ΣΕφΘεσ 592/2010

 

Έννοια συγκρότησης και ένταξης  σε εγκληματική οργάνωση - Έννοια διακεκριμένης μορφής κατοχής όπλων κατά συναυτουργία τελεσθείσα με συγκλίνουσες πράξεις - Έννοια έκρηξης - Πλαστογραφία κατ' επάγγελμα - Κατοχή πλαστών εντυπωμάτων - Προπαρασκευαστική πράξη -.

 

Στοιχεία διακεκριμένης κλοπής με την μορφή της ένωσης περισσοτέρων προσώπων. Ορθός προσδιορισμός της πράξης από την ανωτέρω στην απλή κλοπή. Στοιχεία πλαστογραφίας κατ' επάγγελμα. Η κατοχή πλαστών εντυπωμάτων προς τέλεση του εγκλήματος της πλαστογραφίας συνιστά προπαρασκευαστική πράξη και συνεπώς μη τιμωρητή. Έννοια υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης. Στοιχεία αποδοχής προϊόντων εγκλήματος.

 

Βούλευμα Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης

Αριθμ.. 592/2010.

 

 

...............

 

ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΕΚΑΝΕ ΔΕΚΤΗ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΦΕΤΩΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:

 

 

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

 

Εισάγω στο Συμβούλιο σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 2, 4, 138 παρ. 1, 2, 270 παρ. 1 περ. α, β, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1, 313, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1, 318, 319 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ και 7 του νόμου 2928/2001 την προκείμενη με αριθμ Φ09/5482 (139/2009) ανακριτική δικογραφία, που σχηματίστηκε σε βάρος των ... και της .... κατοίκου Πανοράματος οδός ... αριθμ.. ... Θεσσαλονίκης,... και της ... λογιστή κατοίκου Καλαμαριάς οδός ... αριθμ. ... Θεσσαλονίκης και ... και της ...  οδηγού φορτηγού κατοίκου Ανω Λιοσίων οδός ... Αθηνών κατηγορουμένων για τις πράξεις α) όλων της συγκρότησης εγκληματικής ομάδας με δομημένη και με διαρκή δράση  (ομάδα) για την διάπραξη των εγκλημάτων της παράβασης του νόμου περί όπλων, παράβαση σχετική με τις εκρηκτικές ύλες, διακεκριμένη κλοπή, και πλαστογραφία (άρθρο 187 παρ. 1 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου 2928/2001, στην συνέχεια αντικαταστάθηκε με την παρ 3 του άρθρου 11 του νόμου 3064/2002 και  όπως προστέθηκε εδαφ. α με την διάταξη του άρθρου 42 παρ. 5 του 3251/2004 και  τελικά προστέθηκε τελευταίο εδάφιο στην ανωτέρω παράγραφο με  το άρθρο 11 του νόμου 3658/2008 σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 1 του νόμου 2168/93, άρθρου 272 παρ. 1,  374 παρ. 1 περ. δ και 316 παρ. 1, 3 του ΠΚ) της κατοχής όπλων με σκοπό την παράδοση όπλων  σε τρίτους (άρθρα 1 παρ. 1 περ. α, δ και 15 παρ. 1 περ. α του νόμου 2168/93) της κατοχής εκρηκτικών βομβών με σκοπό την παράδοση σε τρίτους για την πρόκληση έκρηξης  (άρθρο 272 παρ. 1 του ΠΚ) της διακεκριμένης κλοπής που τελέστηκε με την μορφή της ένωσης δύο  και πλέον προσώπων προς διάπραξη αορίστου αριθμού κλοπών (άρθρο 372 παρ. 1, 374 περ. δ του ΠΚ) της πλαστογραφίας με χρήση  κατ εξακολούθηση  με την μορφή της  κατ επάγγελμα  τελέσεως αυτής (άρθρα 45, 98 παρ. 1, 2 και  216 παρ. 1, 3 περ. β του ΠΚ) και της απλής  πλαστογραφίας με χρήση  (άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ) της υφαρπαγής ψευδούς  βεβαίωσης  κατ εξακολούθηση (άρθρα 45, 98 παρ. 1 και 220 παρ. 1 του ΠΚ) και ο πρώτος  και της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος (άρθρο 394 παρ. 1 του ΠΚ)  Η ποινική δίωξη κινήθηκε μετά την αριθμ. 3009/14/803-ρλδ/8/9/2009 αναφορά του Τμήματος Εγκλημάτων κατά της ζωής και ιδιοκτησίας  της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης (ΔΑΘ) Σε βάρος των δύο πρώτων κατηγορουμένων (... και ... κατοίκων Θεσσαλονίκης εκδόθηκαν τα αριθμ. 13 και 14/2009 εντάλματα προσωρινής κρατήσεως της 5ης Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και έκτοτε κρατούνται στην Δικαστική Φυλακή Διαβατών Θεσσαλονίκης.  Η εξακολούθηση της προσωρινής κρατήσεως των ανωτέρω έχει συντελεστεί με το αριθμ. 292/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Σε βάρος του τρίτου κατηγορουμένου (... κατοίκου Αθηνών έχει εκδοθεί η αριθμ. 30/2010 διάταξη της ίδιας ανωτέρω Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών  διά της οποίας επιβλήθηκαν σ αυτόν οι περιοριστικοί όρι α) της εμφανίσεως του το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στον Διοικητή του Τ.Α του τόπου της κατοικίας του και  β) της απαγορεύσεως του να μεταβεί στην αλλοδαπή και κατόπιν των ανωτέρω εκθέτω τα παρακάτω.

 

 

Κατά την διάταξη του άρθρου 7 του νόμου 2928/2001 όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε από την διάταξη του άρθρου 42 παρ. 5 του νόμου 3251/2004 και ισχύει από 27/6/2004 για την πράξη της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 παρ. 1 του ΠΚ) η ανάκριση περατώνεται από το Συμβούλιο Εφετών. Μετά την τελευταία ανακριτική πράξη η δικογραφία διαβιβάζεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος υποβάλλει πρόταση του στο οικείο Συμβούλιο. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο εφετών είναι αρμόδιο και για τα συναφή εγκλήματα ανεξάρτητα της βαρύτητας αυτών και αν γι΄αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανακρίσεως (βλ. ΑΠ 464/2003 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2003 σελ 99, ΑΠ 404/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου σελ 2004 σελ 261, ΑΠ 4/2005 ΝοΒ 53 σελ 1334, ΑΠ 495/2005 Τράπεζα Νομικών πληροφοριών του ΔΣΑ,  ΣυμβΕφΑθ 1270/2003 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2003 σελ 221, ΣυμβΕΦΘεσ 250/2009  Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νόμος). Το Συμβούλιο Εφετών δεν αποβάλει την αρμοδιότητα του  στην περίπτωση που δεν αποδειχθεί η τέλεση του εγκλήματος της συγκρότησης και ένταξης σε  εγκληματική οργάνωση (βλ. άλλως ΒουλΣυμβΕφΑθ. 2584/2003 Ποιν.Χρον. ΝΔ σελ 362). Η παραπάνω διάταξη δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του εβδόμου πρωτοκόλου αυτής (άρθρο 2 του νόμου 1705/87) καθώς και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα του ανθρώπου (άρθρο 14 παρ. 5 του νόμου 2462/97) για την ισότητα των όπλων και την αρχή της δίκαιης δίκης (βλ. ΑΠ 544/2004, ΑΠ  654/2005, ΑΠ 615/2003 Τράπεζα νομικών πληροφοριών του ΔΣΑ, ΑΠ 852/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νόμος). Κατά την διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του ΠΚ η οποία έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 1 του Νόμου 2928/2001 και συμπληρώθηκε με την διάταξη του άρθρου 11 παρ. 3 του νόμου 3064/2002 και στην συνέχεια με την διάταξη του άρθρου 42 παρ. 5 του νόμου 3251/2004 και τελικά το τελευταίο εδάφιο αυτής συμπληρώθηκε με την διάταξη του άρθρου 11 του νόμου 3658/2008 ορίζεται ότι: «Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή και περισσότερα πρόσωπα για την διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 374 ΠΚ διακεκριμένης κλοπής, 216 παρ. 3 ΠΚ πλαστογραφίας άρθρου 272 παρ. 1  του ΠΚ  της παράβασης του νόμου σχετικά με τις εκρηκτικές ύλες, του νόμου περί όπλων  2168/93». Η ανωτέρω διάταξη προβλέπει δύο εγκλήματα την συγκρότηση εγκληματικής ομάδας (στιγμιαίο έγκλημα) και την ένταξη σε ήδη δομημένη εγκληματική ομάδα νέων μελών (διαρκές έγκλημα) Το έγκλημα που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη είναι πραγματοπαγές, για τον λόγο αυτό τα μέλη μπορούν να αντικατασταθούν ή να εναλλαγούν μεταξύ τους. Το έγκλημα της συγκρότησης εγκληματικής ομάδας πραγματώνεται με την ανάληψη πρωτοβουλίας και την διενέργεια κινήσεων προς δημιουργία  εγκληματικού μορφώματος, τα μέλη του οποίου έχουν αποφασίσει να εκτελέσουν τα κακουργήματα που περιοριστικά αναφέρονται στην ανωτέρω διάταξη.  (άρθρο 187 παρ. 1 του ΠΚ). Ο δράστης της συγκρότησης εγκληματικής ομάδας στην περίπτωση που παραμείνει σ΄ αυτήν δεν θα τιμωρηθεί δύο φορές δηλαδή και για την πράξη της συγκρότησης και για την πράξη της ένταξης στην εγκληματική ομάδα, αφού το έγκλημα αυτό είναι υπαλλακτικώς μικτό, προς τούτο στην ανωτέρω διάταξη αναφέρεται πως «τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται σε εγκληματική ομάδα» Στην ανωτέρω διάταξη δεν αναφέρεται ο σκοπός του οικονομικού οφέλους των μελών της εγκληματικής ομάδας, που συγκροτήθηκε ή που εντάχθηκε ο δράστης, γιατί σκοπός του νομοθέτη ήταν να συμπεριληφθούν σ’ αυτήν την εγκληματική ομάδα  και οι πολιτικές τρομοκρατικές οργανώσεις. Για την στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος  της συγκρότησης ή ένταξης σε εγκληματική ομάδα απαιτείται να υφίσταται μεταξύ των μελών πειθαρχία  και ενεργός δράσης, χωρίς να είναι αναγκαία και η επικοινωνία των μελών μεταξύ τους αρκεί τα μέλη να εκτελούν τα ανατιθέμενα σ΄αυτά καθήκοντα χωρίς να απαιτείται το κάθε μέλος να σημμετέχει και στον σχηματισμό  της εγκληματικής δράσης. Η απλή συμφωνία των μελών δηλ. η σύμπτωση των βουλήσεων των μελών για την τέλεση ορισμένων κακουργημάτων δεν αρκεί, γιατί τότε κάθε μορφή συναυτουργίας θα μπορούσε να αναχθεί και στο ιδιόνυμο έγκλημα της συγκρότησης ή ένταξης σε δομημένη εγκληματική ομάδα. Σκοπός των δραστών  των ανωτέρω εγκλημάτων είναι η συστηματική τέλεση επιλεγμένων αξιοποίνων πράξεων, που διακρίνονται για την αυξημένη  απαξία τους και αντικοινωνικότητα τους. Οι δράστες των ανωτέρω εγκλημάτων πρέπει να έχουν σκοπό να τελέσουν απεριόριστο αριθμό κακουργημάτων που προβλέπονται από την παραπάνω διάταξη μεταξύ των οποίων είναι και το έγκλημα της κακουργηματικής πλαστογραφίας (άρθρο 216 παρ. 1, 3 περ. β του ΠΚ) και των εγκλημάτων της κατοχής όπλων με σκοπό την παράδοση ατών σε τρίτους ή  τον εφοδιασμό ομάδων  προς τέλεση εγκλημάτων κλπ. Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 187 παρ. 1 του ΠΚ είχε θεσπιστεί αρχικά για την προστασία της κοινωνίας από τις τρομοκρατικές οργανώσεις αλλά ισχύει  και για κάθε μορφή ομαδικής εγκληματικής δράσης, που βάλλει κατά της οργανωμένης κοινωνίας και της έννομης τάξης. Η χρονική διάρκεια της  εγκληματικής ομάδας δεν μπορεί να είναι εκ των προτέρων καθορισμένη μπορεί να είναι αόριστης διάρκειας ή η διάρκεια αυτής να μην έχει επακριβώς υπολογιστεί, αρκεί  να εκτείνεται σε βάθος χρόνου. Η ανωτέρω πράξη στοιχειοθετείται με την μορφή της ένταξης σε ήδη δομημένη εγκληματική ομάδα, όταν αυτή απαρτίζεται  από περισσότερα των τριών ατόμων, τα οποία έχουν  σύμπτωση βουλήσεων διακριτούς ρόλους μεταξύ τους χωρίς να απαιτείται και συνεισφορά των μελών στον σχηματισμό της εγκληματικής δραστηριότητας. Τα ενταγμένα στην ομάδα μέλη όμως πρέπει να εκτελούν τα ανατιθέμενα σ΄αυτά καθήκοντα. Για την στοιχειοθέτηση των  ανωτέρω εγκλημάτων (της συγκρότησης και ένταξης  σε εγκληματική ομάδα) που προβλέπεται στην παραπάνω διάταξη δεν είναι αναγκαία η πραγμάτωση των σκοπουμένων εγκλημάτων αλλά αρκεί η ύπαρξη του σκοπού και της βουλήσεως προς τέλεση αυτών  και ο σχηματισμός των προπαρασκευαστικών πράξεων για την τέλεση αυτών (σκοπουμένων εγκλημάτων) Ο σκοπός των δραστών για την τέλεση περισσότέρων κακουργημάτων εκ των αναφερομενων στην παραπάνω διάταξη δεν πρέπει να εικάζεται αλλά να προκύπτει με βεβαιότητα, πως οι δράστες έχουν αποφασίσει και να συμμετάσχουν στην τέλεση απροσδιορίστου εκ των προτέρων αριθμού εγκληματων ομοειδών ή ετεροειδών μεταξύ τους. Η ευθύνη των εγκλημάτων της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική ομάδα ειναι ανεξάρτητη της ευθύνης  της τελέσεως των εγκλημάτων που αναφέρονται  στην ανωτέρω διάταξη.  Αφού για την συγκρότηση αυτών δεν απαιτείται η συντέλεση αυτών αλλά αρκεί μόνο η ύπαρξη του σκοπού της τελέσεως αυτών (βλ. σχετ. ΑΠ 87/2000 Ποιν/νη 3 σελ 468, ΑΠ 265/2002 Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου 2003 σελ. 223, ΑΠ 615/2003 Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου 2003 σελ. 223,ΑΠ 402/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2004 σελ 261, ΣυμβΕΦΑθ. 3028/2003 Ποιν. Χρον ΝΕ 164, ΒουλΣυμβΕΦΑθ 1270/2003 Πράξη και Λόγος Ποινικού Δικαίου 2003 σελ 221, ΑΠ 33/2006, ΑΠ 48/2006, ΑΠ 911/2008, Τράπεζα νομικών Πληροφοριών Νόμος, ΑΠ 291/2009 Τραπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ,  ΔιατΕισΕφΘεσ. 265/98 Υπερ. 1999 σελ 435, Αθανασίου Κονταξή ερμ Ποινικού Δικαίου σελ 1629, Ι Μανωλεδάκη ερμ. Ποινικού Κώδικα σελ 105. Ασφάλεια και Ελευθερία Ι Μανωλεδάκη σελ 103, 110, 112  επ.).

 

 

Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1  του Νόμου 2168/93 ορίζεται «Οποιος εισάγει, κατέχει, κατασκευάζει, μετασκευάζει...... πολεμικά τυφέκι, αυτόατα, πολυβόλα, περίστροφα, πιστόλια, χειροβομβίδες, πυρομαχικά, εκρηκτικές, ύλες, εκρηκτικούς μηχανισμούς ή και κάθε είδους πολεμικα υλικά  με σκοπό την διάθεση τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος ή με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων, οργανώσεων, σωματείων ή ενώσεων προσώπων, τιμωρείται με κάθειρξη, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη .....»

 

 

Από την παρατεθείσα  ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι οι βασικές μορφές των εγκλημάτων περί όπλων τυποποιούνται σε βαθμό κακουργήματος, όταν ο δράστης έχει σκοπό να παραδώσει  τα όπλα που διαλαμβα΄νονται στην παράγραφο 1  του άρθρου 15 του νόμου 2168/93 σε τρίτο προς τέλεση κακουργήματος ή προς εφοδιασμόεγκληματικής  ομάδος  για τον ίδιο ανωτέρω σκοπό. Το προβλεπόενο έγκλημα στην ανωτέρω διάταξη τιμωρεί τις πράξεις διακίνησης  όπλων μεταξύ των οποίων ειναι και η κατοχή, η οποία γινεται με σκοπό την παράδοση των κατεχομένων όπλων σε τρίτους προς τελεση κακουργήματος. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι αναγκαία και η πράγμάτωση αυτού (του σκοπού) αρκεί να υφίσταται προσφορότητα  του αποδέκτη των όπλων να προβεί στην τέλεση ή να αποπειραθεί την τέλεση κακουργήατος. Το έγκλημα που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη ειναι σωρρευτικώς μικτό. Η κάθε πράξη τιμωρείται ως ιδιαίτερο έγκλημα και επιβάλλεται γι΄ αυτήν ιδιαίτερη ποινή. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή δεν ισχύει ότι και στις περιπτώσεις των ναρκωτικών (άρθρο 20 παρ. 2 του κωδικοποιημένου νόμου για τα ναρκωτικά 3459/2006)  που ο δράστης όταν πρόκειται για την αυτή ποσότητα τιμωρείται  με μία ποινή (βλ. αντίθετη άποψη ΚαΪάφα Γκμπάντι). Το πρόσωπο ή ή ομάδα στην οποία πρόκειται να παραδοθούν τα όπλα δεν είναι αναγκαίο να ειναι εκ των προτέρων καθοριμένα, αρκεί να υφίσαται προσφορότητα στην τέλεση του κακουργήματος και τα υλικά αντικείμενα που παραδίδονται να ειναι από τα διαλαμβανόμενα ρητά στην ανωτέρω διάταξη. (βλ. ΑΠ 565/2009 Αρμ 2009 σελ 1739, ΑΠ 627/2007 Ποιν. Χρον 2008 σελ 144, ΑΠ 596/2002 Ποιν.Λογ 2002 σελ 703, ΑΠ 808/2008, ΑΠ 257/2000 Τράπεζα Νομικων Πληροφοριών της Νομος, Οπλα-Πυρομαχικά-Εκρηκτικά Ι. Μπέκα σελ 164 επ.) Κατά την διάταξη του άρθρου 45 του ΠΚ «Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού κάποια αξιόποινη πράξη καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός αυτής» Για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται αντικειμενικά η σύμπραξη όλων των συμμετόχων στην τέλεση της κύριας πράξης. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, που συνίσταται  στην θέληση της πραγμάτωσης της κύριας πράξης ή στην αποδοχή της τελέσεως αυτής. Οι συναυτουργοί απαιτείται να γνωρίζουν πως όλοι οι δράστες  επιδιώκουν την πραγμάτωση του αυτού εγκλήματος. Η απόφαση για την τέλεση του κατά συναυτουργία εγκλήματος μπορεί να έχει ληφθεί είτε πριν την τέλεση της κύριας πράξης (κοινός σχεδιασμός αυτής) είτε κατά την τέλεση της κύριας πράξης. Οι δράστες της συναυτουργίας μπορεί να συμπράττουν από κοινού στην τέλεση της όλης αξιόποινης πράξης αλλά και με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις  μπορεί να τελέσουν την αντικειμενική υπόσταση του αποφασισθέντος και τελεσθέντος εγκλήματος. (βλ. ΑΠ 103/2006, ΑΠ  611/2006, ΑΠ 757/2006, ΑΠ 854/2006 Τράπεζα νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 του ΠΚ η οποία ορίζει ότι: «Οποιος κατασκευάζει προμηθεύεται ή κατέχει εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικές βόμβες  με σκοπό να τις χρησιμοποιήσει για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα  ή κίνδυνο για άνθρωπο ή να τις παραχωρήσει σε άλλον για τέτοια χρήση, τιμωρείται με κάθειρξη». Ως εκρηκτική ύλη νοείται κατά την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. ε του νόμου 2168/93 τα στερεά ή υγρά σώματα τα οποία από οποιαδήποτε αιτία υφίστανται χημική μταβολη και μετατρέπονται σε αέριες μάζες με συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών ή πιέσεων  με βλητικά ή ρικτικά αποτελέσματα. Ως εκρητικός μηχανισμός θεωρείται κατά την  ανωτέρω διάταξη  στοιχ στ (άρθρο 1 παρ. 1 περ. στ του νόμου 2168/93) κάθε μηχανισμός που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη της εκρηκτικης ύλης. Το έγκλημα  που προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 του ΠΚ ειναι σωρευτικώς μικτό, συγκροτείται είτε με την κατασκευή ή με την προμήθεια ή κατοχή εκρηκτικής ύλης ή μηχανισμού. Ως κατοχή νοείται  η ύπαρξη των ανωτέρω (εκρηκτικής ύλης ή μηχανισμού ) που βρίσκονται στην διάθεση του κατόχου για να τα χρησιμοποιήσει προσωπικά ο ίδιος ή να τα παραδώσει σε τρίτους προς χρήση αυτών με σκοπό πρόκλησης κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα (προκληση σε ευρεία κλίμακα κινδύνου ξένων περιουσιών) ή κίνδυνο για άνθρωπο ή πρόκληση τρόμου σε πολίτες. Το έγκλημα ειναι υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως. Για την πραγμάτωση του δεν ειναι αναγκαίο να επέλθει και ο σκοπούμενος  κίνδυνος (ΑΠ 1354/2003, ΑΠ 2027/2006, ΑΠ 851/2008, ΑΠ 741/2009 Τράπεζα Νομικών πληροφοριών της Νόμος,) Η έλλειψη του κοινού κινδύνου δεν πραγματώνει τοέγκλημα της κατοχής εκρηκτικών υλών αλλά  αναλόγως των συντρεχότων λοιπών στοιχείων τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθων 7 και 15 του νόμου 2168/93 εγκλημάτων.

 

 

Κατά την διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 α  ΠΚ ορίζεται ότι `Οποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών`. Από την έννοια της παραπανω διατάξεως προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται ο δράστης να προβαίνει στην αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος από την κατοχή άλλου να προβαίνει δηλαδή στην απομάκρυνση του πράγματος από την σφαίρα κατοχής  του μέχρι τώρα κυρίου του πράγματος και την περιέλευση αυτού στην δική του σφαίρα εξουσίασης. Η θεμελίωση της νέας κατοχής πρέπει να γίνεται με σκοπό την ιδιοποίηση αυτού (του πράγματος) η οποία πρέπει να είναι παράνομη χωρίς δηλαδή την ύπαρξη νομιμου δικαιώματος στο πράγμα και χωρίς την συγκατάθεση του μέχρι τώρα κυρίου του πράγματος (βλ. ΑΠ 1048/93 Ποιν. Χρον. ΜΓ. 814, ΑΠ  124/94 Υπερ. Δ σελ 1024, ΑΠ  65/95 Ποιν. Χρον. ΜΕ  σελ. 339,Α Π  900/90 ΝΟΒ 38 σελ. 1489. ΑΠ 1338/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Το έγκλημα της κλοπής τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος εκτός άλλων περιπτώσεων και αν τελεστεί από δύο η περισσότερα  πρόσωπα, που ενώθηκαν για την διάπραξη κλοπών.(άρθρο 374 περ. δ του ΠΚ)  Στην περίπτωση αυτή δεν αρκεί η συναπόφαση των προσώπων για την τέλεση μιάς ή περισσοτέρων κλοπών (κατ εξακολούθηση έγκλημα άρθρο 98 παρ. 1 και 45 του ΠΚ) αλλά απαιτείται τα πρόσωπα να γνωρίζουν πως η ένωση τους έχει συντελεστεί για να διαπράξουν απεριόριστο αριθμό κλοπών. Στην περίπτωση αυτή η ένωση περισσοτέρων των δύο προσώπων απορροφά το έγκλημα της   συγκρότησης  και ένταξης σε εγκληματικής ομάδα  αφού αυτή αποτελεί συστατικό στοιχείο του εγκλήματος της περιπτώσεως δ του άρθρου 374 του ΠΚ, της ένωσης δηλαδή  περισσοτέρων των δύο προσώπων για την διάπραξη κλοπών. Υφίσταται δηλαδή μεταξύ των δύο ανωτέρω εγκλημάτων φαινομένη συρροή, αφού η συγκροτηση ή ένταξη σε εγκληματική ομάδα  ως γενική διάταξη απορροφάται από την ειδική της διακεκριμένης  κλοπής (άρθρο 374 περ. δ του ΠΚ) Κατά την σαφή ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως η ένωση των δύο ή περισσοτέρων προσώπων δεν πρέπει να λειτουργεί στα πλάισια της συναυτουργίας γιατί τότε κάθε μορφή συναυτουργίας στο έγκλημα της κλοπής πρέπει να κακουργηματοποιείται με την μορφή του άρθρου 374 περ. δ του ΠΚ αλλά απαιτείται η ένωση των προσώπων να γίνεται με γνώση αυτών πως ενώνονται για να διαπράξουν κλοπές και να προβαίνουν συγχρόνως στην τέλεση αυτών. Ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων την στιγμή δηλαδή της ένωσης αυτών. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί πως  το έγκλημα της κλοπής συντελέστηκε από ένα μόνον δρ΄στη, αν δεν συντρέχουν  με την ένωση περισσοτέρων προσώπων και άλλη μορφή που καθσιτά την πράξη της κλοπής κακουργηματικη, το έγκλημα τιμωρείται με την βασική του μορφή δηλ με την απλή κλοπή (ΑΠ 1339/2005 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ, ΑΠ 1113/93 Ποιν Χρον  ΜΓ 839, ΑΠ 46/99 ΜΘ σελ 224, ΑΠ 1498/84 Ποιν.Χρον. ΛΕ 472, ΑΠ 1140/85 ΠΧ ΛΣΤ 164, ΑΠ 209/99 Υπερ 1999 σελ 660, ΑΠ 1211/89 Ποιν.Χρον Μ 517.ΑΠ 1478/89 Π.Χ Μ 719).

 

 

Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1α, β  του ΠΚ ορίζεται ότι  "Οποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός  που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η  χρήση του εγγράφου από αυτόν αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας ειναι σωρευτικώς μικτό. Οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται δεν μπορούν να εναλλαγούν μεταξύ τους. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται είτε η κατάρτιση  εγγράφου από την αρχή και η εμφάνιση αυτού πως καταρτίστηκε από άλλον ή με την νόθευση γνησίου εγγράφου, που συντελέιται με την αλλοίωση  του περιεχομένου αυτού, που συντελείται με την απόσβεση ή διαγραφή ή προσθήκη  λέξεων, αριθμών ή σημείων.  Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος του υπαιτίου, που συνίσταται στην γνώση και την θέληση  να συντελεστούν τα στοιχεία που απαρτίζουν την πράξη και πρόσθετα απαιτείται σκοπός του δράστη να παραπλανήσει άλλον με την χρησιμοποίηση  αυτού (του καταρτισθέντος ή νοθευθέντος εγγράφου) Εννομες συνέπειες είναι αυτές που συντελούν στην παραγωγή, διατήρηση, απόσβεση ή μεταβολή δικαιωμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η χρησιμοποίηση του εγγράφου  από τον καταρτίσαντα ή νοθεύσαντα αυτό αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση. Η χρηση του εγγράφου συνιστά αυτοτελές έγκλημα στην περίπτωση που η χρησιμοποίηση του εγγράφου γίνεται από τρίτο (εκτός του καταρτίσαντα ή νοθεύσαντα το έγγραφο) ή συντελέιται από αυτόν, αλλά για κάποιον λόγο ο υπαίτιος δεν τιμωρείται για την πράξη της καταρτίσεως πλαστού  ή νοθεύσεως εγγράφου. (βλ. ΑΠ 36/2001 Πράξη και  Λόγος του Π Δ  2001 σελ 39, ΑΠ 293/96 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1121, ΑΠ 1395/95 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1394, ΑΠ  88/96 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1089,  ΑΠ 814/2000 Ποιν. Χρον ΝΑ σελ 130, ΑΠ 916/2004 Πράξη και Λόγος του Π Δ 2004 σελ. 301, ΑΠ 1505/2004 Πράξη και Λόγος του Π Δ 2004 σελ 440.) Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχ γ του ΠΚ έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει κάποιο γεγονός ή κατάσταση. Κατά την διάταξη  της παραγράφου 3 β του άρθρου 216 του ΠΚ όπως προστέθηκε με την  διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 β του νόμου 2721/99   το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση μορφοποιέιται σε βαθμό κακουργήματος και ορίζει ότι:  «Με την ίδια ποινή (καθείρξεως μέχρι δέκα ετών) τιμωρείται οποιος διαπράττει  το έγκλημα της παραγράφου 1 κατ΄επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνει τα 5000000  δραχμές ή 15000 ευρώ» Περαιτέρω  κατά την διάταξη  του άρθρου 13 στοιχ.στ.  του ΠΚ όπως προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου 2408/96 «Κατ΄επάγγελμα τέλεση του  εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση των καταρτισθέντων ή νοθευθέντων εγγράφων  τυποποιείται σε βαθμό κακουργήματος με την μορφή του  κατ' επάγγελμα τελέσεως αυτής  όταν ο δράστης  με πρόθεση  επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως ή με την υποδομή, μεθοδικότητα και συστηματικότητα  που έχει διαμορφώσει της επανειλημμένης διαπράξεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας προκυπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος για βιοπορισμό. Για την τέλεση της κακουργηματικής πλαστογραφίας με την μορφή της κατ΄επάγγελμα τελέσεως αυτής εκτός των στοιχείων της παραγράφου 1  του άρθρου 216 του ΠΚ απαιτείται ο δράστης να προβαίνει στην επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της πλαστογραφίας  με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ή με την υποδομή,  μεθοδικότητα και συστηματικότητα που έχει διαμορφωθεί συνάγεται πρόθεση επανειλημμένης διαπράξεως του εγκλήματος αυτού με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος για βιοπορισμό. Η επιβαρυντική  περίπτωση  του κατ΄επάγγελμα τέλεση κάποιου εγκλήματος συντελείται είτε με την επανειλημμένη τέλεση αυτού, είτε με την υποδομή που διαμορφώθηκε και τον σχηματισμό κατάστασης τέτοιας ώστε να συντελούν στην επανειλημμένη τέλεση του σκοπουμένου εγκλήματος. Έτερο στοιχείο του κατ΄ επάγγελμα είναι η απόκτηση εισοδήματος προς βιοπορισμό, μόνο η απόκτηση εισοδήματος δεν αρκεί για τηστοιχειοθέτηση του κατ΄ επάγγελμα αλλά απαιτείται το αποκτώμενο κέρδος να προορίζεται για βιοπορισμό του δράστη.  (βλ. ΑΠ 20/98 Ποιν. Δικ. 1. σελ 265, ΑΠ 806/94 ΝΟΒ 43 σελ 438, ΑΠ 825/95 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 74, ΑΠ 829/2001 Πράξη και  Λόγος του Π Δ   2001 σελ 231, ΑΠ  104/98 Ποιν. Δικ. 1. 378, ΑΠ 347/2003, ΑΠ 184/2002, ΑΠ 183/2001  Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).Η κατ`επάγγελμα τελούμενη πράξη μπορεί να τελεστεί και κατ εξακολούθηση όταν υφίσταται ταυτότητα της εκτελέσεως αυτής και του δόλου προς διάπραξη αυτής και σκοπός του πορισμού εισοδήματος προς βιοπορισμό. Στην περίπτωση αυτή για την στοιχειοθέτηση  του εγκλήματος με την επιβαρυντική μορφή του κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολουθηση  λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό των μερικοτέρων πράξεων λόγω της ενότητας του δόλου και της απόφασης προς εκτέλεση  του συγκεκριμένου εγκλήματος (βλ. ΑΠ 68/2009, ΑΠ 144/2009, ΑΠ 149/2009, ΑΠ 141/2009, ΑΠ 858/2004, ΑΠ 1142/2003,  ΑΠ  2170/2002, ΑΠ  467/2002 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νομος).

 

 

Η κατοχή πλαστών εντυπωμάτων  προς χρησιμοποιηση αυτών δεν συνιστά πράξη που περιέχει αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως αλλά προπαρασκευστική αυτής πράξη. Αφού αυτή από μόνη της  δεν οδηγεί ευθέως στην τέλεση της ανωτέρω πράξεως.Ο νομοθέτης αν ήθελε να τιμωρήσει και τον υπαίτιος τελέσεως της προπαρασκευαστικής πράξεως και στην περίπτωση αυτή θα το προέβλεπε ρητά, όπως στις περιπτώσεις  της παραβάσεως του άρθρου 15 παρ. 2 του νόμου 2168/93 (περί όπλων διακεκριένες περιπτώσεις) και της παραχαράξεως νομισμάτων. Επομένως η  προπαρασκεαστική πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήεως  που συντελείται με την κατοχή των πλαστών εντυπωμάτων δημοσίων υπηρεσιών, φυσικών ή νομικών προσώπων συνιστά μη τιμωρήτή πράξη, αφού από ουδεμία διάταξη νόμου προβλέπεται η τιμωρία αυτής (βλ. σχετ. ΣυμβΕφΛαρ 34/92, ΣυμβΕφΛαρ 35/92 Υπερ. 1993 σελ. 122, ΣυμβΕφΘεσ  623/2000, ΣυμβΕφΘεσ 2/2002, ΣυμβΕφΘες 1679/2001, ΣυμβΕφΚερ 86/2005 Τραπεζα νΟμικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 220 παρ. 1 του ΠΚ «Οποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση  να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία.»

 

 

Από την έννοια της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει ότι για την θεμελιωση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης  απαιτείται ο δράστης διά εξαπατήσεως ή παραπλανήσεως του υπαλλήλου να επιτυγχάνει να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο (άρθρα 438, 439 του ΚΠολΔ) αναληθές περιστατικο, το οποίο έχειέννομες συνέπεις έναντι πάντων. Το έγγραφο πρέπει να ειναι προορισμένο για εξωτερική χρήση και όχι εσωετερικό για εσωτερική υπηρεσιακή χρήση. Ο υπαλληλος που εκδίδει το έγγραφο στο οποιο βεβαιώνεται αναληθές περιστατικό πρέπει να ειναι υλικά και τοπικά αρμόδιος προς τούτου. Το έγκλημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης επιτυγχάνεται με οποιονδήποτε τρόπο είτε με προφορική αναφορά του δρ΄στη προς τον υπάλληλο, είτε με την προσκόμιση πλαστού εγγράφου ή και με οιονδήποτε άλλο τρόπο. Αρκεί ο υπαλληλος ν παραπλανήθηκε έστω και από αμέλεια του ή για λόγους ευπιστίας και εξέδωσε το έγγραφο, στο οποίο βεβαιώθηκε ψευδές περιστατικό, που είχε έννομες συνέπεις, τέτοιες που συντελούν στην δημιούργία  ή κατάργηση  ή μεταβολη εννόμων σχέσεων ή καταστάσεων. Μεταξύ των εγκλημάτων της πλστογραφίας  μετά χρήσεως και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης υφίσταται αληθινή συρροή πρόκειται δηλαδή για συντημωρητή υστέρα πράξη (βλ. ΑΠ 1103/2006, ΑΠ 1418/2006, ΑΠ 562/2007, ΑΠ 927/2009, ΑΠ 686/2009, ΑΠ 675/2009, ΑΠ 212/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νομος).

 

 

Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι : «Οποιος  με πρόθεση.. αγοράζει..δέχεται στην κατοχή του ...μεταβιβάζει πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη  τιμωρείται με φυλάκιση ανεξάρτητα αν είναι τιμωρητέος  ο δράστης του εγκλήματος από την οποία προήλθε το πράγμα». Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι το έγκλημα της αποδοχής και διάθεσης προϊόντων εγκλήματος είναι υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα και συντελέιται με έναν από τους τρόπους που περιγράφονται στην παραπάνω διάταξη (άρθρο 394 του ΠΚ). Ο αγοραστής ή αποδεχόμενος το πράγμα πρέπει να τελεί σε γνώση πως αυτό προήλθε από αξιόποινη πράξη.  Το ανωτέρω έγκλημα αποτελεί παρακολουθηματική  της κύριας πράξης. Το έγκλημα της αποδοχής προϊόντος εγκλήματος στρέφεται κατά της περιουσίας του παθόντος, ο οποίος με την μετακίνηση περαιτέρω των περιουσιακών του στοιχείων  από τον αρχικό δράστη αποξενώνεται περαιτέρω από αυτήν. Αξιόποινη πράξη από την οποία προήλθε το αντικείμενο, που μεταβιβάστηκε  στην συνέχεια στον αποδέκτη αυτού είναι και η κλοπή. Η αξιόποινη πράξη από την οποία προήλθε το πράγμα πρέπει να προσδιορίζεται (βλ. σχετ ΑΠ 58/2001 Ποινικός Λόγος 2001 σελ 86, ΑΠ 1212/2000 Πράξη και Λόγος του Ποινικού δικαίου  2001 σελ 278, ΑΠ 1071/99 ΝΟΒ 47 σελ 811, ΑΠ 166/98 Ποιν. Χρον ΜΗ σελ 794, Αποδοχή Προϊόντος εγκλήματος Γιώργου Δημήτραινα σελ 24 επ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογρφίς και ειδκότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα συνημμένα έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμέων έχουν προκύψει τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

 

 

Στις αρχές του έτους 2009 άγνωστο  για την ανάρκιση πρόσωπο  τηλεφώνησε στο Τμήμα Εγκλημάτων κατά τη Ζωής και Ιδιοκτησίας  και ανέφερε πως κάποιο πρόσωπο καλούμενο στον κύκλο των γνωστών του με το όνομα  ... με αριθμό κινητού τηλεφώνου  ... παρέχει κατάλυμα στον φυγόδικο για ανθρωποκτονία ... ή ... γεννηθέντα στο Κιροβακάν της Αρμενίας και κατοικούντα στην Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης. Από την γενόμενη έρευνα στα πλαίσια της προκαταρκτικης  εξέτασης διαπιστώθηκε πως ο κάτοχος του ανωτέρω αριθμού κινητού τηλεφώνου ειναι ο πρώτος κατηγορουμένος ... και της ... γεννηθείς στην Ρωσία, ο οποίος ήλθε στην Ελλάδα  το 1987 και  αρχικά ασχλοήθηκε με την καλαθοσφαίριση. Κατά την ανώνυμη καταγγελια ο ανωτέρω εισάγειστην Ελλάδα όπλα από τις Βαλκανικές Χωρες, τα οποία στην συέχεια  παραδίδει σε τρίτους ή εφοδιάζει μ αυτά εγκληματικές ομάδες. Η ανωτέρω Υπηρεσία (Τμήμα Δίωξης Εγκλημάτων κατά της Ζωής και Ιδιοκτησίας της ΔΑΘ ζήτησε την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου της ανωτέρω τηλεφωνικής συνδέσεως του πρώτου κατηγορουμένου καθώς και την  άρση  της απαγόρευσης  προστασίας των προσωπικών δεδομένων του ανωτέρω για την βιντεοσκόπηση αυτού για την αποτύπωση φωτογραφιών και ηχητικών δεδομένων  και στην συνέχεια την αξιοποίηση αυτών προς διαπίστωση  και των λοιπών προσώπων που αποτελούν μέλη της ίδιας εγκληματικής ομάδας. Προς τουτο εκδόθηκαν 16 διατάξεις του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, οι οποίες επικυρώθηκαν στην συνέχεια με ισάριθμα βουλευματα του οικείου συμβουλίου πλημμελειοδικών.  Στις 21/7/2009 εντοπίστηκε στην συμβολη των οδών Θερμαϊκού και Κϋμης ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες σταθμευμένο, το οποίο έδιδε στους τρίτους την εικόνα της εγκατάλειψης και το οποίο ήταν μάρκας VW  τύπου TOUAREG με αριθμό πλαισίου  WVGZZZ7L.... και το οποίο διαπιστώθηκε  πως είχε κλαπεί από τηνπεριοχή Πνοράματος Θεσσαλονίκης  στις 20/10/2007 από την κατοχή της .... Ο πρώτος κατηγορούμενος επισκεπτόταν τακτικά το γραφείο και την οικία του δευτέρου κατηγορουμένου ... στην οδό ... στην Καλαμαριά και διερχόταν αμφότεροι από το σημείο  που ήταν σταθμευμένο το ανωτέρω όχημα επιτηρώντας αυτό άλλοτε με τα ΙΧΕ αυτοκίνητα τους και άλλοτε πεζοί. Αστυνομικοί της ανωτέρω υπηρεσίας απασφάλισαν το ανωτέρω όχημα και με την παρουσία  του αρμοδίου Εισαγγελέα  διενεργήθηκε έρευνα στους χώρους του αυτοκινήτου και διαπιστώθηκε στον χώρο τοποθέτησης των αποσκευών   να υπάρχει μία μαύρη σακούλα σκουπιδιών εντός της οποίας να υπάρχουν δύο φορητά αντιαρματικά όπλα (πολεμικο υλικο) τύπου Κ-18 με ενείξεις  το πρώτο (Α)+Μ-80 64 mm 96010406  και το δεύτερο β) Μ-80,64mm,86061409. το δεύτερο αντιαρματικό με αριθμό 86061409 έφερε βλημα με εκρηκτική κεφαλή. Μετά ταύτα κλήθηκε στο σημείο πυροτεχνουργός του στρατού, γιατί κρίθηκε επικίνδυνη για την χρήση αυτής από τον κάτοχος της ή προς δημιυργία έκρηξης σε περίπτωση ενεργοποίησης της. Κατόπιν τοποθετήθηκε απενεργοποιημένο βλήμα και το συγκεκριμένο αφαιρέθηκε και παραλήφθηκε από τον στρατό και επανατοποθετήθηκε στον χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου, όπου και φυλασσόταν μέχρι εκείνη την στιγμή. Στις 9/8/2009 ο πρώτος κατηγορούμενος ....  μετέβη με το προπεριγραφόμενο αυτοκίνητο του στο σημείο  και αφαίρεσε την σακούλα με τα δύο ανωτέρω αντιαρματικά, τα οποία μετέφερε  στην κατοικία του στην οδό ... στο Πανόραμα αποκρύπτοντας αυτά στο υπόγειο αυτής. Τα ανωτέρω πράγματι βρέθηκαν στις 7/9/2007 μετά από την παρέμβαση των Αστυνομικών  κατά την διενεργηθείσα νομότυπη κατ`οίκο έρευνα. Στην συνέχεια πραγματοποιήθηκε έρευνα στην οικία του δευτέρου κατηγορουμένου (....) στην οδό ... στην Καλαμαριά  στην οποία βρέθηκαν α) ενα περίστροφο με ενδείξεις  0,38 special  με αριθμό ..., με έξι φυσίγγια εντός φυκίου  με ενδείξεις  38 SPL,R.P, β) εννέα φυσίγγια με ενδείξεις 38 SPL,R.P, γ) ένα φυσίγγιο διαμετρήματος 7,62 Χ 39, δ) τέσσερα φυσίγγια με ενδείξεις  S&B 9mm  LUGER, ε) δύο φυσίγγια με ενδείξεις 0,32 Auto, στ) ένα φυσίγγιο με ενδείξεις 9-Δ,ΠΠΥ-95, ζ) ένα φυσίγγιο με ενδείξεις  38 SPL,HP,  Στην συνέχεια πραγματοποιήθηκε έρευνα στο με αριθμ. κυκλοφορίας  ΝΑΧ ... ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του ιδίου ανωτέρω κατηγορουμένου (....) όπου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν   ένα πιστόλι με αριθμό C-... CREVENA ZASTAVA cal7,65mm Mod 70 με δύο γεμιστήρες περιέχοντες επτά και έξι φυσίγγια αντίστοιχα με ενδείξεις ΠΠΥ 32 AUTO. Οι τρεις κατηγορούμενοι συγκρότησαν εγκληματική ομάδα τρία έτη πριν την σύλληψη τους  και εντάχθηκαν σ΄αυτήν οι ίδιοι καθώς και άλλα πρόσωπα Ελληνες πολίτες και υπηκοοι Βαλκανικών χωρών  έχοντας δημιουργήσει  υποδομή για την τέλεση  του εγκλήμαος  της κατοχής όπλων  και πυρομαχικών (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α και δ του νόμου 2168/93)  με σκοπό την περαιτέρω διάθεση αυτών σε τρίτους ή προς εφοδιασμό εγκληματικών ομάδων προς τελεση κακουργήματος. Προς τουτο ο Α και Β των κατηγορουμένων (... και ...) διαπιστώθηκε να κατέχουν τα προπεριγραφόμενα όπλα. Ο τρίτος των κατηγορουμένων ... κάτοικος Νέων Λιοσίων Αθηνών ανέλαβε την υλοποίηση του αποφασισθέντος σχεδίου τους, δηλ την παράδοση αυτών σε τρίτους ή στους υπεθυνους εγκληματικών ομάδων προς τελεση  κακουργήματος. Ο ανωτέρω δηλδή παρείχε άμεση συνδρομή στην κατοχή των όπλων και την διάθεση αυτών περαιτέρω για τον προαναφερόμενο σκοπό. Η βολίδα που υπήρχε στο δεύτερο προαναφερομενο αντιαρματικό  πολεμικό όπλο δεν συνιστά εκρηκτική ύλη αλλά υπάγεται στην κατηγορία των πυρομαχικών  βαρέων δηλαδή πολεμικών  όπλων (άρθρο 1 παρ. 1 περ. δ του νόμου 2168/93). Οι τρεις ανωτέρω κατηγορούμενοι με τους λοιπούς αγνώστους για την ανάκριση δράστες είχαν κατανεμημένους μεταξύ τους ρόλους προς ολοκλήρωση του αποφασισθέντος σχεδίου τους να παραδώσουν τον κατεχόμενο οπλισμό σε τρίτα πρόσωπα ή να εφοδιάσουν δι΄ αυτών εγκληματικές ομάδες. Προς τουτο οι δεύο πρώτοι κατείχαν τα ευρεθέντα στην κατοχή τους όπλα και ο τρίτος εξ αυτών αποδεχόμενος την κατοχή των όπλων από τους λοιπούς  κατάρτισε μετ αυτών σχέδιο  δράσης ανευρίσκοντας πελάτες προς διάθεση αυτών προς επίτευξη του σκοπού τους. Οι κατηγορούμενοι εκτελούσαν με πιστότητα τα ανατιθέμενα σ΄αυτους καθήκντα προς επίτευξη του ανωτέρω σκοπού. Για τον λόγο αυτό οι δύο πρώτοι των κατηγορουμένων ερχόταν συχνά σε επικοινωνία μεταξύ τους και ο πρώτος με τον  τρίτο εξ αυτών  προς ενημέρωση τους για την πορεία του αποφασισθέντος σχεδίου τους.  Κατά την γεννώμενη έρευνα στο αυτοκίνητο του δευτέρου των κατηγορουμένων βρέθηκαν 27 εντυπώματα σφραγίδων δημοσίων υπηρεσιών, ΚΕΠ φυσικών και Νομικών Προσώπων, τα οποία προφανώς είχαν σκοπό να χρησιμοποιήσουν οι κατηγορουμενοι  σε έκνομες ενέργειες τους. Συγκεκριμένα βρέθηκαν τα εντυπώματα Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης,  Εισαγγελία Πρωτοδικών Ροδόπης,  Δήμος Καλαμαριάς,  Τρίτο Γραφείο ΔΕ πρώτο γενικό λύκειο Καλαμαριάς, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονικης, Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών  ΔΟΥ Λαγκαδά, Δήμος Αγίας Παρασκευής, Υπουργείο Απασχόλησης  και Κοινωνικής Προστασίας, ΙΚΑ ΕΤΑΜ Τοπικό Υποκατάστημα Τούμπας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Πρόγραμμα προαγωγής αυτοβοήθειας ΟΚΑΝΑ, ΔΕ 38 Υπάλληλος Τμήματος Εξυπηρέτησης  Πολιτών ΚΕΠ Δήμου Καλαμαριάς, ΑΟΥΤΟΠΟΙΝΤ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ κλπ. Η κατοχή των εντυπωμάτων όμως δεν συνιστά εγκληματική πράξη αλλά προπαρασκεαστική  πράξη προς τέλεση του εγκληματος της χρήσεως πλστών εγγράφων, η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε και πράξη  που συνιστά αρχή εκτελέσεως του εγκληματος αυτού. Εκτός αυτού η ανωτέρω προπαρασκευαστική πράξη  δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των εγκλημάτων που τιμωρουνται και οι προπαρασκευαστικές πράξεις όπως η  παραχάραξη ή η κατοχή όπλων με σκοπό την περαιτέρω διάθεση αυτών σε τρίτους. Επομένως  η ανωτέρω συμπεριφορά δεν αποτελεί αξιόποινη πράξη. Ο πρώτος των κατηγορουμένων στην Θεσσαλονίκη σε αδιευκρίνιστη ημερομηνία εντός τουέτους  2009 δέχθηκεκαι  έλαβε στην κατοχή του δύο ρολόγια χειρός α) το με αριθμ. 7808 4826 μάρκας OMEGA  DE VILLE αξίας 3.051, 81 ευρώ. β) το με αριθμ 59653231 ρολόϊ μάρκας OMEGA SPEEDMASTER αξίας 1.139,17 ευρώ τα οποία αφαιρέθηκαν μαζί με άλλα 165 ρολόγια χειρός  και 21 χρυσά κοσμήματα από το κατάστημα χρυσοχοείο στην Χαλκίδα ιδιοκτησίας του .... Τα οποία βρέθηκαν στην κατοχή του κατά την γενόμενη έρευνα στην οικία του στις 7/9/2009. Το αυτοκίνητο που είχε εντοπιστεί στην συμβολη των οδών Θερμαϊκού και Κύμης  όπως αναφέρθηκε ανωτέρω είχε κλαπεί από την κατοχή της .... στις 20/10/2007. Το ανωτέρω όχημα βρισκόταν στην κατοχή του πρώτου κατηγορουμένου (...) ο οποίος καθώς αποδεικνύεται και προέβη στην αφαίρεση αυτού. Οι λοιποί των κατηγορουμέων (... και .... ουδεμία συμμετοχή φέρεται να είχαν  στην τελεσθείσα από τον πρώτο κλοπή αυτού. Στις 29/6/2009 από  κοινού οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι .... και .... αποφάσισαν σχεδίασαν και υλοποιησαν  το σχέδιο τους  να καταρτίζουν πλαστά έγγραφα και διά της χρήσεως αυτών να παραπλανήσουν άλλους  για γεγονός που μπορεί να έχει  έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα αποφάσισαν διά της καταρτίσεως πλαστών υπευθύνων δηλώσεων  κυρίων ή πωλητών αυτοκινήτων  στις οποίες έθεταν τις υπογραφές αυτών με σχετική βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αυτών, στις οποίες εμφάνιζαν πως η αξία αυτών (αυτοκινήτων) έχει αποπληρωθεί και έτσι πως  συναινούσαν στην εξάλειψη του όρου περί παρακρατήσεως της κυριότητας  και διά της χρήσεως αυτών παραπλανούσαν τους αρμοδίους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών  και πετύχαιναν έτσι να εκδώσουν στο όνομα τους τις σχετικές άδειες κυκλοφορίας των οχημάτων χωρίς την ύπαρξη του ανωτέρω όρου και στην συνέχεια  πωλούσαν αυτά  σε τρίτους προσπορίζοντας έτσι στον εαυτό τους εισοδήματα προς βιοπορισμό τους. Η αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 15000 ευρώ. Συγκεκριμενα στον ανωτερω τοπο και χρονο κατήρτισαν  α) την με ημερομηνία 29/6/2009 υπεύθυνη δήλωση του ..... στην οποία έθεσαν την υπογραφή αυτού και σφραγίδα βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής του ΚΕΠ Αγίας Παρασκευής και από την οποία προέκυπτε ότι ο ..... είχε εξοφλήσει την οφειλή του έναντι της εταιρείας  «ΑΟΥΤΟΠΟΙΝΤ» και η εταιρεία  συναινούσε στην άρση του όρου παρακράτησης   της κυριότητας επί ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας ΝΗΡ 4369 μάρκας VOLVO C30 β) την με ημερομηνία 29/6/2009 υπεύθυνη δήλωση  του ....  με την οποία έδιδε την εξουσιοδότηση στην .... να προβεί στις απαραίτητες  ενέργειες για την άρση της  παρακράτησης  της κυριότητος του ΙΧΕ αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας ΝΗΡ 4369 μαρκας VOLVO C30. γ)  στις 26/1/2009 κατάρτισαν  υπεύθυνη δήλωση του .... στην οποία έθεσαν την υπογραφή  αυτού και σφραγίδα βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής  του ΚΕΠ Αγίας Παρασκευής και από την οποία προέκυπτε ότι η .... είχε εξοφλησει τηνοφειλή της έναντι της εταιρείας « ΑΟΥΤΟΠΟΙΝΤ» και η εταιρεία συναινούσε στην άρση του όρου παρακράτησης της κυριότητας  επί ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας ΝΗΡ ... μαρκας  VOLVO S30. δ) Στην Θεσσαλονίκη στις 23/11/2006 κατάρτισαν   υπεύθυνη δήλωση  της .... στην οποία έθεσαν την υπογραφή αυτής  και σφραγίδα βεβαίωσης γνησίου της υπογραφής του ...., Ανθυπαστυνόμου του Α.Τ Κηφισιάς και από την οποία προέκυπτε ότι η εταιρεία MOTORSTAR AE είχε εξοφλησει την οφειλή της έναντι της «GMAC BANK Gmdh» και αυτή πως  συναινούσε στην άρση του όρου παρακράτησης κυριότητας επί ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας ΝΗΚ 6093 μαρκας OPEL ε) στις 18/11/2008 κατάρτισαν υπευθυνη δήλωση του ... στην οποία έθεσαν την υπογραφή αυτού και σφραγίδα βεβαίωσης του γνησίου του Δήμου Καλαμαριάς από την οποία προέκυπτε ότι ο .... είχε εξοφλήσει την οφειλή του  έναντι της εταιρείας  ΑΦΟΙ ... MOTORS AE και ότι αυτή συναινούσε στην άρση του όρου παρακράτησης κυριότητας επί μίας μο/τας με αριθμό κυκλοφορίας ΝΜΗ 0836 μαρκας KAWASAKI 21000 και στ) στην Θεσσαλονικη σε αδιευκρίνιστη ημερομηνία του έτους 2006 κατάρτισαν  υπευθυνη δήλωση του .... στην οποία έθεσαν την υπογραφή αυτού και σφραγίδα γνησίου της υπογραφής   του ΚΕΠ Αγίας Παρασκευής  από την οποία προέκυπτε ότι ο ... είχε εξοφλήσει την οφειλή του έναντι της εταιρείας  ΧΡΟΦΙΜ  ΑΕ  και αυτή συναινούσε στην άρση του όρου παρακράτησης κυριότητας επί ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας ΝΗΙ 8371 μαρκας RENAULT CLIO. Τα εξ ολοκλήρου πλαστά ανωτέρω έγγραφα καταρτίστηκαν με σκοπό με την χρησιμοποίηση αυτών στους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης να παραπλανηθούν αυτοί και εκδόσουν στα ονόματα  των .... άδειες κυκλοφορίας των ανωτέρω οχημάτων  και κατόπιν να προβούν στην πώληση αυτών αποκομίζοντας εισοδήματα προς βιοπορισμό τους. Διά της χρησιμοποιήσεως των ανωτέρω πλαστών υπευθύνων δηλώσεων και άλλων εγγράφων πέτυχαν να παραπλανήσουν  και εξαπατήσουν τους αρμοδίου κατά τόπο και καθύλη υπαλλήλους της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών και να εκδώσουν αυτοί τις προαναφερόμενες άδειες κυκλοφορίας χωρίς την ρήτρα της παρακρατήσεως κυριότητας αυτών και στην συνέχεια να πωλήσουν αυτά αποκομίζοντας εισοδήματα που υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό των 15000 ευρώ. Οι κατηγορούμενοι διά της μεθόδου της καταρτίσεως πλαστών υπευθύνων δηλώσεων και των ψευδών βεβαιώσεων του γνησίου της υπογρφής των δηλούντων  και  με την συστηματικότητα που ακολουθουσαν  δημιουργησαν υποδομή προς επανειλημμένη τελεση του ανωτέρω εγκληματος  με σκοπό τον πορισμό εισοδημάτων για τον βιοπορισμό τους.

 

 

Οι ισχυρισμοί των δύο πρώτων κατηγορουμένων πως τα ευρεθέντα στην κατοχή τους όπλα  τους παραδόθηκαν από γνωστούς τους προσωρινά για φύλαξη και λόγω θανάτου του ενός ή εξαφανίσεως του άλλου και συνεπώς λόγω αδυναμίς επιστροφής αυτών  δεν αποδεικνύονται από ουδέν στοιχείο της δικογραφίας αλλά ακόμη και στην περίπτωση που εκληφθούν ως αληθείς δεν αναιρούν την τέλεση από αυτούς των αποδιδομένων σε βάρος του πράξεων.

 

 

Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει πως οι τρεις κατηγορούμενοι κατά την διάρκεια της τελευταίας τριετίας πριν την σύλληψη τους συγκρότησαν και εντάχθηκαν ως μέλη  με άλλους Ελληνες  και αλλοδαπούς αγνώστων στοιχείων σε δομημένη και με διαρκή δράση εγκληματικη μομάδα προς διάπραξη εγκλημάτων σχετικών με τα όπλα και συγκεκριμένα  της κατοχής αυτών με σκοπό στην συνέχεια να παραδώσουν αυτά σε τρίτους ή να εφοδιάσουν ομάδες  ή ενώσεις προσώπων προς διάπραξη κακουργήματος. Τα ευρεθέντα στην κατοχή τους όπλα είχαν σκοπό να τα παραδώσουν διά του τρίτου των κατηγορουμένων σε τρίτους φυσικά πρόσωπα ή ομαδες ή ενώσεις προσώπων για τον ανωτέρω σκοπό και για τον λογο αυτό κατείχαν  ασκώντας την φυσική εξουσία των κατεχομέων  από αυτούς όπλων και ο τρίτος  εξ αυτών ενημερωνόταν  για την τύχη αυτών  από τον πρώτο κατηγορούμενο  και είχε αναλάβει την διακίνηση αυτών στους τρίτους  καθώς και σε ομάδες κι ενώσεις προσώπων για τον ανωτέρω σκοπό. Συνεπως οι ανωτέρω κατηγορούμενοι τέλεσαν τα εγκλήματα τη συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματικη ομάδα για την διάπραξη του εγκληματος της κατοχής όπλων με σκοπό την παράδοση αυτών σε τρίτους ή σε ομάδες ή ενώσεις προσώπων για την εκτέλεση κακουργήματος. Οι δύο πρώτοι  κατηγορούμενοι με την άμεση άσκηση της φυσικής εξουσίας τους στα κατεχόμενα όπλα και ο τρίτος  εκτελώντας τις συγκλινουσες  επι μέρους πράξεις της παράδοσης αυτών σε τρίτους ή προς εφοδιασμό  διά αυτών ομάδων ή ενώσεις προσώπων για την εκτέλεση κακουργήματος. Οι ίδιοι κατηγορουμενοι  κατηγορούνται πως εκτός των ανωτέρω κατείχαν και εκρηκτική ύλη που τέτοια θεωρήθηκε και εκλήφθηκε το βλήμα με εκρηκτική κεφαλή  στο δεύτερο εκ των ανωτέρω περιγραφομένων αντιαρματικών . Τούτο όμως κατά την διάταξη του εδαφίου δ του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου 2168.93 δεν αποτελεί εκρηκτική ύλη αλλά συγκαταλέγεται μεταξύ της κατηγορίας των πυρομαχικών  και βαρέων πλεμικών όπλων. Η έννοιατων εκρηκτικών και του εκρηκτικού μηχανισμού  περιγράφονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 εδάφια ε και στ του ιδίου ανωτέρω νόμου (2168/93). Συνεπώς για την πράξη αυτή δεν πρέπει να γινει κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων, αφού εκ των ανωτέρω δεν αποδείχθηκε η τελεση της ανωτέρω πράξεως (κατοχής εκρηκτικών υλών  προς παράδοση αυτών σε τρίτους ή της χρησιμοποιήσεως  αυτών από τους κατέχοντες προς τέλεση κακουργήματων ενεχουσών το στοιχείο του κοινού κινδύνου σε ξένες περιουσίες ή και σε άνθρωπο. Περαιτέρω η πράξη της κλοπής   που αποδίδεται και στους τρεις κατηγορουμένους, πως αυτοί ενώθηκαν για την τελεσηαορίστου αριθμου κλοπών δεν έχει αποδειχθεί, αφού αυτή (η κλοπή) τελέστηκε μόνο από τον πρώτο των κατηγορουμεων στην κατοχή του οποίου και βρέθηκε το προαναφερόμενο αυτοκίνητο. Συνεπώς η ανωτέρω πράξη τελέστηκε από τον πρώτο μόνο εξ αυτών με την απλή της μορφή καιόχι με την διακεκριμένη. (κατ ορθό προσδιορισμό αυτής). Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε  η τέλεση της πράξεως της απλής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, που αποδίδεται και στους τρεις των κατηγορουμένων με την κατοχή των πλαστών εντυπωνμάτων, αφού η πράξη αυτή ειναι προπαρασκευαστική και συνεπώς μη τιμωρητέα κατά νόμο. Περαιτέρω έχει αποδειχθεί πως οι δύο πρώτοι των κατηγορουμένων τέλεσαν την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως  κατ' επάγγελμα και κατ εξακολούθηση με την κατάρτιση πλαστών υπευθύνων δηλώσεων και στην συνέχεια με τις βεβαιώσεις του γνησίου των υπογραφών των συντακτών αυτών και της χρησιμοποιήσεως υτων στην Διεύθυσνης Συγκοινωνιών  παραπλανώντας τρίτους δηλδή για γεγονός που έχειέννομες συνέπες, αφού δι' αυτών αποσκοούσαν στην έκδοση αδειών κυκλοφορίας αυτοκινήτων απαλείφοντας τον υπάρχοντα στις άδειες κυκλοφορία όρο της παρακράτησης της κυριότητας αυτών και στην συνέχεις της πωλήσεως αυτών σε τρίτους χωρίς τον ανωτέρω όρο αποκομίζοντας εισοδήματα που υπερβαίνουν το ποσό των 15000 ευρώ. Περαιτέρω διά της προσκομίσεως αυτών  στην ανωτέρω δημόσια υπηρεσί εξαπατούσαν  και παραπλανούσαν τους υπαλλήλους αυτής οι οποιοι πεισθέντες στα προσκομισθένα  ανωτέρω έγγραφα εξέδιδαν τις προαναφερόμενες άδειες κυκλοφορίας. Επομένως εκ των ανωτέρω προκύπτει πως οι δύο πρώτοι των κατηγορουμένων τέλεσαν και το έγκλημα της υφαρπαγής ψευδούς βειβαίωσης κατ εξακολούθηση. Ο πρώτος των κατηγορουμένων  δέχθηκε στην κατοχή του αντικείμενα που αποτελούσαν προϊοντα του εγκλήματος της κλοπής, ενώ γνώριζε την ιδιότητα υτών ως προϊοντων αυτής.

 

 

Κατά συνέπεια δεν πρέπει να γινει κατηγορία σε βάρος των ανωτέρω κατηγορουμενων  για την πράξη της κατοχής εκρηκτικής ύλης, που φέρεταιότι τελέστηκε  στις 7/9/2009. Επίσης να μην γινει κατηγορία σε βάρος αυτών για την πράξη της πλαστογαφίας  μετά χρήσεως  των εντυπωμάτων υπηρεσιών, φυσικών ή νομικών προσώπων, που φέρεται να έχει τελεστεί  τηνίδια ανωτέρω ημερομηνία.  Περαιτέρω να μην γινει κατηγορία σε βάρος του δευτέρου  (...) και τρίτου  (...) των κατηγορουμένων για την πράξη της κλοπής, που φέρεται να έχει τελεστεί στις 20/10/2007.Οι τρεις ανωτέρω κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν  για να δικαστούν για τις πράξεις της συγκροτησης και ένταξης σε εγκληματιή ομάδα για την διάπραξη του εγκλήματος της κατοχής όπλων  με την κακουργηματική της μορφή τηςύπαρξης σκοπού προς παράδοση αυτών (οπλων) σε τρίτους και τον εφοδιασμό ομάδωνή ενώσεων προσώπων μ΄αυτά. Τα οποία όντως βρέθηκαν στην κατοχή τους με τον ανωτέρω σκοπό, την υλοποίηση του οποίου είχε αναλάβει λόγω του ανατεθέντος σ΄αυτόν ρόλου ο τρίτος εξ αυτών. (άρθρα 187 παρ. 1, του ΠΚ και άρθρα 1 παρ.1 περ. α και δ, 15 παρ. 1 του νόμου 2168/93) πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ΄ εξακολούηση και κατ επάγγελμα για την οποία  κατηγορούνται οι δύο πρώτοι των κατηγορουμένων (άρθρα 13 στοιχ στ, 98 παρ. 1 και 2 και 216 παρ. 1, 3 περ. β του ΠΚ) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατ΄ εξακολούθηση  για την οποία κατηγορούνται οιίδοι ανωτέρω κατηγορούμενοι (άρθρα 98 παρ. 1, 220 παρ. 1 του ΠΚ)  Περαιτέρω ο πρώτος  και για τις πράξεις της κλοπής (άρθρο 372 παρ. 1 α του ΠΚ) και της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος  (άρθρο 394 παρ. 1 του ΠΚ) από τον αρμόδιο υλικά Τριμελές Εφετείο Α βαθμού (Κακουργήμάτων) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 13 στοιχ. στ. 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 51, 52, 53, 60, 63, 79, 94 παρ. 1, 98 παρ. 1, 2, 187 παρ. 1, 216 παρ. 1,3 περ. β, 220 παρ. 1, 372 παρ. 1 περ. α και 394 του ΠΚ.

 

 

Η εξακολούθηση της προσωρινής κρατήσεως των δύο πρώτων κατηγορουμένων έχει συντελεστεί με το αριθμ.. 292/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Η με αριθμ.. 30/2010 διάταξη της 5ης Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών διά της οποίας επιβλήθηκαν στον τρίτο κατηγορούμενο .... και της ....  οι περιοριστικοί όροι α) της εμφανίσεως του το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στον Διοικητή του Τ. Α του τόπου της κατοικίας του και β) της απαγορεύσεως εξόδου του από την χώρα  να διατηρηθεί  σε ισχύ μέχρι εκδικάσεως της προκειμενης κατ΄αυτού υποθέσεως.

 

…..