ΠΠρΝαυπλίου 456/2017

Δάνειο με ρήτρα συναλλάγματος - Μη εφαρμογή 291 ΑΚ - Ακυρότητα της ισοτιμίας - Παραβίαση ΠΔΤΕ 2501/2002 - Ελλειψη προσυμβατικής ενημέρωσης -.

 

Αναδεικνύεται ότι τα μέρη δεν θέλησαν την οφειλή ξένου νομίσματος, αλλά χρησιμοποίησαν το ελβετικό φράγκο ως χρήμα μέτρο, ήτοι για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της οφειλής σε ευρώ, η οποία θα διαμορφωνόταν ευνοϊκά ανάλογα με την ισοτιμία. Έτσι δεν πρόκειται για χρηματική οφειλή ξένου νομίσματος, οπότε εκ των πραγμάτων η ΑΚ 291, ως κανόνας ενδοτικού δικαίου, δεν είναι εφαρμοστέα στις υπό κρίση συμβάσεις. Ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι υφίσταται εν προκειμένω γνήσια διαζευκτική ενοχή, η ΑΚ 291 θα ήταν εφαρμοστέα μόνο εάν οι ενάγοντες είχαν επιλέξει την αποπληρωμή σε αλλοδαπό νόμισμα. O όρος της επίδικης σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο, οι ενάγοντες υποχρεούνταν να εκπληρώσουν τις εκ του δανείου υποχρεώσεις τους προς την Τράπεζα, είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής, προκαλεί διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των εναγόντων, συμβαλλόμενου μέρους στις ένδικες δανειακές συμβάσεις, ως πρόσθετη αυτοτελή ρύθμιση μη καλυπτόμενη από τις διατάξεις του ενδοτικού δικαίου και αποκλίνει από τον ορίζοντα δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή οδηγώντας σε στρέβλωση του σκοπού της σύμβασης, με βάση τις δικαιολογημένες προσδοκίες του μέσου καταναλωτή, όπου συγκαταλέγονται οι ενάγοντες, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας υπό τις τρεις εκδοχές της, δηλαδή ως αρχή της αναγκαιότητας, της προσφορότητας και της αναλογικότητας stricto sensu, αλλά και  κατ εφαρμογή της αρχής της διαφάνειας. Η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να συνίσταται στην παροχή ειδικών πληροφοριών, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα του προϊόντος αυτού με ομοειδή, καθώς και να γίνεται κατανοητή η πιθανή εξέλιξη του δανείου, ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο και οι πιθανοί κίνδυνοι, για τη διευκόλυνση δε της κατανόησης και συγκρισιμότητας του παραπάνω προϊόντος, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων, που προσδιορίζουν την πορεία του δανείου, με εναλλακτικές παραδοχές, ως προς την κύρια συνιστώσα, που δεν είναι άλλη από την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα.

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: 456/2017

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΑΓΩΓΗΣ: ΤΠ/532/22-4-2015

ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΚΛΗΣΗΣ: ΤΠ/1256/13-10-2015

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ελένη Χαλαβαζή, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Δημήτριο Νικολαϊδη, Πρωτοδίκη - Εισηγητή και Κωνσταντίνα Νικολοπούλου, Πρωτοδίκη, και από το Γραμματέα Νικόλαο Ταμπάκη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 1/12/2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ - ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ... και 2) ..., κατοίκων ..., εκ των οποίων ο πρώτος παραστάθηκε μετά και η 2η δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους Γεωργίου Καλτσά (ΑΜΔΣ Πειραιώς: ...), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ - ΚΑΘ' ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «Eurobank Ergasias», που εδρεύει στην Αθήνα (Όθωνος 8), νομίμως εκπροσωπούμενη, που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίου Δικηγόρων της, και (ΑΜΔΣ ...), οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 22/4/2015 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΤΠ/532/22-4-2015 και προσδιορίσθηκε να δικασθεί, αρχικά, κατά τη δικάσιμο της 17/9/2015, οπότε και ματαιώθηκε, ενώ στη συνέχεια επανήλθε με την υπ' αριθ. ΤΠ/1256/13-10-2015 κλήση προς νέα συζήτηση, αρχική δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 18/2/2016 και κατόπιν αναβολής η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

Από τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου είναι: α) χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, β) μεταβίβαση της κυριότητας αυτών από το δανειστή στον οφειλέτη, γ) συμφωνία των μερών περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ίδιας ποιότητας και ποσότητας, δ) η μεταβίβαση κυριότητας των αντικαταστατών πραγμάτων να γίνεται με τον αποκλειστικό σκοπό της χρησιμοποιήσεως των, από τον δανειζόμενο και δη της αναλώσεως των, από τούτον. Δηλαδή, αναγκαίο στοιχείο του δανείου είναι, εκτός του να υπάρχει καταρτισμένη σύμβαση, κατά τους όρους των άρθρων 185-195 ΑΚ, η παράδοση και μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων (ΑΠ 1802/2007, 1417/2007, ΕφΑθ 3706/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, όπως γίνεται δεκτό, για την κατάρτιση του δανείου, δεν απαιτείται οπωσδήποτε μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων, που αποτελούν το αντικείμενο του δανείου, όπως ρητά αναφέρει η ΑΚ 806, αλλά αρκεί το δάνεισμα να περιέρχεται από την περιουσία του δανειοδότη, στην περιουσία του δανειολήπτη. Το οικονομικό αυτό αποτέλεσμα επέρχεται π.χ. με συμφωνία των μερών, ότι το οφειλόμενο χρέος από άλλη αιτία, θα οφείλεται εφεξής, λόγω δανείου, με επιταγή, γραμμάτιο εις διαταγήν ή συναλλαγματική, που εκδίδεται ή οπισθογραφείται υπέρ του δανειολήπτη, με εκχώρηση απαίτησης, με πράξη γύρου (πίστωση τραπεζικού λογαριασμού του λήπτη) κ.α. (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος τόμος I (2004), σελ. 577, βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, τόμος Γ, ημιτόμος Γ, σελ. 354). II. Περαιτέρω, κατά την προϊσχύσασα εξαιρετική νομισματική νομοθεσία και ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 εδ. β' Ν. 5422/1932, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ΝΔ της 14.7.1932 (που κυρώθηκε με τον Ν. 5665/1932) και με το άρθρο 6 του AM 800/1937, απαγορεύθηκε η συνομολόγηση υποχρεώσεων στην ημεδαπή, σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα, με δάνεια ή άλλες συμβάσεις, με εξαίρεση τα συναπτόμενα από τις Κτηματικές Τράπεζες, που εδρεύουν στην Ελλάδα ενυπόθηκα δάνεια, καθώς και τα δάνεια που αφορούν τη χρηματοδότηση του εισαγωγικού εμπορίου. Κατά το άρθρο 4 ΑΝ 362/1945, κάθε δικαιοπραξία από την οποία  πηγάζουν αξιώσεις  ή υποχρεώσεις, για την καταβολή τιμήματος ή μισθώματος ή αμοιβής πάσης φύσεως, υπηρεσιών ή έργου υπέρ προσώπου διαμένοντος στην Ελλάδα, μπορεί να συνομολογείται μόνο σε δραχμές, η ρήτρα δε σε δικαιοπραξία, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις ή υποχρεώσεις σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα, είναι άκυρη. Στην περίπτωση αυτή το αρμόδιο δικαστήριο προσδιορίζει, κατά την κρίση αγαθού ανδρός, τη δίκαιη αντιπαροχή, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι ανώτερη του ισάξιου σε δραχμές, του αναφερόμενου στη ρήτρα ποσού χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή συναλλάγματος, επί τη βάσει της νόμιμης τιμής αυτών, κατά την ημέρα της συνομολογήσεως της δικαιοπραξίας, εφόσον και το προκύπτον έτσι, ποσό δραχμών, δεν θα θεωρείται υπέρογκο. Οι διατάξεις αυτές του ΑΝ 362/1945 έχουν εφαρμογή, κατά διασταλτική ερμηνεία, σε κάθε δικαιοπραξία εν ζωή, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις σε χρυσό ή ξένο νόμισμα, επομένως δε και σε σύμβαση δανείου (ΑΠ 971/1996 ΕΕΝ 1998,164). Με την υπ’ αριθ. 267/9.4.1953 ΠΥΣ (παρ. 7), όμως, θεσπίστηκε μερική εξαίρεση από τις ανωτέρω απαγορεύσεις. Ειδικότερα, με την ανωτέρω ΠΥΣ επιτράπηκε η κατάρτιση δανειακών συμβάσεων με ρήτρα ξένου νομίσματος (ΟλΑΠ 21/1990 ΕλλΔ 31,811). Περαιτέρω, με την υπ' αριθ. 142/13.11.1978 ΠΥΣ εγκρίθηκε η κατά την υπ αριθ. 187/19.10.1978 συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής (Υποεπιτροπής Πιστώσεων), ληφθείσα απόφαση, με την οποία επιτράπηκε η εκ μέρους των τραπεζών, χορήγηση πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων σε ξένο νόμισμα, σε ημεδαπές ή αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Επακολούθησε η έκδοση της υπ' αριθ. 1976 της 19/25.9.1991, Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, στον οποίο, ας σημειωθεί, είχαν μεταβιβαστεί οι αρμοδιότητες της Νομισματικής Επιτροπής και των υποεπιτροπών της (άρθρο 1 Ν 1266/1982), με την οποία επιτράπηκε ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων. Επιπλέον, με την υπ' αριθ. 537/1993 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία συμπλήρωσε την ΠΔ/ΤΕ 1976/19.9.91, διευκρινίστηκε ότι επιτρεπόταν ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, φυσικών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, από τις εμπορικές και κτηματικές τράπεζες, στο πλαίσιο της πιο πάνω Πράξης, για την κατασκευή, επισκευή και αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, που προορίζονται για ιδιόχρηση ως κατοικίες ή εκμετάλλευση. Τέλος, με την υπ' αριθ. 2325 της 2/11.8.1994 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. 2342 της 24/29.11.1994 Πράξη του ίδιου και η οποία εκδόθηκε, στο πλαίσιο του ΠΔ 96/1993, "Περί προσαρμογής της Ελληνικής νομοθεσίας, στις διατάξεις της Οδηγίας αριθ. 88/361/ΕΟΚ και της Οδηγίας αριθ. 92/122/ΕΟΚ, σχετικά με την "κίνηση κεφαλαίων", περιορίστηκε ακόμη περισσότερο η αρχή της απαγορεύσεως συνάψεως τραπεζικών δανείων σε ξένο νόμισμα. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω ΠΔ/ΤΕ, επιτράπηκε χωρίς περιορισμούς, η χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα, φυσικών και νομικών προσώπων. Μάλιστα, στο άρθρο 1 του πρώτου κεφαλαίου αυτής ορίζεται ότι "η διάρκεια, η τυχόν περίοδος ανανέωσης ή παράτασης των δανείων που συνάπτονται από την έναρξη ισχύος της παρούσας Πράξης, το επιτόκιο και οι λοιποί όροι καθορίζονται ελεύθερα μεταξύ των συναλλασσομένων μερών" (βλ. ΑΠ 2196/2009, ΧΡΙΔ 2011/105, ΕφΑθ 91/2004 ΔΕΕ 2004/427, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2005/104). Επακολούθησε ο Ν. 2842/2000, με τον οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή με το Ευρώ, με την εισαγωγή του ως ενιαίου Ευρωπαϊκού νομίσματος, σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και την, εντεύθεν, ομαλοποίηση της οικονομικής καταστάσεως στην Ελλάδα. Παράλληλα, στο άρθρο 5 παρ. 1 του ως άνω νόμου ορίστηκε ότι «I. Καταργούνται οι διατάξεις του ν. 362/1945, το άρθρο 2 του ν. 944/1946 και γενικά κάθε διάταξη που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα: α) σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα, β) σε εγχώριο νόμισμα, εφόσον το ποσό των απαιτήσεων και υποχρεώσεων αφήνεται να προσδιοριστεί από την τιμή του συναλλάγματος, του χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή του τιμαρίθμου». Έτσι, με την ανωτέρω διάταξη ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, ως προς τη νομιμότητα της συνομολόγησης οποιοσδήποτε ενοχής σε ξένο νόμισμα (βλ. ΑΠ 2196/2009, ΧΡΙΔ 2011/105). III. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 5 της προαναφερόμενης, υπΛ αριθ. 2325/1994, Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας (όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με την ΠΔΤΕ 2342/1994), «3. Το προϊόν του δανείου μπορεί να διατεθεί και απευθείας στο εξωτερικό μέσω της δανείστριας τράπεζας για τους σκοπούς που αναφέρονται στη δανειακή σύμβαση ή να κατατεθεί σε λογαριασμό συναλλάγματος στην εν λόγω τράπεζα. Οι τράπεζες στις οποίες τηρούνται οι ως άνω λογαριασμοί έχουν την υποχρέωση να διαβιβάζουν στη δανείστρια ή μεσολαβούσα τράπεζα η οποία τηρεί τον σχετικό φάκελο και έχει την ευθύνη της συναλλαγματικής εξυπηρέτησης του δανείου τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν, κατά την έκδοση τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη καθώς και τα παραστατικά χρησιμοποίησης του δανείου...5.... Οι δανείστριες τράπεζες οφείλουν να τηρούν σε ειδικά κατά δάνειο φάκελο τα εξής δικαιολογητικά: α) Τις βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγματος, αφού προηγουμένως ακυρωθούν, στις οποίες οι τράπεζες θα αναγράφουν, κατά την έκδοση τους, ότι το δραχμοποιούμενο συνάλλαγμα αφορά το δάνειο που έχει συναφθεί σύμφωνα με την παρούσα Πράξη. β)...». IV. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών», όπως αυτό είχε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β' του ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων, για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ό καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών, κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 904/2011 Αρμ 2012.1708). Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί, εξάλλου, ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «Σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί, εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η ανωτέρων παράγραφος, στην αρχική της διατύπωση, χρησιμοποιούσε τον όρο "υπέρμετρη διατάραξη" της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για "σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών". Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου "υπέρμετρη" διατάραξη θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (γ.ο.σ) και, συνεπώς, σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή, έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία, ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει, επομένως, όπως ο όρος "υπέρμετρη" διατάραξη εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει "ουσιώδη ή σημαντική" διατάραξη. Η ανάγκη αυτή, εναρμονισμένης δηλαδή, προς την Οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια, μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο "διατάραξη" και μετά την απάλειψη του όρου "υπέρμετρη", στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης, με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β\ του ν. 2741/1999. Συνεπώς, και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου γ.ο.σ είναι η με αυτόν "ουσιώδης ή σημαντική" διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 6/2006 ΕλλΔνη 2006.419). Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι η παρ. 2 του άρθρου 6 του ως άνω νόμου έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθ. 2 του ν. 3587/2007. Ορίζεται δε πλέον σε αυτή ότι γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Προστέθηκε, δηλαδή, με την ως άνω διάταξη ο όρος "σημαντική", που δεν υπήρχε στην προϋπάρχουσα μορφή του άρθρου. Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των γ.ο.σ., που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς, και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se), καταχρηστικοί, χωρίς, ως προς αυτούς, να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων, και η υπό στοιχείο ια', σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθ. 2 του ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου "της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή", είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της, στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι γ.ο.σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει, εκ των προτέρων, κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση, παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ" αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη, για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου γ.ο.σ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθ. 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007.975). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των γ.ο.σ. δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα, από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslev Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 71 - 75). Η παραπάνω σαφήνεια δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, ήτοι τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο δε αυτό, ασαφείς, πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειας τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Για το λόγο αυτό και οι γ.ο.σ., υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010.943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.802). Περαιτέρω, η ακυρότητα ενός γ.ο.σ. δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ' αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι, συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία - λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μίας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη θελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα του μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής βούλησης των συμβαλλόντων, γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). V. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον ένα από τους συμβαλλόμενους, σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, το διαπλαστικό δικαίωμα, να ζητήσει από το δικαστήριο, την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής, στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της  αμφοτεροβαρούς  συμβάσεως, β) η   μεταβολή μπορεί  να  είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από την μεταβολή αυτή, η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να καθίστατο) υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, είναι αυτά που δεν επέρχονται, κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλ.π. (ΑΠ 1171/2004 ΕλλΔνη 46. 157, ΕφΑθ 7313/2006 ΕλλΔνη 2006. 295, ΕφΑθ 3627/1997 ΑρχΝ 1998.602). Περαιτέρω, ν η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από τον νόμο, εκτός αν προβλέπει άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ. Παρέχει δε η διάταξη αυτή στο δικαστή, τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο, το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Το δικαίωμα αναπροσαρμογής, κατά την εν λόγω διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, είναι διαπλαστικό και κατά συνέπεια, τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση, είναι διαπλαστικές. Αποτέλεσμα δε τούτου είναι ότι το ασκηθέν δικαίωμα ενεργοποιείται από της επιδόσεως της αγωγής και μελλοντικώς, χωρίς αναδρομικότητα (ΟλΑΠ 3/2014, ΑΠ 2022/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). VI. Τέλος, με την Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2501/2002 (ΦΕΚ Α' 277/2002), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 του Ν. 2076/1992 (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργηση του, με το άρθρο 92 παρ. 1 του Ν. 3601/2007), και, άρα έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές που θεσπίζονται στην παράγραφο Α της εν λόγω ΠΔΤΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα  οφείλουν, μεταξύ άλλων, να ενημερώνουν κατάλληλα τους συναλλασσόμενους, για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των προσφερομένων προϊόντων και υπηρεσιών και εν γένει για τους όρους και τις προϋποθέσεις που διέπουν τις τραπεζικές συναλλαγές, καθώς και να μεριμνούν, για την κατάλληλη εκπαίδευση των υπαλλήλων, που είναι επιφορτισμένοι με την παροχή εξειδικευμένων πληροφοριών, προς το συναλλακτικό κοινό. Το περιεχόμενο της ελάχιστης απαιτούμενης ενημέρωσης, που αποσκοπεί, στο να σχηματίζουν οι συναλλασσόμενοι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης, καθορίζεται στην παράγραφο Β της ίδιας ΠΔΤΕ, και εξειδικεύεται, ανάλογα με το είδος του τραπεζικού προϊόντος (καταθέσεις, χορηγήσεις κτλ.). Αναφορικά, ειδικότερα, με τα χορηγούμενα σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος, δάνεια, θεσπίζεται υποχρέωση ενημέρωσης σχετικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας (§Β αριθ. 2 περ. χ). Το ειδικότερο περιεχόμενο της εν λόγω υποχρέωσης ενημέρωσης δεν εξειδικεύεται περαιτέρω στην παραπάνω πράξη, η ως άνω, όμως, απαίτηση δεν αφορά απλά και μόνο, στην υπόμνηση για την πιθανότητα αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παρά πρέπει να οδηγεί τον δανειολήπτη να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που τέτοια πιθανότητα συνεπάγεται γι' αυτόν. Ειδικότερα, η παραπάνω διάταξη, που θεσπίζει την εν λόγω υποχρέωση ενημέρωσης (§Β αριθ. 2 περ. χ), πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως της διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, βάσει της οποίας, όπως γίνεται δεκτό (ΑΠ 1352/2011, ΕφΑθ 1403/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι τράπεζες έχουν αυξημένη ευθύνη, κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των πιστωτών που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της, η πιστωτική σχέση, ως έννομη σχέση, ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας, από την πλευρά των τραπεζών, των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς, γι' αυτούς, συνέπειες, πρέπει δε να εξειδικευθεί, ως προς το ειδικότερο περιεχόμενο της, βάσει των όσων ορίζονται στην ίδια ως άνω ΠΔΤΕ, στην παρ. Β αριθ. 1, αναφορικά με τις τραπεζικές καταθέσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα εκεί οριζόμενα, «Σε ό,τι αφορά τα σύνθετα τραπεζικά προϊόντα, των οποίων η απόδοση προσδιορίζεται βάσει στοιχείων και δεικτών και τα οποία προσιδιάζουν στο χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, η ενημέρωση των συναλλασσομένων πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, καθώς και η κατανόηση της αναμενόμενης απόδοσης και των πιθανών κινδύνων. Ειδικότερα, για τη διευκόλυνση της κατανόησης και συγκρισιμότητας των παραπάνω προϊόντων, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε: αναγωγή του ποσοστού απόδοσης σε ετήσια βάση κατά το χρόνο της επένδυσης, ανεξάρτητα από το χρονικό ορίζοντα της τοποθέτησης, (και) σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων που προσδιορίζουν την απόδοση των προϊόντων με εναλλακτικές παραδοχές ως προς τις κύριες συνιστώσες του προϊόντος (δείκτες χρηματιστηρίων, εξέλιξη συναλλαγματικής ισοτιμίας κλπ.), παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα». Και, ναι μεν, η προπαρατιθέμενη διάταξη αναφέρεται στην ενημέρωση των συναλλασσομένων με την τράπεζα, οι οποίοι επιλέγουν ένα καταθετικό προϊόν, το οποίο έχει ένα βαθμό ρίσκου και γΓ αυτό προσιδιάζει (χωρίς, ωστόσο, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 3606/2007), στον χαρακτήρα των επενδυτικών προϊόντων, άξιο, ωστόσο, ανάλογης προστασίας είναι και το συμφέρον των δανειοληπτών που επιλέγουν δάνειο σε ξένο νόμισμα, το οποίο, ως εκ του πράγματος και δεδομένης της μακράς διάρκειας των δανείων (ιδίως αυτών της στεγαστικής πίστης), ενέχει υψηλό ρίσκο. Μάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι το συμφέρον των τελευταίων τούτων χρήζει ακόμη μεγαλύτερης προστασίας, έναντι αυτού των καταθετών, στους οποίους, κατά το γράμμα της, αναφέρεται η παραπάνω διάταξη της παρ. Β αριθ. 1, καθώς οι δανειολήπτες, επειδή είναι αυτοί που «ζητούν χρήμα», βρίσκονται σε οικονομικά ασθενέστερη θέση, έναντι αυτών που επενδύουν χρήμα, και, άρα, είναι πιθανότερο να παρασυρθούν ευκολότερα σε επιλογές χωρίς, προηγουμένως, να έχουν αντιληφθεί, ή έστω εκτιμήσει, τις οικονομικές συνέπειες, που μπορεί να συνεπάγονται γΓ αυτούς. Με τα πιο πάνω δεδομένα, η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, που να διαθέτει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας, η δε θεσπιζόμενη, με την προαναφερόμενη διάταξη της ΠΔΤΕ 2501/2002 (§Β αριθ. 2 περ. χ), υποχρέωση ενημέρωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνίσταται και στην παροχή ειδικών πληροφοριών, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα του προϊόντος αυτού, με ομοειδή, καθώς και να γίνεται κατανοητή η πιθανή εξέλιξη του δανείου, ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο, και οι πιθανοί κίνδυνοι, για τη διευκόλυνση δε της κατανόησης και συγκρισιμότητας του παραπάνω προϊόντος, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων, που προσδιορίζουν την πορεία του δανείου, με εναλλακτικές παραδοχές, ως προς την κύρια συνιστώσα, που δεν είναι άλλη από την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παραθέτοντας δύο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα (ΠΠρΑθ 3789/2015 ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι απευθύνθηκαν προς την εναγόμενη κατά το έτος 2008, προκειμένου να λάβουν στεγαστικό δάνειο, ο μεν πρώτος ως πρωτοφειλέτης και η δεύτερη ως εγγυήτρια και ότι τελικά συνήψαν με την εναγόμενη στις 28/5/2008 την υπ' αριθ. 650000263605 δανειακή σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού συναλλάγματος σε ελβετικό φράγκο 146.588,29, συνολικής διάρκειας 240 μηνών (20 ετών), ενώ το ποσό αυτό συμφωνήθηκε να εκτοκίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο LIBOR μηνιαίας διάρκειας προσαυξημένο κατά 2,15%. Ότι προέβησαν στη λήψη του δανείου σε ελβετικό φράγκο κατόπιν παρότρυνσης της εναγομένης και διαβεβαίωση για μικρότερη επιβάρυνση στη μηνιαία δόση και, συνακόλουθα, εξυπηρέτηση μεγαλύτερου μέρους του κεφαλαίου του δανείου σε συνδυασμό με τις διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων της για τα σχετικά οφέλη και τον καταιγισμό πληροφοριών και διαφημίσεων αυτών με τα λεγόμενα περί ασφαλούς και σταθερής ισοτιμίας, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφο. Ότι, σύμφωνα με τον υπό στοιχείο 7 προδιατυπωμένο όρο της άνω σύμβασης, όφειλαν να καταβάλλουν στην Τράπεζα ακριβόχρονα τις δόσεις και, εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού χορηγούνταν σε συνάλλαγμα, υποχρεούνταν να εκπληρώσουν τις εντεύθεν υποχρεώσεις τους είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής. Ότι το ποσό του δανείου εκταμιεύθηκε στις 30/6/2008 με ισοτιμία μεταξύ ευρώ και CHF 1,618 και ανερχόταν στο ποσό των 90.557,32 ευρώ. Ότι στα αποστελλόμενα εκκαθαριστικά της εναγομένης τα διάφορα ποσά καταβολών αποτυπώνονταν (αναληθώς) σε CHF, χωρίς να αναφέρεται σε αυτά η εφαρμοζόμενη συναλλαγματική ισοτιμία παρότι κατέβαλλαν σε ευρώ. Ότι κατά την εξέλιξη της ανωτέρω σύμβασης και ενώ ο πρώτος των εναγόντων κατέβαλλε κανονικά τα ποσά των δόσεων, εντούτοις η συνολική οφειλή των εναγόντων αυξάνονταν διαρκώς, χωρίς παράλληλα να μειώνεται και το κεφάλαιο, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή. Ότι κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2015 η εναγόμενη πρότεινε στους ενάγοντες να υπογράψουν μία σύμβαση ρύθμισης η οποία μεταξύ άλλων προέβλεπε ότι οι ενάγοντες αναγνώριζαν την υφιστάμενη οφειλή τους ως έγκυρη. Ότι η διαρκώς αυξανόμενη οφειλή τους προς την εναγομένη οφειλόταν στις επιπτώσεις της ισοτιμίας ευρώ - CHF, για τις οποίες ουδέποτε ενημερώθηκαν εκτενώς, ούτε για τις δόσεις ούτε για το κεφάλαιο του δανείου, το οποίο ήταν αόριστο και θα μεταβαλλόταν καθ' όλη τη διάρκεια του δανείου, όπως ειδικώς αναλύεται στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι δεν επρόκειτο για απλό δάνειο, αλλά για ριψοκίνδυνο προϊόν επενδυτικού χαρτοφυλακίου υψηλού ρίσκου συνδεόμενο ευθέως με την αγορά συναλλάγματος. Ότι ο όρος 7 της δανειακής σύμβασης περί καταβολής είτε σε CHF είτε σε ευρώ με την εκάστοτε ισοτιμία δεν είναι σαφής και ορισμένος ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, οπότε καταχρηστικός και άκυρος. Ότι η ακυρότητα των ανωτέρω επιφέρει την ακυρότητα όλης της σύμβασης διότι συνιστούν την ουσία της και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή η ισχύς της επίδικης σύμβασης μετά την αποξένωση τους. Για τους ανωτέρω λόγους ζητούν με τα υπό στοιχεία 1 και 2 αιτήματα της αγωγής να αναγνωριστεί η ακυρότητα της επίδικης σύμβασης, επικουρικά να αναγνωριστεί η ακυρότητα του 7ου όρου της σύμβασης και να καλυφθεί το κενό που δημιουργείται κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, να απαγγελθεί η ακυρότητα της επίρριψης σε αυτούς του συναλλαγματικού κινδύνου και κάθε σχετικού όρου, άλλως να αναγνωριστεί άκυρος κάθε όρος με τον οποίο επιρρίπτεται σε αυτούς ο συναλλαγματικός κίνδυνος, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να υπολογίσει το αναφερόμενο στην αγωγή δάνειο από τη λήψη του και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του με βάση την ισοτιμία μεταξύ των νομισμάτων που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης του δανείου, άλλως να υπολογιστεί εξ αρχής σε ευρώ και τέλος να αναγνωριστεί ότι οι ενάγοντες οφείλουν στην εναγόμενη μέχρι την 2/3/2015 το ποσό των 65.215,48 ευρώ υπολογιζόμενης της ισοτιμίας στο 1,618 ευρώ και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της εν γένει δικαστικής τους δαπάνης.

 

Μ' αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 18 και 33 ΚΠολΔ) κατά την τακτική διαδικασία, είναι, δε, ορισμένη, πλην του υπό στοιχείο 5 αιτήματος της αγωγής ένεκα το ότι δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια οι όροι της συγκεκριμένης σύμβασης που οι ενάγοντες επικαλούνται ως καταχρηστικούς σε βάρος τους, απορριπτόμενου κατά τα λοιπά, του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης.

 

Περαιτέρω, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 6 και 7 του ν. 2251/1994,180, 181, 173, 200, 281, 806 ΑΚ, ΠΔΤΕ 2501/2002, 69 και 70 & 176 ΚΠολΔ, απορριπτόμενου και του ισχυρισμού της εναγομένης για, δήθεν, πρόωρη άσκηση της αγωγής, εκτιμώμενου ότι με τα αιτήματα περί υποχρέωσης της εναγομένης σε υπολογισμό των ποσών των δανείων με βάση τις ανωτέρω αναφερόμενες ισοτιμίες, οι ενάγοντες ζητούν ουσιαστικά να πληρωθεί το κενό που θα δημιουργηθεί στις συμβάσεις σε περίπτωση που αναγνωριστεί η τυχόν ακυρότητα των προσβαλλόμενων από αυτούς γ.ο.σ., εκτός από τα επικουρικά αιτήματα της αγωγής περί αναπροσαρμογής του όλου περιεχομένου των δανειακών συμβάσεων σύμφωνα με την ισοτιμία που ίσχυε κατά τρ χρόνο λήψης τους, άλλως σε ευρώ, για το χρονικό διάστημα προ της άσκησης της αγωγής, με επίκληση των άρθρων 388 και 288 ΑΚ, δεδομένου ότι η, βάσει των εν λόγω διατάξεων, αγωγή και η δικαστική απόφαση, που δέχεται την αγωγή αυτή, είναι διαπλαστικές και επομένως το σχετικό δικαίωμα ασκείται από της επιδόσεως της αγωγής μελλοντικώς και χωρίς αναδρομικότητα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσας, τα οποία και είναι νόμιμα για το χρονικό διάστημα μετά την άσκηση της αγωγής. Πρέπει, επομένως, αυτή να εξεταστεί από ουσιαστική άποψη κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη.

 

Από τις επ' ακροατηρίω ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, λαμβανόμενες υπόψη μόνον για γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, σύμφωνα με τις εξαιρέσεις που θέτει η διάταξη του άρθρου 393 ΚΠολΔ, απ' όλα τα έγγραφα που νομότυπα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις τους, μνεία κάποιων εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω, τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και γεγονότα κοινώς γνωστά, καθώς και από την εν γένει διαδικασία στο ακροατήριο αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.

 

Οι ενάγοντες, ο μεν πρώτος ως προωτοφειλέτης και η δεύτερη ως εγγυήτρια, συνήψαν με την εναγομένη στις 28/5/2008 την υπ' αριθ. ... σύμβαση στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα (ελβετικό φράγκο) ποσού 146.588,29 CHF με τα προσαρτήματα της, για την εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκε ο υπ' αριθμό ... δανειακός λογαριασμός, με σκοπό την ανακαίνηση, επισκευή και βελτίωση μίας ισόγειας οικίας ιδιοκτησίας του πρώτου των εναγόντων. Το εν λόγω δάνειο συμφωνήθηκε έντοκο και η εξόφληση του θα γινόταν σε 240 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, οι οποίες θα λογίζονταν και θα καταβάλλονταν την πρώτη εργάσιμη ημέρα (δήλη ημέρα) κάθε μήνα, αρχής γενομένης, από την ημερομηνία της εφάπαξ εκταμίευσης του ποσού του δανείου. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον υπό στοιχείο 7 προδιατυπωμένο όρο της άνω συμβάσεως ό πρώτος ενάγων, ως πρωτοφειλέτης και η δεύτερη ως εγγυήτρια όφειλαν να καταβάλλουν στην Τράπεζα «ακριβόχρονα τις προς εξόφληση του δανείου δόσεις... Εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού χορηγούνταν σε συνάλλαγμα, οι οφειλέτες υποχρεούνται να εκπληρώσουν τις εντεύθεν υποχρεώσεις τους προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής». Επιπρόσθετα, το επιτόκιο που θα βάρυνε την εν λόγω δανειακή σύμβαση, συμφωνήθηκε να είναι κυμαινόμενο και να ισούται με LIBOR μηνιαίας διάρκειας προσαυξημένο κατά 2,15%. Βάσει δε των ανωτέρω προδιατυπωμένων, όρων του Προσαρτήματος I της σύμβασης, «ως LIBOR νοείται ο αριθμητικός μέσος όρος (στρογγυλοποιημένος προς τα άνω μέχρι τέσσερα δεκαδικά ψηφία) των επιτοκίων, που προσφέρονται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου, στις 11.00 π.μ. περίπου (ώρα Λονδίνου), δύο εργάσιμες (για το Λονδίνο και την Αθήνα) ημέρες πριν από την ημέρα εκταμίευσης του δανείου για καταθέσεις σε ελβετικό φράγκο, ύψους αντίστοιχου με το εκτοκιζόμενο κεφάλαιο και διάρκειας ενός μήνα». Στις 30/6/2008 εκταμιεύτηκε το ποσό των 146.588,29 CHF που χορηγήθηκε δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης στον υπ' αριθμό ... καταθετικό λογαριασμό, που ανοίχτηκε για το σκοπό αυτό. Το ανωτέρω ποσό εκταμιεύθηκε σε ευρώ ενώ η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου ήταν κατά την εκταμίευση 1,618, ανερχομένου του τελικού ποσού σε 90.557,32 ευρώ. Η εν λόγω δανειακή σύμβαση στεγαστικού δανείου εξυπηρετούνταν με την καταβολή από μέρους του πρώτου ενάγοντος, ως πρωτοφειλέτη, των ποσών των μηνιαίων δόσεων σε ευρώ, αφού ο ίδιος ζούσε και δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα, χωρίς να έχει λόγο να συναλλάσσεται σε αλλοδαπό νόμισμα και δη αυτό του ελβετικού φράγκου. Για τις προς καταβολή επόμενες δόσεις και το επιτόκιο που έχει εφαρμοσθεί, ενημερωνόταν από τα αποστελλόμενα εκ μέρους της εναγομένης εκκαθαριστικά σημειώματα των λογαριασμών, σύμφωνα με τους συμφωνηθέντες όρους της σύμβασης, όπου τα ποσά καταβολών, υπολοίπου, συμβατικών τόκων, αποτυπώνονταν σε ελβετικό φράγκο (CHF), χωρίς να αναφέρεται σε κανένα σημείο η εφαρμοζόμενη συναλλαγματική ισοτιμία παρότι οι καταβολές πραγματοποιούνταν σε ευρώ, ώστε δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει ο πρώτος ενάγων ως πρωτοοφειλέτης και η δεύτερη ως εγγυήτρια το ακριβές υπόλοιπο του εν λόγω δανείου σε ευρώ. Οι ενάγοντες προέβησαν στην κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης σε αλλοδαπό νόμισμα και συγκεκριμένα σε ελβετικό φράγκο κατόπιν παρότρυνσης της εναγομένης, όταν ενδιαφέρθηκαν για τη λήψη δανείου, κατά τον χρόνο δε πριν από τη σύναψη της με τη μορφή αυτή, η εναγόμενη τους διαβεβαίωνε για τα οφέλη σύναψης σε ελβετικό φράγκο και συγκεκριμένα για το ιδιαίτερα χαμηλό επιτόκιο Libor, το οποίο θα τους εξασφάλιζε, όπως τους παρουσιάστηκε, μικρότερη επιβάρυνση στη μηνιαία δόση και ότι, λόγω της ιδιαίτερα υψηλής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου (CHF), θα ήταν σε θέση, με την καταβολή των δόσεων του δανείου σε ευρώ να επιτυγχάνουν όφελος που θα συνίστατο στην εξυπηρέτηση μεγαλύτερου μέρους του κεφαλαίου του δανείου, αφού τα ανωτέρω δάνεια θα ήταν τοκοχρεωλυτικά. Δεδομένου, μάλιστα ότι οι ενάγοντες δεν διέθεταν την απαραίτητη γνώση και εμπειρία στον τομέα των στεγαστικών δανείων και ειδικότερα αυτών που συνομολογούνταν σε ξένο νόμισμα, επέδειξαν πλήρη εμπιστοσύνη στην εναγομένη για τα σχετικά οφέλη των εν λόγω δανείων. Σ' αυτό συνέτεινε και η, κατά την τότε χρονική στιγμή, προβολή πληροφοριών και διαφημίσεων των εν λόγω δανειακών προϊόντων σε ελβετικό φράγκο με δέλεαρ το χαμηλό τους επιτόκιο και την φερόμενη ως ασφαλή ισοτιμία προκειμένου να προσελκύσει υποψήφιους δανειολήπτες, όπως και διαβεβαιώθηκαν συγχρόνως και από τους υπαλλήλους της και μάλιστα ότι η ισοτιμία ήταν ευνοϊκή για το ευρώ και θα παρέμενε σταθερή, ενώ η τυχόν ζημία που θα είχαν στο μέλλον από μία πιθανή αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε βάρος του ευρώ, θα ήταν μικρότερη από το όφελος που, κατά πρώτο λόγο ο πρωτοφειλέτης ως άμεσος δανειολήπτης, θα αποκόμιζε από το χαμηλό επιτόκιο δανεισμού. Κατά τη διάρκεια του έτους 2008, ολόκληρο το 2009 και τις αρχές του έτους 2010 οι μηνιαίες δόσεις του δανείου διαμορφώνονταν, με μικρές αποκλίσεις, στο ποσό των 530 ευρώ έκαστη. Στα τέλη του έτους 2010 η μηνιαία δόση ανήλθε στο ποσό των 600 ευρώ όπου και παρέμεινε για όλο το έτος 2011, ενώ τα έτη 2012 και 2013 η δόση κυμάνθηκε στο ποσό των 630 ευρώ, ήτοι 100 ευρώ περισσότερο από την συμφωνηθείσα, μεταξύ των διαδίκων, δόση και στις αρχές του έτους 2015 έφτασε το ποσό των 730 ευρώ. Ενδεικτικό είναι ότι όταν οι εναγόντες, κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 2015 ζήτησαν να ενημερωθούν από την εναγόμενη για το υπόλοιπο της οφειλής τους, εκείνη τους εμφάνισε ως αρχικό ποσό της οφειλής όχι εκείνο που είχαν συμφωνήσει, ήτοι 90.557,32 ευρώ, αλλά το ποσό των 98.615,57 ευρώ, ήτοι το αρχικό κεφάλαιο προσαυξημένο κατά 8.058,25 ευρώ με τρέχουσα ισοτιμία 1,07. Όμως, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, από την εκταμίευση μέχρι την άνω ημερομηνία (Μάρτιος 2015) οι ενάγοντες είχαν πραγματοποιήσει καταβολές δόσεων οι οποίες αφαιρούμενες από το συνολικά οφειλόμενο ποσό, άφηναν υπόλοιπο 65.215,48 ευρώ, όπως προκύπτει από το άθροισμα των πιστώσεων στα αποσπάσματα κίνησης των αντίστοιχων λογαριασμών, χωρίς μάλιστα να αποδειχθεί η οιαδήποτε δυσπραγία ή καθυστέρηση των εναγόντων στην καταβολή των οφειλομένων δόσεων. Αυτές οι διαφορές οφείλονταν στο περιεχόμενο του όρου υπ' αρ. 7α της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο, όπως παρατίθεται αυτολεξεί ανωτέρω, οι ενάγοντες υποχρεούνταν να εκπληρώσουν τις εκ του δανείου υποχρεώσεις τους προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής. Μέρος του οφειλόμενου ποσού ασφαλώς και αποτελείται από τόκους υπερημερίας, αναλογικά με το ύψος του, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η συνολική οφειλή επηρεάστηκε και επηρεάζεται άμεσα από την διακύμανση της ισοτιμίας η οποία, τουλάχιστον μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής έβαινε συνεχώς υπέρ του ελβετικού φράγκου, απορριπτόμενου και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης. Εν συνεχεία, εκτιμάται ότι ο ανωτέρω αναφερθείς υπό στοιχείο 7α όρος της επίδικης σύμβασης, προκαλεί διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των εναγόντων, συμβαλλόμενου μέρους στις ένδικες δανειακές συμβάσεις, ως πρόσθετη αυτοτελή ρύθμιση μη καλυπτόμενη από κανόνες του ενδοτικού δικαίου, όπως έχει ήδη αναφερθεί στο μέρος της νομικής αξιολόγησης της αγωγής, και αποκλίνει από τον ορίζοντα δικαιολογημένων προσδοκιών του μέσου καταναλωτή οδηγώντας σε στρέβλωση του σκοπού της σύμβασης, με βάση τις δικαιολογημένες προσδοκίες του μέσου καταναλωτή, όπου συγκαταλέγονται και οι ενάγοντες, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας υπό τις τρεις εκδοχές της, δηλαδή ως αρχή της αναγκαιότητας, της προσφορότητας και της αναλογικότητας stricto sensu, αλλά και κατ' εφαρμογή της αρχής της διαφάνειας. Ειδικότερα, με την ως άνω ρήτρα, παρά την σαφή γραμματική της διατύπωση, δεν συνάγονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς επίσης και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε οι ενάγοντες - καταναλωτές, οι οποίοι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι διέθεταν ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, έστω και απρόσεκτοι ως προς την ενημέρωση τους, αλλά διαθέτοντες τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής τους συμπεριφοράς να γνωρίζουν τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλάμβαναν, ιδίως αναφορικά με τη σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΕφΠειρ 711/2011 ο.π. η ΠΠρΑλεξ 56/2015, ΝΟΜΟΣ), να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικές συνέπειες, που ήταν δυνατόν να έχει για τους ίδιους ο όρος αυτός, και συγκεκριμένα, να διαγνώσουν, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή των δανείων τους, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των τελευταίων, το οποίο ήταν πιθανό να αυξηθεί υπέρμετρα σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου, όπως και έγινε στην υπό κρίση περίπτωση. Η εναγόμενη ισχυρίζεται, ότι οι ενάγοντες διέθεταν επαρκή πληροφόρηση σχετικά με τις ιδιομορφίες της σύμβασης που υπέγραψαν, όμως ο ίδιος ο μάρτυρας απόδειξης κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου ότι οι ενάγοντες όταν υπέγραψαν την επίδικη σύμβαση, ούτε καν την διάβασαν, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, που σημαίνει ότι δεν ελήφθη καμία ιδιαίτερη επιμέλεια από την πλευρά της εναγομένης, η οποία ήταν και εκείνη που διέθετε και το προσωπικό αλλά και την εμπειρία που απαιτούνταν για να ενημερώσει σωστά τους ενάγοντες για τα οφέλη και τους κινδύνους που εμπεριείχε η επίδικη σύμβαση, ενώ αντιθέτως δέχθηκε και η ίδια να καταρτιστεί η επίδικη σύμβαση γνωρίζοντας εκ προοιμίου ότι η πλευρά των εναγόντων δεν είχε λάβει καμία ιδιαίτερη ενημέρωση. Συνεπώς, η όποια πληροφόρηση των εναγόντων εκ μέρους της εναγόμενης ήταν επιφανειακή και ως εκ τούτου ελλιπής. Εξάλλου, η εναγομένη δεν εμφάνισε ούτε στη σύμβαση ούτε σε χωριστό έγγραφο, τουλάχιστον, ένα ρεαλιστικό παράδειγμα διαμόρφωσης των υποχρεώσεων των εναγόντων στο μέλλον, το οποίο να στηρίζεται στην εκδοχή ότι θα μεταβαλλόταν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση η ισοτιμία των δύο νομισμάτων, παρόλο που η διακύμανση, ακόμα και με μεγάλες αποκλίσεις, της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι αναμενόμενη σε βάθος χρόνου, ιδίως σε βάθος 25ετίας, πράγμα που γνώριζε η εναγομένη ακριβώς λόγω της ιδιότητας της ως τράπεζας, δηλαδή του αντικειμένου των εργασιών της, ενώ η σταθερότητα της ισοτιμίας προβαλλόταν ιδιαιτέρως ως παράγων εξασφαλιστικός των ωφελημάτων σύναψης των συμβάσεων αυτών. Ο τρόπος, άλλωστε με τον οποίο η εναγομένη την συγκεκριμένη χρονική περίοδο διαφήμιζε το συγκεκριμένο καταναλωτικό προϊόν, διαφημίσεις στον τύπο και τα λοιπά μέσα ενημέρωσης, δημιουργούσε στον μέσο καταναλωτή, όπως είναι και οι ενάγοντες η εσφαλμένη πεποίθηση ότι οι υποχρεώσεις τους θα παρέμεναν, αν όχι αμετάβλητες, πάντως σταθερές με μικρές αποκλίσεις στο μέλλον. Περαιτέρω, ναι μεν η εν λόγω σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί επενδυτικό προϊόν, κατά παραδοχή εν μέρει σχετικού αρνητικού ισχυρισμού της εναγομένης, δεδομένου ότι δεν καταθέτουν χρήμα αλλά λαμβάνουν, ωστόσο άξιο ανάλογης προστασίας αναδεικνύεται και το συμφέρον των δανειοληπτών που επιλέγουν δάνειο σε ξένο νόμισμα, το οποίο, ως εκ του πράγματος και δεδομένης της μακράς διάρκειας του, ιδίως της στεγαστικής πίστης, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, ενέχει υψηλό ρίσκο. Μάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι το συμφέρον των τελευταίων τούτων χρήζει ακόμη μεγαλύτερης προστασίας έναντι αυτού των καταθετών, καθώς οι δανειολήπτες, επειδή είναι αυτοί που «ζητούν χρήμα», βρίσκονται σε οικονομικά ασθενέστερη θέση έναντι αυτών που επενδύουν χρήμα και, άρα επιρρεπείς, λόγω της ανάγκης τους αυτής, σε δανειακές επιλογές χωρίς, προηγουμένως, να έχουν αντιληφθεί, ή έστω εκτιμήσει, τις οικονομικές συνέπειες που μπορεί να συνεπάγονται γι' αυτούς (ΠΠρΠειρ 619/2016, ΠΠρΑθ 3789/2015, ΝΟΜΟΣ). Με τα πιο πάνω δεδομένα, η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να συνίσταται και στην παροχή ειδικών πληροφοριών, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα του προϊόντος αυτού με ομοειδή, καθώς και να γίνεται κατανοητή η πιθανή εξέλιξη του δανείου, ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο και οι πιθανοί κίνδυνοι, για τη διευκόλυνση δε της κατανόησης και συγκρισιμότητας του παραπάνω προϊόντος, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβαίνουν σε σαφή και αναλυτική περιγραφή των παραγόντων, που προσδιορίζουν την πορεία του δανείου, με εναλλακτικές παραδοχές, ως προς την κύρια συνιστώσα, που δεν είναι άλλη από την εξέλιξη της συναλλακτικής ισοτιμίας, παραθέτοντας δυο τουλάχιστον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα (εν μέρει ΠΠρΠειρ 619/2016, ΠΠρΑθ 3789/2015, ΝΟΜΟΣ). Ενδεικτική, του ιδιάζοντος κινδύνου που ενείχε η κατάρτιση δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο, για μη εξοικειωμένους με τις συναλλαγές σε ξένο νόμισμα δανειολήπτες, είναι και η αναφορά στο από 8-9-2006/2006/1596 εσωτερικό έγγραφο έτερης τραπεζικής εταιρείας προς το δίκτυο καταστημάτων της με θέμα «νέο στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο», ότι «πρόκειται για προϊόν που δεν απευθύνεται στο σύνολο της πελατειακής της βάσης, παρότι λόγω των πλεονεκτημάτων του (χαμηλότερο επιτόκιο libor και σταθερότητα ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου) φαίνεται ελκυστικό, αλλά μόνο σε δανειολήπτες που αντιλαμβάνονται τον τρόπο λειτουργίας του και τους και εντάθηκε τα τελευταία έτη ώστε να οδηγήσει στο προαναφερόμενο νομοθέτημα της Ε.Ε. Ο μεγάλος κίνδυνος της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, τον οποίο ανέλαβαν και υπέστησαν οι ενάγοντες, αποτελούν ένα ακόμη στοιχείο που επιφέρει τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος τους και αποτελούν ενισχυτικό επιχείρημα, πέραν της ανωτέρω αποδειχθείσας ασάφειας του επίμαχου Γ.Ο.Σ. υπ' αρ. 7α της δανειακής συμβάσεως, υπέρ της κρίσης ότι αυτός είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος. Από την ακυρότητα του όρου αυτού δημιουργείται κενό, το οποίο φαίνεται καταρχήν ότι θα μπορούσε να καλύψει η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι, όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Η συγκεκριμένη διάταξη προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, τη γέννηση χρηματικής υποχρέωσης βάσει αλλοδαπού νομίσματος ή κατ' άλλη διατύπωση τη συνομολόγηση χρηματικής οφειλής σε ξένο νόμισμα (ΑΠ 1614/2006 ΝοΒ 2006/848 & ΕφΠειρ 465/2011, ΠΠρΑλεξ 56/2015, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, από την εξηγητική ερμηνεία της επίμαχης ρήτρας, σε συνδυασμό με τις λοιπές ρήτρες των συμβάσεων δανείου, λαμβάνοντας υπόψη και την εν γένει λειτουργία αυτής, προκύπτει ότι πρόκειται για ρήτρα αξίας συναλλάγματος. Ειδικότερα, η εκταμίευση του δανείου και η παροχή του δανείσματος στον δανειολήπτη πραγματοποιήθηκε σε ευρώ αντίστοιχα, οι καταβολές για την αποπληρωμή του δανείου πραγματοποιούνταν εκ μέρους των δανειοληπτών σε ευρώ, ακόμα δε και η τελευταία ενημέρωση της εναγομένης προς τους ενάγοντες, αναφορικά με το ύψος των οφειλών τους, έλαβε χώρα σε ευρώ. Επιπλέον, οι τελευταίοι ουδεμία συναλλαγή σε συνάλλαγμα, και ειδικώς σε ελβετικό φράγκο, αποδείχτηκε ότι είχαν ούτε ότι συναλλαγματικούς κινδύνους που αναλαμβάνουν» όπως προέκυψε από την ΠΠρΚοζ 38/2015 (ΝΟΜΟΣ). Ομοίως, η έκδοση της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ που ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα στεγαστικά δάνεια σε ξένο νόμισμα, αν και δεν εφαρμόζεται, όπως ορθά αναφέρει η εναγομένη, σε συμβάσεις συναφθείσες πριν τις 21-3-2016, άρα ούτε και στις επίδικες, αποτελεί όμως ένδειξη της ανάγκης ιδιαίτερης προστασίας, που χρήζουν οι οικείοι δανειολήπτες, η οποία διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις ή επιχειρηματική δραστηριότητα στο εξωτερικό, ενώ το σύνολο του δανεισθέντος ποσού επρόκειτο να διατεθεί στην εγχώρια αγορά. Αναδεικνύεται, επομένως, ότι τα μέρη δεν θέλησαν την οφειλή ξένου νομίσματος, αλλά χρησιμοποίησαν το ελβετικό φράγκο ως χρήμα μέτρο, ήτοι για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της οφειλής σε ευρώ, η οποία θα διαμορφωνόταν ευνοϊκά ανάλογα με την ισοτιμία, επιχείρημα με το οποίο προτάθηκε στους ενάγοντες, όπως και, κατά την κοινή πείρα, σε πολλούς δανειολήπτες την ίδια περίοδο, να λάβουν στεγαστικά δάνεια, αντί σε ευρώ, όπως βασικά επεδίωκαν, σε ελβετικό φράγκο προς εξοικονόμηση, από τα μειωμένα λόγω ισοτιμίας ποσά δόσεων σε ευρώ, της προκύπτουσας διαφοράς και πάλι σε ευρώ, όπως και τους ενδιέφερε να τα χρησιμοποιήσουν. Δηλαδή ο μέσος δανειολήπτης δεν στόχευε σε δάνειο σε αλλοδαπό νόμισμα, αλλά σε δάνειο σε ευρώ με ευνοϊκούς όρους, εφόσον δε του δόθηκε η ευκαιρία να πετύχει τέτοιους με σύναψη δανείου μέσω ελβετικού φράγκου, το οποίο ασφαλώς θα μπορούσε ν1 αξιοποιήσει σε ευρώ, το επέλεξε αποβλέποντας όμως πάντα σε όφελος επί του ευρώ. Εκ των πραγμάτων, παράλληλα, για την εκπλήρωση της ενοχής, οι ενάγοντες κατέβαλλαν τις μηνιαίες δόσεις για την αποπληρωμή του δανείου σε ευρώ, ως το ύψος αυτών διαμορφωνόταν δυνάμει της ισοτιμίας με το ελβετικό φράγκο στο συγκεκριμένο χρόνο της εκάστοτε καταβολής, ενώ και η εναγομένη διώκει την αποπληρωμή των οφειλομένων σε ευρώ. Έτσι, δεν πρόκειται για χρηματική οφειλή ξένου νομίσματος, οπότε εκ των πραγμάτων η ΑΚ 291, ως κανόνας ενδοτικού δικαίου, δεν είναι εφαρμοστέα στις υπό κρίση συμβάσεις για την πλήρωση του κενού της άκυρης ρήτρας. Ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι υφίσταται εν προκειμένω γνήσια διαζευκτική ενοχή, η ΑΚ 291 θα ήταν εφαρμοστέα μόνο εάν οι ενάγοντες είχαν επιλέξει την πληρωμή σε αλλοδαπό νόμισμα (ΕφΑΔ 12/2015/1055 I. Καράκωστας, Χρ. Βρεττού, Ο ανοιχτός έλεγχος των ΓΟΣ στις δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο (γνωμ.) σ. 52 ο.π.π.). Επομένως, το προκαλούμενο στην επίδικη σύμβαση κενό, αναφορικά με την ισοτιμία, βάσει της οποίας θα υπολογίζονται οι καταβολές των εναγόντων σε ευρώ, πρέπει να πληρωθεί με συμπληρωματική κατ' άρθρο 200 ΑΚ ερμηνεία της σύμβασης, ούτως ώστε αυτή να ανταποκρίνεται πλέον στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Λαμβάνοντας υπ' όψιν: α) την υποχρεωτική για κάθε χρηστό και συνετό συναλλασσόμενο αρχή της συναλλακτικής ευθύτητας και τις σύμφωνες με αυτή συνήθειες των συναλλαγών, β) το είδος, τη φύση και το σκοπό των επίμαχων συμβάσεων, τις οποίες συνήψαν οι διάδικοι και δη το γεγονός ότι καταρτίσθηκε στην Ελλάδα με σκοπό την αποπεράτωση της κατοικίας τους, το οποίο οι ενάγοντες θα αποπλήρωναν σε ευρώ, και όχι με σκοπό την επένδυση των χρημάτων του δανείου και την αποκόμιση κέρδους από τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας των δύο νομισμάτων, γ) τα συμφέροντα αμφοτέρων των διαδίκων, εκ των οποίων εκείνα της εναγομένης δεν εξαρτώνται από τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων καθώς εξυπηρετούνται μέσω του επιτοκίου, το οποίο και καθορίζει την αποπληρωμή της οφειλής του δανείου, δ) τις συνθήκες, που επικρατούσαν στις χρηματαγορές μέχρι και το έτος 2007, οπότε και συνήφθησαν οι επίμαχες συμβάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από τη σταθερότητα της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, ε) το γεγονός ότι οι ενάγοντες ως Έλληνες πολίτες και μόνιμοι κάτοικοι της ημεδαπής χρησιμοποιούν μόνο το εγχώριο νόμισμα, δηλαδή το ευρώ, στις συναλλαγές τους, στ) το γεγονός ότι οι ενάγοντες δεν είχαν στην κατοχή τους ελβετικά φράγκα, ώστε να δύνανται να καταβάλλουν τις εξοφλητικές δόσεις χωρίς να αναγκάζονται να αγοράζουν τέτοια σε ολοένα και υψηλότερη τιμή και να τα μετατρέπουν αμέσως σε ευρώ, για να αποπληρώνουν το δάνειο τους, ζ) το γεγονός ότι το χορηγηθέν λόγω δανείου χρηματικό ποσό εκταμιεύθηκε, καίτοι χορηγηθέν σε ελβετικά φράγκα, σε ευρώ από την ίδια την εναγόμενη με βάση την ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημέρα της εκταμίευσης, προκειμένου να δύνανται να τα χρησιμοποιήσουν οι ενάγοντες για την αποπεράτωση της κατοικίας τους, η) το γεγονός πως η εναγομένη δεν παρείχε ουσιαστικά στο δανειολήπτη κάποια χρηματοοικονομική υπηρεσία σχετική με την αγορά ή την πώληση ξένων νομισμάτων και θ) τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία με τη σύμβαση δανείου ο ένας των συμβαλλομένων μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός υποχρεούται να του αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εναγόμενη δεν επιτρέπεται, για την είσπραξη χρηματικών ποσών έναντι των ενδίκων δανείων, να εφαρμόζει συναλλαγματική ισοτιμία διαφορετική της ισχύουσας κατά την ημερομηνία εκταμίευσης των δανεισθέντων χρημάτων (ΠΠρΑλεξ 56/2015, ΝΟΜΟΣ), δηλαδή κατά την 30/6/2008, ημερομηνία αξίας της εκταμίευσης. Κατά λογική ακολουθία, δεν κρίθηκε ότι η ακυρότητα του επίμαχου όρου, ήταν δυνατόν να επιφέρει ακυρότητα του συνόλου της σύμβασης, απορριπτόμενων ταυτοχρόνως και των υπό στοιχεία 2 και 3 αιτημάτων της υπό κρίση αγωγής.

 

Μετά ταύτα πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή εν μέρει και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, να αναγνωριστεί ότι ο υπ' αρ. 7 όρος της προαναφερόμενης σύμβασης στεγαστικού δανείου, είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να υπολογίζει τις χρηματικές καταβολές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από την επίδοση της αγωγής και εντεύθεν, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω για την αναδρομικότητα του αιτήματος της αναγνωριστικής αγωγής και θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον σε ευρώ, προς εκπλήρωση των απορρεουσών από την επίδικη δανειακή σύμβαση σε ελβετικά φράγκα, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δυο νομισμάτων η οποία ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών επικουρικών αγωγικών βάσεων. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο υπ' αρ. 7 όρος της υπ' αρ. .../28-5-2008 σύμβασης στεγαστικού δανείου, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, είναι άκυρος.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να υπολογίζει τις χρηματικές καταβολές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από την επίδοση της αγωγής και εντεύθεν και θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον σε ευρώ, προς εκπλήρωση των απορρεουσών από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση υποχρεώσεων τους σε ελβετικά φράγκα, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων η οποία ίσχυε κατά την εκταμίευση του δανείου, ήτοι 1,618.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ στο Ναύπλιο στις 10/5/2017 και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 24/5/2017.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ