ΠρΤρΣυμβΣτΕ (ν. 3068/2002) 3/2018

Μη συμμόρφωση της Διοίκησης προς απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας - Αποδοχές στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας -.

 

Απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ σχετικά με την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων περί αναπροσαρμογής των αποδοχών των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Μη συμμόρφωση της Διοίκησης προς την εν λόγω απόφαση. Παρά την παρέλευση χρονικού διαστήματος μείζονος του έτους από τη δημοσίευση της ακυρωτικής απόφασης και της επίδοσής της η διοίκηση δεν προέβη σε ουδεμία ενέργεια προς υλοποίηση αυτής.

 

 

 

 

Αριθμός 3/2018

 

Πρακτικό συνεδριάσεως

του Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας

(άρθρο 2 του Ν. 3068/2002)

 

______________________

 

Συνεδρίασε σε συμβούλιο στις 31 Οκτωβρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Χρ. Ράμμος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Π. Καρλή, Ελ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι. Ως Γραμματέας έλαβε μέρος η Ελ. Γκίκα.

 

Για να εξετάσει την από 12 Ιουνίου 2017 αίτηση των: 1) δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων (Αστυνομικό Προσωπικό κάθε βαθμίδας)» (Π.Ο.Α.Σ.Υ.) και 2) δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Αξιωματικών Αστυνομίας» (Π.Ο.ΑΞΙ.Α.), που εδρεύουν στην Αθήνα (Μεσογείων 96), με την οποία ζητείται η συμμόρφωση της Διοικήσεως προς την υπ’ αριθμ. 1127/2016 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Το Συμβούλιο, αφού άκουσε την εισηγήτρια, Σύμβουλο Π. Καρλή, δέχθηκε τα εξής :

 

 

1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία νομίμως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 1 του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) και 2 παρ. 2 του π.δ/τος 61/2004 (Α΄ 54), οι αιτούσες συνδικαλιστικές οργανώσεις παραπονούνται για τη μη συμμόρφωση της Διοικήσεως και, συγκεκριμένα, του Υπουργείου Οικονομικών προς την 1127/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την τελευταία αυτή απόφαση ακυρώθηκε, κατ’ αποδοχή αιτήσεως των ήδη αιτουσών η οικ2/88371/ΔΕΠ/17.11.2014 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής ʼμυνας, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Αιγαίου (Β΄ 3093/18.11.2014), με την οποία καθορίσθηκε ο χρόνος και τρόπος καταβολής στα εν ενεργεία στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και τους συνταξιούχους των σωμάτων αυτών των μισθολογικών και συνταξιοδοτικών διαφορών που προέκυψαν από την αναδρομική, από 1.8.2012, αναπροσαρμογή των αποδοχών τους με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014 (Α΄ 246), κατόπιν των 2192-6/2014 ακυρωτικών αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά το μέρος που αφορά την καταβολή των διαφορών αποδοχών στους αστυνομικούς υπαλλήλους και τους αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας.

 

 

2. Επειδή, από το συνδυασμό των άρθρων 95 παρ. 5 του Συντάγματος και 3 παρ. 1 του ν. 3068/2002, συνάγεται ότι η διοίκηση, συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, υποχρεούται όχι μόνον να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη στο νομικό κόσμο την νομοθετική πράξη που κρίθηκε αντίθετη προς συνταγματικές διατάξεις ή τη διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση της νομικής καταστάσεως που προέκυψε αμέσως ή εμμέσως από τις πράξεις αυτές, ανακαλώντας ή τροποποιώντας τις σχετικές στο μεταξύ εκδοθείσες πράξεις ή εκδίδοντας άλλες με αναδρομική ισχύ, για να αποκαταστήσει τα πράγματα στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν, αν από την αρχή δεν είχε ισχύσει η κριθείσα αντίθετη προς το Σύνταγμα νομοθετική πράξη ή η ακυρωθείσα διοικητική πράξη. Το ειδικότερο, εξ άλλου, περιεχόμενο και η έκταση των υποχρεώσεων της διοικήσεως προσδιορίζονται από το αντικείμενο της ακυρώσεως, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζεται από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσης πράξεως, καθώς και από τα επιτασσόμενα από την ακυρωτική απόφαση. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, περαιτέρω, ότι η συμμόρφωση της διοικήσεως προς τις ακυρωτικές αποφάσεις πρέπει, να είναι πλήρης και, κατά το δυνατόν, άμεση, υπό την έννοια ότι μετά την δημοσίευση της αποφάσεως η αρμόδια αρχή οφείλει να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος και δεν δύναται να αδρανεί επικαλούμενη λόγους οι οποίοι δεν εδράζονται σε συνταγματικές διατάξεις, διότι άλλως αναιρείται ο σκοπός της θεσπίσεως της διατάξεως του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος (βλ. Σ.τ.Ε. 1995, 1518/2014, 2559/2011, 677/2010, 2557/2006, 3191/2005 και 21/2008, 43/2010 αποφάσεις του Συμβουλίου άρθρου 2 ν. 3068/2002).

 

 

3. Επειδή, εν προκειμένω κατ’ αποδοχήν αιτήσεων ακυρώσεως των ήδη αιτουσών δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων εξεδόθησαν οι 2194-5/2014 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες ακυρώθηκε η οικ2/83408/0022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017/14.11.2012), κατά το μέρος που αφορούσε την αναδρομική, από 1.8.2012 έως την εφαρμογή του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), μείωση των αποδοχών των αστυνομικών υπαλλήλων και των αξιωματικών της Ελληνικών Αστυνομίας, αντιστοίχως, συνεπεία της οποίας αυτοί υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν αποδοχές που είχαν ήδη εισπράξει, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες. Με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι  οι διατάξεις των περιπτώσεων 31 - 33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες είχαν μειωθεί οι αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και, μάλιστα, αναδρομικώς από 1.8.2012 (καθώς και της απολύτως συναφούς προς αυτές διατάξεως της περιπτώσεως 37 της αυτής υποπαραγράφου, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη υπουργική απόφαση), αντίκεινται τόσο προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, όσο και προς την αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών και των υπηρετούντων στα σώματα ασφαλείας, η οποία απορρέει εμμέσως από τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3. Επί παρομοίων αιτήσεων των Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, διαφόρων ενώσεων εν ενεργεία στρατιωτικών και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Προσωπικού Λιμενικού Σώματος και εκδόθηκαν, αντιστοίχως, οι 2192, 2193 και 2196/2014 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες το Δικαστήριο επανέλαβε την κρίση περί αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω διατάξεων και προέβη σε ακύρωση της προσβληθείσης κανονιστικής αποφάσεως για τους απόστρατους αξιωματικούς και τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και του λιμενικού σώματος. Σε συνέχεια των ανωτέρω ακυρωτικών αποφάσεων δημοσιεύθηκε ο ν. 4307/2014 (Α΄ 246/15.11.2014), στην παράγραφο 2 του άρθρου 86 του οποίου περιελήφθησαν ρυθμίσεις σχετικά με τη μισθολογική αποκατάσταση των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Με τις νεότερες διατάξεις καταργήθηκαν, αφ’ ης ίσχυσαν, οι αντισυνταγματικές διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (παρ. 1), αντικαταστάθηκαν εκ νέου, από 1.8.2012, τα άρθρα 50 παρ. 2 και 3 και 51 παρ. 3 - 8α και 10 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297), αυξήθηκαν ο βασικός μισθός του ανθυπολοχαγού και των αντιστοίχων βαθμών, καθορίσθηκαν νέοι συντελεστές προσδιορισμού βασικών μισθών, αναπροσαρμόσθηκαν δε τα διάφορα επιδόματα των στρατιωτικών και των στελεχών των σωμάτων ασφαλείας. Κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου 86 εκδόθηκε η οικ.2/88371/ΔΕΠ/14/17.11.2014 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄ 3093), με την οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, καθορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής στα εν ενεργεία στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και στους συνταξιούχους των ενόπλων αυτών σωμάτων των διαφορών αποδοχών και συντάξεων που απορρέουν από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 μέχρι την 30.11.2014. Κατά της τελευταίας κοινής υπουργικής αποφάσεως (οικ.2/88371/ΔΕΠ/14/17.11.2014) οι αιτούσες ομοσπονδίες άσκησαν αίτηση ακυρώσεως, η οποία έγινε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δεκτή με την 1127/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας προς την οποία ζητείται ήδη η συμμόρφωση.

 

 

4. Επειδή, με την 1127/2016 ακυρωτική απόφαση, έγινε, δεκτό ότι, με τις διατάξεις του άρθρου 86 παρ. 2 του ν. 4307/2014, θεσπίσθηκε ιδιότυπο μισθολόγιο των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, προκειμένου, όπως ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου και στις σχετικές συζητήσεις της Βουλής, να συμμορφωθεί η Διοίκηση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Από την αντιπαραβολή, εντούτοις, των διατάξεων του ν. 4093/2012 με τις προϊσχύουσες διατάξεις του ν. 3205/2003 και τις νεότερες του ν. 4307/2014 προέκυπτε ότι οι αναπροσαρμοσμένες αποδοχές ήταν μεν ανώτερες εκείνων που ελάμβαναν τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων υπό την ισχύ του αντισυνταγματικού ν. 4093/2012, κυμαίνονταν, όμως, σε επίπεδα κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί πριν από την 1.8.2012. Στο νέο αυτό μισθολόγιο προσδόθηκε αναδρομική ισχύς, η οποία ανατρέχει στον χρόνο ενάρξεως ισχύος των διατάξεων του ν. 4093/2012, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές και ανίσχυρες με αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με αποτέλεσμα οι νεότερες μισθολογικές ρυθμίσεις να αντικαθιστούν τις ανίσχυρες διατάξεις του ν. 4093/2012 αναδρομικώς, από 1.8.2012, ως συνέπεια δε της αναδρομικότητας αυτής, εκδόθηκε η προσβληθείσα κοινή υπουργική απόφαση (οικ.2/88371/ΔΕΠ/14/ 17.11.2014), με την οποία προβλέφθηκε ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 30.11.2014, των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στην διαφορά μεταξύ των αναπροσαρμοζομένων αποδοχών του ν. 4307/2014 και των αποδοχών που πράγματι είχαν λάβει, τα οποία είναι μειωμένα σε ποσοστό περίπου 50% σε σχέση με τις προ της 1.8.2012 αποδοχές τους. Το Δικαστήριο εκτιμώντας ότι η διαδικασία ψηφίσεως του ν. 4307/2014 άρχισε ικανό χρονικό διάστημα μετά την έναρξη της διαδικασίας συμμορφώσεως των διατάξεων του ν. 3068/2002 (Α΄ 274) και του π.δ/τος 61/2004 (Α΄ 54), κατά την οποία με τα 10-13/2014 πρακτικά του Τριμελούς Συμβουλίου είχαν υποδειχθεί στη Διοίκηση οι υποχρεώσεις συμμορφώσεως που απέρρεαν από τις ακυρωτικές αποφάσεις και λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπόψη ότι με τις νεότερες μισθολογικές ρυθμίσεις επιχειρήθηκε, κατά τη ρητώς εκπεφρασμένη πρόθεση του νομοθέτη, η συμμόρφωση προς τις 2192-6/2014 ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο δε νομοθέτης αιτιολόγησε  τις επίμαχες ρυθμίσεις διαφορετικά για το παρελθόν και διαφορετικά για τον εφεξής χρόνο, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι νεότερες μισθολογικές ρυθμίσεις ενέχουν δύο διακριτά, μεταξύ τους, κεφάλαια και, συγκεκριμένα, το κεφάλαιο της αναδρομής, το οποίο αφορά στο χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως και τη δημοσίευση του ν. 4307/2014 (15.11.2014), και το κεφάλαιο που αφορά στο χρονικό διάστημα από της δημοσιεύσεως του νόμου και εφεξής. Σχετικά με το αναδρομικό μέρος τους, κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014 (καθώς και της απολύτως συναφούς διατάξεως της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, κατ’ επίκληση της οποίας είχε εκδοθεί η προσβληθείσα υπουργική απόφαση) αντίκεινται στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, κατά το αναδρομικό τους κεφάλαιο κατά το οποίο αποτελούσαν ρύθμιση ατομικών περιπτώσεων, συνιστούσαν πλημμελή συμμόρφωση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις, διότι τόσο για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 μέχρι 31.12.2012, το οποίο αφορούσε τα ποσά των αποδοχών που οι στρατιωτικοί και τα στελέχη των σωμάτων ασφαλείας υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν ως αχρεωστήτως καταβληθέντα λόγω των αναδρομικών μειώσεων που επέβαλε ο ν. 4093/2012, όσο και για χρονικό διάστημα από 1.1.2013 μέχρι 15.11.2014, το οποίο αφορούσε τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στην διαφορά μεταξύ των αποδοχών που ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν. 4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν, προβλεπόταν μερική, κατά το ήμισυ, περίπου, καταβολή. Περαιτέρω, με την ακυρωτική απόφαση κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, κατά το μέρος που αναπροσαρμόζουν τις τρέχουσες αποδοχές των εν ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας για το μέλλον, αντίκεινται προς την απορρέουσα εμμέσως από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ.2 και 29 παρ. 9 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών, όπως αυτή προσδιορίσθηκε επακριβώς με τις μνημονευθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και τούτο διότι το νέο μισθολόγιο παρουσιαζόταν ως αποκλειστικό αποτέλεσμα των περιορισμένων δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας και της εξ αυτών προκαλούμενης αδυναμίας πλήρους αποκαταστάσεως του μισθολογίου των στρατιωτικών, ενώ αναδεικνυόταν ως κύριο κριτήριο διαμορφώσεώς του η επιλογή του νομοθέτη οι νέες περικοπές να αντιστοιχούν στο ήμισυ των αρχικών περικοπών. Τούτο, κατά την κρίση της πλειοψηφίας, είχε ως συνέπεια το επιλεγέν κριτήριο να προσλαμβάνει, εξ αντανακλάσεως, έναν οιονεί μαθηματικό χαρακτήρα, συνδεόμενο αμέσως μεν με το ποσοστό της μισθολογικής αποκαταστάσεως των στρατιωτικών, εμμέσως δε και πάλι με του σκοπούς της προγενέστερης αντισυνταγματικής ρυθμίσεως του ν. 4093/2012, την επίτευξη, δηλαδή, συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μειώσεως του μισθολογικού κόστους του μισθοδοτούμενου, βάσει «ειδικών» μισθολογίων, προσωπικού. Δεν ελήφθησαν, αντιθέτως, υπόψη, κατά τη διαμόρφωση του νέου μισθολογίου, πέραν του, κατά τα ανωτέρω, αμιγώς ποσοτικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, άλλα κριτήρια, αναγόμενα στη σημασία της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και στις ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως των καθηκόντων των στελεχών τους, ούτε, άλλωστε, εκτιμήθηκε τεκμηριωμένα αν και μετά τις νέες μειώσεις οι αποδοχές των στρατιωτικών παραμένουν επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους. Η συνεκτίμηση, εντούτοις, των κριτηρίων αυτών ήταν επιβεβλημένη, καθόσον οι επίμαχες περικοπές αφορούν σε αποδοχές των στελεχών στρατιωτικώς οργανωμένων σωμάτων, υπέρ των οποίων ο κοινός νομοθέτης έχει υποχρέωση ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως, η οποία απορρέει εμμέσως από πλείονες συνταγματικές διατάξεις, ως αρχή που εγγυάται την αποτελεσματική εκπλήρωση της κρατικής αποστολής τους και ως αντιστάθμισμα για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτελέσεως των καθηκόντων τους. Με τις σκέψεις αυτές το Δικαστήριο, με την 1127/2016 απόφαση της Ολομελείας, ακύρωσε, όπως προελέχθη, την προσβληθείσα πράξη κατά το μέρος που αφορούσε την καταβολή διαφορών αποδοχών στους αστυνομικούς υπαλλήλους και τους αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας. Επί παρομοίων αιτήσεων της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Στρατιωτικών και διαφόρων περιφερειακών ενώσεών τους, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Προσωπικού Λιμενικού Σώματος και των Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας εκδόθηκαν, αντιστοίχως, οι 1125, 1126, και 1128/2016 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες το Δικαστήριο επανέλαβε την κρίση περί αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω διατάξεων και προέβη σε ακύρωση της προσβληθείσης κανονιστικής αποφάσεως για την αντίστοιχη κατηγορία στελεχών των σωμάτων ασφαλείας και τους απόστρατους αξιωματικούς.

 

 

5. Επειδή, με την παρούσα αίτηση, οι αιτούσες, δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις των αστυνομικών υπαλλήλων και των αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας  οι οποίες υπήρξαν κύριοι διάδικοι στη δίκη, στην οποία εκδόθηκε η 1127/2016 απόφαση της Ολομέλειας, ζητούν την άμεση συμμόρφωση της Διοικήσεως προς την ακυρωτική αυτή απόφαση. Από την εν λόγω απόφαση απορρέει, εν πρώτοις, η υποχρέωση καταβολής των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που οι αστυνομικοί υπάλληλοι και οι αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν. 4307/2014, δηλαδή πριν την 1-8-2012, και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν μετά την εν μέρει μισθολογική αποκατάστασή τους με τις διατάξεις του νόμου αυτού, κατ’ εφαρμογήν της ακυρωθείσης κοινής υπουργικής αποφάσεως (οικ2/88371/ΔΕΠ/ 17.11.2014,Β΄ 3093/18.11.2014). Πέραν της υποχρεώσεως αυτής, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια του ακυρωτικού αποτελέσματος, ευθεία, δηλαδή, συνέπεια της ακυρώσεως κανονιστικής πράξεως, το περιεχόμενο της οποίας εξαντλείται στο παρελθόν (1.8.2012 έως 30.11.2014), η κήρυξη της διαγνωσθείσης αντισυνταγματικότητας του άρθρου 86 παρ. 2 και 3 του ν. 4307/2014 δημιουργεί στη Διοίκηση την πρόσθετη υποχρέωση να μεριμνήσει για τον τρόπο καταβολής των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που τα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας ελάμβαναν, βάσει του μισθολογίου του ν. 4307/2014, για το διάστημα που έπεται του χρόνου μέχρι του οποίου εκτείνεται η κανονιστική ρύθμιση της ακυρωθείσης υπουργικής αποφάσεως, ήτοι για το μεταγενέστερο της 30-11-2014 χρονικό διάστημα, και των αποδοχών που έπρεπε αυτοί να λαμβάνουν βάσει των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003 (Α΄ 297). Η υποχρέωση αυτή, η οποία αποτελεί αυτόθροη συνέπεια της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4307/2014 και της αναβίωσης των ειδικών μισθολογικών διατάξεων του ν. 3205/2003, όπως αυτές ίσχυαν προ της τροποποιήσεώς τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του νεότερου νόμου, συνεπάγεται ότι η διοίκηση έπρεπε να θεωρήσει ως ισχύουσες τις τελευταίες αυτές διατάξεις και να καταβάλει στους στρατιωτικούς για τον εφεξής χρόνο τις αυξημένες αποδοχές που δικαιούνταν κατ’ εφαρμογήν τους. Η υποχρέωση, εντούτοις, αυτή οριοθετείται από την ευχέρεια που απολαμβάνουν ο νομοθέτης και, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση περί καταρτίσεως νέου μισθολογίου για τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, το οποίο πρέπει, πάντως, να πληροί τα κριτήρια που τέθηκαν με τις αποφάσεις της Ολομέλειας (2293-6/2014 και 1125-8/2016). Κατ’ ενάσκηση της ευχέρειας αυτής, ο νομοθέτης προέβη με τον ν. 4472/2017 (Α΄ 74/19.5.2017), στη θέσπιση νέου ειδικού μισθολογίου για τους στρατιωτικούς και τα στελέχη των σωμάτων ασφαλείας (άρθρα 123 - 127), η ισχύς του οποίου ανατρέχει στην 1.1.2017, ημερομηνία από την οποία πρέπει να θεωρούνται καταργηθείσες οι διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003. Με τα δεδομένα αυτά, κατά το μέρος που αφορά στον καθορισμό των αποδοχών των στελεχών της Ελληνικής Αστυνομίας για το μεταγενέστερο της 1.1.2017 χρονικό διάστημα, επί τη βάσει του νεότερου νόμου, το Τριμελές Συμβούλιο δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να υπεισέλθει στην έρευνα του αν αυτές είναι οι προσήκουσες, διότι τα σχετικά ζητήματα, αγόμενα στη συνταγματικότητα του νεότερου νόμου, θα αποτελέσουν αντικείμενο νέας δίκης κατόπιν ενδεχόμενης ασκήσεως των καταλλήλων ενδίκων βοηθημάτων (πρβλ. 18 - 21 αποφάσεις του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμορφώσεως). Περιορίζεται, ως εκ τούτου, κατά χρόνον η υποχρέωση συμμορφώσεως της Διοικήσεως, καθ’ ο μέρος αφορά τον πέραν του καλυπτόμενου από την ακυρωθείσα κανονιστική απόφαση χρόνου (1-8-2012 έως 30-11-2014), στο χρονικό διάστημα από 1.12.2014 έως 31.12.2016. Με τα δεδομένα αυτά είναι απορριπτέοι οι ισχυρισμοί των αιτουσών Ομοσπονδιών, με τους οποίους υποστηρίζουν ότι με τις διατάξεις του ν. 4472/2017 καθορίσθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία στελεχών των σωμάτων ασφαλείας χωρίς προηγουμένως να εκτιμηθεί από τον νομοθέτη αν οι νέες αποδοχές επαρκούν για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και αν είναι ανάλογες της αποστολής που έχουν επιφορτισθεί. Περαιτέρω, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός ότι με τις διατάξεις του ν. 4472/2017 οι αποδοχές των μελών τους διαμορφώθηκαν σε επίπεδα κατώτερα εκείνων που ελάμβαναν προ της ενάρξεως ισχύος του ν. 4093/2012 (1.8.2012) και τούτο διότι το παρόν Συμβούλιο δεν θα μπορούσε να προβεί στην εξέταση αυτή δεδομένου ότι με την ακυρωτική απόφαση προς την οποία ζητείται η συμμόρφωση δεν κρίθηκε ότι οι επιβληθείσες με τον ν. 4307/2014 μειώσεις υπερέβησαν, λόγω της σωρευτικής επιβαρύνσεως των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας τα όρια που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη.

 

 

6. Επειδή, εξ όσων έχουν ήδη εκτεθεί προκύπτει ότι η διοίκηση, παρά την παρέλευση χρονικού διαστήματος μείζονος του έτους από τη δημοσίευση της ακυρωτικής αποφάσεως (13.5.2016) και την επίδοσή της, με πρωτοβουλία των αιτουσών, στους συναρμόδιους Υπουργούς Οικονομικών και Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών (αρμόδιο για ζητήματα δημόσιας τάξης) στις 23.8.2016, σε ουδεμία ενέργεια προς υλοποίησή της προέβη. Και ναι μεν, λόγω των εγγενών δυσχερειών που συνδέονται με την εφαρμογή της αποφάσεως αυτής, η οποία έχει σημαντικές δημοσιονομικής φύσεως συνέπειες (βλ. την 2/572112/ΔΕΠ/ 3.8.2017 έκθεση των απόψεων της Διεύθυνσης Εισοδηματικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών προς το Δικαστήριο), οι οποίες πρέπει, πράγματι, να αποτελέσουν αντικείμενο επισταμένης μελέτης εκ μέρους των αρμοδίων υπηρεσιών, δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί από τη Διοίκηση η άμεση λήψη όλων των αναγκαίων για την υλοποίηση της αποφάσεως αυτής μέτρων και, μάλιστα, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Πλην, όμως, η διοίκηση, λόγω και της παρελεύσεως μακρού χρονικού διαστήματος από της γνωστοποιήσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, προς την οποία ζητείται η συμμόρφωση, θα έπρεπε να έχει ήδη εκκινήσει τη διαδικασία αυτή και να έχει, τουλάχιστον, καταλήξει σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις ως προς τον τρόπο αντιμετωπίσεως των δυσμενών δημοσιονομικών επιπτώσεών της με σκοπό την μελλοντική και, ενδεχομένως και τμηματική, καταβολή των αποδοχών τις οποίες τα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας στερήθηκαν λόγω της μερικής αποκαταστάσεως του μισθολογίου τους με το άρθρο 86 του ν. 4307/2014. Με τα δεδομένα αυτά, κατά την κρίση του Συμβουλίου, συντρέχει περίπτωση μη συμμορφώσεως της Διοικήσεως (του Υπουργείου Οικονομικών) προς την 1127/2016 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, για τον λόγο δε αυτό, πρέπει να κληθεί η διοίκηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 3 παρ. 1 του ν. 3068/2002 και 3 παρ. 2 του π.δ/τος 61/2004, να συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή εντός 8μήνου από την κοινοποίηση του οικείου πρακτικού (βλ. 5/2014 πρακτικό Τρ. Συμβ. ΣτΕ), προθεσμία την οποία το παρόν Συμβούλιο κρίνει εύλογη ενόψει των ειδικών δημοσιονομικών συνθηκών της Χώρας.

 

 

Γ ι α   τ ο υ ς   λ ό γ ο υ ς   α υ τ ο ύ ς

 

 

Διαπιστώνει την μη συμμόρφωση του Δημοσίου (Υπουργού Οικονομικών) προς την 1127/2016 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Καλεί το Υπουργείο Οικονομικών να συμμορφωθεί προς την εν λόγω απόφαση εντός 8μήνου από την κοινοποίηση του παρόντος πρακτικού.

 

Ορίζει νέα ημερομηνία συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμορφώσεως την 23η Οκτωβρίου 2018.

 

Το παρόν πρακτικό εκδόθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2018.

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος    Η Γραμματέας

Χρ. Ράμμος                                     Ελ. Γκίκα