «Ο ... Προϊστάμενος του αρμοδίου Τελωνείου, μετά την ενέργειαν διοικητικής ανακρίσεως ... συντάσσει και   εκδίδει, το δυνατόν ταχύτερον, ητιολογημένην πράξιν, δια της οποίας, κατά περίπτωσιν, ή απαλλάσσει ή προσδιορίζει τους κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου υπαιτίους, τον βαθμόν της ευθύνης εκάστου, τους ανήκοντας ή διαφυγόντος δασμούς και λοιπούς φόρους τους βαρύνοντας το αντικείμενον της λαθρεμπορίας και καταλογίζει το κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου πολλαπλούν τέλος, εφ' όσον δε συντρέχει περίπτωσις και τους διαφυγόντος δασμούς και λοιπούς φόρους». Περαιτέρω, στην παρ. 8 του ιδίου άρθρου 97, προστεθείσα με το άρθρο 4 του ν, 1514/1950, ορίζεται ότι «Ουδεμίαν επιρροήν εξασκεί επί των αποφάσεων των Δικαστηρίων η αθωωτική ή καταλογιστική απόφασις των Διοικητικών Δικαστηρίων και Επιτροπών ουδέ τανάπαλιν». Τέλος, το άρθρο. 5 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α' 97), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν αττό την τροποποίηση του με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α' 240), όριζε ότι «Τα δικαστήρια δεσμεύονται ... από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή του δράστη...».

 

9. Επειδή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο  των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ήδη με την απόφαση του της 11,1.2007 εττί της υποθέσεως Μαμιδάκη κατά Ελλάδος (αριθ. προσφυγής 35533/04) είχε καταλήξει -εφαρμόζοντας τα κριτήρια Engel- ότι η επιβολή της προβλεπομένης από τον Τελωνειακό Κώδικα για το αδίκημα της λαθρεμπορίας κυρώσεως του πολλαπλού τέλους συνιστά, λόγω της αυστηρότητας και του αποτρεπτικού χαρακτήρα τούτου, «κατηγορία ποινικής φύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (σκ. 20-21), διαπιστώνοντας παράλληλα ότι η' διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους διεξάγεται με τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από την ποινική διαδικασία που προβλέπεται για τον κολασμό της ιδίας παραβάσεως (σκ. 30) [βλ. και απόφαση της 6.12.2007, Γιαννετάκης Ε. και Σ. Μεταφορική ΕΠΕ κλπ. κατά Ελλάδος, αριθμ. προσφυγής 29829/05, σκ. 18-19]. Εξ άλλου, στις μεταγενέστερες αποφάσεις του της 30.4.2015 επί των προσφυγών, με αριθμούς 3453/12 (Ευ. Καπετάνιος), 42941/12 (Αθ. Νικολόπουλος) και 9028/13 (Ν. Αγγλούπας) και της 9.6.2016 επί της προσφυγής με αριθμό 66602/09 (Χρ. Σισμανίδης και Σιταρίδης), με τις οποίες προσφυγές προεβλήθη ότι στην περίπτωση των προσφευγόντων, στους οποίους είχαν-επιβληθεί πολλαπλά τέλη λαθρεμπορίας, παραβιάσθηκε η αρχή ne bis in idem, εφ' όσον "καταδικάσθηκαν" από τα διοικητικά δικαστήρια για τις προβλεπόμενες από τον Τελωνειακό Κώδικα λαθρεμπορικές παραβάσεις παρά την προηγουμένη αθώωση τους από τα ποινικά δικαστήρια αναφορικά με όμοια πραγματικά περιστατικά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν βρήκε «κανένα λόγο να απομακρυνθεί από τα προαναφερόμενα συμπεράσματα του στην απόφαση Μαμιδάκης, δηλαδή ότι οι εν λόγω κυρώσεις ανήκαν στην ύλη του ποινικού δικαίου» (σκ. 54 της Καπετάνιος και λοιποί, σκ. 33 της Σισμανίδης και Σιταρίδης). Περαιτέρω με τις ανωτέρω αποφάσεις του το ΕΔΔΑ, αφού δέχθηκε ότι τόσο οι ποινικές όσο και οι αντίστοιχες.διοικητικές διαδικασίες αφεώρουν τα ίδια πραγματικά περιστατικά (το στοιχείο αυτό δεν είχε αμφισβητηθεί από την Κυβέρνηση στις παρατηρήσεις της), οι δε προσφεύγοντες είχαν αθωωθεί με αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων που είχαν καταστεί αμετάκλητες, και αφού επεσήμανε ότι το άρθρο 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν απαγορεύει κατά κανόνα την επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής και προστίμου για τα ίδια επίδικα γεγονότα υπό τον όρο ότι τηρείται η αρχή ne bis in idem και ότι, ως εκ τούτου, σε περίπτωση καταστολής της λαθρεμπορίας η αρχή ne bis in idem δεν παραβιάζεται εάν και οι δύο κυρώσεις, στερητική της ελευθερίας και χρηματική, επιβάλλονται στο πλαίσιο μιας ενιαίας δικαστικής διαδικασίας, κατέληξε ότι στις περιπτώσεις των προαναφερθέντων προσφευγόντων υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 του υπ' αριθμ. 7 Προσθέτου Πρωτοκόλλου (βλ. αντίστοιχα, παράγραφοι 75 και 47).

 

10. Επειδή, ακολούθως, το ΕΔΔΑ με την από 15.11.2016 απόφαση της ευρείας συνθέσεως του επί των προσφυγών.με αριθμούς 24130/11 και 29758/11 (Α και Β κατά Νορβηγίας) ενέμεινε στην εφαρμογή των κριτηρίων Engel, στο πλαίσιο του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, όσον αφορά την εκτίμηση του "ποινικού" χαρακτήρα της διοικητικής διαδικασίας (ή δίκης) περί επιβολής διοικητικών χρηματικών κυρώσεων για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας και, περαιτέρω επιβεβαίωσε την "ποινική" φύση τέτοιων κυρώσεων, που ανέρχονται σε σημαντικό ποσό (αρκετών χιλιάδων ευρώ) και προβλέπονται ως ποσοστό των διαφυγόντων φόρων, όπως το επίμαχο εν προκειμένω πολλαπλό τέλος που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα. Περαιτέρω, κατ' επίκληση προγενέστερης νομολογίας του (βλ. τις ανωτέρω αναφερθείσες ελληνικές υποθέσεις), την οποία αποσαφήνισε και εμπλούτισε, έκρινε ότι το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει την διπλή, ποινική και διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο), διαδικασία επιβολής-κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, εάν οι δύο. διαδικασίες συνδέονται αρκούντως στενά μεταξύ τους, τόσο κατ' ουσίαν όσο και κατά χρόνον, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, καθ' όσον εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς μι αντιμετωπίζουν διαφορετικές όψεις/πτυχές της παραβάσεως και, μάλιστα κατά τρόπο προβλέψιμο και χωρίς να επιβάλλεται δυσανάλογο βάρος στον καθ' ού θεώρησε δε ότι τα κριτήρια που λαμβάνονται υπ' όψη για να εξεταστεί κατ' ουσίαν σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών είναι, ιδίως: (ί) εάν οι διαδικασίες επιδιώκουν συμπληρωματικούς σκοπούς και, επομένως, αφορούν όχι μόνο in abstracto αλλά και in concreto διαφορετικές όψεις/πτυχές της σχετικής παραβατικής συμπεριφοράς, (ιι) εάν η διπλή διαδικασία είναι προβλέψιμη συνέπεια, κατά το νόμο και στην πράξη, της ίδιας επίμαχης συμπεριφοράς, (iii) εάν οι διαδικασίες διεξάγονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται, κατά το δυνατό, η επανάληψη τόσο της συλλογής όσο και της εκτιμήσεως των αποδείξεων, ιδίως μέσω επαρκούς διάδρασης μεταξύ των αρμόδιων αρχών, προκειμένου η κρίση περί του πραγματικού στη μία διαδικασία να χρησιμοποιηθεί και στην άλλη, και (ίν) πάνω απ' όλα, εάν η κύρωση που επιβάλλεται στη διαδικασία που περατώνεται αμετάκλητα λαμβάνεται υπ' όψη στην διαδικασία που τελειώνει δεύτερη, ώστε να αποτρέπεται η επιβολή στον καθ' ού υπέρμετρου βάρους, πράγμα το οποίο είναι λιγότερο πιθανό στην περίπτωση που υπάρχει μηχανισμός με σκοπό την διασφάλιση της αναλογικότητας των συνολικά καταλογιζόμενων ποινών. Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ αναφέρθηκε στις ως άνω υποθέσεις Καπετάνιος και άλλοι και Σισμανίδης και Σιταρίδης ως παραδείγματα περιπτώσεων ελλείψεως τέτοιου ουσιαστικού συνδέσμου, σημειώνοντας ότι, στις εν λόγω υποθέσεις, παρά την αθώωση των προσφευγόντων από τα ποινικά δικαστήρια, τα διοικητικά δικαστήρια τους επέβαλαν βαρειά διοικητικά πρόστιμα για την ίδια παραβατική συμπεριφορά (βλ. σκέψη 116). Αναφέρθηκε ακόμη στην υπόθεση Καπετάνιος και άλλοι ως περίπτωση ελλείψεως χρονικού συνδέσμου, λόγω της πολυετούς διαρκείας της διοικητικής δίκης για την επίμαχη πράξη επιβολής πολλαπλών τελών λαθρεμπορίας (σκέψη 134), ανάλογη δε κρίση περί ελλείψεως χρονικού συνδέσμου των δυο διαδικασιών διατυπώθηκε και στην σκέψη 43 της αποφάσεως επί της προσφυγής Σισμανίδη η οποία έχει ειδικότερα ως εξής: «το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αθώωση του πρώτου προσφεύγοντα από τα ποινικά δικαστήρια έλαβε χώρα πολλά χρόνια πριν την εξέταση της επίμαχης υπόθεσης από το Συμβούλιο της Επικρατείας και την επικύρωση από εκείνο του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου. Ακόμη και αν στην αρχή της διοικητικής διαδικασίας θα μπορούσε κανείς να δει, κάποια χρονική σχέση μεταξύ των δύο διαδικασιών, δεδομένης της μεταγενέστερης εξέλιξης της διαδικασίας αυτής, δεν θα μπορούσε κανείς εύλογα να θεωρήσει εν προκειμένω ότι διαδικασίες με [ουσιώδη] σχέση μεταξύ τους κινήθηκαν σε βάρος του πρώτου προσφεύγοντα από αρχές που ανήκουν. σε διαφορετικές κατηγορίες δικαστηρίων ..».

 

11. Επειδή, σύμφωνα με όσα κρίθηκαν κατά τα ανωτέρω με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ "Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος" της 30.4.2015, "Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδος" της 9.6.2016 και "Α και Β κατά Νορβηγίας" της 15.11.2016, το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αντιτίθεται, κατ' αρχήν, στην εκκίνηση και εξακολούθηση διοικητικής, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασίας και δίκης περί της επιβολής διοικητικής χρηματικής κυρώσεως για φορολογική/τελωνειακή παράβαση, όταν για την ίδια κατ' ουσίαν παράβαση έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα η αντίστοιχη ποινική, κατά το εθνικό δίκαιο, διαδικασία (βλ. ΣτΕ 664, 284/2018, 3447, 2987/2017 7μ. κ.ά.).

 

12. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με την επίδικη πράξη αποδόθηκε στον αναιρεσείοντα καθώς και στους ... και ... συνιδιοκτήτες, από 13.10.1995 έως 4.8.1997, του πλοίου Φ/Γ (έτους κατασκευής 1917), λαθραία διακίνηση, καυσίμων και, ειδικότερα, ότι από τα ατελώς παραληφθέντα από 3.10.1995 έως 4.8.1997 για το εν λόγω πλοίο 205.350 λίτρα πετρελαίου ναυτιλίας, οι ανωτέρω διέθεσαν στην ελεύθερη αγορά 135.798 λίτρα, τα οποία διέφυγαν της κατάσχεσης, με σκοπό το κέρδος του Ε.Φ.Κ., με αποτέλεσμα να ζημιωθεί το Δημόσιο με το ποσό των 13.615.995 δραχμών, σύμφωνα με την από .../1998 έκθεση προσδιορισμού δασμών κλπ. φόρων και την από .../1998 έκθεση διαφυγόντων της κατάσχεσης ειδών, καταλογίσθηκε δε εις βάρος του αναιρεσείοντος και των λοιπών συνιδιοκτητών του ανωτέρω πλοίου πολλαπλό τέλος ίσο με το τριπλάσιο των διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων, ήτοι 119.876,70 ευρώ συν τέλος χαρτοσήμου 2% ποσού 2,397,53 ευρώ, ήτοι συνολικά 122.753,74 ευρώ, το οποίο επιμερίσθηκε ανάλογα με το ποσοστό (33,33%) που αντιστοιχεί σε καθένα των συνιδιοκτητών, που κηρύχθηκαν και αλληλεγγύως υπόχρεοι. Κατά της ως άνω καταλογιστικής πράξεως ο ήδη αναιρεσείων άσκησε προσφυγή, η οποία, ερμηνευθείσα ως στρεφόμενη κατά της ως άνω πράξεως, κατά το μέρος κατά το οποίο επιβλήθηκε εις βάρος του, ως συνυπαιτίου και πολλαπλό τέλος, απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 2865/2010 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της ως άνω πρωτόδικης αποφάσεως ο αναιρεσείων άσκησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου. Πειραιώς, η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση. Με την έφεση του ο αναιρεσείων, προέβαλε, μεταξύ άλλων, παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για τον λόγο ότι για την αυτή λαθρεμπορική παράβαση που του αποδίδεται με την επίδικη πράξη είχε ήδη αθωωθεί με την υπ' αριθμ. 8197/2000 αμετάκλητη απόφαση του Α Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς [η εν λόγω αθωωτική ποινική απόφαση είχε προσκομισθεί, ήδη πρωτοδίκως]. Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτό ότι οι διατάξεις των άρθρων 89 παρ. 2 και 97 παρ. 3 του Τελωνειακού Κώδικα και του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σε συνδυασμό ερμηνευόμενες, «έχουν την έννοια ότι η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω της τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία και το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υποθέσεως επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά υποχρεούται απλώς να την συνεκτιμήσει κατά την διαμόρφωση της κρίσεως του ...», και ότι «η ως άνω ρύθμιση δεν αντίκειται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το ν. 1705/1987 ...». Ακολούθως το δίκασαν δικαστήριο αξιολογώντας το αποδεικτικό  υλικό «και συνεκτιμώντας την ως άνω απόφαση του ποινικού δικαστηρίου» που προσκομίσθηκε ενώπιον του (μετά του από 5.2.2010 πιστοποιητικού του Πρωτοδικείου Πειραιώς περί μη ασκήσεως κατ' αυτής ενδίκων μέσων), έκρινε ότι «νομίμως αποδόθηκε με την ένδικη καταλογιστική πράξη η ιστορούμενη σ' αυτήν λαθρεμπορία και καταλογίσθηκαν σε βάρος του [αναιρεσείοντος] τα πολλαπλά τέλη κατ' επιμερισμό μετά των λοιπών συνυπαιτίων» επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση.

 

13. Επειδή, με το εισαγωγικό δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως ο αναιρεσείων, επικαλούμενος την προσκομισθείσα ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων αμετάκλητη απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία κηρύχθηκε αθώος της κατηγορίας της λαθρεμπορίας, προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι η «η αναιρεσιβαλλομένη δεχθείσα ότι η διοικητική διαδικασία επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία και το διοικητικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα ποινική απόφαση εσφαλμένως  ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ έτσι όπως έχει ερμηνευθεί κατά το ΕΔΔΑ», αναφερόμενος και στα συναφώς επ' αυτού κριθέντα από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Zolotukhin κατά Ρωσίας (10.2.2009). Εξ άλλου, με το προαναφερθέν από 15.3.2017 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η ως άνω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης είναι ήδη αντίθετη προς τα κριθέντα με την απόφαση του ΕΔΔΑ «Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας», η οποία δημοσιεύθηκε στις 30/4.2015, και την απόφαση  «Σισμανίδης και  Σιταρίδης κατά Ελλάδος», η οποία δημοσιεύθηκε στις 9.6.2016, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο από την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως. Με τα δεδομένα αυτά ο ως άνω λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς κατ' άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως αυτό ισχύει και ερμηνεύθηκε ανωτέρω, περαιτέρω δε είναι και βάσιμος, σύμφωνα με όσα εξετέθησαν στις σκέψεις 7-11, δοθέντος ότι η ερμηνευτική κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, κατά την οποία η εφαρμογή των άρθρων 89 παρ.2 και 97 παρ. 3 και 8 και Τελωνειακού Κώδικα και 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, από τις οποίες προκύπτει ότι η διοικητική διαδικασία και δίκη περί της επιβολής σε ορισμένο πρόσωπο χρηματικής κυρώσεως για διοικητική παράβαση λαθρεμπορίας/φοροδιαφυγής είναι αυτοτελής σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική διαδικασία έναντι του ιδίου προσώπου, για την ίδια κατ' ουσίαν παράβαση, με συνέπεια να εξακολουθεί και να μην επηρεάζεται από την αμετάκλητη περάτωση, με αθωωτική απόφαση, της οικείας ποινικής διαδικασίας, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου  Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, έρχεται  σε αντίθεση  με  την προεκτεθείσα ερμηνεία της ιδίας διατάξεως της ΕΣΔΑ στις προαναφερθείσες αποφάσεις του ΕΔΔΑ και δεν είναι νόμιμη. Επομένως, για τον λόγο αυτόν περί παραβιάσεως του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία, όπως και η πρωτόδικη απόφαση, περιόρισε το αντικείμενο της δίκης στο επιβληθέν πολλαπλό τέλος, πρέπει να αναιρεθεί, οπότε παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Δεδομένου δε ότι η υπόθεση δεν χρήζει διευκρινήσεως κατά το οικείο πραγματικό της (συμπεριλαμβανομένου του στοιχείου της περάτωσης, με αμετάκλητη απόφαση, της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας εις βάρος του αναιρεσείοντος), το Δικαστήριο την διακρατεί, δικάζει και, για τον ίδιο ως άνω λόγο, δέχεται την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 2865/2010 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξαφανίζει την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση και, περαιτέρω, δικάζει και δέχεται την προσφυγή του αναιρεσείοντος, για τον ίδιο λόγο, και ακυρώνει την υπ' αριθμ. .../2002 πράξη  του Διευθυντή του Ζ' Τελωνείου Ελεύθερων Τελωνειακών Συγκροτημάτων Πειραιώς, κατά το μέρος της με το οποίο επιβλήθηκε εις βάρος του αναιρεσείοντος, κατ' επιμερισμό, πολλαπλό τέλος και περαιτέρω κηρύχθηκε αυτός αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνος για την καταβολή του συνολικώς καταλογισθέντος ποσού πολλαπλών τελών για τελωνειακή παράβαση λαθρεμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων. Τέλος, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων κρίνεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος για την άσκηση και την εκδίκαση της εφέσεως και της προσφυγής του (άρθρ, 275 παρ. 1 εδαφ. ε' του ΚΔΔ).

 

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

 

Δέχεται την αίτηση.

 

Αναιρεί, την υπ' αριθμ. 1145/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.

 

Επιβάλλει στο Δημόσιο την δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

 

Δικάζει και δέχεται την έφεση.

 

Εξαφανίζει την υπ' αριθμ. 2865/2010 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς.

 

Δικάζει και δέχεται την προσφυγή κατά το μέρος κατά το οποίο επιβλήθηκε, εις βάρος του αναιρεσείοντος πολλαπλό τέλος κατ' επιμερισμό και κηρύχθηκε αυτός αλληλεγγύως και εις ολάκληρον υπεύθυνος για την καταβολή του συνολικώς καταλογισθέντος ποσού πολλαπλών τελών.

 

Ακυρώνει την υπ' αριθμ. .../2002 πράξη : του Διευθυντή του Ζ' Τελωνείου Ελεύθερων Τελωνειακών Συγκροτημάτων Πειραιώς κατά το μέρος της με το οποίο επιβλήθηκε εις βάρος του αναιρεσείοντος, κατ' επιμερισμό, πολλαπλό τέλος και κηρύχθηκε αυτός αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνος για την καταβολή του συνολικώς καταλογισθέντος ποσού πολλαπλών τελών.

 

Διατάσσει την απόδοση στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που αυτός κατέβαλε για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, της εφέσεως και της προσφυγής.

 

Απαλλάσσει το Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος για την άσκηση και την εκδίκαση της εφέσεως και της προσφυγής του.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 2018 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2018.

 

Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος           Η Γραμματέας