ΣΑΠ 924/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης -.

 

Γνωμοδότηση του Συμβουλίου Εφετών υπέρ της εκτέλεσης των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης των ουγγρικών δικαστικών αρχών κατά των δύο εκζητούμενων Ούγγρων υπηκόων. Η έφεση κατά της προαναφερόμενης απόφασης ασκείται ενώπιον του Αρείου Πάγου εντός 24 ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Έννοια, τύπος και περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Προϋποθέσεις εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Εν προκειμένω, τα εντάλματα αφορούν σε διεξαγόμενη προανάκριση κατά των δύο εκζητούμενων εκκαλούντων για κακουργηματική υπεξαίρεση και μεγάλο αριθμό κακουργηματικών απατών, κατά των οποίων έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη στην Ουγγαρία. Αφού τα εν λόγω ευρωπαϊκά εντάλματα εκδόθηκαν στις 29-12-2004, δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3251/2004 (9-7-2004) που θέσπισε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του. Δεν είναι προϋπόθεση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης η προηγούμενη άσκηση ποινικής δίωξης κατά του εκζητούμενου. Ορθά το Συμβούλιο Εφετών αποφάνθηκε υπέρ της εκτέλεσης των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, αφού συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις εκτέλεσής τους. Απορρίπτεται η έφεση των εκκαλούντων στο σύνολό τους.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 924/2005

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

   ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ -(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ)

 

   Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεόδωρο Λαφαζάνο, Αντιπρόεδρο, Σταμάτιο Γιακουμέλο, Γεώργιο Σαραντινό-Εισηγητή, Χρύσανθο Παπούλια και Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αρεοπαγίτες.

   Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Απριλίου 2005, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Τσίμα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση των εκκαλούντων-εκζητουμένων, 1)N R του E και 2)G-G R I G, Ούγγρων υπηκόων, κατοίκων Ναυπλίου και ήδη κρατουμένων στις δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού, οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους α) Χ Μ, β) Σ Α και γ) Κ Κ, κατά της υπ'αριθμ. 48/2005 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου.

   Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του γνωμοδότησε υπέρ της εκτελέσεως των 5 Bny 999/2004 και 5 Bny 1000/2004 Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Σύλληψης των Ουγγρικών Δικαστικών Αρχών.

   Κατά της αποφάσεως αυτής οι εκζητούμενοι και τώρα εκκαλούντες, άσκησαν την με αριθμό και ημερομηνία 1/16 Μαρτίου 2005 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Ναυπλίου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 556/2005.

   Προκειμένης συζητήσεως

   Αφού άκουσε τους πληρεξούσιους δικηγόρους των εκκαλούντων-εκζητουμένων, που ζήτησαν να γίνει δεκτή η έφεσή τους και να μην εκδοθούν και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση και να εκδοθούν αυτοί στις Αρχές της Ουγγαρίας.

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   1.- Κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3251/2004 «Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης κλπ», σε περίπτωση μη συγκατάθεσης του εκζητουμένου, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον ’ρειο Πάγο από τον εκζητούμενο ή τον Εισαγγελέα κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της απόφασης. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση από τον Γραμματέα Εφετών, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Επομένως, η υπό κρίση, από 16-3-2005, με αριθμό έκθεσης 1/2005, έφεση των 1) N R και 2)Y G-R κατά της 48/16-3-2005 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, με την οποία αποφασίστηκε η εκτέλεση των 5 Bny 999/2004 και 5 Bny 1000/2004 ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης του Ανακριτή του Πρωτοδικείου SZEGED Ουγγαρίας κατ' αυτών, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα ενώπιον του αρμόδιου Γραμματέα του παραπάνω Εφετείου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.

   2.- Κατά το άρθρο 1 του πιο πάνω νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας: α)προκειμένου, σε πρόσωπο στο οποίο ήδη έχει αποδοθεί η αξιόποινη πράξη, να ασκηθεί ποινική δίωξη ή β)να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου, ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, που περιέχει, ειδικότερα, α)ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β)όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής κλπ. σύνδεσης της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, γ)μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης, του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής, δ)φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε)περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνεται ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από την νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και ζ)στο μέτρο του δυνατού, κάθε πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειές της, και ορίζεται ότι το ένταλμα τούτο μεταφράζεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους εκτέλεσής του. Επίσης, στο άρθρο 9 παρ. 3, ορίζεται, ότι, όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της απόφασης εκτέλεσης του εντάλματος είναι το συμβούλιο εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος, ενώ, κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, κατά της πιο πάνω οριστικής απόφασης επιτρέπεται η άσκηση έφεσης στον ’ρειο Πάγο, από τον εκζητούμενο ή τον εισαγγελέα, μέσα στην προθεσμία που προαναφέρθηκε. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, αντίστοιχα δε, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. α' του νόμου τούτου, επιτρέπεται η εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, εάν η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί τούτο, συνιστά έγκλημα σύμφωνα και με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστο δώδεκα μηνών, επίσης δε, το ένταλμα εκτελείται, κατά το στοιχ. β' της ανωτέρω παραγράφου 1, εφόσον τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης αυτού καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή ως κακούργημα, ενώ, τέλος, κατά την παρ. 2 του αμέσως πιο πάνω άρθρου, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται, χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή αξιόποινες πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών ετών, ειδικότερα δε, μεταξύ άλλων, και για «κ)απάτη».

   3.- Στην προκείμενη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στην δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό και με όσα εξέθεσαν οι εκκαλούντες και οι παραστάντες συνήγοροι αυτών προφορικά στο ακροατήριο και με το έγγραφο υπόμνημά τους, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αποφάσισε την εκτέλεση των 5 Bny 999/2004 και 5 Bny 1000/2004 ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης του Ανακριτή του Πρωτοδικείου SZEGED Ουγγαρίας κατά των παραπάνω εκκαλούντων, Ούγγρων υπηκόων, οι οποίοι γεννήθηκαν στο SZEGED της Ουγγαρίας και, συγκεκριμένα, ο πρώτος στις 12/1/1971 και η δεύτερη 27/9/1968 και κατοικούν στο Κουρτάκι Αργολίδας, συνελήφθησαν δε και κρατήθηκαν, αρχικά, σε εκτέλεση της με αριθμ. 11011/20-12-2004 διάταξης της Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου. Τα εντάλματα αυτά αφορούν διεξαγόμενη προανάκριση κατά των εκκαλούντων για τα παρακάτω, επαρκώς σε αυτά προσδιοριζόμενα, εγκλήματα: Μία περίπτωση υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η οποία εμπίπτει στο άρθρο 317 παρ. 1 του Ουγγρικού ΠΚ, χαρακτηρίζεται δε και τιμωρείται κατά την παρ. 6 εδ. α, πράξη την οποία φέρονται ότι τέλεσαν ως συναυτουργοί, βάσει του άρθρου 20 παρ. 2 του ίδιου ΠΚ, μία περίπτωση απάτης σε βαθμό κακουργήματος ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας, η οποία εμπίπτει στο άρθρο 318 παρ. 1 το Ουγγρικού ΠΚ, χαρακτηρίζεται δε και τιμωρείται κατά την παρ. 6 εδ. β', πράξη την οποία φέρονται ότι τέλεσαν ως συναυτουργοί, βάση του άρθρου 20 παρ. 2 του ίδιου ΠΚ, είκοσι περιπτώσεις απάτης σε βαθμό κακουργήματος, σοβαρής ζημίας, κατ' επάγγελμα, η οποία εμπίπτει στο άρθρο 318 παρ. 1 του Ουγγρικού ΠΚ, χαρακτηρίζεται δε και τιμωρείται κατά την παρ. 6 εδ. β', πράξη την οποία φέρονται ότι τέλεσαν ως συναυτουργοί, βάσει του άρθρου 20 παρ. 2 του ίδιου ΠΚ και κατ' εξακολούθηση κατ' άρθρο 12 παρ. 2, εβδομήντα τρεις περιπτώσεις απάτης σε βαθμό κακουργήματος, μεγάλης ζημίας, κατ' επάγγελμα, η οποία εμπίπτει στο άρθρο 318 παρ. 1 του Ουγγρικού ΠΚ, χαρακτηρίζεται δε και τιμωρείται κατά την παρ. 5 εδ. β', πράξη την οποία φέρονται ότι τέλεσαν ως συναυτουργοί, βάσει του άρθρου 20 παρ. 2 του ίδιου ΠΚ και κατ' εξακολούθηση κατ' άρθρο 12 παρ. 2 του Κώδικα αυτού και από μία περίπτωση απάτης σε βαθμό κακουργήματος, σοβαρής ζημίας, κατ' επάγγελμα, η οποία εμπίπτει στο άρθρο 318 παρ. 1 του Ουγγρικού ΠΚ, χαρακτηρίζεται δε και τιμωρείται κατά την παρ. 6 εδ. β' Ειδικότερα, οι παραπάνω διωκόμενοι φέρονται ότι συνέστησαν, στις 16/7/1997, την Ανώνυμη Εταιρεία Εμπορίας Τίτλων και επενδυτικών Υπηρεσιών με την επωνυμία "E I Rt", της οποίας το αντικείμενο δραστηριότητας αφορούσε εργασίες συναφείς με τις δραστηριότητες ενδιαμέσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών που δεν κατατάσσονται άλλού, δραστηριότητες χρηματιστών και άλλες δραστηριότητες ενδιαμέσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, εκτός από τις ασφαλίσεις και τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Το καταστατικό της εν λόγω εταιρείας ορίζει ότι αυτή πρόκειται να συσταθεί με μετοχικό κεφάλαιο ύψους 100.000.000 φιορινίων, το οποίο, κατά τη σύσταση, αποτελείται αποκλειστικά από κοινές ονομαστικές, με δικαίωμα ψήφου, μετοχές της ίδιας κατηγορίας, σε φυσική μορφή, ονομαστικής αξίας 100.000 φιορινίων την καθεμία. Με τη με αριθμ. 73.0003/1997, από 25/9/1997, απόφασή της η ALLAMI PENZ-ES TDKEPIACI FELUGYELET («Κρατική Επιθεώρηση Αγοράς Χρήματος και Κεφαλαίου») έδωσε έγκριση στην παραπάνω εταιρεία για την άσκηση των δραστηριοτήτων που ορίζονται στο άρθρο 4 του Ν. CXI/1996 «περί θέσεως σε κυκλοφορία τίτλων, επενδυτικών υπηρεσιών και χρηματιστηρίου αξιών». 1)Την 1η Αυγούστου 1997, και οι δύο εκκαλούντες κατέθεσαν στο υποκατάστημα SZEGET της Τράπεζας ΜΕΖΟΒΑΝΚ Rt το μετοχικό κεφάλαιο της πιο πάνω εταιρείας, ύψους 100.000.000 φιορινίων και, στη συνέχεια, την ίδια ημέρα, έκαναν ανάληψη 70.000.000 φιορινίων και, στις 7/8/1997, 30.000.000 φιορινίων από το ίδιο ποσό και χρησιμοποίησαν το ποσό που ανέλαβαν για δικό τους όφελος, δηλαδή το ιδιοποιήθηκαν, προξενώντας ζημία ύψους 100.000.000 φιορινίων στην παθούσα πιο πάνω εταιρεία και 2)Ενεργώντας για την εταιρεία αυτή και ασκώντας δραστηριότητα στα πλαίσια του εγκεκριμένου αντικειμένου της, έλαβαν χρηματικά ποσά και αξιόγραφα συνολικής αξίας 22.907.949 φιορινίων από 94 επενδυτές, με σκοπό την διαχείριση χαρτοφυλακίων, την αγορά τίτλων, την φύλαξη παρακαταθήκης και τη διαχείριση. Επιπλέον, ο πρώτος των εκκαλούντων, στις 29/8/1998, ζήτησε δανεικά 2.500.000 φιορίνια από τον παθόντα A T έως τις 31/3/1999, πλην δεν επέστρεψε το δάνειο που έλαβε ούτε είχε κατά νου να το επιστρέψει, όταν το ζήτησε ο δανειστής, με την συμπεριφορά του δε αυτή, παραπλάνησε τον παθόντα, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη ζημία του παθόντος, ύψους 2.500.000 φιορινίων. Επίσης, η δεύτερη από τους εκκαλούντες, στις 13/7/1998, αγόρασε το με αριθμό κυκλοφορίας GLN-* αυτοκίνητο μάρκας ALFA ROMEO, αντί τιμήματος 6.000.000 φιορινίων, για την αγορά του οποίου έλαβε δάνειο 3.000.000 φιορινίων από την εταιρεία F Rt, βάσει του από 13-7-1998 συμφωνητικού συνάψεως δανείου, το οποίο επρόκειτο να εξοφληθεί σε 30 μηνιαίες δόσεις των 140.342 φιορινίων καθεμία, με τη συμφωνία ότι, ως εγγύηση χορήγησης τούτου, θα αποκτούσε η δανείστρια δικαίωμα, προαίρεσης επί του αυτοκινήτου, για το ενδεχόμενο που η δανειολήπτρια δεν θα συμμορφωνόταν με την υποχρέωση πληρωμής, πλην η τελευταία ανταποκρίθηκε στην ως άνω υποχρέωσή της μόνο κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 1998, και, όταν η F Rt θέλησε να ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης, η δεύτερη εκκαλούσα δεν της παρέδωσε το αυτοκίνητο. Είχε δε η εκκαλούσα κατά νου, όταν έλαβε το δάνειο, να μην το εξοφλήσει και το έλαβε αφού παραπλάνησε τον αρμόδιο υπάλληλο της F Rt, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη ζημία της παθούσας, ύψους 2.929.933 φιορινίων. Τα εν λόγω ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης φέρουν ημερομηνία 29 Δεκεμβρίου 2004 και εκδόθηκαν από το Πρωτοδικείο SZEGED, Τμήμα Ανακριτών, του οποίου Επικεφαλής Δικαστής είναι ο Δρ. Z L, διεύθυνση Η-* HUNGARY, SZEGED, S T *, τηλ. ..............FAX ............ Σύμφωνα με τα εν λόγω εντάλματα, διατάσσεται η σύλληψη των εκκαλούντων ως υπόπτων για την τέλεση των παραπάνω αξιόποινων πράξεων, έχει δε ασκηθεί ποινική δίωξη κατ' αυτών, με παραγγελία για προανάκριση (σχετ. άρθρο 6 παρ. 2 του ν. ΧΙΧ/1998 περί Ουγγρικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Η πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος προβλέπεται από το άρθρο 317 παρ. 1 και 6 του Ουγγρικού Ποινικού Κώδικα και τιμωρείται με φυλάκιση 2 έως 8 ετών, η απάτη σε βαθμό κακουργήματος από το άρθρο 318 παρ. 1 («όποιος με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος οδηγεί ή κρατά κάποιον σε πλάνη με αποτέλεσμα να προξενήσει ζημία, διαπράττει «απάτη») και 6 και τιμωρείται με φυλάκιση 2 έως 8 ετών, η κατ' επάγγελμα απάτη από το άρθρο 318 παρ. 5 και τιμωρείται με φυλάκιση 1 έως 5 ετών, η έννοια της κατ' επάγγελμα τέλεσης του αδικήματος ορίζεται από το άρθρο 137 εδ. 9 του Ουγγρικού ΠΚ, η έννοια της συναυτουργίας από το άρθρο 20 παρ. 2 αυτού, η έννοια της κατ' εξακολούθηση τέλεσης εγκλήματος από το άρθρο 12 παρ. 2, η παραγραφή των πιο πάνω εγκλημάτων ορίζεται σε 8 έτη από το άρθρο 33 παρ. 1 εδ. β' του ίδιου ΠΚ και η διακοπή αυτής από το άρθρο 35 παρ. 1 εδ. β' αυτού, κατά το οποίο «Η παραγραφή διακόπτεται από πράξεις ποινικής δίωξης οι οποίες διενεργούνται σε βάρος του δράστη εξ αιτίας του εγκλήματος από τις αρχές που ασκούν ποινικές αρμοδιότητες. Η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την ημέρα της διακοπής». Αλλά και κατά τα άρθρα 375 παρ. 1 και 386 παρ. 1 και 3 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα η υπεξαίρεση και η απάτη τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εφόσον δε πρόκειται περί κακουργηματικών πράξεων, με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών. Επιπλέον, όμως, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 του ν. 3251/2004, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται και χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για απάτη, όπως αυτή ορίζεται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον αυτή τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή, της οποίας το ανώτατο όριο είναι τουλάχιστον τριών ετών, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Εν όψει αυτών και της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 39 του πιο πάνω νόμου, ισχύοντος από 9/7/2004, κατά την οποία οι αιτήσεις έκδοσης που παραλήφθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εξακολουθούν να διέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις για την έκδοση, ήταν πράγματι ο εν λόγω νόμος εφαρμοστέος, τόσο για την έκδοση, όσο και για την εκτέλεση των πιο πάνω ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση, τα εν λόγω ευρωπαϊκά εντάλματα εκδόθηκαν στις 29/12/2004, δηλαδή μετά την, κατά την 9/7/2004, έναρξη ισχύος του ν. 3251/2004.   Περαιτέρω, όμως, και όσον αφορά τις περιεχόμενες στο περί ακυρότητας της διαδικασίας εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Α' κεφάλαιο του εφετηρίου αιτιάσεις, για μη σύννομη σύλληψη και κράτηση των εκκαλούντων από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού, με αυτές, δεν πλήττεται, πάντως, η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Όσον αφορά δε τους στο κεφάλαιο Β' του εφετηρίου εκτιθέμενους λόγους, πρέπει να λεχθούν τα εξής: 'Oπως προαναφέρθηκε, μολονότι δεν απαιτείται, για την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, να έχει ασκηθεί προηγουμένως κατά του εκζητουμένου προσώπου ποινική δίωξη, αφού αρκεί να αποδίδεται σε αυτό ορισμένη αξιόποινη πράξη (άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. α' του ν. 3251/2004), εντούτοις, στην προκείμενη περίπτωση, έχει ασκηθεί κατά των εκκαλούντων εκζητουμένων ποινική δίωξη, όπως τούτο προκύπτει από το από 28/2/2005 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ουγγαρίας, καθ' ό «η ποινική δίωξη των εν θέματι ατόμων (ήδη εκκαλούντων) βρίσκεται σε προανακριτικό στάδιο, τα άτομα αυτά είναι ύποπτα τέλεσης αξιόποινων πράξεων» και, περαιτέρω, «Σύμφωνα με το άρθρο 164 παρ. 1 του νόμου ΧΙΧ/1998 περί Ουγγρικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας: Η ποινική δίωξη αρχίζει με την προανάκριση», γι' αυτό και ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Επίσης, δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή το γεγονός ότι το εν λόγω έγγραφο προέρχεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και όχι από Δικαστική Αρχή, αφού τούτο είναι απλά πληροφοριακό για τις πράξεις που ενεργήθηκαν από τη Δικαστική Αρχή και όχι δικαιοδοτικό, άλλωστε εσφαλμένα το Συμβούλιο Εφετών, ζήτησε, με την παρεμπίπτουσα 30/2005 απόφασή του, βεβαίωση για την άσκηση ή όχι ποινικής δίωξης κατά των ήδη εκκαλούντων, αφού, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 στοιχ. α' του ν. 3251/2004, που προμνημονεύθηκε, δεν είναι προϋπόθεση της έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης η προηγούμενη άσκηση ποινικής δίωξης κατά του εκζητουμένου, γι' αυτό και ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Επίσης, και ο τρίτος λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, οι αποδιδόμενες στους εκκαλούντες αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης και απάτης σε βαθμό κακουργήματος είναι αξιόποινες και κατά το ελληνικό δίκαιο, και τούτο ανεξάρτητα από το ότι, για την πράξη της απάτης, όπως αυτή ορίζεται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, επιτρέπεται η εκτέλεση τούτου και χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, εφόσον, όπως στην προκείμενη περίπτωση, αυτή τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή, της οποίας το ανώτατο όριο είναι τουλάχιστον τριών ετών. Περαιτέρω, δεν προέκυψε, από όλα τα παραπάνω στοιχεία, ότι τα εν λόγω ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης έχουν εκδοθεί προς τον σκοπό δίωξης ή τιμωρίας των εκκαλούντων για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 11 εδ. ε' του 3251/2004, ούτε ότι παραβιάζεται το άρθρο 1 παρ. 2 του ίδιου νόμου, ούτε ότι πρέπει να εξαρτηθεί η εκτέλεση τούτων από την προϋπόθεση ότι οι εκζητούμενοι, μετά την ακρόασή τους από τις Ουγγρικές Δικαστικές Αρχές, θα διαμεταχθούν ενταύθα, ώστε να εκτίσουν τις στερητικές ελευθερίας ποινές που τυχόν θα τους επιβληθούν στις ελληνικές φυλακές (άρθρο 13 παρ. 3). Περαιτέρω, δεν απαιτείται να διαταχθεί από το παρόν Συμβούλιο ακρόαση των εκζητουμένων κατά το άρθρο 23 παρ. 1, 2 του εν λόγω νόμου, αφού ο σκοπό ς της ακρόασης έχει εκπληρωθεί με την εμφάνισή τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του παρόντος Συμβουλίου. Τέλος, τα παραπάνω εγκλήματα δεν υπέπεσαν στην παραγραφή, η προθεσμία της οποίας, γι' αυτά, βάσει του άρθρου 33 παρ. 1 εδ. β' του Ουγγρικού ΠΚ, είναι οκτώ (8) έτη, δεδομένου ότι η έκδοση των αρχικών (εσωτερικών) ενταλμάτων σύλληψης, στις 14/8/2000, διέκοψε την παραγραφή αυτή, αφού, κατ' άρθρο 35 παρ. 1 εδ. β' του ίδιου ΠΚ, «η παραγραφή διακόπτεται από πράξεις ποινικής δίωξης, οι οποίες διενεργούνται σε βάρος του δράστη εξ αιτίας του εγκλήματος από τις αρχές που ασκούν ποινικές αρμοδιότητες. Η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την ημέρα της διακοπής», άρα η παραγραφή στη συγκεκριμένη περίπτωση, συμπληρώνεται στις 20/8/2008.

   4.- Κατά συνέπεια, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των παραπάνω ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, γι' αυτό και το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αποφάνθηκε υπέρ της εκτέλεσης αυτών, δεν έσφαλε και πρέπει να απορριφθούν οι αντίθετοι ισχυρισμοί των εκκαλούντων και η έφεσή τους στο σύνολό της και να διαταχθεί η σύλληψη και κράτηση τούτων, εν όψει ότι, με την παρεμπίπτουσα 857/2005 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (σε Συμβούλιο), αντικαταστάθηκε η τελευταία με περιοριστικούς όρους. Έξοδα δεν επιβάλλονται, σύμφωνα με το άρθρο 37 του ν. 3251/2004.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν την από 16 Μαρτίου 2005, με αριθμό έκθεσης 1/2005, έφεση των 1)N R και 2)G G-R, Ούγγρων υπηκόων κατά της με αριθμ. 48/2005 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, με την οποία αυτό αποφάσισε την εκτέλεση των 5 Bny 999/2004 και 5 Bny 1000/2004 ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης του Ανακριτή του Πρωτοδικείου SZEGED Ουγγαρίας κατά των εκκαλούντων, καθώς και ό,τι άλλο κρίθηκε ως απορριπτέο.

   Διατάσσει την σύλληψη και κράτηση των εκκαλούντων-εκζητουμένων προς προσαγωγή αυτών στις αρμόδιες αρχές της Ουγγαρίας.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Απριλίου 2005.

   Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Απριλίου 2005.