ΣυμβΕφΘεσ 28/2010

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης - Πλαστογραφία με χρήση κατ' επάγγελμα - Απάτη με ηλεκτρονικό υπολογιστή κατ' επάγγελμα - Παραβίαση προσωπικών δεδομένων με σκοπό πορισμό οφέλους - Παράνομη οπλοφορία -.

 

Έννοια συγκρότησης εγκληματικής ομάδας, πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' επάγγελμα, απάτης με ηλεκτρονικό υπολογιστή κατ' επάγγελμα, απόπειρα απάτης με υπολογιστή και απορρόφηση αυτής από την πράξη της πλαστογραφίας. Στοιχεία  της παράβασης προσωπικών δεδομένων με σκοπό τον πορισμό οφέλους και έννοια παράνομης οπλοφορίας μαχαιριών και ροπάλων.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

   Αρίθμ. 28/2010.

 

   ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

   Εισάγω στο Συμβούλιο σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 2, 4, 138 παρ. 1, 2, 270 παρ. 1 α, β, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1, 318 και 319 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ και άρθρο 7 του νόμου 2928/2001 όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 42 παρ. 5 του νόμου 3251/2004 την προκείμενη με αριθμ. ΕΓΙ2-09/39 και με ΒΜΦ09/5529/10/9/2009 ανακριτική δικογραφία, που σχηματίστηκε σε βάρος των 1) ... 3) ... Βουλγάρων υπηκόων κατοίκων Βάρνας Βουλγαρίας και ήδη προσωρινά κρατουμένων με βάση τα αριθμ. 15, 17 και 16/14/9/2009 εντάλματα προσωρινής κράτησης της 5ης τακτικής Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ο πρώτος και δεύτερος στα κρατητήρια της Υποδιεύθυνσης Οικονομικών Εγκλημάτων και ο τρίτος στην Δικαστική Φυλακή Θεσσαλονίκης, που κατηγορούνται για τις πράξεις της συγκρότησης δομημένης και με διαρκή δράση εγκληματικής ομάδας  για την διάπραξη  πλαστογραφιών με χρήση κατ' επάγγελμα και της απάτης με ηλεκτρονικό υπολογιστή κατ' επάγγελμα (άρθρα 45, 187 παρ. 1 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου 2928/2001 και στην συνέχεια συμπληρώθηκε με την διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του νόμου 3064/2002 σε συνδ. με άρθρα 216 παρ. 1, 3 περ. β,  386 παρ. 1, 3 περ. α και 386 Α του ΠΚ)  της πλαστογραφίας με χρήση  από κοινού κατ εξακολούθηση και κατ επάγγελμα (άρθρα  45, 98 παρ. 1, 2, 216 παρ. 1, 3 περ. β του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 β του νόμου 2721/99)της απάτης κατ' επάγγελμα με υπολογιστή από κοινού κατ εξακολούθηση  τετελεσμένη και σε απόπειρα  εκ της οποίας το προσδοκόμενο όφελος με αντίστοιχη βλάβη των παθόντων υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ (άρθρα 45, 98 παρ. 1, 2, 386 παρ. 1, 3 περ. α  σε συνδ. με άρθρο 386 Α του ΠΚ όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 386 αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 11 του νόμου 2408/96 και εκ νέου με την διάταξη του άρθρου  14 παρ. 4 του νόμου 2721/99) της παραβίασης προσωπικών δεδομένων από κοινού και κατ' εξακολούθηση από την οποία σκόπευε ο δράστης να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο όφελος (άρθρα 45, 98 παρ. 1, 2 του ΠΚ και 1, 2 περ. α, 22 παρ. 4 και 6 του νόμου 2472/97) και της παράνομης οπλοφορίας (άρθρα 1 παρ. 2 περ. β, γ και 10 παρ. 1, 13 περ. β του νόμου 2168/93). Η ποινική δίωξη κινήθηκε με βάση την αριθμ. 1053/8/24-ΙΘ/10/9/2009 υποβλητική αναφορά της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων Αρχαιοκαπηλίας και Ηθών Θεσσαλονίκης, διά της οποίας καταγγέλλονται οι ανωτέρω κατηγορούμενοι πως στις αρχές Αυγούστου του έτους 2009 χωρίς να έχει διακριβωθεί η ακριβής ημερομηνία  συγκρότησαν στο Ηράκλειο Κρήτης  δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματική ομάδα προς διάπραξη των εγκλημάτων της πλαστογραφίας με χρήση κατ επάγγελμα και της απάτης με ηλεκτρονικό υπολογιστή  τετελεσμένη και σε απόπειρα κατ' επάγγελμα. Προς τούτο στο Ηράκλειο Κρήτης στις 12, 13, 17, 18, 19, 20, και 21/8/2009 υφάρπασαν από Α.Τ.Μ των Τραπεζικών Υποκαταστημάτων της ΕΤΕ και EUROBANK τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πελατών των Τραπεζών αυτών, που ήταν ενσωματωμένα σε πιστωτικές κάρτες και κάρτες αναλήψεως χρημάτων, τα οποία στην συνέχεια αποθήκευσαν σε κάρτες κλώνους και με τις οποίες στις 8/9/2009 μεταβαίνοντας στην πόλη της Θεσσαλονίκης και σε Α.Τ.Μ διαφόρων Τραπεζών επηρέασαν το πρόγραμμα αυτών και διά της επεμβάσεως στα Α.Τ.Μ χρησιμοποιώντας αυτές ως  νόμιμοι κάτοχοι των ανωτέρω καρτών ανέλαβαν από αυτά (Α.Τ.Μ) διάφορα χρηματικά ποσά ανερχόμενα συνολικά  στο ποσό των 2.940 ευρώ περίπου και άλλες φορές δεν μπόρεσαν να προβούν στην ανάληψη των χρημάτων, επειδή οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ΕΤΕ  απενεργοποίησαν τους κωδικούς των καρτών και έτσι δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν την αποφασισθείσα ενέργεια τους εξαιτίας λόγων που δεν ανάγονται στην βούληση τους. Το χρηματικό ποσό που θα αποκόμιζαν αν η ενέργεια τους έβαινε επιτυχώς θα ανερχόταν στο ποσό των 24.560 ευρώ. Περαιτέρω διαπιστώθηκε πως και οι τρεις των κατηγορουμένων κατείχαν όπλα κατά την έννοια του νόμου (2168/93) ο πρώτος ένα μαχαίρι μήκους 20 εκ και οι λοιποί από ένα μαχαίρι μήκους 17 εκ  και δύο πτυσσόμενα γκλομπ. Το πέρας της ανακρίσεως γνωστοποιήθηκε νόμιμα στους κατηγορουμένους. Σε βάρος των ανωτέρω κατηγορουμένων εκδόθηκαν τα αρίθμ 15, 17 και 16/14/9/2009 εντάλματα προσωρινής κράτησης της 5ης τακτικής Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης.

 

   Κατόπιν των ανωτέρω εκθέτω τα παρακάτω.

 

   Κατά την διάταξη του άρθρου 7 του νόμου 2928/2001 όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε  από την διάταξη του άρθρου 42 παρ. 5 του νόμου 3251/2004 και ισχύει από 27/6/2004  για την πράξη της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 παρ. 1 του ΠΚ) η ανάκριση περατώνεται από το Συμβούλιο Εφετών. Μετά την τελευταία ανακριτική πράξη η δικογραφία διαβιβάζεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος υποβάλλει πρόταση του στο οικείο Συμβούλιο. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο εφετών είναι αρμόδιο και για τα συναφή εγκλήματα ανεξάρτητα της βαρύτητας αυτών και αν γι' αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανακρίσεως (βλ. ΑΠ 464/2003 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2003 σελ 99,ΑΠ 404/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου σελ 2004 σελ 261, ΑΠ 4/2005 ΝοΒ 53 σελ 1334, ΑΠ 495/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, ΣυμβΕφΑθ 1270/2003 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2003 σελ 221, ΣυμβΕφΘεσ 250/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νόμος). Το Συμβούλιο εφετών δεν αποβάλει την αρμοδιότητα του  στην περίπτωση που δεν αποδειχθεί η τέλεση του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (βλ. άλλως ΒουλΣυμβΕφΑθ. 2584/2003 Ποιν.Χρον. ΝΔ σελ 362). Η παραπάνω διάταξη δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του εβδόμου πρωτοκόλλου αυτής (άρθρο 2 του νόμου 1705/87) καθώς και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του ανθρώπου (άρθρο 14 παρ. 5 του νόμου 2462/97) για την ισότητα των όπλων και την αρχή της δίκαιης δίκης.(βλ. ΑΠ 544/2004, ΑΠ  654/2005, ΑΠ 615/2003 Τράπεζα νομικών πληροφοριών του ΔΣΑ, ΑΠ 852/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νόμος). Κατά την διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του ΠΚ η οποία έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 1 του Νόμου 2928/2001 και συμπληρώθηκε με την διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του νόμου 3064/2002  ορίζεται ότι: «Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή και περισσότερα πρόσωπα για την διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 374 ΠΚ διακεκριμένης κλοπής, 216 παρ. 3 ΠΚ πλαστογραφίας. ..386 παρ. 1, 3,  απάτης, 386 Α απάτης με υπολογιστή...». Η ανωτέρω διάταξη προβλέπει δύο εγκλήματα την συγκρότηση εγκληματικής ομάδας (στιγμιαίο έγκλημα) και την ένταξη σε ήδη δομημένη εγκληματική ομάδα νέων μελών (διαρκές έγκλημα). Το έγκλημα που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη είναι πραγματοπαγές, για τον λόγο αυτό τα μέλη μπορούν να αντικατασταθούν ή να εναλλαγούν μεταξύ τους. Το έγκλημα της συγκρότησης εγκληματικής ομάδας πραγματώνεται με την ανάληψη πρωτοβουλίας και την διενέργεια κινήσεων προς δημιουργία  εγκληματικού μορφώματος, τα μέλη του οποίου  έχουν αποφασίσει να εκτελέσουν τα κακουργήματα που περιοριστικά αναφέρονται στην ανωτέρω διάταξη (άρθρο 187 παρ. 1 του ΠΚ). Ο δράστης της συγκρότησης εγκληματικής ομάδας στην περίπτωση που παραμείνει σ' αυτήν δεν θα τιμωρηθεί δύο φορές  δηλαδή και για την πράξη της συγκρότησης και για την πράξη της ένταξης  στην εγκληματική ομάδα, αφού το έγκλημα αυτό είναι υπαλλακτικώς μικτό, προς τούτο στην ανωτέρω διάταξη αναφέρεται πως «τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται σε εγκληματική ομάδα». Στην ανωτέρω διάταξη δεν αναφέρεται ο σκοπός του οικονομικού οφέλους των μελών της εγκληματικής ομάδας, που συγκροτήθηκε ή που εντάχθηκε ο δράστης, γιατί σκοπός του νομοθέτη ήταν να συμπεριληφθούν σ' αυτήν την εγκληματική ομάδα  και οι πολιτικές τρομοκρατικές οργανώσεις. Για την στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος  της συγκρότησης ή ένταξης σε εγκληματική ομάδα απαιτείται να υφίσταται μεταξύ των μελών πειθαρχία  και ενεργός δράσης, χωρίς να είναι αναγκαία και η επικοινωνία των μελών μεταξύ τους αρκεί τα μέλη να εκτελούν τα ανατιθέμενα σ' αυτά καθήκοντα χωρίς να απαιτείται το κάθε μέλος να συμμετέχει και στον σχηματισμό  της εγκληματικής δράσης. Η απλή συμφωνία των μελών δηλ. η σύμπτωση των βουλήσεων των μελών για την τέλεση ορισμένων κακουργημάτων δεν αρκεί, γιατί τότε κάθε μορφή συναυτουργίας θα μπορούσε να αναχθεί και στο ιδιώνυμο έγκλημα της συγκρότησης ή ένταξης σε δομημένη  εγκληματική ομάδα. Σκοπός των δραστών  των ανωτέρω εγκλημάτων είναι η συστηματική τέλεση επιλεγμένων αξιοποίνων πράξεων, που διακρίνονται για την αυξημένη  απαξία τους και αντικοινωνικότητα τους. Οι δράστες των ανωτέρω εγκλημάτων πρέπει να έχουν σκοπό να τελέσουν απεριόριστο αριθμό κακουργημάτων που προβλέπονται από την παραπάνω διάταξη μεταξύ των οποίων είναι και το έγκλημα της κακουργηματικής πλαστογραφίας (άρθρο 216 παρ. 1, 3 περ. β του ΠΚ). Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του ΠΚ είχε θεσπιστεί αρχικά για την προστασία της κοινωνίας από τις τρομοκρατικές οργανώσεις αλλά ισχύει  και για κάθε μορφή ομαδικής εγκληματικής δράσης, που βάλλει κατά της οργανωμένης κοινωνίας και της έννομης τάξης. Η χρονική διάρκεια της  εγκληματικής ομάδας δεν μπορεί να είναι εκ των προτέρων καθορισμένη μπορεί να είναι αόριστης διάρκειας ή η διάρκεια αυτής να μην έχει επακριβώς υπολογιστεί, αρκεί να εκτείνεται σε βάθος χρόνου. Η ανωτέρω πράξη στοιχειοθετείται με την μορφή της ένταξης σε ήδη δομημένη εγκληματική ομάδα, όταν αυτή απαρτίζεται από περισσότερα των τριών ατόμων, τα οποία έχουν  σύμπτωση βουλήσεων διακριτούς ρόλους μεταξύ τους χωρίς να απαιτείται και συνεισφορά των μελών στον σχηματισμό της εγκληματικής δραστηριότητας. Τα ενταγμένα στην ομάδα μέλη όμως πρέπει να εκτελούν τα ανατιθέμενα σ' αυτά καθήκοντα. Για την στοιχειοθέτηση των  ανωτέρω εγκλημάτων (της συγκρότησης και ένταξης  σε εγκληματική ομάδα) που προβλέπεται στην παραπάνω διάταξη δεν είναι αναγκαία η πραγμάτωση των σκοπουμένων εγκλημάτων αλλά αρκεί η ύπαρξη του σκοπού και της βουλήσεως προς τέλεση αυτών και ο σχηματισμός των προπαρασκευαστικών πράξεων για την τέλεση αυτών (σκοπουμένων εγκλημάτων) Ο σκοπός των δραστών για την τέλεση περισσότέρων κακουργημάτων εκ των αναφερομένων στην παραπάνω διάταξη δεν πρέπει να εικάζεται αλλά να προκύπτει με βεβαιότητα, πως οι δράστες έχουν αποφασίσει και να συμμετάσχουν στην τέλεση απροσδιορίστου εκ των προτέρων αριθμού εγκλημάτων ομοειδών ή ετεροειδών μεταξύ τους. Η ευθύνη των εγκλημάτων της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική ομάδα είναι ανεξάρτητη της ευθύνης της τελέσεως των εγκλημάτων που αναφέρονται  στην ανωτέρω διάταξη. Αφού για την συγκρότηση αυτών δεν απαιτείται η συντέλεση αυτών αλλά αρκεί μόνο η ύπαρξη του σκοπού της τελέσεως αυτών (βλ. σχετ. ΑΠ   87/2000 Ποιν/νη 3 σελ 468, ΑΠ 265/2002 Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου 2003 σελ. 223, ΑΠ 615/2003 Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου 2003 σελ. 223,ΑΠ 402/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2004 σελ 261, ΣυμβΕφΑθ. 3028/2003 Ποιν. Χρον ΝΕ 164, ΒουλΣυμβΕφΑθ 1270/2003 Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου 2003 σελ 221, ΑΠ 33/2006, ΑΠ 48/2006, ΑΠ 911/2008, Τράπεζα νομικών Πληροφοριών Νόμος, ΑΠ 291/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ,  ΔιατΕισΕφΘεσ. 265/98 Υπερ. 1999 σελ 435, Αθανασίου Κονταξή ερμ Ποινικού Δικαίου σελ 1629, Ι Μανωλεδάκη ερμ. Ποινικού Κώδικα σελ 105. Ασφάλεια και Ελευθερία Ι Μανωλεδάκη σελ 103, 110, 112 επ.).

   Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1α, β του ΠΚ ορίζεται ότι "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός  που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η  χρήση του εγγράφου από αυτόν αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας είναι σωρευτικώς μικτό. Οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται δεν μπορούν να εναλλαγούν μεταξύ τους. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται είτε η κατάρτιση εγγράφου από την αρχή και η εμφάνιση αυτού πως καταρτίστηκε από άλλον ή με την νόθευση γνησίου εγγράφου, που συντελείται με την αλλοίωση  του περιεχομένου αυτού, που συντελείται με την απόσβεση ή διαγραφή ή προσθήκη λέξεων, αριθμών ή σημείων. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος του υπαιτίου, που συνίσταται στην γνώση και την θέληση  να συντελεστούν τα στοιχεία που απαρτίζουν την πράξη και πρόσθετα απαιτείται σκοπός του δράστη να παραπλανήσει άλλον με την χρησιμοποίηση  αυτού (του καταρτισθέντος ή νοθευθέντος εγγράφου). Εννομες συνέπειες είναι αυτές που συντελούν στην παραγωγή, διατήρηση, απόσβεση ή μεταβολή δικαιωμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η χρησιμοποίηση του εγγράφου από τον καταρτίσαντα ή νοθεύσαντα αυτό αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση. Η χρήση του εγγράφου συνιστά αυτοτελές έγκλημα στην περίπτωση που η χρησιμοποίηση του εγγράφου γίνεται από τρίτο (εκτός του καταρτίσαντα ή νοθεύσαντα το έγγραφο) ή συντελείται από αυτόν, αλλά για κάποιον λόγο ο υπαίτιος δεν τιμωρείται για την πράξη της καταρτίσεως πλαστού  ή νοθεύσεως εγγράφου (βλ. ΑΠ 36/2001 Πράξη και  Λόγος του Ποινικού Δικαίου  2001 σελ 39, ΑΠ 293/96 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1121, ΑΠ 1395/95 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1394, ΑΠ  88/96 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1089,  ΑΠ 814/2000 Ποιν. Χρον ΝΑ σελ 130, ΑΠ 916/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2004 σελ. 301, ΑΠ 1505/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2004 σελ 440). Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχ. γ του ΠΚ έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει κάποιο γεγονός ή κατάσταση. Κατά την διάταξη  της παραγράφου 3 β του άρθρου 216 του ΠΚ όπως προστέθηκε με την  διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 β του νόμου 2721/99 το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση μορφοποιείται σε βαθμό κακουργήματος και ορίζει ότι: «Με την ίδια ποινή (καθείρξεως μέχρι δέκα ετών) τιμωρείται όποιος διαπράττει τα εγκλήματα της παραγράφου 1 και 2 κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνει τα 5000000 δραχμές ή 15000 ευρώ». Περαιτέρω, κατά την διάταξη  του άρθρου 13 στοιχ. στ. του ΠΚ όπως προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου 2408/96 «Κατ' επάγγελμα τέλεση του  εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση των καταρτισθέντων ή νοθευθέντων εγγράφων  τυποποιείται σε βαθμό κακουργήματος με την μορφή του κατ' επάγγελμα τελέσεως αυτής  όταν ο δράστης  με πρόθεση  επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως ή με την υποδομή, μεθοδικότητα και συστηματικότητα  που έχει διαμορφώσει της επανειλημμένης διαπράξεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος για βιοπορισμό. Για την τέλεση της κακουργηματικής πλαστογραφίας με την μορφή της κατ' επάγγελμα τελέσεως αυτής εκτός των στοιχείων της παραγράφου 1 και 2 του άρθρου 216 του ΠΚ απαιτείται ο δράστης να προβαίνει στην επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της πλαστογραφίας  με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ή με την υποδομή, μεθοδικότητα και συστηματικότητα που έχει διαμορφωθεί συνάγεται πρόθεση επανειλημμένης διαπράξεως του εγκλήματος αυτού με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος για βιοπορισμό. Η επιβαρυντική  περίπτωση του κατ' επάγγελμα τέλεση κάποιου εγκλήματος συντελείται είτε με την επανειλημμένη τέλεση αυτού, είτε με την υποδομή που διαμορφώθηκε  και τον σχηματισμό κατάστασης τέτοιας ώστε να συντελούν στην επανειλημμένη τέλεση του σκοπουμένου εγκλήματος. Έτερο στοιχείο του κατ' επάγγελμα είναι η απόκτηση εισοδήματος προς βιοπορισμό, μόνο η απόκτηση εισοδήματος δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του κατ' επάγγελμα αλλά απαιτείται το αποκτώμενο κέρδος να προορίζεται για βιοπορισμό του δράστη (βλ. ΑΠ 20/98 Ποιν. Δικ. 1. σελ 265, ΑΠ 806/94 ΝοΒ 43 σελ 438, ΑΠ 825/95 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 74, ΑΠ 829/2001 Πράξη και  Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2001 σελ 231, ΑΠ  104/98 Ποιν. Δικ. 1. 378, ΑΠ 347/2003, ΑΠ 184/2002, ΑΠ 183/2001 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Η κατ' επάγγελμα τελούμενη πράξη μπορεί να τελεστεί και κατ εξακολούθηση όταν υφίσταται ταυτότητα της εκτελέσεως αυτής και του δόλου προς διάπραξη αυτής και σκοπός του πορισμού εισοδήματος προς βιοπορισμό. Στην περίπτωση αυτή για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος με την επιβαρυντική μορφή του κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό των μερικοτέρων πράξεων λόγω της ενότητας του δόλου και της απόφασης προς εκτέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος (βλ. ΑΠ 68/2009, ΑΠ 144/2009, ΑΠ 149/2009, ΑΠ 141/2009, ΑΠ 858/2004, ΑΠ 1142/2003,  ΑΠ  2170/2002, ΑΠ  467/2002 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νόμος).

   Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 386 Α του ΠΚ όπως συμπληρώθηκε με την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1  του νόμου 1805/88 «Όποιος, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, επηρεάζοντας τα στοιχεία υπολογιστή είτε με μη ορθή διαμόρφωση του προγράμματος είτε με επέμβαση κατά την εφαρμογή του είτε με χρησιμοποίηση μη ορθών ή ελλιπών στοιχείων είτε με οποιονδήποτε  άλλο τρόπο, τιμωρείται με τις ποινές του προηγούμενου άρθρου (386 παρ. 1, 3 περ. α,β του ΠΚ). Περιουσιακή βλάβη υφίσταται και αν τα πρόσωπα που την υπέστησαν είναι άδηλα. Για την εκτίμηση του ύψους της ζημίας είναι αδιάφορο αν παθόντες είναι ένα ή περισσότερα πρόσωπα». Η θέσπιση της ανωτέρω διατάξεως ήταν επιβεβλημένη λόγω της τεχνολογικής εξελίξεως  και δι' αυτής διάπραξη εγκλημάτων.  Το έγκλημα της απάτης με υπολογιστή είναι υπαλλακτικώς μικτό. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται είτε με την μη ορθή εφαρμογή του προγράμματος του υπολογιστή, που συνίσταται στην  μη ορθή διαμόρφωση του προγράμματος, που έχει ως επακόλουθο την χειραγώγηση του προγράμματος, η οποία επιχειρείται εξαρχής ή μεταγενέστερα  με αποτέλεσμα την μη ορθή επεξεργασία των δεδομένων του υπολογιστή, είτε με την επέμβαση στην εφαρμογή του προγράμματος που επιτυγχάνεται με την αλλοίωση ή μεταβολή των δεδομένων του προγράμματος, είτε με την χρησιμοποίηση ελλειπών ή μη ορθών στοιχείων του υπολογιστή, που έχει ως συνέπεια την εξαγωγή λανθασμένων δεδομένων. Ως πρόγραμμα θεωρείται σύνολο οδηγιών και κατευθύνσεων δεκτικών επηρεασμού. Οι μορφές με τις οποίες μπορεί να εμφανιστεί το ανωτέρω έγκλημα δεν μπορούν να εναλλαγούν μεταξύ τους, δύναται όμως στην περίπτωση που το έγκλημα εμφανιστεί με περισσότερες μορφές οι λοιπές να συντελέσουν στην επίταση του αξιοποίνου  του αυτού εγκλήματος. Η βλάβη στην ξένη περιουσία στο έγκλημα της απάτης με υπολογιστή συντελείται όχι με την παραπλάνηση φυσικού προσώπου όπως συμβαίνει στην κοινή απάτη (άρθρο 386 του ΠΚ) αλλά με την επέμβαση στα δεδομένα υπολογιστή με τρόπο ώστε να επηρεαστούν τα αποτελέσματα αυτού και να εξαχθούν ως εκ τούτου λανθασμένα αποτελέσματα (ΑΠ 747/2000 Ποιν.Χρον. ΝΑ σελ 70, ΑΠ 1608/2001 Ποιν/Δικ. 2002 σελ 227, ΑΠ 1277/98 Ποιν.Χρον. ΜΘ σελ 697, ΑΠ 1152/95 ΝοΒ 1996 σελ 504). Εξάλλου  κατά την διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ. του ΠΚ όπως προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου 2408/96 «Κατ' επάγγελμα τέλεση του  εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι το έγκλημα της  απάτης με υπολογιστή τυποποιείται σε βαθμό κακουργήματος με την μορφή του  κατ επάγγελμα τελέσεως αυτής όταν ο δράστης ενεργεί βάσει σχεδίου, συστηματικά και με μεθοδικότητα διαμορφώνοντας υποδομή για επανειλημμένη τέλεση  του εγκλήματος προς πορισμό εισοδήματος για βιοπορισμό. Εκτός τούτου για την κακουργηματοποίηση του εγκλήματος της απάτης τελεσθείσα με την μορφή του κατ' επάγγελμα απαιτείται το ύψος της προκληθείσας ζημίας να υπερβαίνει τα 15000 ευρώ. Στην περίπτωση δηλαδή που το ύψος της βλάβης είναι μικρότερο των 15000 ευρώ, το έγκλημα της απάτης δεν πραγματώνεται με την κακουργηματική του μορφή (βλ. ΑΠ 20/98 Ποιν. Δικ. 1. σελ 265, ΑΠ 806/94 ΝοΒ 43 σελ 438,  ΑΠ 825/95 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 74, ΑΠ 829/2001 Πράξη και  Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2001 σελ 231, ΑΠ  104/98 Ποιν. Δικ. 1. 378, ΑΠ 132/98 Ποιν. Δικ. 1 σελ 385.ΑΠ 347/2003, ΑΠ 184/2002, ΑΠ 183/2001, ΑΠ 573/2009 σε συμβούλιο Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

   Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι «Όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί  πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται αν το κακούργημα ή το πλημμέλημα  δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη κατά την διάταξη του άρθρου 83 του ΠΚ». Η απόπειρα αποτελεί φάση στην όλη διαδρομή του εγκλήματος (inter criminis). Ως πράξη που συνιστά τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως κάποιου εγκλήματος θεωρείται εκείνη που αν συνεχιστεί θα περατώσει το εγκληματικό αποτέλεσμα, δηλαδή τέτοια πράξη είναι εκείνη που μπορεί με βεβαιότητα να οδηγήσει στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, εάν δεν ανακοπεί από λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεως του δράστη. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 και 43 του ΠΚ συνάγεται πως η απόπειρα είναι πεπερασμένη στην περίπτωση που ο δράστης ολοκλήρωσε την ενέργεια του προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αλλά για λόγους που δεν ανάγονται στην βούληση του, δεν επήλθε το αποτέλεσμα της πράξης του. Στην περίπτωση που ο δράστης κατασκεύασε πλαστή πιστωτική κάρτα ή κάρτα αναλήψεως χρημάτων και επιχείρησε να λάβει από Α.Τ.Μ χρήματα ανεπιτυχώς επηρεάζοντας έτσι το λογισμικό της Τράπεζας το έγκλημα συντελείται στην φάση της απόπειρας, εάν το σύστημα  δεν λειτούργησε λόγω επεμβάσεως των αρμοδίων υπαλλήλων της Τράπεζας λόγω δεσμεύσεως αυτού, αφού έγινε αντιληπτό πως οι κάρτες δεν κατεχόταν νόμιμα, αφού τα δεδομένα αυτών είχαν εκφύγει από τους νομίμους κατόχους αυτών (βλ. σχετ. ΑΠ 227/2002 Ποιν. Χρον ΝΓ 803, ΑΠ 1411/2004 Ελλ/Δικ 2004 σελ 1557, ΑΠ 1886/2005 πράξη και Λόγος του ΠΔ 2006 σελ 111, ΑΠ 1464/2003 Ποιν. Χρον ΝΔ σελ 409, ΑΠ 1496/91 Ποιν Χρον 1992 σελ.553, ΑΠ 40/2005, ΑΠ 769/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

   Κατά την διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του ΠΚ κατ εξακολούθηση έγκλημα υφίσταται όταν τελούνται περισσότερες ομοειδείς πράξεις σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα από τον ίδιο δράστη συνδεόμενες μεταξύ τους  με την ενότητα  εκτέλεσης αποφάσεως του εγκλήματος αυτού. Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή πραγματικής συρροής εγκλημάτων, αφού ο δράστης προβαίνει στην τέλεση περισσοτέρων πράξεων, που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά, τελούμενες από τον ίδιο δράστη, ανεξάρτητες η μία της άλλης (διατηρούσες σε περίπτωση παραγραφής η κάθε μία την αυτοτέλεια της) με τις οποίες προσβάλλεται η ίδια μονάδα εννόμου αγαθού και συνδεόμενες μεταξύ τους με την ενότητα της απόφασης προς εκτέλεση του εγκλήματος. Οι μερικότερες πράξεις του κατ εξακολούθηση εγκλήματος μπορούν να τελεστούν με τον ίδιο ή  με διαφορετικούς τρόπους. Κατ' εξακολούθηση έγκλημα υφίσταται στις περιπτώσεις των εγκλημάτων της απάτης και πλαστογραφίας όταν ο δράστης προβαίνει με περισσότερες παραπλανητικές ενέργειες  σε περισσότερες επιζήμιες για τον παθόντα πράξεις. Στην περίπτωση όμως που με μία μόνο παραπλανητική ενέργεια προβαίνει σε περισσότερες επιζήμιες ενέργειες για τον παθόντα τότε τελείται μόνο μία πράξη (βλ. ΑΠ 1821/94 Υπερ. 1996 σελ 375, ΑΠ 1391/93 Υπερ. 1996 σελ 376, ΑΠ 1200/94 Υπερ 1996 σελ 378, ΑΠ 1338/2005, ΑΠ 907/2008, Μελέτες Ποινικού Δικαίου Λάμπρου Μαργαρίτη Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σελ 51). Τα εγκλήματα της πλαστογραφίας  με χρήση κατ επάγγελμα και της απάτης με υπολογιστή κατ επάγγελμα συρρέουν αληθινά μεταξύ τους, αφού ουδέν εξ αυτών αποτελεί συστατικό του άλλου. Αμφότερα εξ αυτών απαρτίζονται από διαφορετικά πραγματικά περιστατικά. Στην περίπτωση της τελέσεως των ανωτέρω εγκλημάτων κατ εξακολούθηση η κάθε μερικότερη πράξη ερευνάται ιδιαίτερα ως προς τον απαρτισμό της και τον χρόνο παραγραφής αυτής. Περαιτέρω το έγκλημα της απόπειρας απάτης απλής ή με τις επιβαρυντικές της περιστάσεις ή της απάτης με υπολογιστή σε απόπειρα δεν συρρέει με το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση  όταν αμφότερα απαρτίζονται από τα ίδια ιστορικά δεδομένα (πραγματικά περιστατικά) αλλά στην περίπτωση αυτή ισχύει η αρχή της απορροφήσεως. Η πράξη της απόπειρας απάτης απλής ή με υπολογιστή  με την κοινή ή επιβαρυντική της μορφή απορροφάται από την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση με τις επιβαρυντικές της περιστάσεις. Αμφότερα τα ανωτέρω εγκλήματα συρρέουν μεταξύ τους αληθινά, όταν απαρτίζονται από διαφορετικά πραγματικά περιστατικά. (ΑΠ 190/2009, ΑΠ 573/2009,  ΑΠ 66/2007, ΑΠ 1180/2004 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

   Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 περ. α και 22 παρ. 4 και 6 του νόμου 2472/97 προκύπτει ότι το έγκλημα της παραβίασης προσωπικών δεδομένων στοιχειοθετείται μεταξύ άλλων και με την παρέμβαση του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο προσωπικών δεδομένών και με την επεξεργασία και εκμετάλλευση αυτών (των δεδομένων) καθίστανται αυτά προσιτά στον δράστη ή και σε τρίτους.  Το ανωτέρω έγκλημα είναι υπαλλακτικώς μικτό. Η αντικειμενική του υπόσταση πραγματώνεται είτε με την επέμβαση του δράστη σε αρχείο προσωπικών δεδομένων ή με την λήψη γνώσης τέτοιου αρχείου με την αφαίρεση των στοιχείων αυτών, με την αλλοίωση του περιεχομένου αυτών, με την καταστροφή τους ή με το να καταστήσει ο δράστης τα δεδομένα αυτά προσιτά σε τρίτους μη δικαιουμένους, ή με την επεξεργασία και την εκμετάλλευση τους (ΑΠ 793/2003, ΑΠ 1945/2002, ΕφΑθ. 3833/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, ΑΠ 1638/2008 Τράπεζα νομικών Πληροφοριών της Νόμος) Το ανωτέρω έγκλημα κακουργηματοποιείται όταν ο δράστης έχει σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον. Για την τυποποίηση δηλαδή του ανωτέρω εγκλήματος σε κακούργημα απαιτείται επιπρόσθετα ο δράστης να έχει σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο.  Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 45 του ΠΚ «Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού κάποια αξιόποινη πράξη καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός αυτής» Για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται αντικειμενικά η σύμπραξη όλων των συμμετόχων στην τέλεση της κύριας πράξης. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, που συνίσταται στην θέληση της πραγμάτωσης της κύριας πράξης ή στην αποδοχή της τελέσεως αυτής. Οι συναυτουργοί απαιτείται να γνωρίζουν πως όλοι οι δράστες  επιδιώκουν την πραγμάτωση του αυτού εγκλήματος. Η απόφαση για την τέλεση του κατά συναυτουργία εγκλήματος μπορεί να έχει ληφθεί είτε πριν την τέλεση της κύριας πράξης (κοινός σχεδιασμός αυτής) είτε κατά την τέλεση της κύριας πράξης. Οι δράστες της συναυτουργίας μπορεί να συμπράττουν από κοινού στην τέλεση της όλης αξιόποινης πράξης αλλά και με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις  μπορεί να τελέσουν την αντικειμενική υπόσταση του αποφασισθέντος και τελεσθέντος εγκλήματος. (βλ. ΑΠ 103/2006, ΑΠ  611/2006, ΑΠ 757/2006, ΑΠ 854/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

   Τέλος από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 περ. β και γ και 10 παρ. 1, 13 περ. β του νόμου 2168/93 απαγορεύεται σε οιονδήποτε να φέρει μαζί του όπλα, αντικείμενα δηλαδή από τα διαλαμβανόμενα στην διάταξη του άρθρου 1 του ανωτέρω νόμου. Όπλα μεταξύ άλλων θεωρούνται και κάθε είδους μαχαίρια και ρόπαλα (γκλόμπ). Εκτός αν αυτά προορίζονται για οικιακή ή επαγγελματική ή εκπαιδευτική χρήση  για θήρα, τέχνη ή αλιεία ή για άλλη συναφή με αυτά χρήση. Εκτός αν αυτά φέρονται στους τόπους όπου επιτρέπεται η χρησιμοποίηση αυτών ή από και προς αυτούς τους τόπους. Το έγκλημα της παράνομης οπλοφορίας στοιχειοθετείται  εκτός από το να φέρει αυτά (τα όπλα) ο δράστης επάνω του και με το να φέρει αυτά σε τόπο εκτός του τόπου φυλάξεως αυτών  (ΑΠ 954/2007, ΑΠ 783/1996 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νόμος, ΑΠ 425/2005, ΑΠ 1113/2005, ΑΠ 500/2005, ΑΠ 68/2004, ΑΠ 700/2003, ΠεντΕφΠατρ 38/2001 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, ΜΟΕΠατρ 31-32/95, Αρμ 1995, σελ 1464. Η έννοια των όπλων και πυρομαχικών Ι. Μπέκα σελ 132 επ.).

   Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα συνημμένα έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων έχουν προκύψει τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

   Το Τμήμα Ηλεκτρονικών Εργασιών και Εναλλακτικών Δικτύων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) ενημέρωσε τις απογευματινές ώρες τις 8/9/2009 την Υποδιεύθυνση Οικονομικών Εγκλημάτων-Αρχαιοκαπηλίας και Ηθών Θεσσαλονίκης για παράνομη διακίνηση πιστωτικών καρτών και καρτών αναλήψεως χρημάτων  των Τραπεζών  της ΕΤΕ και της EUROBANK τα δεδομένα των οποίων είχαν υφαρπαχθεί  από το Υποκατάστημα της 204 της  ΕΤΕ και EUROBANK του Ηρακλείου Κρήτης κατά την χρονική περίοδο 12, 13, 17, 18,19, 20 και 21/8/2009 από τους νομίμους κατόχους αυτών, οι οποίοι συναλλάχθηκαν με τα Α.Τ.Μ των εν λόγω Τραπεζικών Καταστημάτων. Συγκεκριμένα Οι παράνομες συναλλαγές είχαν εντοπιστεί στο Υποκατάστημα της ALPHABANK, που βρίσκεται στην οδό Ερμού  Θεσσαλονίκης και στην ΕΜΠΟΡΙΚΗ (Τράπεζα) που βρίσκεται στην οδό Αγίας Σοφίας. Αστυνομικοί της ανωτέρω υπηρεσίας με την συνεργασία υπαλλήλου της ΕΤΕ με την συνεργασία υπαλλήλων της ανωτέρω Τράπεζας από την Αθήνα, οι οποίοι παρακολουθούσαν  το σύστημα on line εντόπισαν κάποιο πρόσωπο  να συναλλάσσεται με το Α.Τ.Μ της ΕΤΕ, που βρίσκεται στην οδό Διοικητηρίου 15 στην Θεσσαλονίκη. Το ανωτέρω πρόσωπο κατά την στιγμή της συναλλαγής του φορούσε καπέλο Τζόκεϊ προφανώς για  να μην είναι ευχερής η αναγνώριση του, το οποίο μετά την απομάκρυνση του από το ταμειακό μηχάνημα έβγαλε και μετέβη στο ξενοδοχείο με τον διακριτικό τίτλο «Αυγουστος», όπου διέμενε, το οποίο βρίσκεται στην συμβολή των οδών Σβορώνου και Πτολεμαίων. Οι Αστυνομικοί της παραπάνω υπηρεσίας έθεσαν σε διακριτική παρακολούθηση τον ανωτέρω Βούλγαρο υπήκοο .... ο οποίος μετά παρέλευση είκοσι περίπου λεπτών εξήλθε  του ξενοδοχείου, όπου διέμενε και μιλώντας συνεχώς στο κινητό του τηλέφωνο μετέβη στην συμβολή των οδών Σαλαμίνος και Κουντουριώτη, όπου συναντήθηκε με τον δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων ... και  ... Μετά την συνάντηση τους μετέβησαν σε καφετερία που βρίσκεται στην οδό "Δόση" στην περιοχή Λαδάδικα. Οι υπάλληλοι της ΕΤΕ είχαν απενεργοποιήσει τους κωδικούς των πλαστών καρτών και έτσι ήταν αδύνατη πλέον η ανάληψη χρημάτων από τα Α.Τ.Μ. Ο δεύτερος των κατηγορουμένων ... μετά παρέλευση λίγης ώρας αποχώρησε και μετέβη στο Υποκατάστημα της ALPHABANK που βρίσκεται στην πύλη 6 του λιμένος Θεσσαλονίκης προσπαθώντας να εκταμιεύσει με μία εκ των κατασκευασθέντων πλαστών καρτών χρήματα. Επανερχόμενος  στην καφετερία που τον ανέμεναν οι λοιποί των κατηγορουμένων (ο α και γ) τους ανακοίνωσε πως υφίσταται πρόβλημα αναλήψεως χρημάτων από το εν λόγω Α.Τ.Μ. Κατόπιν αυτού ο δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων (...) εισήλθαν στο ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του τρίτου των κατηγορουμένων με αρίθμ. κυκλοφορίας  B... μάρκας VOLVO ακολουθώντας την πορεία προς την δυτική έξοδο της πόλης. Οι ανωτέρω είχαν αποφασίσει  βάσει οργανωμένου σχεδίου να μεταβούν σε Α.Τ.Μ των Αθηνών  ή και άλλων κατά την πορεία τους πόλεων για να ξαναπροσπαθήσουν να προβούν σε αναλήψεις χρημάτων με τις πλαστές πιστωτικές κάρτες και κάρτες αναλήψεως. Οι Αστυνομικοί είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες  και άλλοι εξ αυτών παρακολουθούσαν τις κινήσεις του πρώτου των κατηγορουμένων (...) και άλλοι την πορεία των λοιπών. Ο πρώτος κατηγορούμενος μετά από την αποχώρηση του από την καφετερία μετέβη στην οδό «Λέοντος Σοφού» μεταβαίνοντας διαδοχικά στα Τραπεζικά καταστήματα  της ΕΤΕ, EUROBANK και MARFIN. Ο πρώτος των κατηγορουμένων διέμενε στο δωμάτιο με αριθμό 24 του ανωτέρω ξενοδοχείου, ο οποίος μετά την επιστροφή του ζήτησε να κλείσει δωμάτιο  και για τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του (β και γ εξ αυτών) ζητώντας μάλιστα και χώρο στάθμευσης για το αυτοκίνητο αυτών. Γιατί σύμφωνα με τα προαποφασισθέντα, ο δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων θα επέστρεφαν στην Θεσσαλονίκη την επομένη μέρα μετά τις προαποφασισθείσες αναλήψεις χρημάτων από Α.Τ.Μ των πόλεων που θα μετέβαιναν για τον ανωτέρω σκοπό. Οι Αστυνομικοί που παρακολουθούσαν το όχημα  του τρίτου των κατηγορουμένων ... στο οποίο συνεπέβαινε και ο δεύτερος εξ αυτών ... στάθμευσαν αυτό και προέβησαν σε σωματική έρευνα αυτών και σε έρευνα του οχήματος τους. Κατά την οποία βρέθηκαν α) εργαλεία και πλήθος καλωδίων με ακροφύσια και θύρες USB τα οποία χρησιμοποιούνται κατά την παγίδευση των Α.Τ.Μ Τραπεζών, β) φορητές μονάδες αποθήκευσης, γ) 35 πλαστές κάρτες-κλώνοι μέσα σε τσαντάκι κάτω από την θέση του οδηγού ..., δ) δύο καπέλα, ε) μία περούκα, στ) δύο πτυσσόμενα κλομπ ζ) ένα μαχαίρι μήκους 17 εκ.  και η)  καθώς και ένας φορητός υπολογιστής. Στην σωματική έρευνα του ... (οδηγού και ιδιοκτήτη του ανωτέρω οχήματος) βρέθηκε  το χρηματικό ποσό των 200  ευρώ και μία φορητή μονάδα USB αποθήκευσης  δεδομένων. Στην σωματική έρευνα του β κατηγορουμένου (συνεπιβάτη του ανωτέρω οχήματος) βρέθηκε το χρηματικό ποσό των 625 ευρώ, 34 πλαστές κάρτες-κλώνοι και ένα αμφιβόλου γνησιότητας δελτίο ταυτότητας βουλγαρικών αρχών με στοιχεία ..... Ο πρώτος των κατηγορουμένων εξερχόμενος μετά λίγη ώρα του ξενοδοχείου  συνελήφθη από τους παρακολουθούντες αυτόν Αστυνομικούς και κατά την σωματική έρευνα που διενεργήθηκε βρέθηκε το χρηματικό ποσό των 3000 ευρώ καθώς και ένας φορητός υπολογιστής, στον οποίο υπήρχαν αποθηκευμένα δεδομένα καρτών νομίμων κατόχων, τα οποία είχαν υφαρπαχθεί από Υποκαταστήματα Τραπεζών της πόλης του Ηρακλείου και τα οποία προοριζόταν για την κατασκευή κλώνων. Συνολικά βρέθηκαν αποθηκευμένα δεδομένα 226 προσώπων. Ο ανωτέρω μετά την σύλληψη του ανέφερε στους Αστυνομικούς τον κωδικό εισόδου στον φάκελο των αποθηκευμένων δεδομένων, που ήταν «ivanazov». Οι ανωτέρω κατηγορούμενοι στις αρχές Αυγούστου τρέχοντος έτους είχαν μεταβεί στο Ηράκλειο Κρήτης και από Υποκατάστημα της ΕΤΕ (με αριθμ. 204) στις 13, 18, 20 και 21/8/2009 υφάρπασαν τα δεδομένα νομίμων κατόχων καρτών αναλήψεως και πιστωτικών με την μέθοδο "Skimming" . Δρώντας πάντα με την ίδια μεθοδικότητα και σύστημα στις 12, 17 και 19/8 ιδίου έτους από Υποκατάστημα της  EUROBANK υφάρπασαν  και πάλι δεδομένα καρτών πελατών της εν λόγω Τράπεζας και στην συνέχεια κατασκεύασαν κάρτες κλώνους, για να προβούν σε χρήση αυτών και αναλήψεις χρημάτων από Α.Τ.Μ. Σύμφωνα με τα αποδειχθέντα και προκύψαντα από τα στοιχεία της δικογραφίας (απολογίες των κατηγορουμένων) στην παραπάνω ενέργεια τους προέβησαν με την συνδρομή και ετέρου προσώπου Ρουμάνικης καταγωγής, που άκουγε στο όνομα ...  α.λ.σ. (αγνώστων λοιπών στοιχείων) Οι τρεις κατηγορούμενοι επέστρεψαν στην Βουλγαρία και με την συνδρομή του Ρουμάνου συνεργού τους κατασκεύασαν 108 κάρτες κλώνους, τις οποίες στην συνέχεια  διανεμήθηκαν μεταξύ τους και ο πρώτος έλαβε 39 εξ  αυτών, ο δεύτερος 34 και ο τρίτος 35 . Οι ανωτέρω κάρτες κλώνοι κατασκευάστηκαν εξ αρχής από τους  κατηγορουμένους, στις οποίες καταχώρησαν τους 16ψήφιους αριθμούς των καρτών και τους 4ψήφιους αριθμούς των ΡΙΝ (κωδικούς εισόδου του προγράμματος αναλήψεως χρημάτων των Τραπεζών). Οι ανωτέρω δράστες διά της πληκτρολογήσεως ποσών χρημάτων στα Α.Τ.Μ που είχαν δεσμευθεί  αποπειράθηκαν να αφαιρέσουν διάφορα χρηματικά ποσά από Α.Τ.Μ των Τραπεζών, ΕΤΕ, Κύπρου, MARFIN, EUROBANK και ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ. Η μη ολοκλήρωση της ενέργειας τους οφειλόταν στην δέσμευση των αντιστοίχων λογαριασμών των νομίμων κατόχων αυτών, των οποίων τα δεδομένα είχαν υφαρπαχθεί με την ανωτέρω μέθοδο (SKIMMING). Οι δράστες παρενέβησαν στα  στοιχεία υπολογιστή  κατά την εφαρμογή του προγράμματος χρησιμοποιώντας 4 κάρτες κλώνους-γνησίων πιστωτικών καρτών και καρτών ανάληψης  χρημάτων από Τράπεζες το συνολικό ποσό που αποκόμισαν  και αντίστοιχη ζημία ανέρχεται στο ποσό των 2.940 ευρώ. Ειδικότερα:   

   1) Με την πλαστή κάρτα της ΕΤΕ  με αριθμό ... από  Α.Τ.Μ της Γενικής Τράπεζας  εισέπραξαν το ποσό των 600 ευρώ, β) με την  πλαστή κάρτα της ΕΤΕ με αριθμό 5... από  Α.Τ.Μ της ΕΤΕ  εισέπραξαν  με τρεις συναλλαγές των 380 ευρώ εκάστη το συνολικό ποσό των 1140 ευρώ, γ) με την πλαστή κάρτα της  EUROBANK  με αριθμό ... από  Α.Τ.Μ της  EUROBANK και της Εμπορικής Τράπεζας  εισέπραξαν με τρεις συναλλαγές των 110 ευρώ και μία των 300 ευρώ το συνολικό ποσό των 630 ευρώ και δ) με την πλαστή κάρτα της Τράπεζας Κύπρου με αριθμό 4... από  Α.Τ.Μ  εισέπραξαν το ποσό των 600 ευρώ αποκομίζοντας έτσι το συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ποσό των 2.940 ευρώ με αντίστοιχη βλάβη  των παραπάνω Τραπεζών και αγνώστων καταθετών. Περαιτέρω από κοινού ενεργούντες οι ανωτέρω δράστες επιχείρησαν  να προβούν  στην ανάληψη διαφόρων χρηματικών ποσών από Α.Τ.Μ διαφόρων Τραπεζών με τις κάρτες, που είχαν κατασκευάσει και στις οποίες είχαν καταχωρήσει τα δεδομένα των νομίμων καρτών. Εκ της επιχειρήσεως τους αυτής θα αποκόμιζαν το συνολικό χρηματικό ποσό των 24.560 ευρώ.

   Ειδικότερα οι κάρτες που χρησιμοποιήθηκαν ανεπιτυχώς είναι:

   .... ΑΡ. ΚΑΡΤΑΣ ΗΜ/ΝΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΑΛΗΨΗ             ....

   Συνολικό ποσό επί μέρους πράξεων              24.560

   Οι ανωτέρω δράστες είχαν τοποθετήσει μηχανισμούς παγίδευσης  και αντιγραφής  καρτών (πιστωτικών και αναλήψεως) με σκοπό να προβούν στην συνέχεια στην κατασκευή εξ αρχής καρτών κλώνων με τις οποίες θα προέβαιναν σε αναλήψεις χρημάτων αποκομίζοντας διά της ενέργειας τους αυτής διάφορα χρηματικά ποσά. Συγκεκριμένα υπέκλεψαν τα δεδομένα των παρακάτω καρτών

   ... ΑΡ. ΚΑΡΤΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ....

   Εκ των ανωτέρω συνάγεται  πως οι κατηγορούμενοι ενεργώντας και με πρόσωπο Ρουμάνικης καταγωγής ονόματι ... αγνώστων λοιπών στοιχείων καθώς και με άλλα υποκρυπτόμενα άγνωστα για την ανάκριση πρόσωπα συγκρότησαν εγκληματική ομάδα προς διάπραξη πλαστογραφιών με χρήση  πιστωτικών καρτών και καρτών αναλήψεως χρημάτων από Α.Τ.Μ διαφόρων Τραπεζών έχοντας μοναδικό σκοπό το οικονομικό όφελος, με προοπτική διάρκειας και αποτελούσα αυτή (η συγκροτηθείσα εγκληματική ομάδα) αυτοτελή ενότητα με πειθαρχία των μελών και διακριτούς ρόλους μεταξύ τους ανέλαβαν την υποκλοπή δεδομένων πιστωτικών καρτών και καρτών αναλήψεως χρημάτων από νομίμους κατόχους αυτών  και στην συνέχεια την κατασκευή κλώνων καρτών για την ανάληψη με την χρήση αυτών διαφόρων χρηματικών ποσών προβαίνοντας σε μη καθορισμένο εκ των προτέρων πλαστογραφιών με χρήση (πιστωτικών καρτών και καρτών αναλήψεως χρημάτων) με προοπτική διάρκειας. Στην πράξη των πλαστογραφιών με χρήση προέβησαν κατ' επάγγελμα έχοντας δηλαδή διαμορφώσει υποδομή για επανειλημμένη τέλεση αυτών και επιδιώκοντας όφελος που υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ. Οι ανωτέρω όντες άνεργοι  έχοντες  σκοπό τον πορισμό εισοδημάτων προς βιοπορισμό τους. Οι πράξεις της απόπειρας του εγκλήματος της απάτης με υπολογιστή  απορροφάται από την τετελεσμένη πράξη της πλαστογραφίας  με χρήση τελεσθείσα σε βαθμό κακουργήματος (κατ' επάγγελμα) αφού αμφότερες απαρτίζονται από τα αυτά πραγματικά περιστατικά. Η πράξη της πλαστογραφίας με χρήση και της απάτης με ηλεκτρονικό υπολογιστή (τετελεσμένη) συρρέουν αληθινά μεταξύ τους, αφού αμφότερες απαρτίζονται από διαφορετικά  πραγματικά περιστατικά χωρίς η μία να αποτελεί συστατικό στοιχείο της άλλης και προσβάλλουν αμφότερες διαφορετικά έννομα αγαθά. Περαιτέρω οι κατηγορούμενοι με την τοποθέτηση του SKIMMER  στα Α.Τ.Μ των υποκαταστημάτων της ΕΤΕ (204) και της EUROBANK Ηρακλείου Κρήτης  υπέκλεψαν τα προσωπικά δεδομένα των καρτών των νομίμων κατόχων αυτών  διά της αντιγραφής των κωδικών  των καρτών και του ΡΙΝ (κωδικού εισόδου) αυτών και αναπαρήγαγαν  άλλες κάρτες κλώνους. Με τον ανωτέρω τρόπο παραβίασαν τα δεδομένα των νομίμων κατόχων των καρτών με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους  παράνομο οικονομικό όφελος. Περαιτέρω κατά την σύλληψη των κατηγορουμένων διαπιστώθηκε πως αυτοί έφεραν παράνομα όπλα κατά την έννοια του νόμου (2168/93). Ως εκ τούτου οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τα εγκλήματα της συγκρότησης εγκληματικής ομάδας προς διάπραξη του εγκλήματος της πλαστογραφίας με χρήση κατ εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, της απάτη με ηλεκτρονικό υπολογιστή κατ' εξακολούθηση, της παραβίασης προσωπικών δεδομένων  με σκοπό τον προσπορισμό παράνομου οικονομικού οφέλους κατ εξακολούθηση και της παράνομης οπλοφορίας. Κατά συνέπεια πρέπει να παραπεμφθούν οι ανωτέρω κατηγορούμενοι για να δικαστούν από το αρμόδιο υλικά Τριμελές Εφετείο Α βαθμού (κακουργημάτων) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 13 στοιχ. στ, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 45, 51, 52, 53, 57, 60, 63, 79, 94 παρ. 1, 98 παρ. 1, 2, 187 παρ. 1, 216 παρ. 1, 3 περ. β, 386 παρ. 1, 386 Α παρ. 1, του ΠΚ, άρθρο 1, 2 παρ. 1 περ. α, 22 παρ. 4, 6 του νόμου 2472/97, άρθρο 1 παρ. 2 περ. β και γ, 10 παρ. 1, 13 β του νόμου 2168/93  σε συνδ. με άρθρο 7 παρ. 1 του νόμου 2928/2001.

   Τα με αριθμ. 15, 17 και 16/14/9/2009 εντάλματα προσωρινής κράτησης της 5ης τακτικής Ανακρίτριας πλημμελειοδικών  Θεσσαλονίκης να διατηρηθούν σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της κατ' αυτών κατηγορίας όχι όμως πέραν του νομίμου ορίου των έξι μηνών (με έναρξη της προσωρινής κρατήσεως στις 9/9/2009).

   Οι ανωτέρω κρατήθηκαν ως επικίνδυνοι για την τέλεση και άλλων παρομοίων πράξεων ως εκ του τρόπου τελέσεως των διωκομένων σε βάρος τους πράξεων.

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Προτείνω α) να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι να δικαστούν από το αρμόδιο υλικά Τριμελές Εφετείο Α βαθμού (κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης για τις πράξεις της συγκρότησης εγκληματικής ομάδας, της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, της απάτης με ηλεκτρονικό υπολογιστή κατ εξακολούθηση, της παραβίασης προσωπικών δεδομένων κατ εξακολούθηση  πράξη από την οποία σκόπευαν οι κατηγορούμενοι να προσπορίσουν στον εαυτό τους και σε άλλους παράνομο περιουσιακό όφελος και της παράνομης οπλοφορίας.

   Συγκεκριμένα:

   Κατηγορούνται ως υπαίτιοι του ότι: Στη Θεσσαλονίκη και στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις τέλεσαν περισσότερα από ένα εγκλήματα, που τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές.

   Ειδικότερα: 

   Α) Στο Ηράκλειο Κρήτης σε αδιευκρίνιστη εισέτι ημερομηνία στις αρχές Αυγούστου τρέχοντος έτους (2009) ενώθηκαν και με άλλα άτομα, και συγκρότησαν εγκληματική ομάδα με δομημένη και διαρκή δράση, επιδιώκουσα τη διάπραξη του κακουργήματος της πλαστογραφίας με χρήση πλαστών με επιδιωκόμενο όφελος των μελών της, που υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ εξακολουθητικά. Συγκεκριμένα στον προαναφερθέντα τόπο και χρόνο, ενεργώντας με κοινό δόλο και με άλλα άτομα άγνωστα στην ανάκριση, αισθανόμενοι ως ενιαία μονάδα και με κάθε μέλος να έχει ως σκοπό τη διάπραξη περισσότερων του ενός κακουργημάτων των άρθρων 216 παρ. 3 περ. β του ΠΚ, συγκρότησαν ιεραρχικά δομημένη με διάρκεια δράσης σε βάθος χρόνου εγκληματική ομάδα, και υπότασσαν όλοι τις κατ' ιδία βουλήσεις τους  στη βούληση της εγκληματικής οργάνωσης, νοούμενης ως αυτοτελούς ολότητας και όλοι συναποτελούσαν ενιαία μονάδα, την οποία δεν σχημάτισαν περιστασιακά, αλλά με μόνιμο και σταθερό χαρακτήρα, με προοπτική διαρκούς και σχεδιασμένης δράσης και σκοπό την κατ' εξακολούθηση τέλεση του  ανωτέρω κακουργήματος. Ειδικότερα, άπαντες ενεργούντες από κοινού τοποθετούσαν σε αυτόματες ταμειακές μηχανές (Α.Τ.Μ) Τραπεζών, μηχανισμό υποκλοπής στοιχείων τραπεζικών καρτών (πιστωτικών και ανάληψης μετρητών), έτσι ώστε κατά τη χρήση της πιστωτικής κάρτας ή της κάρτας ανάληψης μετρητών, από τρίτους, που αγνοούσαν ότι το Α.Τ.Μ είναι παγιδευμένο, να αποτυπώνονται στο μηχανισμό  υποκλοπής, τα στοιχεία των καρτών και οι κωδικοί τους. Στη συνέχεια με βάση τα στοιχεία αυτά, προβαίναν σε αναπαραγωγή καρτών - κλώνων των γνησίων με τη χρήση των καρτών αυτών σε ανάληψη χρημάτων από τους λογαριασμούς των νομίμων κατόχων, προκαλώντας έτσι οικονομική ζημία στις Τράπεζες και στους τρίτους των οποίων τα προσωπικά δεδομένα έκαναν  χρήση.

   Β) Στη Θεσσαλονίκη στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης κατήρτισαν πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, με την πράξη τους δε αυτή σκόπευαν να προσπορίσουν  στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 15.000,00 ευρώ, βλάπτοντας αντίστοιχα τις Τράπεζες και τους τρίτους. Οι δράστες είναι άτομα που ενεργούν την ως άνω πράξη κατ' επάγγελμα. Πιο συγκεκριμένα στον ως άνω τόπο κατά το χρονικό διάστημα μετά την 13-8-2009 ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης έχοντας στην κατοχή τους 108 κάρτες με μαγνητική ταινία, στις οποίες ανέγραψαν τα προσωπικά δεδομένα στοιχεία τραπεζικών λογαριασμών ξένων προς αυτούς προσώπων και ανέγραψαν σε αυτοκόλλητα επί των καρτών τα αντίστοιχα ΡΙΝ των γνησίων καρτών (πιστωτικών και καρτών ανάληψης χρημάτων), τα οποία είχαν υποκλαπεί με τη μέθοδο skimming, προκειμένου να  καταχωρηθούν στις παραπάνω πλαστές κάρτες - κλώνους. Στη συνέχεια δε έκαναν χρήση ορισμένων των ανωτέρω πλαστών καρτών επηρεάζοντας τα στοιχεία μηχανημάτων αυτόματης συναλλαγής τραπεζών (ΑΤΜ) κατά την τέλεση της υπό στοιχείο (Γ) πράξης της απάτης με υπολογιστή κατ' εξακολούθηση, όπως αυτή περιγράφεται αναλυτικά παρακάτω, προβαίνοντας σε ανάληψη χρηματικών ποσών από τους αντίστοιχους τραπεζικούς. λογαριασμούς, Ειδικότερα, την 8-9-2009 έκαναν χρήση των 22 πλαστών καρτών κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα κατωτέρω στην υπό στοιχείο (Γ) πράξη, τετελεσμένης και σε απόπειρα, επηρεάζοντας τα στοιχεία μηχανημάτων αυτόματης συναλλαγής τραπεζών (ΑΤΜ), προβαίνοντας σε ανάληψη χρηματικών ποσών από τους αντίστοιχους τραπεζικούς λογαριασμούς, με σκοπούμενο όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ. Από την επανειλημμένη δε κατά τα ανωτέρω τέλεση της ως άνω πράξης τους, τον ακριβή σχεδιασμό των ενεργειών τους, τον τρόπο και τα τεχνάσματα που χρησιμοποίησαν, την όλη μεθόδευση που ακολούθησαν και από την όλη υποδομή που διαμόρφωσαν, προκύπτει ότι διαπράττουν  την παραπάνω αξιόποινη πράξη κατ' επάγγελμα, καθόσον προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος απ' αυτήν προς βιοπορισμό τους. Αφού όντες άπαντες άνεργοι διά της τελέσεως της παραπάνω πράξεως  τους σκοπούσαν στον πορισμό εισοδημάτων για τον βιοπορισμό τους. 

   Γ) Στη Θεσσαλονίκη, και στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος: α) ενεργώντας από κοινού έχοντας σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος και να βλάψουν αντίστοιχα  άλλους (Τράπεζες και τρίτους) επηρέασαν  διά της χρήσεως πλαστών πιστωτικών καρτών και καρτών αναλήψεως  το εφαρμοσμένο πρόγραμμα των Α.Τ.Μ των τραπεζών ΕΤΕ, EUROBANK και Κύπρου  κάνοντας χρήση των ανωτέρω καρτών κλώνων ως νόμιμοι κάτοχοι αυτών και εισέπραξαν έτσι το χρηματικό ποσό των 2.940 ευρώ.

   Ειδικότερα:

   τα στοιχεία υπολογιστή κατά την εφαρμογή του προγράμματος χρησιμοποιώντας 4 κάρτες κλώνους γνησίων πιστωτικών καρτών και καρτών ανάληψης χρημάτων από Τράπεζες το συνολικό ποσό που αποκόμισες και αντίστοιχη ζημία ανέρχεται στο ποσό των 2.940 ευρώ.

   1) Με πλαστή κάρτα της ΕΤΕ  με αριθμό ... σε Α.Τ.Μ της Γενικής Τράπεζας  εισέπραξαν το ποσό των 600 ευρώ, β) με πλαστή κάρτα της ΕΤΕ με αριθμό ... από  Α.Τ.Μ της ΕΤΕ και εισέπραξαν με τρεις συναλλαγές των 380 ευρώ εκάστη το συνολικό ποσό των 1140 ευρώ, γ) με πλαστή κάρτα της  EUROBANK με αριθμό ... από  Α.Τ.Μ της  EUROBANK και της Εμπορικής Τράπεζας και εισέπραξαν με τρεις συναλλαγές των 110 ευρώ και μία των 300 ευρώ το συνολικό ποσό των 630 ευρώ και δ) με μία ακόμη πλαστή κάρτα της Τράπεζας Κύπρου με αριθμό ... από  Α.Τ.Μ. εισέπραξαν το ποσό των 600 ευρώ αποκομίζοντας έτσι το συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ποσό των 2.940 ευρώ με αντίστοιχη βλάβη  των παραπάνω Τραπεζών και αγνώστων καταθετών.

   Δ) Στις 12, 13, 17, 18, 19, 20 και 21/8/2009 παραβίασαν τα προσωπικά δεδομένα νομίμων κατόχων πιστωτικών καρτών και καρτών αναλήψεως διά της τοποθετήσεως σε Α.Τ.Μ υποκαταστήμάτος της ΕΤΕ και της EUROBANK στο Ηράκλειο Κρήτης υποκλέπτοντας τα δεδομένα αυτών (κωδικούς αριθμούς των καρτών και των ΡΙΝ) (κωδικούς εισόδου στο σύστημα του υπολογιστή των Τραπεζών)  με αποκλειστικό σκοπό διά της αντιγραφής αυτών και της κατασκευής καρτών κλώνων και στην συνέχεια δια της χρησιμοποιήσεως αυτών  να προσποριστούν διάφορα χρηματικά ποσά.  

   Συγκεκριμένα υπέκλεψαν τα δεδομένα 226 προσώπων (στοιχεία των καρτών τα οποία εκτίθενται παρακάτω)

.........................

   Ε) Κατά τον ίδιο ανωτέρω τόπο  (στην Θεσσαλονίκη) και κατά τον ίδιο πιο πάνω αναφερόμενο χρόνο έφεραν παράνομα  οι ανωτέρω κατηγορούμενοι όπλα  (αντικείμενα εκ των διαλαμβανομένων στην διάταξη του άρθρου 1 του νόμου 2168/93 περί όπλων). Ειδικότερα ο πρώτος εκ των κατηγορουμένων (...) καταλήφθηκε να φέρει ένα μαχαίρι μήκους 20 εκ. Ενώ οι λοιποί από ένα μαχαίρι μήκους 17 εκ. και δύο πτυσσόμενα γκλόμπ χωρίς να έχουν προς τούτο σχετικό δικαίωμα.

   Για το έγκλημα της απόπειρας απάτης με υπολογιστή να μην γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων λόγω απορροφήσεως αυτής από την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση κατ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα (λόγω απαρτισμού αμφοτέρων των αδικημάτων εκ των αυτών πραγματικών περιστατικών).

   Τα αρίθμ. 15, 17 και 16/14/9/2009 εντάλματα προσωρινής κρατήσεως της 5ης Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης να διατηρηθούν σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως και για χρονικό διάστημα, που να μην υπερβαίνει το ανώτερο χρονικό διάστημα που να μην υπερβαίνει τους έξι μήνες (Με ημερομηνία ενάρξεως 9/9/2009).

   Θεσσαλονίκη 4/12/2009.

   Ο Αντεισαγγελέας Εφετών

   Ηλίας Νικ. Σεφερίδης