ΣυμβΕφΘεσ 688/2013

 

Εκθεση κατά εκπροθέσμου βουλεύματος και αναθεώρηση κατηγορίας -.

 

Εκπρόθεσμη έφεση. Αναθεώρηση κατηγορίας άρθρο 317 παρ. 2 του ΚΠΔ. Απαλειφή φράσης σκεπτικού εκ παραδρομής περιληφθείσας.

 

 

Βουλευμα  Συμβουλίου Εφετών 688/2013.

 

Η εισαγγελική πρόταση, που έγινε δεκτή από το Συμβούλιο, έχει ως εξής:

 

 

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

Εισάγω στο Συμβούλιο σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 2, 4, 138 παρ. 1, 2, 270 παρ. 1, 308 παρ. 1, 4, 309 παρ. 1 περ. ε, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1 α, 2, 318, 319 παρ. 1, 3, 462, 463, 473 παρ. 1, 476 παρ. 1, 478 παρ. 1 του ΚΠΔ την από 19/9/2013 έφεση του κατηγορουμένου …κατοίκου Γιαννιτσών Πέλλας, την οποία άσκησε αυτοπροσώπως ενώπιον του Γραμματέως του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 474 του ΚΠΔ) κατά του αρίθμ. 662/2013 βουλεύματος  του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το οποίο παραπέμφθηκε να δικαστεί για τις πράξεις της αρπαγής, που συντελέστηκε με την χρησιμοποίηση βίας (άρθρο 322 παρ. 1 περ. α του ΠΚ) της απόπειρας εμπρησμού από την οποία μπορούσε να προκληθεί κοινός κίνδυνος για άνθρωπο, (άρθρα 42 παρ. 1, 264 περ. β του ΠΚ)  της αντίστασης, (άρθρο 167 παρ. 1 του ΠΚ) και της παράνομης οπλοφορίας (άρθρα 1 παρ. 1 α, δ και ε και 10 παρ. 1, 13 α του νόμου 2168/93 όπως η διάταξη του άρθρου 1 αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 του νόμου 3943/2011) από το ΜΟΔ της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που θα οριστεί από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. Η ποινική δίωξη κινήθηκε μετά την αρίθμ. 1047/3/486γ/23/11/2012 υποβλητική αναφορά της Υποδιεύθυνσης Εγκλημάτων κατά της Ζωής και Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης. Το πέρας της κυρίας ανακρίσεως γνωστοποιήθηκε νομότυπα στον κατηγορούμενο. Μετά ταύτα εκθέτω τα παρακάτω.

 

 

Από την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠΔ όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 18 του νόμου 2408/96, προκύπτει με σαφήνεια ότι όταν το ένδικο μέσο κατά βουλεύματος ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο να κρίνει γι΄ αυτό Συμβούλιο μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους, που τυχόν θα εμφανιστούν ενώπιον του αυτόκλητοι κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο που ασκήθηκε και διατάσει την εκτέλεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος .

 

 

Εξάλλου από την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 6 του νόμου 1653/86 και τέλος με το άρθρο 37 του νόμου 3160/2003  συνάγεται ότι η προθεσμία άσκησης  του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά βουλεύματος είναι δέκα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση του στον κατηγορούμενο. Το συμβούλιο πριν ερευνήσει το εμπρόθεσμο της ασκήσεως του ενδίκου μέσου υποχρεούται να ερευνήσει το νομότυπο της επιδόσεως του βουλεύματος και σε περίπτωση που διαπιστωθεί πως η επίδοση δεν συντελέστηκε νομότυπα θεωρείται ότι αυτό (το ένδικο μέσο) ασκήθηκε εμπρόθεσμα ή προ πάσης επιδόσεως. Το εκπρόθεσμο του ενδίκου μέσου της εφέσεως συγχωρείται στην περίπτωση που αποδειχθεί πως λόγοι ανωτέρας βίας ή άλλου ανυπερβλήτου κωλύματος παρακώλυσαν τον κατηγορούμενο και δεν μπόρεσε να ασκήσει τούτο εντός της οριζόμενης από τον νόμο προθεσμίας των δέκα ημερών. Ουδείς δύναται να υποχρεωθεί στα αδύνατα. Κατά την ανωτέρω αρχή επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να ασκήσει έφεση εκπροθέσμως, όταν ο λόγος αυτός περιλαμβάνεται στο εφετήριο του και αποδεικνύει πλήρως την υφιστάμενη αδυναμία αυτού κατά τον χρόνο ασκήσεως του (βλ. ΑΠ 5/2003 Ποιν. Χρον ΝΓ 890, ΑΠ 228/2001, ΑΠ 1140/2004, ΑΠ 328/2011, ΑΠ 250/2012, ΑΠ 222/2012, ΑΠ 805/2012, ΑΠ 59/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Εξάλλού από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 155 παρ. 1, 161, 162 και 165 του ΚΠΔ προκύπτει  με σαφήνεια ότι η επίδοση κάποιου εγγράφου της ποινικής διαδικασίας, τέτοιου που είναι και το βούλευμα γίνεται πρωτίστως με την παράδοση του στα χέρια του ενδιαφερομένου από τον ποινικό ή δικαστικό επιμελητή ή το αρμόδιο όργανο της δημοσίας δυνάμεως ή τον πρόεδρο ή γραμματέα της κοινότητας, ή στον εκπροσωπούντα τον Δήμο ή Κοινότητα, παράδοση για την οποία συντάσσεται επιτόπου αποδεικτικό επιδόσεως, που περιλαμβάνει όσα το άρθρο 161 ορίζει στοιχεία και το οποίο αποδεικτικό αποδεικνύει την επίδοση μέχρι να προσβληθεί για πλαστότητα (ΑΠ 128/2005 Πράξη και Λόγ του ΠΔ 2005 σελ 32, ΕφΑθ 2676/2004 Πράξη και Λόγ του ΠΔ 2005 σελ 33, ΑΠ 965/2011, ΑΠ 979/2011, ΑΠ 1085/2011, ΑΠ 133/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νομος).

 

 

Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 317 παρ. 2 του ΚΠΔ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 23 του νόμου 3160/2003, ο Εισαγγελέας Εφετών αφού παραλάβει κατά την διάταξη του άρθρου 314 παρ. 1 περ. α του ιδίου Κώδικα (ΚΠΔ) όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, αν δεν έχει ασκηθεί έφεση προβαίνει στην θεώρηση του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα, αν δεν προκύπτει τέλεση αυτού, ή η πράξη έχει βαρύτερο ή ελαφρότερο ποινικό χαρακτήρα, ή έχουν χωρήσει πλημμέλειες στο σκεπτικό ή διατακτικό του βουλεύματος  ή έχει παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος σε αναρμόδιο Δικαστήριο προβαίνει στην θεώρηση αυτού και την διόρθωση των σφαλμάτων και πλημμελειών του πρωτοδίκου βουλεύματος. Θεώρηση συντελείται και για πλημμελήματα όταν αυτά είναι συναφή με κακουργηματική πράξη. Το Συμβούλιο Εφετών δηλαδή ενεργεί ως δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, για την πρόληψη ουσιαστικών, νομικών και δικονομικών σφαλμάτων και πλημμελειών για την ορθή παραπομπή του κατηγορουμένου (βλ. ΒουλΣυμβΕφΘεσ  553/2000, ΒουλΣυμβΕφΚερ 59/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ) Στην περίπτωση που έχει ασκηθεί έφεση οι πλημμέλειες διορθούνται δια του βουλεύματος του δευτεροβαθμίου Συμβουλίου και δεν τυγχάνει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 317 παρ. 2 του ΚΠΔ. Όταν έχει ασκηθεί έφεση και αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης αυτής (εφέσεως) το Συμβούλιο Εφετών κωλύεται να προβεί στην ουσιαστική κρίση αυτού (βουλεύματος). Στην περίπτωση αυτή ο Εισαγγελέας Εφετών με πρόταση του μπορεί να προβεί στην θεώρηση της κατηγορίας, η οποία εκτός των ανωτέρω μπορεί να αφορά και σε σφάλματα που παρεισέφρυσαν στο σκεπτικό του βουλεύματος (εσφαλμένη αναγραφή διατάξεως, η παραπομπή (βλ. Λ. Μαργαρίτη ερμ Κωδ. Ποινικής Δικονομίας τομ. Β σελ 1361, Α. Μπουρόπουλου τομ Β σελ 428, Ι. Ζησιάδη τομ. Β σελ 387 επ). Το Συμβούλιο Εφετών κατά την θεώρηση της κατηγορίας προβαίνει σε όλες τις ενέργειες που προβαίνει και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών (άρθρο 310 παρ 1 του ΚΠΔ) ενεργώντας ως δευτεροβάθμιο δικαστικό όργανο διορθώνοντας όλες τις πλημμέλειες του πρωτοβαθμίου βουλεύματος (βλ. ΣυμβΕφΠατρ 297/96 Ποιν. Χρον ΜΣΤ σελ 1441, ΣυμβΕφΘεσ 469/2000 Αρμ 2000 σελ 1421.).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση του πρωτοδίκου βουλεύματος, τα συνημμένα στην δικογραφία έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και το εφετήριο αυτού έχουν προκύψει τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

 

Το με αρίθμ 662/2013 βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης επιδόθηκε στον κατηγορούμενο … κατοίκου Γιαννιτσών Πέλλας στις 6/9/2013 και την έφεση του την άσκησε στις 19/9/2013. Επομένως, σαφώς προκύπτει πως το ένδικο μέσο της εφέσεως του ασκήθηκε εκπρόθεσμα, αφού την ημέρα ασκήσεως αυτού είχαν παρέλθει δέκα και πλέον ημέρες, χωρίς να αναφέρεται σ’ αυτό (ένδικο μέσο της εφέσεως) λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος που να παρακώλυσαν τον κατηγορούμενο στην εμπρόθεσμη άσκηση αυτού. Στο εφετήριο του εκ παραδρομής  προφανώς αναφέρεται ως ημέρα επιδόσεως του βουλεύματος η 9η Σεπτεμβρίου, ενώ η αληθής ημερομηνία  επιδόσεως αυτού εις χείρας του στην κατοικία του στην οδό … στα Γιαννιτσά συντελέστηκε στις 6/9/2013. Επομένως, προκύπτει πως αυτό (ένδικο μέσο εφέσεως) ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί αυτό ως απαράδεκτο λόγω εκπρόθεσμης άσκησης του ενδίκου μέσου της εφέσεως. Εκ των ανωτέρω συνάγεται πως το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο δεν έχει δικαίωμα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα της ασκηθείσας εφέσεως. Το ίδιο Συμβούλιο όμως κατά την διάταξη του άρθρου 317 παρ. 2 του ΚΠΔ ως ισχύει με πρόταση του οικείου Εισαγγελέως  έχει δικαίωμα να προβεί στην θεώρηση της κατηγορίας λόγω πλημμελειών που παρεισέφρυσαν στο πρωτοβάθμιο Συμβούλιο (Συμβούλιο Πλημμελειοδικών).

 

Συγκεκριμένα: Ενώ το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο υιοθέτησε πλήρως την εισαγγελική πρόταση, παραπέμποντας τον κατηγορούμενο να δικαστεί από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης για τις πράξεις της αρπαγής (άρθρο 322 παρ. 1 περ. α του ΠΚ) της απόπειρας εμπρησμού από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε άνθρωπο (άρθρο 42 παρ. 1, 264 περ. β του ΠΚ) της αντίστασης (άρθρο 167 παρ. 1  του ΠΚ) και της παράνομης οπλοφορίας (άρθρο 1 παρ. 1  περ. α, δ, ε  και 10 παρ. 1, 13 α του νόμου 2168/93 όπως το άρθρο 1 αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 του νόμου 3943/2011). Η πλήρης υιοθέτηση της εισαγγελικής προτάσεως συνάγεται από το σώμα του Βουλεύματος, στο οποίο ουδεμία ετέρα ανάπτυξης γίνεται  καθώς και στο διατακτικό αυτού πέραν της  πλήρους αναφοράς στην εισαγγελική πρόταση. Στο τέλος όμως του σκεπτικού του βουλεύματος αναφέρεται εκ παραδρομής πως παραπέμπεται ο κατηγορούμενος για την πράξη της αρπαγής με την επιβαρυντική της μορφή του εξαναγκασμού του παθόντος σε πράξη, για την οποία δεν είχε αυτός σχετική υποχρέωση (άρθρο 322 παρ. 1 περ. β του ΠΚ). Ενώ η παραπομπή του κατηγορουμένου σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση καθώς και με το διατακτικό του ιδίου βουλεύματος ήταν να παραπεμφθεί αυτός (κατηγορούμενος  για την πράξη αυτή με την βασική της μορφή (άρθρο 322 παρ. 1 περ. α του ΠΚ). Ως εκ τούτου πρέπει να απαλειφθεί από το βούλευμα και από τον στοιχ. που παραπέμπεται αυτός για την πράξη της αρπαγής με σκοπό τον εξαναγκασμό του παθόντος σε πράξη για την οποία δεν είχε αυτός σχετική υποχρέωση, λόγω εσφαλμένης σχετικής αναφοράς του βουλεύματος. Κατά τα λοιπά πρέπει να εκτελεστεί το πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης.

 

Επομένως πρέπει να απορριφθεί η ασκηθείσα έφεση του κατηγορουμένου … ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά του με αριθμ. 662/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και να απαλειφθεί από το σκεπτικό του βουλεύματος η φράση να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος για την πράξη της αρπαγής με σκοπό τον εξαναγκασμό αυτού σε πράξη για την οποία δεν είχε (ο κατηγορούμενος) σχετική υποχρέωση. Φράση η οποία εκ παραδρομής ανεγράφη στο σκεπτικό του βουλεύματος, ενώ στο διατακτικό αυτού αποδίδεται ορθά η πράξη αυτή με την βασική της μορφή (αρπαγή τελεσθείσα με την άσκηση βίας).

 

Περαιτέρω πρέπει να εκτελεστεί το πρωτόδικο βούλευμα και να επιβληθούν τα έξοδα στον εκκαλούντα λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως  του ενδίκου μέσου της εφέσεως ανερχόμενα στο ποσό των 250 ευρώ.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Προτείνω

 

1) Να απορριφθεί η ασκηθείσα έφεση του κατηγορουμένου … κατοίκου Γιαννιτσών Πέλλας  ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης αυτής.

 

2) Να απαλειφθεί από το σκεπτικό του αρίθμ. 662/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης η φράση πρέπει να παραπεμφθεί αυτός για την πράξη της αρπαγής με την επιβαρυντική της μορφή (με σκοπό τον εξαναγκασμό του παθόντα σε πράξη για την οποία δεν είχε υποχρέωση παραπέμποντας αυτόν για την πράξη αυτή με την βασική της μορφή (αρπαγή) λόγω του ότι εκ παραδρομής αναφέρθηκε η επιβαρυντική μορφή αυτής (της πράξης)

 

3) Να εκτελεστεί κατά τα λοιπά το πρωτόδικο βούλευμα  και

 

4) Να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα ανερχόμενα στο ποσό των 250 ευρώ.

 

Θεσσαλονίκη 14/10/2013.

 

Ο Εισαγγελέας Εφετών

 

Ηλίας Νικ. Σεφερίδης