ΠΠρΠατρών 524/2018

 

Δάνεια σε ελβετικό φράγκο - Τροποποιητική σύμβαση στεγαστικού δανείου - Δίκαιο ΕΕ - Προστασία καταναλωτή - Γενικοί Όροι Συναλλαγών - Καταχρηστικότητα - Υποχρέωση διαφάνειας - Ερμηνεία των σχετικών διατάξεων - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.

 

Δάνεια χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος. Υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων περί ενημερώσεως των αντισυμβαλλομένων τους σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Προστασία καταναλωτή. ΓΟΣ. Απαγορεύονται και είναι απολύτως άκυροι αναδρομικώς αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Αρχή της διαφάνειας. Οι ΓΟΣ πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Ο καταναλωτής πρέπει να κατανοεί πλήρως τη συναλλακτική του θέση κατά την κατάρτιση της συμβάσεως. Προστασία των συμφερόντων του δανειολήπτη από το δίκαιο της ΕΕ. Έννοια του όρου «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου». Έλεγχος για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας των ΓΟΣ. Πλήρωση του κενού που δημιουργείται σε περίπτωση ακυρότητας ΓΟΣ. Συμπληρωτική ερμηνεία των δικαιοπραξιών. Απόκειται στον εθνικό δικαστή να ελέγξει αν στην εκάστοτε υπό κρίση υπόθεση ο καταναλωτής πληροφορήθηκε όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκταση της δεσμεύσεως που θα αναλάμβανε. Αναγνώριση της ολικής ακυρότητας λόγω καταχρηστικότητας της καταρτισθείσας μεταξύ της δανειολήπτριας πρώτης των εναγόντων και της δανειοδότριας εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας τροποποιητικής συμβάσεως στεγαστικού δανείου από το νόμισμα του ευρώ σ’ εκείνο του ελβετικού φράγκου και της συναφθείσας ανάμεσα στο δεύτερο ενάγοντα εγγυητή και την εναγομένη εγγυήσεως της προειρημένης τροποποιητικής συμβάσεως, οι οποίες περιέχονται στην υπό κρίση πρόσθετη πράξη. Υποχρέωση της εναγομένης αφενός να δεχθεί την αποπληρωμή του ανωτέρω δανείου σε ευρώ και αφετέρου να συνυπολογίσει σε ευρώ όλες τις χρεώσεις, δηλαδή τους τόκους των δόσεων και τις εκ μέρους των εναγόντων καταβολές που πραγματοποιήθηκαν, κατόπιν της μετατροπής, δυνάμει της άκυρης πρόσθετης πράξεως, του στεγαστικού δανείου από το νόμισμα του ευρώ σ’ εκείνο του ελβετικού φράγκου. Επιδίκαση ποσού ως εύλογου για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης των εναγόντων.

 

 

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 524/2018

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεοδώρα-Μαρία Βρετού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνο Ρήγα, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, Χαράλαμπο Νυχτοπάτη, Πρωτοδίκη, και από το Γραμματέα Βασίλειο Μπισμπίκη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Πάτρα την 13η Φεβρουαρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των κάτωθι:

 

Των εναγόντων: 1) ..., κατοίκου Πατρών, επί της οδού ..., και με Α.Φ.Μ. ..., και 2) ..., κατοίκου Λιοδώρας Ηραίας του Δήμου Γορτυνίας του Νομού Αρκαδίας και με Α.Φ.Μ. ..., που παραστάθηκαν διά της πληρεξουσίας δικηγόρου αυτών, Έλενας Φιλοπούλου, η οποία προκατέθεσε προτάσεις.

 

Της εναγομένης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» και Α.Φ.Μ. ..., νομίμως εκπροσωπουμένης και εδρεύουσας στην Αθήνα, επί της οδού ..., που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Ανδρέα Αγγελακόπουλου, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις.

 

Οι ενάγοντες αιτούνται να γίνει δεκτή η από 16-5-2017 αγωγή αυτών, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 1.212/19-5-2017, προσδιορίσθηκε μέσω της υπʼ αριθμόν 410/18-10-2017 πράξεως του Προέδρου Πρωτοδικών Πατρών για τη διαλαμβανόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και ενεγράφη στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1, οπότε εκφωνήθηκε και συζητήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι εμφανισθέντες στο ακροατήριο πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν νομοτύπως.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

1. Από τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ προκύπτει ότι τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως δανείου συνίστανται στα εξής: α) χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, β) μεταβίβαση της κυριότητας αυτών από το δανειστή στον οφειλέτη, γ) συμφωνία των μερών περί της αποδόσεως έτερων πραγμάτων της ίδιας ποιότητας και ποσότητας και δ) η μεταβίβαση της κυριότητας των αντικαταστατών πραγμάτων να γίνεται με αποκλειστικό σκοπό τη χρησιμοποίησή τους από το δανειολήπτη. Εννοιολογικά στοιχεία της συμβάσεως δανείου αποτελούν επομένως κατʼ αρχήν, πέραν της υπάρξεως καταρτισμένης συμβάσεως κατά τις ρυθμίσεις των άρθρων 185-195 ΑΚ, η παράδοση και η μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων (βλ. ΑΠ 992/2010, ΑΠ 889/2010, ΑΠ 1417/2007, ΕφΑθ 94/2011, ΕφΑθ 3706/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε γίνεται λόγος για re καταρτιζόμενο δάνειο. Είναι ωστόσο δυνατή επίσης η σύναψη συμβάσεως συναινετικού δανείου, η οποία καταρτίζεται με μόνη τη συναίνεση των συμβαλλομένων (βλ. ΕφΘεσ 3357/1995, ΕλλΔνη 37, 194, ΕφΑθ 4265/1983, ΕλλΔνη 25, 818, ΠΠρΑθ 1158/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν απαιτείται συνεπώς οπωσδήποτε μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων, που συνιστούν το αντικείμενο του δανείου, όπως εντούτοις αναφέρεται ρητώς στη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, αλλά αρκεί το δάνεισμα να περιέρχεται από την περιουσία του δανειοδότη στην περιουσία του δανειολήπτη με άλλο ισοδύναμο οικονομικό τρόπο, όπως επί παραδείγματι διά συμφωνίας των μερών ότι το οφειλόμενο χρέος από έτερη αιτία θα οφείλεται εφεξής λόγω δανείου, με επιταγή, γραμμάτιο εις διαταγήν ή συναλλαγματική, που εκδίδεται ή οπισθογραφείται υπέρ του δανειολήπτη, με εκχώρηση απαιτήσεως ή μέσω πράξεως γύρου (πιστώσεως τραπεζικού λογαριασμού του λήπτη) (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τ. Ι, 2004, σ. 577, Δ. Αυγητίδη, Σ.Ε.Α.Κ., τ. Ι, 2010, ά. 806 αρ. 1 και 6-8).

 

 

2. Κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4 του α.ν. 362 της 4/4-6-1945, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 20 του Εισαγωγικού Νόμου αυτού, «πάσα δικαιοπραξία έγγραφος ή προφορική εξ ης πηγάζουν αξιώσεις ή υποχρεώσεις προς καταβολήν τιμήματος ή μισθώματος πράγματος ή αμοιβής πάσης φύσεως υπηρεσιών ή έργου υπέρ προσώπου διαμένοντος εν Ελλάδι δύναται να συνομολογήται μόνον εις δραχμάς. Η ρήτρα εν δικαιοπραξία διʼ ης, παρά την διάταξιν της προηγουμένης παραγράφου, συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις εν Ελλάδι εις χρυσόν, χρυσά νομίσματα ή συνάλλαγμα, ή εις δραχμάς μεν ων όμως το ποσόν αφίεται να προσδιορισθή εκ της τιμής του χρυσού ή των χρυσών νομισμάτων ή του συναλλάγματος ή του τιμαρίθμου, είναι άκυρος. Εν τη περιπτώσει ταύτη, το αρμόδιον δικαστήριον προσδιορίζει κατά την κρίσιν αγαθού ανδρός την δικαίαν αντιπαροχήν, ήτις όμως δεν δύναται να είναι ανωτέρα του εις δραχμάς ισαξίου του εν τη ρήτρα αναφερομένου ποσού χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή συναλλάγματος επί τη βάσει της κατά το άρθρο 2 του παρόντος νομίμου τιμής αυτών κατά την ημέραν της συνομολογήσεως της δικαιοπραξίας, εφʼ όσον και το ούτω προκύπτον ποσόν εις δραχμάς δεν ήθελε θεωρηθή ως υπέρογκον». Οι προπαρατεθείσες ρυθμίσεις είχαν, κατά τη διασταλτική τους ερμηνεία, εφαρμογή σε κάθε εν ζωή δικαιοπραξία, μέσω της οποίας συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις σε χρυσό ή ξένο νόμισμα, άρα και σε σύμβαση δανείου, όπως επίσης σε περίπτωση αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους. Μερική απόκλιση στον προμνημονευθέντα απαγορευτικό κανόνα, ο οποίος αποσκοπούσε στην προστασία του εθνικού νομίσματος, απετέλεσε, μεταξύ άλλων, η μεταγενέστερη διάταξη της παραγράφου 7 της υπʼ αριθμόν 267/9-4-1953 Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.), που κυρώθηκε διά του Ν. 2415/1953, μέσω της οποίας προβλέπεται ότι «από της ισχύος της παρούσης επιτρέπεται η μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, πλην των Τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, συνομολόγησις δανείων με την ρήτρα δολλαρίου ή άλλου ξένου νομίσματος, εξαιρέσει των χρυσών νομισμάτων. Νοείται ότι η πληρωμή των εκ των δανείων τούτων υποχρεώσεων ενεργείται διά της καταβολής του οφειλομένου ποσού επί τη βάσει της επισήμου τιμής του ξένου συναλλάγματος κατά την ημέραν της εξοφλήσεως». Έτσι, μέσω της προειρημένης ρυθμίσεως επετράπη, κατʼ εξαίρεση και μόνον προκειμένου περί των συμβάσεων δανείου, η συνομολόγηση της ρήτρας σε ξένο νόμισμα (συνάλλαγμα), πλην του χρυσού, δυνάμει της οποίας συμφωνείται η αυτούσια καταβολή ορισμένης ποσότητας ξένων νομισμάτων. Η προδιαληφθείσα ρήτρα διαφοροποιείται από τη ρήτρα σε αξία ξένου νομίσματος ή συναλλάγματος, σύμφωνα με την οποία η καταβολή γίνεται σε δραχμές και ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει σε δραχμές και πάλι, αλλά με την τρέχουσα αξία που θα έχει το ξένο νόμισμα κατά το χρόνο της πληρωμής (βλ. ΟλΑΠ 21/1990, ΕλλΔνη 1990, 811). Περαιτέρω, διά της υπʼ αριθμόν 142/13-11-1978 Π.Υ.Σ. εγκρίθηκε η κατά την υπʼ αριθμόν 187/19-10-1978 συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής (Υποεπιτροπής Πιστώσεων) ληφθείσα απόφαση, μέσω της οποίας επετράπη η εκ μέρους των τραπεζών χορήγηση πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων σε ξένο νόμισμα προς ημεδαπές ή αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Επακολούθησε η έκδοση της υπʼ αριθμόν 1976 της 19/25-9-1991 Πράξεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (Π.Δ.Τ.Ε.), στον οποίο είχαν μεταβιβασθεί οι αρμοδιότητες της Νομισματικής Επιτροπής και των υποεπιτροπών της (ά. 1 Ν. 1266/1982), οπότε επετράπη ο δανεισμός σε συνάλλαγμα προς ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις. Με την υπʼ αριθμόν 537/1993 Π.Δ.Τ.Ε., η οποία συμπλήρωσε την υπʼ αριθμόν 1976/19-9-1991 Π.Δ.Τ.Ε., διευκρινίσθηκε επιπλέον ότι επιτρεπόταν ο δανεισμός σε συνάλλαγμα φυσικών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου από τις εμπορικές και κτηματικές τράπεζες για την κατασκευή, την επισκευή και την αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, που προορίζονταν για ιδιόχρηση ως κατοικίες ή εκμετάλλευση. Διά της υπʼ αριθμόν 2325 της 2/11-8-1994 Π.Δ.Τ.Ε., όπως τροποποιήθηκε μέσω της υπʼ αριθμόν 2342 της 24/29-11-1994 Π.Δ.Τ.Ε., ενώ είχε εκδοθεί στο πλαίσιο του π.δ. 96/1993 «Περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας αριθμ. 88/361/ΕΟΚ και της Οδηγίας αριθμ. 92/122/ΕΟΚ σχετικά με την κίνηση κεφαλαίων», περιορίσθηκε ακόμη περισσότερο η αρχή της απαγορεύσεως συνάψεως τραπεζικών δανείων σε ξένο νόμισμα. Πιο συγκεκριμένα, διά της περί ης ο λόγος Π.Δ.Τ.Ε. επετράπη η χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα φυσικών ή νομικών προσώπων, κατοίκων εσωτερικού, από πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, χωρίς περιορισμούς (βλ. ΑΠ 370/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο άρθρο 1 του πρώτου κεφαλαίου αυτής προβλέπεται μάλιστα ότι «η διάρκεια, η τυχόν περίοδος ανανέωσης ή παράτασης των δανείων που συνάπτονται από την έναρξη ισχύος της παρούσας Πράξης, το επιτόκιο και οι λοιποί όροι καθορίζονται ελεύθερα μεταξύ των συναλλασσομένων μερών» (βλ. ΑΠ 2196/2009, ΧρΙΔ 2011, 105, ΕφΑθ 91/2004, ΔΕΕ 2004, 427). Επακολούθησε η θέσπιση του Ν. 2842/2000, μέσω του οποίου αντικαταστάθηκε η δραχμή με το Ευρώ, ένεκα της εισαγωγής του ως ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της εντεύθεν ομαλοποιήσεως της οικονομικής καταστάσεως στην Ελλάδα, με παράλληλη κατάργηση, διά της ρυθμίσεως του άρθρου 5§1 του ίδιου νόμου, της προϊσχύουσας εξαιρετικής νομοθεσίας και γενικά κάθε διατάξεως που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα (βλ. ΑΠ 2196/2009, ό.π., ΠΠρΗρ 91/2018, ΠΠρΑθ 763/2016, ΠΠρΠειρ 619/2016, ΠΠρΑθ 3789/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

3. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των παραγράφων 3 και 5 της προδιαληφθείσας υπʼ αριθμόν 2325/1994 Π.Δ.Τ.Ε., όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε διά της υπʼ αριθμόν 2342/1994 Π.Δ.Τ.Ε., «3. Το προϊόν του δανείου μπορεί να διατεθεί και απευθείας στο εξωτερικό μέσω της δανείστριας τράπεζας για τους σκοπούς που αναφέρονται στη δανειακή σύμβαση ή να κατατεθεί σε λογαριασμό συναλλάγματος στην εν λόγω τράπεζα. Οι τράπεζες στις οποίες τηρούνται οι ως άνω λογαριασμοί έχουν την υποχρέωση να διαβιβάζουν στη δανείστρια ή μεσολαβούσα τράπεζα η οποία τηρεί τον σχετικό φάκελο και έχει την ευθύνη της συναλλαγματικής εξυπηρέτησης του δανείου τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν, κατά την έκδοσή τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη καθώς και τα παραστατικά χρησιμοποίησης του δανείου ... 5. ... Οι δανείστριες τράπεζες οφείλουν να τηρούν σε ειδικό κατά δάνειο φάκελο τα εξής δικαιολογητικά: α) Τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν, κατά την έκδοσή τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη ...».

 

 

4. Δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 178 ΑΚ, «δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη». Κατά την έννοια της προεκτεθείσας ρυθμίσεως, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, η οποία καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενο αυτής και το σύνολο των συνθηκών και των περιστάσεων που τη συνοδεύουν και όχι μεμονωμένα από την αιτία, που ώθησε τους συμβαλλομένους να συνάψουν αυτήν, ή το σκοπό της, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν. Σύμφωνα κατʼ επέκταση με τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ, που συνιστά ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγούμενου άρθρου, «άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, τελούν σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών ρυθμίσεων μʼ εκείνες των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, για να χαρακτηρισθεί μια δικαιοπραξία αισχροκερδής-καταπλεονεκτική και ως εκ τούτου άκυρη εξαιτίας αντιθέσεως αυτής προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ της παροχής και της αντιπαροχής, β) ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από το συμβαλλόμενο της γνωστής σʼ αυτόν ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας δεν είναι όμως απαραίτητο, όπως συνάγεται από τη διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 179 ΑΚ, να συντρέχουν σωρευτικώς, αλλά αρκεί η συνδρομή και του ενός μόνον εξ αυτών. Απειρία αποτελεί η έλλειψη της συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, τις τιμές και τις συναλλαγές. Κουφότητα συνιστά η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, εφόσον εντούτοις τυγχάνει άμεση και επιτακτική. Εκμετάλλευση υφίσταται εξάλλου, όταν αυτός που γνωρίζει την ανωτέρω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του, ήτοι την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία, επωφελείται απʼ αυτήν και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Φανερή δυσαναλογία μεταξύ της παροχής και της αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο τυγχάνει ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου. Η προμνημονευθείσα δυσαναλογία, η οποία πρέπει να είναι προφανής, διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσεως της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της καταρτίσεώς της και επί τη βάσει του περιεχομένου, του σκοπού και της αξίας των εκατέρωθεν παροχών αυτής, δίχως να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις ή επιθυμίες των μερών. Στην περίπτωση ωστόσο που ελλείπει ένα από τα προειρημένα στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς, διότι απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς η φανερή δυσαναλογία μεταξύ της παροχής και της αντιπαροχής, η ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του ενός συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον αντισυμβαλλόμενό του μίας από τις γνωστές σʼ αυτόν ως άνω καταστάσεις (βλ. ΟλΑΠ 714/1973, ΑΠ 429/2015, ΑΠ 151/2015, ΑΠ 820/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2139/2013, ΧρΙΔ 2014, 103, ΑΠ 1186/2011, ΑΠ 1118/2011, ΑΠ 890/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 834/2011, ΧρΙΔ 2012, 109, ΑΠ 30/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠατρ 244/2015, ΤΝΠ ΔΣΑ, Κ. Ρήγα, Απαλλακτικές Ρήτρες, 2012, σ. 157 επ.).

 

 

5. Κατά την έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν εκ των συμβαλλόμενων, στο πλαίσιο αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της συμβάσεως, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί, έγκεινται στις εξής: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, β) η προδιαληφθείσα μεταβολή να τυγχάνει μεταγενέστερη της καταρτίσεως της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και γ) εξαιτίας της προμνημονευθείσας μεταβολής, η παροχή του οφειλέτη να καθίσταται, ενόψει και της αντιπαροχής, υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, συνιστούν όσα δεν επέρχονται σύμφωνα με την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, όπως φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά (βλ. ΑΠ 998/2014, ΑΠ 1171/2004, ΕφΠειρ 169/2015, ΕφΠειρ 448/2015, ΕφΑθ 7313/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η μεταβολή των συνθηκών πρέπει να άπτεται των περιστατικών, στα οποία κυρίως, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της συμβάσεως. Θα πρόκειται για πραγματικά ή νομικά γεγονότα που αποτέλεσαν κοινό θεμέλιο της συμβάσεως. Επομένως, πρέπει αμφότερα τα μέρη, δηλαδή όχι μόνον το ένα εξ αυτών, να έθεσαν το προειρημένο θεμέλιο σιωπηρά (και όχι με τη μορφή της αιρέσεως) ως όρο ισχύος της μεταξύ τους συμβάσεως, υπό την έννοια ότι δε θα προέβαιναν στην κατάρτιση αυτής, αν γνώριζαν τη μεταβολή που επρόκειτο να επέλθει. Όσα περιστατικά αποτέλεσαν θεμέλιο για το ένα μέρος συνιστούν απλά γεγονότα που ώθησαν το μέρος αυτό στη σύναψη της συμβάσεως, ήτοι παραγωγικά αίτια της βουλήσεώς του, και άρα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ως προς την εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ. Τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως θεωρούνται άλλωστε κατά κανόνα επουσιώδη (ΑΚ 143) και δε συνδέονται κατʼ αρχήν με έννομες συνέπειες, εκτός αν μέσω ειδικής διατάξεως νόμου ορίζεται διαφορετικά. Αντιθέτως, καθαρά προσωπικές επιδιώξεις, με την προοπτική των οποίων τα μέρη κατήρτισαν τη σύμβαση, δε δύνανται να εκληφθούν ως περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η σύμβαση (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, 1999, σ. 341). Τα περιστατικά που λαμβάνουν υπόψη τα μέρη για τη σύναψη της συμβάσεως καθʼ εαυτά δεν είναι συνεπώς κρίσιμα (ΑΚ 143). Από τα περιστατικά αυτά, η ρύθμιση του άρθρου 388 ΑΚ αποχωρίζει ορισμένα, που μπορεί να αποκτήσουν σημασία και συνίστανται σʼ εκείνα, στα οποία κυρίως στηρίχθηκαν οι συμβαλλόμενοι, με συνέπεια να αποτελούν κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο γιʼ αυτούς. Το εν θέματι κριτήριο αντικειμενικοποιείται ως προς το ότι η στήριξη στο περιστατικό πρέπει να τυγχάνει κοινή για αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη. Επιθυμίες ή παραστάσεις του ενός εκ των συμβαλλομένων που δεν έγιναν ή δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές από τον αντισυμβαλλόμενό του, οσοδήποτε ουσιώδεις κι αν είναι για τον πρώτο, δεν αποτελούν κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο (βλ. Μ. Σταθόπουλο, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ά. 388 αρ. 10). Η διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ έχει επομένως ως προϋπόθεση ότι τα μέρη, κατά το χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά, στα οποία, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, θεμελίωσαν το περιεχόμενο της συμβάσεως, διότι απέβλεψαν σʼ αυτά και αποτέλεσαν το βάθρο της. Εν συνέχεια, απαιτείται όμως τα περιστατικά αυτά σε μεταγενέστερο χρόνο να μεταβλήθηκαν, ενώ τα γεγονότα, που προκάλεσαν τη μεταβολή, να έχουν χαρακτήρα έκτακτο, μη δυνάμενα να προβλεφθούν (βλ. ΑΠ 1171/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση που ελλείπει, από τις ανωτέρω προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ, εκείνη της απρόοπτης και ανυπαίτιας μεταβολής των συνθηκών, μπορεί να εφαρμοσθεί η ρύθμιση του άρθρου 288 ΑΚ, εφόσον συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής της. Η τελευταία διάταξη, σύμφωνα με την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», διέπει οποιαδήποτε ενοχή, ανεξάρτητα από το εάν αυτή είτε απορρέει εκ συμβάσεως ετεροβαρούς ή αμφοτεροβαρούς ή από έτερη δικαιοπραξία είτε πηγάζει ευθέως εκ του νόμου, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ, και παρέχει στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν, ένεκα της συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής αντίκειται προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να επεκτείνει την επίμαχη παροχή ή να την περιορίσει, επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστεως. Το δικαίωμα αναπροσαρμογής, το οποίο ερείδεται στις περί ων ο λόγος διατάξεις των άρθρων 288 και 388 ΑΚ, είναι διαπλαστικό και κατά συνέπεια τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση τυγχάνουν διαπλαστικές. Το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται επομένως από την επίδοση της διαπλαστικής αγωγής και για το μέλλον (ex nunc), δηλαδή χωρίς αναδρομικότητα (βλ. ΟλΑΠ 3/2014, ΟλΑΠ 9/1997, ΑΠ 1679/2017, ΑΠ 203/2017, ΑΠ 320/2016, ΑΠ 1242/2015, ΑΠ 2022/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Ρήγα, Απαλλακτικές Ρήτρες, 2012, σ. 188).

 

 

6. Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 140 ΑΚ, «αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας». Πλάνη υπάρχει λοιπόν, όταν ο δικαιοπρακτών εννοούσε τη δήλωσή αυτού με νόημα διαφορετικό από εκείνο που έχει εκ του νόμου ή αγνοούσε τις έννομες συνέπειες της δηλώσεώς του. Έτσι, αν κάποιος υπογράφει έγγραφο, θεωρώντας εσφαλμένως ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο διαφορετικό, ευρίσκεται σε πλάνη, η οποία είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για όλη τη δικαιοπραξία, ώστε το πρόσωπο που πλανήθηκε δε θα επιχειρούσε αυτήν, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση. Η άγνοια πρέπει εντούτοις να τυγχάνει ανεπίγνωστη και όχι συνειδητή, διότι αυτός που γνωρίζει ότι ευρίσκεται σε άγνοια ή διατηρεί αμφιβολίες ως προς την αλήθεια ορισμένης καταστάσεως και παρʼ όλα αυτά ενεργεί, δεν ευρίσκεται σε πλάνη, όπως ακριβώς συμβαίνει επί παραδείγματι όταν κάποιος υπογράφει έγγραφο, τελώντας εν γνώσει ότι αγνοεί το περιεχόμενό του, δεν έχει κατανοήσει αυτό ή δε γνωρίζει τις έννομες συνέπειές του (βλ. ΕφΘεσ 1397/1999, ΔΕΕ 1999, 1154). Δυνάμει επιπροσθέτως της διατάξεως του άρθρου 143 ΑΚ, η πλάνη που ανάγεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως δεν είναι ουσιώδης και δεν επιφέρει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Αν όμως τα παραγωγικά αίτια τέθηκαν ως αίρεση ή συζητήθηκαν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν βάση ή προϋπόθεση αυτής κατά τη βούληση αμφότερων των μερών, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η πλάνη ως προς τα προδιαληφθέντα αίτια αποβαίνει ουσιώδης και μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν τα περιστατικά, επί των οποίων κυρίως στήριξαν τα μέρη τη σύναψη της συμβάσεως, ως δικαιοπρακτικό της θεμέλιο, δε συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων ανατράπηκαν (βλ. ΟλΑΠ 35/1998, ΟλΑΠ 5/1990, ΑΠ 1441/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

7. Απάτη υπό την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ συνιστά οποιαδήποτε εκ δόλου συμπεριφορά τείνει στην παραγωγή, την ενίσχυση ή τη διατήρηση πεπλανημένης αντιλήψεως ή εντυπώσεως, προκειμένου έτερο πρόσωπο να αχθεί σε δήλωση βουλήσεως, ενώ η απατηλή συμπεριφορά έγκειται στην παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, την απόκρυψη, την αποσιώπηση ή την ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σʼ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του. Τέτοια υποχρέωση από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη προς παροχή διασαφητικών πληροφοριών ή εξηγήσεων έχουν μάλιστα οι διαπραγματευόμενοι την κατάρτιση συμβάσεως κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπως αυτό προκύπτει εκ των ρυθμίσεων των άρθρων 197 και 198 ΑΚ, ήτοι η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημιώσεως μπορεί να εμφανίζεται τόσο ως προσυμβατικό πταίσμα όσο και ως ιδιαίτερη αδικοπραξία, ανεξάρτητη από προσυμβατικό πταίσμα (ά. 149 εδ.α ΑΚ). Σε κάθε περίπτωση, δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είτε τυγχάνει ή όχι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης είτε αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, αλλά αρκεί να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (βλ. ΑΠ 449/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2266/2013, ΧρΙΔ 2014, 425, ΑΠ 1734/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 481/2012, ΕΠολΔ 2012, 641, ΑΠ 895/2011, ΑΠ 715/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠατρ 244/2015, ΤΝΠ ΔΣΑ).

 

 

8. Διά της υπʼ αριθμόν 2501/2002 Π.Δ.Τ.Ε. (Φ.Ε.Κ. Α΄, 277/2002), η οποία εκδόθηκε κατʼ εξουσιοδότηση του άρθρου 18§5 Ν. 2076/1992, όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργησή του μέσω του άρθρου 92§1 Ν. 3601/1-8-2007, και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, θεσπίζεται, μεταξύ άλλων, ως προς τα χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος δάνεια υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων περί της ενημερώσεως των αντισυμβαλλομένων αυτών σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (§Β αρ. 2 περ. x). Το περιεχόμενο της εν θέματι υποχρεώσεως ενημερώσεως δεν εξειδικεύεται περαιτέρω στην προμνημονευθείσα πράξη. Η προειρημένη απαίτηση δεν αφορά όμως, απλώς και μόνον, την υπόμνηση για την πιθανότητα μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αλλά πρέπει να οδηγεί το δανειολήπτη να μπορεί να εκτιμήσει, επί τη βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που τέτοια πιθανότητα επιφέρει σʼ αυτόν. Η προδιαληφθείσα διάταξη, η οποία εισάγει την εν λόγω υποχρέωση προσυμβατικής ενημερώσεως, πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως της γενικής ρήτρας του άρθρου 288 ΑΚ, δυνάμει της οποίας οι τράπεζες έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των προσώπων που χρηματοδοτούν, αφού, εκ της φύσεώς της, η πιστωτική σχέση, ως έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστεως και προστασίας, από την πλευρά των τραπεζών, των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γιʼ αυτούς συνέπειες (βλ. ΑΠ 1352/2011, ΕφΑθ 1403/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Διά της ρυθμίσεως εξάλλου του άρθρου 4 Ν. 3606/2007, με τον οποίο είχε ενσωματωθεί, με έναρξη ισχύος την 1-11-2007 (ά. 90 Ν. 3606/2007), στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID I), που καταργήθηκε εν συνεχεία μέσω της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ (MiFID II), η οποία έχει τεθεί σε εφαρμογή από την 3-1-2018 και μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο διά του Ν. 4514/2018, που κατήργησε τα άρθρα 1-70 Ν. 3606/2007, καθορίζονταν περιοριστικώς οι επενδυτικές υπηρεσίες και δη στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 4 Ν. 3606/2007 μνημονεύονταν οι επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, ενώ στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου οι παρεπόμενες υπηρεσίες. Βασικό τυπολογικό χαρακτηριστικό των συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών συνιστά ότι ο αντισυμβαλλόμενος του παρέχοντος την υπηρεσία διαθέτει ένα κεφάλαιο, το οποίο μεταβιβάζει κατά κυριότητα στον παρέχοντα, προκειμένου να λάβει χώρα η επένδυση με απώτερο σκοπό τη βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη απόληψη κέρδους. Το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει λοιπόν το χρηματοπιστωτικό μέσο προς κάποιον πελάτη αυτού και εκείνος επενδύει το κεφάλαιό του στο εν λόγω προϊόν, υπό την έννοια ότι μεταβιβάζει στο αντισυμβαλλόμενο αυτού κατά κυριότητα το κεφάλαιό του με τη μορφή χρήματος και αναμένει την απόδοση του κέρδους αλλά και του κεφαλαίου. Δε νοείται απόληψη κέρδους, αν ο επενδυτής δεν αναλαμβάνει, διά της συμβάσεως, και τον οικείο κίνδυνο, ο οποίος δεν έγκειται μόνο στη διάψευση της προσδοκίας απολήψεως κέρδους, αλλά ενίοτε και στην απώλεια του ίδιου του επενδυθέντος κεφαλαίου. Εκ των προειρημένων προκύπτει ότι οι συμβάσεις δανείων σε ελβετικά φράγκα, μέσω των οποίων το εκάστοτε πιστωτικό ίδρυμα χρηματοδοτεί τη στεγαστική ή την επιχειρηματική δραστηριότητα των αντισυμβαλλομένων του, δεν φέρουν το χαρακτήρα επενδυτικού προϊόντος, δοθέντος ότι οι τελευταίοι ουδέν κεφάλαιο διαθέτουν προς επένδυση ούτε αναμένουν την απόδοση κέρδους, ενώ ελλείπει επιπλέον η αναγκαία, επί τη βάσει των προεκτεθέντων, ανάληψη του σχετικού κινδύνου (βλ. Χ. Χασάπη, Δάνεια σε ελβετικό φράγκο, 2016, σ. 23). Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Δ.Ε.Ε.) μέσω της εκδοθείσας στην υπόθεση «Banif Plus Bank Zrt. κατά Márton Lantos και Mártonné Lantos» αποφάσεως αυτού (C-312/2014, ΔΕΕ 2016, 86), σύμφωνα με την οποία το άρθρο 4§1 σημ.2 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ έχει την έννοια ότι, υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το εθνικό δικαστήριο, δεν αποτελούν επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα, κατά την προδιαληφθείσα διάταξη, ορισμένες πράξεις συναλλάγματος, τις οποίες πραγματοποιεί ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δυνάμει ρητρών συμβάσεως δανείου σε ξένο νόμισμα, οι οποίες συνίστανται στον καθορισμό του ποσού του δανείου βάσει της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος, που ισχύει κατά το χρόνο της αποδεσμεύσεως των κεφαλαίων, και στον καθορισμό των ποσών των μηνιαίων δόσεων βάσει της τιμής πωλήσεως του περί ου ο λόγος ξένου νομίσματος, που ισχύει κατά τον υπολογισμό εκάστης μηνιαίας δόσεως.

 

 

9. Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 2§6 Ν. 2251/1994 ως προς την προστασία των καταναλωτών, που αποτελεί εξειδίκευση του άρθρου 281 ΑΚ στο πεδίο της προστασίας των καταναλωτών, οι γενικοί όροι των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), ήτοι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (ά. 2§1 του ίδιου νόμου) και επιβάλλονται από τον προμηθευτή στον καταναλωτή (ά. 1§4 Ν. 2251/1994, όπως είχε πριν από την ισχύ του Ν. 4512/2018, βλ. τα ά. 111 και 126 αυτού), απαγορεύονται και είναι αναδρομικώς (ex tunc, ΑΚ 180) απολύτως άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών εις βάρος του καταναλωτή. Ως καταναλωτές νοούνται και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο η τελευταία ως προμηθεύτρια, δίχως ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους ή γενικότερα όρους που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως (ά. 2§10 Ν. 2251/1994, όπως είχε πριν από το Ν. 4512/2018), χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια και ο εγγυητής του, ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας αυτού (ά. 1§4 στοιχ.α Ν. 2251/1994, όπως είχε πριν από την ισχύ του Ν. 4512/2018, βλ. Κ. Ρήγα, Απαλλακτικές Ρήτρες, 2012, σ. 193 επ.). Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός αυτής, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά το χρόνο της συνάψεώς της καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή έτερης συμβάσεως, από την οποία αυτή εξαρτάται, ενώ η εντεύθεν απόλυτη ακυρότητα του ελεγχόμενου όρου λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εφόσον εντούτοις προκύπτει τότε από τα υποβληθέντα σʼ αυτό πραγματικά περιστατικά (βλ. ΑΠ 904/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ρήγα, ό.π., σ. 235 επ. και 291 επ.). Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή δύναται να άγει στον χαρακτηρισμό ενός συμβατικού όρου ως άκυρου ένεκα καταχρηστικότητάς του, πρέπει να τυγχάνουν ουσιώδη, ενώ η προμνημονευθείσα διατάραξη απαιτείται να είναι σημαντική, σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστεως (βλ. ΟλΑΠ 15/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1987/2006, ΕλλΔνη 50, 755, ΑΠ 430/2005, ΕλλΔνη 46, 802, ΕφΠειρ 511/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο περιέχων την προπαρατεθείσα ρύθμιση Νόμος 2251/1994 συνιστά άλλωστε ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές». Στο άρθρο 3§1 της προειρημένης Οδηγίας ορίζεται ειδικότερα ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Πέραν της ως άνω γενικής ρήτρας για την καταχρηστικότητα των προδιαληφθέντων όρων, οι οποίοι συνεπάγονται τη σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου απαριθμούνται ενδεικτικώς περιπτώσεις συμβατικών όρων, που εκλαμβάνονται άνευ ετέρου (per se) ως καταχρηστικοί και περαιτέρω αναδρομικώς απολύτως άκυροι (ΑΚ 180), χωρίς να απαιτείται γιʼ αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παραγράφου 6, αφού αυτοί θεωρούνται, κατʼ αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (βλ. ΟλΑΠ 15/2007, ό.π., ΑΠ 1226/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στους ανωτέρω per se καταχρηστικούς όρους των καταναλωτικών συναλλαγών περιλαμβάνονται, inter alia, αυτοί που: «… ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση … ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή ... λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση». Η σωρευτική εφαρμογή, από το δικαστήριο, των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, διότι η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου «της σημαντικής διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» χρησιμεύει στην εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που περιέχονται στις επιμέρους περιπτώσεις του προμνημονευθέντος ενδεικτικού καταλόγου. Οι περιγραφόμενες στο νόμο ειδικές, κατʼ αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας συνιστούν αντιστρόφως ενδείκτες, οι οποίοι καθοδηγούν την ερμηνεία της γενικής ρήτρας και πιο συγκεκριμένα της έννοιας της σημαντικής διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, περιλαμβάνονται εκείνες της διαφάνειας και της απαγορεύσεως της άνευ λόγου αναθέσεως του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Σύμφωνα ειδικότερα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία διατυπώνεται ρητώς στο άρθρο 5 της προειρημένης Οδηγίας, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει, εκ των προτέρων, κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της συμβάσεως, όπως τη διάρκεια αυτής και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η εν θέματι σχέση παροχής και αντιπαροχής δε λαμβάνεται κατʼ αρχήν υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ. Δυνάμει ωστόσο της διατάξεως του άρθρου 4§2 της προδιαληφθείσας Οδηγίας, ελέγχεται εάν ο σχετικός συμβατικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, δηλαδή εάν έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (βλ. ΟλΑΠ 15/2007, ό.π., ΑΠ 652/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1219/2001, ΔΕΕ 2001, 1128, Ρήγα, ό.π., σ. 241). Η ως άνω απαίτηση περί της διαφάνειας των Γ.Ο.Σ. δεν αφορά εξάλλου απλώς και μόνον τον κατανοητό χαρακτήρα αυτών, από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, επί τη βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γιʼ αυτόν (βλ. Δ.Ε.Ε., 30-4-2014, Árpád Kásler και Hajnalka Káslerné Rábai κατά OTP Jelzálogbank Zrt., C-26/13, EUR-Lex, σκέψεις 71-75). Η προμνημονευθείσα σαφήνεια άπτεται και των νομικών αποτελεσμάτων μιας ρήτρας, ήτοι των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του καταναλωτή. Ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται ως εκ τούτου να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, για να ενισχύσει τη θέση του έναντι του καταναλωτή. Όσον αφορά ειδικά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, υπό την έννοια ότι μπορούν να γίνουν αμέσως κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δε διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια αναφέρεται επομένως στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της υπάρξεως των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, οι οποίες αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του είτε να αποδεχθεί αξιώσεις που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες δύνανται να άγουν, εξαιτίας ακριβώς της αδιαφάνειάς τους, στη σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 2§6 Ν. 2251/1994. Οι Γ.Ο.Σ. πρέπει συνεπώς, υπακούοντας στην προεκτεθείσα αρχή, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (βλ. ΑΠ 652/2010, ό.π., ΑΠ 430/2005, ό.π.). Ο καταναλωτής πρέπει λοιπόν να κατανοεί πλήρως τη συναλλακτική του θέση κατά την κατάρτιση της συμβάσεως (βλ. ΕφΠειρ 511/2014, ό.π.).

 

 

10. Ένεκα του συναλλαγματικού κινδύνου που ενέχουν τα δάνεια σε ξένο νόμισμα και των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν στα κράτη μέλη από τα δάνεια αυτά, αντέδρασαν, πέραν της δικαιοδοτικής επεμβάσεως του Δ.Ε.Ε., τα νομοθετικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, επιβάλλοντας στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν ειδικούς κανόνες ως προς τα εν λόγω δάνεια. Τούτο προβλέπεται στο άρθρο 23 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4-2-2014 «σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010». Η προειρημένη Οδηγία, η οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο διά του Ν. 4438/2016, δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις πιστώσεως ισχύουσες πριν από την 21-3-2016 (ά. 43§1 της Οδηγίας), αλλά οι διατάξεις της και ιδίως αυτές του άρθρου 23 έχουν έντονα καθοδηγητικό χαρακτήρα. Η ανωτέρω Οδηγία 2014/17/ΕΕ θέτει ως τελολογικό στόχο την προστασία καταναλωτών-δανειοληπτών στο πεδίο της στεγαστικής πίστης από τον κίνδυνο της δυσμενούς γιʼ αυτούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Βασικό εργαλείο προς το σκοπό της προστασίας του δανειολήπτη από τον προδιαληφθέντα κίνδυνο είναι, κατά τη ρύθμιση του άρθρου 23§1 περ. α,β της Οδηγίας, τα κράτη μέλη να «μεριμνούν ώστε όταν μια σύμβαση πίστωσης αφορά δάνειο σε ξένο νόμισμα, τη στιγμή που συνάπτεται η σύμβαση να υπάρχει το κατάλληλο κανονιστικό πλαίσιο ώστε να διασφαλίζεται τουλάχιστον ότι: α) ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να μετατρέψει τη σύμβαση πίστωσης σε εναλλακτικό νόμισμα υπό ορισμένες προϋποθέσεις ή β) υπάρχουν άλλες ρυθμίσεις, που περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίον είναι εκτεθειμένος ο καταναλωτής βάσει της σύμβασης πίστωσης». Η εν θέματι Οδηγία δεν προστατεύει όμως μονόπλευρα και χωρίς όρια τα συμφέροντα του δανειολήπτη, αλλά, εκτός της διασφαλίσεως ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, επιδιώκει εξίσου την επίτευξη των σκοπών της δημιουργίας εσωτερικής αγοράς για τα ενυπόθηκα δάνεια και της διαφυλάξεως της σταθερότητας τη πιστωτικής πίστης. Έτσι, μέσω της παραγράφου 3 του άρθρου 23 της ίδιας Οδηγίας ορίζεται ότι «όταν ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να μετατρέψει τη σύμβαση πίστωσης σε εναλλακτικό νόμισμα σύμφωνα με το στοιχείο α) της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η συναλλαγματική ισοτιμία βάσει της οποίας γίνεται η μετατροπή είναι η συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει κατά την ημέρα της μετατροπής εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στη σύμβαση πίστωσης». Είναι χαρακτηριστικό ότι διά της προπαρατεθείσας διατάξεως προβλέπεται ως ισοτιμία μετατροπής η ισχύουσα κατά το χρόνο που η τελευταία θα συντελεσθεί, εφόσον δεν υφίσταται διαφορετική συμφωνία των μερών (βλ. ΠΠρΗρ 91/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

11. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1 της προδιαληφθείσας Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, «οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως». Στο Προοίμιο της Οδηγίας και δη στην 13η αιτιολογική σκέψη αυτής μνημονεύεται συναφώς ότι «οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες. Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα. Γιʼ αυτό το λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου”, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, καλύπτει τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως». Η προεκτεθείσα 13η αιτιολογική σκέψη της προειρημένης Οδηγίας παρέχει χρήσιμη ως προς την ερμηνεία της Οδηγίας βοήθεια. Στην προδιαληφθείσα σκέψη αναφέρεται ότι «οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες» και διευκρινίζεται ότι ως νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου πρέπει να θεωρηθούν και οι κανόνες «οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως». Η τελευταία διευκρίνιση, συνδεόμενη με τον όρο της αναγκαίας δεσμεύσεως, δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά υπό την έννοια ότι οι ρυθμίσεις, των οποίων γίνεται μνεία στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 1, δύνανται να είναι και διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Η διευκρίνιση αυτή, η οποία απαντάται στην προειρημένη αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας, αλλά περιλαμβάνεται και στο κείμενο της τελευταίας (ά. 1§2 εδ.β), έχει ιδιαίτερη σημασία, καθόσον οι αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας αποδίδουν τη βούληση και τα κίνητρα των νομοθετικών οργάνων και παρέχουν ως εκ τούτου σε σημαντικό βαθμό διευκρινίσεις τόσο για τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοση της οδηγίας όσο και ως προς τους σκοπούς που επιδιώκονται μʼ αυτή. Συνιστούν, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 295 ΣΛΕΕ, αναπόσπαστο τμήμα του νομοθετικού εγγράφου και για τη σύμφωνη ερμηνεία του κειμένου της οδηγίας είναι, κατά την ίδια διάταξη, απαραίτητη η αναφορά στις αιτιολογικές σκέψεις. Αν επομένως στην αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται πώς πρέπει να ερμηνευθεί συγκεκριμένος όρος που χρησιμοποιείται στην οδηγία, αυτό αποτελεί ένδειξη περί του ότι η ερμηνεία αυτή πρέπει να θεωρηθεί δεσμευτική και για το ίδιο το κείμενο της οδηγίας (Προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Trestnjak, στην υπόθεση C-92/11). Από το ιστορικό της θεσπίσεως της προεκτεθείσας ρυθμίσεως του άρθρου 1§2 εδ.β της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ προκύπτει άλλωστε ότι κατά τη θέσπιση αυτής έγινε η εξής βασική θεώρηση: «κατά την έννοια της οδηγίας, θα πρέπει ο όρος “αναγκαστικός” να μη στηρίζεται στην παραδοσιακή διάκριση στο αστικό δίκαιο μεταξύ διατάξεων “αναγκαστικού” και “ενδοτικού” δικαίου, αλλά μάλλον να υποδηλώνει ότι στην έννοια των “νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου” εμπίπτουν οι κανόνες οι οποίοι ισχύουν, σύμφωνα με τον νόμο, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, εφόσον δεν έχει συνομολογηθεί κάτι διαφορετικό» (COM 2000, 248 τελικό, υποσημ. 23, κεφάλαιο III, σημείο 1, στοιχείο β΄, με ρητή αναφορά στη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη). Θεωρήθηκε επιπροσθέτως ότι αφενός η περί ης ο λόγος διάταξη, που εισάγει παρέκκλιση, θα πρέπει να ισχύει ως προς τις τυποποιημένες συμβάσεις, το περιεχόμενο των οποίων ρύθμισε ο εσωτερικός νομοθέτης με εθνικούς κανόνες, αφού προέβη σε ενδελεχή στάθμιση των εννόμων συμφερόντων όλων των συμβαλλόμενων μερών, και αφετέρου οι ρήτρες, οι οποίες είχαν τύχει της εγκρίσεως του εσωτερικού νομοθέτη ενός κράτους μέλους, είναι ως εκ τούτου αρκούντως ισορροπημένες και δε στηρίζονται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής του προμηθευτή. Στο προπεριγραφέν πλαίσιο, θεωρήθηκε σαφές ότι δε θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ του αναγκαστικού δικαίου και του δικαίου, από το οποίο είναι δυνατή η απόκλιση, «νομοθετική ή κανονιστική διάταξη αναγκαστικού δικαίου», υπό την έννοια του άρθρου 1§2 της Οδηγίας 93/13, μπορεί να συνιστά και ρύθμιση ενδοτικής φύσεως και οι όροι των συναλλαγών πρέπει να υπόκεινται σε έλεγχο, μόνο στο μέτρο που αποκλίνουν από το ισχύον δίκαιο (βλ. τη σκέψη 37 των προτάσεων της ως άνω Γενικής Εισαγγελέως, την οποία υιοθέτησε το Δ.Ε.Ε. στην εκδοθείσα την 21-3-2013 επί της υποθέσεως «RWE Vertrieb AG κατά Verbraucherzentrale Nordrhein-Westfalen eV», C-92/11, EUR-Lex, απόφασή του). Αιτιολογία του αποκλεισμού της εφαρμογής της Οδηγίας σε συμβατικές ρήτρες που απηχούν εθνικές διατάξεις αποτελεί, κατά τον ενωσιακό νομοθέτη, το γεγονός ότι «οι εθνικές διατάξεις θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες» (βλ. την 3η αιτιολογική σκέψη), καθόσον ο εσωτερικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπηση του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε ορισμένες συμβάσεις και η ισορροπία που πέτυχε ο εθνικός νομοθέτης με τις επιμέρους συναφείς ρυθμίσεις τεκμαίρεται ως εύλογη (βλ. τη σκέψη 28 της προμνημονευθείσας αποφάσεως του Δ.Ε.Ε.), δηλαδή στις συμβάσεις, των οποίων το περιεχόμενο ρύθμισε ο εσωτερικός νομοθέτης με εθνικούς κανόνες, ο τελευταίος προέβη σε ενδελεχή στάθμιση των εννόμων συμφερόντων όλων των συμβαλλομένων και συνεπώς οι ρήτρες, οι οποίες έχουν τύχει της εγκρίσεως του εσωτερικού νομοθέτη ενός κράτους μέλους, είναι αρκούντως ισορροπημένες και δε στηρίζονται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής του προμηθευτή. Σύμφωνα με τις προειρημένες προβλέψεις του άρθρου 1§2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και της 13ης σκέψης της εν θέματι Οδηγίας, αποκλείεται η εφαρμογή της Οδηγίας αυτής σε ρήτρες της συμβάσεως που απηχούν εθνικές διατάξεις, αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου, ήτοι στις λεγόμενες δηλωτικές ρήτρες. Εξάλλου, ο έλεγχος της καταχρηστικότητας κατά την Οδηγία θέτει περιορισμούς στη μονομερή εκμετάλλευση της συμβατικής ελευθερίας, αποσκοπώντας να υπαγάγει σε έλεγχο μόνο συμβατικές συμφωνίες και όχι κανόνες δίκαιου. Δοθέντος έτσι ότι πρέπει να αποφευχθεί ένας άμεσος έλεγχος καταχρηστικότητας των κανόνων δικαίου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και να διαφυλαχθεί η νομοθετική τους λειτουργία, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1 της Οδηγίας καταλαμβάνει όλους τους συμβατικούς όρους, οι οποίοι συμφωνούν κατά περιεχόμενο με τους κανόνες δικαίου των κρατών μελών. Ως προς τις ρυθμίσεις του εθνικού δικαίου, η Οδηγία εκκινεί από τη θέση ότι αυτές συνιστούν ήδη ανάλογες και δίκαιες λύσεις στις συγκρούσεις των συμφερόντων των κοινωνών του δικαίου και δεν περιέχουν καταχρηστικές, κατά την έννοια της Οδηγίας, προβλέψεις. Με τον τρόπο αυτόν, ο ενωσιακός νομοθέτης θέλει να αποτρέψει έναν έμμεσο έλεγχο των εθνικών ρυθμίσεων από τα δικαστήρια ή τις διοικητικές αρχές και η προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 1§2 ανάγεται σε έκφραση της δεσμεύσεως του δικαστή από το νόμο, ο οποίος δεν μπορεί να τυγχάνει καταχρηστικός και εξ ορισμού δε δύναται να είναι αδιαφανής. Σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1§2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, την 13η σκέψη αυτής, το νόημα και το σκοπό τους, στους κανόνες εθνικού δικαίου συγκαταλέγεται τόσο το αναγκαστικό όσο και το ενδοτικό δίκαιο, διότι και οι διατάξεις ενδοτικού δικαίου στο πλαίσιο μιας συναφθείσας συμβάσεως τυγχάνουν εξίσου δεσμευτικές, εφόσον δεν υφίσταται αντίθετη πρόβλεψη των μερών. Αναγκαστικές είναι όλες οι ρυθμίσεις που ισχύουν δεσμευτικά, όταν ελλείπει μια αποκλίνουσα συμβατική πρόβλεψη. Ως προς τις διατάξεις ενδοτικού δικαίου, ο έλεγχος δε θα είχε άλλωστε νόημα, αφού, σε περίπτωση μη ισχύος της ρήτρας ένεκα ακυρότητας, θα έπρεπε να ισχύει εκ νέου η πρόβλεψη του νόμου. Η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 1§2 της Οδηγίας περιέχει εντούτοις ρήτρα αποκλεισμού εφαρμογής της εν λόγω Οδηγίας, μόνον αν η προαναφερθείσα νομοθετική ή κανονιστική διάταξη προβλέφθηκε ειδικά από το νομοθέτη για τη σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ του προμηθευτή και του καταναλωτή. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν αρκεί ως προς την εφαρμογή της προμνημονευθείσας ρυθμίσεως του άρθρου 1§2 της Οδηγίας (εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας), όταν μια συμβατική ρήτρα παραπέμπει μεμονωμένα σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη αναγκαστικού δικαίου, η οποία θεσπίσθηκε όμως για έναν εντελώς διαφορετικό τύπο συμβάσεως. Στην προειρημένη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η συνολική θεώρηση, στην οποία προέβη ο νομοθέτης ως προς συγκεκριμένο τύπο συμβάσεως, ισχύει και για έτερες συμβάσεις, οι οποίες δεν καλύπτονται από τη διάταξη αυτήν. Η εφαρμογή της Οδηγίας δεν αποκλείεται εν άλλοις λόγοις ως προς ρήτρες συμβάσεων, οι οποίες επαναλαμβάνουν κανόνα του εσωτερικού δικαίου, που εφαρμόζεται ωστόσο σε άλλη κατηγορία συμβάσεων, στη νομοθεσία των οποίων δεν εμπίπτουν οι συμβάσεις που περιλαμβάνουν/επαναλαμβάνουν τους σχετικούς εθνικούς κανόνες. Όταν δηλαδή η συμβατική ρήτρα κηρύσσεται εφαρμοστέα σε έτερο συμβατικό τύπο από τον προβλεπόμενο στο νόμο, τότε δεν υφίσταται ταυτότητα νομικού καθεστώτος και δε δύναται να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης είχε την πρόθεση να θεωρήσει πως ένας τομέας που δεν καταλαμβάνεται από το πεδίο εφαρμογής του οικείου νόμου είναι πρόσφορος για την εφαρμογή του περί ου ο λόγος κανόνα. Στην προδιαληφθείσα περίπτωση, η παραπομπή στον εθνικό κανόνα στηρίζεται στην αυτόνομη απόφαση των μερών και όχι σε νομική ή κανονιστική διάταξη δικαίου. Σύμφωνα περαιτέρω με τη ρύθμιση του άρθρου 4§2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, την 19η αιτιολογική σκέψη αυτής και τη διάταξη του άρθρου 2§6εδ.α Ν.2251/1994 ερμηνευόμενη με τη μέθοδο της τελολογικής συστολής του κανονιστικού της περιεχομένου, τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και τιμήματος δεν υποβάλλονται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Η ίδια η ρύθμιση του άρθρου 4§2 της Οδηγίας, συμπληρώνοντας αυτήν του άρθρου 5εδ.α της ίδιας Οδηγίας, επιβάλλει όμως οι σχετικοί όροι που ανάγονται στα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως (essentialia negotii) να μην αποδίδονται κατά τρόπο ασαφή, ακατανόητο ή παραπλανητικό, ώστε να μην παραβιάζεται η προπαρατεθείσα αρχή της διαφάνειας σε σχέση με τις οικονομικές επιβαρύνσεις του καταναλωτή μέσω της χρήσεως αδιαφανών ρητρών, που συγκαλύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, προκαλώντας τον κίνδυνο ο τελευταίος είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων αυτού είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, τις οποίες εμφανίζεται να έχει ο προμηθευτής (βλ. ΑΠ 561/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 652/2010, ΔΕΕ 2010, 943, ΑΠ 430/2005, ΕλλΔνη 2005, σ. 802). Όσον αφορά επομένως τη σχέση παροχής και αντιπαροχής, ενώ δε λαμβάνεται κατʼ αρχήν υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., ελέγχεται ωστόσο, σύμφωνα και με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 4 της Οδηγίας, εάν ο οικείος όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Οι συμβατικοί όροι που άπτονται του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως ελέγχονται ως εκ τούτου για καταχρηστικότητα, ήτοι ως προς το εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό και άρα παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας (βλ. Δ.Ε.Ε., 30-4-2014, Árpád Kásler και Hajnalka Káslerné Rábai κατά OTP Jelzálogbank Zrt., C-26/13, EUR-Lex, σκέψεις 71-75, ΟλΑΠ 15/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο, δοθέντος ότι διά των εν θέματι ρητρών διαμορφώνεται το κύριο χαρακτηριστικό περιεχόμενο της συμβάσεως, σε σχέση με το οποίο είναι και παραμένει επικεντρωμένο το ενδιαφέρον αυτοπροστασίας του καταναλωτή και εκδηλώνεται επιμέλεια εκ μέρους του για τη συγκέντρωση των σχετικών πληροφοριών. Ενόψει των προεκτεθέντων και όπως προκύπτει από τη γραμματική, ιστορική, τελολογική και νομολογιακή προσέγγιση της ως άνω ρυθμίσεως, ο όρος «νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου», που απαντάται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, καλύπτει διατάξεις τόσο αναγκαστικού όσο και ενδοτικού δικαίου και οι συμβατικές ρήτρες που απηχούν (πολλώ δε μάλλον ταυτίζονται) με τέτοιες διατάξεις εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της προμνημονευθείσας Οδηγίας και συνεπώς από τον έλεγχο καταχρηστικότητας. Δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή της Οδηγίας και δεν αποκλείεται η δυνατότητα ελέγχου συμβατικών όρων ως καταχρηστικών, στην περίπτωση που συνομολογήθηκε σε μια σύμβαση, βάσει συμβατικής ρήτρας, η εφαρμογή ενός κανόνα, ο οποίος δεν τυγχάνει εκ του νόμου εφαρμογής στον τύπο της συμβάσεως που τα μέρη συνήψαν, αλλά άπτεται έτερου τύπου συμβάσεως. Αποκλείεται συνεπώς ο έλεγχος για καταχρηστικότητα των λεγόμενων δηλωτικών όρων της συμβάσεως, όταν ως προς το εκάστοτε κρινόμενο ζήτημα η συγκεκριμένη σύμβαση ανταποκρίνεται πλήρως στο ρυθμισμένο από το νόμο πρότυπο, δηλαδή αυτό που ορίζεται στη ρήτρα θα ίσχυε ήδη κατά νόμο ακόμη και ελλείψει της σχετικής συμβατικής προβλέψεώς της. Εκ των προπαρατεθέντων συνάγεται ότι πριν από το δικαστικό έλεγχο ενός Γ.Ο.Σ. είναι απαραίτητο να διακριβωθεί εάν ο όρος αυτός εμπίπτει στα «essentialia negotii» (ουσιώδη στοιχεία-κύριο αντικείμενο της συμβάσεως), στα «accidentalia negotii» (δευτερεύοντα-τυχαία στοιχεία της συμβάσεως) ή στα «naturalia negotii» της συμβάσεως. «Essentialia negotii» αποτελούν τα στοιχεία εκείνα που απαιτούνται από το νόμο και αρκούν για την κατάταξη της δικαιοπραξίας σε ορισμένο τύπο κατά διαφοροποίηση από άλλους τύπους, όπως είναι επί παραδείγματι οι όροι που καθορίζουν την παροχή και την αντιπαροχή. «Accidentalia negotii» συνιστούν τα στοιχεία εκείνα που δεν αποτελούν συνηθισμένο περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, αλλά προστίθενται σʼ αυτήν από τους δικαιοπρακτούντες και είτε ρυθμίζουν ορισμένα θέματα διαφορετικά απʼ ότι οι ενδοτικοί κανόνες δικαίου είτε έγκεινται σε αίρεση, προθεσμία ή ποινική ρήτρα, ενώ «naturalia negotii» είναι τα στοιχεία που ορίζονται από το νόμο, ο οποίος συμπληρώνει τη δικαιοπρακτική ρύθμιση συνήθως με διατάξεις ενδοτικού δίκαιου (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2002, σ. 331-332). Ο όρος της συμβάσεως που εμπίπτει στα «naturalia negotii» συνιστά «δηλωτικό όρο», ο οποίος απλώς επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διατάξεων του ενδοτικού δικαίου. Η ένταξη του κρινόμενου κάθε φορά όρου σε μια από τις τρεις ανωτέρω κατηγορίες αυτονόητα προηγείται του δικαστικού ελέγχου, διότι η ένταξη αυτή έχει αντανακλαστικές επιπτώσεις όχι μόνον ως προς το εύρος του δικαστικού ελέγχου αλλά και στο επιτρεπτό του. Έτσι, αν πρόκειται για όρο που υπάγεται στα «naturalia negotii» (δηλωτικός όρος), τίθεται εκτός του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Αν εμπίπτει στα «essentialia negotii» και αφορά τη βασική σχέση παροχής-αντιπαροχής, δεν υπόκειται σε πλήρη έλεγχο καταχρηστικότητας, επί τη βάσει των γενικών κριτηρίων του άρθρου 2§6 Ν. 2251/1994 ή των ειδικών του άρθρου 2§7 του ίδιου νόμου, αλλά μόνο σε περιορισμένο έλεγχο καταχρηστικότητας και πιο συγκεκριμένα ως προς τη διαφάνειά του (ά. 4§2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, βλ. ΟλΑΠ 15/2007, ό.π.), ενώ, αν υπάγεται στα «accidentalia negotii», υπόκειται σε πλήρη έλεγχο καταχρηστικότητας, δίχως περιορισμούς. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται εξάλλου, όταν με το περιεχόμενο του συμβατικού όρου αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 2§6 Ν. 2251/1994 είναι ο γενικός όρος των συναλλαγών και γενικότερα ο ορός που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, άγοντας έτσι σε διάψευση της συναλλακτικά δικαιολογημένης προσδοκίας του καταναλωτή ως προς τη φύση της παρεχόμενης σʼ αυτόν υπηρεσίας, το σκοπό και όλο το περιεχόμενο της συμβάσεως. Όταν πρόκειται για τέτοιον όρο, με τον οποίο εντάσσονται στη σύμβαση πρόσθετα στοιχεία, που δεν περιέχονται στους κανόνες ενδοτικού δικαίου, ελέγχεται εάν η εν λόγω πρόσθετη αυτοτελής ρύθμιση φαλκιδεύει θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία προκύπτουν από τη φύση της συμβάσεως ή συνεπάγεται τέτοιες υποχρεώσεις, ώστε να οδηγεί σε ματαίωση ή διακινδύνευση του σκοπού της συμβάσεως, οπότε ο συγκεκριμένος συμβατικός όρος, μέσω του οποίου επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που προκύπτουν από τη φύση της συμβάσεως, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται η ματαίωση του σκοπού της, ελέγχεται για καταχρηστικότητα. Η ματαίωση του σκοπού της συμβάσεως επέρχεται, όταν ο σχετικός συμβατικός όρος προκαλεί τέτοιες έννομες συνέπειες και τέτοια οικονομικά αποτελέσματα, ώστε να αλλοιώνει το άμεσα σκοπούμενο νομικό και οικονομικό αποτέλεσμα. Είναι επομένως άκυρος ο Γ.Ο.Σ. που σε μια σύμβαση δανείου μεταξύ τράπεζας και καταναλωτή άγει ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή-πελάτη, αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσεως αυτού με την τράπεζα. Κατά τη διαδικασία για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας των Γ.Ο.Σ. επί τη βάσει της γενικής ρήτρας του άρθρου 2§6 Ν. 225l/l994, πρέπει λοιπόν να ερευνάται εάν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και, εν συνέχεια, να εξετάζεται ο βαθμός εντάσεως της προειρημένης αποκλίσεως, ήτοι εάν η τελευταία αφορά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Για να κριθεί εάν ένας Γ.Ο.Σ. διαταράσσει σημαντικά τη συμβατική ισορροπία και αποβαίνει συνεπώς άκυρος ως καταχρηστικός, πρέπει τα συμφέροντα, των οποίων διαταράσσεται η ισορροπία σε βάρος του καταναλωτή, να τυγχάνουν ουσιώδη και η προδιαληφθείσα διατάραξη να είναι σημαντική, σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστεως και ειδικότερα την πηγάζουσα εξ αυτής αρχή της εξισωτικής συμβατικής δικαιοσύνης. Προς τούτο γίνεται αξιολογική στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων και εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ. ΑΠ 652/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1495/2006, ΔΕΕ 2006, 1307, ΑΠ 11/2006, ΔΕΕ 2006, 304, ΑΠ 296/2001, ΔΕΕ 2001, 1112, Κ. Ρήγα, Απαλλακτικές Ρήτρες, 2012, σ. 235 επ.).

 

 

12. Η ακυρότητα ενός Γ.Ο.Σ. ή γενικότερα όρου που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως δεν επιδρά στο κύρος ολόκληρης της συμβάσεως, αλλά τυγχάνει κατʼ αρχήν μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος είναι μόνον ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δε θα είχε επιχειρηθεί δίχως το άκυρο μέρος (ά. 181 ΑΚ), αλλά οι συμβαλλόμενοι απέβλεπαν σʼ αυτήν ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο, όπερ δύναται, στο πλαίσιο καταναλωτικής συμβάσεως, να επικαλεσθεί, δυνάμει της αναγκαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 2§8 Ν. 2251/1994, αποκλειστικά ο καταναλωτής και όχι ο προμηθευτής, οπότε η προαναφερθείσα ολική ακυρότητα αποβαίνει σχετική υπέρ του καταναλωτή (βλ. Κ. Ρήγα, Απαλλακτικές Ρήτρες, 2012, σ. 302 επ.). Ως προς το ζήτημα της πληρώσεως του κενού, το οποίο δημιουργείται από την ακυρότητα ενός Γ.Ο.Σ. ή γενικότερα όρου που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, καλύπτεται εν πρώτοις, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου, ο οποίος παραμερίσθηκε και θεωρείται, όπως προκύπτει από τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, συνάδοντας με το σκοπό του άρθρου 6§1 της ίδιας Οδηγίας (βλ. ΠΠρΑθ 961/2007, ΤΝΠ ΔΣΑ, Ρήγα, ό.π., σ. 308). Σε διαφορετική περίπτωση, πραγματοποιείται από το δικαστήριο συμπληρωτική ερμηνεία της συμβάσεως σύμφωνα με το άρθρο 200 ΑΚ, δηλαδή επί τη βάσει της καλής πίστεως, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (βλ. ΑΠ 772/2014, ΕφΑθ 1471/2013, ΠΠρΡοδ 35/2015, ΠΠρΞανθ 23/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ρήγα, ό.π., σ. 309). Η απόφαση, διά της οποίας λαμβάνει χώρα συμπληρωτική ερμηνεία της επίμαχης συμβάσεως, δεν είναι διαπλαστική, διότι το δικαστήριο δεν προβαίνει σε προσδιορισμό της παροχής κατά τη διάταξη του άρθρου 371εδ.β ΑΚ, παρά μόνο σε συμπλήρωση του κενού, το οποίο δημιούργησε η ακυρότητα του συμβατικού όρου που αναγνωρίσθηκε ως καταχρηστικός, ώστε να ανταποκρίνεται στις αρχές της αντικειμενικής καλής πίστεως και στα χρηστά συναλλακτικά ήθη, χωρίς ωστόσο να τροποποιείται η σύμβαση (βλ. ΠΠρΞανθ 23/2014, ό.π., ΠΠρΑθ 5257/2013, ΠΠρΑθ 3990/2013, ΠΠρΑθ 2942/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ρήγα, ό.π., σ. 309). Ειδικότερα, καλή πίστη συνιστά η συμπεριφορά, που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και γνωστικού ανθρώπου, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσεως, το δικαστήριο σταθμίζει τα συμφέροντα των μερών και ιδίως εκείνου, στην προστασία του οποίου αποβλέπει ο ερμηνευόμενος όρος, ενώ λαμβάνει επιπλέον υπόψη τη φύση και το σκοπό της δικαιοπραξίας, τις συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των μερών, τις τοπικές και γλωσσικές συνήθειες, τις προηγούμενες συναλλαγές των μερών και την προγενέστερη συμπεριφορά τους, τις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί και πώς οι σχετικές δηλώσεις του ενός μέρους αναμένονταν να εκληφθούν από το άλλο. Προκειμένου να συνάγει το ερμηνευτικό του πόρισμα, το δικαστήριο δεν είναι άλλωστε υποχρεωμένο να αρκεσθεί στο περιεχόμενο της συμβάσεως, αλλά μπορεί να αντλήσει στοιχεία και εκτός αυτής, τα οποία θα προταθούν από τους διαδίκους. Δεν αποκλείεται μάλιστα να λάβει υπόψη του και στοιχεία από τη μεταγενέστερη σε σχέση με την κατάρτιση της συμβάσεως συμπεριφορά των μερών ως ενδεικτικά του νοήματος, το οποίο είχαν προσδώσει στη σύμβαση τα μέρη, όπερ υποδηλώνεται και με τις σύμφωνες προς αυτό ενέργειές τους (βλ. ΑΠ 374/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ρήγα, ό.π., σ. 309).

 

 

13. Η νοητική διαδικασία, με την οποία επιδιώκεται η πλήρωση των κενών της δικαιοπραξίας κατά τρόπο, ώστε να υποβοηθείται η ιδιωτική αυτονομία των ενδιαφερόμενων μερών στην πλήρη πραγμάτωση αυτής, αποτελεί τη «συμπληρωτική» ερμηνεία των δικαιοπραξιών. Προϋπόθεσή της συνιστά η ύπαρξη κενού. Το κενό, υπό κανονιστική νοητική προσέγγιση, έγκειται σε ορισμένη ατέλεια της δικαιοπρακτικής ρυθμίσεως, συνιστάμενη στο γεγονός ότι κάποιο σημείο της δικαιοπραξίας, που είναι κρίσιμο για την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου μʼ αυτή σκοπού, παρέμεινε αρρύθμιστο. Τούτο μπορεί να συμβαίνει ιδίως, διότι είτε τα μέρη δεν σκέφθηκαν καν το σημείο αυτό κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας είτε το σχετικό ζήτημα ανέκυψε αργότερα κατά τη διάρκεια ισχύος της δικαιοπραξίας (συνήθως κάποιας διαρκούς συμβάσεως), ως συνέπεια μιας απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών ή αναγνωρίσεως της ακυρότητας επιμέρους όρου με δικαστική απόφαση (βλ. Π. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών, 2000, σ. 344 και 347). Η συμπληρωτική ερμηνεία στηρίζεται στους κανόνες της κοινής (εξηγητικής) ερμηνείας, αλλά κυρίως στη διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ. Αναζητείται έτσι αντικειμενικά η ρύθμιση, την οποία θα έθεταν τα μέρη (και όχι οποιοσδήποτε τρίτος ή ο δικαστής, κατά διάκριση από την καθαρά αντικειμενική ερμηνεία), σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, αν αντιμετώπιζαν το αρρύθμιστο ζήτημα (υποθετική ή εικαζόμενη βούληση των μερών, βλ. Κ. Ρήγα, Απαλλακτικές Ρήτρες, 2012, σ. 309). Μέσω της συμπληρωτικής ερμηνείας δεν επιτρέπεται εντούτοις η διόρθωση της δηλώσεως βουλήσεως των μερών, επειδή η συνομολογηθείσα ρύθμιση δεν ανταποκρίνεται επί παραδείγματι στα συμφέροντά τους (βλ. Μ. Σταθόπουλο, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ά. 200 αρ. 36-37). Όσον αφορά κατʼ επέκταση το ζήτημα της πληρώσεως του κενού, το οποίο δημιουργείται σε συναφθείσα μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή σύμβαση, εξαιτίας ακριβώς της ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας που περιλαμβάνεται στη σύμβαση αυτήν, και με δεδομένη την παραδοχή, ότι η ακυρότητα της ρήτρας δεν επιδρά κατʼ αρχήν στο κύρος ολόκληρης της συμβάσεως, προτάσσεται η εφαρμογή, αντί της καταχρηστικής ρήτρας, της οικείας εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου, η οποία θεωρείται εξάλλου, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1§2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, ότι δεν περιέχει καταχρηστικές ρήτρες. Τούτο, διότι κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, η οποία παρέχει στο εθνικό δικαστήριο την εξουσία, οσάκις αυτό αναγνωρίζει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας περιλαμβανόμενης σε καταναλωτική σύμβαση, να συμπληρώνει την περί ης ο λόγος σύμβαση, αναθεωρώντας το περιεχόμενο της προμνημονευθείσας ρήτρας, αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 6§1 της προειρημένης Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία «οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, αν μπορεί να υπάρξει και χωρίς αυτές». Η εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως ενδοτικού δικαίου, αντί της καταχρηστικής ρήτρας, συνάδει με το σκοπό της διατάξεως του άρθρου 6§1 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, δοθέντος ότι τείνει να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία με μια ουσιαστική ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα (βλ. Δ.Ε.Ε., 30-4-2014, Árpád Kásler και Hajnalka Káslerné Rábai κατά OTP Jelzálogbank Zrt., C-26/13, σκέψεις 76, 78, 80 και 81, και Δ.Ε.Ε., 14-6-2012, Banco Español de Crédito SA κατά Joaquín Calderón Camino, C-618/10, σκέψεις 65, 69, 70 και 73).

 

 

14. Αναφορικά με το ζήτημα εάν η ρύθμιση του άρθρου 4§2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ έχει την έννοια ότι οι φράσεις «κύριο αντικείμενο της σύμβασης» και «το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου» καλύπτουν ρήτρα συμβάσεως δανείου συνομολογηθείσας σε ξένο νόμισμα μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή, η οποία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και προβλέπει ότι το δάνειο πρέπει να εξοφληθεί στο ίδιο νόμισμα, σημειώνεται ότι, ως προς την κατηγορία των συμβατικών όρων, οι οποίοι εμπίπτουν στην έννοια του «κύριου αντικειμένου της συμβάσεως», το Δ.Ε.Ε. έχει κρίνει ότι είναι εκείνοι, διά των οποίων καθορίζονται οι ουσιώδεις παροχές της οικείας συμβάσεως και χαρακτηρίζουν τη σύμβαση [βλ. Δ.Ε.Ε., 23-4-2015, Jean-Claude Van Hove κατά CNP Assurances SA, C-96/14, EUR-Lex, σκέψη 33, Δ.Ε.Ε., 3-6-2010, Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid κατά Asociación de Usuarios de Servicios Bancarios (Ausbanc), C-484/08, EUR-Lex, σκέψη 34]. Η ρήτρα, η οποία έχει τεθεί σε σύμβαση δανείου συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα μεταξύ προμηθευτή και καταναλωτή, δίχως να έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, και προβλέπει ότι το δάνειο πρέπει να εξοφληθεί στο ίδιο νόμισμα, υπάγεται επομένως στην έννοια του «κύριου αντικειμένου της συμβάσεως», διότι η προδιαληφθείσα ρήτρα καθορίζει κύρια παροχή χαρακτηρίζουσα τη συγκεκριμένη σύμβαση. Η εν θέματι ρήτρα δε δύναται συνεπώς να θεωρηθεί καταχρηστική, υπό την προϋπόθεση όμως ότι είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, όντας σύμφωνη με την προπεριγραφείσα αρχή της διαφάνειας των συμβατικών όρων [βλ. Δ.Ε.Ε., 30-4-2014, Árpád Kásler και Hajnalka Káslerné Rábai κατά OTP Jelzálogbank Zrt., C-26/13, σκέψη 68, Δ.Ε.Ε., Caja de Ahorros y Monte de Piedad de Madrid κατά Asociación de Usuarios de Servicios Bancarios (Ausbanc), C-484/08, EUR-Lex, σκέψη 32]. Η απαίτηση μια ρήτρα να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό έχει την έννοια ότι επιτάσσει επιπροσθέτως να εκτίθεται στη σύμβαση κατά τρόπο εναργή η συγκεκριμένη λειτουργία του μηχανισμού, τον οποίο αφορά η ρήτρα, καθώς και, ενδεχομένως, η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και εκείνου που προβλέπουν άλλες ρήτρες, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, επί τη βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες ως προς αυτόν (βλ. Δ.Ε.Ε., 23-4-2015, Jean-Claude Van Hove κατά CNP Assurances SA, C-96/14, EUR-Lex, σκέψη 50, Δ.Ε.Ε., 26-2-2015, Bogdan Matei, Ioana Ofelia Matei κατά SC Volksbank România SA, C-143/13, EUR-Lex, σκέψη 75, Δ.Ε.Ε., 30-4-2014, Árpád Kásler και Hajnalka Káslerné Rábai κατά OTP Jelzálogbank Zrt., C-26/13, σκέψη 75). Ειδικότερα, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται, κατά την εξέταση του συνόλου των περιστάσεων σχετικά με τη σύναψη της συμβάσεως, να ελέγξει εάν στην εκάστοτε υπό κρίση υπόθεση ο καταναλωτής πληροφορήθηκε όλα τα στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκταση της δεσμεύσεως που αναλάμβανε, ώστε να δύναται να υπολογίσει, μεταξύ άλλων, το συνολικό κόστος του δανείου του. Για την προμνημονευθείσα εκτίμηση, κρίσιμα στοιχεία καθίστανται αφενός το ζήτημα εάν οι ρήτρες τυγχάνουν διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε να επιτρέπουν στο μέσο καταναλωτή, ήτοι τον καταναλωτή που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, να υπολογίσει το προειρημένο κόστος και αφετέρου η έλλειψη αναφοράς, στη σύμβαση καταναλωτικής πίστεως, πληροφοριών, οι οποίες θεωρούνται ουσιώδεις ένεκα του είδους των αγαθών ή των υπηρεσιών που συνιστούν το αντικείμενο της συμβάσεως (βλ. Δ.Ε.Ε., 9-7-2015, Bucura, C-348/14, EUR-Lex, σκέψη 66). Κατά τα λοιπά, η πληροφόρηση, πριν από την κατάρτιση συμβάσεως, σχετικά με τους συμβατικούς όρους και τις συνέπειες της περί ης ο λόγος συνάψεως, αποβαίνει κεφαλαιώδους σημασίας για τους καταναλωτές. Επί τη βάσει ακριβώς της προδιαληφθείσας πληροφορήσεως είναι που ο καταναλωτής αποφασίζει εάν επιθυμεί να δεσμευθεί από τους συμβατικούς όρους που έχει προδιατυπώσει ο προμηθευτής (βλ. Δ.Ε.Ε., 21-3-2013, RWE Vertrieb AG κατά Verbraucherzentrale Nordrhein-Westfalen eV, C-92/11, EUR-Lex, σκέψη 44, Δ.Ε.Ε., 21-12-2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C-154/15, C-307/15 και C-308/15, EUR-Lex, σκέψη 50). Όσον αφορά δάνεια συνομολογηθέντα σε ξένο νόμισμα, απαιτείται να υπογραμμισθεί, όπως υπενθύμισε και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου στη σύστασή του CERS/2011/1, της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με το δανεισμό σε ξένο νόμισμα (ΕΕ 2011, C 342, σ. 1), ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις, δηλαδή πληροφόρηση, η οποία απαιτείται να περιλαμβάνει κατʼ ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχαν στις δόσεις του δανείου μια σοβαρή υποτίμηση του νόμιμου χρήματος του κράτους μέλους κατοικίας του δανειολήπτη και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ξένου νομίσματος (Σύσταση Α-Ενημέρωση των δανειοληπτών ως προς τους κινδύνους, σημείο 1). ’ρα, όπως επισήμανε και ο Γενικός Εισαγγελέας Nils Wahl στα σημεία 66 και 67 των προτάσεών του στην υπόθεση «Ruxandra Paula Andriciuc κ.λπ. κατά Banca Românească SA» (C-186/16, EUR-Lex), αφενός ο καταναλωτής πρέπει να ενημερωθεί με σαφήνεια για το ότι, συνάπτοντας σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα, εκτίθεται σε ορισμένο συναλλαγματικό κίνδυνο, στον οποίο ενδέχεται να δυσκολευθεί να αντεπεξέλθει οικονομικά σε περίπτωση υποτιμήσεως του νομίσματος, στο οποίο εισπράττει τα εισοδήματά του, και αφετέρου ο προμηθευτής, ήτοι εν προκειμένω η τράπεζα, πρέπει να εκθέτει τις δυνητικές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τους κινδύνους που ενέχει η σύναψη δανείου σε ξένο νόμισμα, ιδίως στην περίπτωση που ο δανειολήπτης καταναλωτής δεν εισπράττει τα εισοδήματα αυτού στο εν λόγω ξένο νόμισμα. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται επομένως να διερευνήσει εάν ο προμηθευτής παρέσχε στους καταναλωτές κάθε αναγκαία πληροφορία, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τις συνέπειες μιας ρήτρας στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Κατόπιν των προπαρατεθέντων, η προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 4§2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ έχει την έννοια ότι η απαίτηση μια συμβατική ρήτρα να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό επιτάσσει, στις περιπτώσεις συμβάσεων δανείου, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Συναφώς, η προαναφερθείσα απαίτηση συνεπάγεται ότι ρήτρα, δυνάμει της οποίας η εξόφληση του δανείου πρέπει να γίνει στο ίδιο ξένο νόμισμα μʼ εκείνο, στο οποίο αυτό συνομολογήθηκε, πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπικής και γραμματικής απόψεως όσο και ως προς το συγκεκριμένο αποτέλεσμά της, υπό την έννοια ότι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, δύναται όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο ανατιμήσεως ή υποτιμήσεως του ξένου νομίσματος, στο οποίο έχει συναφθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στους αναγκαίους σχετικούς ελέγχους. Σε περίπτωση ρήτρας, η οποία ετέθη σε συμβάσεις δανείου συνομολογηθείσες σε ξένο νόμισμα και προβλέπει ότι οι μηνιαίες δόσεις εξοφλήσεως του δανείου πρέπει να καταβάλλονται στο ίδιο νόμισμα, επιρρίπτεται, επί υποτιμήσεως του εθνικού νομίσματος σε σχέση μʼ αυτό το νόμισμα, ο συναλλαγματικός κίνδυνος στον καταναλωτή. Επωμίζεται λοιπόν το εθνικό δικαστήριο να αξιολογήσει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της ένδικης υποθέσεως και ιδίως της εξειδικεύσεως και των γνώσεων του προμηθευτή, σχετικά με τις πιθανές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των εγγενών κινδύνων της συνομολογήσεως δανείου σε ξένο νόμισμα, την ενδεχόμενη μη συμμόρφωση προς την αρχή της καλής πίστεως και την τυχόν ύπαρξη σημαντικής ανισορροπίας υπό την έννοια της ρυθμίσεως του άρθρου 3§1 της Οδηγίας 93/13 (βλ. και την αντίστοιχη γενική ρήτρα του ά. 2§6 Ν. 2251/1994). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να κριθεί εάν ρήτρα δημιουργεί, παρά την απαίτηση περί καλής πίστεως και εις βάρος του καταναλωτή, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει εάν ο προμηθευτής, εφόσον συναλλασσόταν κατά τρόπο έντιμο και δίκαιο με τον καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχόταν τέτοια ρήτρα κατόπιν ατομικής διαπραγματεύσεως (βλ. Δ.Ε.Ε., 14-3-2013, Aziz, C-415/11, EUR-Lex, σκέψεις 68 και 69). ’ρα, η διάταξη του άρθρου 3§1 της Οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας πρέπει να γίνεται με βάση το χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων, που μπορούσε να γνωρίζει ο επαγγελματίας κατά το χρόνο αυτόν και μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεταγενέστερη εκτέλεση της εν θέματι συμβάσεως. Στο εκάστοτε εθνικό δικαστήριο εναπόκειται συνεπώς να αξιολογήσει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της εκάστοτε υπό κρίση υποθέσεως και ιδίως της εξειδικεύσεως και των γνώσεων του προμηθευτή, σχετικά με τις πιθανές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των εγγενών κινδύνων της συνομολογήσεως δανείου σε ξένο νόμισμα, την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας υπό την έννοια της περί ης ο λόγος ρυθμίσεως [βλ. Δ.Ε.Ε., 20-9-2017, Ruxandra Paula Andriciuc κ.λπ. κατά Banca Românească SA, C-186/16, EUR-Lex, Γ. Δέλλιου/Α. Βαλτούδη, Συμβάσεις δανείων σε ελβετικό φράγκο. Κύρος γενικών όρων συναλλαγών και συναφή ζητήματα (γνμ.), ΕπισκΕΔ 2015, σ. 89 επ.].

 

 

15. Οι ενάγοντες ιστορούν διά της ένδικης αγωγής, σύμφωνα με την προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου της, ότι δυνάμει της εκτιθέμενης στην αγωγή υπʼ αριθμόν 0010-2507-00002126036/23-2-2006 συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού δανείου, την οποία η πρώτη των εναγόντων κατήρτισε, ως δανειολήπτρια, εγγράφως στην Πάτρα με την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία ως δανειοδότρια, χορηγήθηκε, σύμφωνα με τους περιεχόμενους στην εν λόγω σύμβαση προδιατυπωμένους από την εναγομένη όρους και για την εκ μέρους της πρώτης ενάγουσας αγορά της περιγραφόμενης στο αγωγικό δικόγραφο κατοικίας, εξασφαλιζόμενο με εγγραφείσα προσημείωση υποθήκης πρώτης τάξεως επί του προμνημονευθέντος ακινήτου στεγαστικό δάνειο, συνολικού ποσού 65.000 ευρώ, διάρκειας 14 ετών με αφετηρία την από 7-4-2006 εκταμίευση αυτού, κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου, απαρτιζόμενου από το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor 360 ημερών, πλέον αφενός περιθωρίου ανερχόμενου στο ποσοστό του 1,9% και αφετέρου της εισφοράς του Ν. 128/1975, εγκείμενης τότε στο ποσοστό του 0,12%, και με υπολογισμό των 168 μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων επιστροφής του προειρημένου δανείου κατά τη μέθοδο του προοδευτικού τοκοχρεωλυσίου. Ότι η εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία προωθούσε, κατά το έτος 2007, τα στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, εξαιτίας του ανταγωνιστικά χαμηλού επιτοκίου που εξασφάλιζαν, δηλαδή εκείνου του Libor. Ότι, κατόπιν πρωτοβουλίας της εναγομένης, η πρώτη των εναγόντων συνήψε μʼ αυτήν εγγράφως στην Πάτρα την υπʼ αριθμόν 0010/250700002126036/1/17-10-2007 πρόσθετη στην προπεριγραφείσα σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου πράξη, δυνάμει της οποίας συνομολογήθηκε, σύμφωνα με τους εκεί περιλαμβανόμενους προδιατυπωμένους από την εναγομένη όρους και χωρίς προηγούμενη ατομική διαπραγμάτευσή τους, ότι το ανεξόφλητο υπόλοιπο του εν θέματι στεγαστικού δανείου, ύψους τότε 60.180,45 ευρώ, θα μετατρεπόταν, κατά την 7-11-2007, σε ελβετικά φράγκα επί τη βάσει της σχετικής συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την ημέρα της προδιαληφθείσας μετατροπής, η υπολειπόμενη διάρκεια του προαναφερθέντος δανείου θα ήταν 149 μήνες και ο συμβατικός τόκος αυτού θα υπολογιζόταν με το συμφωνούμενο κυμαινόμενο επιτόκιό του, απαρτιζόμενο από το διατραπεζικό επιτόκιο Libor ελβετικού φράγκου (CHF) 360 ημερών, πλέον αφενός περιθωρίου ανερχόμενου στο ποσοστό του 1,40% και αφετέρου της εισφοράς του Ν. 128/1975, συνιστάμενης τότε στο ποσοστό του 0,12%. Ότι ο δεύτερος των εναγόντων, αδελφός της πρώτης εξ αυτών, εγγυήθηκε ολόκληρη την οφειλή της δανειολήπτριας εκ της προμνημονευθείσας συμβάσεως και της πρόσθετης πράξεώς της, συνυπογράφοντας αυτές. Ότι κατά την 7-11-2007 μετετράπη το ανεξόφλητο ακόμη κεφάλαιο του προειρημένου τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου, ανερχόμενο τότε στο ποσό των 59.927,04 ευρώ, από το νόμισμα του ευρώ σʼ εκείνο του ελβετικού φράγκου επί τη βάσει της τότε ισοτιμίας τους, ήτοι 1 ?/1,6687 CHF, με αποτέλεσμα το υπολειπόμενο προς απόδοση κεφάλαιο του προδιαληφθέντος δανείου να αντιστοιχεί στο ποσό των 100.001,76 CHF. Ότι οι ενάγοντες κατήρτισαν τις ως άνω συμβάσεις άνευ προηγούμενης διαπραγματεύσεως με την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, ενώ, κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστεως, η εναγομένη δεν ενημέρωσε προηγουμένως αυτούς, προφορικώς ή εγγράφως, για τους κινδύνους από την πιθανή διακύμανση της προαναφερθείσας συναλλαγματικής ισοτιμίας ούτε σχετικά με την εντεύθεν ζημία τους, δεν πρότεινε σʼ αυτούς κάποιο πρόγραμμα προστασίας τους από ενδεχόμενες διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αφού η εναγομένη δε διέθετε τέτοιο πρόγραμμα, και δεν τήρησε την υποχρέωση προστασίας της περιουσίας και των εννόμων συμφερόντων των εναγόντων. Ότι προς το σκοπό της εξυπηρετήσεως της προπεριγραφείσας δανειακής συμβάσεως τηρήθηκε από την εναγομένη ο υπʼ αριθμόν 5507-024510-510 τραπεζικός λογαριασμός σε ευρώ. Ότι η δανειοδότρια εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία γνώριζε πως η δανειολήπτρια πρώτη των εναγόντων δε διέθετε εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο και θα εξοφλούσε τις μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις για την αποπληρωμή του προμνημονευθέντος δανείου αυτής σε ευρώ, ενώ η πρώτη μετά την προπεριγραφείσα πρόσθετη πράξη μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση ενέκειτο, κατά την 7-12-2007, στο ποσό των 507,90 ευρώ και κατά μετατροπή σʼ εκείνο των 840,03 ελβετικών φράγκων. Ότι η πρώτη ενάγουσα έχει μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής καταβάλει ως προς την απόδοση του προειρημένου δανείου το συνολικό ποσό των 64.054,82 ευρώ για την εξόφληση του προδιαληφθέντος κεφαλαίου ύψους 65.000 ευρώ, πλέον τόκων, και είχε τη βεβαιότητα ότι το κεφάλαιο, το οποίο έλαβε ως στεγαστικό δάνειο, μειωνόταν κατά τα εμπροθέσμως καταβαλλόμενα εκ μέρους της ποσά, ενώ η προαναφερθείσα βεβαιότητα αυτής ήταν απότοκη του γεγονότος ότι, τόσο κατά τη σύναψη της ανωτέρω πρόσθετης πράξεως στην προμνημονευθείσα σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου όσο και κατά τη μετέπειτα λειτουργία της περί ης ο λόγος συμβάσεως, οι υπάλληλοι της εναγομένης, οι οποίοι ενεργούσαν για λογαριασμό της τελευταίας, ουδέποτε εξέθεσαν στην πρώτη των εναγόντων το ενδεχόμενο μεταβολής της προειρημένης συναλλαγματικής ισοτιμίας και των επιπτώσεων της προδιαληφθείσας μεταβολής στο ανωτέρω δάνειο και πιο συγκεκριμένα στη διακύμανση του άληκτου κεφαλαίου του. Ότι, μολονότι η πρώτη ενάγουσα κατέβαλλε εμπροθέσμως τη μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση του προαναφερθέντος δανείου αυτής, η προμνημονευθείσα δόση έβαινε, σύμφωνα με τα αναλυτικώς παρατιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, συνεχώς αυξανόμενη από το έτος 2010 και εντεύθεν, με συνέπεια να ανέλθει από το ποσό των 507,90 ευρώ κατά την 7-12-2007 σʼ εκείνο των 683,91 ευρώ κατά την 7-3-2017 και η δανειολήπτρια πρώτη των εναγόντων να αντιληφθεί ως εκ τούτου ότι η δανειοδότρια εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία της είχε επιρρίψει τον κίνδυνο μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, δηλαδή ελβετικού φράγκου και ευρώ, η οποία είχε αλλάξει άρδην υπέρ του ελβετικού φράγκου, με περαιτέρω αποτέλεσμα την εκτίναξη της προειρημένης οφειλής των εναγόντων. Ότι το άληκτο κεφάλαιο του ως άνω δανείου συνίστατο, κατά το Μάρτιο του 2017 και επί τη βάσει της τότε συναλλαγματικής ισοτιμίας 1 ?/1,0710 CHF, στο ισόποσο σε ελβετικό φράγκο των 25.018,07 ευρώ, ήτοι 24.072,89 ευρώ περισσότερο από εκείνο των 945,18 (65.000 ? - 64.054,82 ?) ευρώ, το οποίο η πρώτη των εναγόντων θα κατέβαλλε, προς πλήρη εξόφληση του δανείου, στην εναγομένη, αν ίσχυε η συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου και ευρώ κατά τον προδιαληφθέντα χρόνο της μετατροπής του δανείου από ευρώ σε ελβετικό φράγκο. Ότι, μόλις κατά το τέλος του έτους 2016, οι ενάγοντες αντελήφθησαν πως τηρείται από την εναγομένη για το επίμαχο δάνειο ο υπʼ αριθμόν ... τραπεζικός λογαριασμός σε ελβετικό φράγκο και το άληκτο κεφάλαιο της προαναφερθείσας οφειλής τους αφενός θα υπολογιζόταν σύμφωνα με την τρέχουσα ισοτιμία ελβετικού φράγκου και ευρώ κατά το χρόνο της εκάστοτε πληρωμής, δηλαδή με ξένο νόμισμα, και όχι επί τη βάσει της σχετικής συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά το χρόνο της προμνημονευθείσας μετατροπής και αφετέρου θα καταβαλλόταν σε μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις που δεν ήταν αρχικώς προκαθορισμένες, αλλά αόριστες και απροσδιόριστες, εξαρτώμενες πλήρως από την προειρημένη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο της καταβολής αυτών, με συνέπεια η ένδικη πρόσθετη πράξη να έχει το χαρακτήρα επενδυτικού τραπεζικού προϊόντος. Ότι οι ενάγοντες δε διαθέτουν ειδικές οικονομικές γνώσεις και προγενέστερη εμπειρία αναφορικά με τη λήψη δανείων ούτε ενημερώθηκαν προσυμβατικά από τους υπαλλήλους της εναγομένης ως προς τον προπεριγραφέντα συναλλαγματικό κίνδυνο, τον οποίο αντελήφθησαν εκ των υστέρων ότι είχαν αναλάβει κατά την κατάρτιση της ανωτέρω πρόσθετης πράξεως, και ιδίως για τις επιπτώσεις από μια σοβαρή υποτίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, η οποία και επήλθε ενόψει των προεκτεθέντων. Ότι, αν οι ενάγοντες γνώριζαν όλους τους κινδύνους, που εγκυμονούσε η μετατροπή του νομίσματος της προδιαληφθείσας συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, και κυρίως τη μετακύλιση του οικείου συναλλαγματικού κινδύνου σʼ αυτούς, δε θα προέβαιναν στη σύναψη της ως άνω πρόσθετης πράξεως και της εγγυήσεώς της αντιστοίχως, αφού η προμνημονευθείσα πρόσθετη πράξη φέρει τα χαρακτηριστικά της παροχής επενδυτικού προϊόντος, δοθέντος ότι συνδέει την προειρημένη οφειλή των εναγόντων με τη διεθνή αγορά συναλλάγματος, δίχως να υφίστανται βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος και να μπορούν εν τοις πράγμασι οι ενάγοντες να καταβάλουν σε αυτούσιο συνάλλαγμα τις οφειλόμενες δόσεις, οι οποίες προσδιορίζονται, δυνάμει των σχετικών συμβατικών όρων, στο ισάξιο σε ευρώ ποσό επί τη βάσει της τρέχουσας συναλλαγματικής του ισοτιμίας με το ελβετικό φράγκο. Ότι τυγχάνουν συνεπώς άκυροι οι παρατιθέμενοι στο αγωγικό δικόγραφο με αριθμούς 4.5., 5.1., 8.1. και 10 όροι της υπό κρίση πρόσθετης πράξεως, οι οποίοι είχαν προδιατυπωθεί από την εναγόμενη, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως και προβλέπουν οι με αριθμούς 4.5. και 8.1. αντιστοίχως την υποχρέωση της δανειολήπτριας προς εξόφληση του χορηγηθέντος σε συνάλλαγμα δανείου είτε στο νόμισμα χορηγήσεως είτε σε ευρώ, επί τη βάσει της τρέχουσας τιμής πωλήσεως από την εναγομένη του ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της καταβολής, και το δικαίωμα της εναγομένης να μετατρέψει, σε περίπτωση καταγγελίας της προδιαληφθείσας δανειακής συμβάσεως, το υπόλοιπο του άληκτου δανεισθέντος κεφαλαίου σε ευρώ, επί τη βάσει της τιμής πωλήσεως από την εναγομένη του ελβετικού φράγκου που ισχύει κατά την ημέρα της καταγγελίας. Ότι, ένεκα της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, ήτοι δόλιας, άλλως αμελούς, της εναγομένης και των υπαλλήλων της ως προστηθέντων αυτής έναντι των εναγόντων, οι τελευταίοι έχουν προσβληθεί παρανόμως και υπαιτίως στην προσωπικότητά τους και έχουν υποστεί τη μνημονευόμενη στην ένδικη αγωγή ηθική βλάβη. Ενόψει των προπαρατεθέντων, οι ενάγοντες αιτούνται: α) να αναγνωρισθεί ότι: i) είναι ανυπόστατη η ανωτέρω υπʼ αριθμόν …/1/17-10-2007 πρόσθετη στην προειρημένη υπʼ αριθμόν…/23-2-2006 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου πράξη, επειδή ουδέποτε μεταβιβάσθηκε προς την πρώτη των εναγόντων η κυριότητα του δανείσματος σε ελβετικό φράγκο, όπερ τυγχάνει ουσιώδες στοιχείο της συμβάσεως δανείου σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 806 ΑΚ, με συνέπεια να μην υφίσταται εντεύθεν οφειλή των εναγόντων έναντι της εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, ii) άλλως είναι άκυρη η ανωτέρω πρόσθετη πράξη: 1) ως αντίθετη στην υπʼ αριθμόν 1955/1991 Π.Δ.Τ.Ε., κατά την οποία η παροχή πιστώσεως για την κάλυψη της στεγαστικής ανάγκης στην Ελλάδα τυγχάνει επιτρεπτή μόνον υπό τη μορφή του δανείου, που προβλέπεται στο άρθρο 806 ΑΚ, και ως εκ τούτου απαγορεύεται αυτή να λαμβάνει τη μορφή της χρηματοδοτήσεως διά της χρήσεως χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως είναι ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, και 2) ως αντίθετη στην υπʼ αριθμόν 2325/1994 Π.Δ.Τ.Ε., εξαιτίας της ελλείψεως ανάγκης της δανειολήπτριας πρώτης ενάγουσας να λάβει δάνειο σε συνάλλαγμα, άλλως ένεκα της μη εκδόσεως από την εναγομένη βεβαιώσεων αγοράς συναλλάγματος, 3) επικουρικότερα, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 372 ΑΚ, δοθέντος ότι ο προσδιορισμός της αντιπαροχής των εναγόντων ανατέθηκε στην απόλυτη κρίση της αντισυμβαλλόμενής τους εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, καθόσον, δυνάμει του προδιαληφθέντος υπʼ αριθμόν 4.5. όρου της εν θέματι πρόσθετης πράξεως, ο καθορισμός του ύψους της μηνιαίας δόσεως της προαναφερθείσας συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου καθώς και του άληκτου υπολοίπου του κεφαλαίου αυτής γίνεται επί τη βάσει της τρέχουσας οικείας συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία δεν είναι ωστόσο δυνατό να υπολογισθεί σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια, όπερ έχει ως αποτέλεσμα να επέρχεται υπέρμετρη δέσμευση των εναγόντων έναντι της εναγομένης, 4) άλλως, λόγω της ακυρότητας, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 2§§6,7 Ν. 2251/1994, ως καταχρηστικών των προμνημονευθέντων με αριθμούς 4.5., 5.1., 8.1. και 10 προδιατυπωμένων συμβατικών όρων της υπό κρίση πρόσθετης πράξεως, οι οποίοι δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, επιβλήθηκαν από την εναγόμενη προμηθεύτρια στους αντισυμβαλλόμενους αυτής καταναλωτές και διαταράσσουν σημαντικά την ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβληθέντων διαδίκων σε βάρος των εναγόντων υπό τις ειδικότερες ιδιότητες αντιστοίχως του καταναλωτή και του εγγυητή του, με συνέπεια η προειρημένη μερική ακυρότητα να συμπαρασύρει, κατά τη ρύθμιση του άρθρου 181 ΑΚ, σε ακυρότητα ολόκληρη την πρόσθετη πράξη, η οποία αποβαίνει, επικουρικότερα, άκυρη ως καταχρηστική δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 174 και 281 ΑΚ, άλλως, δηλαδή επί μερικής ακυρότητας της πρόσθετης πράξεως, πληρουμένου του εντεύθεν δημιουργούμενου κενού αυτής σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατʼ άρθρο 200 ΑΚ, 5) άλλως, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και δη αισχροκερδής, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, ενώ επικουρικότερα ως καταπλεονεκτική, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 174, 178, 179 και 281 ΑΚ, διότι οι υπάλληλοι της εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ως εκούσιοι αντιπρόσωποι της αντισυμβαλλομένης των εναγόντων κατά την κατάρτιση της επίμαχης πρόσθετης πράξεως επέρριψαν, με εκμετάλλευση της εν γνώσει τους απειρίας των εναγόντων, σʼ αυτούς τον προπεριγραφέντα συναλλαγματικό κίνδυνο, με αποτέλεσμα την υπέρμετρη αύξηση της οφειλής των εναγόντων έναντι της εναγομένης και τη φανερή δυσαναλογία μεταξύ της παροχής και της αντιπαροχής της πρόσθετης πράξεως, 6) άλλως ως εικονική, επειδή η συμφωνία για τη μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος σε ελβετικά φράγκα έγινε μόνον κατά φαινόμενο, χωρίς να μεταβιβασθεί κατά κυριότητα στην πρώτη των εναγόντων ποσότητα ελβετικών φράγκων, β) άλλως, να ακυρωθεί η προδιαληφθείσα πρόσθετη πράξη εξαιτίας απάτης της εναγομένης εις βάρος των εναγόντων, ενώ επικουρικότερα ουσιώδους πλάνης των τελευταίων, αναφορικά, σε αμφότερες τις εν θέματι περιπτώσεις, με την επίρριψη σʼ αυτούς του ως άνω συναλλαγματικού κινδύνου, γ) να αναγνωρισθεί, στο πλαίσιο των προεκτεθέντων με στοιχεία α και β αγωγικών αιτημάτων, ότι αφενός οι ενάγοντες έχουν καταβάλει, για την εξόφληση του προμνημονευθέντος δανεισθέντος κεφαλαίου ύψους 65.000 ευρώ, στην εναγομένη το προειρημένο συνολικό ποσό των 64.054,82 ευρώ και αφετέρου το άληκτο κεφάλαιο του περί ου ο λόγος δανείου ανέρχεται, κατά την 7-3-2017, στο προδιαληφθέν υπόλοιπο των 945,18 ευρώ, ενώ επικουρικώς ότι το εκ μέρους των εναγόντων καταβληθέν από την 7-11-2007 έως και την 7-3-2017 κεφάλαιο του εν θέματι δανείου, ήτοι το ποσό των 58.971,99 ευρώ, και το άληκτο κεφάλαιο του δανείου κατά την 7-3-2017 πρέπει να υπολογισθούν επί τη βάσει της προαναφερθείσας ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου που ίσχυε κατά την προμνημονευθείσα από 7-11-2007 μετατροπή του δανείου από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, δηλαδή 1 ?/1,6687 CHF, αναγνωριζομένης ως εκ τούτου της υποχρεώσεως της εναγομένης να συνυπολογίσει όλες τις χρεώσεις, ήτοι τους τόκους των δόσεων και τις εκ μέρους των εναγόντων καταβολές που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν της μετατροπής του ευρώ σε ελβετικό φράγκο, σύμφωνα με την προειρημένη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο μετατροπής του δανείου, δ) ακόμη επικουρικότερα, να αναπροσαρμοσθεί, δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 388 ΑΚ, άλλως εκείνης του άρθρου 288 του ίδιου κώδικα, η υπό κρίση ληξιπρόθεσμη οφειλή των εναγόντων έναντι της εναγομένης στο ποσό των 26.794,36 ελβετικών φράγκων, δηλαδή σʼ εκείνο των 16.057,02 ευρώ, που συνιστά το προσήκον μέτρο και θα αποπληρωθεί με την προδιαληφθείσα ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου που ίσχυε κατά την ημέρα της ανωτέρω μετατροπής του προμνημονευθέντος δανείου από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, ήτοι 1 ?/1,6687 CHF, ε) να υποχρεωθεί, στο πλαίσιο όλων των προπεριγραφεισών αγωγικών βάσεων, η εναγομένη να καταβάλει, διά της κηρύξεως της εκδοθησόμενης αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, σʼ έκαστο των εναγόντων το ποσό των 4.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση αυτών ένεκα της προειρημένης ηθικής τους βλάβης, και στ) να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων.

 

 

16. Με τα ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη, κατατεθείσα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 19-5-2017 και εμπροθέσμως ασκηθείσα (ά. 215§2 ΚΠολΔ), αγωγή, για το υπό στοιχεία 15.ε. καταψηφιστικό και χρηματικό αίτημα της οποίας έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες επιβαρύνσεις (βλ. τα προσκομιζόμενα με αριθμούς 16750760795712040003 και 16756391895712040086 παράβολα, που έχουν πληρωθεί από την πρώτη των εναγόντων και τον δεύτερο εξ αυτών αντιστοίχως), παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο τυγχάνει καθʼ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (ά. 7, 9, 12-14, 18, 25§2, 31, 33 και 35 ΚΠολΔ), προκειμένου να εκδικασθεί με την αρμόζουσα τακτική διαδικασία, όπως έχει μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015 (βλ. το άρθρο ένατο αυτού), απορριπτομένου ως νόμω αβάσιμου του προβληθέντος από την εναγομένη ισχυρισμού περί καθʼ ύλην αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου και θεμελιώσεως καθʼ ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, αφού, πέραν των υπό στοιχεία 15.γ. και 15.ε. αγωγικών αιτημάτων, τα υπόλοιπα μη παρεπόμενα αγωγικά αιτήματα δεν είναι επιδεκτικά χρηματικής αποτιμήσεως, με συνέπεια να έλκουν, ένεκα της μεταξύ όλων των αγωγικών αιτημάτων συνάφειας, τα χρηματικώς αποτιμητά αγωγικά αιτήματα στην καθʼ ύλην αρμοδιότητα του ανώτερου Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών (ά. 18 και 31§§2,3 ΚΠολΔ). Η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει παραδεκτή, πλην του κύριου σκέλους του υπό στοιχεία 15.γ. αιτήματος, δηλαδή να αναγνωρισθεί ότι αφενός οι ενάγοντες έχουν καταβάλει, για την εξόφληση του κεφαλαίου του ένδικου δανείου ύψους 65.000 ευρώ, στην εναγομένη το συνολικό ποσό των 64.054,82 ευρώ και αφετέρου το άληκτο κεφάλαιο του προδιαληφθέντος δανείου ανέρχεται, κατά την 7-3-2017, στο υπόλοιπο των 945,18 ευρώ, όπερ απορρίπτεται ως απαράδεκτο, δοθέντος ότι αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής μπορεί να αποτελέσει μόνον η αναγνώριση της ύπαρξης, του ειδικότερου περιεχομένου ή της ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσεως, υπό την έννοια του δικαιώματος, της υποχρεώσεως ή του συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (βλ. ΑΠ 492/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και όχι η διαπίστωση απλών πραγματικών περιστατικών, όπως συμβαίνει εντούτοις με το εν λόγω αίτημα (βλ. ΑΠ 224/2007, ΕλλΔνη 2007, 1019, ΑΠ 662/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ απορρίπτεται ως αβάσιμος ο περί αοριστίας της ένδικης αγωγής ισχυρισμός της εναγομένης (ά. 216 ΚΠολΔ). Κατά το μέρος της που κρίθηκε παραδεκτή, η ένδικη αγωγή είναι ως προς τα υπό στοιχεία 15.α.ii.4., 15.β., 15.ε., 15.στ. αγωγικά αιτήματα και το επικουρικό σκέλος του υπό στοιχεία 15.γ. αγωγικού αιτήματος νόμω βάσιμη, σύμφωνα με τις προηγηθείσες με αριθμούς 6, 7, 8, 9, 11, 12, 13 και 14 νομικές σκέψεις, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 Ν. 2251/1994, όπως είχαν πριν από το Ν. 4512/2018, 57, 59, 140 επ., 147, 149εδ.α, 154, 155, 174, 180, 181, 184, 200, 281, 288, 299, 330, 361, 806 επ., 847 επ., 914, 922, 932 ΑΚ, 70, 71, 218, 219, 907, 908, 176 ΚΠολΔ καθώς και στην Π.Δ.Τ.Ε. 2501/2002.

 

 

17. Οι αγωγικές βάσεις, με τις οποίες οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωρισθεί ότι η υπό κρίση πρόσθετη πράξη στην προμνημονευθείσα σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου τυγχάνει ανυπόστατη, ενώ επικουρικώς άκυρη ως αντικείμενη στις ρυθμίσεις του άρθρου 806 ΑΚ και της υπʼ αριθμόν 1955/1991 Π.Δ.Τ.Ε., άλλως της υπʼ αριθμόν 2325/1994 Π.Δ.Τ.Ε., πρέπει να απορριφθούν, κατά τα αναφερόμενα στις με αριθμούς 1-3 μείζονες σκέψεις της παρούσας αποφάσεως, ως μη νόμιμες, διότι αφενός η ένδικη πρόσθετη πράξη συνιστά τροποποιητική σύμβαση (ΑΚ 361) της προειρημένης συμβάσεως δανείου, η οποία φέρει όλα τα ανωτέρω ουσιώδη στοιχεία (essentialia negotii) του πραγματικού της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, και αφετέρου τα δάνεια σε συνάλλαγμα δεν είναι ασυνήθη και επιτρέπονται στις τραπεζικές συναλλαγές, ενώ μόνη η παραβίαση της υπʼ αριθμόν 2325/1994 Π.Δ.Τ.Ε. δε συνεπάγεται την ακυρότητα της πρόσθετης πράξεως μετατροπής του προδιαληφθέντος δανείου από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, αλλά ενδεχομένως διοικητικού χαρακτήρα κυρώσεις εις βάρος του εναγόμενου πιστωτικού ιδρύματος. Ως νόμω αβάσιμη τυγχάνει επιπροσθέτως απορριπτέα η επικουρική βάση της υπό κρίση αγωγής, μέσω της οποίας οι ενάγοντες αιτούνται να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ένδικης πρόσθετης πράξεως, επειδή ο προσδιορισμός της αντιπαροχής αυτών ανατέθηκε στην απόλυτη κρίση της εναγομένης κατʼ άρθρο 372 ΑΚ, αφού, σύμφωνα με τους όρους της προαναφερθείσας πρόσθετης πράξεως που παρατίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, η εξόφληση του δανείου από τους ενάγοντες δύναται να γίνει είτε με αυτούσιο συνάλλαγμα, ήτοι σε ορισμένη μηνιαία ποσότητα ελβετικών φράγκων, οπότε η παροχή τους έχει συμβατικώς προσδιορισθεί, είτε με το σε ευρώ ισάξιο αντίτιμο του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, υπολογιζόμενο, κατά την ημέρα πληρωμής της δόσεως, επί τη βάσει της οικείας συναλλαγματικής ισοτιμίας, όπως αυτή θα προέκυπτε από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος, με αποτέλεσμα η παροχή των εναγόντων να είναι, και σʼ αυτήν την περίπτωση, συμβατικώς ορισμένη και να μπορεί να διαγνωσθεί με αντικειμενικά κριτήρια και απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς. Οι επικουρικές αγωγικές βάσεις, σύμφωνα με τις οποίες η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί εξαιτίας ανηθικότητας, ως αισχροκερδής και καταπλεονεκτική, είναι επίσης απορριπτέες ως μη νόμιμες. Τούτο, διότι, σύμφωνα με τον προμνημονευθέντα όρο της ένδικης πρόσθετης πράξεως, η απόδοση του δανείου από τους ενάγοντες δύναται να λάβει χώρα είτε με αυτούσιο συνάλλαγμα, όπερ έχει ως συνέπεια να μην υφίσταται φανερή δυσαναλογία μεταξύ της παροχής και της αντιπαροχής, ενώ διαζευκτικά μπορούν να το εξοφλήσουν με το σε ευρώ ισάξιο του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, υπολογιζόμενο, κατά την ημέρα καταβολής της δόσεως, επί τη βάσει της οικείας συναλλαγματικής ισοτιμίας, όπως αυτή θα προέκυπτε από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος, οπότε, κατά τον κρίσιμο, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπʼ αριθμόν 4 νομική σκέψη της παρούσας αποφάσεως, χρόνο της καταρτίσεως της ένδικης πρόσθετης πράξεως, η τελευταία τύγχανε, σύμφωνα με τα ίδια τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, επωφελής για τους ενάγοντες ένεκα της ευνοϊκής ισοτιμίας ευρώ-ελβετικού φράγκου και του χαμηλότερου σε σχέση με το Euribor επιτοκίου Libor, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει φανερή δυσαναλογία μεταξύ της παροχής και της αντιπαροχής. Απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη είναι επιπλέον η επικουρική βάση της υπό κρίση αγωγής περί ακυρότητας της ένδικης πρόσθετης πράξεως λόγω εικονικότητας, δοθέντος ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ακυρότητα συμβάσεως ένεκα εικονικότητας συνιστά η συμφωνία αμφότερων των μερών ότι οι δηλώσεις βουλήσεώς τους δε γίνονται σπουδαία αλλά εικονικά (ά. 138 ΑΚ, βλ. ΑΠ 160/2013, ΧρΙΔ 2013, 577, ΠΠρΠατρ 540/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2007, σ. 372 επ. και 465 επ.), όπερ δεν επικαλούνται in concreto οι ενάγοντες. Το επικουρικό αγωγικό αίτημα να αναπροσαρμοσθεί η ληξιπρόθεσμη οφειλή των εναγόντων έναντι της εναγομένης, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 388 ΑΚ, άλλως κατά τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, στο ποσό των 26.794,36 ελβετικών φράγκων, δηλαδή σʼ εκείνο των 16.057,02 ευρώ, που αποτελεί το προσήκον μέτρο και θα αποπληρωθεί με την ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου που ίσχυε κατά την ημέρα της μετατροπής του προειρημένου δανείου από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, ήτοι 1 ?/1,6687 CHF, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο. Τούτο, διότι, αναφορικά με τη θεμελίωση της αναπροσαρμογής της προδιαληφθείσας παροχής των εναγόντων, κατά το προσήκον μέτρο, στη ρύθμιση του άρθρου 388 ΑΚ, δε γίνεται επίκληση στην ένδικη αγωγή, σύμφωνα με την υπʼ αριθμόν 5 μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ότι η σταθερότητα και κατʼ επέκταση η μη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας των προμνημονευθέντων δύο νομισμάτων αποτέλεσε το κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο των διαδίκων, δηλαδή το βάθρο για τη σύναψη της υπό κρίση πρόσθετης πράξεως, με την έννοια ότι αμφότερες οι πλευρές δε θα προέβαιναν σʼ αυτήν, αν γνώριζαν τη μεταβολή της σχετικής συναλλαγματικής ισοτιμίας που επρόκειτο να επέλθει. Όσον αφορά την προειρημένη αιτούμενη αναπροσαρμογή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται τις μεταβολές της προδιαληφθείσας συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά τα έτη που προηγήθηκαν της καταρτίσεως της επίμαχης πρόσθετης πράξεως, ούτως ώστε το δικάζον Δικαστήριο να μπορεί να συγκρίνει τα κρίσιμα δύο μεγέθη, ήτοι τις μεταβολές της εν θέματι συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά τα παρελθόντα έτη και τις οικείες μεταβολές που επήλθαν κατά τη διάρκεια ισχύος της πρόσθετης πράξεως, προκειμένου αφενός να διαπιστώσει, εκ της προπεριγραφείσας συγκρίσεως, εάν υπάρχει διαφορά και ποιο είναι το μέγεθός της και αφετέρου να προσδιορίσει το επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα συναλλακτική καλή πίστη. Κατά το μέρος της που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει επομένως η ένδικη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτής.

 

 

18. Διά των εμπροθέσμως κατατεθεισών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεών της (ά. 237§1 ΚΠολΔ), η εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία αφενός αρνείται αιτιολογημένα την υπό κρίση αγωγή (ά. 261εδ.α ΚΠολΔ), επικαλούμενη ότι οι ενάγοντες ενημερώθηκαν πλήρως από τους υπαλλήλους αυτής κατά το προσυμβατικό στάδιο της συνάψεως της ένδικης πρόσθετης πράξεως μετατροπής της προαναφερθείσας συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, για το περιεχόμενο των συμβατικών όρων της πρόσθετης πράξεως και της uno actu εγγυήσεώς της, οι οποίοι αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως μεταξύ των διαδίκων, και τον κίνδυνο από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου και δεν υπέστησαν εντεύθεν ζημία, και αφετέρου προβάλλει τους εξής ισχυρισμούς σύμφωνα με την προσήκουσα εκτίμηση αυτών: α) ότι η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως προώρως ασκηθείσα, επειδή δε συντρέχει έννομο συμφέρον των εναγόντων και δε συγχωρείται από τις περιστάσεις η έγερση της ένδικης αγωγής κατά τη ρύθμιση του άρθρου 69 ΚΠολΔ για αποκατάσταση της μελλοντικής θετικής τους ζημίας, δεδομένου ότι αυτή δεν έχει ήδη επέλθει και δεν είναι βέβαιο, ενόψει και του χαμηλού ακόμη επιτοκίου Libor, ότι θα πραγματωθεί μέχρι τη λήξη του προμνημονευθέντος δανείου, υπολογιζόμενη βάσει της διακυμάνσεως της ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου, β) ότι τα αγωγικά δικαιώματα ασκούνται καταχρηστικώς, διότι, από την κατάρτιση της ένδικης πρόσθετης πράξεως κατά το έτος 2007 έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής τους κατά το έτος 2017, οι ενάγοντες ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν είχαν κατανοήσει τους όρους της πρόσθετης πράξεως, αλλά προτίμησαν τη λύση του χαμηλότερου σε σχέση με το Euribor επιτοκίου Libor, καρπούμενοι για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια το προειρημένο χαμηλό επιτόκιο του προδιαληφθέντος δανείου και την ευνοϊκή ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου, δημιουργώντας έτσι στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση πως δε θα ασκούσαν τα ένδικα δικαιώματα αυτών και επιδεικνύοντας ως εκ τούτου αντιφατική συμπεριφορά έναντι της εναγομένης, ενώ η τελευταία θα υποστεί, σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της αγωγής, ζημία εξαιτίας της εκθέσεώς της σε δανεισμό ελβετικών φράγκων από τη διατραπεζική αγορά, γ) ότι οι ενάγοντες συντέλεσαν με δικό τους πταίσμα στη ζημία αυτών, αφού, ενώ είχαν πλήρη γνώση του κινδύνου που μπορούσε να προκύψει από τη διακύμανση της προαναφερθείσας συναλλαγματικής ισοτιμίας, προτίμησαν να προβούν στη σύναψη της υπό κρίση πρόσθετης πράξεως και δεν επέλεξαν εν συνεχεία τη μετατροπή του ως άνω δανείου και πάλι σε ευρώ από ελβετικό φράγκο, ευθυνόμενοι έτσι κατά ποσοστό 95% για την οικονομική επιβάρυνση, την οποία υπέστησαν ένεκα της αποδυναμώσεως του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, και δ) ότι το δικαίωμα των εναγόντων προς ακύρωση της ένδικης πρόσθετης πράξεως και της uno actu εγγυήσεως αυτής λόγω ελαττώματος της βουλήσεώς τους και πιο συγκεκριμένα απάτης, άλλως πλάνης, έχει αποσβεσθεί, διότι είχε ήδη παρέλθει διετία από την κατάρτιση της πρόσθετης πράξεως κατά την 17-10-2007 μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής κατά το Μάιο του 2017. Ο πρώτος εκ των προπαρατεθέντων ισχυρισμών της εναγομένης τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, δοθέντος ότι οι ενάγοντες αιτούνται, σύμφωνα με τα κύρια και τα επικουρικά αιτήματα της ένδικης αγωγής, την αναγνώριση της ακυρότητας της υπό κρίση πρόσθετης πράξεως, επικουρικώς συγκεκριμένων συμβατικών όρων αυτής και την πλήρωση του δημιουργούμενου κενού δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 200 ΑΚ, άλλως την ακύρωση της πρόσθετης πράξεως, καθώς και χρηματική ικανοποίηση ένεκα της εντεύθεν ηθικής τους βλάβης και όχι αποκατάσταση τυχόν μελλοντικής ζημίας αυτών σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 69 ΚΠολΔ, δηλαδή δε ζητούν προληπτική δικαστική προστασία, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη. Ο προμνημονευθείς δεύτερος ισχυρισμός της εναγομένης συνιστά ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ και 262§1 ΚΠολΔ και πρέπει να εξετασθεί κατʼ επέκταση ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Ο τρίτος από τους προεκτεθέντες ισχυρισμούς της εναγομένης αποτελεί ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων, ερείδεται στις ρυθμίσεις των άρθρων 300§1, 330 ΑΚ και 262§1 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατʼ ουσίαν. Ο προειρημένος τέταρτος ισχυρισμός της εναγομένης συνιστά καταλυτική του διαπλαστικού δικαιώματος ακυρώσεως της υπό κρίση πρόσθετης πράξεως ένσταση, στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 157εδ.α, 279, 280 ΑΚ και 262§1 ΚΠολΔ και πρέπει να εξετασθεί κατʼ επέκταση ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

 

19. Μέσω της εμπροθέσμως κατατεθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προσθήκης στις προτάσεις τους (ά. 237§2 ΚΠολΔ), οι ενάγοντες προβάλλουν τον ισχυρισμό, σύμφωνα με την αρμόζουσα εκτίμηση αυτού, της εξακολουθήσεως των ανωτέρω απάτης εις βάρος τους και πλάνης αυτών έως το χρόνο της καταθέσεως της ένδικης αγωγής τους, όπερ έχει ως συνέπεια την κατά τον ίδιο χρόνο έναρξη της προδιαληφθείσας διετούς αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση του υπό κρίση δικαιώματος αυτών προς ακύρωση της ένδικης πρόσθετης πράξεως ένεκα των προαναφερθέντων λόγων. Ο προπαρατεθείς ισχυρισμός αποτελεί αντένσταση στην προμνημονευθείσα υπό στοιχεία 18.δ. ένσταση της εναγομένης, ερείδεται στις ρυθμίσεις των άρθρων 157εδ.β ΑΚ και 262§1 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατʼ ουσίαν.

 

 

20. Από τις υπʼ αριθμόν 927/7-6-2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ... και ... ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πατρών, που νομίμως προσκομίζουν μετʼ επικλήσεως οι ενάγοντες, με πρωτοβουλία των οποίων έγιναν ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη, ήτοι πριν από δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευση της αντιδίκου τους (ά. 421 επ. ΚΠολΔ, βλ. τη νομίμως προσκομιζόμενη μετʼ επικλήσεως υπʼ αριθμόν 33/1-6-2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ...), την υπʼ αριθμόν 41.510/26-9-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών ..., που νομίμως προσκομίζει μετʼ επικλήσεως η εναγομένη, με πρωτοβουλία της οποίας πραγματοποιήθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, δηλαδή πριν από δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλητεύσεως των αντιδίκων αυτής (ά. 143 και 421 επ. ΚΠολΔ, βλ. τη νομίμως προσκομιζόμενη μετʼ επικλήσεως υπʼ αριθμόν 5.279ΣΤ΄/21-9-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πατρών ... προς την υπογράφουσα την υπό κρίση αγωγή πληρεξούσια δικηγόρο των εναγόντων ως αντίκλητό τους), απʼ όλα τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετʼ επικλήσεως εκ μέρους των διαδίκων, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ά. 336§3, 339, 340, 395 και 432 επ. ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων εγγράφων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, όπως επίσης από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ά. 336§4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπʼ αριθμόν .../23-2-2006 συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού δανείου, την οποία η πρώτη των εναγόντων συνήψε, ως δανειολήπτρια, εγγράφως στην Πάτρα με την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία ως δανειοδότρια, χορηγήθηκε, σύμφωνα με τους περιεχόμενους στην περί ης ο λόγος σύμβαση προδιατυπωμένους από την εναγομένη όρους, που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως μεταξύ των συμβαλλομένων, και για την εκ μέρους της πρώτης ενάγουσας αγορά οικοπέδου μετά οικίας, εξασφαλιζόμενο με την εγγραφή συναινετικής προσημειώσεως υποθήκης, πρώτης τάξεως και ποσού 84.500 ευρώ, επί του προειρημένου ακινήτου στεγαστικό δάνειο, συνολικού ποσού 65.000 ευρώ, διάρκειας 14 ετών με αφετηρία την από 6-4-2006 εκταμίευση αυτού, κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου, απαρτιζόμενου από το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor 360 ημερών, πλέον αφενός περιθωρίου ανερχόμενου στο ποσοστό του 1,9% και αφετέρου της εισφοράς του Ν. 128/1975, εγκείμενης τότε στο ποσοστό του 0,12%, και με υπολογισμό των 168 μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων επιστροφής του προδιαληφθέντος δανείου κατά τη μέθοδο του προοδευτικού τοκοχρεωλυσίου. Διά του υπʼ αριθμόν …/24-1-2006 αγοραπωλητήριου συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφου Πατρών ..., το οποίο καταχωρίσθηκε νομίμως στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών με αριθμό …/25-1-2006, η πρώτη των εναγόντων απέκτησε λοιπόν, ένεκα πωλήσεως από τους εκεί αναφερόμενους αληθείς πλήρεις και αποκλειστικούς εννέα συγκυρίους και αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος των 70.000 ευρώ, την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή επί της, εκεί περιγραφόμενης και αποτελούσας το ισόγειο της κείμενης στην Πάτρα, στη θέση «Τζίνη» (πρώην «Μέση Αγυιά»), στο Ο.Τ. … και επί της διασταυρώσεως των οδών…, διώροφης οικοδομής, οριζόντιας ιδιοκτησίας και δη διαμερίσματος, με εμβαδόν 105,30 τ.μ., Κ.Α.Ε.Κ. … και 500/1.000 ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, εκτάσεως 136,90 τ.μ. και με Κ.Α.Ε.Κ. …. Το ποσό των 5.000 ευρώ εκ του ως άνω τιμήματος είχε καταβληθεί από την αγοράστρια πρώτη ενάγουσα στους προμνημονευθέντες πωλητές πριν από την κατάρτιση της προειρημένης συμβάσεως πωλήσεως, ενώ το υπόλοιπο τίμημα, ύψους 65.000 ευρώ, αποπληρώθηκε, ύστερα από τη σύναψη της συμβάσεως πωλήσεως και δη κατά την 6-4-2006, από την πρώτη των εναγόντων μέσω της καταβολής, προς τους πωλητές, του εκταμιευθέντος κατά την ίδια ημέρα προδιαληφθέντος ληφθέντος εκ μέρους της πρώτης ενάγουσας για τον εν λόγω σκοπό στεγαστικού δανείου (βλ. την υπʼ αριθμόν …/6-4-2006 πράξη της συμβολαιογράφου Πατρών …περί της εξοφλήσεως του προαναφερθέντος τιμήματος). Επί του προμνημονευθέντος πωληθέντος ακινήτου ενεγράφη, δυνάμει της εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων υπʼ αριθμόν 1623/28-3-2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και προς εξασφάλιση της πηγάζουσας εκ της προειρημένης συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου αξιώσεως της εναγομένης εναντίον της πρώτης των εναγόντων για την απόδοση αυτού, η προδιαληφθείσα συναινετική προσημείωση υποθήκης, η οποία καταχωρίσθηκε νομίμως στο Κτηματολογικό Γραφείο Πατρών με αριθμό 4.738/29-3-2006. Κατά το έτος 2007 και ενώ η πρώτη ενάγουσα πλήρωνε, επί δεκαοκτώ συνεχόμενους μήνες, εμπροθέσμως τις προμνημονευθείσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις του ανωτέρω δανείου σε ευρώ, η εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία προωθούσε τα στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, εξαιτίας του ανταγωνιστικά χαμηλού επιτοκίου που εξασφάλιζαν, ήτοι εκείνου του Libor σε σχέση με το Euribor. Κατόπιν πρωτοβουλίας υπαλλήλων της εναγομένης, δηλαδή του ... και του ..., εργαζόμενων στο ευρισκόμενο στην Πάτρα, επί των οδών ..., υποκατάστημά της, όπου είχε συναφθεί η προπεριγραφείσα σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου, και υποβολής εκ μέρους αυτών προς την πρώτη των εναγόντων σχετικής προτάσεως, η πρώτη ενάγουσα κατήρτισε με την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία εγγράφως, στο ίδιο κείμενο στην Πάτρα υποκατάστημα της τελευταίας, την υπʼ αριθμόν 0010/2507/00002126036/1/17-10-2007 πρόσθετη στην προαναφερθείσα σύμβαση δανείου πράξη, δυνάμει της οποίας συνομολογήθηκε, σύμφωνα με τους εκεί περιλαμβανόμενους προδιατυπωμένους από την εναγομένη όρους και χωρίς προηγούμενη ατομική διαπραγμάτευσή τους, ότι το ανεξόφλητο υπόλοιπο του εν λόγω στεγαστικού δανείου, ύψους τότε 60.180,45 ευρώ, θα μετατρεπόταν, κατά την 7-11-2007, σε ελβετικά φράγκα επί τη βάσει της οικείας συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την ημέρα της προμνημονευθείσας μετατροπής, όπως η προειρημένη συναλλαγματική ισοτιμία θα προέκυπτε από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος, ενώ θα ήταν χαμηλότερη από την εμφανιζόμενη στο ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της εναγομένης τρέχουσα τιμή αγοράς απʼ αυτήν του ελβετικού φράγκου, η υπολειπόμενη διάρκεια του προδιαληφθέντος δανείου θα συνίστατο σε 149 μήνες από την 7-11-2007 και ο συμβατικός τόκος του ίδιου δανείου θα υπολογιζόταν με το συμφωνούμενο κυμαινόμενο επιτόκιό του, απαρτιζόμενο από το διατραπεζικό επιτόκιο Libor ελβετικού φράγκου (CHF) 360 ημερών μηνιαίας διάρκειας, πλέον αφενός περιθωρίου ανερχόμενου στο ποσοστό του 1,40% και αφετέρου της εισφοράς του Ν. 128/1975, εγκείμενης τότε στο ποσοστό του 0,12%. Ως διατραπεζικό επιτόκιο CHF LIBOR (London InterBank Offered Rate) 360 ημερών μηνιαίας διάρκειας ορίσθηκε, σύμφωνα με την προαναφερθείσα πρόσθετη πράξη, το διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού σε ελβετικό φράγκο (CHF), όπως αυτό καθορίζεται στην αγορά χρήματος του Λονδίνου με βάση υπολογισμού 360 ημέρες από το BBA (British Bankersʼ Association) την 11:00 μεσημβρινή ώρα Λονδίνου (και εμφανίζεται στη σχετική ηλεκτρονική οθόνη της εταιρείας REUTERS για το συγκεκριμένο νόμισμα και περίοδο), δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία υπολογισμού εκάστης των προμνημονευθεισών μηνιαίων δόσεων, στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη εκατοστιαία μονάδα. Ο δεύτερος των εναγόντων, αδελφός της πρώτης εξ αυτών, εγγυήθηκε άλλωστε ολόκληρη την οφειλή της δανειολήπτριας εκ της προμνημονευθείσας συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου και της προειρημένης υπό κρίση πρόσθετης πράξεώς της, συνυπογράφοντας αυτές, αποδεχόμενος ως εκ τούτου το σύνολο των όρων τους, οι οποίοι έχουν τη μορφή γενικών όρων των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), και ενεχόμενος εις ολόκληρον με τη δανειολήπτρια ως αυτοφειλέτης, παραιτηθείς του δικαιώματος διζήσεως. Σύμφωνα με την υπʼ αριθμόν 4.5. ρήτρα της ένδικης πρόσθετης πράξεως μετατροπής του νομίσματος της προδιαληφθείσας συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου από το ευρώ στο ελβετικό φράγκο, «η εξόφληση του δανείου από τον οφειλέτη θα γίνει είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα, είτε με το σε ευρώ ισάξιο (αντίτιμο) του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, υπολογιζόμενο, την ημερομηνία πληρωμής της δόσης, με βάση την ισοτιμία του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή θα προκύψει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος. Η τιμή αυτή θα είναι υψηλότερη από την τρέχουσα τιμή που η τράπεζα πωλεί το ελβετικό φράγκο και η οποία εμφανίζεται στο ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της τράπεζας», ενώ, κατά την τρίτη παράγραφο του υπʼ αριθμόν 8.1. όρου της ίδιας πρόσθετης πράξεως, «… Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δανείου, πέρα από τις συνέπειες που μνημονεύονται κατά τα λοιπά στην παρούσα, η τράπεζα δικαιούται επίσης (αλλά δεν υποχρεούται) να μετατρέπει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου, όπως η τιμή αυτή προκύπτει από το ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της τράπεζας, την ημερομηνία μετατροπής του συνόλου της οφειλής σε ευρώ και να χρεώνει αυτό, με τόκο υπερημερίας που θα υπολογίζεται με το ισχύον βασικό επιτόκιο της τράπεζας για στεγαστικά δάνεια, πλέον περιθωρίου και της εισφοράς του ν. 128/75, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. Σε περίπτωση που ισχύει ανώτερο επιτόκιο υπερημερίας θα ισχύει το επιτόκιο τούτο…». Δυνάμει εξάλλου της υπʼ αριθμόν 5.1. ρήτρας της υπό κρίση πρόσθετης πράξεως, «ο οφειλέτης δικαιούται να καταβάλλει σε ολική ή μερική εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου του, οποιοδήποτε ποσό, κατά τα ειδικότερα (περί καταβολής σε αυτούσιο συνάλλαγμα ή του ισάξιου αυτού σε ευρώ) οριζόμενα στον όρο 4.5. της παρούσας, και εφόσον υπάρχει καθυστερημένη οφειλή με την προϋπόθεση ότι θα εξοφλήσει την οφειλή αυτή. (α) Αν η κατά τα παραπάνω εξόφληση πραγματοποιηθεί κατά τη χρονική περίοδο που ισχύει το σταθερό επιτόκιο σε ελβετικό φράγκο σύμφωνα με τον όρο 3.2. της παρούσας, θα καταβάλλεται στην τράπεζα αποζημίωση προς αποκατάσταση της θετικής ζημίας που τυχόν υφίσταται από την πρόωρη αποπληρωμή λόγω της διαφοράς του επιτοκίου στην αγορά χρήματος (διατραπεζική αγορά) κατά την επανατοποθέτηση του κεφαλαίου που εξοφλείται πρόωρα…», ενώ, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του υπʼ αριθμόν 10 όρου της ίδιας πρόσθετης πράξεως, «… Ο οφειλέτης και ο εγγυητής δηλώνουν ότι πριν την υπογραφή της παρούσας σύμβασης ενημερώθηκαν πλήρως από τους υπαλλήλους της τράπεζας σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους που προκύπτουν από τη σύμβαση αυτή και ότι τους επεξηγήθηκαν όλοι οι όροι αυτής και ιδίως οι κίνδυνοι που μπορεί να προκύψουν από ενδεχόμενη αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ, αναφορικά με την σε ευρώ αποτίμηση του κεφαλαίου του δανείου, των ασφαλίστρων, της καταβαλλόμενης δόσης και την εν γένει αποπληρωμή του δανείου».

 

Κατά την 7-11-2007 μετετράπη λοιπόν το ανεξόφλητο ακόμη κεφάλαιο του προειρημένου τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου, ανερχόμενο τότε στο ποσό των 59.927,04 ευρώ, από το νόμισμα του ευρώ σʼ εκείνο του ελβετικού φράγκου επί τη βάσει της τότε ισοτιμίας τους, δηλαδή 1 ?/1,6687 CHF, με αποτέλεσμα το υπολειπόμενο προς απόδοση κεφάλαιο του προδιαληφθέντος δανείου να αντιστοιχεί στο ποσό των 100.001,76 CHF. Το προαναφερθέν υπόλοιπο μεταφέρθηκε μάλιστα κατά την ίδια ημέρα από τον υπʼ αριθμόν … λογαριασμό σε ευρώ, ο οποίος τηρείτο μέχρι την 7-11-2007 από την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία προς το σκοπό της εξυπηρετήσεως της προμνημονευθείσας δανειακής συμβάσεως, στον υπʼ αριθμόν 5507-034216-253 λογαριασμό σε ελβετικό φράγκο, που τηρείται έκτοτε από την εναγομένη για την εξυπηρέτηση του αυτού δανείου. Η δανειολήπτρια πρώτη ενάγουσα εξακολουθεί ωστόσο, δυνάμει των προεκτεθέντων συμβατικών όρων, να εξοφλεί τις προειρημένες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις και τα έξοδα του ανωτέρω στεγαστικού δανείου σε ευρώ, μέσω της πιστώσεως του προειρημένου τραπεζικού λογαριασμού σε ευρώ, απʼ όπου πραγματοποιείται εν συνεχεία από την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία η λογιστική μεταφορά των καταβαλλόμενων σʼ αυτήν εκ μέρους της πρώτης των εναγόντων οικείων ποσών προς τον προδιαληφθέντα τραπεζικό λογαριασμό σε ελβετικό φράγκο, διά της μετατροπής τους στο εν θέματι αλλοδαπό νόμισμα. Η πρώτη των εναγόντων είχε ενημερωθεί από την εναγομένη αναφορικά με την πραγματοποίηση της προμνημονευθείσας μετατροπής του νομίσματος της ως άνω συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου από το ευρώ στο ελβετικό φράγκο, μέσω της προσκομιζόμενης μετʼ επικλήσεως εκ μέρους της εναγομένης από 7-11-2007 επιστολής αυτής προς την πρώτη ενάγουσα, την οποία η τελευταία παρέλαβε αυθημερόν, αλλά οι προσκομιζόμενες μετʼ επικλήσεως εκ μέρους των εναγόντων παραδιδόμενες σʼ αυτούς βεβαιώσεις της εναγομένης για τις συνολικές κατʼ έτος από το 2006 και εντεύθεν καταβολές από την πρώτη ενάγουσα μέρους του κεφαλαίου και των τόκων του προειρημένου δανείου εκδίδονται σε ευρώ. Η πρώτη των εναγόντων, η οποία έχει γεννηθεί κατά το έτος 1955 και είναι στο επάγγελμα μελισσοκόμος, διαβιεί και δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, οπότε, μολονότι η προδιαληφθείσα δανειακή της σύμβαση μετετράπη από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, είχε ανάγκη να λάβει το δάνεισμα σε ευρώ, προκειμένου να αγοράσει το ανωτέρω ακίνητο, όπου κατοικεί, και με το ίδιο νόμισμα εξοφλεί τις προαναφερθείσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές της δόσεις, στο οποίο εκφράζονται και τα εισοδήματα αυτής. Η επιλογή από την πρώτη ενάγουσα της μετατροπής του προμνημονευθέντος τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου της από το ευρώ στο ελβετικό φράγκο, όπως συνέβη με μεγάλη μερίδα των δανειοληπτών εκείνης της χρονικής περιόδου, των οποίων τα δάνεια είτε συνομολογούνταν εξ αρχής με ρήτρα σε ελβετικό φράγκο είτε μετατρέπονταν μεταγενέστερα σε ελβετικό φράγκο, παρότι τούτο δεν αντικατόπτριζε τις πραγματικές τους ανάγκες, εξηγείται από το γεγονός ότι, από τη θεσμοθέτηση του ευρώ κατά τον Ιανουάριο του 1999, η ισοτιμία μεταξύ αυτού και του ελβετικού φράγκου παρέμενε σχετικά σταθερή, ήτοι με διακύμανση της τάξεως του 5,3%, ενώ το διατραπεζικό επιτόκιο Libor CHF, δηλαδή το επιτόκιο αναφοράς των αγγλικών τραπεζών ως προς τα ελβετικά φράγκα, κυμαινόταν διαχρονικά σε χαμηλότερα επίπεδα από το αντίστοιχο επιτόκιο Euribor, ήτοι το διατραπεζικό επιτόκιο που προσφέρεται για τις καταθέσεις σε ευρώ μιας τράπεζας στην άλλη, με συνέπεια να δημιουργείται ένα επιτοκιακό όφελος για τους δανειολήπτες, οι οποίοι δανείζονταν με το επιτόκιο Libor CHF. Οι προπαρατεθέντες λόγοι παρείχαν συγκριτικό πλεονέκτημα ως προς το συγκεκριμένο δανειακό προϊόν, σε σχέση μʼ ένα δάνειο σε ευρώ, ενώ το προμνημονευθέν πλεονέκτημα τονιζόταν στις σχετικές διαφημιστικές καμπάνιες των τραπεζών και προωθούνταν έτσι απʼ αυτές, μαζικά κατά τον τότε χρόνο, τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο. Αναφορικά με το επιτόκιο Libor, πρέπει να σημειωθεί ότι τύγχανε και παρέμεινε ιδιαίτερα χαμηλό, σε σχέση με το επιτόκιο Euribor, βαίνοντας διαρκώς μειούμενο.

 

Από την αρχή του έτους 2008 και εντεύθεν, η ισοτιμία των προειρημένων δύο νομισμάτων κατέγραψε μεγάλη μείωση εις βάρος του ευρώ, ενώ ο δείκτης της οικείας διακυμάνσεως, η οποία είχε παραμείνει περίπου σταθερή για τα προηγούμενα δεκαπέντε έτη, τριπλασιάσθηκε. Κατά το έτος 2011, η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας έθεσε μάλιστα κατώτατο όριο στην ισοτιμία των δύο νομισμάτων, ήτοι αυτό του 1,20 (1 ? = 1,20 CHF), το οποίο απελευθέρωσε όμως, διά νεότερης αποφάσεώς της, κατά τον Ιανουάριο του 2015. Στην ένδικη περίπτωση, η ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου, επί τη βάσει της τιμής πωλήσεως του ελβετικού φράγκου, ήταν, κατά την ημέρα της ως άνω μετατροπής του δανείου, δηλαδή την 7-11-2007, 1 ?/1,6687 CHF, ενώ κατά την 7-3-2017 ανήλθε σε 1,0710, με αποτέλεσμα το 1 ευρώ να ισούται με 1,0710 ελβετικά φράγκα. Τούτο σημαίνει ότι η προδιαληφθείσα μηνιαία δόση που πρέπει να καταβάλλει η πρώτη των εναγόντων προς αποπληρωμή του προμνημονευθέντος δανείου της σε ευρώ αυξήθηκε, όπως και το οφειλόμενο απʼ αυτήν ποσό σε ευρώ για την εξόφληση του δανείου. Ενώ λοιπόν η μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση ανερχόταν ενδεικτικώς στα ποσά των 577,23 ευρώ κατά τον Οκτώβριο του 2007, 507,90 ευρώ κατά το Νοέμβριο του 2007 και 496,18 ευρώ κατά το Δεκέμβριο του 2009, αυξήθηκε σταδιακά, εγκείμενη στα ποσά των 573,17 ευρώ κατά το Δεκέμβριο του 2010, 603,62 ευρώ κατά το Δεκέμβριο του 2011, 618,67 ευρώ κατά το Δεκέμβριο του 2012, 676 ευρώ κατά τα έτη 2015 και 2016 και 683,91 ευρώ κατά το Μάρτιο του 2017. Έτσι, μολονότι η πρώτη ενάγουσα τυγχάνει συνεπής ως προς την πληρωμή των μηναίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων του ανωτέρω δανείου της, το κεφάλαιο του οποίου ανέρχεται στο προειρημένο ποσό των 65.000 ευρώ, και έχει καταβάλει, κατά το χρονικό διάστημα από το Μάιο του 2006 έως και το Μάρτιο του 2017, για την αποπληρωμή αυτού το συνολικό ποσό των 64.054,82 ευρώ, πλέον τόκων, εξακολουθούσε κατά την 7-3-2017, ήτοι κατόπιν ένδεκα ετών από τις προδιαληφθείσες σύναψη της εν θέματι συμβάσεως στεγαστικού δανείου και εκταμίευσή του, να οφείλει το ποσό των 26.794,36 CHF σε ευρώ, το οποίο συνίσταται, σύμφωνα με την προμνημονευθείσα τότε συναλλαγματική ισοτιμία των προαναφερθέντων νομισμάτων, σʼ αυτό των 25.018,07 ευρώ, όπερ υπερβαίνει κατά το ποσό των 24.072,89 ευρώ εκείνο των 945,18 ευρώ, που απομένει από το κεφάλαιο του προμνημονευθέντος δανείσματος, ύψους 65.000 ευρώ. Η εκ μέρους των εναγόντων επιλογή της ανωτέρω μετατροπής, του προειρημένου δανείου της πρώτης εξ αυτών και της προδιαληφθείσας εγγυήσεώς του από τον δεύτερο ενάγοντα, από το νόμισμα του ευρώ σʼ εκείνο του ελβετικού φράγκου έλαβε χώρα κατόπιν πληροφορήσεως, εκ μέρους των προαναφερθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας προς τους αντιδίκους της, σχετικά με τα προπεριγραφέντα πλεονεκτήματα του χαμηλού επιτοκίου και της ευνοϊκής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου, η οποία είχε παραμείνει σταθερή κατά τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα η καταβλητέα οικεία μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση να είναι μικρότερη απʼ ότι των αντίστοιχων δανείων σε ευρώ, αλλά να εμφανίζεται ως τέτοια και στη μελλοντική προοπτική αυτής. Οι ενάγοντες δεν ενημερώθηκαν εντούτοις, πριν την προμνημονευθείσα επιλογή τους και την υπογραφή αφενός της υπό κρίση πρόσθετης πράξεως από την πρώτη των εναγόντων, υπό την ιδιότητα της τελικής αποδέκτριας του ως άνω τραπεζικού προϊόντος και άρα της καταναλώτριας, και αφετέρου της uno actu εγγυήσεως της ένδικης πρόσθετης πράξεως από τον επίσης καταναλωτή δεύτερο εξ αυτών, υπό τη μη ειδικώς αμφισβητούμενη από την εναγομένη ιδιότητα του εγγυηθέντος υπέρ της προειρημένης καταναλώτριας εκτός του πλαισίου της επαγγελματικής και επιχειρηματικής του δραστηριότητας, από τους υπαλλήλους της εναγομένης ως προς το συναλλαγματικό κίνδυνο της ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου με τρόπο κατανοητό για τους ενάγοντες, διότι οι τελευταίοι δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία αναφορικά με συναλλαγές σε ξένο νόμισμα, δε διαθέτουν ιδιαίτερες γνώσεις ως προς τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και γενικότερα ενασχόληση με εξειδικευμένες τραπεζικές συμβάσεις, όπως έτερα δάνεια ή επενδύσεις, ούτε έχουν περιουσία ή εισοδήματα σε ελβετικά φράγκα.

 

Οι προεκτεθέντες με αριθμούς 4.5. και 8.1.(παρ.3) προδιατυπωμένοι από την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία όροι της ένδικης πρόσθετης πράξεως ως τροποποιητικής συμβάσεως του προδιαληφθέντος τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου, οι οποίοι δεν αποτέλεσαν αντικείμενο προηγούμενης ατομικής διαπραγματεύσεως μεταξύ των διαδίκων, επιβλήθηκαν από την εναγομένη ως προμηθεύτρια στους ενάγοντες καταναλωτές, έχουν τη μορφή Γ.Ο.Σ., άπτονται του κυρίου αντικειμένου των υπό κρίση συμβάσεων, δηλαδή της προαναφερθείσας τροποποιητικής συμβάσεως και της uno actu εγγυήσεώς της, και προβλέπουν αντιστοίχως την υποχρέωση του οφειλέτη να εξοφλεί τις δόσεις του προμνημονευθέντος δανείου προς την εναγομένη, είτε σε αυτούσιο συνάλλαγμα είτε με το σε ευρώ ισάξιο (αντίτιμο) του συναλλάγματος ελβετικών φράγκων, υπολογιζόμενο, την ημερομηνία πληρωμής της δόσεως, επί τη βάσει της ισοτιμίας του οικείου συναλλάγματος, όπως αυτή προκύπτει από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος, και το δικαίωμα της εναγομένης, σε περίπτωση καταγγελίας του εν λόγω δανείου, να μετατρέψει το σύνολο της σχετικής ληξιπρόθεσμης οφειλής από ελβετικό φράγκο σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου, όπως η τιμή αυτή προκύπτει από το ημερήσιο δελτίο τιμών συναλλάγματος της τράπεζας, κατά την ημερομηνία μετατροπής του συνόλου της οφειλής σε ευρώ, τυγχάνουν, ως προς το μέρος τους που ρυθμίζουν την προειρημένη συναλλαγματική ισοτιμία, επί τη βάσει της οποίας μετατρέπονται αφενός σε ελβετικά φράγκα οι εκ μέρους του οφειλέτη καταβολές σε ευρώ καθʼ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του ανωτέρω δανείου σύμφωνα με τον υπʼ αριθμόν 4.5. όρο και αφετέρου σε ευρώ το τυχόν προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου σε ελβετικό φράγκο επί καταγγελίας της συμβάσεως δανείου κατά τον υπʼ αριθμόν 8.1. όρο, αόριστοι και ασαφείς, με συνέπεια να είναι απολύτως άκυροι ως καταχρηστικοί και δη αδιαφανείς, σύμφωνα με τη γενική ρήτρα του άρθρου 2§6 Ν. 2251/1994. Πιο συγκεκριμένα, διά των προδιαληφθέντων δύο συμβατικών όρων παραβιάζεται από την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία η απορρέουσα εκ του άρθρου 2 Ν. 2251/1994 υποχρέωσή της για σαφήνεια και διαφάνεια των Γ.Ο.Σ., η οποία επιτάσσει να είναι αυτοί διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος ως προς την ενημέρωση του καταναλωτής-πελάτης της τράπεζας, ο οποίος όμως διαθέτει τη μέση αντίληψη, κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του αποφάσεως, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει και ιδίως αναφορικά με τη σχέση παροχής και αντιπαροχής (βλ. ΕφΠειρ 711/2011, ΔΕΕ 2012, 356). Με τις ελεγχόμενες δύο ρήτρες δεν παρουσιάζονται ειδικότερα, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στην υπό κρίση πρόσθετη πράξη διαδίκων, αφού δε διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της προμνημονευθείσας συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, όπως επίσης η σχέση μεταξύ του προειρημένου μηχανισμού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν ετέρες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής και εν προκειμένω οι ενάγοντες, οι οποίοι δε διαθέτουν ιδιαίτερες γνώσεις ως προς τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, να μπορούν όχι μόνο να γνωρίζουν το ενδεχόμενο ανατιμήσεως ή υποτιμήσεως του ξένου νομίσματος, στο οποίο έχει μετατραπεί το δάνειο, αλλά και να εκτιμήσουν τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τους ίδιους οι επίμαχοι Γ.Ο.Σ., και πιο συγκεκριμένα αφενός να διαγνώσουν, εκ των προτέρων, το ύψος τόσο των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, τις οποίες θα καλούνταν ως εις ολόκληρον συνοφειλέτες να καταβάλουν προς το σκοπό της αποπληρωμής του προπεριγραφέντος δανείου της πρώτης των εναγόντων, όσο και του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, στην περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ του ευρώ και του ελβετικού φράγκου διαφοροποιείτο εις βάρος των εναγόντων, και αφετέρου να προβούν στο σχετικό οικονομικό προγραμματισμό, παρά μόνο την τελευταία στιγμή, ανάλογα με την τρέχουσα ισοτιμία των νομισμάτων (βλ. Δ.Ε.Ε., 20-9-2017, Ruxandra Paula Andriciuc κ.λπ. κατά Banca Românească SA, C-186/16, EUR-Lex, Δ.Ε.Ε., 30-4-2014, Árpád Kásler και Hajnalka Káslerné Rábai κατά OTP Jelzálogbank Zrt., C-26/13, EUR-Lex, σκέψεις 71-75).

 

Τα προδιαληφθέντα στοιχεία, τα οποία γνωρίζουν οι επαγγελματίες εν γένει του τραπεζικού και χρηματοοικονομικού τομέα και των οικείων κύκλων, δεν είναι κατʼ ανάγκη γνωστά στο μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και τυγχάνει ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, αλλά δε διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις μικροοικονομίας και μακροοικονομίας. Τούτο, διότι δε διατυπώνονται στους προαναφερθέντες δύο Γ.Ο.Σ. με σαφήνεια οι συμβατικές δεσμεύσεις, τις οποίες αναλαμβάνουν η δανειολήπτρια πρώτη ενάγουσα και ο εις ολόκληρον ενεχόμενος μʼ αυτήν ως αυτοφειλέτης δεύτερος των εναγόντων εγγυητής της σε σχέση με το ύψος τόσο της μηνιαίας δόσεως επιστροφής του μετατραπέντος από το ευρώ στο ελβετικό φράγκο προμνημονευθέντος τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου όσο και του κεφαλαίου του τελευταίου. Δεν μπορούσαν επομένως οι ενάγοντες να γνωρίζουν εκ των προτέρων τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλάμβαναν διά της ένδικης πρόσθετης πράξεως.  Εν άλλοις λόγοις, το αντικείμενο της δικαστικής κρίσεως έγκειται in casu στο εάν η προμηθεύτρια εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία δύνατο, εφόσον συναλλασσόταν κατά τρόπο έντιμο και δίκαιο με τους ενάγοντες καταναλωτές, να αναμένει ευλόγως ότι οι αντισυμβαλλόμενοί της θα αποδέχονταν τέτοιες ρήτρες κατόπιν προηγούμενης πλήρους ενημερώσεως και ατομικής διαπραγματεύσεως (βλ.  Δ.Ε.Ε., 14-3-2013, Aziz, C-415/11, EUR-Lex, σκέψεις 68 και 69). Η εναγομένη δεν παρέσχε ωστόσο προς τους ενάγοντες, στο στάδιο των διαπραγματεύσεων και το αργότερο μέχρι την κατάρτιση της επίμαχης πρόσθετης πράξεως, οπότε διαμορφώνεται η δικαιοπρακτική απόφαση του καταναλωτή, την κατάλληλη ενημέρωση, η οποία θα τους χορηγούσε τη δυνατότητα να αντιληφθούν την αληθή έννοια των προπαρατεθέντων με αριθμούς 4.5., 5.1. και 8.1.(παρ.3) Γ.Ο.Σ. της υπό κρίση πρόσθετης πράξεως. Πέραν των λέξεων «ελβετικό φράγκο», που περιλαμβάνονται στην υπογραφείσα από τους ενάγοντες ένδικη πρόσθετη πράξη, αυτοί ουδέποτε ήρθαν σε επαφή με το εν θέματι αλλοδαπό νόμισμα. Η εκταμίευση του προειρημένου δανείου και η παροχή του προδιαληφθέντος δανείσματος προς τη δανειολήπτρια πρώτη των εναγόντων πραγματοποιήθηκαν σε ευρώ και ο μοναδικός τραπεζικός λογαριασμός, τον οποίο κίνησε η πρώτη ενάγουσα για την ανάληψη του ποσού και την καταβολή των μηνιαίων δόσεων του δανείου, ήταν ο προαναφερθείς τηρούμενος από την εναγομένη σε ευρώ. Η δανειολήπτρια πρώτη των εναγόντων ουδέποτε στόχευε στο προμνημονευθέν αλλοδαπό νόμισμα ως αντικείμενο του προειρημένου δανείου, αλλά επιθυμούσε να λάβει ευρώ με ευνοϊκούς δανειακούς όρους, όπερ, εφόσον της δόθηκε η ευκαιρία να πετύχει μέσω της μετατροπής του ως άνω δανείου από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, έπραξε.

 

Οι ενάγοντες δεν μπορούσαν επιπροσθέτως να διαγνώσουν εκ των προτέρων ότι η υποχρέωση αποπληρωμής του ανωτέρω συνομολογηθέντος σε ελβετικό φράγκο δανείου, εκτεινόμενη σε βάθος 12,5 περίπου ετών, σήμαινε ουσιαστικά ότι το αντίστοιχο ποσό που θα καλούνταν στην πραγματικότητα να πληρώσουν σε ευρώ, όπως αυτοί προτίθεντο και η εναγομένη γνώριζε, δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να προβλεφθεί έστω και κατά προσέγγιση, ούτε στη σύναψη της υπό κρίση πρόσθετης πράξεως ούτε καθʼ οιαδήποτε στιγμή στη μετέπειτα διάρκεια της δανειακής συμβάσεως, αφού εξαρτάτο από μέγεθος προσδιοριζόμενο καθημερινά και δη από την ισοτιμία των δύο νομισμάτων. Δεν κατέστη επίσης δυνατό στους ενάγοντες να διαγνώσουν εκ των προτέρων, εξαιτίας ακριβώς της ελλείψεως αναφοράς ουσιωδών στοιχείων, το μηχανισμό διαμορφώσεως της ισοτιμίας των προδιαληφθέντων νομισμάτων, που συνιστούσε το βασικό κριτήριο της διαμορφώσεως του ύψους της οφειλής τους σε ευρώ, ήτοι το πόσο εύθραυστο και εξαρτώμενο από πληθώρα παραγόντων μέγεθος τυγχάνει, το γεγονός ότι είναι αδύνατο να προβεί κανείς σε οποιαδήποτε πρόβλεψη σε βάθος 12,5 ετών και το ότι η ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων ουδόλως εξαρτάτο από την ίδια την εναγόμενη αντισυμβαλλομένη αυτών, η οποία, παρʼ όλα αυτά και προκειμένου να τους πείσει να μετατρέψουν το προαναφερθέν δάνειο σε ελβετικό φράγκο, διαβεβαίωνε τους ενάγοντες για τη σταθερότητα της προμνημονευθείσας συναλλαγματικής ισοτιμίας και μάλιστα σε τέτοιο βάθος χρόνου. Ούτε παρουσιάσθηκαν στους ενάγοντες στοιχεία, τα οποία να μπορεί κανείς να ισχυρισθεί βασίμως ότι τους κατέστησαν σαφές πως, αν το νόμισμα, στο οποίο η δανειολήπτρια πρώτη ενάγουσα επέλεξε να μετατραπεί το προπεριγραφέν δάνειο, υπέκειτο κάποια στιγμή σε υπερτίμηση έναντι του ευρώ, αυτοί, που δεν είχαν εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο, αλλά μόνο σε ευρώ, θα επιβαρύνονταν με τόσο απρόβλεπτες υποχρεώσεις, ώστε πιθανότατα όχι μόνον ουδέποτε θα εξοφλούσαν το ως άνω στεγαστικό δάνειο, όπως επιθυμούσαν, αλλά θα έθεταν σε κίνδυνο και την υπόλοιπη περιουσία τους διά της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως της εναγομένης να παράσχουν σʼ αυτήν επιπλέον εξασφαλίσεις.

 

Ο τρόπος άλλωστε, με τον οποίο η εναγομένη και έτερες τράπεζες διαφήμιζαν, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, στον τύπο και στα λοιπά μέσα μαζικής ενημερώσεως τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, δημιουργούσε στο μέσο καταναλωτή, όπως είναι οι ενάγοντες, την εσφαλμένη πεποίθηση ότι οι προεκτεθείσες υποχρεώσεις τους θα παρέμεναν, αν όχι αμετάβλητες, πάντως σταθερές και με μικρές μόνον αποκλίσεις στο μέλλον, όπερ όμως δεν εξαρτάτο, ενόψει των προπαρατεθέντων, από τα πιστωτικά ιδρύματα. Η εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία εξασφαλιζόταν πάντως απολύτως από τον οποιοδήποτε, πραγματικό και όχι απίθανο για τους γνωρίζοντες τον τρόπο λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών, συναλλαγματικό κίνδυνο, εκθέτοντας όμως σε αντίστοιχο υπέρμετρο κίνδυνο μόνον τους ενάγοντες καταναλωτές, οι οποίοι είχαν απλώς τη βούληση να λάβει η πρώτη εξ αυτών ένα φθηνό δάνειο. Το μέγεθος του κινδύνου, τον οποίο αναλάμβαναν οι καταναλωτές, προκύπτει επιπροσθέτως από το πολύ χαμηλό, σε σχέση με τα αντίστοιχα δάνεια σε ευρώ, επιτόκιο, που πρόσφερε σε αντάλλαγμα η εναγομένη. Η απαιτούμενη επί τη βάσει των προειρημένων προσήκουσα προσυμβατική ενημέρωση των εναγόντων καταναλωτών από την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία δεν μπορούσε εντούτοις να γίνει, δοθέντος ότι οι προδιαληφθέντες υπάλληλοι της εναγομένης, οι οποίοι προωθούσαν τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, δεν είχαν τις απαραίτητες ειδικές γνώσεις. Τούτο προκύπτει επίσης από τους ίδιους τους ισχυρισμούς της εναγόμενης, η οποία διατείνεται ότι η εν λόγω δανειακή σύμβαση σε ευρώ δεν αποτελούσε επενδυτικό προϊόν, με συνέπεια να μη χρειαζόταν οι υπάλληλοι που την προωθούσαν να έχουν πιστοποιητικά επαγγελματικής επάρκειας παροχής επενδυτικών συμβουλών και η οικεία ενημέρωση των καταναλωτών να μην απαιτείται να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, για να διευκολύνεται η κατανόηση της αναμενόμενης αποδόσεως και των πιθανών κινδύνων, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο Β αρ. 1 περ. στ παρ. 2 της υπʼ αριθμόν 2501/2002 Π.Δ.Τ.Ε., που αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων. Αυτό παρίσταται εν πρώτοις βάσιμο, όπως αναφέρεται στην υπʼ αριθμόν 8 νομική σκέψη της παρούσας αποφάσεως, αφού οι δανειολήπτες δεν κατέθεταν χρήματα, παρά λάμβαναν, και τα δάνεια σε ξένο νόμισμα δε συνιστούν ως εκ τούτου επενδυτικά προϊόντα. Δε σημαίνει όμως ότι τα έννομα συμφέροντα των ληπτών στεγαστικών δανείων δεν τυγχάνουν άξια όχι μόνον ανάλογης αλλά και ακόμη μεγαλύτερης προστασίας. Τούτο, διότι εκ των πραγμάτων συνάγεται ότι μοναδική τους προσδοκία αποτελούσε η απόκτηση στέγης με ελκυστικούς όρους αποπληρωμής και όχι η αύξηση του πλούτου τους, όπως συμβαίνει αντιθέτως με τους μέσους υποψήφιους επενδυτές, οι οποίοι εκτίθενται οικειοθελώς σε κίνδυνο και αντιλαμβάνονται, έστω και χονδρικά, ότι οι επενδύσεις εμπεριέχουν στην ίδια την έννοια αυτών τον κίνδυνο και το ρίσκο, οπότε, αν δεν το αντιλαμβάνονται, υπάρχει πλήρες νομοθετικό πλέγμα για την προστασία τους. Η έννοια του κινδύνου και του ρίσκου δεν είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την έννοια που έχει για το μέσο καταναλωτή ένα στεγαστικό ή καταναλωτικό δάνειο, το οποίο λαμβάνεται προς τον αποκλειστικό σκοπό της αποκτήσεως οικίας ή καταναλωτικών αγαθών αντιστοίχως. Αν ωστόσο συμβαίνει κάτι τέτοιο μʼ ένα δανειακό προϊόν, όπως ήταν τα συγκεκριμένα δάνεια σε ξένο νόμισμα, που ενείχαν κινδύνους προσιδιάζοντες σε επενδυτικά προϊόντα, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστεως, να εξηγείται αυτό στους καταναλωτές ενδελεχώς από πρόσωπα, τα οποία έχουν αποδεδειγμένα τις απαιτούμενες προς τούτο γνώσεις. Η εν θέματι προσυμβατική ενημέρωση πρέπει μάλιστα, κατά την υπʼ αριθμόν 2501/2002 Π.Δ.Τ.Ε., να αφορά in concreto ιδίως τα εξής: «σε περιπτώσεις δανεισμών με κυμαινόμενο επιτόκιο … πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου» (§Β αρ. 2 περ. iv) και «τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος» (§Β αρ. 2 περ. x).

 

Οι περί ων ο λόγος υποχρεώσεις εξειδικεύθηκαν δυνάμει της από 19-3-2007 Συστάσεως της Τράπεζας της Ελλάδος (Τ.τ.Ε.) (Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος) και της από 23-4-2013 εγκυκλίου της Τ.τ.Ε. (Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος), σύμφωνα με τις οποίες «στις περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων σε ξένο νόμισμα ... για τη διευκόλυνση ... της κατανόησης των επιπτώσεων στις δόσεις του δανείου από ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή του επιτοκίου, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να δίνουν παραδείγματα στα οποία, για τον υπολογισμό της δόσης αποπληρωμής του δανείου (κεφάλαιο και τόκοι), θα λαμβάνεται: α) ως ισοτιμία η μεγίστη τιμή της αρνητικής διακύμανσης κατά την τελευταία τριετία μεταξύ των νομισμάτων, που προσδιορίζουν την οφειλή του δανειολήπτη, β) ως επιτόκιο αναφοράς, το υψηλότερο επιτόκιο της τελευταίας τριετίας». Η τακτική προσυμβατικής ενημερώσεως, την οποία ακολούθησε in casu η εναγομένη, δεν πληρούσε τις προεκτεθείσες ασφαλιστικές δικλείδες, αφού δεν περιείχε με αποσαφηνισμένους όρους το βάρος του υπέρμετρου κινδύνου μεταβολής της οικείας συναλλαγματικής ισοτιμίας, που συνδεόταν άρρηκτα με το μεγάλο βάθος χρόνου της προμνημονευθείσας δανειακής συμβάσεως. Οι ενάγοντες καταναλωτές δεν κατανόησαν ως εκ τούτου τις συνέπειες, τις οποίες θα μπορούσε να προκαλέσει, σε περίπτωση μεταβολής της προειρημένης ισοτιμίας υπέρ του ελβετικού φράγκου, η εν θέματι υποχρέωση που ανέλαβαν. Τούτο, δοθέντος ότι, παραβιάζοντας από βαριά αμέλεια την προδιαληφθείσα προβλεπόμενη από το άρθρο 2 Ν. 2251/1994, την υπʼ αριθμόν 2501/2002 Π.Δ.Τ.Ε. και την αρχή της καλής πίστεως υποχρέωσή της προς προσυμβατική ενημέρωση των αντισυμβαλλόμενων αυτής εναγόντων καταναλωτών, η εναγομένη, η οποία δεν κατέβαλε εν προκειμένω την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, δεν παρείχε, πριν από την κατάρτιση της προσβαλλόμενης πρόσθετης πράξεως, στους ενάγοντες εξειδικευμένες πληροφορίες, ώστε να μπορέσουν να συγκρίνουν το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν του δανείου σε ελβετικό φράγκο μʼ ένα αντίστοιχο δάνειο επί παραδείγματι σε ευρώ, δεν τους παρέθεσε τότε συγκεκριμένα παραδείγματα, ώστε να δύνανται να αντιληφθούν εμπράκτως την πορεία του προαναφερθέντος στεγαστικού δανείου της πρώτης των εναγόντων στο βάθος του χρόνου αποπληρωμής αυτού καθώς και τον αντίκτυπο της μεταβολής της προμνημονευθείσας συναλλαγματικής ισοτιμίας κυρίως ως προς το ποσό του κεφαλαίου του δανείου, δεν ενημέρωσε τους ενάγοντες προσυμβατικά για το ότι μια τυχόν δυσμενής τέτοια εξέλιξη μπορεί όχι μόνο να εξανεμίσει τα οφέλη από την εφαρμογή χαμηλού επιτοκίου, αλλά να επιφέρει ιδιαίτερα επαχθείς γιʼ αυτούς συνέπειες, οφειλόμενες στον πολλαπλασιασμό του επιστρεπτέου κεφαλαίου του δανείου, ούτε τους παρότρυνε σε τεχνικές καλύψεως του προδιαληφθέντος συναλλαγματικού κινδύνου (§Β αρ. 2 περ. xi Π.Δ.Τ.Ε. 2501/2002), τις οποίες μάλιστα δεν διέθετε η ίδια. Η εναγομένη παρέλειψε επομένως να υπομνήσει στους ενάγοντες τον προπεριγραφέντα σημαντικό κίνδυνο διακυμάνσεως της προειρημένης συναλλαγματικής ισοτιμίας και να τους διαφωτίσει ως προς τις σοβαρές συνέπειες της εν λόγω διακυμάνσεως. Μόνη η σχετική αναφορά στην προπαρατεθείσα δεύτερη παράγραφο του υπʼ αριθμόν 10 γενικού όρου της ένδικης πρόσθετης πράξεως, περί της ενημερώσεως των εναγόντων για τους αναλαμβανόμενους απʼ αυτούς κινδύνους ως προς τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου, δεν ανατρέπει τα προεκτεθέντα, δοθέντος επίσης ότι η προμνημονευθείσα έμμεση απαλλακτική ρήτρα υπέρ της εναγομένης συνιστά, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 2§§6,7περ.κδ Ν. 2251/1994, άκυρο Γ.Ο.Σ. ένεκα καταχρηστικότητάς του, αφού βεβαιώνει την εκ μέρους των καταναλωτών γνώση κινδύνων, τους οποίους στην πραγματικότητα αγνοούν (βλ. Σ. Ψυχομάνη, Τραπεζικά στεγαστικά δάνεια σε ελβετικά φράγκα, ΔΕΕ 2015, σ. 1 επ.), όπως ισχυρίζονται βασίμως οι ενάγοντες. Έχει επιπροσθέτως κριθεί ότι η υπογραφή και η παραλαβή προδιατυπωμένων συμβάσεων και επιστολών δεν μπορούν να θεωρηθούν ως πλήρης και προσήκουσα εκπλήρωση των προσυμβατικών υποχρεώσεων των πιστωτικών φορέων για επαρκή πληροφόρηση και ενημέρωση, διότι αντιστρέφεται έτσι το βάρος αποδείξεως της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, όπερ δύναται να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων των καταναλωτών (βλ. Δ.Ε.Ε., 18-12-2014, CA Consumer Finance SA κατά Ingrid Bakkaus, Charline Bonato, Florian Bonato, C-449/13, EUR-lex, σκέψεις 30-32). Η προειρημένη ιδιαίτερα σοβαρή παράλειψη της εναγομένης να ενημερώσει προσυμβατικά τους ενάγοντες πλήρως και προσηκόντως δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι η πρώτη των εναγόντων αιτήθηκε, κατόπιν προτροπής των προδιαληφθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, τη μετατροπή του προμνημονευθέντος δανείου της από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, όπως διατείνεται αβασίμως η εναγομένη, αφού το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι οι ενάγοντες γνώριζαν τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. ’ρα, η προσυμβατική ενημέρωση των εναγόντων από την εναγομένη ως προς τον προειρημένο συναλλαγματικό κίνδυνο ήταν επιφανειακή και κατόπιν τούτου ελλιπής, με συνέπεια η εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία να μην έχει εκπληρώσει την πηγάζουσα εκ της αρχής της καλής πίστεως (ΑΚ 288) υποχρέωση αυτής για την προπεριγραφείσα απαιτούμενη εκ του νόμου (ά. 2 Ν. 2251/1994, 4§2, 5 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και §Β αρ. 2 περ. x, xi Π.Δ.Τ.Ε. 2501/2002) πλήρη προσυμβατική ενημέρωση των εναγόντων καταναλωτών στο πλαίσιο του ανωτέρω δανείου σε ξένο νόμισμα. Η έλλειψη σχετικής προσυμβατικής ενημερώσεως των εναγόντων ως προς τα προπαρατεθέντα αναγκαία στοιχεία συνάγεται επιπλέον από τη μη επιλογή της δανειολήπτριας πρώτης ενάγουσας να ζητήσει από την εναγομένη την εκ νέου μετατροπή του νομίσματος του προδιαληφθέντος δανείου από το ελβετικό φράγκο στο ευρώ. Τούτο, δοθέντος ότι δε συνάδει με την κοινή λογική η παραδοχή ότι, παρότι οι ενάγοντες αντιλήφθηκαν πως ενάντια σε κάθε πρόβλεψη άρχιζε να ανατρέπεται μια κατάσταση, δηλαδή η σταθερότητα της προαναφερθείσας συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία για δεκαπενταετία τουλάχιστον είχε ελάχιστα αλλάξει και αποτελούσε το θεμέλιο της δικαιοπρακτικής αποφάσεως αφενός της πρώτης των εναγόντων να μετατραπεί το προμνημονευθέν δάνειο αυτής από το νόμισμα του ευρώ σʼ εκείνο του ελβετικού φράγκου και αφετέρου του δεύτερου ενάγοντος να εγγυηθεί την αποπληρωμή του, όντας το κύριο δέλεαρ των τραπεζών, καθώς και τι ακριβώς σήμαινε η μεταβολή της προειρημένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, η πρώτη των εναγόντων δεν προσέτρεξε εγκαίρως στην προδιαληφθείσα εκ νέου συμβατική μετατροπή του νομίσματος του δανείου της, αποδεχόμενη έτσι τον εντεύθεν κίνδυνο, προκειμένου απλώς και μόνο να μην απολέσει το ως άνω ευνοϊκό επιτόκιο.

 

Ειδικότερα, η πρώτη ενάγουσα δεν διέθετε συμβατικό δικαίωμα μονομερούς μετατροπής του προπεριγραφέντος δανείου αυτής από το νόμισμα του ευρώ σʼ εκείνο του ελβετικού φράγκου, αλλά η εν θέματι μετατροπή ήταν δυνατή, μόνον αν η εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία συμφωνούσε (ΑΚ 361). Οι ενάγοντες καταναλωτές, η πρώτη εκ των οποίων είχε απλώς τη βούληση να καταστούν ευνοϊκότεροι οι όροι αποπληρωμής του προαναφερθέντος τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού της δανείου για την απόκτηση κατοικίας, ενώ ο δεύτερος εξ αυτών επιθυμούσε να εγγυηθεί, υπέρ της πρώτης ενάγουσας αδελφής του, την απόδοση του περί ου ο λόγος δανείου, δε θα αποδέχονταν επομένως, αν είχε παρασχεθεί σʼ αυτούς η δυνατότητα, κατόπιν της εκπληρώσεως από την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία της υποχρεώσεώς της περί της προπεριγραφείσας απαιτούμενης εκ του νόμου οικείας προσυμβατικής ενημερώσεως αυτών από τους αρμόδιους υπαλλήλους της εναγομένης και σχετικής ατομικής διαπραγματεύσεως, να διαγνώσουν εκ των προτέρων τα προεκτεθέντα, τους επιβληθέντες, από την εναγομένη, κατά κατάχρηση της συμβατικής της ελευθερίας (ΑΚ 281 και 361), σε αμφότερους τους ενάγοντες καταναλωτές, προμνημονευθέντες με αριθμούς 4.5., 5.1., 8.1.(παρ.3) και 10(παρ.2) Γ.Ο.Σ. της υπό κρίση πρόσθετης πράξεως ούτε η εναγόμενη δικαιούτο να αναμένει ευλόγως κάτι τέτοιο. Αν λοιπόν οι ενάγοντες γνώριζαν όλους τους κινδύνους, που εγκυμονούσε η μετατροπή του νομίσματος της προδιαληφθείσας συμβάσεως τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, και κυρίως τη μετακύλιση του οικείου συναλλαγματικού κινδύνου σʼ αυτούς, δε θα προέβαιναν στη σύναψη της προπεριγραφείσας πρόσθετης πράξεως και της εγγυήσεώς της αντιστοίχως. Οι ελεγχόμενες προειρημένες τέσσερις ρήτρες είναι μεν σαφώς διατυπωμένες από γραμματική άποψη, αλλά μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, προκειμένου να κριθούν ως διαφανείς και άρα έγκυρες, επί τη βάσει των κριτηρίων που ο Ν. 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της ανωτέρω αοριστίας τους αναφορικά με τις ουσιώδεις οικονομικές συνέπειες αυτών, άγουν στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών των εναγόντων καταναλωτών-πελατών της εναγομένης ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής τους σχέσεως με την τελευταία, ότι δηλαδή, καταβάλλοντας τις συμφωνηθείσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής τους θα μειώνεται και δε θα αυξάνεται εξαιτίας μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου (βλ. συναφώς ΑΠ 1219/2001, ΔΕΕ 2001, 1128). Δεν είχε γίνει επομένως κατανοητό από τους ενάγοντες, κατά την κατάρτιση της ένδικης πρόσθετης πράξεως, ότι μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, καθόσον αποτελεί δικαιολογημένη και καλλιεργημένη από την εναγομένη προσδοκία ότι διά της καταβολής κάθε μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσεως μειώνεται το χρέος αυτών έναντι της εναγομένης, ενώ έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για τον οφειλέτη ότι όσο αποπληρώνει το δάνειο τόσο αυτό μειώνεται ως χρέος. Οι προδιαληφθείσες αρνητικές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου οδήγησαν όμως στην προμνημονευθείσα αύξηση της ανωτέρω οφειλής των εναγόντων έναντι της εναγομένης, παρά τις προειρημένες συνεχείς και συνεπείς εκ μέρους της δανειολήπτριας πρώτης των εναγόντων καταβολές. Συνιστά ως εκ τούτου πλήρη διάψευση κάθε δικαιολογημένης προσδοκίας των εναγόντων εις ολόκληρον συνοφειλετών το γεγονός ότι, ένεκα των ως άνω Γ.Ο.Σ., μπορεί να εξοφλούν επί αρκετά έτη τις μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις αποπληρωμής του προμνημονευθέντος στεγαστικού δανείου της πρώτης ενάγουσας, χωρίς αυτό να απομειώνεται. Μολονότι η προδιαληφθείσα ανατραπείσα συναλλαγματική ισοτιμία δεν καθορίζεται μονομερώς από την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, αλλά επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, τα επιτόκια, το ισοζύγιο πληρωμών, ο πληθωρισμός, τα επίπεδα των τιμών, η παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών και οι προσδοκίες του συναλλακτικού κοινού, ούτε η εναγομένη καθορίζει μονομερώς την τιμή πωλήσεως του ελβετικού φράγκου, παρέχοντας μάλιστα στους ενάγοντες, ως συνοφειλέτες εις ολόκληρον για την απόδοση του προμνημονευθέντος δανείου, τη δυνατότητα να αγοράσουν ελβετικά φράγκα και από οποιαδήποτε έτερη τράπεζα, αν θεωρούσαν ότι η τελευταία πωλεί σʼ αυτούς το ελβετικό νόμισμα με καλύτερη ισοτιμία, αφού μπορούσαν να αποπληρώσουν την προειρημένη οφειλή τους και στο ξένο νόμισμα απευθείας, η εναγομένη, η οποία τελούσε εν γνώσει του αναλαμβανόμενου εκ μέρους των εναγόντων καταναλωτών προπεριγραφέντος συναλλαγματικού κινδύνου, υποχρεούτο στην ένδικη περίπτωση να θέσει υπόψη των εναγόντων, ως μέσων καταναλωτών που δε διαθέτουν ιδιαίτερες γνώσεις, τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος σε μια τέτοια, όπως η υπό κρίση, συναλλαγή σε ξένο νόμισμα, ώστε να συνειδητοποιήσουν ότι πρόκειται μεν για ένα δανειακό προϊόν, αλλά με κινδύνους επενδυτικού εγχειρήματος. Τύποις λοιπόν συνιστά η προδιαληφθείσα συμβατική δυνατότητα, περί της εκπληρώσεως της προειρημένης εις ολόκληρον οφειλής των εναγόντων, με αντικείμενο την απόδοση του ανωτέρω τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου της πρώτης εξ αυτών, σε αυτούσιο ελβετικό φράγκο, λύση για την έξοδο των εναγόντων από την προπεριγραφείσα δυσμενή οικονομική θέση, στην οποία έχουν περιέλθει, διότι στην πραγματικότητα δεν ενδείκνυται in concreto, δοθέντος ότι με το εξαχθησόμενο ποσό της επίμαχης οφειλής σε ευρώ θα επικυρωθεί η προαναφερθείσα αρνητική συναλλαγματική ισοτιμία και άρα η αύξηση του ανεξόφλητου κεφαλαίου του προμνημονευθέντος δανείου και του ύψους των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων αποπληρωμής του (βλ. ΠΠρΑθ 334/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι προδιαληφθέντες ελεγχόμενοι τέσσερις Γ.Ο.Σ. ματαιώνουν συνεπώς τον προειρημένο σκοπό της ένδικης πρόσθετης πράξεως, ο οποίος έγκειται στην αμοιβαίως επωφελή για τη δανειολήπτρια πρώτη ενάγουσα και τη δανειοδότρια εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία επίτευξη του προαναφερθέντος χαμηλού επιτοκίου και της προμνημονευθείσας ευνοϊκής αρχικώς ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου, καθόσον περιορίζουν, εμμέσως, αλλά ουσιωδώς, την απορρέουσα εκ της αρχής της καλής πίστεως και του νόμου θεμελιώδη υποχρέωση της εναγόμενης προμηθεύτριας για τη σχετική πλήρη και προσήκουσα προσυμβατική ενημέρωση των εναγόντων καταναλωτών και την πηγάζουσα εκ της καλής πίστεως υποχρέωση της εναγομένης περί της προστασίας της περιουσίας και των εννόμων συμφερόντων αυτών, με αποτέλεσμα οι εν λόγω ρήτρες να προκαλούν τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων στην υπό κρίση πρόσθετη πράξη διαδίκων εις βάρος των εναγόντων καταναλωτών και να άγουν στη διάψευση της συναλλακτικά δικαιολογημένης προσδοκίας των τελευταίων ως προς τη φύση του παρεχόμενου στην πρώτη εξ αυτών ως άνω δανειακού τραπεζικού προϊόντος σε ξένο νόμισμα, τον προπεριγραφέντα σκοπό του και το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πρόσθετης πράξεως, αφού η εναγόμενη προμηθεύτρια επιρρίπτει με τους εν θέματι Γ.Ο.Σ. στους μη ενήμερους ενάγοντες καταναλωτές το σύνολο του προειρημένου συναλλαγματικού κινδύνου, ούτως ώστε αυτή να μην υφίσταται εντεύθεν καμία ζημία, αλλά να αποκομίζει μόνον κέρδος, οπότε οι προδιαληφθέντες τέσσερις Γ.Ο.Σ. δεν εξασφαλίζουν in casu τη δίκαιη εξισορρόπηση των εκατέρωθεν εννόμων συμφερόντων (Äquivalenzverhältnis, αντισταθμιστική σχέση). Η ανωτέρω υπό στοιχεία 18.β. ένσταση της εναγομένης ότι οι ενάγοντες ασκούν καταχρηστικώς τα υπό κρίση δικαιώματά τους απορρίπτεται επομένως ως ουσία αβάσιμη, διότι δε συντρέχουν εν προκειμένω, επί τη βάσει των προεκτεθέντων, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες από την προηγηθείσα συμπεριφορά των διαδίκων, ενόψει των οποίων η επακολουθούσα άσκηση των δικαιωμάτων των εναγόντων να συνιστά αντιφατική συμπεριφορά και γενικότερα να υπερβαίνει προφανώς τα επιβαλλόμενα από την αντικειμενική καλή πίστη, τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό των υπό κρίση δικαιωμάτων όρια. Οι ενάγοντες δεν προκάλεσαν μάλιστα στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν τα αγωγικά τους δικαιώματα, αφού μόνον κατόπιν μετασυμβατικής εξωτερικής νομικής αρωγής και μετά την πάροδο πολλών ετών από την κατάρτιση της ένδικης πρόσθετης πράξεως κατά το έτος 2007, ήτοι μόλις κατά το τέλος του έτους 2016, διαπιστώθηκαν από τους ενάγοντες τόσο το μέγεθος της προειρημένης επιβαρύνσεως αυτών όσο και η μονιμότητά της. Πρόκειται εν άλλοις λόγοις για περίπτωση, κατά την οποία η ήδη υπάρχουσα κατά το χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως σημαντική ανισορροπία εκδηλώθηκε μόνον κατά την εκτέλεση αυτής και μάλιστα μετά την παρέλευση ετών (βλ. Δ.Ε.Ε., 20-9-2017, Ruxandra Paula Andriciuc κ.λπ. κατά Banca Românească SA, C-186/16, EUR-Lex, σκέψη 54). Ως ουσιαστικά αβάσιμη πρέπει επίσης να απορριφθεί η προβληθείσα από την εναγομένη προπαρατεθείσα υπό στοιχεία 18.γ. ένσταση συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων, δοθέντος ότι αυτοί προέβησαν, επί τη βάσει των προαναφερθέντων, στην κατάρτιση της υπό κρίση πρόσθετης πράξεως, δίχως να έχουν επίγνωση του ως άνω κινδύνου, που προκύπτει από τη διακύμανση της μεταξύ των προμνημονευθέντων δύο νομισμάτων συναλλαγματικής ισοτιμίας και την αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, ο οποίος και επήλθε, με συνέπεια η πρώτη ενάγουσα να μην μπορεί να επιλέξει εν συνεχεία τη συμβατική μετατροπή του προδιαληφθέντος δανείου πάλι σε ευρώ από ελβετικό φράγκο, όπερ δεν είναι άλλωστε βέβαιο ότι θα γινόταν αποδεκτό από την εναγομένη. ’ρα, οι προεκτεθέντες με αριθμούς 4.5., 5.1., 8.1.(παρ.3) και 10(παρ.2) Γ.Ο.Σ. της προσβαλλόμενης πρόσθετης πράξεως τυγχάνουν απολύτως άκυροι ως καταχρηστικοί και δη αδιαφανείς, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 2§6 Ν. 2251/1994, αλλά όχι δυνάμει αυτών του άρθρου 2§7 στοιχ. ε, ια του ίδιου νόμου. Η απόλυτη ακυρότητα των προειρημένων καταχρηστικών συμβατικών όρων επιφέρει κατʼ επέκταση τη σχετική υπέρ των εναγόντων καταναλωτών ολική ακυρότητα της ένδικης πρόσθετης πράξεως (ά. 2§8 Ν. 2251/1994, 180 και 181 ΑΚ), την οποία ολική ακυρότητα επικαλούνται, υπέρ αυτών, οι ενάγοντες καταναλωτές διά της υπό κρίση αγωγής τους, αφού συνάγεται ότι οι συμβαλλόμενοι διάδικοι, οι οποίοι δε γνώριζαν, κατά το χρόνο συνάψεως της πρόσθετης πράξεως, την προδιαληφθείσα μερική ακυρότητα, δε θα επιχειρούσαν, αν γνώριζαν τότε την ακυρότητα, τη σύναψη της ένδικης πρόσθετης στην ανωτέρω σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου πράξεως και της uno actu εγγυήσεώς της χωρίς το προαναφερθέν άκυρο μέρος αυτών (βλ. συναφώς ΑΠ 328/2001, ΕλλΔνη 2001, 1295). Τούτο, διότι η ισχύς των προσβαλλόμενων προμνημονευθεισών συμβάσεων, δηλαδή της τροποποιητικής συμβάσεως του προειρημένου δανείου και της εγγυήσεώς της, δεν μπορεί να εκδηλωθεί μετά τον εξοβελισμό των προδιαληφθεισών ρητρών, που τυγχάνουν, σύμφωνα με τη βούληση όλων των συμβαλλομένων ενόψει των προηγηθέντων, ουσιώδεις για τις εν θέματι συμβάσεις, καθόσον προσδιορίζουν τις υπό κρίση έννομες σχέσεις των διαδίκων, καθορίζοντας τα στοιχεία της παροχής και της αντιπαροχής. Αλλιώς, οι προαναφερθείσες μερικώς άκυρες συμβάσεις θα απέβαιναν μη ηθελημένες από τα συμβαλλόμενά τους μέρη δικαιοπραξίες, δοθέντος ότι αφενός οι ενάγοντες καταναλωτές επικαλούνται την προμνημονευθείσα ολική ακυρότητα και αφετέρου η εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία δε θα παρείχε το ως άνω ευνοϊκό επιτόκιο Libor, παρά μόνο σε αντάλλαγμα της αναλήψεως του προειρημένου συναλλαγματικού κινδύνου από τους ενάγοντες (βλ. συναφώς Κ. Ρήγα, Απαλλακτικές Ρήτρες, 2012, σ. 302 επ.). Δεν υφίσταται επομένως in concreto δικαιοπρακτικό κενό, ώστε να πρέπει να καλυφθεί σύμφωνα με το άρθρο 200 ΑΚ, διότι, εξαιτίας της προδιαληφθείσας επελθούσας ολικής ακυρότητας της υπό κρίση με αριθμό .../17-10-2007 πρόσθετης πράξεως, η οποία θεωρείται έτσι ως μηδέποτε γενομένη αυτοδικαίως και αναδρομικώς, θα ισχύσουν in casu, στις προαναφερθείσες συμβατικές σχέσεις των διαδίκων, οι όροι των υπʼ αριθμόν .../23-2-2006 αρχικών συμβάσεων τοκοχρεωλυτικού δανείου και εγγυήσεως αυτού, οι οποίοι συγκροτούν πλήρη δικαιοπρακτική ρύθμιση. Το άρθρο 291 ΑΚ δεν εφαρμόζεται εξάλλου εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν αποτελεί in concreto «νομοθετική ή κανονιστική διάταξη αναγκαστικού δικαίου» υπό την έννοια του άρθρου 1§2 της Οδηγίας 93/13, αφού δεν πρόκειται για συναφή ρύθμιση (βλ. ΑΠ 374/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 1911/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ).

 

Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ συνιστά ρύθμιση ενδοτικού δικαίου («αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο») και καθιερώνει τη διαζευκτική ευχέρεια του οφειλέτη πληρωτέας στην Ελλάδα χρηματικής ενοχής σε ξένο νόμισμα να εξοφλήσει είτε αυτουσίως στο αλλοδαπό νόμισμα είτε σε ευρώ, επί τη βάσει τότε της τρέχουσας κατά το χρόνο πληρωμής ισοτιμίας με το ξένο νόμισμα. Τούτο δεν σημαίνει εντούτοις ότι η προεκτεθείσα υπʼ αριθμόν 4.5. ρήτρα της ένδικης πρόσθετης πράξεως τυγχάνει απλώς και μόνο «δηλωτική», ως επαναλαμβάνουσα την προειρημένη νομοθετική διάταξη, και άρα μη υποκείμενη σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Η έλλειψη της προμνημονευθείσας συνάφειας ερείδεται σε δύο βάσεις και δη αφενός στο ότι οι επίμαχες συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι in concreto δύο και προσδιορίζονται επί τη βάσει της τιμής αγοράς ευρώ/ελβετικού φράγκου και της τιμής πωλήσεως ευρώ/ελβετικού φράγκου στη διατραπεζική αγορά, ενώ η ρύθμιση του άρθρου 291 ΑΚ τυγχάνει εφαρμοστέα επί διαζευκτικής ευχέρειας πληρωμής είτε με αλλοδαπό είτε με ημεδαπό νόμισμα, μόνον αν ο οφειλέτης επέλεξε την πληρωμή στην ημεδαπή με αλλοδαπό νόμισμα και όχι στην περίπτωση που επέλεξε, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, την πληρωμή με ημεδαπό νόμισμα, με συνέπεια να άπτεται μίας μόνο συναλλαγματικής ισοτιμίας, επί τη βάσει της οποίας επιτρέπει στον οφειλέτη να εκπληρώσει στο ημεδαπό νόμισμα, και αφετέρου η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ αφορά, κατόπιν τελολογικής της συστολής, μόνο στιγμιαίες συμβάσεις και όχι διαρκείς, όπως είναι τα δάνεια που αποπληρώνονται μετά από πολλά χρόνια, στην κατηγορία των οποίων εντάσσεται το προειρημένο τοκοχρεωλυτικό στεγαστικό δάνειο [βλ. ενδεικτικά ΑΠ 884/2018, ΑΠ 271/1975, ΝοΒ 1975, 1065, ΕφΑθ 1611/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 791/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΛαρ 17/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΝαυπλ 457/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 799/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠΠρΑθ 800/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠΠρΠειρ 1911/2017, ό.π., ΠΠρΠειρ 422/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠΠρΑλεξ 4/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 334/2016, ό.π., ΠΠρΝαυπλ 456/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠΠρΝαυπλ 286/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠΠρΠειρ 619/2016, ΠΠρΑλεξ 56/2015, ΠΠρΑθ 3789/2015, ΠΠρΙωαν 161/2015, ΠΠρΞανθ 32/2015, ΠΠρΚοζ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 2536/2018, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜΠρΧίου 110/2015, ΜΠρΛαμ 135/2015, ΜΠρΛαμ 134/2015, ΜΠρΛαμ 163/2015, ΜΠρΛαμ 178/2015, ΜΠρΛαμ 4481/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γαζή, στην ΕρμΑΚ, ά, 291 αρ. 3, Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, παρ. 11, αρ. 47, σημ. 33, Ταμπάκη, στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ά. 291 αρ. 9, Γ. Δέλλιου/Α. Βαλτούδη, Συμβάσεις δανείων σε ελβετικό φράγκο. Κύρος γενικών όρων συναλλαγών και συναφή ζητήματα (γνμ.), ΕπισκΕΔ 2015, σ. 89 επ., Ι. Καράκωστα/Χρ. Βρεττού, Ο ανοιχτός έλεγχος των ΓΟΣ στις δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο (γνμ.), ΕφΑΔ 2015, σ. 1043 επ., Σ. Ψυχομάνη, Τραπεζικά στεγαστικά δάνεια σε ελβετικά φράγκα, ΔΕΕ 2015, σ. 1 επ., Ι. Βενιέρη, Δικαστικός έλεγχος ΓΟΣ που επαναλαμβάνει κατά περιεχόμενο μία νομοθετική διάταξη (άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ), ΧρΙΔ 2015, σ. 704 επ., Π. Νικολόπουλου, Ποιες δυνατότητες παρέχει το ελληνικό δίκαιο για την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν από τα δάνεια σε ελβετικά φράγκα;, ΝοΒ 2016, σ. 224 επ.] [πρβλ., υπέρ της αντίθετης απόψεως, ενδεικτικά ΕφΑθ 911/2018, ΕφΘεσ 1224/2017, ΕφΘεσ 1279/2017, ΕφΘρακ 21/2017, ΕφΘρακ 24/2017, ΕφΘρακ 110/2017, ΕφΘρακ 176/2017, ΕφΘρακ 185/2017, ΠΠρΑθ 1749/2017, ΠΠρΑθ 1698/2017, ΠΠρΑθ 1623/2017, ΠΠρΘεσ 8966/2017, ΠΠρΛαμ 8/2017, ΠΠρΛαμ 9/2017, ΠΠρΛαμ 12/2017, ΠΠρΛαμ 18/2017, ΠΠρΞανθ 20/2017, ΠΠρΒολ 54/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΤρικ 15/2017, ΔΕΕ 2017, 1223, ΠΠρΘεσ 353/2016, ΠΠρΘεσ 1101/2016, ΠΠρΘεσ 1213/2016, ΠΠρΛευκ 9/2016, ΠΠρΘεσ 14236/2015, ΠΠρΠατρ 651/2015, ΠΠρΚορ 135/2015, ΠΠρΡοδ 23/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδη/Γ. Γεωργιάδη, Γνωμοδότηση για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο (24-11-2015), Δ. Λιάππη, Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, Η διαγραφόμενη από το ΔικΕΕ και την Οδηγία 2014/17/ΕΕ προσέγγιση και η κυμαινόμενη ελληνική νομολογία, ΧρΙΔ 2016, σ. 241 επ., Ρ. Γιοβαννόπουλου, Προστασία δανειολήπτη στα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, ΕπισκΕΔ 2014, σ. 647 επ., Π. Κολοτούρου, Το αντικείμενο της εν στενή εννοία συλλογικής δίκης (γνμ.), ΔΕΕ 2015, σ. 1189 επ., Χ. Χασάπη, Δάνεια σε ελβετικό φράγκο, 2016, passim, του ίδιου, Δάνεια σε ξένο νόμισμα: Μία προσέγγιση με αφορμή την πρόσφατη νομολογία του ΔικΕΕ και ελληνικών δικαστηρίων, ΧρηΔικ 2014, σ. 413 επ.]. Αλλιώς, θα καταστρατηγείτο η προπεριγραφείσα, στην υπʼ αριθμόν 9 μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, διάχυτη στην ενωσιακή και την ελληνική έννομη τάξη θεμελιώδης αρχή της διαφάνειας και θα εξουδετερωνόταν το εντεύθεν αποτρεπτικό αποτέλεσμα, που ασκεί, συνδυαζόμενη με τη διαπνέουσα την ελληνική έννομη τάξη γενική αρχή της προστασίας του ασθενέστερου συμβαλλομένου, στα πιστωτικά ιδρύματα η απαγόρευση της χρήσεως αδιαφανών συμβατικών όρων (βλ. συναφώς ΑΠ 1515/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 124/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2011, ΕλλΔνη 2011, 468, ΑΠ 1381/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1287/2010, ΧρΙΔ 2011, 704, Ρήγα, ό.π., σ. 29 επ.). Συνεπεία άλλωστε της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, ήτοι αδικοπραξίας, της εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, η οποία επέβαλε, ως προμηθεύτρια του προδιαληφθέντος δανειακού τραπεζικού προϊόντος σε ξένο νόμισμα, από βαριά αμέλεια στους ενάγοντες καταναλωτές τους προαναφερθέντες άκυρους ως καταχρηστικούς και δη αδιαφανείς Γ.Ο.Σ., δίχως επιπροσθέτως να εκπληρώσει, ένεκα βαριάς αμέλειας των προμνημονευθέντων προστηθέντων υπαλλήλων αυτής, αφενός την προπεριγραφείσα προβλεπόμενη από το άρθρο 2 Ν. 2251/1994, την υπʼ αριθμόν 2501/2002 Π.Δ.Τ.Ε. και την αρχή της καλής πίστεως υποχρέωσή της προς πλήρη και προσήκουσα σχετική προσυμβατική ενημέρωση των αντισυμβαλλόμενων αυτής εναγόντων καταναλωτών και αφετέρου την πηγάζουσα από την καλή πίστη υποχρέωση της εναγομένης περί της προστασίας της περιουσίας και των εννόμων συμφερόντων των τελευταίων ως ασθενέστερων συμβαλλομένων, οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη εξαιτίας της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίμασαν, λόγω της προειρημένης πλήρους επιρρίψεως σʼ αυτούς, εν αγνοία τους, από την εναγομένη του ανωτέρω συναλλαγματικού κινδύνου, ο οποίος επήλθε μάλιστα σύμφωνα με τα προπαρατεθέντα, και της εντεύθεν διαψεύσεως των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών των εναγόντων ως προς την εξέλιξη της προπεριγραφείσας συναλλακτικής σχέσεως αυτών με την εναγομένη, την οποία εμπιστεύονταν, ότι δηλαδή, καταβάλλοντας τις προδιαληφθείσες συμφωνηθείσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις του προαναφερθέντος τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου ανελλιπώς, το ποσό της προμνημονευθείσας εις ολόκληρον οφειλής τους θα μειώνεται και δε θα αυξάνεται ένεκα μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου, όπως όμως συνέβη, χωρίς ωστόσο να έχει προσβληθεί εντεύθεν η προσωπικότητα αυτών (βλ. ΕφΑθ 3499/2008, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 2386/2006, ΧρΙΔ 2007, 612, Ρήγα, ό.π., σ. 316-317). Δε θεμελιώνεται άλλωστε in casu ευθύνη της εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας έναντι των εναγόντων δυνάμει των άρθρων 919 ΑΚ και 8 Ν. 2251/1994, δοθέντος ότι δεν συντρέχουν, ενόψει των προδιαληφθέντων, οι προϋποθέσεις των αμέσως προαναφερθεισών δύο ρυθμίσεων, ενώ, ως προς αυτήν του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, η εναγομένη δεν παρέσχε εν προκειμένω στους ενάγοντες υπηρεσίες και δη επενδυτικές, αλλά στην πρώτη ενάγουσα το προπεριγραφέν δανειακό τραπεζικό προϊόν. Έκαστος των εναγόντων έχει επομένως το δικαίωμα να αξιώσει από την εναγομένη τη χρηματική ικανοποίηση της προειρημένης ηθικής του βλάβης, που καθορίζεται στο εύλογο ποσό των 4.000 ευρώ, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη ιδίως: 1) τις ως άνω συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η υπό κρίση αδικοπραξία της εναγομένης, 2) το είδος των εννόμων συμφερόντων των εναγόντων που εθίγησαν και η ένταση της προσβολής αυτών και της περιουσίας τους, 3) την αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης αναφορικά με την προπεριγραφείσα αδικοπραξία αυτής εις βάρος των εναγόντων και το βαθμό του πταίσματος της εναγομένης και των προστηθέντων της (βαριά αμέλεια), 4) το βαθμό της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που οι ενάγοντες δοκίμασαν εντεύθεν και 5) την κοινωνική και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, όπως συνάγονται εκ των προδιαληφθέντων (ά. 1, 2 Ν. 2251/1994, όπως είχαν πριν από το Ν. 4512/2018, 174, 180, 181, 281, 288, 299, 330, 914, 922, 932 ΑΚ και Π.Δ.Τ.Ε. 2501/2002).

 

 

21. Κατʼ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει, ως προς το μέρος της που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη και απορριπτομένων των υπό στοιχεία 18.α., 18.β. και 18.γ. ισχυρισμών της εναγομένης, η ένδικη αγωγή να γίνει εν όλω δεκτή και κατʼ ουσίαν και πιο συγκεκριμένα αναφορικά με τα υπό στοιχεία 15.α.ii.4. (κύρια βάση), 15.γ. (επικουρική βάση) και 15.ε. αιτήματα αυτής, παρελκούσης της εξετάσεως των επικουρικών βάσεων του υπό στοιχεία 15.α.ii.4. αιτήματος, της υπό στοιχεία 15.β. επικουρικής αγωγικής βάσεως και των αφορωσών την τελευταία υπό στοιχεία 18.δ. και 19 ενστάσεως της εναγομένης και αντενστάσεως των εναγόντων αντιστοίχως, να αναγνωρισθεί η ολική ακυρότητα ένεκα καταχρηστικότητας της καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων προσβαλλόμενης υπʼ αριθμόν .../17-10-2007 πρόσθετης στη συναφθείσα ανάμεσα στους διαδίκους υπʼ αριθμόν .../23-2-2006 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου πράξεως, ήτοι της καταρτισθείσας μεταξύ της δανειολήπτριας πρώτης των εναγόντων και της δανειοδότριας εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας τροποποιητικής συμβάσεως του προμνημονευθέντος στεγαστικού δανείου από το νόμισμα του ευρώ σʼ εκείνο του ελβετικού φράγκου και της συναφθείσας ανάμεσα στο δεύτερο ενάγοντα εγγυητή και την εναγομένη εγγυήσεως της προειρημένης τροποποιητικής συμβάσεως, οι οποίες περιέχονται στην υπό κρίση πρόσθετη πράξη, αναγνωριζομένης της υποχρεώσεως της εναγομένης αφενός να δεχθεί την αποπληρωμή του ανωτέρω δανείου στο εγχώριο νόμισμα του ευρώ και αφετέρου να συνυπολογίσει σε ευρώ όλες τις χρεώσεις, δηλαδή τους τόκους των δόσεων και τις εκ μέρους των εναγόντων καταβολές που πραγματοποιήθηκαν, κατόπιν της μετατροπής, δυνάμει της προδιαληφθείσας άκυρης πρόσθετης πράξεως, του προαναφερθέντος στεγαστικού δανείου από το νόμισμα του ευρώ σʼ εκείνο του ελβετικού φράγκου, είτε σε ευρώ είτε σε ελβετικό φράγκο και θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον σε ευρώ, με βάση το ποσό των ευρώ που εκταμιεύθηκε για το εν θέματι τοκοχρεωλυτικό στεγαστικό δάνειο κατά την 6-4-2006, ήτοι το ποσό των 65.000 ευρώ, τους όρους και το συμβατικό επιτόκιο της προμνημονευθείσας υπʼ αριθμόν …/23-2-2006 συμβάσεως αυτού, με συνέπεια οι ενάγοντες να υποχρεούνται εις ολόκληρον να αποπληρώσουν το προειρημένο δάνειο σε ευρώ, όπως είχε διαμορφωθεί δυνάμει της προδιαληφθείσας υπʼ αριθμόν 0010-2507-00002126036/23-2-2006 αρχικής δανειακής συμβάσεως σε ευρώ, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 4.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση αυτών λόγω της προαναφερθείσας ηθικής τους βλάβης. Όσον αφορά το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς τα επιδικαζόμενα ποσά της χρηματικής ικανοποιήσεως των εναγόντων εξαιτίας της προμνημονευθείσας ηθικής τους βλάβης, απαιτείται να απορριφθεί κατʼ ουσίαν, διότι η καθυστέρηση ως προς την εκτέλεση της προκείμενης αποφάσεως για το προειρημένο ποσό των 4.000 ευρώ ως προς έκαστο των εναγόντων δεν μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, που νίκησαν, ούτε συντρέχει έτερος εξαιρετικός προς τούτο λόγος (ά. 907 και 908 e contrario ΚΠολΔ). Πρέπει άλλωστε τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων για την παρούσα δίκη να επιβληθούν, κατόπιν παραδοχής του οικείου υπό στοιχεία 15.στ. παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος, εις βάρος της εναγομένης ένεκα της ήττας της τελευταίας (ά. 176, 189, 190, 191 ΚΠολΔ και Ν. 4194/2013), όπως προβλέπεται ειδικότερα στο διατακτικό της προκείμενης αποφάσεως.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την ένδικη αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι είναι ολικώς άκυρη ως καταχρηστική η καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων υπʼ αριθμόν …/1/17-10-2007 πρόσθετη στη συναφθείσα ανάμεσα στους διαδίκους υπʼ αριθμόν …./23-2-2006 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου πράξη, δηλαδή η καταρτισθείσα μεταξύ της δανειολήπτριας πρώτης των εναγόντων και της δανειοδότριας εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας τροποποιητική σύμβαση του προδιαληφθέντος στεγαστικού δανείου από το νόμισμα του ευρώ σʼ εκείνο του ελβετικού φράγκου και η συναφθείσα ανάμεσα στο δεύτερο ενάγοντα εγγυητή και την εναγομένη εγγύηση της προαναφερθείσας τροποποιητικής συμβάσεως, οι οποίες περιέχονται στην προμνημονευθείσα πρόσθετη πράξη.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης αφενός να δεχθεί την αποπληρωμή του προειρημένου υπʼ αριθμόν .../23-2-2006 τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου στο εγχώριο νόμισμα του ευρώ και αφετέρου να συνυπολογίσει σε ευρώ όλες τις χρεώσεις, δηλαδή τους τόκους των δόσεων και τις εκ μέρους των εναγόντων καταβολές που πραγματοποιήθηκαν, κατόπιν της μετατροπής, δυνάμει της προδιαληφθείσας υπʼ αριθμόν .../1/17-10-2007 άκυρης πρόσθετης πράξεως, του προαναφερθέντος στεγαστικού δανείου από το νόμισμα του ευρώ σʼ εκείνο του ελβετικού φράγκου, είτε σε ευρώ είτε σε ελβετικό φράγκο και θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον σε ευρώ, με βάση το ποσό των ευρώ που εκταμιεύθηκε για το περί ου ο λόγος τοκοχρεωλυτικό στεγαστικό δάνειο κατά την 6-4-2006, ήτοι το ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000 ?) ευρώ, τους όρους και το συμβατικό επιτόκιο της προμνημονευθείσας υπʼ αριθμόν .../23-2-2006 συμβάσεως αυτού, με συνέπεια οι ενάγοντες να υποχρεούνται εις ολόκληρον να αποπληρώσουν το προειρημένο δάνειο σε ευρώ, όπως είχε διαμορφωθεί δυνάμει της προδιαληφθείσας υπʼ αριθμόν .../23-2-2006 αρχικής δανειακής συμβάσεως σε ευρώ.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000 ?) ευρώ.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500 ?) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Πάτρα την 14-8-2018 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Πάτρα, την 16-8-2018, δίχως να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                          Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ