ΠΠρΒέροιας 15/2017

 

Λύση αφανούς εταιρίας - Κατάλοιπο από λογοδοσία από αφανή εταιρία - Αοριστία αγωγής καταβολής ορισμένου ελλείμματος -Αξιώσεις αφανούς εταίρου -.

 

Απόρριψη αγωγής με αίτημα την καταβολή του καταλοίπου λογαριασμού από αφανή εταιρία. Αν η αγωγή θεμελιώνεται στο άρθρο 473 α΄ εδαφ. ΚΠολΔ είναι μη νόμιμη, καθώς το εν λόγω αίτημα θα έπρεπε είτε να αποτελέσει αντικείμενο παρεμπίπτουσας αγωγής, είτε να σωρευτεί εξαρχής με την ήδη ασκηθείσα αγωγή λογοδοσίας. Αν θεωρηθεί ότι ο ενάγων υποβάλλει αίτημα καταβολής ορισμένου ελλείμματος κατά τη διάταξη του άρθρου 473 ΚΠολΔ, τότε η αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας επειδή, για την καταβολή του ελλείμματος θα πρέπει να διατυπώνεται συγκεκριμένο αίτημα και να εκτίθενται και συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα που να δικαιολογούν την επιδίκασή του. Απαράδεκτο λόγω αοριστίας κύριας αγωγής στην οποία ο ενάγων αρκέστηκε στην αναφορά του εικαζόμενου συνόλου των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης και ουσιαστικά ταυτίζει την αξίωσή του για το εικαζόμενο έλλειμμα, που προκύπτει στην περίπτωση που δεν κατατίθεται λογαριασμός, με τις εικαζόμενες εισπράξεις της επιχείρησης. Ο ενάγων για τη θεμελίωση του αιτήματός του δεν εκθέτει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που δικαιολογούν την επιδίκαση του αιτηθέντος ποσού, διότι δεν αναφέρει τον τρόπο κατά τον οποίο προέκυψε το επικαλούμενο έλλειμμα. Λύση αφανούς εταιρίας δεν απαιτείται να επακολουθήσει στάδιο εκκαθάρισης, αφού δεν υπάρχει εταιρική περιουσία, εκτός εάν συμφωνήθηκε το αντίθετο μεταξύ των συνεταίρων ή κριθεί αναγκαίο από το δικαστήριο. Αξίωση του αφανούς εταίρου κατά του εμφανούς προς απόδοση της ανηκούσης σε αυτόν μερίδας επί των εταιρικών κερδών καθώς και της εισφοράς του. Αξίωση εισφορών σε χρήματα. Αξίωση κατά του διαχειριστή απόδοσης αυτών από το προϊόν της εκκαθάρισης των λογαριασμών που τυχόν θα απομείνει. Διάθεση του χρηματικού ποσού για την αγορά περιουσιακών αντικειμένων. Τα περιουσιακά αυτά αντικείμενα αποτελούν στοιχεία προς διανομή. Αποδίδονται στον αφανή εταίρο, είτε αυτούσια κατ’ αναλογία προς την εταιρική μερίδα συμμετοχής του, είτε με την καταβολή ανάλογου μέρους της αξίας τους ή του τιμήματος που επιτεύχθηκε κατά περίπτωση. Διάθεση εισφοράς για την αγορά εξοπλισμού της εταιρίας. Για την νομική θεμελίωση της αγωγής με την οποία ζητείται η απόδοση της χρηματικής εισφοράς αυτούσιας ή της αξίας των κινητών που αγοράσθηκαν με αυτήν πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής ότι, είτε ο εξοπλισμός δεν σώζεται κατά την άσκηση της αγωγής, είτε έχει ρευστοποιηθεί, είτε ότι ο εναγόμενος «διαχειριστής» εκδήλωσε την πρόθεση να κρατήσει για λογαριασμό του τον εξοπλισμό.

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 15ΤΠ/2017

(Αριθμός κατάθεσης αγωγής 82/ΤΠ/30-9-2015)

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΒΕΡΟΙΑΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Γεώργιο Μιχαλόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αλεξάνδρα Πάκα, Πρωτοδίκη, Πηνελόπη Κεχαγιόγλου Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, και τη Γραμματέα Μαρία Μαραντίδου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, την 12η Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Βέροιας (οδός ...), ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Παναγιώτη Μαρκαναστασάκη (Δ.Σ. Βέροιας A.M. 267) και κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ..., κατοίκου Βέροιας (οδός ...), ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Σωτηρίας Νικούλη (Δ.Σ. Θεσσαλονίκης A.M. 8838) και κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 29-9-2015 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 82/ΤΠ/30-9-2015, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 9ης -3-2016 οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει άτυπης σύμβασης που κατάρτισε με τον εναγόμενο και τον ... στη Βέροια τον Αύγουστο του έτους 2007 συνέστησαν μεταξύ τους αφανή εταιρία

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

αορίστου χρόνου, με εμφανή εταίρο τον εναγόμενο, με σκοπό την εκμετάλλευση αναψυκτηρίου - καφετέριας υπό τον διακριτικό τίτλο «I». Ότι στην εταιρία αυτή ορίστηκε διαχειριστής ο εναγόμενος -εμφανής εταίρος, προς επίτευξη δε του σκοπού της εταιρίας ο τελευταίος συμμετείχε υπό την ιδιότητα του εμφανούς εταίρου, με ποσοστό συμμετοχής 33,3% με το ίδιο, δε, ποσοστό συμμετείχαν, ως αφανείς εταίροι, ο ενάγων και ο .... Ότι η εταιρία λειτούργησε με τους ως άνω εταίρους μέχρι τις 16-3-2009, οπότε αποχώρησε ο ... και υπογράφηκε το με την παραπάνω ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου η εταιρία συνέχισε να λειτουργεί μεταξύ των διαδίκων με την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής εκάστου εταίρου σε 50%. Ότι από τη σύσταση της αφανούς εταιρίας, ήτοι από τον Αύγουστο του έτους 2007, ο εναγόμενος εταίρος απέφευγε να πληροφορεί τον ενάγοντα για τις δαπάνες και τις εισπράξεις της εταιρίας, με αποτέλεσμα να επιδίδονται στον τελευταίο αγωγές και διαταγές πληρωμής για υποχρεώσεις της εταιρίας προς τρίτους για τις οποίες ο ενάγων δεν είχε καμία πληροφόρηση. Ότι εξαιτίας της παραπάνω συμπεριφοράς του εναγομένου, ο ενάγων το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου του έτους 2010 κατήγγειλε άτυπα τη μεταξύ τους σύμβαση με προφορική δήλωση του προς τον εναγόμενο αφού είχαν ανταλλαγεί μεταξύ των διαδίκων εξώδικες δηλώσεις με αίτημα από την πλευρά του ενάγοντος την απόδοση από τον εναγόμενο, ως διαχειριστή και εμφανούς εταίρου, αναλυτικού λογαριασμού από τον Αύγουστο του έτους 2007 μέχρι τις 31-12-2009. Ότι με βάση το ιστορικό αυτό άσκησε την υπ' αριθμό κατάθεσης 934/ΤΜ/66/2010 αγωγή κατά του εναγομένου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με αίτημα την παροχή λογοδοσίας, συνεπεία της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμό 185/2011 απόφαση του δικαστηρίου τούτου με την οποία ο εναγόμενος υποχρεώθηκε σε λογοδοσία για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα. Ότι ακολούθως εκδόθηκε η υπ' αριθμό 36/2014 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι ο εναγόμενος κατέθεσε εμπροθέσμως λογαριασμό, ο οποίος ωστόσο δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που έθεσε η προγενέστερη απόφαση και ως εκ τούτου θεωρείται ότι δεν έχει κατατεθεί λογαριασμός. Ότι κατά των ανωτέρω αποφάσεων ο εναγόμενος άσκησε την υπ' αριθμό κατάθεσης 186/ΕΦ/2014 έφεση του η οποία ακόμη δεν έχει εκδικαστεί. Ότι κατόπιν τούτων, το εικαζόμενο έλλειμμα, το οποίο ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, ανέρχεται στο ποσό των 418.500,00 ευρώ, το οποίο αναλύεται ως εξής: για το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2008 μέχρι και τα μέσα του μηνός Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους (11 εβδομάδες) οι εικαζόμενες εισπράξεις ανέρχονταν συνολικά στο ποσό των 297.000,00 ευρώ ενώ για το χρονικό διάστημα από τον μήνα Μάιο του έτους 2009 μέχρι και τα μέσα του Σεπτεμβρίου (20 εβδομάδες) ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 540.000,00 ευρώ, δηλαδή συνολικά 837.000,00 ευρώ και για τους δύο διαδίκους - εταίρους. Ότι επιπλέον ο εναγόμενος οφείλει να του αποδώσει και την εταιρική του εισφορά ύψους 60.000,00 ευρώ καθότι ο ενάγων έχει ήδη καταγγείλει την μεταξύ τους αφανή εταιρία για σπουδαίο λόγο καθώς επίσης και το ποσό των 25.000,00 ευρώ που αφορά σε μέρος της εταιρικής εισφοράς του πρώην αφανούς εταίρου .... Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή, όπως αυτή περιορίστηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και επαναλήφθηκε με τις προτάσεις του (άρθρο 223 ΚΠολΔ), παραδεκτά και αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 18 παρ. 1 και 22 ΚΠολΔ), πλην όμως τυγχάνει απορριπτέα για τους εξής λόγους: Εάν υποτεθεί ότι ο ενάγων επιχειρεί να θεμελιώσει την αγωγή του στις διατάξεις του άρθρου 473 ΚΠολΔ και δη στο πρώτο εδάφιο αυτού με αίτημα την καταβολή του καταλοίπου του λογαριασμού τότε είναι μη νόμιμη, διότι το εν λόγω αίτημα θα έπρεπε, είτε να αποτελέσει αντικείμενο παρεμπίπτουσας αγωγής, είτε να σωρευτεί εξαρχής με την ήδη ασκηθείσα αγωγή λογοδοσίας όπως τούτο ορίζεται με την ως άνω ειδική διάταξη από τη γραμματική διατύπωση της οποίας συνάγεται, εξ αντιδιαστολής, ότι αποκλείεται η υποβολή του εν λόγω αιτήματος με κύρια αγωγή ενόψει και του σκοπού που επιδιώκεται με την ως άνω εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, που συνίσταται στην αντιμετώπιση του ζητήματος της αδυναμίας του ενάγοντος να προσδιορίσει εκ των προτέρων, δηλαδή πριν τη λογοδοσία, την αξίωση του για το κατάλοιπο, αδυναμία η οποία προφανώς παύει να υφίσταται όταν έχει ήδη κριθεί η αγωγή λογοδοσίας και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της ως άνω εξαιρετικής ρύθμισης (βλ.  Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας: «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τόμος I, άρθρο 473 παρ. 1, σελ. 837, Β, Βαθρακοκοίλη: «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας - Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση», ερμηνεία άρθρου 473, τόμ. Β', σελ. 1004). Περαιτέρω, αν θεωρηθεί ότι ο ενάγων υποβάλλει αίτημα καταβολής ορισμένου ελλείμματος κατά τη διάταξη του άρθρου 473 ΚΠολΔ, τότε η αγωγή του τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας επειδή, σε αντίθεση με το αίτημα για καταβολή του καταλοίπου του λογαριασμού που μπορεί να σωρευθεί στην αγωγή λογοδοσίας ή να ασκηθεί με παρεμπίπτουσα αγωγή, για την καταβολή του ελλείμματος θα πρέπει να διατυπώνεται συγκεκριμένο αίτημα και να εκτίθενται και συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα που δικαιολογούν την επιδίκαση του και τούτο προκειμένου, κατ' αυτό τον τρόπο, να υφίσταται για τον εναγόμενο η δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη αλλά και για το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης ώστε να προσδιορίσει με την απόφαση του τις προσόδους, τα έξοδα και το τυχόν έλλειμμα (βλ. Κεραμεύς/ Κονδύλης/Νίκας: «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τόμος I, άρθρο 473 παρ. 3, σελ. 838 και άρθρο 477 παρ. 5, σελ. 845). Εν προκειμένω, ο ενάγων ασκεί μία κύρια αγωγή όπου αρκείται στην αναφορά του εικαζόμενου συνόλου των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης και ουσιαστικά ταυτίζει την αξίωση του για το εικαζόμενο έλλειμμα, που προκύπτει στην περίπτωση που δεν κατατίθεται λογαριασμός, με τις εικαζόμενες εισπράξεις της επιχείρησης. Ωστόσο, για τη θεμελίωση του ως άνω αιτήματος δεν εκθέτει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που δικαιολογούν την επιδίκαση του αιτηθέντος ποσού, διότι δεν αναφέρει τον τρόπο κατά τον οποίο προέκυψε το επικαλούμενο έλλειμμα, ήτοι μετά την αναλυτική παράθεση και αφαίρεση των συγκεκριμένων δαπανών και εξόδων της επιχείρησης που διατηρούσαν οι διάδικοι για το επίδικο χρονικό διάστημα, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό το αίτημα περί καταβολής ορισμένου ελλείμματος απορριπτέο λόγω αοριστίας. Ακολούθως, σε σχέση με τα έτερα αιτήματα της αγωγής, περί απόδοσης της εταιρικής εισφοράς του ενάγοντος και του αφανούς εταίρου …, επισημαίνονται τα εξής: Από τα άρθρα 47 - 50 ΕμπΝ προκύπτει ότι συμμετοχική ή αφανής εταιρία είναι εκείνη στην οποία ένας μόνο από τους συνεταίρους, ενεργώντας κατ' εξουσιοδότηση των λοιπών, οι οποίοι παραμένουν έναντι των τρίτων αφανείς, ασκεί είτε εμπορία, είτε μία ή περισσότερες εμπορικές πράξεις στο όνομα του, χωρίς να εμφανίζεται προς τα έξω ως διαχειριστής εταιρίας, η οποία παραμένει επίσης έναντι των τρίτων αφανής. Η εταιρία αυτή συνιστάται και ατύπως από μόνο το γεγονός της συμμετοχής, στερείται δε νομικής προσωπικότητας και αυτόνομης περιουσίας. Ο σχηματισμός της εταιρίας, η αναλογία κάθε εταίρου στα κέρδη και τις ζημίες και οι συνθήκες εν γένει της λειτουργίας της εξαρτώνται από τις συμφωνίες των εταίρων, ενώ, σε περίπτωση ανυπαρξίας τέτοιων συμφωνιών, κατά το άρθρο 18 ΕμπΝ έχουν ανάλογη εφαρμογή οι περί εταιριών διατάξεις του ΑΚ (άρθρα 741 επ.), οι οποίες αφορούν εταιρίες, που, όπως οι συμμετοχικές, δεν έχουν νομική προσωπικότητα, και με την προϋπόθεση βέβαια ότι συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρίας, η οποία όπως ήδη σημειώθηκε, χαρακτηρίζεται κυρίως από την έναντι των τρίτων αφάνεια της (βλ. ΑΠ 1324/2007 ΕλλΔνη 48.1414). Έτσι, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 758 παρ. 2 και 762 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361 και 719 του ίδιου Κώδικα, καθετί που αποκτά ο «διαχειριστής» εμφανής εταίρος από τη λειτουργία της εταιρίας υποχρεούται να το καταστήσει κοινό όλων των συνεταίρων κατά το λόγο της εταιρικής τους μερίδας. Εκκαθάριση πάντως της εταιρίας αυτής με την έννοια που δίνει στον όρο εκκαθάριση το άρθρο 777 ΑΚ δεν νοείται, σε όσες δε περιπτώσεις διενεργείται εκκαθάριση, αποτελεί τρόπο διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των εταίρων, προκειμένου να προπαρασκευαστεί η διανομή των κερδών. Ως κέρδος δε κατά την έννοια του νόμου νοείται το καθαρό προϊόν που απομένει μετά την αφαίρεση από τα ακαθάριστα έσοδα των εξόδων. Από τα παραπάνω παρέπεται ότι μετά τη λύση της εταιρίας δεν απαιτείται να επακολουθήσει στάδιο εκκαθάρισης, αφού δεν υπάρχει εταιρική περιουσία, εκτός εάν συμφωνήθηκε το αντίθετο μεταξύ των συνεταίρων ή το δικαστήριο την κρίνει αναγκαία. Επομένως, εφόσον ο εμφανής εταίρος εμπορεύεται ατομικά έναντι των τρίτων, είναι παραδεκτή η άσκηση αγωγής από την πλευρά του αφανούς εταίρου προς απόδοση της ανηκούσης σε αυτόν μερίδας επί των εταιρικών κερδών καθώς και της εισφοράς του. Σε περίπτωση που η εισφορά συνίσταται σε αντικαταστατά πράγματα, όπως είναι τα χρήματα, ο «διαχειριστής» εμφανής εταίρος αποκτά μεν την κυριότητα τούτων, δεν καθίσταται όμως οφειλέτης του συνεταίρου που εισέφερε τα χρήματα όσο διαρκεί ο εταιρικός δεσμός. Αφότου όμως η εταιρία λυθεί, ο εταίρος που εισέφερε στην εταιρία τα χρήματα έχει αντίστοιχη αξίωση κατά του «διαχειριστή», απόδοσης αυτών από το προϊόν της εκκαθάρισης των λογαριασμών που τυχόν θα απομείνει, με την προϋπόθεση ότι παρέμεινε αναλλοίωτο στα χέρια του «διαχειριστή». Στην αντίθετη περίπτωση που το χρηματικό ποσό της εισφοράς διατέθηκε για την αγορά περιουσιακών αντικειμένων, τα οποία τέθηκαν στη διαρκή χρήση της εταιρίας, τα περιουσιακά αυτά αντικείμενα αποτελούν πλέον στοιχεία προς διανομή του ενεργητικού της εταιρίας κατά τη λύση της. Τα στοιχεία αυτά, εάν δεν υπάρχουν δαπάνες και χρέη με την έννοια του παθητικού και εφόσον δεν μεσολαβεί αναγκαίο στάδιο εκκαθάρισης κατά την έννοια των άρθρων 777 και 782 ΑΚ, ως αντιστοιχούντα στην αξία της εταιρικής εισφοράς του συνεταίρου, αποδίδονται σε αυτόν, είτε αυτούσια κατ' αναλογία προς την εταιρική μερίδα συμμετοχής του, είτε με την καταβολή ανάλογου μέρους της αξίας τους ή του τιμήματος που επιτεύχθηκε κατά περίπτωση, εφόσον υπάρχει αδυναμία αυτούσιας απόδοσης τους, διότι, είτε δεν σώζονται κατά την άσκηση της αγωγής, είτε εκποιήθηκαν και ρευστοποιήθηκε η αξία τους, είτε ο «διαχειριστής» εκδήλωσε την πρόθεση να τα κρατήσει για λογαριασμό του. Στην περίπτωση, συνακόλουθα, που η χρηματική εισφορά διατέθηκε για την αγορά εξοπλισμού της εταιρίας και εφόσον δεν μεσολάβησε εκκαθάριση ούτε υπάρχει παθητικό, για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, με την οποία ζητείται η απόδοση της χρηματικής εισφοράς αυτούσιας ή της αξίας των κινητών που αγοράστηκαν με αυτήν, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις και εκείνες των άρθρων 762 - 763, πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής ότι, είτε ο εξοπλισμός δεν σώζεται κατά την άσκηση της αγωγής, είτε έχει ρευστοποιηθεί, είτε ότι ο εναγόμενος «διαχειριστής» εκδήλωσε την πρόθεση να κρατήσει για λογαριασμό του τον εξοπλισμό (βλ. ΑΠ 362/2008 ΕλλΔνη 50.492, ΕφΠειρ 271/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα όσα εκτέθηκαν, τόσο το αγωγικό αίτημα περί αυτούσιας απόδοσης της εισφοράς του ενάγοντος, όσο και του μέλους που αποχώρησε τυγχάνουν απαράδεκτα λόγω αοριστίας διότι δεν εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής είτε ότι ο εξοπλισμός, καθώς και το ακίνητο όπου στεγάζεται η επιχείρηση που είχε αγοραστεί με τις εισφορές των εταίρων, δεν σώζονται, είτε ότι έχουν εκποιηθεί, είτε ότι ο εναγόμενος εκδήλωσε την πρόθεση να κρατήσει κάτι από τα ανωτέρω για λογαριασμό του. Κατά συνέπεια, ενόψει των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ενώ τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (8.500,00 ).

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στη Βέροια στις 15 Φεβρουαρίου 2017 και δημοσιεύθηκε στο ίδιο μέρος σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στις 8 Μαρτίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ