ΣυμβΕφΘεσ 471/2011

 

 

Παραδεκτό ενδίκου μέσου - Πλαστογραφία -.

 

Το παραδεκτό του ενδίκου μέσου κρίνεται σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως ή δημοσιεύσεως του βουλεύματος (ΑΠ Ολ 1282/92). Πλαστογραφία μετά χρήσεως με αντικείμενο που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ που τελέστηκε κατ' επάγγελμα.

 

 

 

Αριθμ. Βουλεύματος 471/2011.

 

 

ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΜΑ ΕΚΑΝΕ ΔΕΚΤΗ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΕΦΕΤΩΝ, Η ΟΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:

 

...................

 

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

 

Επανεισάγω στο Συμβούλιο σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 2,4, 138 παρ. 1, 2, 270 παρ. 1, 308 παρ. 1, 4, 313, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1 α, 318 και 319 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ την από 13/8/2010 έφεση του κατηγορουμένου … εργολάβου κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης που ασκήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Δ.Σ Θεσσαλονικης Παύλο Κεσόγλου του Σωτηρίου σύμφωνα με την δοθείσα προς αυτόν εξουσιοδότηση στις 10/8/2010 με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αυτού, η οποία ασκήθηκε νομότυπα ενώπιον της Γραμματέως του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 474 του ΚΠΔ) κατά του αριθμ. 430/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το οποίο αυτός (εκκαλών) παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Α’ βαθμού (Κακουργημάτων) για να δικαστεί για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ` εξακολούθηση, που τελέστηκε από πρόσωπο που τέλεσε την πράξη αυτή κατ επάγγελμα και η προκληθείσα ζημία σε βάρος της εγκαλούσας και η αντίστοιχη ωφέλεια του ιδίου του κατηγορουμένου υπερβαίνει το ποσό των 73000 ευρώ (άρθρο 216 παρ. 1 περ. α και β και 3 περ. α και β του ΠΚ). Η ποινική δίωξη κινήθηκε μετά την από 31/7/2006 υποβολή έγκλησης της … κατοίκου Ανω Τούμπας Θεσσαλονίκης δια της οποίας καταγγέλλει τον κατηγορούμενο για την τέλεση της παραπάνω πράξεως και συγκεκριμένα πως αυτός κατά την διάρκεια από αρχές Ιανουαρίου του έτους 2006 μέχρι στις 31/7/2006 πλαστογράφησε 10 επιταγές ευκολίας, που παραδόθηκαν σ΄ αυτόν λευκές ως προς το ποσό με την ρητή συμφωνία να συμπληρωθούν με ποσό που να μην υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 1000 ευρώ. Αυτός αντισυμβατικά συμπεριφερόμενος συμπλήρωσε αυτές και τις έθεσε σε κυκλοφορία αναγράφοντας σ΄ αυτές υπέρτερα του συμφωνηθέντος χρηματικά ποσά, τα οποία συνολικά υπερβαίνουν το ποσό των 89.480,45 ευρώ, το οποίο (χρηματικό ποσό) δεν καλύφθηκε όπως είχε προαποφασιστεί από τον κατηγορούμενο και υποχρεώθηκε να καλύψει η εγκαλούσα βλάπτοντας έτσι την περιουσία αυτής κατά το ανωτέρω χρηματικό ποσό με αντίστοιχη ωφέλεια αυτού. Μετά την άσκηση της εφέσεως εκδόθηκε το αριθμ. 1146/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης διά του οποίου διατάχθηκε η διενέργεια περαιτέρω συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως, η οποία περατώθηκε νομότυπα και κατόπιν αυτών σας εκθέτω τα παρακάτω.

 

 

Από την διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠΔ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του νόμου 3904/2010 έφεση κατά βουλεύματος ασκείται μόνο για κακούργημα και στις περιπτώσεις που ρητά και περιοριστικά αναφέρονται σ` αυτήν α) για λόγους απόλυτης ακυρότητας και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Στην περίπτωση που ασκηθεί το ένδικο μέσο της εφέσεως στηριζόμενο σε άλλους πλην των ανωτέρω λόγους, αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις των άρθρων 462, 463 και 478 του ΚΠΔ συνάγεται πως το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παρέχεται στον κατηγορούμενο μόνον όταν αυτός παραπέμπεται για κακούργημα και στις περιοριστικά στον νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει πως οι δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Προς τούτο εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει μεταξύ άλλων καιόταν το δικαστικό συμβούλιο προσδίδει σε ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ποινικού νόμου υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο υπήγαγε εσφαλμένα στον νόμο τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ως αληθινά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. (Ολ.ΑΠ 2/2002 Ποιν. Χρον. 2002 σελ. 689, ΑΠ 510/2002 Ποιν. Χρον 2003 σελ 24, ΑΠ 1/2010, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 4/2010, ΑΠ 9/2010, ΑΠ 81/2010 ΑΠ 24/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ)

 

 

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 596 παρ. 1 και 601 του ΚΠΔ το επιτρεπτό των ενδίκων μέσων και συνεπώς και τα σφάλματα των αποφάσεων ή των βουλευμάτων για τα οποία επιτρέπεται η άσκηση τους κρίνονται σύμφωνα με τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο εκδόσεως του βουλεύματος ή της αποφάσεως (ΑΠ Ολ. 1282/92 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση ο εκκαλών διά της κρινομένης εφέσεως του προσβάλλει το αριθμ. 430 /2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης εκθέτοντας μεταξύ άλλων ως λόγο προσβολής και την κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, διά της οποίας (κακής εκτιμήσεως) παρέπεμψε τον εκκαλούντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Α βαθμού. Ενώ αν εκτιμούσε ορθά τα πραγματικά περιστατικά θα προέβαινε κατά την άποψη του εκκαλούντα στην έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος γι΄ αυτόν.

 

 

Το προσβαλλόμενο βούλευμα εκδόθηκε στις 23/11/2010 δηλ πριν την δημοσίευση του νόμου 3904/23/12/2010 δια της διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 2 του οποίου αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠΔ και διά της οποίας αναφέρεται πως το ένδικο μέσο της εφέσεως κατά βουλευμάτων ασκείται μόνο στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος παραπέμπεται για κακούργημα και για τους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ποινικής διατάξεως. Ο εκκαλών στην προκείμενη περίπτωση αναφέρει ως λόγους προσβολής του ανωτέρω βουλεύματος την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διατάξεως και την κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Ο τρίτος λόγος εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται στην προκείμενη περίπτωση αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα εκδόθηκε στις 23/11/2010 σε χρόνο που επιτρεπόταν ως λόγος εφέσεως και η κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Γιατί με τον ανωτέρω νόμο (3904/2010) τίθεται περιορισμός στους λόγους ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά βουλευμάτων αναφέροντας περιοριστικά ως λόγους μόνο την απόλυτη ακυρότητα και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διατάξεως.

 

 

Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 α, β του ΠΚ ορίζεται ότι "Οποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας είναι σωρευτικώς μικτό. Οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται δεν μπορούν να εναλλαγούν μεταξύ τους. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται είτε η κατάρτιση εγγράφου από την αρχή και η εμφάνιση αυτού πως καταρτίστηκε από άλλον ή με την νόθευση γνησίου εγγράφου, που συντελείται με την αλλοίωση του περιεχομένου αυτού, που συντελείται με την απόσβεση ή διαγραφή ή προσθήκη ή και των δύο λέξεων, αριθμών ή σημείων. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος του υπαιτίου, που συνίσταται στην γνώση και την θέληση να συντελεστούν τα στοιχεία που απαρτίζουν την πράξη και πρόσθετα απαιτείται σκοπός του δράστη να παραπλανήσει άλλον με την χρησιμοποίηση αυτού (του καταρτισθέντος ή νοθευθέντος εγγράφου) (υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση) Εννομες συνέπειες είναι αυτές που συντελούν στην παραγωγή, διατήρηση, απόσβεση ή μεταβολή δικαιωμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η χρησιμοποίηση του εγγράφου από τον καταρτίσαντα ή νοθεύσαντα αυτό αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση. Η χρήση του νοθευμένου ή καταρτισθέντος εγγράφου καθιστά αυτό προσιτό στον παραπλανώμενο. Η χρήση του εγγράφου συνιστά αυτοτελές έγκλημα στην περίπτωση που η χρησιμοποίηση του εγγράφου γίνεται από τρίτο (εκτός του καταρτίσαντα ή νοθεύσαντα το έγγραφο) ή συντελείται από αυτόν, αλλά για κάποιον λόγο ο υπαίτιος δεν τιμωρείται για την πράξη της καταρτίσεως πλαστού ή νοθεύσεως εγγράφου (βλ. ΑΠ 814/2000 Ποιν. Χρον ΝΑ σελ 130, ΑΠ 36/2001 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2001 σελ 39, ΑΠ 916/2004, ΑΠ 1505/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2004 σελ 301 και 440 αντίστοιχα, ΑΠ 54/2008, ΑΠ 126/2008, ΑΠ 290/2008 Τράπεζα νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχ γ του ΠΚ έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει κάποιο γεγονός ή κατάσταση. Κατά την διάταξη της παραγράφου 3 β του άρθρου 216 του ΠΚ όπως προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 β  του νόμου 2721/99 το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση μορφοποιείται σε βαθμό κακουργήματος και ορίζει ότι: «Με την ίδια ποινή (καθείρξεως μέχρι δέκα ετών) τιμωρείται όποιος διαπράττει το έγκλήμα της πλαστογραφίας κατ΄ επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 15000 ευρώ». Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ. του ΠΚ όπως προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου 2408/96 «Κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση των καταρτισθέντων ή νοθευθέντων εγγράφων τυποποιείται σε βαθμό κακουργήματος με την μορφή του κατ επάγγελμα τελέσεως αυτής όταν ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως ή με την υποδομή, μεθοδικότητα και συστηματικότητα που έχει διαμορφώσει της επανειλημμένης διαπράξεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος για βιοπορισμό. Για την τέλεση της κακουργηματικής πλαστογραφίας με την μορφή της κατ΄ επάγγελμα τελέσεως αυτής εκτός των στοιχείων της παραγράφου 1 του άρθρου 216 του ΠΚ απαιτείται ο δράστης να προβαίνει στην επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της πλαστογραφίας (είτε με την μία είτε με την άλλη μορφή)  με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ή με την υποδομή, μεθοδικότητα και συστηματικότητα που έχει διαμορφωθεί συνάγεται πρόθεση επανειλημμένης διαπράξεως του εγκλήματος αυτού με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος για βιοπορισμό. Εκτός τούτου απαιτείται και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που επιδιώχθηκε να υπερβαίνει το ποσό των 15000 ευρώ (βλ. ΑΠ 806/94 ΝΟΒ 43 σελ 438, ΑΠ 825/95 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 74, ΑΠ 829/2001 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2001 σελ 231, ΑΠ 104/98, ΑΠ 20/98, ΑΠ 132/98 Ποιν. Δικ. 1. 378, 265 και 385 αντίστοιχα ΑΠ 347/2003, ΑΠ 184/2002, ΑΠ 183/2001 ΑΠ 970/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Περαιτέρω κατά την διάταξη της παραγράφου 3 α του άρθρου 216 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7 α του νόμου 2408/96 και αυτή με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 α του νόμου 2721/99 το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση μορφοποιείται σε βαθμό κακουργήματος «Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (των παραγράφων 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25000000 δραχμών (σήμερα 73000 ευρώ)». Για την συγκρότηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται ο υπαίτιος να έχει σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος προξενώντας ζημία έτσι σε τρίτον ή έχει σκοπό να προκαλέσει με τις ανωτέρω ενέργειες (που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2) βλάβη σε τρίτο. Χωρίς να είναι αναγκαία και η επέλευση του οφέλους ή της βλάβης, αρκεί δηλαδή η διακινδύνευση του εννόμου αγαθού. Το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος δηλ σε βαθμό κακουργήματος είναι διφυές αφού δι΄ αυτού προστατεύονται δύο έννομα αγαθά του υπομνήματος και της περιουσίας. Η συμπλήρωση σε επιταγές διαφορετικών ποσών από το συμφωνηθέν μεταξύ εγκαλούντα και κατηγορουμένου συνιστά το έγκλημα της νοθεύσεως εγγράφου και αναλόγως των συντρεχουσών λοιπών προϋποθέσεων διώκεται τούτο σε βαθμό κακουργήματος. Η συνδρομή αμφοτέρων των περιπτώσεων που τιμωρούν την πράξη σε βαθμό κακουργήματος λαμβάνεται μόνο υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής (ΑΠ 406/96 Ποιν.Χρον. ΜΖ σελ. 50, ΑΠ 1702/89 Ποιν.Χρον. Μ σελ 818, ΑΠ 637/99 Ποιν. Χρον. Ν σελ 245, ΑΠ 214/99 Ποιν.Χρον. ΜΘ 1003, ΑΠ 346/2002, ΑΠ 280/2002 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2002 σελ 125,ΑΠ 1505/2004, ΑΠ 916/2004 Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2004 σελ. 301, 440 επ. αντίστοιχα.).

 

 

Τέλος κατά την διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του ΠΚ κατ' εξακολούθηση έγκλημα υφίσταται όταν τελούνται περισσότερες ομοειδείς πράξεις σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα από τον ίδιο δράστη συνδεόμενες μεταξύ τους με την ενότητα εκτέλεσης αποφάσεως του εγκλήματος αυτού. Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή πραγματικής συρροής εγκλημάτων, αφού ο δράστης προβαίνει στην τέλεση περισσοτέρων πράξεων, που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά, τελούμενες από τον ίδιο δράστη, ανεξάρτητες η μία της άλλης (διατηρούσες σε περίπτωση παραγραφής η κάθε μία την αυτοτέλεια της) με τις οποίες προσβάλλεται η ίδια μονάδα εννόμου αγαθού και συνδεόμενες μεταξύ τους με την ενότητα της απόφασης προς εκτέλεση του εγκλήματος. Οι μερικότερες πράξεις του κατ εξακολούθηση εγκλήματος μπορούν να τελεστούν με τον ίδιο ή με διαφορετικούς τρόπους. (βλ. ΑΠ 1821/94 Υπερ 1996 σελ 375, ΑΠ 1391/93 Υπερ 1996 σελ 376, ΑΠ 1200/94 Υπερ 1996 σελ 378, Μελέτες Ποινικού Δικαίου Λάμπρου Μαργαρίτη Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σελ 51).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας, τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, τα συνημμένα έγγραφα σε συνδυασμό με το εφετήριο και τα προσκομισθέντα δι΄ αυτού έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου έχουν προκύψει τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα … διατηρούσε στην περιοχή Ανω Τούμπας Θεσσαλονίκης επιχείρηση εμπορίας ειδών υγιεινής, υδραυλικών, πλακιδίων, μηχανισμών εμπορίας και εγκατάστασης φυσικού αερίου. Επειδή αντιμετώπιζε η ιδία προβλήματα υγείας και λόγω και του προχωρημένου της ηλικίας της κατέστησε ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της τον γιο της …, στον οποίο εκτός άλλων χορήγησε και την δυνατότητα να εκδίδει αντ’ αυτής και να αποδέχεται επιταγές προς εξυπηρέτηση των συναλλακτικών αναγκών της επιχειρήσεως της. Ο κατηγορούμενος ασκούσε το επάγγελμα του εργολάβου οικοδομών και λόγω της επαγγελματικής του δραστηριότητας συναλλασσόταν με την επιχείρηση της εγκαλούσας και του υιού της … προμηθευόμενος από την επιχείρηση του διάφορα είδη για τις επαγγελματικές ανάγκες της εργασίας του. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της εγκαλούσας επειδή ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, ζήτησε από τον γιο της εγκαλούσας (…) να του εγχειρίσει επιταγές εκδόσεως της εγκαλούσας λευκές, τις οποίες συμφωνήθηκε να συμπληρώσει ο ίδιος αναλόγως των αναγκών του αλλά με χρηματικό ποσό που να μην υπερέβαινε το ποσό των 1.000 ευρώ για την κάθε μία εξ αυτών. Ο κατηγορούμενος λόγω του ότι είχε επιδείξει συνέπεια αρχικά στις συναλλαγές του με την επιχείρηση της εγκαλούσας απέκτησε την εμπιστοσύνη αυτής και έτσι του παρέδωσαν τις παρακάτω μεταχρονολογημένες επιταγές τις οποίες όμως ο κατηγορούμενος συμπλήρωσε με τα παρακάτω χρηματικά ποσά και τις οποίες στην συνέχεια έθεσε σε κυκλοφορία σε τρίτους και σε Τραπεζικά Ιδρύματα χωρίς να έχει πρόθεση να αποπληρώσει αυτές βλάπτοντας έτσι την εγκαλούσα, η οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει τα αναγραφέντα ποσά στις επίδικες επιταγές. Ετσι: α) στις 283/2006 συμπλήρωσε αντισυμβατικά στην αριθμ. … μεταχρονολογημένη επιταγή με ημερομηνία εκδόσεως την 20/9/2006 εκδόσεως της εγκαλούσας το ποσό των 10.000 ευρώ αναγράφοντας αυτό ολογράφως και αριθμητικώς σ΄αυτήν πληρωτέα από τον αριθμ. … λογαριασμό της που τηρούσε στην Τράπεζα ALPHA BANK β) Στις 13/2/2006 συμπλήρωσε στην αριθμ. … επιταγή με ημερομηνία εκδόσεως την 20/9/2006 εκδόσεως της εγκαλούσας … συρόμενη από τον ίδιο ανωτέρω λογαριασμό εντελώς αντισυμβατικά το ποσό 11.000 ευρώ αναγράφοντας αυτό ολογράφως και αριθμητικώς στο σώμα της επιταγής 3) Στις 17/4/2006 συμπλήρωσε την αριθμ. … μεταχρονολογημένη επιταγή με ημερομηνία εκδόσεως την 20/9/2006 εκδόσεως της ιδίας το ποσό των 10.980, 45 ευρώ παρά την συμφωνία τους συρόμενη από τον ίδιο λογαριασμό 4) Στις 28/4/2006 συμπλήρωσε στην αριθμ. … μεταχρονολογημένη επιταγή με ημερομηνία εκδόσεως την 31/10/2006 πληρωτέα από την ίδια ανωτέρω Τράπεζα (ALPHA BANK) το ποσό των 10.000 ευρώ και 5) στις 15/5/2006 συμπλήρωσε στην αριθμ. … επιταγή με ημερομηνία εκδόσεως την 30/11/2006 εκδόσεως της εγκαλούσας το ποσό των 10.000 ευρώ αναγράφοντας αυτό ολογράφως και αριθμητικώς στα σώματα συρόμενη από τον προαναφερόμενο λογαριασμό της ιδίας Τράπεζας. Νωρίτερα και δη στις 13/1/2006 και 18/1/2006 συμπλήρωσε στις αριθμ. … και μεταχρονολογημένες επιταγές με ημερομηνία εκδόσεως την 20/7/2006 και 31/7/2006 αντίστοιχα εκδόσεως της ίδιας ανωτέρω εγκαλούσας συρόμενες από τον ίδιο λογαριασμό, το ποσό των 10.000 και 8000 ευρώ αντίστοιχα παρά την αντίθετη συμφωνία τους. Επίσης 9) στις 29/12/2005 συμπλήρωσε αντισυμβατικά το ποσό των 10.000 ευρώ στην αριθμ. … μεταχρονολογημένη επιταγή της ίδίας με ημερομηνία εκδόσεως την 10/7/2006 συρόμενη από τον ανωτέρω λογαριασμό. Ακόμη κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 2006 και σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε από την προανάκριση συμπλήρωσε στην αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή εκδόσεως της εγκαλούσας πληρωτέες από τον ίδιο ανωτέρω λογαριασμό το ποσό των 9.500 ευρώ αναγράφοντας αυτό ολογράφως και αριθμητικώς στο σωμα της. Τέλος σε αδιευκρίνιστη ημερομηνία πάντως εντός του πρώτου εξαμήνου του 2006 συμπλήρωσε στην αριθμ. … μεταχρονολογημένη επιταγή με ημερομηνία εκδόσεως την 31/7/2006 εκδόσεως της εγκαλούσας πληρωτέα από τον αριθμ. …. λογαριασμό αυτής στην ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ολογράφως και αριθμητικώς το ποσό των 10.000 ευρώ και όχι των 1.000 ευρώ όπως είχαν συμφωνήσει. Ολες τις ανωτέρω επιταγές ο κατηγορούμενος εκπληρώνοντας τον αρχικό σκοπό του οπισθογράφησε και ενεχύρησε λόγω ενεχύρου σε διάφορες Τράπεζες και ειδικότερα στην Λαϊκή Τράπεζα ΑΕ, στην τράπεζα Πειραιώς, Τράπεζα Κύπρου, Εγνατία Τράπεζα, Τράπεζα Αττικής και Τράπεζα EUROBANK καθώς και σε άγνωστα πρόσωπα αποκομίζοντας παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 89.480,45 ευρώ συνολικά. Αναμένοντας η εγκαλούσα μετά του υιού της την εξόφληση των προαναφερομένων επιταγών κατά την διαβεβαίωση του πληροφορήθηκαν ότι ο κατηγορούμενος είχε εξαφανιστεί ενώ προηγουμένως είχε θέσει σε κυκλοφορία τις εν λόγω επιταγές και καθιστώντας ουσιαστικά υπεύθυνους αυτούς για την πληρωμή τους. Ετσι η εγκαλούσα απέστειλε στην ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ τις από 7/7/2006, 17/7/2006 19/9/2006 και 29/10/2006 εξώδικες προσκλήσεις και δηλώσεις και στην Πανελλήνια Τράπεζα την από 28/10/2006 εξώδικη πρόσκληση με βάση τις οποίες γνωστοποιούσαν σ΄ αυτές την προπεριγραφόμενη κατάσταση και τις καλούσαν να μην προβούν σε εξόφληση των επιταγών στον κατηγορούμενο η σε οποιονδήποτε τρίτο κομιστή, διότι αυτές ήταν αποτέλεσμα πλαστογραφίας ως τόσο αυτές είχαν ήδη τεθεί σε κυκλοφορία με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η εγκαλούσα να εξοφλήσει χρηματικά ποσά σε τρίτους που δεν τα οφείλει, λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος στο εφετήριο του ισχυρίζεται πως οικονομική δυσχέρεια αντιμετώπιζε ο …, ο οποίος αρχικά είχε λειτουργήσει στο όνομα του ατομική επιχείρηση με ίδιο αντικείμενο αλλά λόγω χρεών του έκλεισε αυτήν και την επαναλειτούργησε στο όνομα της συζύγου του …, επειδή και η επιχείρηση της συζύγου του είχε υπερχρεωθεί έναντι των Τραπεζών χωρίς να μπορεί να αντιμετωπίσει τα οικονομικά του προβλήματα έκλεισε και πάλι αυτήν επαναλειτουργώντας αυτήν στο ονοματεπώνυμο του πατέρα του. Η πορεία και της επιχειρήσεως του πατέρα του ήταν η ίδια και εξαναγκάστηκε και πάλι να κλείσει αυτήν και την επαναλειτουργήσει στο όνομα της μητέρας του … και με τα φορολογικά στοιχεία αυτής. Η οικονομική δυσχέρεια του … εξακολούθησε και κατά την λειτουργία της επιχειρήσεως στο όνομα της μητέρας του. Προς εξυπηρέτησε των οικονομικών αναγκών του άνοιξε σε δύο Τραπεζικά καταστήματα της ALPHA BANK και της Πανελλήνιας ΑΕ Τράπεζας χρηματοδοτούμενους λογαριασμούς με μικρό όμως πλαφόν και έτσι ζήτησε την βοήθεια του κατηγορουμένου, ο οποίος διατηρούσε σε διάφορες Τράπεζες (Εγνατίας, Κύπρου, EUROBANK, ALPHA BANK, Πειραιώς κλπ) χρηματοδοτούμενους λογαριασμού με υψηλό χρηματοπιστωτικό λογαριασμό. Ο … παρέδιδε στον κατηγορούμενο επιταγές, τις οποίες στην συνέχεια αυτός κατέθετε στις Τράπεζες που διατηρούσε του χρηματοδοτούμενους λογαριασμούς και λάμβανε διάφορα χρηματικά ποσά και στην συνέχεια παρέδιδε επιταγές στον ανωτέρω συμβαλλόμενο του, ο οποίος εισέπραττε από τους χρηματοδοτούμενους μικρούς του λογαριασμούς μικρά ποσά προς κάλυψη των αναγκών τους. Οι ανωτέρω είχαν δηλαδή μεταξύ τους συμψηφιστικό λογαριασμό. Γεγονός που διαψεύδει το μάρτυρας και υιός της εγκαλούσας …, ο οποίος ισχυρίζεται πως μεταξύ αυτού και του κατηγορουμένου δεν λειτούργησε ποτέ συμψηφιστικός λογαριασμός. Οι επιταγές που παραδιδόταν από τον κατηγορούμενο σ` αυτόν γινόταν εντός των ορίων της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, προερχόμενες δηλαδή από την αγορά της επιχειρήσεως του ειδών υγιεινής. Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες και για τον λόγο αυτό προσέφυγε στον … (συνεργάτη του) ζητώντας επιταγές ευκολίας με τους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται ανωτέρω. Ο … πράγματι δέχθηκε να παραδώσει στον κατηγορούμενο 10 επιταγές λευκές ως προς το ποσό. Ο κατηγορούμενος συμπλήρωσε αυτές με ποσά αναλόγως των οικονομικών του αναγκών (αντισυμβατικά συμπεριφερόμενος) και θέτοντας αυτές σε κυκλοφορία προεισπράττοντας αυτές σε Τραπεζικά Καταστήματα λόγω και των υπαρχόντων χρηματοδοτουμένων με πλαφόν λογαριασμών. Ο κατηγορούμενος γνώριζε πως δεν μπορούσε να καλύψει τα εισπραχθέντα χρηματικά ποσά, αφού η οικονομική του κατάσταση ήταν δεδομένη, την οποία αγνοούσε ο ανωτέρω επιχειρηματίας και προέβη στην πράξη της διευκόλυνσης του λόγω της δημιουργηθείσας μεταξύ τους σχέσης εμπιστοσύνης προερχόμενη από την υπάρχουσα επαγγελματική συνεργασία. Ο κατηγορούμενος μετά την συμπλήρωση των ποσών των 10 επιδίκων επιταγών και την κυκλοφορία αυτών διέλυσε την επιχείρηση του προβαίνοντας μάλιστα και σε αλλαγή επαγγέλματος (οδηγός ταξί) χωρίς να καλύψει τις οικονομικές του υποχρεώσεις. Από την κατ αντιπαράσταση εξέταση του κατηγορουμένου με τον μάρτυρα της εγκαλούσας ... προκύπτει πως οι επιταγές που παρέδωσε ο κατηγορούμενος σ’ αυτόν ως πληρεξούσιο και αντίκλητο της εγκαλούσας στην διαχείριση της επιχειρήσεως της προερχόνταν από αγορές προϊόντων της επιχειρήσεως του για τις ανάγκες της επαγγελματικής του δρστηριότητας (κατασκευές κατοικιών κλπ). Οι ισχυρισμοί τη κατηγορουμένου περί υπάρξεως μεταξύ αυτού και του εκπροσώπου της εγκαλούσας και υιού της … συμψηφιστικού λογαριασμού και πως οι επιταγές που παρέδιδε αυτός σ αυτόν ήσαν επιταγές ευκολίας αυτού προς την επιχείρηση … και όχι του … προς αυτόν με τις προϋποθέσεις που αναφέρει η εγκαλούσα στην έγκληση της. ΟΙ ισχυρισμοί του κατηγορουμένου όμως δεν αποδεικνύονται από ουδέν στοιχείο της δικογραφίας.

 

 

Συνεπώς ορθά το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου πλημμελειοδικών κρίνοντας παρέπεμψε τον κατηγορούμενο να δικαστεί από το αρμόδιο καθ ύλη Τριμελές Εφετείο Α’ βαθμού σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 α,27 παρ. 1, 51, 52, 60, 63, 79, 98 παρ. 1, 216 παρ. 1 περ. α,β, 3 α, β του ΠΚ. Με τα δεδομένα αυτά δεχόμαστε τυπικά την ασκηθείσα έφεση του κατηγορουμένου … και απορρίπτουμε αυτήν ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Τα δικαστικά έξοδα να επιβληθούν στον εκκαλούντα ανερχόμενα στο ποσό των 250 ευρώ.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Προτείνω να γίνει δεκτή τυπικά η έφεση του κατηγορουμένου … εργολάβου κατοίκου Θεσσαλονίκης και να απορριφθεί αυτή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα στρεφομένη κατά του αριθμ. 430/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης.

 

Τα δικαστικά έξοδα να επιβληθούν στον εκκαλούντα (κατηγορούμενο)

 

Θεσσαλονίκη 16/5/2010.

 

Ο Αντεισαγγελέας Εφετών

Ηλίας Νικ. Σεφερίδης.