ΠΠρΑθ 4267/2013

 

Ανάκληση άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής εταιρίας - ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ - Ασφαλιστική εκκαθάριση - Αναστολή ατομικών διώξεων - Ευθύνη μελών Δ.Σ. υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρίας - Ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής - Δικαιούχοι ασφαλίσματος - Αδικοπραξία - Απάτη - Αποζημίωση - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.

 

Απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης ως προς την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία (ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ) διότι δυνάμει απόφασης της Επ.Ε.Ι.Α., έχει ανακληθεί οριστικά η άδεια λειτουργίας της, έχει δεσμευτεί το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, και η ίδια έχει τεθεί υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, με συνεπεία να ανασταλούν όλες οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος εις βάρος της. Αποδοχή της αγωγής ως προς τους λοιπούς εναγόμενους διότι αποδείχθηκε ότι αυτοί ως μέλη του ΔΣ της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας παρόλο που γνώριζαν την κακή οικονομική κατάσταση της εταιρείας, εντούτοις συνέχιζαν να ακολουθούν ως πάγια εμπορική πρακτική να παρουσιάζουν αυτή, μέσω των συνοδευτικών των ασφαλιστηρίων εντύπων και μέσω των ασφαλιστικών τους συμβούλων, ως μια εύρωστη ασφαλιστική εταιρεία, παραπλανώντας το καταναλωτικό κοινό και επομένως και τους ενάγοντες, αποδεχόμενοι ως ενδεχόμενο το γεγονός ότι όσοι συνάπτουν ασφαλιστήρια συμβόλαια με την ευρισκόμενη σε δεινή οικονομική κατάσταση πρώτη εναγομένη να κινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματα τους. Από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων οι ενάγοντες ζημιώθηκαν κατά το ποσόν των 100.000 ευρώ ο καθένας, το οποίο αντιστοιχεί, στο ποσόν που κατέβαλαν αυθημερόν κατά την υπογραφή των εν λόγω ασφαλιστικών συμβάσεων. Περαιτέρω, από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη και δικαιούνται προς αποκατάστασή της χρηματικής ικανοποίησης, για τον προσδιορισμό της οποίας, αφού λήφθηκαν υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, η έκταση της ζημίας και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, κρίθηκε εύλογο το ποσό των 10.000 ευρώ σε έκαστον.

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Αριθμός Απόφασης 4267/2013

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αργυρώ Κανελλοπούλου Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χαράλαμπος Κωτουλόπουλος Πρωτόδικης Ελένη Γρυπάρη Πρωτοδίκης - Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Μαριάνθη Μισαηλίδου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27.2.2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. ….. του …., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής οδός …. … και 2. …. θυγ. …., συζύγου ….., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής οδός ……. …., τους οποίους εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Βασίλειος Χαραλάμπης.

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της εδρεύουσας στο Αμαρούσιο Αττικής (Λ. Κηφισίας 62) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμίαν «Ασπίς Πρόνοια Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Ασφαλειών» της οποίας η άδεια έχει ανακληθεί και τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης νομίμως εκπροσωπούμενη από τον επόπτη Ασφαλιστικής εκκαθάρισης και η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Κων/νας Γιαλελή.

 

2. …. του …., κατοίκου Κηφισίας Αττικής Πεντέλης και … … τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Παρασκευή Μαθιού.

 

3. …. του …, κατοίκου Εκκάλης Αττικής οδός …. … τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Νικόλαος Τραταρός.

 

4. …… του …., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής οδός …. … ο οποίος εμφανίστηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Τόλη.

 

5. ….. του …., κατοίκου Κηφισίας Αττικής οδός …. … ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως καθότι δικηγόρος.

 

6. ….. του …., κατοίκου Κηφισίας Αττικής οδός …. … τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Πάνος Αλεξανδρής.

 

7. ….. του …., κατοίκου Κηφισίας Αττικής ….. … τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Κωνσταντίνος Παπανικολάου.

 

8. ……. του …., κατοίκου Κηφισίας Αττικής οδός …. … και …. τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Κων/νος Παπανικολάου.

 

9. …… του ….., κατοίκου Ν. Ερυθραίας Αττικής οδός …… … τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Ιωάννης Σακελλαρίου.

 

10. ….. του ……, κατοίκου Ανοίξεως Αττικής οδός ….. … την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αλέξανδρος Μαστέλλος.

 

11. …….. του …., κατοίκου Διονύσου Αττικής οδός …… …, τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Αικατερίνη Μοσχοπαίδη.

 

12. …….. του …., κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (……. …) ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

13. ……. του …, κατοίκου Αθηνών οδός …… … τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Αργυρώ Περσίδου.

 

Οι ενάγοντες, ζητούν να γίνει δεκτή η από 18.12.2010 αγωγή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό καταθέσεως 12923/2010 προσδιορίστηκε για την 28.11.2012 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά την δικάσιμο εκείνη η συζήτηση αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εναγόντων και των 1ης, 2ου, 3ου, 4ου, 5ου, 6ου, 7ου, 8ου, 9ου, 10ης, 11ου, και 13ου των εναγομένων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 271 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ A 165/25.7.2011): «1. Αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα, 2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου, 3. Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως». Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ' αριθμ. 2949Γ/4-3-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ….., την οποία οι ενάγοντες νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο της 28-11-2012, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε στον δωδέκατο εναγόμενο. Ο εναγόμενος αυτός όμως δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην (271 §1,2 εδ. β ΚΠολΔ).

 

 

Ι. Με τις διατάξεις των παρ. 1, 4, 5 και 9 του άρθρου 12α του ΝΔ 400/1970, όπως τροποποιήθηκε με εδάφιο δ' της παρ. 5 του άρθρου 10 ν. 2741/1999 ορίζεται ότι: "1. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση Νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών της στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Κατά το στάδιο αυτό και μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση ... 4. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης 5. Με τη θέση της επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του επόπτη πτώχευσης και του συνδίκου. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιουμένου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό. 9.Υστερα από αίτηση μετόχων ή εταίρων που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από πενήντα εκατοστά (50%) του κεφαλαίου ασφαλιστικής επιχείρησης, του εκκαθαριστή ή του επόπτη, ο Υπουργός Εμπορίου μπορεί, εφόσον έχει περατωθεί η εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, να κηρύξει τη λύση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά ης διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση). Ανεξάρτητα από την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η περάτωση των εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου εκκρεμών υποθέσεων συνεχίζεται κατά τις διατάξεις της κοινής εκκαθάρισης." Εξάλλου, στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 10 του ως άνω ΝΔ 400/ 1970 ορίζεται ότι: "3. Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης ο, κατά το άρθρο 12α του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από το διορισμό του τους δικαιούχου ασφαλίσματος, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικό τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη λύση της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε δύο μήνες από τη λύση της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής, β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρηθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρησης της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες από τις οποίες η μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μία φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ιδιαιτερότητα της ασφαλιστικής εκκαθάρισης σε σχέση με την κοινή εκκαθάριση. Έτσι, με τη θέση της ασφαλιστικής εταιρείας σε εκκαθάριση, υπό τις προϋποθέσεις του ανωτέρω ΝΔ 400/1970, επέρχεται αναστολή των ατομικών διώξεων των δικαιούχων ασφαλίσματος, αναστολή κάθε είδους αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ασφαλιστικής εταιρείας και τίθεται σε εφαρμογή συλλογική διαδικασία, που ομοιάζει με την πτωχευτική προς σύμμετρη ικανοποίηση των δικαιούχων ασφαλίσματος.

 

 

ΙΙ. Από τη διάταξη του όρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης η παράλειψης, 3) υπαιτιότητα 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 386 του ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει η διατηρεί με κάθε μέσο η τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης η επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η \τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων αναγομένων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 1516/1999), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο. Εξάλλου, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση συγκεκριμένης ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται την πιθανότητα προκλήσεως της ίδιας ζημίας, είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Στην περίπτωση δε της από κοινού τελούμενης απάτης, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 45 Π.Κ., αντικειμενικά μεν απαιτείται σύμπραξη στην εκτέλεση της πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της πράξεως της απάτης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Επίσης στην από κοινού τελούμενη απάτη για τον υπολογισμό του οφέλους ή της ζημίας λαμβάνεται υπόψη το όλο, το σύνολο δηλαδή αυτών, αφού αυτό επεδίωκαν άπαντες οι υπαίτιοι, το ίδιο δε ισχύει και όταν η απάτη τελείται από κοινού σε βάρος περισσοτέρων. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β' του ΑΚ προκύπτει, ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 του ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 468/2003). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Η πρώτη κατηγορία αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζημίας από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, αδιάφορα από το αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα η διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, δεν ενδιαφέρει για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ' άρθρο 927 ΑΚ (ΑΠ 299/2007). Περαιτέρω από τη διάταξη του αρθρ. 300 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας και συνεπώς και από αδικοπραξία, προκύπτει ότι όταν στη γένεση ή στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, κατά την έννοια της διάταξης του αρθρ. 330 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος ή να μη επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της (ΑΠ 1765/2011 Νόμος).

 

 

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 71 ΑΚ: "Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον". Κατά το άρθρο 63 παρ. 1 ΑΚ: "Το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα". Κατά το άρθρο 67 ΑΚ: 'Όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεως του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα. Υποκατάσταση απαγορεύεται εφόσον η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται α) ότι οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους, β) ότι, σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου, δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου μέλους της διοικήσεως για την κατ' αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρέωσης προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος και γ) ότι δύναται το μέλος της διοικήσεως να επικαλεσθεί με ένσταση (την οποία και βαρύνεται να αποδείξει) ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιο για την διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο (ΑΠ 627/2009 Νόμος).

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή τους οι ενάγοντες εκθέτουν ότι κατήρτισαν με την πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, μέλη του ΔΣ της οποίας αποτελούν οι λοιποί εναγόμενοι, τα υπ' αριθμ. …../31-3-2009 και …../31-3-2009 ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής για το αποταμιευτικό πρόγραμμα «Aspis Asset», με εγγυημένο κεφάλαιο 108.300 ευρώ και εγγυημένη ετήσια απόδοση τουλάχιστον. 3%, με καθαρό ασφάλιστρο 108.300 ευρώ για το κάθε συμβόλαιο, το οποίο και προκατέβαλαν. Ότι προέβησαν στην σύναψη των συμβολαίων αυτών πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις της πρώτης εναγομένης, μέσω του προστηθέντος αυτής ασφαλιστικού συμβούλου …….. (μη διαδίκου), αλλά και μέσω των συνοδευτικών των ασφαλιστηρίων εγγράφων ότι πρόκειται για έναν από τους ισχυρότερους ασφαλιστικούς και χρηματοοικονομικούς ομίλους της χώρας, ενώ όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε η πρώτη εναγομένη ήδη από το έτος 2008 αντιμετώπιζε σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα, συνεπεία των οποίων αρχικά τον Ιούλιο του έτους 2008 δεσμεύτηκε από την αρμόδια αρχή το σύνολο της περιουσίας της και στη συνέχεια τον Σεπτέμβριο του έτους 2009 ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της και ετέθη σε ασφαλιστική εκκαθάριση και ότι αν γνώριζαν την πραγματική οικονομική κατάσταση της πρώτης εναγομένης δεν θα προέβαιναν στην σύναψη των εν λόγω συμβάσεων. Ότι, μετά από αυτά, στις 28-5-2010 με τις από 25-5-2010 εξώδικες δηλώσεις τους κατήγγειλαν, κατ' άρθρο 8 § 4 εδ. 2 του Ν. 2496/1997, τις εν λόγω συμβάσεις ασφαλίσεως και ζήτησαν την επιστροφή σ' αυτούς των καταβληθέντων ασφαλίστρων. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν, με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον να τους καταβάλουν α) το ποσόν των 108.300 ευρώ, στον καθένα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωση από την προαναφερόμενη σε βάρος τους αδικοπραξία, β) το ποσόν των 14.500 ευρώ στον καθένα ως χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (επιφυλασσόμενοι να ζητήσουν ποσό 500 ευρώ ο καθένας από άλλο αρμόδιο δικαστήριο, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και γ) το ποσόν των 5.144 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως διαφυγόν κέρδος, όπως αυτί αναλύεται στην αγωγή, το οποίο αντιστοιχεί στην ετήσια πρόσοδο που θα αποκέρδαιναν για το χρονικό διάστημα από την έναρξη των συμβάσεων έως την καταγγελία τους. Τα ίδια ως άνω ποσά των 108.300 ευρώ, στον καθένα, των 14.350 ευρώ για χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και των 5.144 ευρώ για διαφυγόν κέρδος, ζητούν από την πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία επικουρικώς, εξαιτίας της προαναφερόμενης καταγγελίας των μεταξύ τους συμβάσεων, κατ' άρθρο 3§6 του ν.δ. 400/1970. Όλως επικουρικώς τα ως άνω ποσά ζητούν από την πρώτη εναγομένη και κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Τέλος, ζητούν να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά των εναγομένων μελών του ΔΣ της πρώτης εναγομένης εταιρείας ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και λόγω της αδικοπραξίας, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά τις καταψηφιστικές της διατάξεις και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.

 

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου που είναι καθ' ύλην (άρθρα 9, 10, 14 και 18 αρ. 1 ΚΠολΔ) και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 25§2 ΚΠολΔ), πλήν όμως, όσον αφορά την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη για το λόγο ότι, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. 11292/21-9-2009 φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), δυνάμει της με αριθμό 156 αποφάσεως της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφαλίσεως, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας για όλους του κλάδους ασφαλίσεως αυτής, δεσμεύτηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, το οποίο και χαρακτηρίστηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση, ενώ η ίδια ετέθη υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως, κατά τις διατάξεις του ΝΔ 400/1970, με Επόπτη Ασφαλιστικής Εκκαθαρίσεως το Δικηγόρο Αθηνών, ………, συνεπεία δε, της θέσεώς της αυτής, βάσει των διατάξεων του ως άνω νομοθετικού διατάγματος, σύμφωνα και με τα όσα ειδικότερα, εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αναστέλλονται όλες οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος εις βάρος της, πλην των εκκρεμών, με αποτέλεσμα η υπό κρίση αγωγή, ασκηθείσα την 13η Ιανουαρίου 2010 (βλ. τη με αριθμό 2594δʼ/13-1-2010 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……, ήτοι μεταγενέστερα από τη θέση της πρώτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως (η οποία έλαβε χώρα στις 21-9-2009), να τυγχάνει απαράδεκτη, αφού οι ενάγοντες-δικαιούχοι ασφαλίσματος δε δικαιούνται πλέον να ασκήσουν κατ' αυτής ατομικές διώξεις (στην έννοια των οποίων, κατ' αναλογική εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 25 Ν. 3588/2007, περιλαμβάνεται και η άσκηση αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής αγωγής), αλλά αντιθέτως να ακολουθήσουν τις προβλεπόμενες στο ως άνω νομοθετικό διάταγμα διαδικασίες, ήτοι να αναγγείλουν τις όποιες τυχόν απαιτήσεις τους εις βάρος της τεθείσης υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, μαζί με όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά αυτών, στον επόπτη εκκαθαρίσεως, όπερ και συνέβη, όπως αναφέρουν και οι ίδιοι οι ενάγοντες στην υπό κρίση αγωγή. Συνεπώς η υπό κρίση αγωγή, καθ' ο μέρος αφορά την πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, τα δε δικαστικά έξοδα αυτής πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγόντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά το οριζόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω η αγωγή, καθ' ο μέρος αφορά τους λοιπούς εναγομένους- μέλη του ΔΣ της πρώτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας που ενάγονται με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας είναι ορισμένη και νόμιμη (καθόσον σύμφωνα με την αληθή ερμηνεία των αναφερόμενων στη μείζονα σκέψη διατάξεων, αλλά και κατά το άρθρο 2§9 του Νόμου 3867/2010: «Αξιώσεις αποζημίωσης των ασφαλισμένων και των λοιπών δικαιούχων κατά των προσώπων που είχαν τη διοίκηση της επιχείρησης της οποίας ανακλήθηκε η άδεια ή κατά τρίτων υπαιτίων δεν θίγονται από τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου» και συνεπώς δεν ισχύει γι' αυτούς η κατά τα ανωτέρω αναστολή των ατομικών διώξεων των δικαιούχων ασφαλίσματος), πλην του αιτήματος για την καταβολή ποσού 5.144 ευρώ ως διαφυγόν κέρδος το οποίο πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο διότι, οι ενάγοντες ζητούν ως διαφυγόν κέρδος την ετήσια πρόσοδο που θα ελάμβαναν από την έναρξη της ασφαλίσεως την 31-3-2009 έως την 28-5-2009, ότε και προέβησαν σε καταγγελία των εν λόγω ασφαλιστικών συμβάσεων. Όμως σύμφωνα με τα στην αγωγή αναφερόμενα, κατά τα τις ασφαλιστικές αυτές συμβάσεις η ετήσια πρόσοδος θα καταβαλόταν με τη συμπλήρωση εκάστου έτους ασφαλίσεως και τέτοιο δικαίωμα οι ενάγοντες δεν είχαν αποκτήσει την 21-9-2009, ημερομηνία κατά την οποία η ασφαλιστική εταιρεία ετέθη σε ασφαλιστική εκκαθάριση, αφού δεν είχε συμπληρωθεί έτος από την έναρξη της ασφαλίσεως. Στηρίζεται, κατά τα λοιπά, στις διατάξεις των άρθρων 63 § 1, 67, 71 297, 298, 299, 346, 914, 922, 926, 932 ΑΚ, 176, 907, 908 και 1047 ΚΠολΔ. Επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα νόμιμα υπέρ τρίτων ποσοστό (βλ. τα υπ' αριθμ. 13454990 και 123454991/6-3-2013 διπλότυπα είσπραξης της Δ.Ο.Υ ΙΓ Αθηνών και τις υπ' αριθμ. 705318 και 705318/6-3-2013 αποδείξεις του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ).

 

 

Σύμφωνα και με τα στη μείζονα σκέψη εκτεθέντα, οι παραπάνω ισχυρισμοί της ενάγουσας, που δεν αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία απαγορεύεται η ομολογία, τεκμαίρονται αληθινοί λόγω της ερημοδικίας του δωδέκατου εναγομένου στην προκείμενη συζήτηση της αγωγής, εναντίον της οποίας δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα (ΚΠολΔ 271, παρ. 3). Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω τεκμαιρομένων ως αληθινών γεγονότων και μάλιστα από την εκ μέρους του δωδέκατου εναγομένου εις βάρος των εναγόντων παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, η οποία συνιστά το αδίκημα της απάτης, οι τελευταίοι υπέστησαν ζημία συνολικού ύψους 108.300 ευρώ, έκαστος, ενώ υπέστησαν και ηθική βλάβη, ώστε δικαιούνται προς αποκατάστασή της χρηματικής ικανοποίησης. Για τον προσδιορισμό αυτής, αφού ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, η έκταση της ζημίας, ο βαθμός υπαιτιότητας του δωδέκατου εναγομένου και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, κρίνεται εύλογο το ποσό των 10.000 ευρώ σε έκαστο. Περαιτέρω, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του τέταρτου εναγομένου στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, η οποία καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικό δημόσιας συνεδρίασής του, της υπ' αριθμ. 1013/31-1-2013 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών του μάρτυρα …… που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες και η οποία λήφθηκε νομότυπα ύστερα από νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων ντους (βλ. τις υπ' αριθμ. 5011Γ, 5012Γ, 5013Γ, 5017Γ', 5021Γ, 5018Γ', 5019Γ', 5020Γ', 5014Γ', 5015Γ', 5016Γ,/23-1-2013, 5033Γ\ 5034Γ /25-1-2013 και 5027Γ' /24-1-2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νόμιμα και εμπρόθεσμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη για άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδείχθηκαν πλήρως τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ» (για την οποία, όπως προαναφέρθηκε, η αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη), είναι ελληνική ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η άδεια συστάσεως και λειτουργίας έχει ανακληθεί οριστικώς για όλους τους κλάδους, το σύνολο της περιουσίας της έχει χαρακτηρισθεί ασφαλιστική τοποθέτηση και έχει δεσμευθεί, έχει δε τεθεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση δυνάμει της 156/16 και 21-9-2009 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτική; Ασφαλίσεως (ΦΕΚ τ. ΑΕ & ΕΠΕ 11292/21.9.2009), εκτός του χαρτοφυλακίου ζωής, που έχει εξαιρεθεί της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως δυνάμει των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών υπ' αριθμ. 46704/Β. 2260/22.9.2009 και 48375 Β.2272/28.9.2009 και Β.77/ 15.1.2010 (ΦΕΚ β' 2044/23.9.2009, 2083/28.9.2009 και 62/27.1.2010, αντιστοίχως). Έχει δε, κατά το ν.δ. 400/1970, ορισθεί επόπτης ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως ο …, επόπτης χαρτοφυλακίου ζωής ο ... και προσωρινός εκκαθαριστής ο …. Ο δεύτερος εναγόμενος …… ήταν μέχρι την 21-9-2009 ημερομηνία ανακλήσεως της άδειας της πρώτης εναγομένης πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εκτελεστικό μέλος. Ο τρίτος εναγόμενος ……., δικηγόρος, ήταν αντιπρόεδρος, μη εκτελεστικό μέλος. Ο τέταρτος εναγόμενος, ..., ήταν εκτελεστικό μέλος. Ο πέμπτος εναγόμενος …, δικηγόρος, ήταν μη εκτελεστικό μέλος. Ο έκτος εναγόμενος …, σύμβουλος επιχειρήσεων, ήταν μη εκτελεστικό μέλος. Ο έβδομος εναγόμενος …, καθηγητής Βιομηχανικής Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, ήταν μη εκτελεστικό μέλος και, δυνάμει της από 20-6-2008 αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως της πρώτης εναγομένης, μέλος της Επιτροπής Ελέγχου. Ο όγδοος εναγόμενος …., Πολιτειολόγος, ήταν μη εκτελεστικό μέλος και, δυνάμει της από 20-6-2008 αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως της πρώτης εναγομένης, μέλος της Επιτροπής Ελέγχου. Ο ένατος εναγόμενος ……, ήταν εκτελεστικό μέλος από 25- 6-2007 μέχρι της παραιτήσεώς του που εγκρίθηκε με την από 26-3- 2008 απόφαση του Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης. Η δέκατη εναγομένη ……… ήταν μη εκτελεστικό μέλος από 25-6-2007 μέχρι της παραιτήσεώς της που εγκρίθηκε με την κατά την 7-8-2008 απόφαση του Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης, η οποία καταχωρήθηκε στο υπ' αριθμ. 10040/1-9-2008 ΦΕΚ τ. ΑΕ-ΕΠΕ. Ο εντέκατος εναγόμενος …… ήταν μη εκτελεστικό μέλος. Ο δωδέκατος εναγόμενος …… (για τον οποίο η υπό κρίση αγωγή έχει γίνει ήδη δεκτή) ήταν μη εκτελεστικό μέλος. Ο δέκατος τρίτος εναγόμενος ……….., αρχιτέκτων μηχανικός, καθηγητής στο ΕΜΠ, ήταν μη εκτελεστικό μέλος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες με τις από 30-3-2009 αιτήσεις τους αιτήθηκαν την σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής για το αποταμιευτικό πρόγραμμα «ASPIS ASSET». Κατόπι τούτου εκδόθηκε το υπ' αριθμ. ……./31-3-2009 Ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με λήπτη και ασφαλισμένο τον πρώτο ενάγοντα και δικαιούχο ασφαλίσματος σε περίπτωση θανάτου του την δεύτερη ενάγουσα, σύζυγό του και το υπ' αριθμ. ……../31-3-2009 Ασφαλιστήριο συμβόλαιο με λήπτρια και ασφαλισμένη τη δεύτερη ενάγουσα και δικαιούχο ασφαλίσματος σε περίπτωση θανάτου της τον πρώτο ενάγοντα, με ημερομηνία έναρξης την 30-3-2009, ημερομηνία λήξης την 30-3-2019, εφ άπαξ καταβαλόμενο καθαρό ασφάλιστρο ύψους 108.300 ευρώ, για το κάθε συμβόλαιο εγγυημένη ετήσια απόδοση ποσοστού 3% και δικαίωμα εξαγοράς μετά τριετία. Αποδείχθηκε, περαιτέρω ότι το πραγματικό ασφάλιστρο που καταβλήθηκε για τα ως άνω συμβόλαια ανέρχεται στο ποσό των 100.000 ευρώ από τον κάθε ενάγοντα. Αποδείχθηκε επίσης ότι στην απόφαση των εναγόντων να προβούν στη σύναψη των εν λόγω συμβάσεων με την πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία συνετέλεσε προεχόντως το γεγονός ότι αυτή παρουσιαζόταν στο καταναλωτικό κοινό μέσω των πληροφοριακών εγγράφων των ασφαλίσεών της και στα συνοδευτικά των ασφαλιστηρίων της έγγραφα, που επέδειξε στους ενάγοντες ο προστηθείς της πρώτης εναγομένης διαμεσολαβήσας στην προκείμενη ασφάλιση …… ως ισχυρή ασφαλιστική επιχείρηση. Τα ασφαλιστήρια μάλιστα συμβόλαια συνοδεύονταν από έντυπο το οποίο υπογραφόταν από τον δεύτερο εναγόμενο, από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλό της πρώτης εναγομένης εταιρείας στο οποίο αναγραφόταν ότι «η Ασπίς Πρόνοια τα τελευταία χρόνια εξελίχθηκε σ' έναν από τους ισχυρότερους ασφαλιστικούς και χρηματοοικονομικούς ομίλους της χώρας μας. Πιστεύω ότι η επιλογή σας θα δικαιώσει τις προσδοκίες σας. Ο Όμιλος Ασπίς με εξειδικευμένες εταιρείες προσφέρει ένα ευρύ φάσμα ασφαλιστικών, τραπεζικών και επενδυτικών υπηρεσιών», Κατά τις διαπραγματεύσεις δηλ. για τη σύναψη των εν λόγων συμβάσεων, το μήνα Μάρτιο του 2009, η πρώτη εναγομένη δια του προστηθέντος της ασφαλιστικού συμβούλου διαβεβαίωσε ψευδώς στους ενάγοντες ότι επρόκειτο για μια ανθηρή και ισχυρή ασφαλιστική εταιρεία, ενώ η αλήθεια ήταν ότι η εταιρεία αυτή αντιμετώπιζε σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα συνεπεία των οποίων μάλιστα τον Ιούλιο του έτους 2008 δεσμεύθηκε από την αρμόδια αρχή το σύνολο της περιουσίας της και τον Σεπτέμβριο 2009 ανακλήθηκε οριστικά η άδειά της και ετέθη σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Έτσι εάν οι ενάγοντες γνώριζαν την πραγματική οικονομική κατάσταση της πρώτης εναγομένης δεν θα προέβαιναν στη σύναψη των εν λόγω ασφαλιστικών συμβάσεων και δεν θα ζημιώνονταν κατά το ως άνω ποσό του καταβληθέντος ασφαλίστρου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης οι ενάγοντες ζημιώθηκαν κατά το ποσόν των 100.000 ευρώ ο καθένας, το οποίο αντιστοιχεί, όπως προαναφέρθηκε στο ποσόν που κατέβαλαν αυθημερόν κατά την υπογραφή των εν λόγω ασφαλιστικών συμβάσεων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι για την ανωτέρω ζημία των εναγόντων ευθύνονται εις ολόκληρον και ο δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος, όγδοος, εντέκατος και δέκατος τρίτος εναγόμενος, διότι αυτοί ως μέλη του ΔΣ της ασφαλιστικής εταιρείας, κατά την ημερομηνία σύναψης των εν λόγω συμβάσεων (31-3-2009), (ανεξαρτήτως της διάκρισης εκάστου αυτών σε εκτελεστικό η μη μέλος) ασκούσαν τη διοίκηση της εταιρείας και είχαν υποχρέωση εποπτείας και ελέγχου της όλης δραστηριότητάς της και ασφαλώς γνώριζαν την δυσχερέστατη οικονομική κατάστασή της εφόσον είχε ήδη εκδοθεί τον Ιούλιο του έτους 2008 το πόρισμα του σχετικού χρηματοοικονομικού ελέγχου που είχε διενεργήσει για την ανώνυμη εταιρεία «COMMERCIAL VALUE ΑΑΕ», θυγατρικής της πρώτης εναγομένης, η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, όπως αυτό προκύπτει από το υπ' αριθμ. 125/29-7-2008 πρακτικό του ΔΣ της ΕΠ.Ε.Ι.Α, το οποίο δημοσιεύτηκε στο υπ' αριθμ. 1586/7-8-2008 ΦΕΚ Τεύχος Β και βάσει του οποίου απαγορεύτηκε η ελεύθερη διάθεση του συνόλου των υφισταμένων περιουσιακών στοιχείων της πρώτης εναγομένης. Έτσι παρόλο που γνώριζαν την κακή οικονομική κατάσταση της ανωτέρω εταιρείας, εντούτοις συνέχιζαν να ακολουθούν ως πάγια εμπορική πρακτική να παρουσιάζουν αυτή, μέσω των συνοδευτικών των ασφαλιστηρίων εντύπων και μέσω των ασφαλιστικών τους συμβούλων, ως μια εύρωστη ασφαλιστική εταιρεία, παραπλανώντας το καταναλωτικό κοινό και επομένως και τους ενάγοντες, αποδεχόμενοι ως ενδεχόμενο το γεγονός ότι όσοι συνάπτουν ασφαλιστήρια συμβόλαια με την ευρισκόμενη σε δεινή οικονομική κατάσταση πρώτη εναγομένη να κινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματα τους. Ο δε προβαλλόμενος ισχυρισμός των εναγομένων ότι δεν υπέχουν ευθύνη διότι δεν γνώριζαν την οικονομική κατάσταση της πρώτης εναγομένης ελέγχεται ως αβάσιμος, καθόσον πρόκειται για πρόσωπα με εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία του αντικειμένου της πρώτης εναγομένης εταιρείας, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω αναφερόμενες ιδιότητές τους, (ασφαλιστές, οικονομολόγοι, δικηγόροι, σύμβουλοι επιχειρήσεων, καθηγητές πανεπιστημίου), σε κάθε δε περίπτωση ως μέλη του ΔΣ της ασφαλιστικής εταιρείας, εκτελεστικά και μη έχουν καθήκον εποπτείας, ελέγχου και έρευνας της δράσεως της εταιρείας. Όσον αφορά τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και δέκατης εναγομένης περί συντρέχοντος πταίσματος των εναγόντων διότι θα μπορούσαν να γνωρίζουν την δυσχερή οικονομική θέση της εταιρείας και να αποφύγουν να συμβληθούν με εκείνη, καθόσον η ανωτέρω απόφαση της ΕΠΙΕΑ είχε δημοσιευτεί στο υπ' αριθμ. 1586/7-8-2008 ΦΕΚ πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, διότι δεν έχουν υποχρέωση, ούτε τις γνώσεις οι απλοί καταναλωτές, που επιθυμούν τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, όπως οι ενάγοντες, να προβαίνουν σε ελέγχους της φερεγγυότητας των ασφαλιστικών εταιρειών, ώστε να συντρέχει πταίσμα των ίδιων στην προκληθείσα απ' αυτές ζημία. Σε κάθε δε περίπτωση η παράλειψη ελέγχου ή η αμέλεια στην ενημέρωση δεν αποκλείει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των διαβεβαιώσεων των εναγομένων (δια του ασφαλιστικού συμβούλου και των προαναφερόμενων διαφημιστικών εντύπων) και της πλάνης που δημιουργήθηκε στους ενάγοντες και τους οδήγησε στην σύναψη των εν λόγω συμβάσεων, αφού στην περίπτωση της αδικοπρακτικής απάτης, δεν αποκλείει τον αιτιώδη σύνδεσμο η ελαφρότητα, η αμέλεια και το ευεπίφορο του παθόντος στη δημιουργία πλάνης, που δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί σε ένα προσεκτικότερο ή συνετότερο άτομο (ΑΠ 16/2005 Νόμο). ’λλωστε οι ίδιοι οι ως άνω εναγόμενοι, όπως προαναφέρθηκε, επικαλούνται ως απαλλακτικό της ευθύνης τους λόγο ότι, αν και μέλη του ΔΣ της ανωτέρω εταιρείας και παρά. τις εξειδικευμένες γνώσεις τους, δεν γνώριζαν την κακή οικονομική πορεία της ίδιας της εταιρείας τη διοίκηση της οποίας ασκούν, ενώ προβάλουν ως επιχείρημα της περί συντρέχοντος πταίσματος ενστάσεως τους, την δημοσιότητα μέσω της δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως από το έτος 2008 της προαναφερόμενης απόφασης της ΕΠΕΙΑ, την οποία όφειλαν, όπως υποστηρίζουν, να γνωρίζουν οι ενάγοντες και χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις, απλοί καταναλωτές. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι για την ανωτέρω ζημία των εναγόντων δεν ευθύνονται ο ένατος εναγόμενος και η δέκατη εναγόμενη διότι, κατά την ημερομηνία σύναψης των εν λόγω ασφαλιστικών συμβάσεων οι εναγόμενοι αυτοί δεν ήσαν πλέον μέλη του ΔΣ της ασφαλιστικής εταιρείας. Ειδικότερα ο ένατος εναγόμενος υπέβαλε παραίτηση, η οποία εγκρίθηκε με την από 26-3-2008 απόφαση του ΔΣ της πρώτης εναγομένης, όπως προκύπτει και από το υπ' αριθμ. 11415/23-9-2009 ΦΕΚ τ. ΑΕ-ΕΠΕ, ενώ η δέκατη εναγομένη υπέβαλε παραίτηση, η οποία εγκρίθηκε με την από 7-8-2008 Απόφαση του ΔΣ, η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ' αριθμ. 10040/1-9-2008 ΦΕΚ τ. ΑΕ-ΕΠΕ. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς τους εναγόμενους αυτού; και να ετιιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα σε βάρος των εναγόντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 191 §2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη και δικαιούνται προς αποκατάστασή της χρηματικής ικανοποίησης. Για τον προσδιορισμό αυτής, αφού ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, η έκταση της ζημίας, ο βαθμός υπαιτιότητας του δωδέκατου εναγομένου και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, κρίνεται εύλογο το ποσό των 10.000 ευρώ σε έκαστο. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθούν όλοι οι εναγόμενοι (πλην του ένατου και της δέκατης εναγομένης) να καταβάλουν σε κάθε ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσόν των (100.000 + 10.000=) 110.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Περαιτέρω, πρέπει να υποχρεωθεί ο δωδέκατος εναγόμενος να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το επιπλέον ποσόν των 8.300 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση δε θα προκαλέσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες. Επίσης, το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης εις βάρος των αδικοπραγησάντων εναγομένων πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι δεν προέκυψαν από τη διαδικασία οι απαιτούμενοι ειδικοί όροι, όπως λ.χ. αφερεγγυότητα, αποστέρηση της περιουσίας τους κλπ. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρα 178 και 191 § 1 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό και να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του δωδέκατου εναγομένου (άρθρα 501, 502 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα επίσης ειδικότερα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δωδέκατου εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό.τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη, τον ένατο εναγόμενο και τη δέκατη εναγομένη.

 

ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος των εναγόντων τα δικαστικά έξοδα των ανωτέρω εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους λοιπούς εναγομένους να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, σε κάθε ενάγοντα, το ποσό των εκατόν δέκα χιλιάδων ευρώ (110.000 ευρώ) νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον δωδέκατο εναγόμενο να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων τριακοσίων (8.300 ευρώ) νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων το οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων (4.400) ευρώ στον καθένα.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25.7.2013

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5.8.2013

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ