ΠΠρΠειρ 1911/2017

 

Δάνειο σε ελβετικό φράγκο - Παραβίαση ΠΔΤΕ 2501/2002 - Ανεπάρκεια προτεινομένων μεθόδων αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου - Αδιαφάνεια των ΓΟΣ ισοτιμίας - Μη εφαρμογή 291 ΑΚ -.

 

Η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, που να διαθέτει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας, η δε θεσπιζόμενη, με την διάταξη της ΠΔΤΕ 2501/2002 (§Β αριθ. 2 περ. χ), υποχρέωση ενημέρωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνίσταται και στην παροχή ειδικών πληροφοριών, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα του προϊόντος αυτού, με ομοειδή, καθώς και να γίνεται κατανοητή η πιθανή εξέλιξη του δανείου, ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο, και οι πιθανοί κίνδυνοι, για τη διευκόλυνση δε της κατανόησης και συγκρισιμότητας του παραπάνω προϊόντος, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων, που προσδιορίζουν την πορεία του δανείου, με εναλλακτικές παραδοχές, ως προς την κύρια συνιστώσα, που δεν είναι άλλη από την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα. Κατόπιν τούτων, η υπογραφή και παραλαβή προδιατυπωμένης σύμβασης, η λήψη υπόψη από τον ενάγοντα δανειολήπτη επιστολής χωρίς ημερομηνία και κατόπιν κατάρτισης της σύμβασης (βλ. παρελθοντικό χρόνο στο κείμενο της τελευταίας), η απουσία παρουσίασης ρεαλιστικού παραδείγματος διαμόρφωσης των υποχρεώσεων του ενάγοντος δανειολήπτη στο μέλλον, ιδίως σε περίπτωση αρνητικής πορείας του ευρώ και στο πλαίσιο μακροχρόνιων δανειακών συμβάσεων. Παρέχεται η ευχέρεια εκ των υστέρων στο δανειολήπτη να ζητήσει τη μετατροπή του δανείου σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα, άρα και σε ευρώ. Πρόκειται, ωστόσο, για πρακτική ανεφάρμοστη και άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος, διότι εάν οι δανειολήπτες την επιχειρήσουν, η μετατροπή θα υπολογιστεί με ισοτιμία κατά την ημερομηνία της μετατροπής, δηλαδή με τη μεταγενέστερη δυσμενή για το ευρώ (ισοτιμία). Τύποις, λοιπόν, συνιστά λύση για την έξοδο των δανειοληπτών από τη δυσμενή κατάσταση, ενώ στην πραγματικότητα δεν ενδείκνυται, διότι με το εξαχθησόμενο ποσό της οφειλής σε ευρώ θα επικυρωθεί η αρνητική συναλλαγματική ισοτιμία και άρα η αύξηση του ανεξόφλητου κεφαλαίου και του ύψους των μηνιαίων δόσεων αποπληρωμής. Ως προς το πρόγραμμα προστασίας της δόσης, δεν υπήρχε σε προσυμβατικό στάδιο ενημέρωση του δανειολήπτη εκ μέρους της Τράπεζας για την ύπαρξη προστασίας της μηνιαίας δόσης, αλλά ακόμα και εκ των υστέρων, σε κανένα σημείο της εν λόγω προστασίας δεν γινόταν σαφές ότι ακόμη κι αυτή η περιορισμένη προστασία αφορούσε μόνο τη δόση καθ' εαυτή και όχι το οφειλόμενο κεφάλαιο, το οποίο προσαυξημένο με τη ζημιογόνα για το δανειολήπτη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, υποχρέωνε αναπόφευκτα σε παράταση του χρόνου συνολικής αποπληρωμής του δανείου και συνεπώς ακόμα και υπό την ισχύ του προγράμματος προστασίας, σε συνολική καθολική επιβάρυνση του δανειολήπτη με τη συναφή εκ της  συναλλαγματικής μεταβολής ζημία. Επομένως, στην ουσία καθίστατο προστασία δίχως αποτέλεσμα. Οι προδιατυπωμένοι από την εναγόμενη τράπεζα και περιλαμβανόμενοι στους γενικούς όρους συναλλαγών, όροι, χωρίς αυτοί να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, κατά το μέρος που ρυθμίζουν την ισοτιμία, με βάση την οποία θα μετατρέπονται α) σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, που πραγματοποιούσε ο ενάγων καθ` όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου του, β) σε ευρώ το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου σε ελβετικά φράγκα, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, είναι αόριστοι και ασαφείς, και επομένως καταχρηστικοί και άκυροι, με συνέπεια, τόσο οι καταβολές, που ο ενάγων πραγματοποιεί, όσο και το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης και κατόπιν μετατροπής του σε ευρώ, να πρέπει να υπολογίζονται, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του ελβετικού φράγκου και του ευρώ, που ίσχυε κατά την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου και δη 1,665. Συγκεκριμένα, με τους επίμαχους όρους παραβιάζεται από την εναγόμενη τράπεζα η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των γ.ο.σ., η οποία επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του καταναλωτής - πελάτης, που όμως διαθέτει τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Εφαρμογή του άρθρου 291 ΑΚ εν προκειμένω δεν χωρεί, εφόσον δεν πρόκειται για συναφή ρύθμιση. Η έλλειψη δε συνάφειας ερείδεται σε δύο βάσεις και δη, αφενός στο ότι εν προκειμένω οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι δύο και προσδιορίζονται επί τη βάσει της τιμής αγοράς ευρώ/φράγκου και της τιμής πώλησης ευρώ/φράγκου στη διατραπεζική αγορά, ενώ στη 291 ΑΚ λόγος γίνεται μόνο για μια συναλλαγματική ισοτιμία επί τη βάσει της οποίας επιτρέπει στον οφειλέτη να εκπληρώσει στο ημεδαπό νόμισμα, και αφετέρου η ρύθμιση της ΑΚ 291, κατόπιν ερμηνείας, αφορά στιγμιαίες συμβάσεις και όχι δάνεια, όπως τα επίδικα, που αποπληρώνονται μετά από πολλά χρόνια. Τούτων δοθέντων δεν καταστρατηγείται το άρθρο 2 § 1 της Οδηγίας 93/2013 (13η αιτιολογική έκθεση), εφόσον μάλιστα, η κάλυψη συμβατικού κενού από υφιστάμενες διατάξεις νόμου ενδοτικού δικαίου, εν προκειμένω τη διάταξη 291 ΑΚ, είναι τελολογικώς παράδοξο να εφαρμοστεί, αφού και πάλι το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο, δηλαδή η καταστρατήγηση της αρχής της διαφάνειας και θα εξουδετερωνόταν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα, που ασκεί στις τράπεζες η απαγόρευση της χρήσης αδιαφανών όρων. Υποχρεώνει την εναγομένη να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων, ήτοι τόκων δόσεων αλλά και καταβολών εκ μέρους του ενάγοντος, που έχουν γίνει κατόπιν μετατροπής του Ελβετικού Φράγκου σε Ευρώ με βάση την ισοτιμία ευρώ-Ελβετικού Φράγκου κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου, άλλως με βάση το ποσό των ευρώ που εκταμιεύτηκε και το συμβατικό επιτόκιο.

 

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 1911/2017

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τακτική Διαδικασία)

 

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δημήτριο Κουλαξίζη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Λεωνίδα Μπόμπολη Πρωτοδίκη, Ηλία Πολλάκη Πρωτοδίκη - Εισηγητή και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 13 Ιανουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ... κατοίκου ... για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Κάλτσας, κατ' άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Όθωνος αριθμ. 8) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ..., για την οποία προκατέθεσε προτάσεις κατ' άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 30.06.2016 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 4181/2233/2016 αγωγή, η οποία προσδιορίστηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της αγωγής κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και την εκφώνηση της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Α) Από τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ προκύπτει ότι δάνειο είναι η σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (δανειστής) μεταβιβάζει στον άλλο συμβαλλόμενο (οφειλέτη) αντικαταστατά πράγματα κατά κυριότητα, ο δε οφειλέτης υποχρεούται να επιστρέφει πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Αναγκαίο στοιχείο του δανείου είναι, εκτός του να υπάρχει καταρτισμένη σύμβαση κατά τους όρους των άρθρων 185-195 ΑΚ η παράδοση και μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων (βλ. ΑΠ 889/2010 ΔΕΕ 2010.1037, ΑΠ 992/2010 ΤΝΠ, Νόμος, ΕφΘεσ 2253/2014 ΤΝΠ Νόμος). Σύμφωνα με τα ανωτέρω η σύμβαση δανείου είναι ενοχική, διαρκής, άτυπη σύμβαση και κατά την μάλλον κρατούσα στη θεωρία και νομολογία άποψη, παραδοτική σύμβαση με την έννοια ότι για την κατάρτιση της απαιτείται μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων από το δανειστή στον οφειλέτη (βλ. ΑΠ 1417/2007 ΕλλΔνη 2007.1369, ΕφΑθ 1295/1996 ΕλλΔνη 41.155, Μπαλής Γενικές Αρχές παρ. 32 και 82, Ζέπος Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο παρ. 51 1, Βουζίκας ΕρμΑΚ εισαγ. άρθρων 806-809 αρ. 10, ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου εισαγ. άρθρων 806-809 αρ. 11). Ωστόσο, η παράδοση του πράγματος μπορεί να γίνει και «βραχεία χειρί δ' αντιφωνήσεως», αν κατά τη συμφωνία, το από άλλη αιτία οφειλόμενο να οφείλεται εφεξής ως δάνειο ή και με μεταφορά από λογαριασμό σε λογαριασμό (τράπεζας), οπότε κατά την άποψη αυτή το δάνειο καταρτίζεται από της αναγγελίας της τράπεζας στον οφειλέτη (βλέπε Βασ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Τόμος Γ , ημίτομος Γ, υπό το άρθρο 806, περ. αρ. 20). Παραλλήλως ο δανείζων, εκ της συμβάσεως δανείου, έχει την υποχρέωση να καταλείψει στον δανειολήπτη το δάνειο για ορισμένο ή αόριστο χρόνο μέχρι τη λήξη της συμβάσεως του δανείου, την δε υποχρέωση αυτή έχει ο δανείζων ανεξάρτητα από τη νομική φύση της συμβάσεως δανείου δηλ. αν αυτή είναι παραδοτική ή συναινετική σύμβαση (βλ. ΕφΑθ 1295/1996 ο.π.).

 

Β) Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ/φοι 1 και 2 του α.ν. 362 της 4/4.6.1945, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ΕισΝ αυτού «πάσα δικαιοπραξία έγγραφος ή προφορική εξ ης πηγάζουν αξιώσεις ή υποχρεώσεις προς καταβολήν τιμήματος ή μισθώματος πράγματος ή αμοιβής πάσης φύσεως υπηρεσιών ή έργου υπέρ προσώπου διαμένοντος εν Ελλάδι δύναται να συνομολογήται μόνον εις δραχμάς. Η ρήτρα εν δικαιοπραξία  δι' ης, παρά την διάταξιν της προηγουμένης παραγράφου, συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις εν Ελλάδι εις χρυσόν, χρυσά νομίσματα ή συνάλλαγμα, ή εις δραχμάς μεν ων όμως το ποσόν αφίεται να προσδιορισθή εκ της τιμής του χρυσού ή των χρυσών νομισμάτων ή του συναλλάγματος ή του τιμαρίθμου, είναι άκυρος. Εν τη περιπτώσει ταύτη, το αρμόδιον δικαστήριον προσδιορίζει κατά την κρίσιν αγαθού ανδρός την δικαίαν αντιπαροχήν, ήτις όμως δεν δύναται να είναι ανωτέρα του εις δραχμάς ισαξίου του εν τη ρήτρα αναφερομένου ποσού χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή συναλλάγματος επί τη βάσει της κατά το άρθρο 2 του παρόντος νομίμου τιμής αυτών κατά την ημέραν της συνομολογήσεως της δικαιοπραξίας, εφ' όσον και το ούτω προκύπτον ποσόν εις δραχμάς δεν ήθελε θεωρηθή ως υπέρογκον». Οι διατάξεις αυτές έχουν, κατά τη διασταλτική τους ερμηνεία, εφαρμογή σε κάθε εν ζωή. δικαιοπραξία, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις σε χρυσό ή ξένο νόμισμα, επομένως και σε σύμβαση δανείου, ως και σε περίπτωση αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους. Μερική απόκλιση του προαναφερόμενου απαγορευτικού κανόνα, αποβλέποντος στην προστασία του εθνικού νομίσματος, απετέλεσε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, η μεταγενέστερη διάταξη της παρ. 7 της 267/9.4.1953 Πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου, που κυρώθηκε με το ν. 2415/1953, στην οποία ορίζεται ότι «από της ισχύος της παρούσης επιτρέπεται η μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, πλην των Τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, συνομολόγησις δανείων με την ρήτρα δολαρίου ή άλλου ξένου νομίσματος, εξαιρέσει των χρυσών νομισμάτων. Νοείται ότι η πληρωμή των εκ των δανείων τούτων υποχρεώσεων ενεργείται δια της καταβολής του οφειλομένου ποσού επί τη βάσει της επισήμου τιμής του ξένου συναλλάγματος κατά την ημέραν της εξοφλήσεως». Έτσι με τη διάταξη αυτή, επιτράπηκε κατ' εξαίρεση και μόνο προκειμένου περί συμβάσεων δανείου, η συνομολόγηση της ρήτρας σε ξένο νόμισμα (συνάλλαγμα), πλην χρυσού, κατά την οποία συμφωνείται η αυτούσια καταβολή ορισμένης ποσότητας ξένων νομισμάτων. Η ρήτρα αυτή διαφοροποιείται από τη ρήτρα σε αξία ξένου νομίσματος ή συναλλάγματος, σύμφωνα με την οποία η καταβολή γίνεται σε δραχμές και ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει σε δραχμές και πάλι αλλά κατά την τρέχουσα αξία που θα έχει το ξένο νόμισμα κατά το χρόνο της πληρωμής (βλ. ΟλΑΠ 21/1990 ΕλλΔνη 1990.811). Περαιτέρω, με την υπ' αριθμ. 142/13- 11-1978 ΠΥΣ εγκρίθηκε η κατά την υπ' αριθ. 187/19-10-1978 συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής (Υποεπιτροπής Πίστωσεων), ληφθείσα απόφαση με την οποία επιτράπηκε εκ μέρους των τραπεζών, χορήγηση πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων σε ξένο νόμισμα, σε ημεδαπές ή αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Επακολούθησε η έκδοση της με αριθμόν 1976 της 19/25-9-1991 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, στον οποίο, ας σημειωθεί, είχαν μεταβιβαστεί οι αρμοδιότητες της Νομισματικής Επιτροπής και των υποεπιτροπών της (άρθρο 1 του ν. 1266/1982), με την οποία επιτράπηκε ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων. Επιπλέον, με την υπ' αριθ. 537/1993 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία συμπλήρωσε την ΠΔ/ΤΕ 1976/19-9-1991, διευκρινίστηκε ότι επιτρεπόταν ο δανεισμός σε συνάλλαγμα φυσικών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου από τις εμπορικές και κτηματικές τράπεζες, στο πλαίσιο της πιο πάνω Πράξης, για την κατασκευή, επισκευή και αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, που προορίζονταν για ιδιόχρηση ως κατοικίες ή εκμετάλλευση. Τέλος, με την υπ' αριθμ. 2325 της 2/11-8-1994 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 2342 της 24/29-11-1994 πράξη του ίδιου και η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο του ΠΔ 96/1993 «Περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας, στις διατάξεις της Οδηγίας αριθμ. 88/361/ΕΟΚ και της οδηγίες αριθμ. 92/122/ΕΟΚ, σχετικά με την «κίνηση κεφαλαίων», περιορίστηκε ακόμη περισσότερο η αρχή της απαγορεύσεως συνάψεως τραπεζικών δανείων σε ξένο νόμισμα. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω ΠΔ/ΤΕ, επιτράπηκε χωρίς περιορισμούς, η χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα, φυσικών και νομικών προσώπων. Μάλιστα, στο άρθρο 1 του πρώτου κεφαλαίου αυτής ορίζεται ότι «η διάρκεια, η τυχόν περίοδος ανανέωσης ή παράτασης των δανείων που συνάπτονται από την έναρξη ισχύος της παρούσας Πράξης, το επιτόκιο και οι λοιποί όροι, καθορίζονται ελεύθερα μεταξύ των συναλλασσομένων μερών» (βλ. ΑΠ 2196/2009, ΧΡΙΔ 2011, 105, ΕφΑθ 91/2004, ΔΕΕ 2004, 427, ΕπισκΕμπΔ 2005, 104). Επακολούθησε ο Ν. 2842/2000, με τον οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή με το Ευρώ, με την εισαγωγή του ως ενιαίου Ευρωπαϊκού νομίσματος σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και την εντεύθεν ομαλοποίηση της οικονομικής καταστάσεως στην Ελλάδα, με παράλληλη κατάργηση με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 αυτού της προϊσχύουσας εξαιρετικής νομοθεσίας και γενικά κάθε διατάξεως που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα (βλ. ΑΠ 2196/2009 ΧρΙΔ 2011.105). Επιπλέον, στο άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932 ορίζεται ότι: «1. Αι πάσης φύσεως εις συνάλλαγμα οφειλαί αι πληρωτέοι ν Ελλάδι εξοφλούνται εις δραχμάς επί τη τρεχούση τιμή της ημέρας της εξοφλήσεως. Επί τη ούτη τιμή αποδίδονται και οι εις συνάλλαγμα παρά τραπέζης καταθέσεις, πλην των καταθέσεων των ανηκουσών εις μονίμως κατοικουντος εν τη αλλοδαπή προ της ισχύος να αποδίδωνται εις αυτούσιον συνάλλαγμα». Από την προαναφερόμενη διάταξη, που διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 291 και 292 ΑΚ, συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωση του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή. Με την αντικατάσταση, δε, της δραχμής ως εθνικού νομίσματος από το ευρώ, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξόφλησης. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημίωσης από αδικοπραξία που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο (βλ. ΑΠ 678/2010, ΑΠ 698/2006, ΑΠ 1349/1997 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011.194). Έτσι, μετά το Ν. 2842/2000, την καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος, την κατάργηση των νομισματικών περιορισμών και των λοιπών μέτρων ελέγχου συναλλάγματος και την ελεύθερη πλέον συνομολόγηση σε ξένο νόμισμα, επί μεν οικειοθελούς εκπλήρωσης της ενοχής, ενόψει και της διαζευκτικής ευχέρειας που παρέχει το άρθρο 291 ΑΚ, το 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932 έχει ενδοτικό χαρακτήρα και δεν διαφέρει πλέον ουσιωδώς από την ΑΚ 291, με την έννοια ότι ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό, καταβάλλει είτε σε ημεδαπό είτε σε αλλοδαπό νόμισμα, επί, δε, άσκηση της αξίωσης του δανειστή και επιδίκαση συγκεκριμένης οφειλής, το δικαστήριο ελλείψει αντίθετης συμφωνίας, δεν θα επιδικάσει αλλοδαπό νόμισμα, αλλά το ισάξιο του σε ευρώ κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής (βλ. Γ. Ιατράκη, Η εκπλήρωση της χρηματικής παροχής με ξένο νόμισμα, ΧρΙΔ 2011.566).

 

Γ) Προσέτι, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 5 της προαναφερόμενης με αριθ. 2325/1994 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (όπως η παρ. 3 που αντικαταστάθηκε με την ΠΑΤΕ 2342/1994): «3. Το προϊόν του δανείου μπορεί να διατεθεί και απευθείας στο εξωτερικό μέσω της δανείστριας τράπεζας για τους σκοπούς που αναφέρονται στη δανειακή σύμβαση ή να κατατεθεί σε λογαριασμό συναλλάγματος στην εν λόγω τράπεζα. Οι τράπεζες, στις οποίες τηρούνται οι ως άνω λογαριασμοί έχουν την υποχρέωση να διαβιβάζουν στη δανείστρια ή μεσολαβούσα τράπεζα ή οποία τηρεί τον σχετικό φάκελο και έχει την ευθύνη της συναλλαγματικής εξυπηρέτησης του δανείου τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν κατά την έκδοση τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη, καθώς και τα παραστατικά χρησιμοποίησης του δανείου...5... Οι δανείστριες τράπεζες οφείλουν να τηρούν σε ειδικά κατά δάνειο φάκελο τα εξής δικαιολογητικά: α) Τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν, κατά την έκδοση τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη, β)...».

 

Δ) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως αυτό είχε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθ. 10 παρ. 24 στοιχ. β' του Ν 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται (βλ. ΑΠ 904/2011 Αρμ 2012, 1708). Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί, εξάλλου, ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθ. 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η ανωτέρω παράγραφος, στην αρχική της διατύπωση, χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθ. 3 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών». Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου «υπέρμετρη» διατάραξη θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (γ.ο.σ.) και, συνεπώς, σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει, επομένως, όπως ο όρος «υπέρμετρη» διατάραξη εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει «ουσιώδη ή σημαντική» διατάραξη. Η ανάγκη αυτή, εναρμονισμένης δηλαδή προς την Οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια, μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο «διατάραξη» και μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη», στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθ. 10 παρ. 24 στοιχ. β' του Ν. 2741/1999.

 

Συνεπώς, και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου γ.ο.σ. είναι η με αυτόν «ουσιώδης ή σημαντική» διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (βλ. ΟλΑΠ 6/2006 ΕλλΔ 2006, 419). Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι η παρ. 2 του άρθρου 6 του ως άνω νόμου έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3587/2007. Ορίζεται δε πλέον σε αυτή ότι γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Προστέθηκε, δηλαδή, με την ως άνω διάταξη ο όρος «σημαντική», που δεν υπήρχε στην προϋπάρχουσα μορφή του άρθρου. Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των γ.ο.σ., που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η υπό στοιχείο ια, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου «της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων Των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν δείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι γ.ο,σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ' αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου γ.ο.σ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (βλ. ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007.975). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των γ.ο.σ. δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι' αυτόν (ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnaika Kasleme Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 71 - 75). Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για το λόγο δε αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειας τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν 2251/1994. Για το λόγο αυτό και οι γ.ο.σ., υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (βλ. ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010.943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔ 2005.802). Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι η ακυρότητα ενός γ.ο.σ. δεν επιδρά στο κύρος όλης της δικαιοπρακτικής σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος. Ως προς δε το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός γ.ο.σ., αυτό καλύπτεται, καταρχήν, και εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13, θεωρείται ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες και ότι συνάδει με τους σκοπούς του άρθ. 6 παρ. 1 της Οδηγίας 93/13 (βλ. την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, σκέψεις 80 -82 και 85). Σε διαφορετική περίπτωση, γίνεται από το Δικαστήριο συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθ. 200 ΑΚ, βάσει, δηλαδή, της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (βλ. ΕφΑΘ 1471/2013, ΠΠρΡοδ 35/2015 αδημ., ΠΠρΞανθ 23/2014 ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, η απόφαση του Δικαστηρίου, που προβαίνει σε συμπληρωματική ερμηνεία άκυρου, κατά τα ανωτέρω, όρου, δεν είναι διαπλαστική, διότι δεν προβαίνει σε προσδιορισμό της παροχής κατά τη διάταξη του άρθρου 371 εδ. 2 ΑΚ (οπότε στην περίπτωση αυτή πράγματι θα επρόκειτο για διαπλαστική απόφαση, η οποία διαπλάσσει το περιεχόμενο της ενοχικής σχέσης), παρά μόνο σε συμπλήρωση του κενού, που δημιούργησε ο άκυρος όρος, ώστε να ανταποκρίνεται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς, ωστόσο, να τροποποιεί τη σύμβαση (βλ. ΠΠρΞανθ 23/2014 ό.ττ., ΠΠρΑΘ 5257/2013, 3990/2013, και 2942/2013 ΤΝΠ Νόμος). Ε) Εξάλλου, με την πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2501/2002 (ΦΕΚ Α\, 277/2002), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 του ν. 2076/1992 (όπως ίσχυε μέχρι την κατάργηση του με το άρθρο 92 παρ. 1 του ν. 3601/2007) και, άρα έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσόμενων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους.

 

Σύμφωνα με τις γενικές αρχές που θεσπίζονται στην παράγραφο Α της εν λόγω ΠΔΤΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσομένους, για τη σύμβαση και τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, καθώς και να μεριμνούν για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων, που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών προς το συναλλακτικό κοινό. Το περιεχόμενο της ελάχιστης απαιτούμενης ενημέρωσης, που αποσκοπεί, στο να σχηματίζουν οι συναλλασσόμενοι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης, καθορίζεται στην παράγραφο Β της ίδιας ΠΔΤΕ, και εξειδικεύεται, ανάλογα με το είδος του τραπεζικού προϊόντος (καταθέσεις, χορηγήσεις κτλ.). Αναφορικά, ειδικότερα, με τα χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος, δάνεια, θεσπίζεται υποχρέωση ενημέρωσης σχετικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενο διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (παρ. Β αρ. 2 περ. χ). Το ειδικότερο περιεχόμενο της εν λόγω υποχρέωσης ενημέρωσης δεν εξειδικεύεται περαιτέρω στην παραπάνω πράξη, η ως άνω, όμως, απαίτηση δεν αφορά απλά και μόνο, στην υπόμνηση για την πιθανότητα αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παρά πρέπει να οδηγεί το δανειολήπτη να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που τέτοια πιθανότητα συνεπάγεται γι' αυτόν. Ειδικότερα, η παραπάνω διάταξη, που θεσπίζει την εν λόγω υποχρέωση ενημέρωσης (παρ. Β αρ. 2 περ. χ), πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, βάσει της οποίας, όπως γίνεται δεκτό (ΑΠ 1352/2011, ΕφΑΘ 1403/2015, ΤΝΠ Νόμος) οι τράπεζες έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των πιστωτών που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της, η πιστωτική σχέση, ως έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας, από την πλευρά των τραπεζών, των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς, γι' αυτούς, συνέπειες, πρέπει δε να εξειδικευθεί, ως προς το ειδικότερο περιεχόμενο της, βάσει των όσων ορίζονται στην ίδια ως άνω ΠΔΤΕ, στην παρ. Β αρ. 1 (in fine), αναφορικά με τις τραπεζικές καταθέσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα εκεί οριζόμενα, «Σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να.διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης των πιθανών κινδύνων. Ειδικότερα, για τη διευκόλυνση της κατανόησης και συγκρισιμότητας των παραπάνω προϊόντων, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε: αναγωγή του ποσοστού απόδοσης σε ετήσια βάση κατά το χρόνο της επένδυσης, ανεξάρτητα από το χρονικό ορίζοντα της τοποθέτησης, (και) σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων που προσδιορίζουν την απόδοση των προϊόντων με εναλλακτικές παραδοχές ως προς τις κύριες συνιστώσες του προϊόντος (δείκτες χρηματιστηρίων, εξέλιξη συναλλαγματικής ισοτιμίας κλπ), παραθέτοντας δυο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα». Και ναι μεν, η προπαρατιθέμενη διάταξη αναφέρεται στην ενημέρωση των συναλλασσομένων με την τράπεζα, οι οποίοι επιλέγουν ένα καταθετικό προϊόν, το οποίο έχει ένα βαθμό ρίσκου και γι' αυτό προσιδιάζει (χωρίς, ωστόσο, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 3606/2007), στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, άξιο, ωστόσο, ανάλογης προστασίας είναι και το συμφέρον των δανειοληπτών που επιλέγουν δάνειο σε ξένο νόμισμα, το οποίο, ως εκ του πράγματος και δεδομένης της μακράς διάρκειας των δανείων (ιδίως αυτών της στεγαστικής πίστης), ενέχει υψηλό ρίσκο. Μάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι το συμφέρον των τελευταίων τούτων χρήζει ακόμη μεγαλύτερης προστασίας, έναντι αυτού των καταθετών, στους οποίους, κατά το γράμμα της, αναφέρεται η παραπάνω διάταξη της παρ. Β αρ. 1 (in fine), καθώς οι δανειολήπτες, επειδή είναι αυτοί που «ζητούν χρήμα», βρίσκονται σε οικονομικά ασθενέστερη θέση, έναντι αυτών που επενδύουν χρήμα, και, άρα, είναι πιθανότερο να παρασυρθούν ευκολότερα σε επιλογές χωρίς, προηγουμένως, να έχουν αντιληφθεί, ή έστω εκτιμήσει, τις οικονομικές συνέπειες που μπορεί να συνεπάγονται γι' αυτούς. Με τα πιο πάνω δεδομένα, η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, που να διαθέτει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας, η δε θεσπιζόμενη, με την προαναφερόμενη διάταξη της ΠΔΤΕ 2501 (παρ. Β αρ. 2 περ. χ), υποχρέωση ενημέρωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνίσταται και στην παροχή ειδικών πληροφοριών, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα του προϊόντος αυτού με ομοειδή, καθώς και να γίνεται κατανοητή η πιθανή εξέλιξη του δανείου, ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο και οι πιθανοί κίνδυνοι, για τη διευκόλυνση δε της κατανόησης και συγκρισιμότητας του παραπάνω προϊόντος, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων, που προσδιορίζουν την πορεία του δανείου, με εναλλακτικές παραδοχές, ως προς την κύρια συνιστώσα, που δεν είναι άλλη από την εξέλιξη της συναλλακτικής ισοτιμίας, παραθέτοντας δυο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα (βλ. ΠΠρωτΠειρ 619/2016 δημ. «ΝΟΜΟΣ» ΠΠρωτΑΘ 3789/2015, δημ. «ΝΟΜΟΣ»).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίσιν αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι απευθύνθηκε, περί τα μέσα του έτους 2007, προς την εναγομένη τραπεζική εταιρία υπό την επωνυμία «EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.» και στο υποκατάστημα αυτής κείμενο στον Πειραιά Αττικής, προκειμένου να λάβει δάνειο που θα εξυπηρετούσε στην αγορά, αποπεράτωση και βελτίωση μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του τετάρτου (Δ') ορόφου και μιας αποθήκης του υπογείου ορόφου, κείμενων επί οικοδομής ευρισκομένης στην Αγία Παρασκευή Αττικής. Ότι η εναγομένη, κατά τον επίμαχο χρόνο, προωθούσε στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, τα οποία διαφημίζονταν, όπως ακριβώς και από τις περισσότερες ελληνικές τράπεζες, για το ανταγωνιστικό, χαμηλό, επιτόκιο που εξασφάλιζαν, ήτοι αυτό του Libor. Περαιτέρω εκθέτει ότι πράγματι συνήψε στις 08.06.2007 την με αριθμό ... δανειακή σύμβαση στεγαστικού δανείου με την εναγομένη, δυνάμει της οποίας συμφωνήθηκε τοκοχρεωλυτικό στεγαστικό δάνειο ποσού συναλλάγματος σε ελβετικό φράγκο ύψους 391.416, συνολικής διάρκειας 360 μηνών (30 ετών) και με κυμαινόμενο επιτόκιο υπολογιζόμενο με βάση το Libor (CHF) μηνιαίας διάρκειας προσαυξημένο κατά 0,90%. Ότι συνήψε τη σύμβαση με τους προδιατυπωμένους της όρους, δηλαδή που δεν ετέθησαν υπό διαπραγμάτευση, χωρίς η εναγομένη να τον ενημερώσει για τους πιθανούς κινδύνους από τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αλλά και για τις δυσμενείς επιπτώσεις που θα επέφερε η ενδεχόμενη αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, τόσο στη μηνιαία δόση όσο και στο υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου του δανείου, ενώ επίσης η εναγομένη ουδέποτε του πρότεινε κάποιο πρόγραμμα προστασίας του από πιθανές διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αλλά ούτε και η ίδια διέθετε τέτοιο πρόγραμμα. Ότι, ακόμη, εκταμιεύθηκε το ποσό της προαναφερόμενης δανειακής σύβασης σε ελβετικό φράγκο, σε ευρώ, ήτοι εκταμιεύθηκαν 235.000,00 ευρώ, ποσό το οποίο του μεταβιβάστηκε κατά κυριότητα, χωρίς στην πραγματικότητα να λάβει κανένα ποσό συναλλάγματος, ανεξάρτητο από τη μετατροπή που έκανε η τράπεζα στην αντίστοιχη ισοτιμία συναλλάγματος μόνο λογιστικά. Ότι περαιτέρω, ήταν γνωστό στην εναγομένη τράπεζα, ότι ο ίδιος δεν διέθετε εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο και θα εξοφλούσε επομένως τις μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις για την αποπληρωμή του δανείου του σε ευρώ, η οποία κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης θα ανερχόταν στο ποσό των 800,00 ευρώ, με μικρές αποκλίσεις, πλην της αρχικής περιόδου, όπου το τοκοχρεωλύσιο, θα ήταν αυξημένο. Ακόμη εκθέτει ότι ενώ οι εν λόγω μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις κατά τη διάρκεια των ετών 2009 και 2010 ανέρχονταν στο ποσό των 900,00 ευρώ με μικρές αποκλίσεις, το έτος 2011 αυξήθηκαν σταδιακά και στις αρχές του έτους 2015 ανήλθαν στο ποσό των 1.150,00 ευρώ, όλο δε το ανωτέρω χρονικό διάστημα, οι υπάλληλοι της εναγομένης τράπεζας συνέχιζαν να τον καθησυχάζουν ότι η αύξηση των δόσεων του με την αλλαγή της ισοτιμίας ήταν κάτι το παροδικό. Περαιτέρω, ιστορεί ότι παρόλο που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να καταβάλει εμπρόθεσμα και κανονικά τις μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις του δανείου του, ο οποίες έβαιναν αυξανόμενες, το άληκτο κεφάλαιο αυτού (δανείου) ανήρχετο στις 04.05.2016 στο ισόποσο των 273.556,20 ευρώ, ήτοι 38.556,20 ευρώ περισσότερα από εκείνα που είχε αρχικά δανεισθεί, ήτοι 235.000 ευρώ, ο ίδιος δε κατέβαλε προς εξόφληση του άληκτου κεφαλαίου του δανείου το ισόποσο σε 112.675,91 ευρώ, ήτοι 52.732,92 ευρώ περισσότερο, από το ποσό των 59.942,99 ευρώ που θα κατέβαλε εάν ίσχυε η συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου και ευρώ κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου, αντιλαμβανόμενος ωσαύτως ότι η τράπεζα του είχε επιρρίψει τον κίνδυνο αλλαγής της ανωτέρω συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία είχε αλλάξει άρδην υπέρ του ελβετικού φράγκου, με συνέπεια την εκτίναξη της οφειλής του, πράγμα που διαπίστωσε κατόπιν έρευνας που πραγματοποίησε μέσω του πληρεξουσίου δικηγόρου του περί τις αρχές του έτους 2015. Ότι αντιλήφθηκε κατά το χρονικό αυτό σημείο ότι στην πραγματικότητα η τράπεζα μέσω των υπαλλήλων της τον είχε παρασύρει στην υπογραφή της ανωτέρω δανειακής σύμβασης χωρίς να του επισημάνει, ως όφειλε, ότι το άληκτο κεφάλαιο της οφειλής του θα υπολογιζόταν με βάση την τρέχουσα ισοτιμία ελβετικού φράγκου-ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής και όχι με βάση την ισοτιμία των νομισμάτων κατά το χρόνο της εκταμίευσης, αλλά και με δόσεις που δεν ήταν αρχικώς προκαθορισμένες, ως κατά την κατάρτιση της σύμβασης είχε υπονοηθεί, αλλά αόριστες και απροσδιόριστες, εξαρτώμενες πλήρως από την συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο της καταβολής τους. Ότι, εάν ο ίδιος γνώριζε όλους τους κινδύνους, που εγκυμονούσε η μετατροπή του νομίσματος της δανειακής του σύμβασης, και κυρίως τη μετακύλιση του συναλλαγματικού κινδύνου σε αυτή, δεν θα προέβαινε σε αυτή, αφού η σύμβαση αυτή φέρει τα χαρακτηριστικά της παροχής επενδυτικού προϊόντος, ενόψει του ότι συνδέει την οφειλή του με τη διεθνή αγορά συναλλάγματος, χωρίς να υφίστανται βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος και χωρίς να δύναται αυτός να καταβάλει σε αυτούσιο συνάλλαγμα τις οφειλόμενες δόσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους προσδιορίζονταν στο ισάξιο σε ευρώ ποσό με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία αυτού προς το ελβετικό φράγκο. Ότι, τέλος είναι άκυροι οι με αριθμό 7α και 9 όροι της επίδικης σύμβασης, που είχαν προδιατυπωθεί από την εναγόμενη, και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, και οι οποίοι προέβλεπαν, αντίστοιχα, την υποχρέωση του δανειολήπτη προς εξόφληση του χορηγηθέντος σε συνάλλαγμα δανείου, είτε στο νόμισμα χορήγησης, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής, καθώς και το δικαίωμα της τράπεζας, σε περίπτωση καταγγελίας της δανειακής σύμβασης, να μετατρέψει το υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου του δανείου σε ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας. Με βάση το προαναφερόμενο ιστορικό ζητεί, όπως τα αγωγικά αιτήματα εκτιμώνται από το Δικαστήριο: α) να αναγνωρισθεί το ανυπόστατο της από την επίδικη δανειακή σύμβαση οφειλής του σε ελβετικό φράγκο, για το λόγο ότι το δάνεισμα που αληθώς μεταβιβάστηκε σ' αυτόν και που ο ίδιος υποχρεούται να επιστρέψει, σύμφωνα με την ΑΚ 806, ήταν σε ευρώ και όχι σε ελβετικό φράγκο, β) επικουρικά, να αναγνωρισθεί ολικώς η ακυρότητα της επίδικης σύμβασης για το λόγο ότι: i) αντίκειται σε απαγορευτικές διατάξεις νόμου, και δη σε αυτές των ΑΚ 806 και ΠΔΤΕ 1955/1991, που απαγορεύουν τη χορήγηση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα, ii) επικουρικά δε, ως αντικείμενη στην ΠΔΤΕ 2325/1994, εφόσον δεν υπήρχε ανάγκη από τον ίδιο χορήγησης δανείου σε συνάλλαγμα και αφετέρου διότι, ουδέποτε έλαβε χώρα αυτούσια απόδοση του ποσού των 391.416,00 ελβετικών φράγκων, αλλά η σχετική εγγραφή, έλαβε χώρα λογιστικά, η δε τράπεζα δεν διαθέτει τις απαιτούμενες βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, και άρα, κατ' εκτίμηση του δικογράφου, ως εικονική, ϋί) επικουρικά να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της επίδικης σύμβασης ολικά, κατ' άρθρο 181, λόγω της ακυρότητας των όρων 7α και 9 της δανειακής σύμβασης, γ) επικουρικά να αναγνωρισθεί μερικώς η ακυρότητα της επίδικης σύμβασης, ενόψει των καταχρηστικών ΓΟΣ που περιέχει και συγκεκριμένα των όρων 7α και 9 αυτής περί εξόφλησης του εκάστοτε υπολοίπου της οφειλής με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου και ευρώ που ισχύει κατά την ημέρα της εξόφλησης και περί του δικαιώματος της τράπεζας, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, να μετατρέψει το υπόλοιπο της οφειλής σε ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας, καθόσον επιφέρουν σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του και δεν τυγχάνουν εφαρμογής, κατά την παρ. 7 και 6 του άρ. 2 του ν. 2251/1994, πληρουμένου του δημιουργούμενου κενού κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως αναλύονται στο αιτητικό. Επίσης ζητεί να υποχρεωθεί η τράπεζα να συμψηφίσει όλες τις χρεώσεις, τόκους δόσεων, αλλά και καταβολές εκ μέρους του ιδίου (ενάγοντος), που έγιναν κατόπιν μετατροπής του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου, άλλως με βάση το ποσό των ευρώ, που εκταμιεύτηκε και το συμβατικό επιτόκιο. Ακόμα ζητεί να αναγνωριστεί ότι μέχρι τις 04.05.2016 ο ίδιος (ενάγων) έχει καταβάλει στην εναγομένη προς εξόφληση άληκτου κεφαλαίου, συνολικό ποσό 112.675,91 ευρώ, ήτοι ποσό κατά 52.732,92 ευρώ περισσότερο, από ποσό των 59.942,99 ευρώ που θα κατέβαλε εάν εφαρμοζόταν η συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου και ευρώ κατά το χρόνο της εκταμίευσης. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του.

 

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρ. 18 και 33 ΚΠολΔ) το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη και εν μέρει, και με την επιφύλαξη όσων θα αναφερθούν κατωτέρω, νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 6 και 7 του ν. 2251/1994, 140, 141, 155, 174, 180, 181, 281, 806 ΑΚ, ΠΔΤΕ 2501/2002 και 70 ΚΠολΔ. Μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, κρίνονται: 1ον) η υπό στοιχείο β) ι) επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί η ακυρότητα της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 806 ΑΚ, λόγω παράβασης της με αριθμό 1955/1991 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, κατ' επίκληση του ότι η επίμαχη παροχή δεν εκταμιεύθηκε πραγματικά στο νόμισμα του ελβετικού φράγκου, με αποτέλεσμα να μην πρόκειται για σύμβαση δανείου, αλλά για παροχή πίστωσης με στοιχεία επένδυσης, η οποία (αγωγική βάση) πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Τούτο διότι, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, στην υπό στοιχ. Β μείζονα σκέψη της παρούσας, η ως άνω σύμβαση δεν συνιστά δάνειο με ρήτρα αλλοδαπού νομίσματος, αλλά δάνειο σε ξένο νόμισμα, το οποίο, αφενός, μπορεί να συντελείται με την περιέλευση του δανείσματος από την περιουσία του δανειοδότη σε αυτή του δανειολήπτη, με οποιονδήποτε ισοδύναμο προς τη μεταβίβαση της κυριότητας οικονομικό τρόπο [βλ. Γεωργιάδη Απ.Ι. Καραγκουνίδη, ΣΕΑΚ, τόμ. I, άρθρο 806, πλαγιάρ. 8], όπως, εν προκειμένω, με τη μετατροπή του δανείσματος από ελβετικά φράγκα σε ευρώ και εν συνεχεία την απόδοση του ποσού σε ευρώ [βλ. σχετ. Ποβαννόπουλο P., Προστασία δανειολήπτη στα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, ΕπισκΕΔ 2015. 647 (654, 655)]. αφετέρου, δεν είναι αναγκαίο να συνδέεται αυτή η σύμβαση με πραγματική εισαγωγή τραπεζογραμματίων ελβετικού φράγκου, αλλά μπορούσε να χορηγείται αυτό από την εναγόμενη με τη μορφή λογιστικού χρήματος, προερχόμενο είτε από άντληση κεφαλαίων στο εν λόγω νόμισμα από τη χρηματαγορά, είτε από δανεισμό της εναγομένης από τη διατραπεζική αγορά του ελβετικού φράγκου, δεδομένου ότι δεν τίθενται πλέον συναλλαγματικοί περιορισμοί στη σύναψη δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 επ. ΣΛΕΕ, 5 § 1 ν. 2842/2000, ΠΔ/ΤΕ 2325/1994, ττ.δ. 96/1993, π.δ. 104/1994 [βλ. Γιοβαννόπουλο P., ό.π., ΕπισκΕΔ 2015.647 (653,654), Χασάπη Χ., Δάνεια σε ξένο νόμισμα: Μία προσέγγιση με αφορμή την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελληνικών δικαστηρίων, ΧρηΔικ 2014.413 (415 επ.)]. Εξάλλου δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί η χορήγηση του δανείου αυτού ως επενδυτική υπηρεσία, αφού σκοπός της ένδικης σύμβασης, κατά τα ιστορικά αφηγούμενα στην ένδικη αγωγή, ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους, και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, όπως απαιτείται για την στοιχειοθέτηση της έννοιας της επενδυτικής υπηρεσίας (βλ. σχετ. άρθρα 4 § 1,19 §§ 4, 5 και 9 Οδηγίας 2004/39), 2ον) η υπό στοιχείο β) ϋ) επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία διώκεται η θεμελίωση ακυρότητας της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 806 ΑΚ, λόγω παράβασης της ΠΔΤΕ 2325/1994 το μεν διότι ούτε από την ανωτέρω ΠΔΤΕ, της οποίας γίνεται επίκληση από τον ενάγοντα, ούτε εξ ουδεμίας άλλης διατάξεως, τίθεται ως νόμιμη προϋπόθεση της εγκυρότητας της δανειακής σύμβασης σε συνάλλαγμα η συνδρομή πραγματικής ανάγκης εκ μέρους του δανειολήπτη για χορήγηση συναλλάγματος, το δε, διότι η παραβίαση εκ μέρους της τράπεζας των διατάξεων της παρατιθέμενης υπ' αριθμόν 2325/1994 ΠΔΤΕ, δεν συνεπάγεται ακυρότητα του χορηγούμενου σε συνάλλαγμα δανείου, την οποία να δύναται ο δανειολήπτης να επικαλεσθεί, αλλά ενδεχομένως κυρώσεις σε βάρος της τράπεζας, επιβαλλόμενες από την εποπτεύουσα αρχή, 3ον) το αίτημα της αγωγής περί αναγνωρίσεως της καταβολής στην εναγομένη, εκ μέρους του ενάγοντος, προς εξόφληση άληκτου κεφαλαίου, συνολικού ποσού 112.675,91 ευρώ, ήτοι ποσού κατά 52.732,92 ευρώ περισσότερου, από ποσό των 59.942,99 ευρώ που ο ενάγων θα κατέβαλε εάν εφαρμοζόταν η συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου κατά το χρόνο της εκταμίευσης, καθόσον αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής μπορεί να είναι μόνο η αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας ή του ειδικότερου περιεχομένου μιας έννομης σχέσης,  με την έννοια του δικαιώματος. ή της υποχρέωσης ή του συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΑΠ 492/2010 Νόμος)  και όχι η διαπίστωση απλών πραγματικών περιστατικών, όπως εν προκειμένω (ΑΠ 224/2007 ΕλΔνη 2007/1019, ΑΠ 662/2002 Νόμος). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί ως προς το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη, για να κριθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου δε ότι η αγωγή δεν είναι αποτιμητή σε χρήμα, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.

 

Η εναγομένη με τις νομότυπα κατατεθειμένες προτάσεις της αρνείται αιτιολογημένα (άρθ. 261α ΚΠολΔ) τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής (τόσο κατά την κύρια όσο και τις λοιπές επικουρικές), επικαλούμενη, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στις έγγραφες προτάσεις της, ότι ο ενάγων έλαβε πλήρη ενημέρωση από τους υπαλλήλους της κατά το προσυμβατικό στάδιο σύναψης της επίδικης σύμβασης, για το περιεχόμενο των συμβατικών όρων αυτής και τον κίνδυνο από την μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/ελβετικό φράγκο. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως προώρως ασκηθείσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 69, 70, 223, 224, 269 και 281 ΚΠολΔ, καθόσον ελλείπει το έννομο συμφέρον του ενάγοντος και δεν συγχωρείται από τις περιστάσεις η έγερση της αγωγής του σύμφωνα με το άρθρο 69 για αποκατάσταση της μελλοντικής θετικής του ζημίας, καθόσον αυτή δεν έχει επέλθει και δεν είναι βέβαιη ότι θα συμβεί σε βάθος τριακονταετίας υπολογιζόμενη κατά τη διακύμανση της ισοτιμίας ελβετικού φράγκου/ευρώ. Ο ισχυρισμός της όμως αυτός τυγχάνει μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, δεδομένου ότι ο ενάγων αιτείται σύμφωνα με το κύριο και επικουρικά αιτήματα της αγωγής του, την αναγνώριση της ακυρότητας της δανειακής σύμβασης, είτε επικουρικότερα συγκεκριμένων όρων αυτής και πλήρωση του δημιουργούμενου κενού με βάση την ΑΚ 200, και όχι αποκατάσταση τυχόν μελλοντικής του ζημίας, σύμφωνα με το 69 ΚΠολΔ, ήτοι όχι ως προληπτική δικαστική προστασία, ως ισχυρίζεται η εναγομένη. Επιπλέον, η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων ασκεί την εναντίον της αξίωση καταχρηστικά, διότι από το έτος 2007 και μέχρι και το έτος 2010, οπότε η ισοτιμία ελβετικού φράγκου-ευρώ ήταν ευνοϊκή γι' αυτόν, αλλά και από το έτος 2011 μέχρι το έτος 2015, οπότε η ισοτιμία διαμορφώθηκε δυσμενώς για τις υποχρεώσεις του έναντι της από τη σύμβαση δανείου, ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ότι δήθεν δεν κατανόησε τους όρους της σύμβασης, αλλά προτίμησε τη λύση του χαμηλότερου επιτοκίου, δημιουργώντας σ' αυτή την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θ' ασκήσει το επίδικο δικαίωμα του, ενώ επίσης ο ίδιος ουδέποτε έκανε χρήση των δυνατοτήτων που του παρείχε η σύμβαση για λήψη προγράμματος προστασίας  από την διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και μετατροπής ανά πάσα στιγμή του νομίσματος του δανείου σε ευρώ, ενέργειες στις οποίες εάν είχε προβεί, θα είχε εξαλείψει τον κίνδυνο από την διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ενώ τέλος η ίδια θα υποστεί τεράστια ζημία, σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής, εξαιτίας της έκθεσης της σε δανεισμό ελβετικών φράγκων από την διατραπεζική αγορά. Ο παραπάνω ισχυρισμός αποτελεί νόμιμη ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, στηρίζεται στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Τέλος, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο ενάγων συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του, δεδομένου ότι ενώ είχε πλήρη γνώση του κινδύνου που μπορούσε να προκύψει από την διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, εντούτοις προτίμησε να προβεί στην κατάρτιση της επίδικης δανειακής σύμβασης, ευθυνόμενος έτσι τουλάχιστον κατά ποσοστό 95% στην οικονομική επιβάρυνση την οποία υπέστη, λόγω της αποδυνάμωσης του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου. Ο παραπάνω ισχυρισμός συνιστά νόμιμη ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος στη ζημία την οποία υπέστη, στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 300, 262 § 1 και 269 § 1 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

 

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως, μεταξύ των οποίων και οι υπ' αριθμ. 5987/07.11.2016 και 5988/07.11.2016 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης μετά απο νομότυπη εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της -ενάγοντος (βλ. την υπ' αριθμ. 53691Ε/02.11.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ...), καθώς και η υπ' αριθμ. 7718/07.12.2015 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης και λαμβάνεται υπόψιν στην παρούσα δίκη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς επίσης από τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων περί τα μέσα του έτους 2007, αναζητούσε τραπεζικό φορέα προκειμένου να λάβει στεγαστικό δάνειο με συμφέροντες όρους, προκειμένου να προβεί στην αγορά και συγχρόνως στην βελτίωση και αποπεράτωση μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος). Έτσι, στις 08.06.2007 καταρτίστηκε μεταξύ αφενός του ενάγοντος και αφετέρου της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «EFG EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», η με αριθμό ... δανειακή τοκοχρεωλυτική σύμβαση, επί σκοπώ την αγορά και την αποπεράτωση/βελτίωση του προαναφερομένου ακινήτου, πλην όμως το δάνεισμα συμφωνήθηκε να του αποδοθεί σε ελβετικά φράγκα, και πράγματι έλαβε ποσό ύψους 391.416,00. Η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου αυτού συμφωνήθηκε συνολικής διάρκειας 360 μηνών (30 ετών) και με κυμαινόμενο επιτόκιο υπολογιζόμενο με βάση το Libor (CHF) μηνιαίας διάρκειας, όπως αυτό ορίστηκε δυο ημέρες πριν την εκταμίευση των δανείου, προσαυξημένο κατά 0,90%. Στην ανωτέρω έντυπη σύμβαση περιλαμβανόταν μεταξύ άλλων ο στερεότυπος όρος 7α παρ. 2, που προέβλεπε ότι: «Εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο/οι οφειλέτης/ες υποχρεούται/νται να εκπληρώσει/ουν τις εντεύθεν υποχρεώσεις του/τους προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος την ημέρα της καταβολής». Επίσης, με τον με αριθμό 9 όρο της συμβάσεως αυτής συμφωνήθηκε ότι «σε περίπτωση καταγγελίας, σύμφωνα με το αμέσως προηγούμενο άρθρο, η τράπεζα δικαιούται να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης, σε ισότιμη οφειλή EURO, με βάση την τιμή πώλησης που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας». Εξάλλου αναπόσπαστο μέρος αυτής (της δανειακής συμβάσεως) αποτέλεσε και το προσάρτημα 1, που κατά τους ειδικότερους όρους 6 και 13 ανέφερε ότι: αφενός «Ο οφειλέτης δύναται να κάνει χρήση της ευχέρειας των όρων 4. 4 α' και 4 β'» δηλαδή να ζητήσει «μείωση της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης του δανείου έως και 50% (όρος 4 περ.ά) ή «αύξηση της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης του Δανείου έως και 100%» (όρος 4 περ.β') «μέχρι δύο (2) φορές ετησίως (ανά ημερολογιακό έτος) και μόνο για έξι (6) κατά ανώτατο όριο μηνιαίες εφαρμοσμένες δόσεις ετησίως (ανά ημερολογιακό έτος) (όρος 6) και αφετέρου (όρος 13) «Ο οφειλέτης δύναται να ζητήσει εγγράφως με προειδοποίηση ενός (1) μηνός την μετατροπή του υπολοίπου του δανείου του σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν επαρκή συναλλαγματικά διαθέσιμα. Η μετατροπή, όμως, αυτή μπορεί να γίνει μετά το τέλος της περιόδου εφαρμογής σταθερού επιτοκίου». Το ποσό του προαναφερόμενου δανείου, ήτοι 391.416,00 ελβετικών φράγκων εκταμιεύθηκε την 12.06.2007, πιστώθηκε δε στον με αριθμό ... λογαριασμό που τηρούνταν προς εξυπηρέτηση του σε ελβετικό φράγκο. Ακολούθως, το ποσό αυτό του προαναφερόμενου δανείου σε ελβετικό φράγκο, αφού μετατράπηκε σε ευρώ, πιστώθηκε στον τηρούμενο στην εναγομένη από τον δανειολήπτη - ενάγοντα με αριθμό ... καταθετικό λογαριασμό σε ευρώ, στις 14.06.2007 (ποσό ευρώ 35.000,00) και ακολούθως αναλήφθηκε από αυτόν, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες για τις οποίες ελήφθη το δάνειο αυτό. Η εκταμίευση του ανωτέρω ποσού των 391.416,00 ελβετικών φράγκων προκύπτει από τα παραστατικά εκταμίευσης σε ελβετικά φράγκα και την πίστωση του ανωτέρω λογαριασμού επ' ονόματι του ενάγοντος σε ελβετικό φράγκο, που είναι προγενέστερη της μετατροπής αυτού σε ευρώ και της αντίστοιχης εκταμίευσης του στο εγχώριο νόμισμα. Αλλωστε, από την κίνηση του λογαριασμού και τις ενημερώσεις που ο ενάγων ελάμβανε αναφορικά με το υπόλοιπο του δανειακού λογαριασμού του, προκύπτει ότι το νόμισμα στο οποίο χορηγήθηκε το δάνειο, ήταν το ελβετικό φράγκο. Δηλαδή, με μόνη την πίστωση του προαναφερόμενου λογαριασμού του δανειολήπτη - ενάγοντος σε ελβετικά φράγκα, το δάνεισμα ποσού 391.416,00 ελβετικών φράγκων, τέθηκε στη διάθεση του τελευταίου και έτσι τούτος κατέστη δικαιούχος του ανωτέρω ποσού, ανεξάρτητα από το ότι κατόπιν ανέλαβε, όχι ελβετικά φράγκα, αλλά το ισόποσο τους σε ευρώ, δηλαδή 235.000,00 ευρώ. Έτσι το δάνεισμα, περιήλθε στην κυριότητα του δανειολήπτη σε ελβετικά φράγκα σε πίστωση του σχετικού λογαριασμού που τηρούνταν επ' ονόματι του από τον οποίο και είχε δικαίωμα αναλήψεως του ποσού, ανεξάρτητα από την μετατροπή του ακολούθως, σε ευρώ. Συνακόλουθα, τα όσα υποστηρίζει ο ενάγων στην υπό στοιχείο α βάση της αγωγής του περί του ανυπόστατου της οφειλής σε ελβετικά φράγκα, καθόσον τέτοια (ελβετικά φράγκα), ουδέποτε του παραδόθηκαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ' ουσίαν, καθόσον το δάνεισμα αυτό περιήλθε στη σφαίρα της κατοχής του. Επίσης από την κίνηση του λογαριασμού αυτού σε ελβετικό φράγκο που προαναφέρθηκε, προκύπτει ότι ο ενάγων εξοφλούσε τις τοκοχρεωλυτικές δόσεις του δανείου με χρέωση του ανωτέρω με αριθμόν ... καταθετικού λογαριασμού σε ευρώ, από όπου και ακολούθως γινόταν η μεταφορά των ποσών με μετατροπή στο αλλοδαπό νόμισμα (ελβετικό φράγκο). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο ενάγων, που είναι στο επάγγελμα υποπλοίαρχος εργαζόμενος σε ναυτιλιακή εταιρεία, ζει και δραστηριοποιείται στην Ελλάδα και παρόλο που συνήψε τη δανειακή σύμβαση σε ελβετικά φράγκα, είχε ανάγκη να λάβει το δάνεισμα σε ευρώ, προκειμένου να αξιοποιήσει το ποσό για τους ανωτέρω σκοπούς, και με το ίδιο νόμισμα εξοφλούσε και τις μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις του, στο οποίο άλλωστε εκφράζονται και τα εισοδήματα του. Η επιλογή, λοιπόν, σύναψης του δανείου σε ελβετικό φράγκο από τον ενάγοντα, όπως και από μεγάλη μερίδα των δανειοληπτών εκείνης της χρονικής περιόδου, παρόλο που τούτο δεν αντιπροσώπευε τις πραγματικές του ανάγκες, εξηγείται από το ότι από τη θεσμοθέτηση του Ευρώ (Ιανουάριο 1999) η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου παρέμενε σχετικά σταθερή (διακύμανση της τάξεως του 5,3%) ενώ ταυτόχρονα, το διατραπεζικό επιτόκιο LIBOR Chip (επιτόκιο αναφοράς των αγγλικών τραπεζών για τα ελβετικά φράγκα), κυμαινόταν διαχρονικά σε χαμηλότερα επίπεδα, από το αντίστοιχο επιτόκιο EURIBOR (διατραπεζικό επιτόκιο που προσφέρεται για τις καταθέσεις μιας τράπεζας στην άλλη, σε ευρώ), με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα επιτοκιακό όφελος για τους δανειολήπτες, που δανείζονταν με επιτόκιο LIBOR CHF.  Οι ανωτέρω λόγοι,  έδιναν συγκριτικό πλεονέκτημα, για το συγκεκριμένο προϊόν, σε σχέση με ένα δάνειο σε ευρώ, τονίζονταν δε το πλεονέκτημα αυτό στις σχετικές διαφημιστικές καμπάνιες των τραπεζών και έτσι προωθούνταν, από αυτές, μαζικά κατά τον τότε χρόνο, τα δάνεια σε ελβετικά φράγκα. Αναφορικά με το επιτόκιο LIBOR, πρέπει να σημειωθεί ότι τούτο ήταν και παρέμεινε ιδιαίτερα χαμηλό, σε σχέση με το επιτόκιο EURIBOR, έβαινε δε διαρκώς μειούμενο. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι από τις αρχές του έτους 2008 και εντεύθεν, η ισοτιμία των δυο νομισμάτων κατέγραψε μεγάλη μείωση σε βάρος του ευρώ, ο δε δείκτης της διακύμανσης, η οποία είχε παραμείνει περίπου σταθερή, για τα προηγούμενα δεκαπέντε έτη, τριπλασιάστηκε. Μάλιστα το έτος 2011 η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας, έθεσε κατώτερο όριο στην ισοτιμία των δυο νομισμάτων, αυτό του 1,20 (δηλαδή 1 ευρώ = 1,20 ελβετικό φράγκο), το οποίο όμως απελευθέρωσε, με νεώτερη απόφαση της τον Ιανουάριο του 2015. Έτσι αποδεικνύεται, με βάση τα ανωτέρω, ότι στην επίδικη περίπτωση η ισοτιμία EURO/CHF, με βάση την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου, ήταν κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου (ήτοι την 12.06.2017) 1,665 (δηλαδή 1 ευρώ ισούτο με 1,665 ελβετικά φράγκα), την 04.05.2016 ανήλθε στο ποσό των 1,066 (δηλαδή 1 ευρώ ισούτο με 1,066 ελβετικά φράγκα). Τούτο σημαίνει ότι η μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει ο ενάγων προς αποπληρωμή του δανείου του σε ευρώ αυξήθηκε, όπως και το οφειλόμενο σε ποσό ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ενώ οι μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις κατά τη διάρκεια των ετών 2009 και 2010 ανέρχονταν στο ποσό των 900,00 ευρώ με μικρές αποκλίσεις, το έτος 2011 αυξήθηκαν σταδιακά ανερχόμενες στο ποσό των 1.060,00 ευρώ και στις αρχές του έτους 2015 ανήλθαν στο ποσό των 1.150,00 ευρώ. Έτσι, ενώ μέχρι τις 04.05.2016 ο ενάγων ήταν συνεπής στην αποπληρωμή των μηναίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων του δανείου του, του οποίου το κεφάλαιο, όπως προαναφέρθηκε, ανήρχετο στις 235.000 ευρώ, κατόπιν από εννέα (9) περίπου έτη και δη κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία (04.05.2016) όφειλε ποσό σε ευρώ (υπολογιζόμενο σύμφωνα με την συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων ευρώ/ελβετικού φράγκου κατά αυτήν) ύψους 273.556,20 ευρώ, ήτοι ποσό 38.556,20 ευρώ επιπλέον από εκείνο που δανείστηκε. Η επιλογή εκ μέρους του ενάγοντος του δανεισμού σε ελβετικό νόμισμα έγινε, όπως ήδη προαναφέρθηκε, κατόπιν σχετικής ενημέρωσης εκ μέρους των υπαλλήλων της εναγόμενης τράπεζας προς αυτόν, λόγω των πλεονεκτημάτων του χαμηλού επιτοκίου (όπως ανωτέρω αναλύθηκε) και ευνοϊκής ισοτιμίας μεταξύ ελβετικού φράγκου - ευρώ η οποία είχε παραμείνει σταθερή τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα η μηνιαία καταβλητέα δόση να είναι μικρότερη, αλλά να εμφανίζεται και ως τέτοια στην μελλοντική προοπτική της. Ωστόσο προέκυψε ότι ο ενάγων κατά την επιλογή και υπογραφή της ανωτέρω δανειακής σύμβασης δεν ενημερώθηκε από τους υπαλλήλους της εναγομένης τράπεζας για το συναλλαγματικό. κίνδυνο της ισοτιμίας ελβετικού φράγκου και ευρώ με τρόπο κατανοητό για τον ίδιο, καθόσον, ακόμη και αν είχε κάποια εμπειρία σε συναλλαγές σε ξένο νόμισμα, λόγω του ότι ασκεί το επάγγελμα του υπαλλήλου σε ναυτιλιακή εταιρεία, ως ισχυρίζεται η εναγομένη και πράγμα που δεν αμφισβητείται από αυτόν, δεν είχε ιδιαίτερες γνώσεις περί τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και γενικότερα ενασχόληση με τραπεζικές συναλλαγές (άλλα δάνεια ή επενδύσεις), ούτε βέβαια είχε περιουσία ή εισοδήματα σε ελβετικά· φράγκα. Εξάλλου, ως προελέχθη, μεταξύ των προδιατυπωμένων όρων της σύμβασης περιλαμβάνονταν και ο υπ1 αριθμ. 7α όρος περί της υποχρεώσεως του οφειλέτη να εξοφλεί τις δόσεις του δανείου προς την τράπεζα, είτε στο νόμισμα είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος, χορήγησης την ημέρα της καταβολής, καθώς και ο υπ' αριθμ. 9 όρος περί του δικαιώματος της τράπεζας, σε περίπτωση καταγγελίας, να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης σε ευρώ, με βάση την τιμή πώλησης που ισχύει κατά την ημέρα της Γ καταγγελίας. Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων υποστηρίζει, κατά την τρίτη επικουρική της βάση (υπό στοιχ. γ, όπως αναλύεται ανωτέρω), ότι οι ανωτέρω όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, λόγω της ασάφειας και αοριστίας τους, με συνέπεια ο ενάγων, στερούμενος ειδικών οικονομικών γνώσεων και ανάλογης πείρας, να μην αντιληφθεί, κατά την κατάρτιση της σύμβασης τις συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν αυτοί (οι όροι), κατά τη διάρκεια της εξόφλησης του δανείου του, σε περίπτωση μεταβολής της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου. Πράγματι, αποδείχθηκε ότι οι προαναφερόμενοι υπ' αριθμ. 7α και 9 όροι, που ήταν προδιατυπωμένοι από την εναγόμενη τράπεζα και περιλαμβάνονταν στους γενικούς όρους συναλλαγών, χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, κατά το μέρος που ρυθμίζουν την ισοτιμία, με βάση την οποία θα μετατρέπονται, α) σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, που πραγματοποιούσε ο ενάγων καθ1 όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου του (με τον 7° όρο), β) σε ευρώ το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου σε ελβετικά φράγκα, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης (με τον 9° όρο), είναι αόριστοι και ασαφείς, και επομένως καταχρηστικοί και άκυροι. Συγκεκριμένα, με τους επίμαχους όρους παραβιάζεται από την εναγόμενη τράπεζα η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των γ.ο.σ., η οποία επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του καταναλωτής - πελάτης, που όμως διαθέτει τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής (βλ. ΕφΠειρ 711/2011 ΔΕΕ 2012.356). Συγκεκριμένα, με τις ως άνω ρήτρες δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν ετέρες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής και, στην κρινόμενη υπόθεση ο ενάγων, ο οποίος από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τον ίδιο οι παραπάνω όροι, και, συγκεκριμένα, να διαγνώσει, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου (σκέψεις 73-75 της ανωτέρω απόφασης του ΔΕΚ). Τα στοιχεία αυτά, τα οποία κατέχουν εν γένει οι επαγγελματίες του τραπεζικού και χρηματοοικονομικού τομέα και των οικείων κύκλων, δεν είναι κατ' ανάγκην γνωστά στο μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις μικρό οικονομίας και μακροοικονομίας. Και τούτο, διότι δεν διατυπώνονται στους επίδικους δανειακούς γενικούς όρους συναλλαγών με σαφήνεια, οι συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει ο δανειολήπτης τόσο σε σχέση με το ύψος της δόσης όσο και του κεφαλαίου. Δεν μπορούσε, επομένως, ο ενάγων να γνωρίζει εκ των προτέρων τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει. Και ναι μεν οι επίμαχοι όροι ήταν σαφώς διατυπωμένοι από γραμματική άποψη, πλην, όμως, μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, κατά τα διαλαμβανόμενα στην οικεία μείζονα σκέψη, προκειμένου να κριθούν ως έγκυροι βάσει των κριτηρίων, που ο Ν. 2251/1994 και η οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας τους ως προς τις οικονομικές συνέπειες τους, οδηγούν ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή - πελάτη αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την τράπεζα (βλ. ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001.1128). Τούτων δοθέντων, αν και η Τράπεζα δεν μπορούσε να προβλέψει την ανατροπή της σταθερότητας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, εφόσον αυτή δεν καθορίζεται μονομερώς από την ίδια, αλλά επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες, (όπως από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, τα επιτόκια, το ισοζύγιο πληρωμών, τον πληθωρισμό, τα επίπεδα τιμών, την παρέμβαση των Κεντρικών Τραπεζών, αλλά και από τις προσδοκίες του κοινού) και ούτε (αυτή) καθόριζε την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου μονομερώς και κατά απόλυτη κρίση της παρέχοντας, άλλωστε, στον δανειολήπτη τη δυνατότητα να αγοράσει ελβετικά φράγκα και από οποιαδήποτε άλλη τράπεζα, αν θεωρούσε ότι του δίδει το ελβετικό νόμισμα με καλύτερη ισοτιμία, αφού μπορούσε να αποπληρώσει την οφειλή του και στο ξένο νόμισμα απευθείας, ωστόσο, αν και είχε γνώση του αναληφθέντος κινδύνου, όφειλε στη συγκεκριμένη περίπτωση να θέσει υπόψιν του μέσου καταναλωτή, που δεν διαθέτει ιδιαίτερες γνώσεις, τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος σε μια τέτοια, όπως η επίδικη, συναλλαγή με ξένο νόμισμα, ώστε να συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται μεν για ένα δανειακό πρόγραμμα, αλλά με κινδύνους επενδυτικού εγχειρήματος. Αντίθετα, η τράπεζα, η οποία είχε επίγνωση του βαρύτατου αυτού συναλλαγματικού κινδύνου παρέσχε μόνο τις δυνατότητες των όρων 6 και 13.του παραρτήματος, όπως ειδικότερα καταγράφηκαν ανωτέρω, με τις οποίες, όμως, ουδόλως ήρθη η αδιαφάνεια ως προς τη βαρύτητα του συναλλαγματικού κινδύνου, αφού με την πρώτη δυνατότητα προκύπτει ένας μελετημένος και εντελώς αδιαφανής για τον μη ειδικό μέσο καταναλωτή περιορισμός της ευχέρειας του δανειολήπτη να αξιοποιήσει τις προς όφελος του μετατροπές της συναλλαγματικής ισοτιμίας, καταβάλλοντος μεγαλύτερες δόσεις, άρα αποσβήνοντας μεγαλύτερο ύψος κεφαλαίου, όταν αυτή είναι ευνοϊκή, και μικρότερες, όταν αυτή είναι δυσμενής, σε απόλυτη αναντιστοιχία με την υπέρμετρη, για τον συγκεκριμένο συναλλαγματικό κίνδυνο, χρονική διάρκεια έκθεσης του δανειολήπτη σε υπέρμετρες επιβαρύνσεις, που στην προκειμένη περίπτωση εκτείνεται σε βάθος 30 ετών. Από την άλλη, με τη δεύτερη δυνατότητα παρέχεται η ευχέρεια εκ των υστέρων στο δανειολήπτη να ζητήσει τη μετατροπή του δανείου σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα, άρα και σε ευρώ. Πρόκειται, ωστόσο, για πρακτική ανεφάρμοστη και άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος, διότι εάν οι δανειολήπτες την επιχειρήσουν, η μετατροπή θα υπολογιστεί με ισοτιμία κατά την ημερομηνία της μετατροπής, δηλαδή με τη μεταγενέστερη δυσμενή για το ευρώ (ισοτιμία). Τύποις, λοιπόν, συνιστά λύση για την έξοδο των δανειοληπτών από τη δυσμενή κατάσταση, ενώ στην πραγματικότητα δεν ενδείκνυται, διότι με το εξαχθησόμενο ποσό της οφειλής σε ευρώ θα επικυρωθεί η αρνητική συναλλαγματική ισοτιμία και άρα η αύξηση του ανεξόφλητου κεφαλαίου και του ύψους των μηνιαίων δόσεων αποπληρωμής (βλ. ΠΠΑΘ 334/2016 δημ. «ΝΟΜΟΣ»). Βέβαια η εναγομένη διατείνεται ότι ενημέρωσε, μέσω επιστολής, επακριβώς επί του αναληφθέντος κινδύνου τον συναλλασσόμενο μαζί της ενάγοντα, παραχωρώντας του και δυνατότητα τριετούς προγράμματος προστασίας, σύμφωνα με το οποίο η τράπεζα παρείχε τη δυνατότητα στον οφειλέτη να προστατευθεί από τις πιθανές διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ για τις μηνιαίες δόσεις τριών συνεχόμενων χρόνων και συγκεκριμένα, σε περίπτωση που η τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου μειωνόταν σε ποσοστό πάνω από πέντε τοις εκατό (5%) σε σχέση με την τιμή πώλησης του νομίσματος αυτού, κατά την ημέρα της ενεργοποίησης του προγράμματος, η τράπεζα θα περιόριζε την μείωση στο όριο αυτό (5%), ο δε ενάγων υπέγραψε την ως άνω σχετική ενημερωτική επιστολή. Ωστόσο, εκτός του ότι η ως άνω ενημερωτική επιστολή, αν και υπογεγραμμένη, χωρίς, όμως, βέβαιη χρονολογία, για να κριθεί, αν πράγματι συνετέλεσε προσυμβατικά στην σωστή πληροφόρηση" περί του αναληφθέντος κινδύνου, δεν αρκεί από μόνη της με το συγκεκριμένο περιεχόμενο της να άρει τυχόν αδιαφάνεια των επίδικων Γ.Ο.Σ.. Ειδικότερα, η χρήση παρελθοντικού χρόνου («ευχαριστούμε που επιλέξατε το Στεγαστικό Πρόγραμμα SWISS σε ελβετικό φράγκο) αποδεικνύει ότι το δάνειο, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο γίνεται η ενημέρωση, έχει συναφθεί. Δεν έλαβε, δηλαδή, χώρα στο στάδιο των διαπραγματεύσεων και το αργότερο ως τη σύναψη της σύμβασης, οπότε διαμορφώνεται η δικαιοπρακτική απόφαση του καταναλωτή (βλ. ειδικότερα άρθρο 197 ΑΚ «"Κατά τις διαπραγματεύσεις" για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 198 παρ. 1 ΑΚ «Όποιος "κατά τις διαπραγματεύσεις" για τη σύναψη σύμβασης προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει» και ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007, 975 ΑΠ 1679/2008 ΝοΒ 2009, 388 Εφθεσ 1034/2013 Αρμ. 2014, 623, ΕφΑΘ 1471/2013 Αρμ 2014.752- ΕφΠειρ 469/2009 ΤΝΠ Νόμος- ΕφΠειρ 52/201 1 Αρμ 2012. 1711 - ΕφΑΘ 2021/2010 ΔΕΕ 2011. 86- ΠΠρΑΘ 240/2013 ΤΝΠ Νόμος- ΠΠρΑΘ 2856/2013 ΤΝΠ Νόμος· ΠΠρΖακυν 22/2012 ΤΝΠ Νόμος). Συνάμα δεν πληρούται και το αναγκαίο πλαίσιο ενημέρωσης, που τίθεται με την ΠΔΤΕ 2501/2002, όπως ειδικά αναλύεται στην υπό στοιχείο Ε μείζονα πρόταση. Η ενημέρωση δε πρέπει να αφορά ιδίως τα ακόλουθα: «σε περιπτώσεις δανεισμών με κυμαινόμενο επιτόκιο ... πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου» (άρθρο Β2 περίπτωση ιν), «σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος» (άρθρο Β2 περίπτωση χ). Αυτές δε οι υποχρεώσεις εξειδικεύτηκαν περαιτέρω αφενός τόσο από την από   19.03.2007  Σύσταση  της ΤτΕ  (Διεύθυνση  Εποπτείας  Πιστωτικού Συστήματος), όσο και από την από 23.04.2013 εγκύκλιο της ΤτΕ (Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος) σύμφωνα με τις οποίες «στις περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων σε ξένο νόμισμα ... για τη διευκόλυνση ... της κατανόησης των επιπτώσεων στις δόσεις του δανείου από ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή του επιτοκίου, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να δίνουν παραδείγματα στα οποία, για τον υπολογισμό της δόσης αποπληρωμής του δανείου (κεφάλαιο και τόκοι), θα λαμβάνει: α) ως ισοτιμία τη μεγίστη τιμή της αρνητικής διακύμανσης κατά την τελευταία τριετία μεταξύ των νομισμάτων, που προσδιορίζουν την οφειλή του δανειολήπτη, β) ως επιτόκιο αναφοράς, το υψηλότερο επιτόκιο της τελευταίας τριετίας». Ωστόσο, η τακτική ενημέρωσης, που ακολούθησε η εναγομένη, δεν πληρούσε τις ως άνω ασφαλιστικές δικλείδες, εφόσον δεν περιείχε ε αποσαφηνισμένους όρους το βάρος του υπέρμετρου κινδύνου μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, που συνδεόταν άρρηκτα με το μεγάλο βάθος χρόνου της επίμαχης δανειακής σύμβασης. Εξάλλου, η υπογραφή και παραλαβή προδιατυπωμένης συμβάσεως και επιστολής δεν δύναται να θεωρηθεί πλήρης και ορθή εκτέλεση των προσυμβατικών υποχρεώσεων της εναγομένης τράπεζας (πιστωτικού φορέα) για επαρκή πληροφόρηση και ενημέρωση, διότι αντιστρέφει το βάρος απόδειξης της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των διαδίκων (συμβαλλομένων) που δύναται να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων των καταναλωτών (ΔΕΚ, απόφαση της 18ης -12- 2014, υπόθεση C-449/13, CA Consumer Finance SA κατά Ingrid Bakkaus, Char Bonato, Florian Bonato, σκέψεις 30 - 32). Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδεικνύεται ότι ο δανειολήπτης - ενάγων κατανόησε τις συνέπειες που θα μπορούσε να προκαλέσει η εν λόγω υποχρέωση που ανέλαβε, σε περίπτωση μεταβολής της ισοτιμίας υπέρ του ελβετικού φράγκου. Τούτο δε εξ υπαιτιότητας της εναγομένης, η οποία, παραβιάζοντας τις επιβαλλόμενες  από την ΠΔΤΕ 2501/2002  υποχρεώσεις της, όπως αυτές αναλύθηκαν, δεν του παρείχε εξειδικευμένες πληροφορίες, ώστε να μπορέσει να συγκρίνει το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν, με ένα δάνειο λ.χ. σε ευρώ, ούτε του παρέθεσε συγκεκριμένα παραδείγματα, ώστε να δύναται να αντιληφθεί, εμπράκτως, την πορεία του δανείου του στο βάθος χρόνου αποπληρωμής του, και τον αντίκτυπο της αλλαγής της ισοτιμίας, ιδία, ως προς το ποσό του κεφαλαίου του δανείου του, ούτε τον ενημέρωσε για το ότι τυχόν δυσμενής τοιαύτη εξέλιξη δύναται, όχι μόνο να εξανεμίσει τα οφέλη από την εφαρμογή χαμηλού επιτοκίου, αλλά να συνεπάγεται, ιδιαίτερα επαχθείς, γι' αυτόν, συνέπειες, οφειλόμενες στον πολλαπλασιασμό του επιστρεπτέου κεφαλαίου του δανείου. Αποδείχθηκε δε ότι η τράπεζα παρέλειψε να υπομνήσει ρητώς τον κίνδυνο διακύμανσης της ισοτιμίας και να διαφωτίσει τον ενάγοντα, ως προς τις συνέπειες της διακύμανσης αυτής. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ως προς το πρόγραμμα προστασίας της μηνιαίας δόσης, δεν υπήρχε σε προσυμβατικό στάδιο ενημέρωση του ενάγοντος δανειολήπτη εκ μέρους της τράπεζας για την ύπαρξη προστασίας της μηνιαίας δόσης, αλλά ακόμα και εκ των υστέρων, σε κανένα σημείο της εν λόγω προστασίας δεν γινόταν σαφές ότι ακόμη και αυτή η περιορισμένη προστασία αφορούσε μόνο τη δόση καθεαυτή και όχι το οφειλόμενο κεφάλαιο, το οποίο προσαυξημένο με τη ζημιογόνα για τον δανειολήπτη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, υποχρέωνε αναπόφευκτα σε παράταση του χρόνου συνολικής αποπληρωμής του δανείου και, συνεπώς, ακόμη και υπό την ισχύ του προγράμματος προστασίας, σε συνολική καθολική επιβάρυνση του δανειολήπτη με τη συναφή εκ της συναλλαγματικής μεταβολής ζημία. Επομένως, στην ουσία καθίστατο προστασία δίχως αποτέλεσμα. Κατόπιν τούτων, η υπογραφή και παραλαβή προδιατυπωμένης συμβάσεως, η λήψη υπόψη από τον ενάγοντα δανειολήπτη επιστολής χωρίς ημερομηνία και κατόπιν κατάρτισης της σύμβασης (βλ. παρελθοντικό χρόνο στο κείμενο της τελευταίας),  η απουσία παρουσίασης ρεαλιστικού παραδείγματος διαμόρφωσης των  υποχρεώσεων του  ενάγοντος δανειολήπτη στο μέλλον, ιδίως, σε περίπτωση αρνητικής πορείας του ευρώ και στο πλαίσιο μακροχρόνιων δανειακών συμβάσεων (βλ. την ασαφή αναφορά στην τήρηση εκ μέρους των υπαλλήλων της Τράπεζας της υποχρέωσης τους περί προσυμβατικής ενημέρωσης μέσω και παραδειγμάτων αναφορικά με το επίδικο τραπεζικό προϊόν και τους απορρέοντες από αυτό κινδύνους στη με αριθμό ένορκη βεβαίωση της προταθείσας από την εναγομένη μάρτυρος ..., ενώπιον συμβολαιογράφου) επιβεβαιώνουν την αδιαφάνεια των επίδικων όρων υπό στοιχείο 7α και 9, ιδίως, όταν ο έλεγχος των όρων αυτών δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο διατυπωμένο περιεχόμενο  τους,  αλλά  εδράζεται  αξιολογικά  σε  μια  σειρά αλληλοσυμπληρούμενων εκτιμήσεων της συνολικής κατάστασης ανισότητας των μερών και αφηρημένης επικινδυνότητας των καταχρηστικών αυτών όρων, και, συνεπώς, αναδεικνύουν την ανάγκη στάθμισης του βαθμού έντασης, με τον οποίο εμφανίζεται η επίδικη αξιολογική παράμετρος στο συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Οι επίμαχοι λοιπόν, όροι 7α και 9 ήταν σαφείς ως προς τη γραμματική τους διατύπωση, αλλά τούτο δεν αρκεί από μόνο του για τη διαπίστωση της εγκυρότητας τους, βάσει των κριτηρίων του ν. 2251/1994 και της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, καθώς υπήρχε αδιαφάνεια και δη αοριστία ως προς τις οικονομικές συνέπειες της επίδικης ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να διαψευστούν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου δανειολήπτη, ότι, δηλαδή, καταβάλλοντος τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δεν θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου. Ενόψει αυτών, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων ασκεί καταχρηστικά τις ένδικες αξιώσεις του, δήθεν διότι ενώ γνώριζε την δυνατότητα λήψης προγράμματος προστασίας από την διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αλλά και την δυνατότητα μετατροπής ανά πάσα στιγμή του νομίσματος του δανείου σε ευρώ, εντούτοις δεν έκανε χρήση των ως άνω δικαιωμάτων του, προκειμένου να εξαλείψει τον κίνδυνο από την διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ελέγχεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, ενώ μόνο, το γεγονός ότι ο ενάγων άσκησε την ένδικη αγωγή του εννέα (9) έτη μετά την σύναψη της επίδικης σύμβασης δανείου και έξι (6) έτη μετά την αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, δεν αρκεί για να καταστήσει την άσκηση της αγωγής αυτής καταχρηστική, καθόσον μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν πρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, αλλά και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η άσκηση του δικαιώματος που επακολούθησε και τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που διαμορφώθηκε κάτω από τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα όρια που διαγράφονται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 7/2002 ΝοΒ 2003. 648, ΑΠ 37/2013 α' δημοσίευση σε «Νόμος», ΑΠ 91/2011 ΝοΒ 2011.1524, ΑΠ 96/2009.α δημοσίευση σε «Νόμος», ΑΠ 265/2009 ΕλλΔ/νη 2010.991, ΑΠ 701/2009 α' δημοσίευση σε «Νόμος»), ενώ στην προκειμένη περίπτωση, οι ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που απαιτούνται, βάσει αυτής της διάταξης, για να καταστεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεξαν. Ομοίως ως ουσιαστικά αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί και η προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος στην έκταση της ζημίας του, αφού σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προέβη στην σύναψη της επίδικης δανειακής σύμβασης, χωρίς να έχει επίγνωση του κινδύνου που θα μπορούσε να προκύψει από την διακύμανση της μεταξύ των δύο νομισμάτων συναλλαγματικής ισοτιμίας και της αποδυνάμωσης του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, οι όροι 7α παρ. 2 και 9 είναι αδιαφανείς και, μάλιστα, υπερβαίνουν σημαντικά τα όρια, που τάσσονται από τις παρ. 6, 7 και 2 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1964. Η ακυρότητα, ωστόσο, των ως άνω όρων δεν επιφέρει την ακυρότητα του συνόλου της επίδικης σύμβασης (ΑΚ 181), όπως επικαλείται ο ενάγων, καθώς δεν συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν την σύναψη της επίδικης σύμβασης χωρίς το άκυρο μέρος της (βλ. ΑΠ 328/2001 ΕλλΔνη 2001.1295), αφού πρωτίστως ο ενάγων απέβλεψε στο δανεισμό του, ενώ οι κρινόμενοι όροι εξασφάλιζαν σημαντικά χαμηλότερο επιτόκιο σε σχέση με το δανεισμό σε ευρώ, με αποτέλεσμα η ισχύς της επίδικης σύμβασης να είναι δυνατή και μετά την αποξένωση των προαναφερόμενων όρων. Το κενό δε αυτό καλύπτεται κατά το άρθρο 200 ΑΚ, ήτοι σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ενώ εφαρμογή του άρθρου 291 ΑΚ εν προκειμένω δεν χωρεί, εφόσον δεν πρόκειται για συναφή ρύθμιση (ΑΠ 374/2013 ΤΝΠ Νόμος- ΠΠρΚοζάνης 38/2015, αδημοσίευτη-ΠΠρΡοδου 35/2015, αδημοσίευτη- ΠΠρΞανθης 13/2015, αδημοσίευτη-ΠΠρ Αλεξανδρούπολης 26/2015, αδημοσίευτη- ΠΠρΞανθης 23/2014 αδημοσίευτη και ΠΠρΞανθης 41/2014 αδημοσίευτη, contra ΠΠρΑΘ 663/2017 αδημοσίευτη). Ειδικότερα, η ρύθμιση του άρθρου 291 ΑΚ συνιστά ρύθμιση ενδοτικού δικαίου («αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο») και καθιερώνει τη διαζευκτική ευχέρεια του οφειλέτη να εξοφλήσει είτε αυτουσίως στο αλλοδαπό νόμισμα, είτε σε ευρώ με την τρέχουσα κατά τον χρόνο πληρωμής ισοτιμία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η επίδικη ρήτρα είναι απλώς και μόνο «δηλωτική» επαναλαμβάνουσα ρύθμιση νόμου. Η έλλειψη δε συνάφειας ερείδεται σε δύο βάσεις κι δη, αφενός στο ότι εν προκειμένω οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι δύο και προσδιορίζονται επί τη βάσει της τιμής αγοράς ευρώ/φράγκου και της τιμής πώλησης ευρώ/φράγκου στη διατραπεζική αγορά, ενώ στη 291 ΑΚ λόγος γίνεται μόνο για μία συναλλαγματική ισοτιμία επί τη βάσει της οποίας επιτρέπει στον οφειλέτη να εκπληρώσει στο ημεδαπό νόμισμα, και αφετέρου η ρύθμιση της ΑΚ 291, κατόπιν ερμηνείας, αφορά στιγμιαίες συμβάσεις και όχι δάνεια, όπως το επίδικο, που αποπληρώνονται μετά από πολλά χρόνια (βλ. ΠΠΑΘ 334/2016 ο.π.). Τούτων δοθέντων δεν καταστρατηγείται το άρθρο 2 παρ. 1 της Οδηγίας 93/2013 (13η αιτιολογική έκθεση), εφόσον μάλιστα, η κάλυψη συμβατικού κενού από υφιστάμενες διατάξεις νόμου ενδοτικού δικαίου, εν προκειμένω τη διάταξη 291 ΑΚ, είναι τελολογικώς παράδοξο να εφαρμοστεί, αφού και πάλι το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο, δηλαδή η καταστρατήγηση της αρχής της διαφάνειας και θα εξουδετερωνόταν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα, που ασκεί στις τράπεζες η απαγόρευση της χρήσης αδιαφανών όρων (βλ. ΑΠ 1515/2013, δημ. «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 124/2013, δημ. «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 7/2011, ΕλλΔνη 201 1, 468-ΑΠ 1381/2010 δημ. «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 1287/2010, ΧρΙΔ 2011, 704). Ακολούθως, στο πλαίσιο της συμπληρωματικής κατ' αρθρ. 200 ΑΚ ερμηνείας της σύμβασης, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη: α) τις αρχές της συναλλακτικής ευθύτητας, τις οποίες οφείλει να τηρεί κάθε χρηστός και γνωστικός συναλλασσόμενος, καθώς και τις σύμφωνες με αυτές συνήθειες των συναλλαγών, β) το είδος, τη φύση και το σκοπό της επίμαχης σύμβασης, την οποία συνήψαν οι διάδικοι, και, συγκεκριμένα, το γεγονός πως επρόκειτο για καταρτισθείσα στην Ελλάδα δανειακή σύμβαση, μέσω της οποίας ο ενάγων θα αποπλήρωνε (σε ευρώ) το τίμημα για την αγορά και την βελτίωση - αποπεράτωση της κύριας κατοικίας του, γ) τα συμφέροντα αμφοτέρων των διαδίκων, εκ των οποίων εκείνα της εναγομένης δεν εξαρτώνται από τη συναλλαγματική ισοτιμία των δυο νομισμάτων, αλλά εξυπηρετούνται μέσω του προαναφερομένου κυμαινόμενου επιτοκίου, με το οποίο και συμφωνήθηκε πως θα αποπληρωθεί το δάνειο, δ) τις συνθήκες, που επικρατούσαν στις χρηματαγορές στα μέσα του έτους 2007, οπότε και συνήφθη η επίμαχη σύμβαση, και οι οποίες χαρακτηρίζονταν από τη σταθερότητα της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, ε) το γεγονός πως ο ενάγων, ως υπήκοος Ελλάδας, ο οποίος ζει και δραστηριοποιείται στην ελληνική επικράτεια, δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιεί το εγχώριο νόμισμα, και δη το ευρώ, στις συναλλαγές του, στ) το γεγονός πως η εναγομένη γνώριζε πως ρ ενάγων αδυνατούσε να έχει στην κατοχή του ελβετικά φράγκα, με συνέπεια να εξοφλεί, όπως και πράγματι έκανε, ουσιαστικά σε ευρώ το δάνειο του, ζ) το γεγονός πως το χρηματικό ποσό, που χορηγήθηκε ως δάνειο στον ενάγοντα δυνάμει της επίμαχης σύμβασης, ναι μεν εκταμιεύθηκε σε ελβετικά φράγκα, πλην, όμως, αμέσως μετά την εκταμίευση του μετατράπηκε από την ίδια την εναγομένη σε ευρώ και, μάλιστα, με βάση τη μεταξύ των δύο νομισμάτων ισοτιμία κατά την ημέρα της εκταμίευσης του, η) το γεγονός πως η εναγομένη διέθεσε ουσιαστικά στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 235.000,00 ευρώ, το οποίο ισούταν κατά την ημέρα της εκταμίευσης του, στο ποσό των 391.416,00 ελβετικών φράγκων, αφού ο ενάγων με ευρώ θα αποπλήρωνε το ποσό που απαιτούνταν για την αγορά και την αποπεράτωση της κύριας κατοικίας του, θ) το γεγονός πως η εναγομένη, στο πλαίσιο της επίμαχης σύμβασης, δεν παρείχε ουσιαστικά στον ενάγοντα κάποια χρηματοοικονομική υπηρεσία σχετική με την αγορά ή την πώληση ξένων νομισμάτων και ι) τη διάταξη του άρθ. 806 ΑΚ, η οποία ορίζει πως "με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας", καταλήγει στο συμπέρασμα πως η εναγομένη, όσον αφορά την απόδοση του εν λόγω δανείου, δεν μπορεί να εφαρμόζει συναλλαγματική ισοτιμία διαφορετική από εκείνη, που ίσχυε κατά την αποδέσμευση του κεφαλαίου αυτού (δανείου) στις 12.06.2007 (βλ. την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΚ, σκέψη 26). Επομένως, με βάση την ισοτιμία αυτή θα πρέπει να υπολογίζει, αφενός τις καταβολές σε ευρώ, που ο ενάγων πραγματοποιεί προς εξόφληση του δανείου, αφετέρου το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης και κατόπιν μετατροπής του σε ευρώ, ο δε υπολογισμός αυτός κρίνεται εύλογος και δικαιολογημένος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν κατά την τρίτη επικουρική της βάση, και να αναγνωριστεί ότι οι υπ' αριθμ. 7α και 9 όροι της επίδικης δανειακής σύμβασης, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, τυγχάνουν, κατά το ως άνω αναφερόμενο σκέλος τους, άκυροι, ως καταχρηστικοί, με συνέπεια, αφενός οι καταβολές, που ο ενάγων πραγματοποιεί είτε σε ευρώ είτε ελβετικά φράγκα προς εκπλήρωση των απορρεουσών από την ανωτέρω σύμβαση υποχρεώσεων του, αφετέρου το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης και κατόπιν μετατροπής του σε ευρώ, να πρέπει να υπολογίζονται από την εναγομένη, με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του ελβετικού φράγκου και του ευρώ, που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου, ήτοι την 12.06.2007, και η οποία ανήρχετο σε 1,665. Επιπλέον, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων, ήτοι τόκων δόσεων αλλά και καταβολών εκ μέρους του ενάγοντος, που έχουν γίνει κατόπιν μετατροπής του ελβετικού φράγκου σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία ελβετικού φράγκου - ευρώ, κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου (12.06.2007), άλλως με βάση το ποσό των ευρώ που εκταμιεύτηκε και το συμβατικό επιτόκιο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ, κατά τα λοιπά, την αγωγή κατά την τρίτη επικουρική της βάση.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι, α) ο υπ' αριθμόν 7α όρος της μνημονευόμενης στο σκεπτικό της παρούσας δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο « ... εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο/οι οφειλέτης/τες υποχρεούται/ούνται να εκπληρώσει/ουν τις εντεύθεν υποχρεώσεις του/τους προς την τράπεζα, είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε EURO με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής» και β) ο υπ' αριθμόν 9 όρος της ίδιας ως άνω δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο «σε περίπτωση καταγγελίας, σύμφωνα με το αμέσως προηγούμενο άρθρο, η Τράπεζα δικαιούται να μετατρέψει το σύνολο της απαίτησης σε ισότιμη οφειλή EURO με βάση την τιμή πώλησης που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας», τυγχάνουν καταχρηστικοί και, ως εκ τούτου, άκυροι, με συνέπεια, τόσο οι καταβολές, που ο ενάγων πραγματοποιεί είτε σε ευρώ είτε σε ελβετικά φράγκα προς εκπλήρωση των απορρεουσών από την ανωτέρω σύμβαση υποχρεώσεων του, όσο και το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης και κατόπιν μετατροπής του σε ευρώ, να πρέπει να υπολογίζονται από την εναγομένη, με βάση την συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του ελβετικού φράγκου και του ευρώ, που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου (12.06.2007) και δη 1,665.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να προβεί στο συνυπολογισμό όλων των χρεώσεων, ήτοι τόκων δόσεων αλλά και καταβολών εκ μέρους του ενάγοντος, που έχουν γίνει κατόπιν μετατροπής του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με βάση την ισοτιμία ελβετικού φράγκου - ευρώ κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου (12.06.2007), άλλως με βάση το ποσό των ευρώ που εκταμιεύτηκε και το συμβατικό επιτόκιο.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 17-3-2017 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 28-4-2017.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ