ΠΠρΠατρών 244/2015

 

Αδικοπραξία - Τράπεζα Κύπρου - Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών - Σύμβαση αγοράς Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) - Παραπλανητικές οδηγίες υπαλλήλων τράπεζας - Πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση - Απάτη - Δικαιοπραξία αντίθετη στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη - Ακυρότητα δικαιοπραξίας - Αποζημίωση - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.

 

Κρίθηκε ότι, προκειμένου η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία να αντλήσει όσο το δυνατόν περισσότερα κεφάλαια από τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών στην έκδοση των Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) και να εξισορροπήσει την κλονισμένη κεφαλαιακή της επάρκεια, παρείχε, μέσω των υπαλλήλων αυτής στον ενάγοντα πελάτη της και εκμεταλλευόμενη την εμπιστοσύνη του προς αυτήν και τους προστηθέντες της, μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική ενημέρωση σχετικά με τα αγορασθέντα εν συνεχεία απʼ αυτόν Μ.Α.Ε.Κ., υπερτονίζοντας τα πλεονεκτήματά τους και αποσιωπώντας την επακριβή φύση και τους προειρημένους κινδύνους αυτών, που η γνώση εκ μέρους του ενάγοντος ως υποψήφιου συντηρητικού επενδυτή ήταν ωστόσο απαραίτητη για τον ανεπίληπτο σχηματισμό της αποφάσεώς του να επενδύσει στα Μ.Α.Ε.Κ. Η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία παρήγαγε επομένως με δόλο, δια της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς των υπαλλήλων αυτής, την οποία προκάλεσαν επί τη βάσει των προηγηθέντων τα όργανά της, στον ενάγοντα μακροχρόνιο και συντηρητικό πελάτη αυτής την πεπλανημένη αντίληψη ότι τα Μ.Α.Ε.Κ. αποτελούσαν ασφαλές επενδυτικό προϊόν όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση και είχαν υψηλότερο σταθερό επιτόκιο σε σχέση μʼ αυτήν, παριστώντας στον ενάγοντα ανύπαρκτα περιστατικά ως υπαρκτά, ότι δηλαδή είχαν πενταετή διάρκεια, σταθερό ετήσιο επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυόμενου κεφαλαίου, και αποσιωπώντας σʼ αυτόν την παραπάνω φύση τους ως χρεωγράφων και δη διαπραγματευόμενων στο Χ.Α. άυλων ομολογιών μειωμένης εξασφαλίσεως και τους συνοδεύοντες αυτές προδιαληφθέντες σημαντικούς κινδύνους, που ο ενάγων αγνοούσε, αλλά η εκ μέρους της εναγομένης αποκάλυψή τους επιβαλλόταν από το απορρέον εκ της αντικειμενικής καλής πίστης, των χρηστών συναλλακτικών ηθών και της διαμορφωθείσας ανάμεσα στους διαδίκους προμνημονευθείσας μακροχρόνιας σχέσεως εμπιστοσύνης καθήκον της εναγομένης προς διαφώτιση του ενάγοντος, όπερ είχε ως απότοκο να αχθεί αυτός σε δήλωση βουλήσεως προτάσεως προς την εναγομένη να συμμετάσχει στην έκδοση απʼ αυτήν των Μ.Α.Ε.Κ., αγοράζοντας αντί του τιμήματος των 100.000 ευρώ 100.000 τέτοια αξιόγραφα, στην αγορά των οποίων δε θα προέβαινε αλλιώς. Η προειρημένη σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία στον ενάγοντα 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. τυγχάνει συνεπώς ακυρώσιμη ένεκα της προεκτεθείσας απάτης της εναγομένης εις βάρος του και όχι άκυρη ως ανήθικη, διότι η αντίθεσή της προς τα χρηστά ήθη δεν εξικνείται ενόψει των προειρημένων σε τέτοιο βαθμό, ώστε η προσβαλλόμενη σύμβαση να καθίσταται αυτοδικαίως άκυρη. Επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.

 

 

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 244/2015

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

            Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αθηνά Μπεσσή, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ειρήνη Σιγούρου, Πρωτοδίκη, Κωνσταντίνο Ρήγα, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, και από τη Γραμματέα Αγγελική Ρουμελιώτη.

 

            Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Πάτρα την 21η Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των κάτωθι:

 

            Του ενάγοντος: ..., κατοίκου Πατρών, επί της οδού ...,  ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Ανδρέα Γούναρη.

 

            Της εναγομένης: Τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ», νομίμως εκπροσωπουμένης, εδρεύουσας στη Λευκωσία της Κύπρου και νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα, επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας αρ. 192 των Αθηνών, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, Μαρίας Φερφέλη και Χρύσας Χατζησόγλου.

 

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-6-2013 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 1.839/18-6-2013, προσδιορίσθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 3-12-2013 και ενεγράφη στο σχετικό πινάκιο με αριθμό 47, στην οποία αναβλήθηκε για τη διαλαμβανόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και ενεγράφη εκ νέου στο οικείο πινάκιο με αριθμό 29, οπότε εκφωνήθηκε και συζητήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο.

 

            Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

            Δυνάμει του άρθρου 178 ΑΚ, δικαιοπραξία αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη τυγχάνει άκυρη. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών αναδεικνύονται οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, ήτοι όχι μεμονωμένα από την αιτία που ώθησε τους συμβαλλομένους να την καταρτίσουν ή το σκοπό, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν, αλλά εκ του συνόλου των περιστάσεων και των συνθηκών που τη συνοδεύουν. Σύμφωνα περαιτέρω με το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο συνιστά ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προπαρατεθέντος άρθρου, «άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Από το συνδυασμό των προειρημένων διατάξεων μ’ αυτές των άρθρων 174 και 180 ΑΚ προκύπτει ότι, για να χαρακτηρισθεί μια δικαιοπραξία αισχροκερδής-καταπλεονεκτική και άρα άκυρη ένεκα προσκρούσεώς της στα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς τα ακόλουθα τρία στοιχεία: α) προφανής δυσαναλογία ανάμεσα στην παροχή και την αντιπαροχή, β) ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από το συμβαλλόμενο της γνωστής σ’ αυτόν ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Η δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής χαρακτηρίζεται φανερή, όταν υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου, υπερβαίνοντας το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας εκ των συμβαλλομένων κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του έτερου. Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων, της φύσεως της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας και κατά το χρόνο της καταρτίσεώς της, επί τη βάσει του περιεχομένου, του σκοπού αυτής και της αξίας των εκατέρωθεν παροχών, δίχως να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις και επιθυμίες των μερών (ΟλΑΠ 714/1973, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2139/2013, ΧρΙΔ 2014, 103, ΑΠ 1186/2011, ΑΠ 1118/2011, ΑΠ 890/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 834/2011, ΧρΙΔ 2012, 109, ΑΠ 30/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ρυθμίσεις των άρθρων 147, 149, 297, 298 και 914 ΑΚ συνάγεται άλλωστε ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως δύναται είτε αφενός να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και αφετέρου την ανόρθωση οποιασδήποτε έτερης ζημίας αυτού σύμφωνα με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, εφόσον η απάτη αποτελεί επίσης αδικοπραξία, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να αξιώσει μόνον την ανόρθωση της ζημίας του. Στην πρώτη περίπτωση, η αποζημίωση έγκειται στο αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ο απατηθείς που επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας δικαιούται παράλληλα αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας αυτού που θα είχε αποφευχθεί, αν δεν είχε πιστέψει στη σύναψη έγκυρης συμβάσεως, και προηγείται της ικανοποιήσεως της στηριζόμενης στα ίδια πραγματικά περιστατικά αξιώσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ άρθρο 904 ΑΚ. Στην περίπτωση αντιθέτως που ο απατηθείς επιλέξει να αποδεχθεί την ακυρώσιμη εξαιτίας της απάτης δικαιοπραξία, η αποζημίωση αυτού συνίσταται στο θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως, μέσω του οποίου καλύπτονται οι ζημίες του που θα είχαν αποφευχθεί, αν τα κρίσιμα περιστατικά ήταν υπαρκτά και η δικαιοπραξία εκπληρωνόταν όπως αυτός είχε πιστέψει. Απάτη υπό την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ αποτελεί οποιαδήποτε εκ προθέσεως συμπεριφορά τείνει στην παραγωγή, την ενίσχυση ή τη διατήρηση πεπλανημένης αντιλήψεως ή εντυπώσεως, προκειμένου έτερο πρόσωπο να αχθεί σε δήλωση βουλήσεως, ενώ η απατηλή συμπεριφορά έγκειται στην παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, την απόκρυψη, την αποσιώπηση ή την ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του. Τέτοια υποχρέωση από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη προς παροχή διασαφητικών πληροφοριών ή εξηγήσεων έχουν μάλιστα οι διαπραγματευόμενοι την κατάρτιση συμβάσεως κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπως αυτό προκύπτει εκ των ρυθμίσεων των άρθρων 197 και 198 ΑΚ, ήτοι η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημιώσεως μπορεί να εμφανίζεται τόσο ως προσυμβατικό πταίσμα όσο και ως ιδιαίτερη αδικοπραξία, ανεξάρτητη από προσυμβατικό πταίσμα. Σε κάθε περίπτωση, δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είτε τυγχάνει ή όχι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης είτε αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, αλλά αρκεί να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση. Σε πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση είναι λοιπόν δυνατό να οφείλεται η συμμετοχή επενδυτή στη διαδικασία εκδόσεως ομολογιών ή η αγορά απ’ αυτόν τέτοιων, οπότε, αν η υπάρχουσα πλάνη του επενδυτή συνιστά αποτέλεσμα εξαπατήσεώς του, χορηγούνται σ’ αυτόν τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 147 και 149 ΑΚ προεκτεθέντα δικαιώματα (ΑΠ 449/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2266/2013, ΧρΙΔ 2014, 425, ΑΠ 1734/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 481/2012, ΕΠολΔ 2012, 641, ΑΠ 895/2011, ΑΠ 715/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται με τις παρεχόμενες από τράπεζα επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά κατ’ επέκταση όρο θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης της τελευταίας για καταβολή αποζημιώσεως ένεκα αδικοπραξίας, εφόσον συντρέχουν επιπλέον οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσεως στους κανόνες των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ. Οι εν λόγω προϋποθέσεις αναλύονται στην απαιτούμενη σχέση αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στις παρεχόμενες υπηρεσίες και το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα καθώς και στην υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, δια της οποίας παραβιάζονται εκ μέρους της τράπεζας που παρέχει τις υπηρεσίες είτε απαγορευτικοί ή επιτακτικοί κανόνες δικαίου, που απονέμουν δικαιώματα ή προστατεύουν συγκεκριμένα συμφέροντα του ζημιωθέντος, όπως είναι η διάταξη του άρθρου 25 Ν. 3606/2007 (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, MiFID), είτε οι συναλλακτικές της υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, όπως αυτές προσδιορίζονται εκάστοτε σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των τελευταίων κανόνων συνιστά η παράλειψη εκπληρώσεως από την τράπεζα των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη της, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού. Οι προδιαληφθείσες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται, μεταξύ άλλων, όταν παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στο συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου να μπορεί να αντιληφθεί τη μορφή της προτεινόμενης σ’ αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε να αξιολογήσει, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή προς την αντισυμβαλλόμενή του τράπεζα (βλ. ΑΠ 1738/2013, ΑΠ 1739/2013, ΕπισκΕΔ 2013, 638, ΑΠ 535/2012, ΝοΒ 2012, 1969, ΑΠ 115/2012, ΑΠ 1369/2010, ΑΠ 789/2010, ΑΠ 995/2008, ΑΠ 889/2008, ΑΠ 422/2008, ΑΠ 285/2008, ΑΠ 177/2008, ΑΠ 460/2007, ΑΠ 824/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1794/2013, ΕΕμπΔ 2013, 944, ΠΠρΑθ 1512/2012, ΝοΒ 2012, 1412, ΠΠρΑλεξ 78/2012, ΕφΑΔ 2013, 47, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, σ. 595 επ.). Οι ανωτέρω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται η αστική ευθύνη σε αποζημίωση εξαιτίας αδικοπραξίας, δε διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επιφέρει την εφαρμογή της ρυθμίσεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, που διέπει, μεταξύ άλλων, τις περιπτώσεις ευθύνης ένεκα παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1§4στοιχ.α Ν. 2251/1994, όπως συμβαίνει με το πρόσωπο που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει σχετική εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του. Η ρύθμιση του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 περιέχει ειδικότερο κανόνα, ο οποίος εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελιώσεως αστικής ευθύνης, διαμορφώνει την ενοχή που καταλαμβάνεται απ’ αυτόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης μέσω της αντιστροφής του σχετικού βάρους αποδείξεως. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8§4 Ν. 2251/1994, η περί ης ο λόγος αντιστροφή του αποδεικτικού βάρους επεκτείνεται αναγκαίως στην προϋπόθεση της παρανομίας. Εξαιτίας της προδιαληφθείσας κατανομής του βάρους αποδείξεως επί ευθύνης ερειδόμενης στην προμνημονευθείσα ρύθμιση, ο δικαιούχος επιβάλλεται να αποδεικνύει τη ζημία, την παροχή των υπηρεσιών προς τον ίδιο και τον υφιστάμενο μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο, ενώ ο οφειλέτης την εκ μέρους του έλλειψη εκδηλώσεως παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, τη μη ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην τελευταία και τη ζημία ή τη συνδρομή κάποιου λόγου άρσεως ή μειώσεως της ευθύνης του (ΑΠ 535/2012, ό.π., ΑΠ 1227/2007, ΕλλΔνη 2008, 1642, ΕφΑθ 1794/2013, ΠΠρΑλεξ 78/2012, ό.π.). Από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, δια της οποίας ορίζεται ότι «όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», συνάγεται περαιτέρω ότι το κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης απ’ αυτήν αδικοπραξίας αποτελεί η προσβολή των χρηστών ηθών δια της ενέργειας ή της παραλείψεως του υπαιτίου, η οποία επιχειρήθηκε εκ προθέσεως, ενώ η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων τυγχάνει αόριστη νομική, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991, ΑρχΝ 1991, 652). Όταν η συναλλαγή αφορά ορισμένο κύκλο επαγγελματιών, ως κριτήριο λαμβάνονται οι αντιλήψεις του μέσου εκπροσώπου του συγκεκριμένου κύκλου (ΕφΠειρ 753/2009, ΔΕΕ 2010, 70). Σχετικά με την πρόθεση, δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς το σκοπό αποκλειστικά της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ήτοι ότι τελούσε εν γνώσει πως η εκδηλωθείσα συμπεριφορά αυτού μπορούσε να προκαλέσει τη ζημία, μην απέχοντας εντούτοις από την πράξη ή την παράλειψη, εκ της οποίας επήλθε η ζημία (ΑΠ 55/2003, ΕλλΔνη 2003, 1275). Η εκ προθέσεως πρόκληση ζημίας σε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη τυγχάνει επομένως παράνομη πράξη και δημιουργεί, όπως ισχύει αναφορικά με τη στηριζόμενη στις ρυθμίσεις των άρθρων 914 ΑΚ, 8 και 9α επ. Ν. 2251/1994 ευθύνη, υποχρέωση για αποζημίωση και καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως ένεκα ηθικής βλάβης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ (ΑΠ 1615/1999, ΕλλΔνη 2000, 344, ΠΠρΑλεξ 78/2012, ό.π.). Δυνάμει εξάλλου του άρθρου 197 ΑΚ, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων ως προς την κατάρτιση συμβάσεως, τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 198§1 του ίδιου κώδικα, όποιος στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμβάσεως προξενήσει υπαιτίως ζημία στον άλλον υποχρεούται να την ανορθώσει, ακόμη κι αν η σύμβαση δεν καταρτίσθηκε. Οι προϋποθέσεις της εν λόγω προσυμβατικής ευθύνης συνίστανται λοιπόν στην ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων, την αντισυναλλακτική συμπεριφορά του διαπραγματευομένου, την υπαιτιότητα αυτού, την επέλευση ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας αντισυναλλακτικής συμπεριφοράς και της ζημίας. Ως διαπραγματεύσεις νοούνται οι προφορικές ή έγγραφες ανταλλαγές απόψεων των ενδιαφερομένων για τη σύναψη συμβάσεως, δια των οποίων επιδιώκεται η βαθμιαία προσέγγιση των διαφορετικών αρχικών τους θέσεων σχετικά με τους όρους της υπό συζήτηση συμβάσεως μέχρι την τελική σύμπτωση αυτών ή την αδυναμία τέτοιας συμπτώσεως. Το στάδιο των διαπραγματεύσεων και της ευθύνης απ’ αυτές διαρκεί μέχρι τη διακοπή τους και τη ματαίωση της συμβάσεως ή την κατάρτισή της. Δεν περατώνεται με τη σύναψη άκυρης συμβάσεως. Η προειρημένη ευθύνη προς αποζημίωση θεμελιώνεται ευθέως στο νόμο, διακρινόμενη από την ενδοσυμβατική ευθύνη, αλλά και την αδικοπρακτική. Η οφειλόμενη εκ της ευθύνης από τις διαπραγματεύσεις αποζημίωση περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και την αποθετική, που τυχόν υφίσταται εκείνος που πίστεψε ως επικείμενη την κατάρτισή της (διαφέρον εμπιστοσύνης ή αρνητικό της συμβάσεως διαφέρον) (ΑΠ 554/2011, ΧρΙΔ 2012, 29, ΑΠ 1302/2010, ΕφΑΔ 2011, 51).

 

            Ο ενάγων ιστορεί μέσω της ένδικης αγωγής, σύμφωνα με την προσήκουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ότι οι μνημονευόμενοι στην αγωγή υπάλληλοι της νομίμως εγκατεστημένης στην Ελλάδα εναγόμενης κυπριακής τραπεζικής εταιρείας, με την οποία συναλλασσόταν στο πλαίσιο της συνάψεως συμβάσεων τραπεζικών καταθέσεων χρημάτων του και δανείων προς αυτόν ως υδραυλικό με κατοικία στην Πάτρα, έχοντας αναπτύξει δεκαετή σχέση εμπιστοσύνης, του συνέστησαν με πρωτοβουλία της εναγομένης, κατά το Μάιο του 2011 και τον παρατιθέμενο στο αγωγικό δικόγραφο δελεαστικό τρόπο, παρέχοντας σ’ αυτόν προφορική, συνοπτική, αποσπασματική, μονομερή και μη αντικειμενική προσυμβατική ενημέρωση καθώς και σχετική επενδυτική συμβουλή, να καταθέσει το ποσό των 100.000 ευρώ σε τραπεζικό προϊόν, το οποίο του παρέστησαν ως όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, διάρκειας πέντε ετών, σταθερού επιτοκίου ύψους 6,5%, περιοδικής αποδόσεως τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένης επιστροφής του κεφαλαίου. Ότι εξαιτίας της προπεριγραφείσας εκ προθέσεως αντιβαίνουσας προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγομένης ως αθέμιτης εμπορικής πρακτικής, που υπαγορευόταν από παραπλανητικές οδηγίες της εναγομένης προς τους υπαλλήλους της, πλανήθηκε, παρασυρόμενος από τις ρητές διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της εναγομένης περί του ασφαλούς και επικερδούς της περί ης ο λόγος τοποθετήσεως στην κατάρτιση την 17-5-2011 με την εναγομένη συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και συμβάσεως αγοράς 100.000 Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) εκδόσεώς της έναντι του προδιαληφθέντος ποσού μέσω εξαπατήσεως, διότι τα προειρημένα αξιόγραφα δε λειτουργούσαν σαν προθεσμιακή κατάθεση με ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, περιοδική απόδοση τόκων και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αλλά χαρακτηρίζονταν, μη ανταποκρινόμενα στο επενδυτικό του προφίλ που διέπεται από αποταμιευτική λογική, από τους μνημονευόμενους στην αγωγή υψηλούς κινδύνους, τους οποίους ο ενάγων αγνοούσε κατά τον ως άνω χρόνο αγοράς των επίμαχων ομολογιών, ένεκα της επιδιωχθείσας από την εναγομένη ελλείψεως αφενός συναφούς αντικειμενικής ενημερώσεώς του από τους προαναφερθέντες μη εξειδικευμένους υπαλλήλους της, που γνώριζαν ωστόσο αυτούς, αλλά τους αποσιώπησαν κατά τον προεκτεθέντα χρόνο, παραβιάζοντας το καθήκον διαφωτίσεως του ενάγοντος και εκμεταλλευόμενοι την προσωπική εμπιστοσύνη αυτού προς τους ίδιους και την περιγραφόμενη στο αγωγικό δικόγραφο απειρία του αναφορικά με τις έχουσες ως αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα συναλλαγές με απώτερο σκοπό την εκ μέρους της εναγομένης άντληση όσο το δυνατόν περισσότερων κεφαλαίων, και αφετέρου της δυνατότητας να λάβει γνώση του περιεχομένου του σχετικού ενημερωτικού δελτίου και των παρατιθέμενων στην αγωγή εγγράφων που υπέγραψε τότε και να τα κατανοήσει. Ότι οι εν λόγω ουσιωδώς διάφορες προς προθεσμιακή κατάθεση ομολογίες είχαν αόριστη διάρκεια και η εναγόμενη εκδότρια αυτών δεν υποχρεούτο παρά δικαιούτο να τις εξαγοράσει σε περίπτωση υποβολής σχετικού αιτήματος από τον κύριο αυτών, ενώ διέθετε δικαίωμα μονομερούς ακυρώσεως της υποχρεώσεώς της για καταβολή τόκων και μετατροπής των ομολογιών σε μετοχές αυτής επί κεφαλαιακής ανεπάρκειάς της. Ότι περί το μέσον του μηνός Ιουνίου του έτους 2012 ενημερώθηκε από την εναγομένη ότι αυτή θα ακύρωνε και δε θα κατέβαλλε τον τόκο του πρώτου εξαμήνου του ίδιου έτους, επικαλούμενη προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας και περιορισμένης ρευστότητας. Ότι εξαιτίας της οικονομικής καταστάσεως της εναγομένης μετατράπηκαν εν συνεχεία τα Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές Γ΄ και Δ΄ τάξεως, στερούμενες πλέον οποιασδήποτε αξίας, με συνέπεια ο ενάγων να απολέσει το προδιαληφθέν καταβληθέν ως τίμημα της αγοράς των 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. κεφάλαιο αυτού και να υποστεί εντεύθεν τη μνημονευόμενη στο αγωγικό δικόγραφο ηθική βλάβη. Ενόψει των προεκτεθέντων και του αγωγικού ισχυρισμού ότι ο ενάγων έχει έναντι της αντισυμβαλλόμενής του εναγομένης την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης των ανωτέρω υπηρεσιών της, οι οποίες δε σχετίζονται με την προαναφερθείσα επαγγελματική του δραστηριότητα, αυτός αιτείται: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της προειρημένης συμβάσεως συμμετοχής του στην έκδοση των 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. της εναγομένης ως αντίθετης στα χρηστά ήθη και καταπλεονεκτικής καθώς και να υποχρεωθεί, δια της κηρύξεως της εκδοθησόμενης αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 100.000 ευρώ ως αποζημίωση και εκείνο των 30.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ένεκα της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της, άλλως β) να ακυρωθεί η ακυρώσιμη εξαιτίας της προπεριγραφείσας απάτης της εναγομένης εις βάρος του ενάγοντος προδιαληφθείσα σύμβαση ανάμεσά τους και να υποχρεωθεί, μέσω της κηρύξεως της εκδοθησόμενης αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 100.000 ευρώ ως αποζημίωση και αυτό των 30.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ένεκα της προμνημονευθείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της, άλλως, δηλαδή για την περίπτωση που θα κριθεί έγκυρη η προσβαλλόμενη σύμβαση, γ) να υποχρεωθεί, δια της κηρύξεως της εκδοθησόμενης αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 100.000 ευρώ ως αποζημίωση και εκείνο των 30.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας του ανωτέρω προσυμβατικού πταίσματος και της προπεριγραφείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της, με το νόμιμο τόκο, όπως παραδεκτώς δυνάμει των ρυθμίσεων των άρθρων 223 εδ. β στοιχ. 1 και 237§1 ΚΠολΔ συμπληρώθηκε μέσω των προτάσεων του ενάγοντος το αιτητικό της ένδικης αγωγής, ως προς το προπαρατεθέν ποσό των 100.000 ευρώ για το σύνολο των αγωγικών βάσεων από την επίδοση της αγωγής, όπως επίσης να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος.

 

            Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, ως προς το καταψηφιστικό και χρηματικό αίτημα της οποίας περί της επιδικάσεως στον ενάγοντα συνολικού ποσού 130.000 ευρώ έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων επιβαρύνσεις (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθμόν 13822424/3-11-2014 διπλότυπο εισπράξεως της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πατρών), παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία, προκειμένου να τη δικάσει [ά. 2§1, 5σημ.1,5, 15 επ. και 27§1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις «Βρυξέλλες Ι», ο οποίος καταργήθηκε μέσω του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 «Βρυξέλλες Ια» (ά. 80 και 81) από την 10-1-2015, αλλά ίσχυε κατά το χρόνο καταθέσεως της υπό κρίση αγωγής, ήτοι την 18-6-2013], δοθέντος ότι η ένδικη αγωγή έχει εγερθεί ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου Δικαστηρίου του τόπου, όπου έχει την κατοικία αυτού ο ενάγων καταναλωτής, η εναγόμενη αντισυμβαλλόμενή του σε συναφθείσα στην Πάτρα καταναλωτική σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας κινητών αξιών τραπεζική εταιρεία εδρεύουσα στην Κύπρο ασκεί την εμπορική δραστηριότητα αυτής δια νόμιμης εγκαταστάσεώς της (ά. 15§1στοιχ.γ και 16§1 in fine Καν 44/2001) και παραδόθηκαν οι πωληθέντες τίτλοι (ά. 5σημ.1 Καν 44/2001), ενώ η εκ μέρους της εναγομένης επικαλούμενη, περιλαμβανόμενη στο προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από 5-4-2011 ενημερωτικό δελτίο αυτής σχετικά με τα επίμαχα Μ.Α.Ε.Κ. και έχουσα τη μορφή γενικού όρου των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) ρήτρα παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας ως προς αυτά, σύμφωνα με την οποία «τα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν τη μοναδική εξουσιοδότηση να δικάσουν οποιεσδήποτε διαφορές που μπορεί να προέλθουν ή έχουν σχέση με το Έγγραφο Εμπιστεύματος και τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου», κρίνεται αυτεπαγγέλτως άκυρη ως προσκρούουσα στη διάταξη του άρθρου 17 Καν 44/2001 ρήτρα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων (ά. 23§5 του ίδιου κανονισμού) [βλ. συναφώς ΔΕΚ 4-6-2009 (Pannon/Erzsébet) C-243/08, Συν 2009, τεύχ. 73, 57· 26-10-2006 (Claro/Movil) C-168/05, ΕΕυρΔ 2006, 540· 21-11-2002 (Cofidis SA/Jean-Louis Fredout) C-373/2000, Αρμ. 2003, 1042· 27-6-2000 (Oceano Grupo Editorial SA/Rocio Murciano κ.λ.π.) C-240-244/98, ΧρΙΔ 2001, 136]. Τούτο, διότι, ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι εντάχθηκε στην υπό κρίση σύμβαση των διαδίκων, δεν εμπίπτει σε κάποια εκ των αποκλειστικώς προβλεπόμενων στην προειρημένη ρύθμιση του άρθρου 17 Καν 44/2001 περιπτώσεων επιτρεπτών ρητρών παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας επί καταναλωτικών διαφορών, όπως είναι η ένδικη υπόθεση μεταξύ του ενάγοντος ως τελικού αποδέκτη τραπεζικών υπηρεσιών ενεργούντος εκτός του κύκλου της επαγγελματικής του δραστηριότητας και της αντισυμβαλλόμενής του εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας ως προμηθεύτριας αυτών στο πλαίσιο της εμπορικής της δραστηριότητας, δεδομένου ότι ακόμη και οι εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας ενοχές που πηγάζουν από καταναλωτική σύμβαση υπό την έννοια του άρθρου 15 Καν 44/2001 υπάγονται, σύμφωνα με τις διαμορφωθείσες από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αυτόνομη ερμηνεία και θεωρία του πυρήνα [βλ. λ.χ. ΔΕΕ 13-3-2014 (Marc Brogsitter κατά Fabrication de Montres Normandes EURL, Karsten Frässdorf) C-548/2012], στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 16 και 17 του ίδιου κανονισμού, απορριπτομένου ως νόμω αβάσιμου του παραδεκτώς προβληθέντος από την εναγομένη, μέσω των εμπροθέσμως κατατεθεισών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεών της (ά. 4 e contrario και 237§1 ΚΠολΔ), ισχυρισμού περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων ένεκα της προδιαληφθείσας ρήτρας παρεκτάσεως. Το δικάζον Δικαστήριο τυγχάνει επιπροσθέτως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (ά. 5σημ.1,5, 16§1 in fine Καν 44/2001, 7, 9, 12-14, 18, 25§2, 31, 33 και 35 ΚΠολΔ), προκειμένου να εκδικάσει με την αρμόζουσα τακτική διαδικασία την υπό κρίση διαφορά, απορριπτομένου ως μη νόμιμου του περί αντιθέτου επικουρικώς προταθέντος εκ μέρους της εναγομένης ισχυρισμού. Η ένδικη αγωγή είναι κατ’ επέκταση ορισμένη, εκτός του σκέλους της κύριας αγωγικής βάσεως που άπτεται της αναγνωρίσεως της ακυρότητας της προσβαλλόμενης ως άνω συμβάσεως ανάμεσα στους διαδίκους ως καταπλεονεκτικής, το οποίο απορρίπτεται ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, διότι δεν περιέχονται στην αγωγή όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου και πιο συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 179περ.β ΑΚ, δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση, αφού η προφανής δυσαναλογία μεταξύ της παροχής και της αντιπαροχής της επίμαχης συμβάσεως δεν εξειδικεύεται, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, στο αγωγικό δικόγραφο, το οποίο δε συμπληρώνεται ως προς το περί ου ο λόγος σημείο του δια των προτάσεων του ενάγοντος κατ’ άρθρο 224εδ.β ΚΠολΔ, απορριπτομένου κατά τα λοιπά ως αβάσιμου του περί αοριστίας της υπό κρίση αγωγής επικουρικού ισχυρισμού της εναγομένης. Τυγχάνει επιπλέον νόμιμη, ερειδόμενη στις προεκτεθείσες στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως διατάξεις των άρθρων 147, 149, 178, 180, 281, 288, 297, 298, 330, 914, 919, 932 ΑΚ, 1§4, 8, 9α-9ε και 9θ Ν. 2251/1994 και 25 Ν. 3606/2007 καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 71, 154 επ., 184, 299, 346, 922 ΑΚ, 3§2 Ν. 3606/2007, 70, 71, 218, 219, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, πλην του σκέλους της ανωτέρω υπό το στοιχείο γ δεύτερης επικουρικής αγωγικής βάσεως που αφορά τη θεμελίωση ευθύνης της εναγομένης έναντι του ενάγοντος από προσυμβατικό πταίσμα των προστηθέντων αυτής κατά τις διεξαχθείσες ανάμεσά τους διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως συμμετοχής του ενάγοντος στην έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ. και τελεί υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση ότι αυτή θα κριθεί έγκυρη, το οποίο απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμο, δοθέντος ότι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, επί συνάψεως έγκυρης συμβάσεως παύει το στάδιο των διαπραγματεύσεων ως προς την κατάρτιση αυτής και δε γεννιέται εφεξής προσυμβατική ευθύνη κατά τις ρυθμίσεις των άρθρων 197 και 198 ΑΚ. Σημειώνεται ότι επί της υπό κρίση διαφοράς με στοιχεία αλλοδαπότητας είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο (lex causa) τόσο ως lex contractus, διότι, ελλείψει προγενέστερης της παρούσας δίκης συμφωνίας των συμβαλλόμενων διαδίκων περί επιλογής του εφαρμοστέου στις μεταξύ τους σχέσεις δικαίου, ο ενάγων θεμελιώνει τα ένδικα δικαιώματά του εκ συμβάσεως στο ημεδαπό δίκαιο, δίχως να προκύπτει σχετική αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγομένης (μετασυμβατική σιωπηρή επιλογή εφαρμοστέου δικαίου, ΕφΠειρ 671/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 27/2001, ΕΝΔ 30, 19) [ά. 3 και 6§3,4στοιχ.δ του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 «Ρώμη Ι»], όσο και ως lex delicti, δοθέντος ότι οι υπό κρίση τελούσες σε συρροή νομίμων βάσεων αδικοπρακτικές αξιώσεις του ενάγοντος συνδέονται επίσης στενά με τη συναφθείσα στην ημεδαπή ανάμεσα στους διαδίκους προσβαλλόμενη ένδικη σύμβαση [ά. 2, 4, 14§1στοιχ.α και 15 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 «Ρώμη ΙΙ»]. Κατά το μέρος της που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, πρέπει συνεπώς η ένδικη αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

            Δυνάμει άλλωστε της διατάξεως του άρθρου 250 ΚΠολΔ, αν τυγχάνει εκκρεμής ποινική αγωγή, η οποία επηρεάζει τη διάγνωση της υπό κρίση διαφοράς, το δικαστήριο διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να αναβάλει είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως διαδίκου τη συζήτηση της υποθέσεως εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία (ΑΠ 1479/1984, ΕλλΔνη 1985, 646, ΑΠ 892/1976, ΝοΒ 25, 344). Η εφαρμογή της προπαρατεθείσας ρυθμίσεως προϋποθέτει λοιπόν την ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής αγωγής, η οποία να επηρεάζει τη διάγνωση της ένδικης αστικής δικαιολογικής σχέσεως υπό την έννοια ότι τα συγκροτούντα την υπόσταση της τελεσθείσας πράξεως περιστατικά ασκούν ουσιώδη επιρροή αναφορικά με τα θεμελιωτικά της αστικής δικαιολογικής σχέσεως (ΕφΘεσ 1047/2011, ΕΠολΔ 2011, 789, ΕφΘεσ 52/2009, ΕφΑθ 3221/2006, ΕφΛαρ 40/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως εκκρεμής νοείται μάλιστα η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη δια της εκ μέρους του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών είτε παραγγελίας κύριας ανακρίσεως ή προανακρίσεως είτε, όπου κάτι τέτοιο προβλέπεται, της εισαγωγής της υποθέσεως με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ά. 27§1εδ.α και 43§1εδ.α ΚΠΔ), χωρίς να αρκεί η υποβολή εγκλήσεως ή μηνύσεως ούτε η διενέργεια κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών προκαταρκτικής εξετάσεως ως προς τη διάπραξη του αδικήματος (βλ. ΑΠ 505/1997, Δ. 28, 1120, ΑΠ 680/94, ΕλλΔνη 36, 1105, ΑΠ 1479/84, ό.π.). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη υπέβαλε, μέσω τόσο της καταχωρισθείσας στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως προφορικής δηλώσεως των πληρεξουσίων δικηγόρων της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου όσο και των κατατεθεισών ενώπιόν του προτάσεων αυτής, το επικουρικό αίτημα της αναβολής της δίκης κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι έχει μετά την εκ μέρους του ενάγοντος υποβολή της από 14-5-2013 εγκλήσεως σχηματισθεί σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση η υπ’ αριθμόν Α.Β.Μ. Κ13-503 ποινική δικογραφία, διενεργείται κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πατρών προς τον Α΄ Πταισματοδίκη Πατρών προκαταρκτική εξέταση και ότι η εν λόγω εκκρεμής διαδικασία μπορεί να επηρεάσει την ένδικη αστική δικαιολογική σχέση, οπότε απαιτείται να αναβληθεί η συζήτηση της υπό κρίση διαφοράς μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Το προεκτεθέν αίτημα της εναγομένης πρέπει εντούτοις, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο, δεδομένου ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω εκκρεμής ποινική αγωγή, αφού δε συνάγεται ότι έχει περατωθεί η προδιαληφθείσα προκαταρκτική εξέταση και έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη με κάποιον εκ των προειρημένων τρόπων.

 

            Δια των εμπροθέσμως κατατεθεισών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεών της, η εναγομένη αρνείται επικουρικώς αιτιολογημένα την αγωγή, προβάλλοντας επικουρικότερα τους εξής ισχυρισμούς (ά. 237§1 και 262§1 ΚΠολΔ), κατά την προσήκουσα εκτίμηση αυτών: 1) την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως των αγωγικών δικαιωμάτων (ά. 281 ΑΚ), διότι ο ενάγων αφενός ενημερώθηκε προφορικώς και εγγράφως από την εναγομένη ως προς τους όρους εκδόσεως και τους επενδυτικούς κινδύνους των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ. με τον αναφερόμενο στις προτάσεις αυτής τρόπο, ανέγνωσε ή τουλάχιστον όφειλε να αναγνώσει τα εκεί μνημονευόμενα έγγραφα, που του παραδόθηκαν και εξειδίκευαν τους συναφείς επενδυτικούς κινδύνους, και αντελήφθη τα χαρακτηριστικά της περί ης ο λόγος επενδύσεως αυτού ή τουλάχιστον έπρεπε, σε περίπτωση μη κατανοήσεώς τους, να ζητήσει, προτού λάβει την επενδυτική του απόφαση, σχετική νομική ή χρηματοοικονομική συμβουλή από πρόσωπο διαφορετικό της εναγομένης, η οποία ενημέρωσε τον ενάγοντα προφορικώς και εγγράφως ότι δεν του παρείχε επενδυτική συμβουλή ή σύσταση, όπερ ο ενάγων αποδέχθηκε τότε εγγράφως, επενδύοντας έτσι συνειδητώς στα Μ.Α.Ε.Κ., αλλά επιδεικνύει με την ένδικη αγωγή αντιφατική συμπεριφορά, υποστηρίζοντας πλέον τα αντίθετα, και αφετέρου επικαλείται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος την ιδιότητα του καταναλωτή έναντι της εναγομένης, δοθέντος ότι δε δύναται για τους παρατιθέμενους στις προτάσεις αυτής λόγους να εκληφθεί ως ασθενές συμβαλλόμενο μέρος εξαιτίας απειρίας του περί τις τραπεζικές συναλλαγές, αλλά ενήργησε εν προκειμένω κατόπιν ενημερώσεως και συνειδητής επενδυτικής αποφάσεως, 2) την ένσταση ότι δε συντρέχει παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης αιτιωδώς συνδεόμενη με τη ζημία και την ηθική βλάβη του ενάγοντος (ά. 8§§1,4 Ν. 2251/1994 και 330 ΑΚ), αφού τα Μ.Α.Ε.Κ. αυτού μετατράπηκαν σε μετοχές της εναγομένης ένεκα της υπαγωγής της σε καθεστώς εξυγιάνσεως και διασώσεως αυτής με ίδια μέσα (bail-in) δυνάμει αποφάσεως της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, που συνιστά γεγονός ανωτέρας βίας, και όχι κατ’ ενάσκηση συμβατικού δικαιώματος της εναγομένης ή παράβαση συμβατικών όρων, 3) την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος αναφορικά με την πρόκληση της ζημίας που επικαλείται (ά. 300§1 και 330 ΑΚ), διότι αυτός ενημερώθηκε προφορικώς και εγγράφως από την εναγομένη για τους όρους εκδόσεως και τους επενδυτικούς κινδύνους των Μ.Α.Ε.Κ. με το μνημονευόμενο στις προτάσεις αυτής τρόπο, ανέγνωσε ή τουλάχιστον όφειλε να αναγνώσει τα εκεί εκτιθέμενα έγγραφα, που του παραδόθηκαν και εξειδίκευαν τους συναφείς επενδυτικούς κινδύνους, και αντελήφθη τα χαρακτηριστικά της εν λόγω επενδύσεως αυτού ή τουλάχιστον έπρεπε, σε περίπτωση μη κατανοήσεώς τους, να ζητήσει, προτού λάβει την επενδυτική του απόφαση, σχετική νομική ή χρηματοοικονομική συμβουλή από πρόσωπο διαφορετικό της εναγομένης, η οποία ενημέρωσε τον ενάγοντα προφορικώς και εγγράφως ότι δεν του παρείχε επενδυτική συμβουλή ή σύσταση, όπερ ο ενάγων αποδέχθηκε τότε εγγράφως, με αποτέλεσμα να προβεί παρόλα αυτά στην αγορά των επίμαχων Μ.Α.Ε.Κ., 4) την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος ως προς την έκταση της ζημίας του (ά. 300§1 και 330 ΑΚ), δεδομένου ότι σε μεταγενέστερο της φερόμενης παραπλανήσεως αυτού χρόνο ενημερώθηκε πολλαπλώς, προφορικώς και εγγράφως μέσω ενημερωτικών συνοπτικής παρουσιάσεως θέσεως (statements με αποτίμηση χαρτοφυλακίου), από την εναγομένη κατά τις μνημονευόμενες στις προτάσεις της χρονικές στιγμές για τη μείωση του κεφαλαίου που είχε επενδύσει σε Μ.Α.Ε.Κ. και ουδέν έπραξε, προκειμένου να περιορίσει τη ζημία του, ενώ, αν είχε πωλήσει στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά τα Μ.Α.Ε.Κ. αυτού την 1-7-2011, ήτοι την επομένη της πρώτης από 30-6-2011 ενημερώσεως αυτού σχετικά με την πορεία της προδιαληφθείσας επενδύσεώς του, όταν η αγοραία τιμή των Μ.Α.Ε.Κ. αυτού ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 88.684 ευρώ, θα περιόριζε τη ζημία του στο υπόλοιπο ποσό του αρχικού κεφαλαίου ύψους 100.000 ευρώ, δηλαδή τουλάχιστον σ’ αυτό των 11.316 ευρώ, στην καταβολή του οποίου και μόνο απαιτείται να περιορισθεί η υποχρέωση της εναγομένης, και 5) τον ισχυρισμό ότι το αιτούμενο δια της υπό κρίση αγωγής ποσό πρέπει να συμψηφισθεί μ’ αυτό των 3.436,10 ευρώ, που συνιστά τους ληφθέντες εκ μέρους του ενάγοντος τόκους από την ημερομηνία της επενδύσεώς του στα Μ.Α.Ε.Κ., ο οποίος απορρίπτεται ως μη νόμιμος, διότι οι ένδικες αξιώσεις φέρονται ως απορρέουσες από τελεσθείσα με δόλο αδικοπραξία, οπότε δεν επιτρέπεται κατ’ αυτών συμψηφισμός (ά. 450§1 ΑΚ).

 

            Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως της μάρτυρος του ενάγοντος, η οποία κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα προς την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, την υπ’ αριθμόν 10.566/11-11-2013 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που νομίμως προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων, με πρωτοβουλία του οποίου πραγματοποιήθηκε ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη, ήτοι πριν από δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευση της αντιδίκου του (ά. 270§2εδ.γ ΚΠολΔ, βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμόν 72Δ/5-11-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ...), την υπ’ αριθμόν 19.359/8-11-2013 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ..., θυγατέρας ..., συζύγου ..., ενώπιον του συμβολαιογράφου Λιβαδειάς ..., που νομίμως προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων, με πρωτοβουλία του οποίου έγινε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, δηλαδή πριν από δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευση της αντιδίκου του (ά. 270§2 εδ.γ ΚΠολΔ, βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμόν 72Δ/5-11-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ...), απ’ όλα τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ά. 336§3, 339, 395 και 432 επ. ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, όπως επίσης από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ά. 336§4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη αποτελεί τραπεζική εταιρεία, η οποία εδρεύει στην Κύπρο και ήταν εγκατεστημένη στην Ελλάδα, όπου διατηρούσε υποκαταστήματα έως το έτος 2013. Ο ενάγων είναι έγγαμος με δύο ανήλικα τέκνα, ελεύθερος επαγγελματίας και δη υδραυλικός από το έτος 1994 ως απόφοιτος σχολής του Ο.Α.Ε.Δ., διατηρώντας στην Πάτρα, επί της οδού ..., από το έτος 2002 κατάστημα με υδραυλικά, είδη θερμάνσεως, κλιματισμού και ηλιακά συστήματα. Συνεργαζόταν με το ευρισκόμενο στην Αγυιά Πατρών, επί των οδών ... και ..., υποκατάστημα της εναγομένης από το έτος 2000, έχοντας αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης μ’ αυτή, στο πλαίσιο της συνάψεως συμβάσεων τραπεζικών καταθέσεων χρημάτων του, απλών και προθεσμιακών, ενός στεγαστικού δανείου προς αυτόν καθώς και δύο επαγγελματικών εξαιτίας της εντάξεως της επιχειρήσεώς του σε πρόγραμμα του Ε.Σ.Π.Α. κατά το έτος 2010, διαθέτοντας συγχρόνως λογαριασμούς ταμιευτηρίου και προθεσμιακές καταθέσεις σε έτερα πιστωτικά ιδρύματα. Το Μάιο του 2011 διατηρούσε στην εναγομένη καταθέσεις συνολικού ύψους 500.000 περίπου ευρώ (βλ. τα αποδεικτικά των τριών προθεσμιακών καταθέσεων του ενάγοντος και την κίνηση του κοινού με τη μάρτυρα σύζυγο αυτού υπ’ αριθμόν 3217750 λογαριασμού ταμιευτηρίου του, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως), επιδιώκοντας έτσι, επί τη βάσει των προδιαληφθέντων, ανέκαθεν την ασφαλή τοποθέτηση των προερχόμενων από την προαναφερθείσα εργασία αυτού αποταμιεύσεών του, όπερ γνώριζαν οι υπάλληλοι του προειρημένου υποκαταστήματος της εναγομένης, αφού ο ενάγων τις συγκέντρωνε στις εκεί ιδίως τηρούμενες τραπεζικές του καταθέσεις, απλές και προθεσμιακές. Την 16-5-2011, όταν η εξυπηρετούμενη από τον τηρούμενο στην εναγομένη υπ’ αριθμόν ... λογαριασμό τρίμηνη προθεσμιακή κατάθεση του ενάγοντος με επιτόκιο 4,35% και λήξη την 18-7-2011 ανερχόταν στο ποσό των 281.055,90 ευρώ (βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από 16-5-2011 βεβαίωση αυτής της προθεσμιακής καταθέσεως), ο ..., υπάλληλος του προμνημονευθέντος υποκαταστήματος της εναγομένης, με τον οποίο ο ενάγων συνεργαζόταν επί δύο χρόνια, έχοντας αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης μ’ αυτόν, συνέστησε, κατόπιν μεθοδευμένης πρωτοβουλίας των οργάνων της εναγομένης ως προς την εξειδικευμένη προσέγγιση των σημαντικών της πελατών, όπως ήταν ενόψει των προπαρατεθέντων ο ενάγων, και όχι ύστερα από γενική πρόσκληση στο επενδυτικό κοινό, τηλεφωνικώς στον ενάγοντα να τοποθετήσει όποιο μέρος της προδιαληφθείσας προθεσμιακής καταθέσεώς του δε χρειαζόταν άμεσα σ’ ένα νέο ιδιαίτερα επωφελές γι’ αυτόν προϊόν της εναγομένης υπό την ονομασία «Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου» (Μ.Α.Ε.Κ.), ενημερώνοντας τον ενάγοντα συνοπτικά ότι αφενός δε θα του επιβαλλόταν από την εναγομένη ποινή ένεκα πρόωρης μερικής εξοφλήσεως της ως άνω προθεσμιακής καταθέσεως αυτού και αφετέρου ότι το προαναφερθέν νέο τραπεζικό προϊόν τύγχανε όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση, έχοντας πενταετή διάρκεια και ελκυστικό, σε σύγκριση με το προμνημονευθέν, σταθερό ετήσιο επιτόκιο ύψους 6,5% με περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου (βλ. υπό τον τίτλο «MAEK Vs Κατάθεση» του προσκομιζόμενου μετ’ επικλήσεως εσωτερικού εγγράφου της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας προς τους υπαλλήλους της), όπερ είχε ως συνέπεια να υπονοείται ότι ανταποκρίνεται στο προειρημένο και γνωστό στην εναγομένη συντηρητικό επενδυτικό προφίλ του ενάγοντος. Την ίδια ημέρα της προδιαληφθείσας τηλεφωνικής επικοινωνίας του τελευταίου με τον προμνημονευθέντα υπάλληλο της εναγομένης, ο ενάγων, ο οποίος πείσθηκε από τις προηγηθείσες ρητές διαβεβαιώσεις του υπαλλήλου αυτού περί του ασφαλούς και του επικερδούς σε σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις χαρακτήρα του προαναφερθέντος νέου τραπεζικού προϊόντος, θεώρησε ότι αυτό ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό του προφίλ και δεν ενεργούσε με τη λογική της διασποράς του προειρημένου κεφαλαίου του, επισκέφθηκε το ανωτέρω υποκατάστημα της εναγομένης, όπου κατήρτισε σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δραστηριοτήτων και παρεπόμενων υπηρεσιών από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία, υπέγραψε έντυπο προσυμβατικής πληροφόρησης («ενημερωτικό πακέτο») για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών καθώς και αίτηση δημιουργίας μερίδας, λογαριασμού αξιών στο Σύστημα ’υλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) και εξουσιοδότηση χρήσης τους, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως και έχουν επ’ ονόματι και για λογαριασμό της εναγομένης υπογραφεί από την υπάλληλο του ίδιου υποκαταστήματος Τσιχλιά ή και το Διευθυντή του υποκαταστήματος αυτού ... κατά περίπτωση, προκειμένου να επακολουθήσει η σύναψη της συμβάσεως αγοράς Μ.Α.Ε.Κ. από τον ενάγοντα. Την επόμενη ημέρα, ήτοι την 17-5-2011, ο ενάγων προσήλθε εκ νέου στο προδιαληφθέν υποκατάστημα της εναγομένης κατόπιν υποδείξεως όλων των προαναφερθέντων υπαλλήλων της και κατήρτισε μ’ αυτήν υπό την επήρεια των προειρημένων διαβεβαιώσεων την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως και υπογεγραμμένη επ’ ονόματι και για λογαριασμό της εναγομένης από την υπάλληλό της ... υπ’ αριθμόν ... σύμβαση συμμετοχής του ενάγοντος στην έκδοση από την εναγομένη των προδιαληφθέντων Μ.Α.Ε.Κ., με τον τίτλο «ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΧΑΚ/ΧΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΝΕΚΚΛΗΤΗ ΑΙΤΗΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΑΔΙΑΘΕΤΩΝ ΜΕΤΑΤΡΕΨΙΜΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», μέσω της οποίας αυτός αγόραζε από την εναγομένη Μ.Α.Ε.Κ. συνολικής αξίας 100.000 ευρώ, που θα καταβαλλόταν σ’ αυτή δια της μεταφοράς του αντίστοιχου ποσού από τον εκεί τηρούμενο προμνημονευθέντα υπ’ αριθμόν ... κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου του ενάγοντος με την εξετασθείσα ενώπιον του δικάζοντος Δικαστηρίου μάρτυρα αυτού.

 

 Η προειρημένη μεταφορά των 100.000 ευρώ από την προθεσμιακή κατάθεση προς τον κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου του ενάγοντος είχε όμως ήδη γίνει από την 16-5-2011, αλλά το ποσό αυτό εκταμιεύθηκε για την αγορά των εκδοθέντων την 18-5-2011 Μ.Α.Ε.Κ. κατά την 3-6-2011. Προς πιστοποίηση της συνάψεως της προεκτεθείσας συμβάσεως αγοράς εκ μέρους του ενάγοντος Μ.Α.Ε.Κ. εκδόθηκε από την εναγομένη το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από 17-5-2011 αποδεικτικό συμμετοχής του στην έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ., το οποίο συνιστά το μοναδικό έγγραφο που παραδόθηκε στο πλαίσιο της επίμαχης συναλλαγής σ’ αυτόν και όπου διαλαμβάνεται το ανερχόμενο σε 100.000 ευρώ επενδυθέν εκεί από τον ενάγοντα κεφάλαιο, χωρίς να αναφέρονται ο αριθμός των Μ.Α.Ε.Κ. που αγόραζε μ’ αυτό, ο οποίος δεν αναγράφεται ούτε στην προειρημένη σύμβαση αγοράς τους, ούτε οποιοδήποτε σαφές χαρακτηριστικό της φύσεως αυτών ή ο όρος «προθεσμιακή κατάθεση». Σε προδιατυπωμένο εκ μέρους της εναγομένης όρο της συμβάσεως αυτής, όπου επίσης δε μνημονεύονται ο προδιαληφθείς όρος ούτε οποιοδήποτε ακριβές χαρακτηριστικό της φύσεως των Μ.Α.Ε.Κ., ώστε να δύναται ο αντισυμβαλλόμενος ενάγων να την αντιληφθεί με οποιοδήποτε τρόπο, αναφέρεται εντούτοις ότι αυτός βεβαιώνει πως διαθέτει τη γνώση και τις ικανότητες να προβεί στην αξιολόγηση της επενδύσεώς του στα Μ.Α.Ε.Κ. και δηλώνει ότι αφενός αποδέχεται τους όρους εκδόσεως και τους παράγοντες κινδύνου που περιέχονται στο από 5-4-2011 σχετικό ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης και αφετέρου δεν του έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εναγομένη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα Μ.Α.Ε.Κ. και την απόφαση του ενάγοντος να υποβάλει αίτηση εγγραφής σ’ αυτά. Σύμφωνα λοιπόν με το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από 5-4-2011 εγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο της εναγομένης για τα εκ μέρους αυτής εκδιδόμενα Μ.Α.Ε.Κ. με μέγιστο ύψος εκδόσεως 1.342.422.297 ευρώ προς το σκοπό της ενισχύσεώς της με πρωτοβάθμιο κεφάλαιο και της διατηρήσεως ως εκ τούτου ισχυρών και ανταγωνιστικών δεικτών κεφαλαιακής της επάρκειας, αυτά αποτελούσαν άυλες ομολογίες της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας στο άρτιο, διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (Χ.Α.Κ.) και στο Χρηματιστήριο Αθηνών (Χ.Α.), με ονομαστική αξία καθεμιάς εξ αυτών ενός (1) ευρώ, αόριστη διάρκεια άνευ ημερομηνίας λήξεως, σταθερό ετήσιο επιτόκιο σε ευρώ 6,5% για τις πρώτες δέκα (10) περιόδους τόκου μέχρι την 30η Ιουνίου 2016 και κυμαινόμενο εν συνεχεία επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε Euribor 6 μηνών που θα ίσχυε στην αρχή της κάθε περιόδου τόκου πλέον 3%, οι οποίες ήταν άμεσες, μη εξασφαλισμένες καθώς και ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της εναγομένης, κατατασσόμενες σε ίση μοίρα μεταξύ τους (rank pari passu) και με τις πηγάζουσες από έτερες εκδόσεις ομολογιών χαμηλότερης ελάσσονος προτεραιότητας αξιώσεις που πληρούσαν τα κριτήρια ως προς τη συμπερίληψή τους στο κεφάλαιο της εναγομένης, όπως ήταν τα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (Μ.Α.Κ.). Τα Μ.Α.Ε.Κ. τύγχαναν ωστόσο ελάσσονος προτεραιότητας σε σχέση με τις αξιώσεις των πιστωτών της εναγομένης, όπως ήταν οι καταθέτες και όσοι διέθεταν αξιώσεις που δεν τύγχαναν ελάσσονος προτεραιότητας ως προς αυτές των καταθετών, ενώ είχαν προτεραιότητα έναντι των μετοχών της εναγομένης. Μπορούσαν επιπροσθέτως να μετατραπούν κατ’ επιλογή του κυρίου τους σε συνήθεις μετοχές της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, κατά τις μνημονευόμενες στο προδιαληφθέν ενημερωτικό δελτίο περιόδους μετατροπής και έως την 31-5-2016, στην εκεί καθοριζόμενη τιμή μετατροπής, η οποία ενέκειτο στο ποσό των 3,30 ευρώ ανά συνήθη μετοχή της εναγομένης ονομαστικής αξίας 1 ευρώ. Ήταν μάλιστα δυνατό να εξαγορασθούν στο σύνολό τους κατ’ επιλογή της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας στην ονομαστική αξία αυτών μαζί με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους την 30-6-2016 ή σε οποιαδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου θα επόταν, ύστερα από έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπό την προϋπόθεση ότι θα γινόταν αντικατάστασή τους με πρωτοβάθμιο κεφάλαιο ίσης ή υψηλότερης διαβαθμίσεως. Η εναγομένη δικαιούτο επίσης να ακυρώνει κατά την κρίση της οποτεδήποτε την πληρωμή του προειρημένου τόκου, ο οποίος δε θα οφειλόταν πλέον και δε θα καταβαλλόταν, λαμβάνοντας υπόψη τη φερεγγυότητα και την οικονομική κατάσταση αυτής, οπότε η μη πληρωμή τόκου δε θα θεωρείτο αθέτηση υποχρεώσεως της εναγομένης. Η προαναφερθείσα ακύρωση της πληρωμής τόκων θα καθίστατο υποχρεωτική, αν η εναγομένη δεν τηρούσε τις οριζόμενες από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ελάχιστες απαιτήσεις φερεγγυότητας ή δε διέθετε τα αναγκαία διανεμητέα στοιχεία. Επί προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακυρώσεως της πληρωμής τόκων, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία δε θα προέβαινε στην καταβολή μερίσματος ή σε οποιαδήποτε έτερη πληρωμή σχετικά με τις συνήθεις μετοχές ή άλλες αξίες της που θα λογίζονταν ως πρωτοβάθμιο κεφάλαιο από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Τα Μ.Α.Ε.Κ. θα μετατρέπονταν μάλιστα υποχρεωτικά σε συνήθεις μετοχές της εναγομένης στην προβλεπόμενη εκ του ως άνω ενημερωτικού δελτίου τιμή υποχρεωτικής μετατροπής, αν λάμβανε χώρα κάποιο από τα εκεί οριζόμενα γεγονότα έκτακτης ανάγκης ή βιωσιμότητας της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας. Η δυνατότητα της τελευταίας να εκπληρώσει τις απορρέουσες εκ των Μ.Α.Ε.Κ. υποχρεώσεις της υπέκειτο σε σειρά κινδύνων περιγραφόμενων στο προειρημένο ενημερωτικό δελτίο και σχετιζόμενων με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εναγομένης, την έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ., τη μετατροπή προγενέστερων μετατρέψιμων αξιογράφων αυτής σε Μ.Α.Ε.Κ. και τις συνήθεις μετοχές της, όπως ήταν οι κίνδυνοι ρευστότητας, αγοράς, πιστωτικοί, λειτουργικοί, ρυθμιστικοί, νομικοί, το γεγονός ότι τα Μ.Α.Ε.Κ. ενδέχεται να μη συνιστούσαν κατάλληλη επένδυση για όλους τους επενδυτές και να μετατρέπονταν υποχρεωτικά σε μετοχές της εναγομένης εξαιτίας της επελεύσεως διαλαμβανόμενου στο ενημερωτικό δελτίο περιστατικού έκτακτης ανάγκης κεφαλαίου ή βιωσιμότητάς της. ’ρα, τα προπεριγραφέντα Μ.Α.Ε.Κ. αποτελούσαν πολύπλοκο χρηματοοικονομικό μέσο ως ασώματες κινητές αξίες και δη άυλες ομολογίες εκδόσεως της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, αόριστης διάρκειας, μειωμένης εξασφαλίσεως, μετατρέψιμες σε μετοχές, διαπραγματευόμενες στο Χ.Α. και εμπεριέχουσες τους ανωτέρω κινδύνους, οι οποίοι δεν απέβαιναν ευχερώς και πλήρως αντιληπτοί από τους ιδιώτες επενδυτές (perpetual bonds). Η ρευστοποίηση των περί ων ο λόγος αξιογράφων μπορούσε λοιπόν να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά δια της πωλήσεώς τους στη δευτερογενή (χρηματιστηριακή) αγορά, της εκ μέρους της εναγόμενης εκδότριας αυτών εξαγοράσεώς τους κατ’ επιλογή της ή της μετατροπής αυτών σε μετοχές της εναγομένης μέχρι την 31-5-2016 και της πωλήσεώς τους εν συνεχεία στη δευτερογενή αγορά. Δε συνιστούσαν επομένως προθεσμιακή κατάθεση ούτε ασφαλές επενδυτικό προϊόν που να προσομοιάζει σε τέτοια, αλλά αμιγές επενδυτικό προϊόν, διότι η τοποθέτηση του κεφαλαίου του επενδυτή σε Μ.Α.Ε.Κ. δε χαρακτηριζόταν στην πραγματικότητα, επί τη βάσει των προπαρατεθέντων, από ορισμένη διάρκεια, σταθερό επιτόκιο, παρά μόνο για τα πέντε πρώτα χρόνια της επενδύσεως αυτής, περιοδική απόδοση τόκων, δεδομένης της προαναφερθείσας προαιρετικής ή υποχρεωτικής ακυρώσεως από την εναγομένη της πληρωμής τόκων, καθώς και εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου, αφού η απόδοση της εν λόγω επενδύσεως είχε στην ουσία εξαρτηθεί από την οικονομική κατάσταση της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας και κατ’ επέκταση τις επικρατούσες στην ελληνική, την κυπριακή και τη διεθνή οικονομία συνθήκες. Η κρίση στην ελληνική και την κυπριακή οικονομία, η παγκόσμια οικονομική ύφεση και η εντεύθεν αστάθεια των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών, που υφίσταντο ήδη από τον προμνημονευθέντα χρόνο της τοποθετήσεως του ως άνω κεφαλαίου του ενάγοντος στα Μ.Α.Ε.Κ., ώστε να μη δύναται να εκληφθεί ότι αυτός θεωρούσε την επένδυση σε κυπριακά χρηματοπιστωτικά μέσα ως ασφαλέστερη σε σχέση με τις τηρούμενες σε ελληνικές τράπεζες καταθέσεις του, προοιώνιζαν την καθοδική πορεία της αξίας των εν λόγω τοξικών αξιογράφων, τα οποία θα μετατρέπονταν έτσι υποχρεωτικά σε μηδαμινής αξίας μετοχές της έκτοτε ευρισκόμενης σε δεινή οικονομική κατάσταση εναγομένης, που δια της εκδόσεως των Μ.Α.Ε.Κ. επεδίωκε ακριβώς την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας μέσω της αντλήσεως όσο το δυνατόν περισσότερων κεφαλαίων από τη διάθεση των επίμαχων αξιογράφων σε αξιόλογους πελάτες της, όπως ήταν ο ενάγων [βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από 28-2-2011 ανακοίνωση της εναγομένης περί της εκδόσεως των Μ.Α.Ε.Κ. (Tier 1 capital)]. Ο τελευταίος δεν είχε όμως ενημερωθεί, προφορικώς ή εγγράφως, από τους υπαλλήλους της εναγομένης πριν από την κατάρτιση της ανωτέρω συμβάσεως αγοράς απ’ αυτόν 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. σχετικά, μεταξύ άλλων, με την αόριστη διάρκεια, τους προμνημονευθέντες κινδύνους της περί ης ο λόγος επενδύσεως αυτού, ύψους 100.000 ευρώ, και τη μη εγγυημένη επιστροφή του προδιαληφθέντος κεφαλαίου του. Τούτο, διότι οι προαναφερθέντες υπάλληλοι της εναγομένης, οι οποίοι ήρθαν σε συναλλακτική επαφή με τον ενάγοντα πριν από τη σύναψη της συμβάσεως συμμετοχής αυτού στην έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ., παρέλειψαν εν πρώτοις να τον πληροφορήσουν προφορικώς, πλήρως και σαφώς, ως προς τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά των Μ.Α.Ε.Κ. και την επισφάλειά τους, αφού είχαν και οι ίδιοι λάβει ελλιπή ενημέρωση από την εναγομένη δια του προειρημένου άγνωστου τότε στον ενάγοντα εσωτερικού εγγράφου αυτής προς τους υπαλλήλους της, όπου δεν περιέχεται οποιαδήποτε αναφορά στους ως άνω κινδύνους των Μ.Α.Ε.Κ., αλλά γίνεται παραπλανητικά μονομερής και ετεροβαρής σύγκριση αυτών με τις λειτουργούσες εντελώς διαφορετικά και εγγυημένες τραπεζικές καταθέσεις, σχετικά απλώς με το ανερχόμενο σε ποσοστό 6,5% δελεαστικό ετήσιο επιτόκιο των Μ.Α.Ε.Κ. σε ευρώ για τα πέντε πρώτα χρόνια της διάρκειάς τους ως θετικό χαρακτηριστικό αυτών, όταν το ετήσιο επιτόκιο των τηρούμενων στην εναγομένη προθεσμιακών καταθέσεων δεν υπερέβαινε το ποσοστό του 4,35%. Οι προμνημονευθέντες υπάλληλοι της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας δεν παρέδωσαν επιπροσθέτως στον ενάγοντα πριν από την κατάρτιση της προσβαλλόμενης συμβάσεως αγοράς των 100.000 Μ.Α.Ε.Κ., δεν υπέδειξαν τότε σ’ αυτόν ούτε του εξήγησαν το προδιαληφθέν ενημερωτικό δελτίο αναφορικά με τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους τους, στερώντας έτσι σ’ αυτόν τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του εν λόγω ενημερωτικού δελτίου ή να προστρέξει για το σκοπό αυτό στη βοήθεια επενδυτικού συμβούλου, μολονότι βεβαιώνεται στην ένδικη σύμβαση ότι ο ενάγων έλαβε γνώση του επίμαχου ενημερωτικού δελτίου, δοθέντος ότι δεν παρασχέθηκαν σ’ αυτόν καν η δυνατότητα και το χρονικό περιθώριο να αναγνώσει τα προπαρατεθέντα έγγραφα που του παραδόθηκαν τότε προς υπογραφή και αυτός υπέγραψε, ενώ δεν ανηύρε εγκαίρως πουθενά, είτε στο παραπάνω υποκατάστημα της εναγομένης είτε στο διαδίκτυο, το ενημερωτικό δελτίο των Μ.Α.Ε.Κ. Ο ενάγων ως υδραυλικός και απόφοιτος σχολής Ο.Α.Ε.Δ. ευρισκόταν εξάλλου εκτός του κύκλου όσων προσώπων ήταν σε θέση να κατανοήσουν και πολλώ μάλλον να συνδυάσουν και να αξιολογήσουν τον προειρημένο τίτλο της προσβαλλόμενης συμβάσεώς του με την εναγομένη, τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά και τους επενδυτικούς κινδύνους των Μ.Α.Ε.Κ. δίχως τη βοήθεια επενδυτικού συμβούλου, οπότε απέβαινε αναγκαία η πέραν της παραδόσεως του σχετικού ενημερωτικού δελτίου στον ενάγοντα αντικειμενική, πλήρης και σαφής προφορική προσυμβατική ενημέρωσή του από τους προειρημένους υπαλλήλους της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας. Αν οι τελευταίοι είχαν αφενός ενημερώσει τον ενάγοντα προφορικώς με αντικειμενικότητα, πληρότητα και σαφήνεια για τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των Μ.Α.Ε.Κ. και κυρίως ως προς το ενδεχόμενο απώλειας του επενδυόμενου κεφαλαίου του και αφετέρου παραδώσει στον ενάγοντα για μελέτη το ενημερωτικό δελτίο ως προς τα Μ.Α.Ε.Κ., εφιστώντας σ’ αυτόν τη δέουσα προσοχή, προκειμένου να του αναπτύξουν εν συνεχεία τις δυσνόητες για το μέσο συναλλασσόμενο με πιστωτικά ιδρύματα κρίσιμες έννοιες του ενημερωτικού δελτίου, να εξηγήσουν σ’ αυτόν το περιεχόμενο της περιλαμβανόμενης στην προσβαλλόμενη σύμβαση αγοράς των 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. έναντι του τιμήματος των 100.000 ευρώ πολύπλοκης συναλλακτικής του σχέσεως με την εναγομένη και να απαντήσουν στις εντεύθεν απορίες του ενάγοντος, αυτός θα είχε αρνηθεί την προτεινόμενη από την εναγομένη τοποθέτηση του προμνημονευθέντος κεφαλαίου του στα Μ.Α.Ε.Κ. Τούτο, δοθέντος ότι ο ενάγων δεν επιθυμούσε να τερματίσει πρόωρα, έστω και μερικώς, την ήδη τηρούμενη στην εναγομένη προθεσμιακή κατάθεση αυτού, από την οποία προήλθε το τίμημα της αγοράς τους, να μην επιβαρυνθεί με την ποινή της προεξοφλήσεως αυτής και να διατηρεί με κερδοσκοπικό σκοπό τίτλους έτοιμους προς ρευστοποίηση σε χρηματιστηριακή αγορά, εκμεταλλευόμενος επερχόμενες επενδυτικές ευκαιρίες, αλλά επεδίωκε τη λήψη μεγαλύτερου τόκου εκ της ασφαλούς τοποθετήσεως του επίμαχου κεφαλαίου ως σημαντικού τμήματος των καταθέσεών του σε «κλειστό» λογαριασμό προθεσμιακής καταθέσεως για πέντε χρόνια, αποστρεφόμενος τον επενδυτικό κίνδυνο, προκειμένου να εξασφαλίσει μετά την παρέλευση της πενταετούς διάρκειας των Μ.Α.Ε.Κ. τη χρηματοδότηση των σπουδών των δύο τέκνων του, όπερ γνώριζαν οι συναλλαγέντες μ’ αυτόν προαναφερθέντες υπάλληλοι της εναγομένης ένεκα της προσωπικής τους σχέσεως εμπιστοσύνης μ’ αυτόν. Υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες, οι οποίες προσδιορίζουν τη θέση εκάστου μέρους της υφιστάμενης ανάμεσα στους διαδίκους συναλλακτικής σχέσεως, η τελευταία δεν είχε τη μορφή της εκτελέσεως από τη διαπραγματευτικώς υπερέχουσα εναγόμενη τραπεζική εταιρεία της επενδυτικής επιλογής που απέδιδε αντίστοιχη απόφαση του ενάγοντος, στην οποία να είχε καταλήξει ο ίδιος, αφότου ενημερωνόταν συναφώς από την αντισυναλλασσόμενή του εναγομένη. Αντιθέτως, αυτή μπορούσε μέσω των υπαλλήλων της να διαμορφώσει το περιεχόμενο όσων επιλογών εμφανίζονταν να προέρχονται από τον ενάγοντα, χωρίς να του παρέχει όσες πληροφορίες ήταν απαραίτητες σ’ αυτόν, ώστε να δύναται συνειδητώς να προτείνει στην εναγομένη την κατάρτιση της προδιαληφθείσας συμβάσεως συμμετοχής του στην έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ. Όση εμπειρία κι αν διέθετε ο ενάγων αναφορικά με τις τραπεζικές συναλλαγές, όπως για παράδειγμα ως προς το ότι επί συνάψεως προθεσμιακής καταθέσεως, η οποία διαρκεί συνήθως τρεις, έξι μήνες ή ένα έτος και δεν είχε τότε επιτόκιο μεγαλύτερο του 4,5%, υπογράφεται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, από τον καταθέτη μόνον το έγγραφο της συμβάσεως τραπεζικής καταθέσεως και όχι πλείονα, εν αντιθέσει με ότι συνέβη κατά τα προπαρατεθέντα στην ένδικη περίπτωση, η εναγομένη διέθετε εξειδίκευση στα χρηματοοικονομικά προϊόντα και τις επ’ αυτών συναλλαγές, με συνέπεια οι προσήκουσες στην εκάστοτε περίπτωση συμβουλές αυτής να τυγχάνουν αναγκαίες για τη διαμόρφωση της επενδυτικής συμπεριφοράς των μέσων πελατών της, όπως ήταν ο ενάγων, που δεν μπορούσε παρά να στηριχθεί στη φερόμενη ως υπεύθυνη πληροφόρηση της εναγομένης, η οποία πήγαζε εκ της επαγγελματικής ενασχολήσεώς της με τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. ’ρα, προκειμένου η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία να αντλήσει όσο το δυνατόν περισσότερα κεφάλαια από τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών στην έκδοση των Μ.Α.Ε.Κ. και να εξισορροπήσει την κλονισμένη κεφαλαιακή της επάρκεια, παρείχε, μέσω των ανωτέρω υπαλλήλων αυτής στον ενάγοντα πελάτη της και εκμεταλλευόμενη την εμπιστοσύνη του προς αυτήν και τους προστηθέντες της, μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική ενημέρωση σχετικά με τα αγορασθέντα εν συνεχεία απ’ αυτόν Μ.Α.Ε.Κ., υπερτονίζοντας τα πλεονεκτήματά τους και αποσιωπώντας την επακριβή φύση και τους προειρημένους κινδύνους αυτών, που η γνώση εκ μέρους του ενάγοντος ως υποψήφιου συντηρητικού επενδυτή ήταν ωστόσο απαραίτητη για τον ανεπίληπτο σχηματισμό της αποφάσεώς του να επενδύσει στα Μ.Α.Ε.Κ. Η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία παρήγαγε επομένως με δόλο, δια της προπεριγραφείσας απατηλής συμπεριφοράς των προμνημονευθέντων υπαλλήλων αυτής, την οποία προκάλεσαν επί τη βάσει των προηγηθέντων τα όργανά της, στον ενάγοντα μακροχρόνιο και συντηρητικό πελάτη αυτής την πεπλανημένη αντίληψη ότι τα Μ.Α.Ε.Κ. αποτελούσαν ασφαλές επενδυτικό προϊόν όμοιο με προθεσμιακή κατάθεση και είχαν υψηλότερο σταθερό επιτόκιο σε σχέση μ’ αυτήν, παριστώντας στον ενάγοντα ανύπαρκτα ενόψει των προαναφερθέντων περιστατικά ως υπαρκτά, ότι δηλαδή είχαν πενταετή διάρκεια, σταθερό ετήσιο επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυόμενου κεφαλαίου, και αποσιωπώντας σ’ αυτόν την παραπάνω φύση τους ως χρεωγράφων και δη διαπραγματευόμενων στο Χ.Α. άυλων ομολογιών μειωμένης εξασφαλίσεως και τους συνοδεύοντες αυτές προδιαληφθέντες σημαντικούς κινδύνους, που ο ενάγων αγνοούσε, αλλά η εκ μέρους της εναγομένης αποκάλυψή τους επιβαλλόταν από το απορρέον εκ της αντικειμενικής καλής πίστης, των χρηστών συναλλακτικών ηθών και της διαμορφωθείσας ανάμεσα στους διαδίκους προμνημονευθείσας μακροχρόνιας σχέσεως εμπιστοσύνης καθήκον της εναγομένης προς διαφώτιση του ενάγοντος, όπερ είχε ως απότοκο να αχθεί αυτός σε δήλωση βουλήσεως προτάσεως προς την εναγομένη να συμμετάσχει στην έκδοση απ’ αυτήν των Μ.Α.Ε.Κ., αγοράζοντας έτσι την 17-5-2011 αντί του τιμήματος των 100.000 ευρώ 100.000 τέτοια αξιόγραφα, στην αγορά των οποίων δε θα προέβαινε αλλιώς. Η προειρημένη σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία στον ενάγοντα 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. τυγχάνει συνεπώς ακυρώσιμη ένεκα της προεκτεθείσας απάτης της εναγομένης εις βάρος του και όχι άκυρη ως ανήθικη, διότι η αντίθεσή της προς τα χρηστά ήθη δεν εξικνείται ενόψει των προειρημένων σε τέτοιο βαθμό, ώστε η προσβαλλόμενη σύμβαση να καθίσταται αυτοδικαίως άκυρη. Επί τη βάσει των προπαρατεθέντων, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία ως προμηθεύτρια επενδυτικών υπηρεσιών εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας παρέσχε μέσω των ανωτέρω προστηθέντων αυτής επενδυτική συμβουλή και σύσταση στον ενάγοντα, ο οποίος διέθετε εν προκειμένω την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης της προαναφερθείσας επενδυτικής υπηρεσίας της εναγομένης, που δεν υπερέβαινε το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δοθέντος ότι το επενδυθέν απ’ αυτόν επίμαχο ποσό δεν ήταν τόσο υψηλό ούτε υπήρχε συστηματική ενασχόληση του ενάγοντος με πολύπλοκες χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Οι προδιαληφθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η περί ης ο λόγος συμπεριφορά της εναγομένης, προκάλεσαν λοιπόν την προμνημονευθείσα μονομερή, ελλιπή, ασαφή και παραπλανητική προσυμβατική πληροφόρηση του ενάγοντος άπειρου αντισυμβαλλόμενου αυτής από τους ελλιπώς ενημερωμένους και μη εξειδικευμένους στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών συγκεκριμένους προειρημένους υπαλλήλους της σχετικά με τα αγορασθέντα εν συνεχεία απ’ αυτόν Μ.Α.Ε.Κ., τα οποία του συστήνονταν από την εναγομένη ως κατάλληλη γι’ αυτόν επένδυση δια της οργανωμένης προσεγγίσεώς του ως ήδη υφιστάμενου αξιόλογου πελάτη της, του υπερτονισμού των πλεονεκτημάτων των επίμαχων αξιογράφων και της αποσιωπήσεως της επακριβούς φύσεως και των προαναφερθέντων κινδύνων αυτών. Τούτο, μολονότι στην ως άνω ακυρώσιμη σύμβαση των διαδίκων αναγράφεται ότι ο ενάγων βεβαιώνει πως διαθέτει τη γνώση και τις ικανότητες να προβεί στην αξιολόγηση της επενδύσεώς του στα Μ.Α.Ε.Κ. και δηλώνει ότι δεν του έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την εναγομένη, οποιοδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής σχετικά με τα Μ.Α.Ε.Κ. και την απόφαση του ενάγοντος να υποβάλει αίτηση εγγραφής σ’ αυτά. Η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία επηρέασε επομένως κατά τον προαναφερθέντα τρόπο την προδιαληφθείσα επενδυτική απόφαση του μη ενεργούντος με αντικειμενική, ορθή ενημέρωση και επίγνωση ενάγοντος πελάτη της και καταναλωτή σε κατεύθυνση αντίθετη προς το γνωστό σ’ αυτήν προεκτεθέν συντηρητικό επενδυτικό του προφίλ και ακατάλληλη ως εκ τούτου γι’ αυτόν ριψοκίνδυνη επένδυση, παραβιάζοντας το πηγάζον εκ της αντικειμενικής καλής πίστης, των χρηστών συναλλακτικών ηθών και της διαμορφωθείσας ανάμεσα στους διαδίκους μακροχρόνιας σχέσεως εμπιστοσύνης καθήκον διαφωτίσεως, συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως του ενάγοντος πελάτη της ως προς την επισφάλεια της τοποθετήσεως του επενδυόμενου στα Μ.Α.Ε.Κ. προμνημονευθέντος κεφαλαίου του, απορριπτομένων κατ’ ουσίαν των προβληθεισών εκ μέρους της εναγομένης προειρημένων ενστάσεων περί καταχρηστικής ασκήσεως των αγωγικών δικαιωμάτων καθώς και συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος εξαιτίας πλήρους γνώσεως εκ μέρους αυτού, κατά την κατάρτιση της προσβαλλόμενης συμβάσεως, της φύσεως και των κινδύνων των Μ.Α.Ε.Κ. ή της συνδρομής τουλάχιστον δυνατότητάς του να λάβει τότε τέτοια γνώση. Ένεκα των προπαρατεθέντων επεβλήθησαν στην εναγόμενη τραπεζική εταιρεία διοικητικά πρόστιμα από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και την αποτελούσα Ν.Π.Δ.Δ. Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ενώ απευθύνθηκε στην εναγομένη σχετική έγγραφη σύσταση από τον Έλληνα Συνήγορο του Καταναλωτή, η οποία δεν έγινε όμως αποδεκτή απ’ αυτή (βλ. την από 13-9-2013 απόφαση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, την προηγηθείσα αυτής έκθεση ειδικού ελέγχου της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, το δελτίο τύπου της υπ’ αριθμόν 671/16-1-2014 συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, την υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου 4.995/25-2-2013 έγγραφη σύσταση της ανεξάρτητης αρχής του Συνηγόρου του Καταναλωτή και τα με αριθμούς πρωτοκόλλου Β/4.156/28-8-2012 και 7.791/26-3-2013 έγγραφά του, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως και συνιστούν δικαστικά τεκμήρια για την παρούσα δίκη). Οι ανωτέρω κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. πραγματώθηκαν, όπως αναμενόταν από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία, δοθέντος ότι, ενώ είχε έως την 31-12-2011 καταβάλει στον ενάγοντα τόκους ύψους 3.436,10 ευρώ γι’ αυτά, η εναγομένη προέβη, εξαιτίας ακριβώς της οφειλόμενης στην ήδη υπάρχουσα πριν από το έτος 2011 στην Ελλάδα και την Κύπρο προϊούσα οικονομική κρίση ελλείψεως κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητάς της, στην υποχρεωτική ακύρωση της πληρωμής τόκων ως προς τα εν λόγω αξιόγραφα για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2012, πράγμα το οποίο ο ενάγων αντελήφθη κατά το μέσον του μηνός Ιουνίου του ίδιου έτους, όταν στο πλαίσιο ενημερώσεως του βιβλιαρίου του προαναφερθέντος λογαριασμού ταμιευτηρίου του πληροφορήθηκε προφορικώς από τους υπαλλήλους του προδιαληφθέντος υποκαταστήματος της εναγομένης την ακύρωση της καταβολής τόκων ως προς τα Μ.Α.Ε.Κ. για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούνιο του 2012.  Απευθυνόμενος τότε στο γραφείο της Περιφερειακής Διευθύνσεως Πελοποννήσου της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, ο ενάγων πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι η προσβαλλόμενη σύμβασή του με την εναγομένη δεν αφορούσε τραπεζικό προϊόν προσομοιάζον σε προθεσμιακή κατάθεση, αλλά την αγορά των ως άνω μη ασφαλών αξιογράφων. Υπέβαλε μάλιστα στην εναγόμενη τραπεζική εταιρεία τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από 19-6-2012 και 6-3-2013 αιτήσεις, δια των οποίων ζητούσε να του χορηγηθούν αντίγραφα των απτόμενων της επίμαχης συναλλαγής του με την εναγομένη εγγράφων, όπερ είχε ως συνέπεια να παραδοθούν στον ενάγοντα τότε για πρώτη φορά, μεταξύ άλλων, τα προμνημονευθέντα υπογραφέντα απ’ αυτόν κατά τις 16 και 17 του μηνός Μαΐου του έτους 2011 έγγραφα καθώς και το από 5-4-2011 ενημερωτικό δελτίο σχετικά με τα Μ.Α.Ε.Κ. Η καθαρή θέση των διαπραγματευόμενων στην Αγορά Αξιών Σταθερού Εισοδήματος (Α.Α.Σ.Ε.) του Χρηματιστηρίου Αθηνών (Χ.Α.) 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. του ενάγοντος με συνολική ονομαστική αξία 100.000 ευρώ ανερχόταν λοιπόν κατά την 30-6-2011 στο ποσό των 88.684 ευρώ, όπερ σημαίνει ότι η ανωτέρω επένδυση του ενάγοντος εμφάνιζε ήδη ένα μόλις μήνα μετά από την πραγματοποίησή της απώλεια ύψους 11.316 ευρώ, ενώ ακολούθησαν έτερες σημαντικές μειώσεις της αξίας των προειρημένων αξιογράφων, αφού η καθαρή τους θέση ενέκειτο κατά την 31-12-2011 στο ποσό των 66.147,80 ευρώ, κατά την 30-6-2012 σ’ αυτό των 28.999,90 ευρώ και κατά την 31-12-2012 σ’ εκείνο των 26.043,40 ευρώ [βλ. τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως αντίστοιχες συνοπτικές παρουσιάσεις της θέσεως της προπεριγραφείσας επενδύσεως του ενάγοντος (statements)]. Την 29-3-2013, η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία τέθηκε, δυνάμει του προσκομιζόμενου μετ’ επικλήσεως και εκδοθέντος σύμφωνα με τον από το έτος 2013 Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας περί εξυγιάνσεως πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων υπ’ αριθμόν 103/2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως προς τη διάσωση της εναγομένης με ίδια μέσα, σε καθεστώς εξυγιάνσεως ένεκα της προεκτεθείσας και προβλεφθείσας από τα όργανα αυτής τουλάχιστον από την αρχή του έτους 2011 δεινής οικονομικής της καταστάσεως, προκειμένου να αποκατασταθεί η κεφαλαιακή επάρκεια της εναγομένης. Δυνάμει των προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως με αριθμούς 103/29-3-2013 και 278/30-7-2013 Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα Μ.Α.Ε.Κ. μετατράπηκαν αρχικώς σε μετοχές Δ΄ τάξεως της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας με ονομαστική αξία καθεμιάς 1 ευρώ, μειώθηκε εν συνεχεία η ονομαστική τους αξία σε 0,01 ευρώ, μετατράπηκαν ακολούθως σε συνήθεις μετοχές με ονομαστική αξία εκάστης 0,01 ευρώ και κάθε 100 τέτοιες μετοχές ενοποιήθηκαν και μετατράπηκαν κατόπιν σε μία συνήθη μετοχή της εναγομένης με ονομαστική αξία 1 ευρώ (βλ. και την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από 31-7-2013 ειδοποίηση της εναγομένης προς τους κατά την 29η Μαρτίου 2013 κατόχους εκδομένων χρεωστικών τίτλων της). ’ρα, ο ενάγων διαθέτει πλέον 1.000 συνήθεις μετοχές της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας με συνολική ονομαστική αξία 1.000 ευρώ. Παρότι αφενός εγκρίθηκε δια των προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως υπ’ αριθμόν 96/26-3-2013 Διατάγματος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και υπ’ αριθμόν 66/26-3-2013 αποφάσεως της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος η σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία στο πιστωτικό ίδρυμα υπό την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.» στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού των υποκαταστημάτων και των θυγατρικών εταιρειών της εναγομένης στην Ελλάδα και αφετέρου η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία εξήλθε την 30-7-2013 από το προδιαληφθέν καθεστώς εξυγιάνσεως (βλ. το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από 30-7-2013 έγγραφο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου), έχει εκλείψει η σχέση αντιστοιχίας ανάμεσα στο επενδυθέν στα Μ.Α.Ε.Κ. από τον ενάγοντα ποσό των 100.000 ευρώ και την αξία των υποκατασταθεισών πλέον στη θέση των 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. στην περιουσία του προαναφερθεισών 1.000 συνήθων μετοχών της εναγομένης με συνολική ονομαστική αξία 1.000 ευρώ και μηδενική επί τη βάσει των προειρημένων πραγματική, με αποτέλεσμα ο ενάγων να έχει υποστεί ισόποση ζημία, ήτοι συνιστάμενη στην απώλεια του επενδυθέντος απ’ αυτόν στα Μ.Α.Ε.Κ. εκδόσεως της εναγομένης κεφαλαίου ποσού 100.000 ευρώ, που θα είχε αποφευχθεί, αν ο απατηθείς ενάγων δεν είχε πιστέψει στην έγκυρη σύναψη της προσβαλλόμενης συμβάσεώς του με την εναγομένη. Πέραν του ακυρώσιμου χαρακτήρα της ανωτέρω συμβάσεως πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας των 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία στον ενάγοντα έναντι του τιμήματος των 100.000 ευρώ εξαιτίας ακριβώς της προπεριγραφείσας απάτης της εναγομένης εις βάρος του ενάγοντος ως ελαττώματος της βουλήσεως αυτού, η εναγομένη τέλεσε επομένως, δια της ίδιας προπαρατεθείσας συμπεριφοράς της, αδικοπραξία με δόλο εναντίον του ενάγοντος. Τούτο, διότι, κατά παράβαση του απορρέοντος εκ της αντικειμενικής καλής πίστης, των χρηστών συναλλακτικών ηθών και της διαμορφωθείσας μεταξύ των διαδίκων προμνημονευθείσας μακροχρόνιας σχέσεως εμπιστοσύνης καθήκοντος της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας και προμηθεύτριας επενδυτικών υπηρεσιών εντός του κύκλου της εμπορικής της δραστηριότητας προς διαφώτιση, συμβουλευτική καθοδήγηση και προειδοποίηση του ενάγοντος πελάτη της και καταναλωτή ως τελικού αποδέκτη της επενδυτικής υπηρεσίας της παροχής επενδυτικής συμβουλής και συστάσεως με γνωστό στην εναγομένη συντηρητικό επενδυτικό προφίλ ως αθέμιτη εμπορική πρακτική, εν γνώσει των οργάνων αυτής παρέστησε στον ενάγοντα, μέσω των προδιαληφθέντων υπαλλήλων της, ανύπαρκτα ενόψει των προαναφερθέντων περιστατικά ως υπαρκτά, ότι δηλαδή τα Μ.Α.Ε.Κ. προσομοίαζαν σε προθεσμιακή κατάθεση, έχοντας πενταετή διάρκεια, σταθερό ετήσιο επιτόκιο ύψους 6,5%, περιοδική απόδοση τόκων ανά εξάμηνο και εγγυημένη επιστροφή του επενδυόμενου κεφαλαίου, και αποσιώπησε σ’ αυτόν την παραπάνω φύση τους ως διαπραγματευόμενων στο Χ.Α. άυλων ομολογιών εκδόσεως της εναγομένης και μειωμένης εξασφαλίσεως καθώς και τους συνοδεύοντες αυτές προπαρατεθέντες σοβαρούς κινδύνους με σημαντικότερο εκείνον της ολοκληρωτικής απώλειας του επενδυόμενου κεφαλαίου, τους οποίους ο ενάγων αγνοούσε, ένεκα της μονομερούς, ελλιπούς, ασαφούς και παραπλανητικής προσυμβατικής πληροφορήσεώς του ως άπειρου περί τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές αντισυμβαλλομένου της εναγομένης από τους ελλιπώς ενημερωμένους και μη εξειδικευμένους στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών συγκεκριμένους προειρημένους προστηθέντες της σχετικά με τα αγορασθέντα εν συνεχεία απ’ αυτόν Μ.Α.Ε.Κ., που του συστήνονταν από την εναγομένη ως κατάλληλη γι’ αυτόν επένδυση δια της οργανωμένης προσεγγίσεώς του ως ήδη υφιστάμενου αξιόλογου πελάτη της, του υπερτονισμού των πλεονεκτημάτων των επίμαχων αξιογράφων και της μεθοδευμένης αποσιωπήσεως της επακριβούς φύσεως και των προμνημονευθέντων κινδύνων τους, ενώ, αν είχε ενημερωθεί ως προς αυτούς, τους αξιολογούσε, αντιλαμβανόταν την επισφαλή φύση της περί ης ο λόγος επενδύσεως και την πηγάζουσα εξ αυτής πολύπλοκη συναλλακτική σχέση και αποφάσιζε έτσι ανεπηρέαστα για την πραγματοποίηση ή μη της επενδύσεώς του στα Μ.Α.Ε.Κ., δε θα είχε προβεί στην αγορά αυτών. Οι προδιαληφθέντες κίνδυνοι των Μ.Α.Ε.Κ. επήλθαν τελικώς, όπερ είχε ενόψει των προαναφερθέντων προβλέψει κατά την έκδοση αυτών ως βέβαιο ή ενδεχόμενο η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία και επεδίωξε ή τουλάχιστον αποδέχθηκε, προκειμένου να αποκαταστήσει μέσω της εκδόσεως και της διαθέσεως των εν λόγω τοξικών αξιογράφων υπό τη μορφή χρεωγράφων στο διενεκές την ήδη γνωστή τουλάχιστον από την αρχή του έτους 2011 στα όργανα αυτής κεφαλαιακή της ανεπάρκεια. Η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας και ανεξάρτητης προμηθεύτριας επενδυτικών υπηρεσιών εις βάρος του ενάγοντος αντισυμβαλλόμενου πελάτη αυτής και καταναλωτή της παρασχεθείσας από την εναγομένη επενδυτικής υπηρεσίας της χορηγήσεως σ’ αυτόν επενδυτικής συμβουλής και συστάσεως για την αγορά των 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. αντί του τιμήματος των 100.000 ευρώ συνδέεται μάλιστα αιτιωδώς προς την επελθούσα κατά την παροχή της προειρημένης επενδυτικής υπηρεσίας προμνημονευθείσας περιουσιακής ζημίας του ενάγοντος ύψους 100.000 ευρώ. Αυτή δεν ανάγεται στον εγγενή στη λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς κίνδυνο ή σε γεγονός ανωτέρας βίας και δη στην προδιαληφθείσα απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου να θέσει δια του υπ’ αριθμόν 103/2013 Διατάγματός της σε καθεστώς εξυγιάνσεως την εναγομένη προς το σκοπό της ανακεφαλαιοποιήσεώς της με ίδια μέσα, όπως αυτή αβασίμως ισχυρίζεται, αφού η προεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγομένης ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προξενήσει και πράγματι προκάλεσε την προαναφερθείσα ζημία του ενάγοντος υπό την έννοια της υπάρξεως ανάμεσά τους, σύμφωνα με αντικειμενική εκ των υστέρων πρόγνωση, πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας (causa adaequata), δίχως να υφίσταται υπέρβαση της τελευταίας από την προειρημένη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, η οποία δε συνιστά, επί τη βάσει των προπαρατεθέντων, παρά τμήμα της περί ης ο λόγος αιτιώδους διαδρομής, έστω κι αν η μετατροπή των Μ.Α.Ε.Κ. σε μετοχές της εναγομένης ήταν μέτρο εξυγιάνσεώς της και όχι ιδιωτικής βουλήσεως, δηλαδή δεν έγινε κατ’ ενάσκηση δικαιώματος της εναγομένης ή παράβαση εκ μέρους αυτής όρου εκδόσεως των Μ.Α.Ε.Κ. Η εναγομένη δεν κατόρθωσε συνεπώς να ανατρέψει το εισαγόμενο μέσω της ρυθμίσεως του άρθρου 8§4 Ν. 2251/1994 μαχητό τεκμήριο της συνδρομής εν προκειμένω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της αιτιωδώς συνδεόμενης προς την προμνημονευθείσα περιουσιακή ζημία του ενάγοντος, απορριπτομένης ως εκ τούτου κατ’ ουσίαν της ενστάσεως της εναγομένης περί ελλείψεως ως προς αυτήν παρανομίας, υπαιτιότητας και αιτιώδους συνάφειας αναφορικά με την ως άνω ζημία του ενάγοντος. Δεν αποδεικνύεται άλλωστε ότι οι προδιαληφθείσες συνοπτικές παρουσιάσεις της θέσεως της προπεριγραφείσας επενδύσεως (statements) αποστέλλονταν από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία στον ενάγοντα και αυτός λάμβανε γνώση του περιεχομένου τους και πιο συγκεκριμένα των μειώσεων του επενδυθέντος στα Μ.Α.Ε.Κ. κεφαλαίου του, δοθέντος ότι θα είχε σε διαφορετική περίπτωση προβεί νωρίτερα στις προαναφερθείσες ενέργειές του, ήτοι από την 30-6-2011 και όχι κατά τον Ιούνιο του 2012, οπότε απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη η προταθείσα από την εναγομένη ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος σχετικά με την έκταση της προμνημονευθείσας ζημίας του, επειδή δήθεν ουδέν έπραξε, για να την περιορίσει, ενώ, αν είχε πωλήσει στο Χ.Α. τα Μ.Α.Ε.Κ. αυτού την 1-7-2011, δηλαδή την επομένη της πρώτης από 30-6-2011 ενημερώσεως αυτού που επικαλείται η εναγομένη αναφορικά με την καθοδική πορεία της προειρημένης επενδύσεώς του, όταν η αγοραία τιμή των Μ.Α.Ε.Κ. αυτού ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 88.684 ευρώ, θα περιόριζε τη ζημία του στο υπόλοιπο ποσό του αρχικού κεφαλαίου ύψους 100.000 ευρώ, ήτοι τουλάχιστον σ’ αυτό των 11.316 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, η πώληση από τον ενάγοντα των Μ.Α.Ε.Κ. αυτού στη δευτερογενή αγορά δεν ανταποκρινόταν στο προπεριγραφέν συντηρητικό επενδυτικό του προφίλ, ενώ, ακόμη κι αν είχε υποβάλει προς την εναγομένη αίτημα εξαγοράς των εν λόγω Μ.Α.Ε.Κ., αυτή δεν ήταν κατά τους ανωτέρω όρους εκδόσεώς τους υποχρεωμένη να τα εξαγοράσει ή τουλάχιστον να τα ανακαλέσει. Ενόψει των προεκτεθέντων, ο ενάγων δικαιούται, αφού παρασύρθηκε δολίως από την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία σε δήλωση βουλήσεως σχετικά με την κατάρτιση της από 17-5-2011 συμβάσεως πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας από την εναγομένη στον ενάγοντα 100.000 Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου εκδόσεώς της έναντι του τιμήματος των 100.000 ευρώ, να ζητήσει σωρευτικώς την ακύρωση της προδιαληφθείσας συμβάσεως μεταξύ των διαδίκων ως ακυρώσιμης εξαιτίας της προαναφερθείσας απάτης της εναγομένης εις βάρος του ενάγοντος και την αποκατάσταση της εγκείμενης στο ποσό των 100.000 ευρώ προμνημονευθείσας περιουσιακής του ζημίας. Συνεπεία της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, ο ενάγων υπέστη επιπροσθέτως ηθική βλάβη ένεκα της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίμασε εξαιτίας της προειρημένης εξανεμίσεως του ως άνω κεφαλαίου του, με αποτέλεσμα να έχει το δικαίωμα να αξιώσει από την εναγομένη χρηματική ικανοποίηση, η οποία καθορίζεται στο εύλογο ποσό των 3.000 ευρώ, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη ιδίως: 1) τις προμνημονευθείσες συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η ένδικη αδικοπραξία της εναγομένης, 2) το είδος και την έκταση της εντεύθεν ζημίας του ενάγοντος, 3) την αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης αναφορικά με την περί ης ο λόγος αδικοπραξία της εις βάρος του ενάγοντος και το βαθμό του πταίσματός της, 4) το βαθμό της στενοχώριας και της ψυχικής ταλαιπωρίας που αυτός δοκίμασε εντεύθεν και 5) την κοινωνική και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, όπως συνάγονται εκ των προαναφερθέντων. ’ρα, ο ενάγων δικαιούται για τις προδιαληφθείσες περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη αυτού ένεκα της προπεριγραφείσας αδικοπραξίας της εναγομένης εναντίον του να αξιώσει απ’ αυτήν το συνολικό ποσό των 103.000 (100.000 € + 3.000 €) ευρώ, νομιμοτόκως σχετικά με το επιδικαζόμενο ως αποζημίωση για την ανωτέρω περιουσιακή ζημία του ενάγοντος ποσό των 100.000 ευρώ από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Κατ’ ακολουθίαν των προπαρατεθέντων, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και κατ’ ουσίαν ως προς την πρώτη επικουρική της βάση, απορριπτομένης της κύριας αγωγικής βάσεως, παρελκούσης της εξετάσεως της δεύτερης επικουρικής αγωγικής βάσεως και απορριπτομένου του συνόλου των προβληθέντων εκ μέρους της εναγομένης ισχυρισμών, να ακυρωθεί η υπ’ αριθμόν 620000029/17-5-2011 σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας από την εναγομένη στον ενάγοντα 100.000 Μ.Α.Ε.Κ. αντί του τιμήματος των 100.000 ευρώ, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα αφενός το ποσό των 100.000 ευρώ ως αποζημίωση με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και αφετέρου το ποσό των 3.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, να κηρυχθεί η αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική διάταξη της παρούσας αποφάσεως εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό αυτής, διότι η καθυστέρηση ως προς την εκτέλεσή της μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, δοθέντος μάλιστα ότι πρόκειται περί αξιώσεών του εξ αδικοπραξίας (ά. 907 και 908§1στοιχ.δ ΚΠολΔ). Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει εξάλλου να επιβληθεί εις βάρος της εναγομένης εξαιτίας της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων και ανάλογα με την έκτασή τους (ά. 178§1, 189, 190 και 191 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα πιο συγκεκριμένα στο διατακτικό της προκείμενης αποφάσεως.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

            ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

            ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

 

            ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

            ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθμόν 620000029/17-5-2011 σύμβαση των διαδίκων περί της πωλήσεως και της μεταβιβάσεως της κυριότητας από την εναγομένη στον ενάγοντα 100.000 Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (Μ.Α.Ε.Κ.) εκδόσεώς της αντί του τιμήματος των 100.000 ευρώ.

 

            ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν τριών χιλιάδων (103.000 €) ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000 €) ευρώ από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής έως και την πλήρη εξόφληση.

 

            ΚΗΡΥΣΣΕΙ την αμέσως παραπάνω διάταξη της παρούσας αποφάσεως εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000 €) ευρώ.

 

            ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων (4.200 €) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Πάτρα την 10η Μαρτίου 2015 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Πάτρα, την 30η Απριλίου 2015, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

                        Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ