ΠΠρΘεσ 6590/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Δικονομικές προθεσμίες - Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων - Ημέρες αργίας - Δεδικασμένο επί δικονομικού ζητήματος - Εφαρμοστέο δίκαιο επί πταίσματος κατά τις διαπραγματεύσεις - Ενεργητική νομιμοποίηση μετόχου ΑΕ -.

 

Δικονομικές προθεσμίες. άρθρα 1 παρ. 12 εδ. α' ν. 1157/1981 και 144 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις προπαρασκευαστικές δικονομικές προθεσμίες, όπως η προθεσμία καταθέσεως προτάσεων. Συνεπώς, και στις προθεσμίες αυτές, αν η τελευταία ημέρα είναι εξαιρετέα ή Σάββατο, αυτή δεν υπολογίζεται, και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Ετσι, στην περίπτωση του άρθρ. 237 Κ ΠολΔ, αν η τελευταία (20ή) πριν από τη δικάσιμο ημέρα, με αφετηρία την επομένη της καταθέσεως των προτάσεων, συμπίπτει με εξαιρετέα ημέρα, δεν υπάρχει εμπρόθεσμη κατάθεση. Δεδικασμένο επί δικονομικού ζητήματος. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η δικαιοδοσία, δεν αποτελούν ιδιαίτερο αυτοτελές αντικείμενο και για το λόγο αυτόν εξετάζονται και επιλύονται με δύναμη δεδικασμένου πάντοτε σε σχέση με το αντικείμενο αυτό. Αν όμως η ασκηθείσα αγωγή απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας, τότε το δεδικασμένο επί του δικονομικού ζητήματος μπορεί να λειτουργήσει θετικά ή αρνητικά σε μεταγενέστερη δίκη. Εφαρμοστέο δίκαιο επί πταίσματος κατά τις διαπραγματεύσεις, κρίνεται κατά το άρθρ. 25 ΑΚ. Εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, αν η διαπραγμάτευση έλαβε χώρα στην Ελλάδα. Ενεργητική νομιμοποίηση μετόχου ΑΕ. Η ΑΕ είναι νομικό πρόσωπο διακριτό από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα των μετόχων της. Οι τελευταίοι δεν έχουν δικαίωμα συγκυριότητας στα περιουσιακά στοιχεία ή δικαίωμα στην περιουσία ως σύνολο της ΑΕ.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 12 εδ. α' του ν. 1157/1981, "η διαδρομή των υπό του νόμου ή του δικαστηρίου τεταγμένων προθεσμιών άρχεται από της επιούσης της ημέρας κατά την οποίαν συνέβη το αποτελούν την αφετηρία της προθεσμίας γεγονός και λήγει την 7ην μ.μ. ώραν της τελευταίας ημέρας, εάν δε αυτή είναι εξαιρετέα ή Σάββατον, την αυτήν ώραν της επομένης εργασίμου ημέρας". Από την αδιάστικτη διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως συνάγεται ότι το εδάφιό της που αφορά τη λήξη της προθεσμίας, όπως άλλωστε και η ταυτόσημη σχεδόν διάταξη του άρθρου 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφαρμόζεται όχι μόνο στις προθεσμίες ενέργειας αλλά και στις προπαρασκευαστικές, δηλαδή εκείνες που είναι απαραίτητο να έχουν παρέλθει πριν από την ενέργεια ορισμένης πράξεως. Συνεπώς και στις ενλόγω προθεσμίες, αν η τελευταία ημέρα τους συμβαίνει να είναι εξαιρετέα ή Σάββατο, αυτή δεν υπολογίζεται και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα της επόμενης εργάσιμης ημέρας (ΟλΑΠ 33/1996 ΕλλΔνη 38.34/ΕΕΝ 1996.61/ΝοΒ  1997. 447, ΟλΑΠ 266/1985 Δ 1986.551/ΝοΒ 1986.1181, ΟλΑΠ 654/1984 ΝοΒ 1985.71 και 78, ΟλΑΠ 143/1984 Δ 1984. 858/ΝοΒ 1985.53, ΑΠ 1002/2003 Νόμος 2003.332941, ΑΠ 906/2003 Νόμος 2003.333767, ΑΠ 420.2003 Νόμος 2003.336265, 333767, ΑΠ 1308/2002 Νόμος 2002. 318310,  ΑΠ 1009/2002 Νόμος 2002.313106, ΑΠ 863/2002 Νόμος 2002.314276, ΑΠ 684/2002 Νόμος 2002.318633, ΑΠ 523/  2002 Νόμος 2002.317908, ΑΠ 782/2000 Νόμος 2000. 298697), πράγμα το οποίο ισχύει και επί της 20ημέρου προθεσμίας που τάσσεται με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 3043/2002, και η οποία ορίζει ότι ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο προτάσεις, επί των οποίων ο γραμματέας σημειώνει τη χρονολογία καταθέσεως. Επομένως, αν η τελευταία (20ή), πριν από τη δικάσιμο, ημέρα (με αφετηρία την επομένη της καταθέσεως των προτάσεων), συμπίπτει με εξαιρετέα ημέρα, δεν υπάρχει εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεων, με περαιτέρω συνέπεια αφενός την ερημοδικία του διαδίκου που τις κατέθεσε εκπροθέσμως (ΑΠ 512/1989 ΕΕΝ 1990.151/ΝοΒ 1990.813), αφετέρου τη μη λήψη υπόψη των ισχυρισμών του προβάλλει με τις εκπρόθεσμες προτάσεις του (ΑΠ 1079/1999 ΕλλΔνη 40.1524, ΑΠ 779/1996 ΕλλΔνη 38.626/ΕΕΝ 1998.96, ΕφΑθ 3239/ 2001 ΔΕΕ 2002.87/Νόμος 2001.309163).

   Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, δικάσιμος για τη συζήτηση της ενδίκου αγωγής ορίσθηκε, αρχικώς μεν η 26.5.2003, ημέρα Δευτέρα και ώρα 09.00 π.μ., μετά από αναβολή δε η 24.11.2003, επίσης ημέρα Δευτέρα και ώρα 09.00 π.μ. Εξάλλου από τη χρονολογία καταθέσεως των, από 22.10.003, εγγράφων προτάσεων των εναγόντων, που σημειώθηκε και υπογράφηκε από τη Γραμματέα του Δικαστηρίου στην τελευταία σελίδα αυτών, προκύπτει ότι αυτές (προτάσεις) κατατέθηκαν την 3.11.2003. Επομένως και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η 20ήμερη προθεσμία του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, που άρχισε από την επομένη της καταθέσεως των προτάσεων της ενάγουσας (4.11.2003), έληγε την 23.11.2003 και ώρα 19.00 μ.μ. Ενόψει όμως του ότι η 20ή ημέρα από την επομένη της καταθέσεως των προτάσεων των εναγόντων συμπίπτει με ημέρα Κυριακή (23.11.2003), η 20ήμερη προθεσμία του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ συμπληρώνεται ώρα 19.00 μ.μ. της επομένης μη εξαιρετέας ημέρας (Δευτέρα 24.11.2003), ήτοι μετά την ορισθείσα κατά την ίδια ημερομηνία συζήτηση της αγωγής. Συνακόλουθα και εφόσον οι προτάσεις των εναγόντων κατατέθηκαν εκπροθέσμως, κατά ουσιαστική παραδοχή της σχετικής ενστάσεως της εναγομένης (βλ. την, νομίμως και εμπροθέσμως, κατατεθείσα προσθήκη των προτάσεών της), οι ενάγοντες, που επισπεύδουν τη συζήτηση, δικάζονται ερήμην, η διαδικασία ωστόσο προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 270 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 2915/2001).

   Επειδή, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 2 επ., 62, 63, 94, 118 αριθ. 4, 216 παρ. 1, β', 322 παρ. 1, 324, 331 ΚΠολΔ, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις στις οποίες περιλαμβάνεται και η δικαιοδοσία, δεν αποτελούν ιδιαίτερο αυτοτελές αντικείμενο της δίκης και για το λόγο αυτόν εξετάζονται και επιλύονται με δύναμη δεδικασμένου πάντοτε σε σχέση με το αντικείμενο αυτό. Δεν μπορεί κατά συνέπεια να υπάρξει επ' αυτών διακεκριμένως οριστική απόφαση, πολύ δε περισσότερο τελεσίδικη τοιαύτη, δημιουργούσα μόνον ως προς αυτές αυτοτελές (ανεξάρτητο δηλαδή του επί του ουσιαστικού αντικειμένου της δίκης) δεδικασμένο (ΟλΑΠ 4/1996 Ελλ Δνη 37.1041/ΕΕΝ 1996.23/ΝοΒ 1997.199). Αν όμως η ασκηθείσα αγωγή απορριφθεί τελεσιδίκως για έλλειψη δικαιοδοσίας, τότε, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 322 παρ. 1 και 324 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δεδικασμένο περί του δικονομικού ζητήματος της ελλείψεως δικαιοδοσίας, μη αποχωριζόμενο από το δεδικασμένο επί του συγκεκριμένου ουσιαστικού ζητήματος, μπορεί να λειτουργήσει (θετικώς ή αρνητικώς) σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων υπό την αυτή ιδιότητα, που έχει το αυτό ουσιαστικό αντικείμενο (ΟλΑΠ 4/1996 ό.π.), έτσι ώστε, αν ασκηθεί νέα αγωγή με την αυτή έλλειψη, να καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον, εκτός από την ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας της εισαγόμενης εκ νέου στη δίκη ουσιαστικής διαφοράς, υφίσταται ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας και ως προς τα στοιχεία που στηρίζουν το δικονομικό αυτό ζήτημα (ΑΠ 688/2002 Νόμος 2002.318013).

   Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες άσκησαν (μαζί με την εταιρία με την επωνυμία "Air Express International Hellas S.A.") ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την υπ' αριθμ. καταθέσεως 39.487/2000 αγωγή, στην οποία ιστορούσαν ότι η, ενταύθα εδρεύουσα, εταιρία με την επωνυμία "Α.Η.Κ. ΑΕ" περί τον Μάρτιο του 1988 κατάρτισε με τη αμερικανική εταιρία υπό την επωνυμία "A.E.I.C.", που διατηρούσε διεθνές δίκτυο μεταφοράς και διανομής εμπορευμάτων αεροπορικώς και με άλλα μεταφορικά μέσα και της οποίας οιονεί καθολική διάδοχος, μετά από συγχώνευσή της, κατέστη η εναγομένη, σύμ-βαση αποκλειστικής αντιπροσωπείας στην Ελλάδα. 'Οτι, κατόπιν σχετικής απαιτήσεως της ως άνω αμερικανικής εταιρίας, οι ιδρυτές της αντιπροσωπεύουσας ημεδαπής εταιρίας συνέστησαν την 1.6.1988 την εταιρία με την επωνυμία "Α.E.I.H. S.A. - Ανώνυμη Εταιρία Πρακτόρευσης και Εκτέλεσης Διεθνών και Εσωτερικών Αεροπορικών Μεταφορών", στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας μετέχουν κατά ποσοστά 60% ο πρώτος και 20% έκαστος των λοιπών. 'Οτι η εταιρία αυτή ("A.E.I.H. S.A."), κατάρτισε με την προαναφερόμενη αμερικανική εταιρία την, από 1.10.1991, έγγραφη σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσωπείας και διακριτή  σύμβαση χρήσεως, με αντίστοιχη αμοιβή της αμερικανικής εταιρίας, της εμπορικής επωνυμίας ("A.E.I.C."), του ονόματός της, καθώς και του λογοτύπου της, ενώ την 1.1.1994 κατάρτισαν μεταξύ τους σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσωπείας θαλασσίων μεταφορών, στα πλαίσια της οποίας επιβλήθηκε από την ως άνω αμερικανική εταιρία η πιστοποίηση της ποιότητος των υπηρεσιών της ενάγουσας, έναντι σημαντικού ποσού. 'Οτι, περαιτέρω, για τις ανάγκες της λειτουργίας της και για τη διεκπεραίωση του μεταφορικού της έργου η εταιρία "A.E.I.H. S.A." προσέλαβε και διατηρούσε μόνιμο προσωπικό είκοσι (20) ατόμων με σχέση εξαρτημένης εργασίας, καθώς και δύο (2) μόνιμους συνεργάτες, ενώ είχε πληθώρα ανεξαρτήτων συνεργατών σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος, οργάνωση που πραγματοποιήθηκε με μεγάλες, εκ μέρους της, δαπάνες, είχε όμως ως αποτέλεσμα να γίνει γνωστή η αντιπροσωπευόμενη αμερικανική εταιρία στην Ελλάδα και να αυξηθεί ο κύκλος των εργασιών της. 'Οτι, περί τον Αύγουστο του 1999, η προαναφερόμενη αμερικανική εταιρία εκδήλωσε, διά του ενταύθα εκπροσώπου και υπευθύνου της, ζωηρό ενδιαφέρον να προβεί στην αγορά των μετοχών της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A.", προς τον σκοπό δε αυτόν άρχισαν διαπραγματεύσεις την 23.9.1999, κατόπιν επιστολής που απέστειλε ο αντιπρόεδρος της αμερικανικής εταιρίας, ο οποίος στη συνέχεια ήλθε στην Ελλάδα, όπου και συναντήθηκε αρκετές φορές με τους ενάγοντες, στην κυριότητα των οποίων ανήκαν οι προς πώληση μετοχές της ανωτέρω εταιρίας, παρόμοιες δε συναντήσεις έγιναν και στο Μιλάνο της Ιταλίας και στη Βασιλεία της Ελβετίας. 'Οτι, στο μεταξύ, διενεργούνταν διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων της αμερικανικής εταιρίας και της γερμανικής εταιρίας με την επωνυμία "Deutsche Post A.G." μέσω της θυγατρικής της τελευταίας ("D.A.C."), προς το σκοπό της εξαγοράς της πρώτης από την τρίτη, οι οποίες (διαπραγματεύσεις) κατέληξαν στην προαναφερόμενη εξαγορά, που ανακοινώθηκε επισήμως από την αμερικανική εταιρία στο ευρύτερο επενδυτικό κοινό την 15.11. 1999 και εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού την 7.2.2000, οπότε και απέκτησε πλήρη ισχύ, ακολούθως δε (την 25.2.2000) συγχωνεύθηκαν οι ανωτέρω εταιρίες και προέκυψε η εναγομένη. 'Οτι και μετά την ως άνω συγχώνευση η εναγομένη εξακολούθησε να ενδιαφέρεται για την εξαγορά των μετοχών της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A.", οι εκπρόσωποι δε αυτής (εναγομένης) ζήτησαν από την ενλόγω εταιρία να αναθέσει σε εκτιμητικό οίκο την εκτίμηση της αξίας της, πράγμα το οποίο και έγινε, ο δε εκτιμητικός οίκος "Ι. ΑΕ", που ανέλαβε αυτή την εργασία, με την από 29.2.2000 έκθεσή του, που γνωστοποιήθηκε στην εναγομένη, εκτίμησε την αξία της μέχρι την 31.1.1999 στο ποσό των 3.300.000-4.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ. 'Οτι, κατά το στάδιο αυτό των διαπραγματεύσεων, η αμερικανική εταιρία είχε ζητήσει από την εταιρία "Α.Ε.Ι.Η. S.A." να της διαθέσει σειρά ευαίσθητων οικονομικών στοιχείων της, αναφορικώς με τα οικονομικά της αποτελέσματα, το μετοχικό καθεστώς, τη διοίκησή της, τους σημαντικότερους πελάτες της, το δίκτυο των ανταποκριτών και συνεργατών της και την εν γένει οργάνωσή της, δεδομένα τα οποία περιήλθαν τελικώς στα χέρια της εναγομένης.

   Οτι οι διαπραγματεύσεις για την εξαγορά των μετοχών που ανήκαν στην κυριότητα των εναγόντων εξακολούθησαν, με τη μορφή ανταλλαγής επιστολών, μέχρι και την 8.3.2000, οπότε ο εκπρόσωπος της εναγομένης, σε συνάντηση που είχε στο Μιλάνο με τους ενάγοντες, τους διαβεβαίωσε: α') ότι το ζήτημα της εξαγοράς της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A.", με την έννοια της εξαγοράς των μετοχών της, θα γινόταν αντικείμενο συζητήσεων στη συνεδρίαση του Δ.Σ. της γερμανικής εταιρίας "D.P. A.G.", θυγατρική της οποίας είναι η εναγομένη, την 13.3.2000 και ότι την επομένη θα ενημερωνόταν η εταιρία "Α.Ε.Ι.Η. S.A." για την έγκριση της εξαγοράς της και θα ακολουθούσε την 15.3.2000 έγγραφη επιστολή προς την τελευταία, στην οποία θα επιβεβαιωνόταν και εγγράφως η πρόθεση της εναγομένης για την εξαγορά του συνόλου των μετοχών της, β') ότι ο εκπρόσωπος της εναγομένης και ένας οικονομικός της διευθυντής θα μετέβαιναν στην Αθήνα κατά την εβδομάδα 20-27 Μαρτίου 2000, προκειμένου να συζητήσουν με τους ενάγοντες για την εξαγορά της και γ') ότι στη συνέχεια θα πραγματοποιούνταν συνάντηση στην Ελλάδα μεταξύ των εναγόντων και του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης για τη διευθέτηση των λεπτομερειών της εξαγοράς. 'Οτι την 11.3.2000 οι εκπρόσωποι της εναγομένης ενημέρωσαν τους εκπροσώπους της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A." πως βρίσκονται στο στάδιο επεξεργασίας της νέας δομής στην Ελλάδα της εναγομένης και την 21.4.2000 της απεστάλη ηλεκτρονική επιστολή, με την οποία ο εκπρόσωπος της εναγομένης εδικαιολογείτο ότι, λόγω των διαδικασιών της προαναφερθείσας συγχωνεύσεως, δεν κατέστη δυνατόν να ασχοληθεί το Δ.Σ. της εταιρίας "D.P. A.G." με το ζήτημα της εξαγοράς των μετοχών της. 'Οτι έκτοτε η εναγομένη έπαυσε μονομερώς τις διαπραγματεύσεις και έτσι ματαιώθηκε η σύμβαση εξαγοράς των μετοχών της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A.". 'Οτι, κατά το ανωτέρω στάδιο των διαπραγματεύσεων, μολονότι η αμερικανική εταιρία, διά των νομίμων εκπροσώπων της, γνώριζε τους όρους της εξαγοράς της από την εταιρία "D.P. A.C." και ειδικότερα το άρθρο 5 στ. Ε' αυτής, σύμφωνα με το οποίο αυτή (αμερικανική εταιρία) δεν δικαιούνταν από την 15.11.1999, ημεροχρονολογία που ανακοινώθηκε η συμφωνία εξαγοράς της και μέχρι την ολοκλήρωση της τελευταίας, που έλαβε χώρα την 7.2.2000, να αγοράσει ή να εκδηλώσει ενδιαφέρον εξαγοράς άλλης εταιρίας, εφόσον το τίμημα εξαγοράς θα υπερέβαινε το ποσό των 2.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ, όπως επίσης γνώριζε ότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα εκτιμητική έκθεση η αξία των μετοχών της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A." υπερέβαινε το ποσό των 2.000.000 δολλαρίων ΗΠΑ και συνεπώς ήταν αδύνατη η εξαγορά της και κάθε σχετική διαπραγμάτευση μέχρι την 7.2.2000, παρόλα αυτά συνέχισε από 15.11.1999 μέχρι και την 7.2.2000 τις ενλόγω διαπραγματεύσεις, αποκρύπτοντας αθεμίτως το ανωτέρω γεγονός. 'Οτι αρχικώς η αμερικανική εταιρία και ακολούθως η εναγομένη, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων που προαναφέρθηκαν, δεν είχαν πραγματική πρόθεση να καταρτίσουν τη σχετική σύμβαση εξαγοράς, αλλ' αντιθέτως στόχος τους ήταν να αποσπάσουν την πελατεία της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A." με αθέμιτα μέσα, πράγμα το οποίο πέτυχαν τελικώς, αποκρύπτοντας δολίως από τους ενάγοντες το σκοπό αυτόν. Ενόψει τούτων, οι ενάγοντες, επικαλούμενοι πταίσμα περί τις διαπραγματεύσεις των εκπροσώπων της αμερικανικής εταιρίας αρχικώς και ακολούθως της εναγομένης, αδικοπραξία αυτών, αξιόποινη συμπεριφορά τους με τη μορφή της απάτης και της παραβιάσεως των διατάξεων του ν. 703/1977, που επίσης είναι αδικοπρακτική, καθώς και αξιόποινη συμπεριφορά αντικείμενη στα χρηστά ήθη και στο άρθρο 1 του ν. 146/1914 "περί αθεμίτου ανταγωνισμού", που είχαν ως συνέπεια την απώλεια των κερδών τους (ως μετόχων) από τη συμμετοχή τους στην εταιρία "Α.Ε.Ι.Η. S.A.", άλλως την πραγματοποίηση ασκόπων εξόδων, που επίσης είχαν ως συνέπεια τη μείωση της αξίας των μετοχών τους, ζητούσαν να εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που να υποχρεώνει την εναγομένη να τους καταβάλει, κατά το ποσοστό συμμετοχής εκάστου στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A." το συνολικό ποσό των 705.875.086 δρχ. (κατ' ορθό αριθμητικό υπολογισμό), ως αποζημίωση, ήτοι:

   α') 611.794.908 δρχ., που αντιστοιχεί στο 50% του αδικαιολογήτως δαπανηθέντος (από την εταιρία "Α.Ε.Ι.Η. S.A.") ποσού από υπαιτιότητα και προς όφελος της εναγομένης, στο οποίο και ανήλθαν οι απώλειες των κερδών τους ως μετόχων της προαναφερομένης εταιρίας, β') 55.546.055 δρχ. για την πραγματοποίηση αδικαιολογήτων δαπανών εκ μέρους της "Α.Ε.Ι.Η. S.A." για τη χρήση του λογισμικού της εναγομένης, γ') 25.706.568 δρχ. για την αδικαιολόγητη καταβολή δικαιωμάτων, εκ μέρους της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A.", για τη χρήση του σήματος της εναγομένης και δ') 12.827.557 δρχ. για την πραγματοποίηση δαπανών, εκ μέρους της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A." για την επιβληθείσα από την εναγομένη πιστοποίηση ISO της ποιότητας των υπηρεσιών της.

   Επειδή επί της ενλόγω αγωγής τους εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 17483/2001 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που την απέρριψε για έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων. Κατά της ενλόγω αποφάσεως οι ήδη ενάγοντες άσκησαν έφεση, το δε Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την υπ' αριθμ. 2.289/2002 οριστική του απόφαση, έκρινε με δύναμη δεδικασμένου, καθόσον μεν αφορά την αδικοπρακτική βάση της αγωγής των ήδη εναγόντων, ότι αυτή είναι απορριπτέα για έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων, καθόσον δε αφορά τη σωρευόμενη συμβατική βάση της αγωγής των αυτών εναγόντων, ότι υφίσταται μεν διεθνής δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης, την απέρριψε όμως ως απαράδεκτη για επικουρική εναγωγή, δεδομένου ότι έκρινε ότι την αυτή αποζημίωση τη ζητούσαν διαζευκτικώς τόσο οι ήδη ενάγοντες όσο και η προαναφερόμενη εταιρία "Α.Ε.Ι.Η. S.A.".

   Επειδή οι αυτοί ως άνω ενάγοντες, με την κρινόμενη αγωγή τους, επικαλούμενοι τα ίδια ακριβώς πραγματικά περιστατικά και για τους αυτούς λόγους ζητούν να εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που να υποχρεώνει την εναγομένη να τους καταβάλει, κατά το ποσοστό συμμετοχής εκάστου στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A.", το συνολικό ποσό των 705.875.086 δρχ. (επίσης κατ' ορθό αριθμητικό υπολογισμό) ή 2.071.533,63 ευρώ, ως αποζημίωση, ήτοι: α') 611.794.908 δρχ., που αντιστοιχεί στο 50% του αδικαιολογήτως δαπανηθέντος (από την εταιρία "Α.Ε.Ι.Η. S.A."), ποσού από υπαιτιότητα και προς όφελος της εναγομένης, στο οποίο και ανήλθαν οι απώλειες των κερδών τους ως μετόχων της προαναφερομένης εταιρίας, β') 55.546.055 δρχ. για την πραγματοποίηση αδικαιολογήτων δαπανών εκ μέρους της εταιρίας  "Α.Ε.Ι.Η. S.A." για τη χρήση του λογισμικού της εναγομένης, γ') 25.706.568 δρχ. για την αδικαιολόγητη καταβολή δικαιωμάτων, εκ μέρους της εταιρίας  "Α.Ε.Ι.Η. S.A.", για τη χρήση του σήματος της εναγομένης και δ') 12.827.557 δρχ, για την πραγματοποίηση δαπανών, εκ μέρους της εταιρίας  "Α.Ε.Ι.Η. S.A." για την επιβληθείσα από την εναγομένη πιστοποίηση ISO της ποιότητος των υπηρεσιών της. Δηλαδή ζητούν ως αποζημίωση, ο 1ος το ποσό των 1.242.920,00 ευρώ (2.071.533,63Χ 60/ 100) και έκαστος των 2ου και 3ου το ποσό των 414.310,00 ευρώ (2.071.533,63Χ20/100). Τέλος, ζητούν να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη.

   Επειδή, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω και μετά από παραδοχή της ενστάσεως της εναγομένης (βλ. τις προτάσεις της), η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 332 ΚΠολΔ και, αφής τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 963/2003 Νόμος 2003.333342, ΑΠ 357/1999 ΕλλΔνη 40.1532, ΑΠ 20/1993 ΝοΒ 41.1075), η κρινόμενη αγωγή, καθόσον αφορά τη βάση αυτής περί αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των οργάνων της αλλοδαπής (αμερικανικής) εταιρίας και ακολούθως της εναγομένης, καθώς και περί αθεμίτου ανταγωνισμού και περί παραβιάσεως των διατάξεων του ν. 703/1977, που είναι επίσης αδικοπρακτική, είναι απαράδεκτη για έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και εντεύθεν απορριπτέα, διότι δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικονομικό ζήτημα της ελλείψεως δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων, που κρίθηκε τελεσιδίκως.

   Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3, 4 και 5 του ΕΚ 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που αντικατέστησε τη Σύμβαση Βρυξελλών, ισχύει από την 1η Μαρτίου του 2002 (άρθρο 76 αυτού), πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός (παρ. 3). Σε περιπτώσεις αγωγής αποζημίωσης ή αγωγής αποκατάστασης της προτέρας κατάτασης που θεμελιώνεται σε αξιόποινη πράξη, ενώπιον του δικαστηρίου όπου ασκείται η ποινική δίωξη, κατά το μέτρο που σύμφωνα με το δίκαιό του το δικαστήριο αυτό μπορεί να επιληφθεί της πολιτικής αγωγής (παρ. 4). Ως προς διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης  εγκατάστασης, ενώπιον του δικαστηρίου της τοποθεσίας τους (παρ. 5). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο ενλόγω κανονισμός εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που υπάρχουν ενοχές από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία, οπότε μπορεί το εναγόμενο πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) να εναχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός, εφόσον όμως έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους, ή, προκειμένου περί εταιριών και νομικών εν γένει προσώπων, την έδρα του. Επίσης, όταν πρόκειται για διαφορές από εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκαταστάσεως, το ανωτέρω πρόσωπο μπορεί επίσης να εναχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου της τοποθεσίας του, εφόσον όμως έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους, ή, προκειμένου περί εταιριών και νομικών εν γένει προσώπων, την έδρα του (ΟλΔΕΚ υπόθ. C-68/1993 ΕλλΔνη 36.966). Αν το εναγόμενο πρόσωπο δεν έχει κατοικία (ή έδρα) στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους, η διεθνής δικαιοδοσία σε συμβαλλόμενο κράτος ρυθμίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού (άρθρο 59 παρ. 2 του ΕΚ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 60 παρ. 1 του ανωτέρω ΕΚ, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, για να εξευρεθεί ο τόπος κατοικίας του εναγομένου "εταιρία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α') την καταστατική της έδρα, β') την κεντρική της διοίκηση, ή γ') την κύρια εγκατάστασή της". Ορίζεται δε περαιτέρω ότι, για τον καθορισμό της έδρας αυτής ο δικαστής εφαρμόζει τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, ως έδρα του νομικού προσώπου, από την οποία, κατ' άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, προσδιορίζεται, πλην των άλλων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η διοίκησή του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του. Επομένως και τυπικώς αλλοδαπή εταιρία, της οποίας η διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, αρμοδίως ενάγεται ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των οποίων καθορίζεται με βάση τον τόπο της πραγματικής έδρας (ΟλΑΠ 2/1999 ΑρχΝ 1999.351/ΕλλΔνη 40.271/ΔΕΕ 1999.605, Δ 2000. 210/ΕΕμπΔ 1999.364/ΕΝΔ 1999,81/ ΕπισκΕμπΔ 1999.451/  ΝοΒ 1999.1113/Νόμος 1999.273883).

   Επειδή εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 22, 23 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ και 51 εδ. γ' ΑΚ, συνάγεται ότι η εδρεύουσα στην αλλοδαπή εταιρία αλλοδαπής εθνικότητος, είτε αποτελεί νομικό πρόσωπο είτε όχι, δωσιδικεί στην Ελλάδα, ενώπιον του Δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου είναι ιδρυμένο εν τοις πράγμασιν υποκατάστημα αυτής, μόνον όμως για τις διαφορές που αναφύονται από τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος, είτε από δικαιοπραξίες των διοικούντων αυτό προσώπων που επιχειρήθηκαν εντός των ορίων της αντιπροσωπευτικής τους εξουσίας έναντι της αλλοδαπής εταιρίας, είτε από τις πράξεις ή παραλείψεις των ιδίων προσώπων που επιχειρήθηκαν εντός των αυτών ορίων και παράγουν υποχρέωση προς αποζημίωση, είτε αυτές είναι παράνομες είτε όχι, πλην όμως παράγουν και πάλι υποχρέωση αποζημιώσεως, ανεξαρτήτως πταίσματος (Εφ Θεσ 1951/1988 Αρμ 1988.1218).

   Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, η διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου για την αδικοπρακτική βάση της αγωγής δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στον ΕΚ 44/2001. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η εναγομένη είναι αμερικανική εταιρία και έχει πραγ- ματική έδρα την πόλη Darien της Πολιτείας Connecticut των ΗΠΑ, που αποτελεί όχι συμβαλλόμενο κράτος κατά την έννοια του ΕΚ 44/2001, με συνέπεια τη μη δυνατότητα εφαρμογής του ενλόγω Κανονισμού στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πέραν τούτου, η εκ μέρους των εναγόντων επίκληση του γεγονότος ότι η εναγομένη έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα είναι αλυσιτελής εν προκειμένω, αφού, όπως προεκτέθηκε, για να υπάρχει δυνατότητα δωσιδικίας της εναγομένης εταιρίας ενώπιον των Δικαστηρίων της τοποθεσίας του επικαλουμένου υποκαταστήματος, προϋπόθεση είναι να έχει αυτή πραγματική έδρα στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους, πράγμα που δεν ισχύει στην προκείμενη περίπτωση. Πέραν τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί το αντίθετο, και πάλι δεν υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου να δικάσει τις προαναφερόμενες βάσεις της κρινομένης αγωγής, ενόψει του ότι οι ενάγοντες δεν διαλαμβάνουν ότι οι επίδικες αξιώσεις τους προέρχονται από ενέργειες των διοικούντων το υποκατάστημα που παράγουν υποχρέωση προς αποζημίωση και οι οποίες έλαβαν χώρα στα πλαίσια της δραστηριότητός των, ούτε τέλος ισχυρίζονται ότι η πραγματική έδρα της εναγομένης (καταστατική της έδρα ή κεντρική της διοίκηση ή κύρια εγκατάστασή της) βρίσκεται στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον τόπο των υποκαταστημάτων της.

   Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ, επί ενοχών εκ συμβάσεως ορίζονται διαδοχικώς δύο εφαρμοστέα δίκαια. Εφαρμοστέο είναι κατά πρώτον το δίκαιο στο οποίο τα μέρη υποβλήθηκαν και μόνο σε περίπτωση ελλείψεως αυτού εφαρμόζεται το, εξ όλων των ειδικών συνθηκών, αρμόζον στη σύμβαση δίκαιο. Για να ευρεθεί δε αν υπάρχει υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο, θα πρέπει να εξετασθεί αν πράγματι τα μέρη θέλησαν να ρυθμιστεί η σύμβαση απ' αυτό. Στοιχεία δε οδηγούντα στην ανεύρεση του αρμόζοντος δικαίου (για την περίπτωση κατά την οποία δεν προκύπτει συμφωνία των μερών περί της υποβολής της ενοχής στο δίκαιο συγκεκριμένης πολιτείας), αποτελούν, κατά την έννοια της προαναφερομένης διατάξεως, ο τόπος καταρτίσεως και εκτελέσεως της συμβάσεως, η κατοικία ή έδρα (προκειμένου περί νομικών προσώπων) των διαδίκων μερών και ο τόπος της επαγγελματικής δραστηριότητος των συμβληθέντων (ΑΠ 857/1997 ΕΕΝ 1998.779, ΑΠ 1264/1992 ΕλλΔνη 35. 1329, ΑΠ 7390/1991 ΝοΒ 40.726, ΑΠ 742/1985 ΕλλΔνη 27.1136). Ειδικότερα, προκειμένου περί ευθύνης από πταίσμα περί τις διαπραγματεύσεις προς κατάρτιση συμβάσεως, τα γεγονότα της διαπραγματεύσεως στην Ελλάδα, της υπογραφής και αποστολής επιστολών που περιέχουν τους όρους της συμφωνίας στην Ελλάδα, καθώς και της εκτελέσεώς της στην Ελλάδα, δείχνουν ως δίκαιο που αρμόζει στη σχέση που ενσωματώνεται στη σύμβαση το ελληνικό (Μαριδάκης, Γνμδ., Αρμ 26.289).

   Επειδή στην προκείμενη περίπτωση, αναφορικώς με τη σωρευόμενη βάση της αγωγής, που αφορά την ευθύνη της εναγομένης λόγω πταίσματος περί τις διαπραγματεύσεις των οργάνων της προς κατάρτιση συμβάσεως μεταβιβάσεως των μετοχών των εναγόντων προς αυτήν (εναγομένη), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, ως δίκαιο που αρμόζει στη σχέση, δεδομένου ότι η, επικαλούμενη από την εναγομένη, συμβατική υπαγωγή της διαφοράς στο δίκαιο των ΗΠΑ, και αληθής υποτιθέμενη, αφορά κάθε διαφορά από τις προαναφερόμενες συμβάσεις αντιπροσωπείας. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, η βάση της αγωγής που επιχειρείται να στηριχθεί στις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ, κρίνεται απορριπτέα, καθόσον δεν συναρτάται με αίτημα αποζημιώσεως σχετικό με το επικαλούμενο πταίσμα των οργάνων της εναγομένης κατά τις διαπραγματεύσεις. Και τούτο διότι η ζημία στην περίπτωση των άρθρων 197 και 198 ΑΚ είναι ειδική και περιλαμβάνει την περιουσιακή μείωση (είτε θετική, είτε αποθετική, υπό τους όρους του άρθρου 198 ΑΚ), που προήλθε από τη διάψευση της εμπιστοσύνης του καλοπίστου αντισυμβαλλομένου, ο οποίος, πιστεύοντας στην "έντιμη" στάση του άλλου μέρους, είτε υποβλήθηκε σε δαπάνες (θετική ζημία), είτε έχασε άλλη ευκαιρία για τη σύναψη παρομοίας συμβάσεως υπό τους αυτούς ή παραπλησίους συγκριτικώς όρους με εκείνους της συμβάσεως που ματαιώθηκε (ΑΠ 309/1996 Ελλ Δνη 38.83, ΑΠ 628/1995 ΕΕΝ 1996.545, ΑΠ 1505/1988 ΝοΒ 38.62, ΑΠ 1303/1984 ΝοΒ 32.993, ΑΠ 786/1982 ΝοΒ 31.671, ΕφΑθ 6504/1995 ΕλλΔνη 38.885, ΕφΑθ 11313/1990 ΕλλΔνη 32.1638, Κουμάντος, εις ΕρμΑΚ στα άρθρα 197-198 αριθμ. 56-58, Λιτζερόπουλος, εις ΕρμΑΚ στο άρθρο 298 αριθμ. 31, Σταθόπουλος εις Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Γενικό Ενοχικό/ΙΙ στα άρθρα 297-298 αριθμ. 33 επ., κάτι που δεν ζητούν οι ενάγοντες.

   Επειδή, από το σύνολο των διατάξεων του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών", προκύπτει ότι η ανώνυμη εταιρία είναι νομικό πρόσωπο διακεκριμένο από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα των μετόχων της. Είναι, επομένως, υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει δε ίδια περιουσία ανεξάρτητη από αυτήν των μετόχων της. Οι τελευταίοι έχουν, ως μέτοχοι, μόνον τα παρεχόμενα σ' αυτούς από το νόμο δικαιώματα, με τα οποία εκφράζεται και η έννομη σχέση που τους συνδέει με την εταιρία. Στα δικαιώματα αυτά δεν περιλαμβάνεται και δικαίωμα συγκυριότητας στα περιουσιακά στοιχεία ή δικαίωμα στην περιουσία (ως σύνολο) της ανώνυμης εταιρίας. Εξάλλου όμως η μετοχή, ως αξιόγραφο, είναι περιουσιασκό αγαθό. Πλην της ονομαστικής της αξίας, δηλαδή αυτής που αναγράφεται στον τίτλο της μετοχής και δηλώνει το τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου που εκπροσωπεί, έχει και την πραγματική ή εσωτερική αξία της, που προκύπτει από τη διαίρεση της πραγματικής αξίας της περιουσίας της εταιρίας με το συνολικό αριθμό των μετοχών, σε δεδομένη στιγμή. 'Ετσι η αξία που περικλείεται στη μετοχή αποτελεί αντανάκλαση της αξίας της εταιρικής περιουσίας ή, κατά την επιγραμματική διατύπωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου "έμμεση ιδιοκτησία επί της περιουσίας της εταιρίας", με περαιτέρω συνέπεια οι μέτοχοι να θεωρούνται "αμέσως" ζημιωθέντες αν μειωθεί η αξία της εταιρικής περιουσίας (πρβλ. ΟλΑΠ 14/1999 ΝοΒ 2000.454/ΔΕΕ 1999.1017/ΕπισκΕμπΔ 1999.735).

   Επειδή στην προκείμενη περίπτωση, αναφορικώς με τη σωρευόμενη συμβατική βάση της αγωγής (καταχρηστική καταγγελία της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας εκ μέρους της εναγομένης, που επέφερε μείωση της αξίας της εταιρικής περιουσίας και συνακόλουθα ζημία στους ενάγοντες, κατά το ποσοστό συμμετοχής εκάστου στο μετοχικό της κεφάλαιο), το παρόν Δικαστήριο, ως το Δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως της (χρηματικής) παροχής, έχει διεθνή δικαιοδοσία να τη δικάσει (άρθρο 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς 320 και 321 ΑΚ (ΑΠ 711/ 1991 ΕλλΔνη 33.122, ΑΠ 1309/1991 ΕλλΔνη 33.1182, ΑΠ 108/1988 ΕλλΔνη 29.1392, ΑΠ 439/1983 ΝοΒ 31. 1605, ΕφΘεσ 2289/2002 ό.π., ΕφΑθ 2260/1993 ΕλλΔνη 35.442, ΕφΑθ 1292/1993 Αρμ 47.413, ΕφΘεσ 185/1990 ΑρχΝ 34.163, ΕφΚερκ 95/1985 ΕλλΔνη 26.917).

   Επειδή η εναγομένη, απαντώντας στην ενλόγω (συμβατική) βάση της αγωγής την αρνείται, επιπροσθέτως δε ισχυρίζεται, πλην των άλλων, ότι: Ι. Καθόσον αφορά την αποζημίωση που ζητούν οι ενάγοντες λόγω της μειώσεως της περιουσίας της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A.", συνεπεία της καταγγελίας της από 1.1.1994 συμβάσεως αποκλειστικής αντιπροσωπείας θαλασσσίων μεταφορών, αυτή (εναγομένη) δεν νομιμοποιείται παθητικώς, δεδομένου ότι η ενλόγω σύμβαση καταρτίσθηκε μεταξύ της αντιπροσωπεύουσας εταιρίας ("Α.Ε.Ι.Η. S.A.") και της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία "Votainer International B.V.", που εδρεύει στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας (αντιπροσωπευομένης) και η οποία κατήγγειλε τη σύμβαση. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της  αγωγής (καθόσον αφορά την ευθύνη της προς αποζημίωση των εναγόντων λόγω της καταγγελίας της από 1.1.1994 συμβάσεως αποκλειστικής αντιπροσωπείας θαλασσίων μεταφορών), εάν δε αποδειχθεί, οδηγεί στην, κατ' ουσίαν, απόρριψη του σχετικού κονδυλίου, ήτοι εκείνου που συνδέεται αιτιωδώς με την, αμέσως ανωτέρω, αναφερόμενη καταγγελία (ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 40.339, ΑΠ 351/1979 ΝοΒ 27.1427, ΕφΠειρ 151/2000 ΔΕΕ 2000.645) και ΙΙ. Με έγκυρη συμβατική ρήτρα, που συνομολογήθηκε μεταξύ αυτής και της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A." με την από 1.10.1991 έγγραφη σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσωπείας, ως εφαρμοστέο δίκαιο που θα διέπει την ενλόγω σύμβαση "και για όλα τα θέματα αυτής", συμφωνήθηκε το δίκαιο των Η.Π.Α. Βάσει δε του δικαίου της πολιτείας Connecticut των Η.Π.Α., όπου και η έδρα αυτής (εναγομένης) και το οποίο είχαν υπόψη τους τα μέρη ως εφαρμοστέο "δίκαιο των Η.Π.Α.", τόσο ο αντιπροσωπευόμενος όσο και ο αντιπρόσωπος έχουν πάντα το δικαίωμα να καταγγείλουν τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, ακόμη και όταν υπάρχει όρος στη σύμβαση που προβλέπει το αντίθετο. Σε περίπτωση δε κατά την οποία η καταγγελία γίνει από τον αντιπροσωπευόμενο για βαριά παράβαση ή αδυναμία εκτελέσεως εκ μέρους του αντιπροσώπου, ο τελευταίος δεν δικαιούται αποζημιώσεως ("πραγματική ζημία και διαφυγόν κέρδος"), την οποία άλλως θα δικαιούτο. 'Ετσι, η από 18.5.2000, γενομένη εκ μέρους της (εναγομένης), έγγραφη καταγγελία της από 1.10.1991 εγγράφου συμβάσεως αποκλειστικής αντιπροσωπείας και διακριτής συμβάσεως χρήσεως, σύμφωνα με το προαναφερόμενο δίκαιο, δεν παρέχει στην εταιρία "Α.Ε.Ι.Η. S.A." και συνακόλουθα στους μετόχους της (ενάγοντες) δικαίωμα αποζημιώσεως, καθόσον η ενλόγω καταγγελία έλαβε χώρα διότι η αντιπρόσωπος παρέβη υπαιτίως ουσιώδεις όρους της συμβάσεως και ειδικότερα: α') Δεν  ανανέωσε τις εγγυητικές επιστολές που προέβλεπε η σύμβαση και β') δεν κατέβαλε τα δικαιώματα στους ανταποκριτές του δικτύου "AEIC", που επίσης προέβλεπε η σύμβαση.

   Επειδή από τα έγγραφα που προσκομίζει με επίκληση η εναγομένη, αποδεικνύονται τα κάτωθι: Η, από 1.1. 1994, σύμβαση αποκλειστικής πρακτορεύσεως θαλασσίων μεταφορών καταρτίσθηκε μεταξύ της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία "Votainer International B.V.", που εδρεύει στο 'Αμστερνταμ της Ολλανδίας (αντιπροσωπευομένης) και της εταιρίας "Α.Ε.Ι.Η. S.A." (αντιπροσώπου), όχι δε μεταξύ τηε τελευταίας και της εναγομένης, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Η προμνησθείσα Ολλανδική εταιρία, η οποία, μολονότι είναι θυγατρική της εναγομένης, είναι διακριτό νομικό πρόσωπο που συνεστήθη την 16.6.1993, με καταστατική έδρα το Ρότερνταμ (Postbus 4111, 2980 GC Ridderkerk - βλ. το υπ' αριθμ. 24307080/0001, απόσπασμα μητρώου Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ρότερνταμ, που προσκομίζεται σε επικυρωμένη μετάφραση από την Αγγλική στην Ελληνική γλώσσα), με την από 30.5.2000 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στην αντιπρόσωπο εταιρία ("Α.Ε.Ι.Η. S.A.") την 2.6.2000, κατήγγειλε την, μεταξύ τους από 1.1.1994, σύμβαση αποκλειστικής πρακτορεύσεως θαλασσίων μεταφορών, για τους λόγους που αναφέρει σ' αυτήν (βλ. την εξώδικο και την υπ' αριθμ. 352/2.6.2000, έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο αυτό, Χ.Π.). Επομένως, για οιαδήποτε ζημία της ανωτέρω εταιρίας ("Α.Ε.Ι.Η. S.A.") και των εναγόντων ως μετόχων της, συνδεόμενη αιτιωδώς με την ως άνω καταγγελία, δεν νομιμοποιείται παθητικώς η εναγομένη, αλλά η προαναφερομένη Ολλανδική εταιρία. Συνακόλουθα, η κρινόμενη αγωγή, καθόσον αφορά το μέρος της, επικαλούμενης από τους ενάγοντες, ζημίας που συνδέεται αιτιωδώς με την καταγγελία της από 1.1.1994 συμβάσεως αποκλειστικής πρακτορεύσεως θαλασσίων μεταφορών (ως εκ περισσού σημειώνεται ότι η ενλόγω ζημία δεν διακρίνεται στο δικόγραφο της αγωγής από τη ζημία την οποία η εταιρία "Α.Ε.Ι.Η. S.A." φέρεται ότι υπέστη λόγω της καταγγελίας της από 1.10.1991 εγγράφου συμβάσεως αποκλειστικής αντιπροσωπείας και διακριτής συμβάσεως χρήσεως), είναι απορριπτέα κατ'ουσίαν (ΕφΠειρ 151/2000 ό.π.). Περαιτέρω, από την, υπό ημεροχρονολογία 1.10. 1991, έγγραφη σύμβαση αποκλειστικής διεθνούς πρακτορεύσεως, που προσκομίζει η εναγομένη, αποδεικνύεται ότι με τον 15ο όρο αυτής μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνήθηκε ότι "Η παρούσα σύμβαση διέπεται για όλα τα θέματα αυτής από το δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής". Ο όρος αυτός, που συνομολογήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 25 εδ. α' ΑΚ, το οποίο ορίζει: "Οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη" είναι έγκυρος (ΟλΑΠ 46/ 1987 Ελλ Δνη 1988.101/ΕΕμπΔ 1989.274/ΝοΒ 1989.69, ΑΠ 1205/ 1991 ΕΕΝ 1993.34, ΕφΠειρ 566/2002 ΔΕΕ  2002.1016). Σύμφωνα δε με το δίκαιο της πολιτείας Connecticut των Η.Π.Α., όπου και η έδρα της εναγομένης, το οποίο είχαν υπόψη οι συμβαλλόμενοι κατά τη συνομολόγηση της ανωτέρω ρήτρας (βλ. τη νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που προσκομίζει η εναγομένη) και το οποίο ρυθμίζει το θέμα όπως και το Ελληνικό δίκαιο (βλ. άρθρο 8 παρ. 8 του π.δ/τος 219/1991, που ορίζει: "8. Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μπορεί να καταγγελθεί κατά πάντα χρόνο και χωρίς την τήρηση των προθεμιών της παραγράφου 4 σε περίπτωση κατά την οποία ένα εκ των μερών παραλείψει την εκτέλεση του συνόλου ή μέρος των συμβατικών υποχρεώσεων καθώς και σε περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων"), τόσο ο αντιπροσωπευόμενος όσο και ο αντιπρόσωπος έχουν πάντα το δικαίωμα να καταγγείλουν τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, ακόμη και όταν υπάρχει όρος στη σύμβαση που προβλέπει το αντίθετο. 'Ομως η καταγγελία που γίνεται κατά παράβαση συμβατικού όρου θεωρείται ότι επιφέρει "ρήξη" της συμβάσεως και έχει τις συνέπειες της "ρήξεως", χωρίς να επιδρά στην εγκυρότητα της καταγγελίας. Καταγγελία η οποία επιφέρει "ρήξη" της συμβάσεως υφίσταται: 1) όταν ο ένας εκ των συμβαλλομένων καταγγέλλει τη σύμβαση προ της παρελεύσεως του ορισμένου χρόνου χωρίς να υπάρχει κάποια βαριά παράβαση ή αδυναμία εκτελέσεως εκ μέρους του άλλου που να δικαιολογεί την καταγγελία και 2) όταν προβαίνει στην καταγγελία εξαιτίας παραβάσεως του άλλου, η οποία όμως δεν είναι ουσιώδης.

   Σε περίπτωση κατά την οποία η αδικαιολόγητη καταγγελία γίνεται από τον αντιπροσωπευόμενο, ο αντιπρόσωπος δικαιούται να επιλέγει είτε α') κάθε πραγματική ζημία και το διαφυγόν κέρδος που προέκυψε από τη "ρήξη", είτε β') την εύλογη αξία των υπηρεσιών που έχει προσφέρει προς τον αντιπροσωπευόμενο, χωρίς να περιορίζεται από την αξία που καθορίζεται στη σύμβαση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες έχει γίνει κοστολόγηση των υπηρεσιών κατά αποπερατούμενο τμήμα, οπότε ισχύουν οι τιμές της συμβάσεως. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, κατά το προμνησθέν δίκαιο, που είναι εφαρμοστέο εν προκειμένω ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, αν η, καθ' οιονδήποτε χρόνο, καταγγελία της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας γίνει από τον αντιπροσωπευόμενο λόγω του ότι υπάρχει κάποια βαριά παράβαση ή αδυναμία εκτελέσεως εκ μέρους του αντιπροσώπου που να δικαιολογεί την καταγγελία ή λόγω ουσιώδους παραβάσεως της συμβάσεως εκ μέρους του αντιπροσώπου, τότε δεν επέρχεται "ρήξη" της συμβάσεως που να παρέχει στον αντιπροσωπευόμενο το δικαίωμα να ζητήσει εκλεκτικώς μια εκ των ανωτέρω αποζημιώσεων.

   Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από την ένορκη εξέταση του μάρτυρα ανταποδείξεως, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο και διαλαμβάνεται στα ταυτάριθμα πρακτικά, συνδυαζόμενη και με τα έγγραφα που προσκομίζει με επίκληση η εναγομένη, αποδεικνύεται ότι, δυνάμει της, από 30.5.2000, εξωδίκου δηλώσεώς της, που επιδόθηκε στην εταιρία "Α.Ε.Ι.Η. S.A." την 2.6.2000 (βλ. την εξώδικο και την υπ' αριθμ. 353/2.6.2000 έκθεση επιδόσεως του αυτού, ως άνω, δικαστικού επιμελητή), η εναγομένη κατήγγειλε την, μεταξύ αυτής και της ανωτέρω εταιρίας, από 1.10.1991, έγγραφη σύμβαση αποκλειστικής διεθνούς πρακτορεύσεως, διότι η αντιπρόσωπος ("Α.Ε.Ι.Η. S.A.") παρέβη ουσιώδεις όρους της, μεταξύ τους, συμβάσεως και συγκεκριμένα: Ι. Δεν ανανέωσε την τραπεζική εγγυητική επιστολή 80.000 δολλαρίων Η.Π.Α., η οποία έληξε την 17.2.2000, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις που προηγήθηκαν και ΙΙ. αρνήθηκε να τακτοποιήσει εγκαίρως τους λογαριασμούς της με το σύστημα ΑΕΙ (βλ. το προσκομιζόμενο σε επικυρωμένη μετάφραση από την Αγγλική στην Ελληνική γλώσσα, από 18.5.2000, fax της εναγομένης προς την ανωτέρω εταιρία, το οποίο περιήλθε στην τελευταία και στο οποίο -fax ή επιστολή - ρητώς αναφέρεται η προμνησθείσα εξώδικος). Τέλος, από την υπό ημεροχρονολογία 1.10.1991 έγγραφη σύμβαση αποκλειστικής διεθνούς πρακτορεύσεως, αποδεικνύεται ότι με τον 12ο όρο αυτής η εταιρία "Α.Ε.Ι.Η. S.A." ανέλαβε τη ρητή υποχρέωση έναντι της εναγομένης να λάβει και διατηρεί καθ' όλη τη διάρκεια της συμβάσεως εγγυητική επιστολή από εμπορική τράπεζα για το ποσό των 80.000 δολλαρίων Η.Π.Α., ενώ με τον όρο 2Η της αυτής συμβάσεως η ίδια εταιρία (αντιπρόσωπος) ανέλαβε την υποχρέωση να αποδίδει με εμβάσματα στην εναγομένη (αντιπροσωπευομένη) εντός προθεσμίας 45 ημερών από το τέλος του μηνός κατά τον οποίο παρελήφθησαν τα φορτία ή τα έγγραφα, όλα τα ποσά που θα εισέπραττε για λογαριασμό της εναγομένης. Αποδείχθηκε όμως ότι, μολονότι η εγγυητική είχε λήξει από την 17.2.2000, η εταιρία ("Α.Ε.Ι.Η. S.A.", κατά παράβαση του σχετικού όρου (12) της συμβάσεως, δεν την ανανέωσε, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της εναγομένης, ενώ εξάλλου υπήρχαν οφειλές αυτής ύψους 500.000 δολλαρίων Η.Π.Α., τις οποίες κατά παράβαση του σχετικού όρου  (2Η) της συμβάσεως δεν τις απέδωσε εμπροθέσμως. Οι παραβάσεις αυτές κρίνονται ουσιώδεις και παρέχουν στην εναγομένη (αντιπροσωπευομένη) το δικαίωμα να καταγγείλει την μεταξύ τους σύμβαση, χωρίς να επέλθει η, κατά το προμνησθέν δίκαιο, "ρήξη" της συμβάσεως, ήτοι αζημίως.

   Επειδή, κατόπιν τούτων, παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών ισχυρισμών της εναγομένης (βλ. τις προτάσεις της), η κρινόμενη αγωγή πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστούν οι ενάγοντες στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

   Επειδή, τέλος, για την περίπτωση κατά την οποία οι ενάγοντες θ' ασκήσουν (αιτιολογημένη) ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας (ΑΠ 512/1989 ό.π.), θα πρέπει να οριστεί από τώρα το παράβολο αυτής (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 του άρθρου 505 αντικαταστάθηκε από τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 5 του ν. 2943/2001).