ΠΠρΑθ 2528/2012

 

Διεθνής δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων - Συμφωνία παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας - Συμβάσεις καταναλωτών - Προστασία αγοραστών - Αδικοπραξία - Ευθύνη κατά τις διαπραγματεύσεις - Απάτη - Αντιπροσώπευση άμεση ή έμμεση - Αρχή του εμφανούς της άμεσης αντιπροσώπευσης - Πώληση έργου τέχνης - Δημοπρασία - Πλαστότητα έργου τέχνης - Δικαστικά έξοδα -.

 

 

Συμφωνία παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας. Δεν πληρούται η απαίτηση του έγγραφου τύπου όταν η ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους πώλησης ενός των μερών, παρά μόνο αν η σύμβαση που έχει υπογραφεί από τα δύο μέρη περιλαμβάνει ρητή παραπομπή στους γενικούς αυτούς όρους. Το προνόμιο της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγομένου καταναλωτή επιφυλάσσεται μόνο στους αγοραστές, καθώς αυτοί μέσω της αγοράς του προϊόντος το οποίο αποκτούν δεν εμπλέκονται σε εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι τη σύμβαση με τον ενάγοντα τη συνήψε ως άμεσος αντιπρόσωπος τρίτου, επ’ ονόματι και για λογαριασμό του, λειτουργεί ως καταλυτική της αγωγής ένσταση και επομένως ο διάδικος αυτός φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης. Αν ο εναγόμενος αντιπρόσωπος δεν καταφέρει να αποδείξει ότι ενήργησε στο όνομα άλλου, ότι οι συνέπειες της δικαιοπραξίας επέρχονται υπέρ και κατά του ιδίου και υπάρχει έμμεση αντιπροσώπευση. Ακύρωση σύμβασης πώλησης έργου τέχνης (ζωγραφικού πίνακα) λόγω απάτης, καθώς αποδεικνύεται ότι δεν είναι έργο του φημισμένου ζωγράφου που οι εναγόμενοι ισχυρίζονταν ότι ήταν, πείθοντας τον αγοραστή να προβεί στη συγκεκριμένη αγορά έναντι υψηλού τιμήματος. Επιδίκαση ποσού για την ηθική βλάβη του ενάγοντα στον ενάγοντα αγοραστή. Στα δικαστικά έξοδα συνυπολογίζεται και η δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ο ενάγων για τη διαπίστωση της πλαστότητας του πίνακα, καθώς κρίνεται ότι δεν οφείλεται σε υπερβολική πρόνοια του ενάγοντος.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ

 

 

Αριθμός Απόφασης 2528/2012

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Μαρία Παπαδημητρίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χριστόφορο Μάρκου, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, Μαρία Γρηγοροπούλου, Πρωτοδίκη, και από το Γραμματέα Ολύμπιο Τριαντάφυλλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Ιανουαρίου 2012, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Εκάλης Αττικής, οδός ..., ο οποίος παραστάθηκε δια των πληρεξούσιων δικηγόρων του Ηλιάνας Πασχαλίδου, Μελίνας Μουζουράκη και Αλεξάνδρας Παπαστεριάδη.

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) της εταιρίας με την επωνυμία «SOTHEBY' S» (Σόθμπις), η οποία εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, 34~35 New Bond Street WiA 2AA Λονδίνο, νόμιμα εκπροσωπούμενης, 2) ..., κατοίκου Λονδίνου Ηνωμένου Βασιλείου, ... και 3) ..., κατοίκου Λονδίνου Ηνωμένου Βασιλείου, ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξούσιων δικηγόρων τους Μανώλη Σουριδάκη και Πηγής Κωνσταντίνου.

 

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-12-2009 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμ. κατ. δικογρ. 421/15-1-2010, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο οι διάδικοι εμφανίστηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

I. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των

πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητας τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών. Στην περίπτωση αυτή τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (ΑΠ 803/2000, ΕλλΔνη 41. 1599, ΑΠ 108/1998, ΕλλΔνη 29. 1392, ΕφΑθ 6359/2003, ΕλλΔνη 2004- 1466, ΕφΑθ 6073/2002, ΕλλΔνη 44.209). Περαιτέρω με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος ισχύει για τα Κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο, και εφαρμόζεται επί αγωγών που έχουν ασκηθεί μετά την έναρξη ισχύος του, δηλαδή από την 1-3-2002 (άρθρα 66 και 76), καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων η έδρα τους.   Επιπλέον θεσπίζονται ορισμένες ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, περιοριστικά αναφερόμενες στόν Κανονισμό, όπως εκείνη του άρθρου 5 παρ. 3 του Κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο «πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος ως προς τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του Δικαστηρίου του τόπου, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός». Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται μια  ειδική βάση  διεθνούς δικαιοδοσίας στις υποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης. Γίνεται δε δεκτό ότι στο πεδίο εφαρμογής της παραπάνω διάταξης εμπίπτει το σύνολο των εξωσυμβατικών ενοχών, δηλαδή τόσο ενοχές από αδικοπραξία, όσο και ενοχές από οιονεί αδικοπραξία, σε αντιδιαστολή προς τις ενοχές εκ συμβάσεως, που ρυθμίζονται αυτοτελώς στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 (βλ. σχετικά Κεραμέα/Κρεμλή/Ταγαρά «Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, όπως ισχύει στην Ελλάδα» ερμηνεία κατ' άρθρο, εκδ. 1989, σελ. 67 επ.). Ο προσδιορισμός της «αδικοπραξίας» ή «οιονεί αδικοπραξίας» γίνεται με αυθύπαρκτα και με αυτόνομα κοινοτικά κριτήρια και περιλαμβάνει κάθε αγωγή, που αποσκοπεί στην ενεργοποίηση της αστικής ευθύνης του εναγομένου και η οποία δεν συνδέεται με τις «διαφορές εκ συμβάσεως» του άρθρου 5 παρ. 1 (βλ. ΔΕΚ ECJ 27.9-1988, Case 189/87, Athanasios Kalfelis ν Bankhaus Schroeder). Στην Ελλάδα λοιπόν, οι αγωγές των άρθρων 914 επ. ΑΚ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 παρ. 3, για την εφαρμογή του οποίου είναι αδιάφορο, αν πρόκειται για διαφορά από αξιόποινη πράξη, όπως απαιτεί το άρθρο 35 ΚΠολΔ, ή από αστικό απλώς αδίκημα. Κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 ω? τόπος, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, θεωρείται τόσο ο τόπος που εκδηλώθηκε η ζημία, όσο και ο τόπος που έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός που θεμελιώνει την αδικοπρακτική ευθύνη και παρήγαγε ζημιογόνα αποτελέσματα έναντι του αμέσως ζημιωθέντος. Σε περίπτωση γεωγραφικής απόκλισης των τόπων, ο ενάγων έχει την ευχέρεια να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον του δικαστηρίου ενός οποιουδήποτε από τους τόπους αυτούς (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 30-11-1976, C-21/76, Bier/Mines de potasse d' Alsace SA, Συλλογή Νομολογίας 1976, σ. 613, απόφαση της 1-10-2002, C-167/00, Henkel, Συλλογή Νομολογίας 2002, σ. I-8111, απόφαση της 5-2-2004, C-18/02, DFDS Torline, Συλλογή Νομολογίας 2004, σ. Ι-1417 και απόφαση της 16-7-2009, C-189/08, Zuid-Chemie BV κατά Philippo's Mineralenfabriek NV/SA, Συλλογή Νομολογίας 2009, ο. Ι-06917). Εξ άλλου σύμφωνα με το άρθρο 28 (πρώην 22 της ΣυμβΒρυξ) του Κανονισμού το δικαστήριο που επελήφθη πρώτο μπορεί να κρίνει το σύνολο μιας διαφοράς, εφόσον υφίσταται συνάφεια μεταξύ των αγωγών, που ασκήθηκαν ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων, υπό την έννοια ότι οι αγωγές συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά, ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων, αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά (βλ ΔΕΚ EGJ 27.9.1988, 0189/87, Athanasios Kalfelis ν Bankhaus Schroeder, ό.π., σκέψη 20, βλ. και ΕφΑΘ 4178/2003, ΑρχΝ 2005. 4ϋ. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις, όμως, δεν μπορούν βάσει της γενικής αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης να κατισχύσουν της βούλησης των μερών (ΕφΑΘ 5034/2003, ΕλλΔνη 2004. 524). Έτσι, στα πλαίσια του ελληνικού δικονομικού δικαίου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 42, 43 και 44 ΚΠολΔ συνάγεται ότι με συμφωνία των μερών μπορεί να αποκλεισθεί η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί υφισταμένων διαφορών, όταν η συμφωνία γίνει εγγράφως, και επί διαφορών που Θα προκύψουν στο μέλλον από ορισμένη σχέση (εφόσον πρόκειται για διαφορές,  που  έχουν  περιουσιακό  αντικείμενο),  με  την προϋπόθεση ότι τούτο καθορίζεται κατά τρόπο σαφή. Η συμφωνία παρέκτασης αποτελεί δικονομική σύμβαση, το κύρος και ο τύπος της κρίνεται κατά το lex fori, ενώ το δικαίωμα πρότασης της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 28ι ΑΚ (ΕφΑΘ 4467/2010, ΕΠολΔ 2011. 358, ΕφΑΘ 6359/2003, ΕλλΔνη 2004. 1466). Η έγγραφη αυτή συμφωνία, όταν συνομολογείται να αφορά κάθε μελλοντική διαφορά που τυχόν Θα προκύπτει από  μια έννομη  σχέση, περιλαμβάνει κάθε σχετική αξίωση, είτε από τη σύμβαση, είτε από αδικοπραξία, είτε από αδικαιολόγητο πλουτισμό, ανεξαρτήτως σε ποιες διατάξεις του νόμου θα υπαγόταν κάθε φορά το πραγματικό αυτής (ΑΠ 822/2001, ΕλλΔνη 2001. 912, ΑΠ 755/1993, ΕΕΝ 1994 529, και στα πλαίσια της σύμβασης των Βρυξελλών και του Κανονισμού 44/2001 βλ. ΕφΑΘ 4467/2010, ΕΠολΔ 2011. 358, Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τομ. I 2003. 262, Σαχπεκίδου, Π παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, εκδ. 2000, σελ. 104 επ. και ιοό). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων και του άρθρου 4 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση ρητής παρέκτασης της αρμοδιότητας του δικαστηρίου και αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, η έρευνα της έλλειψης της δικαιοδοσίας των τελευταίων, όταν ο εναγόμενος   παρίσταται   κατά τη συζήτηση της αγωγής, δεν γίνεται αυτεπαγγέλτως, αλλά ύστερα από ένσταση του εναγομένου (ΟλΑΠ 4/1991, ΕλλΔνη 1992. 749, ΑΠ 706/2003, ΕλλΔνη 2003-1305, ΑΠ 822/2001, ΕλλΔνη 2001. 912). Εξ άλλου, στα πλαίσια του διεθνούς (κοινοτικού) αστικού δικονομικού δικαίου, στο άρθρο 23 του ανωτέρω αναφερόμενου Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ορίζεται ότι, αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάσουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτιστεί είτε γραπτά, είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, είτε υπό τύπο που ανταποκρίνεται στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπον ανταποκρινόμενο στις συνθήκες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ' αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα. Ενόψει των συνεπειών που μπορεί να έχει μία τέτοια επιλογή για τη θέση των μερών στη δίκη, οι προϋποθέσεις του κύρους των ρητρών παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να ερμηνεύονται στενά, διότι πρέπει πάντοτε να εξασφαλίζεται ότι η σύμπτωση βούλησης των μερών ως προς αυτή τη ρήτρα είναι πράγματι αποδεδειγμένη και εκδηλώνεται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο. Σε κάθε δηλαδή περίπτωση το αληθές της συναίνεσης των μερών, όσον αφορά τις εν λόγω ρήτρες, δηλαδή η ενσυνείδητη αποδοχή τους, πρέπει πάντα να αποδεικνύεται. Όπως έκρινε το ΔΕΚ επί του ιδίας διατύπωσης άρθρου 17 παρ. 1 της Σύμβασης των Βρυξελλών, αυτό πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τηρείται η απαιτούμενη τυπική προϋπόθεση, εφόσον αποδεικνύεται, ότι ο καθορισμός της διεθνούς δικαιοδοσίας αποτέλεσε αντικείμενο προφορικής συμφωνίας αναφερόμενης ρητώς στο σημείο αυτό και ότι η γραπτή επιβεβαίωση αυτής της συμφωνίας που προέρχεται από οποιοδήποτε μέρος περιήλθε στο άλλο μέρος, αυτό δε δεν διατύπωσε καμία αντίρρηση (ΔΕΚ της 11-7-1985 υπόθεση F. Berghoefer GmbH & Co.KG). Πράγματι, ο σκοπός παραμένει πάντα η αποφυγή της λαθραίας εισαγωγής μιας συμφωνίας περί διεθνούς δικαιοδοσίας, δηλαδή χωρίς να έχει πράγματι λάβει γνώση ένα από τα μέρη, ακόμη και ενόψει της συνήθους επιμελείας ή των συνηθειών που εικάζεται ότι είναι γνωστές. Έτσι το άρθρο 23, εξαρτώντας το κύρος των ρητρών αυτών από την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των μερών, επιβάλλει την υποχρέωση να ερευνηθεί πρωτίστως αν η ρήτρα που καθιστά αρμόδιο το δικαστήριο κατά παρέκταση, υπήρξε πράγματι αντικείμενο συμφωνίας των μερών, η οποία πρέπει να εκδηλώνεται κατά τρόπο σαφή και ακριβή (ΔΕΚ της 14-12-1976, Salotti, C-24/1976, Συλλογή Νομολογίας 1976. 1831, Tilly Russ, C-71/1983, Συλλογή Νομολογίας 1984, 2417). Στα πλαίσια αυτά γίνεται δεκτό από τη νομολογία του ΔΕΚ, ότι δεν πληρούται η απαίτηση του εγγράφου τύπου που θέτει το άρθρο 23, στην περίπτωση που η ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους πώλησης ενός των μερών, παρά μόνον αν η σύμβαση που έχει υπογραφεί από τα δύο μέρη περιλαμβάνει ρητή παραπομπή στους γενικούς αυτούς όρους (ΔΕΚ της 14-12-1976 υπόθεση Estasis Salotti, C-24/1976, Συλλογή Νομολογίας 1976. 1831). Επίσης σε περίπτωση σύμβασης που συνάπτεται προφορικώς, οι τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 23 πληρούνται μόνον αν ο αγοραστής αποδέχθηκε εγγράφως τη γραπτή επιβεβαίωση που του απέστειλε ο πωλητής, επισυνάπτοντας τους γενικούς όρους πωλήσεως. Το γεγονός ότι ο αγοραστής δεν προέβαλε αντιρρήσεις έναντι της μονομερούς επιβεβαίωσης εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου δεν θεωρείται αποδοχή όσον αφορά τη ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας, εκτός αν η προφορικώς συναφθείσα σύμβαση εντάσσεται στα πλαίσια συνήθων εμπορικών σχέσεων που υφίστανται μεταξύ των συμβαλλομένων βάσει των γενικών όρων ενός συμβαλλομένου και οι οποίοι περιλαμβάνουν ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας (ΔΕΚ της 14-12-1976, C-25/1976, Συλλογή Νομολογίας 1976. 01851). Είναι αλήθεια, ότι το άρθρο 23 δεν απαιτεί υποχρεωτικά γραπτή κατάρτιση της συμφ(ονίας ή προφορική με γραπτή επιβεβαίωση, αλλά αρκείται και «σε τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου που τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν». Ωστόσο, έστω και αν από τη φύση του ο τύπος αυτός μπορεί να χαλαρώνει την εκδήλωση της συμφωνίας των μερών, η ίδια η ύπαρξη της συμφωνίας εξακολουθεί να αποτελεί προϋπόθεση της παρέκτασης και θα πρέπει να γίνεται επίκληση αυτής. Η τελευταία περίπτωση αφορά κυρίως στις ρήτρες παρέκτασης που περιέχονται στους γενικούς όρους συναλλαγών, οπότε πρέπει να αποδεικνύεται η συναίνεση του αντισυμβαλλομένου, δηλαδή θα πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη συμφωνίας βούλησης για να συμπεριληφθούν στη σύμβαση γενικοί όροι και οι επιμέρους ρήτρες τους. Περαιτέρω, στο άρθρο 24 ορίζεται ότι «πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται, αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθ. 22». Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι ο κανόνας αρμοδιότητας που θεσπίζει η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή, όταν ο εναγόμενος, όχι μόνο αμφισβητεί την αρμοδιότητα, αλλά προβάλλει και ισχυρισμούς επί της ουσίας της διαφοράς, υπό τον όρο ότι, η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας, εφόσον δεν προηγηθεί οιασδήποτε πράξης άμυνας επί της ουσίας, δεν έπεται χρονικώς της ενέργειας, με την οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου (βλ. ΔΕΚ της 24-6-1981 Elephanten Schoh GMBH/Jaoqmain 150/1980, ΔΕΚ 7-3-1985 Spitzley/Sommer 48/84, ΕφΠειρ 546/2006, Αρμ. 2008. 437). Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ η ανωτέρω διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι επιτρέπεται στον εναγόμενο όχι μόνο να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα, αλλά και να προβάλει ταυτόχρονα,- επικουρικά, ισχυρισμό άμυνας επί της ουσίας, χωρίς να χάνει εξαιτίας τούτου το δικαίωμα προβολής της ένστασης αναρμοδιότητας (βλ. ΔΕΚ της 22-10-1981, Rohr κατά Ossberger, βλ. επίσης Κεραμέα/Κρεμλή/ Ταγαρά, Η Σύμβαση των Βρυξελλών, εκδ. 1989, άρθρο ι8 σελ. 171 επ. ΕφΠειρ 416/2004, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 546/2006, ό.π.). Εξ άλλου από τα άρθρα 15, 16, 17 και 23 παρ. 5 του Κανονισμού συνάγεται, ότι ειδικώς επί συμβάσεων καταναλωτών η αγωγή του καταναλωτή παραδεκτώς ασκείται και ενώπιον του Δικαστηρίου της χώρας, στην οποία κατοικεί ο ίδιος, κάθε δε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη (ΑΠ 1738/2009, ΕΠολΔ 2011. 3ΐ6, ΕφΑθ 5861/2006, ΔΕΕ 2007. 62). Η ευνοϊκή αυτή για τον ενάγοντα δικαιοδοτική βάση προϋποθέτει, πλην άλλων όρων που τίθενται στα ανωτέρω άρθρα, προεχόντως την ιδιότητα του ως «καταναλωτή». Συναφώς στο άρθρο 15 του Κανονισμού ορίζεται, ότι «σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που τις καταρτίζει και που αποκαλείται στη συνέχεια «καταναλωτής» η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, α) όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τιμήματος ή β) όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών ή γ) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο, το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ' αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δράστηριοτήτων», ενώ με το άρθρο 16 παρ. 2 του Κανονισμού ορίζεται, ότι «η αγωγή του αντισυμβαλλομένου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των Δικαστηρίων του συμβαλλομένου Κράτους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι το δικαιοδοτικό προνόμιο της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του Κράτους, όπου η κατοικία του εναγομένου καταναλωτή, επιφυλάσσεται μόνο στους αγοραστές, οι οποίοι έχουν ανάγκη προστασίας, διότι η οικονομική τους θέση χαρακτηρίζεται από την αδυναμία τους έναντι των πωλητών, καθώς πρόκειται για τελικούς καταναλωτές με ιδιωτικό χαρακτήρα, οι οποίοι, μέσω της αγοράς του προϊόντος, το οποίον αποκτούν, δεν εμπλέκονται σε εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες (βλ. ΑΠ 1738/2009, ΕΠολΔ 2011.316, ΕφΑΘ 5861/2006, ΔΕΕ 2007- 62). Εξ άλλου γίνεται δεκτό, ότι για να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 15, σημ. 1, στοιχ. γ', δεν αρκεί να κατευθύνει μια επιχείρηση τις δραστηριότητες της στο κράτος μέλος κατοικίας του καταναλωτή ή σε διάφορα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά πρέπει επίσης να έχει συναφθεί σύμβαση στο πλαίσιο αυτών των δραστηριοτήτων και μάλιστα από απόσταση (βλ. ΔΕΚ της 7-12-2010, Peter Pammer κατά Reederei Karl Schlueter GmbH & Co. KG (C-585/08) και Hotel Alpenhof GesmbH κατά Oliver Heller (C-144/09).

 

 

II. Επειδή κατά το άρθρο 26 ΑΚ οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το

δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Στην περίπτωση δε που τα

πραγματικά περιστατικά που υλοποιούν την αδικοπραξία, μεταξύ των οποίων

και η επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος, συντελούνται στο έδαφος

περισσοτέρων πολιτειών, στον ζημιωθέντα απόκειται η επιλογή του

εφαρμοστέου. Από το δίκαιο της πολιτείας, στο έδαφος της οποίας διαπράχθηκε

το αδίκημα, ρυθμίζεται και το ζήτημα εάν συντρέχουν η εκ της σύμβασης και η

εκ του αδικήματος ενοχή, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι κάθε μία από

αυτές ρυθμίζεται από διαςοορετικό δίκαιο δικαίου (ΑΠ 711/2011, δημ. ΤΝΠ

ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 295/2000, ΕλλΔνη 41.1020, παγ. νμλγ.).

 

 

III. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147, 149, 297,

298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση

βούλησης έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και

παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για

τις αδικοπραξίες, εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας,

είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνον την ανόρθωση της

ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή στην έκταση που δικαιούται

αποζημίωσης για κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 1399/2007, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ

1458/2001, ΕλλΔνη 2002. 1623). Στην πρώτη περίπτωση η αποζημίωση

συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ο απατηθείς, που επέλεξε να ζητήσει

την ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται παράλληλα και αποζημίωση για την

κάλυψη κάθε ζημίας που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στην

κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, δικαιούται δηλαδή το αρνητικό διαφέρον, μεταξύ

των οποίων περιλαμβάνεται και το καταβληθέν τίμημα (βλ. 715/2011, δημ. ΤΝΠ

ΝΟΜΟΣ, στο τέλος της τέταρτης σκέψης, βλ. και Εφθεσ 74/1983, Αρμ. 1983.

656). Αντίθετα αν ο απατηθείς επιλέξει να αποδεχθεί την ακυρώσιμη λόγω της

απάτης δικαιοπραξία, η αποζημίωση που δικαιούται συνίσταται στο θετικό

διαφέρον ή διαφέρον εκπλήρωσης, με το οποίο καλύπτονται οι ζημίες που θα

είχαν αποφευχθεί, αν τα κρίσιμα περιστατικά ήταν υπαρκτά και όχι ανύπαρκτα

και η δικαιοπραξία εκπληρωνόταν όπως αυτός την είχε πιστέψει (ΑΠ

1960/2009, ΑΠ 373/2008, ΑΠ 776/2004, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απάτη κατά την

έννοια του άρθρου 147 ΑΚ αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση (αρκεί και ενδεχόμενος δόλος βλ. ΑΠ 957/2009, ΧρIΔ 2010. 178) που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ' αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωση του (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 325/2009, ΑΠ 491/2008, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια υποχρέωση από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη προς παροχή διασαφητικών πληροφοριών ή εξηγήσεων έχουν και οι διαπραγματευόμενοι την κατάρτιση σύμβασης, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 197 και 198 ΑΚ, δηλαδή η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημίωσης μπορεί να εμφανίζεται τόσο ως προσυμβατικό πταίσμα όσο και ως ιδιαίτερη αδικοπραξία, ανεξάρτητη από προσυμβατικό πταίσμα. Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 373/20 08, ΑΠ 441/2004, ΑΠ 898/2000, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

IV. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211 και 212 ΑΚ σαφώς συνάγεται, ότι για να ενεργήσει η δήλωση βούλησης αμέσως προς όφελος και κατά του αντιπροσωπευόμενου, πρέπει ο αντιπρόσωπος να επιχειρήσει τη δικαιοπραξία στο όνομα εκείνου και να καταστήσει φανερό στον αντισυμβαλλόμενο του, ότι η ενέργεια, που απορρέει από τη δικαιοπραξία, θα παραχθεί όχι για τον εαυτό του, αλλά για τον αντιπροσωπευόμενο. Η φανερή δήλωση βούλησης, αν ελλείπει η ρητή δήλωση του αντιπροσώπου, ότι ενεργεί στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου, μπορεί να συναχθεί και από τις περιστάσεις, οι οποίες εκτιμούνται με αντικειμενικά κριτήρια. Με τις ως άνω διατάξεις καθιερώνεται η «αρχή του εμφανούς της άμεσης αντιπροσώπευσης», η οποία αποσκοπεί ιδίως στην ασφάλεια των συναλλαγών, και τούτο διότι είναι κατά κανόνα θεμελιώδους σημασίας για το συμβαλλόμενο να γνωρίζει ποιος είναι ο αντισυμβαλλόμενος του. Γίνεται δεκτό, ωστόσο, ότι η προαναφερόμενη αρχή του εμφανούς κάμπτεται, οσάκις δεν ενδιαφέρει τον αντισυμβαλλόμενο με ποιον συμβάλλεται, οπότε δεν υπάρχει λόγος προστασίας του. Πρόκειται για τη λεγόμενη (φανερή) δικαιοπραξία «επ' ονόματι εκείνου στον οποίο αφορά», κατά την οποία ο αντιπρόσωπος φανερώνει στον αντισυμβαλλόμενο του την ιδιότητα του αυτή και καθιστά σαφές, ότι ενεργεί για άλλο, δεν κατονομάζει όμως τον αντισυμβαλλόμενο. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι δυνατός ο προσδιορισμός του αντιπροσωπευόμενου και με μεταγενέστερη δήλωση, οπότε ισχύει υπέρ και κατά του προσδιοριζόμενου με τον τρόπο αυτό προσώπου, εφ' όσον είχε εξουσία ο αντιπρόσωπος ή ενέκρινε την πράξη ο αντιπροσωπευόμενος. Συνακόλουθα των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι τη σύμβαση με τον ενάγοντα τη συνήψε ως άμεσος αντιπρόσωπος τρίτου, επ' ονόματι και για λογαριασμό του, δεδομένου ότι τούτο, είτε το δήλωσε στον ενάγοντα, είτε συναγόταν από τις διαγνωστές εκ μέρους του ενάγοντος περιστάσεις, λειτουργεί ως καταλυτική της αγωγής ένσταση και επομένως ο διάδικος αυτός φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης. Αν ο εναγόμενος αντιπρόσωπος δεν καταφέρει να αποδείξει, ότι ενήργησε στο όνομα άλλου, τότε κατά τον ερμηνευτικό κανόνα της ΑΚ 212 οι συνέπειες της δικαιοπραξίας επέρχονται υπέρ και κατά του ιδίου, οπότε υπάρχει έμμεση αντιπροσώπευση (για τα παραπάνω βλ. ΑΠ 57/2002, ΧρΙΔ 2002. 114, ΑΠ 476,/ΐ99ΐ> ΕΕΝ 1992 291, Δωρή σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, τομ. Α' υπό άρθρο 211 αριθμ. ι6-2ΐ, Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδ. 2002, παρ. φ αριθμ. ι8 επ., Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚτομ. Α' σελ. 882).

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων ισχυρίζεται, κατ' εκτίμηση του δικογράφου της υπό κρίση αγωγής, ότι. ο δεύτερος εναγόμενος, υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου-προστηθέντος της πρώτης εναγομένης βρετανικής εταιρίας, κατόπιν  σχετικής εντολής του μη εκτελεστικού της διευθυντή τρίτου εναγόμενου, τον επισκέφθηκε στις 16-10-2007 στην εξοχική του κατοικία στην Ελλάδα, και ειδικότερα στο Λαγονήσι, προκειμένου να του παρουσιάσει από το σχετικό κατάλογο, που συνέταξε ο ίδιος ο δεύτερος εναγόμενος υπό τις εντολές των λοιπών εναγομένων, τα έργα τέχνης που επρόκειτο να εκτεθούν προς πώληση από την πρώτη εναγομένη κατά την αποκαλούμενη «Ελληνική Δημοπρασία» της 14-11-2007. Ότι μεταξύ των έργων αυτών ήταν και ένας πίνακας του ... με τίτλο «Παναγία και Βρέφος», για τον οποίο, κατόπιν σχετικών ερωτήσεων του  ενάγοντος, ο δεύτερος εναγόμενος, παρέχοντας του διασαφητικές πληροφορίες, τον διαβεβαίωσε για τη γνησιότητα και τη σπουδαιότητα του έργου. Ότι τις ίδιες διαβεβαιώσεις του παρείχε και ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος τον επισκέφθηκε την ίδια περίοδο μαζί με τον δεύτερο εναγόμενο, τόσο στην εξοχική του κατοικία, όσο και στην έδρα της επιχείρησης του στον Πειραιά. Ότι πράγματι, πεισθείς ο ενάγων από τις διαβεβαιώσεις των ανωτέρω εναγομένων, έδωσε εντολή στον αδερφό της συζύγου του ... να μεταβεί στο Λονδίνο και να αγοράσει τον πίνακα, και μάλιστα ανεξαρτήτως τελικής τιμής κατακύρωσης, η οποία εν τέλει ανήλθε στο ποσό των 580.000 βρετανικών λιρών ή 816.441,44 ευρώ. Ότι ένα χρόνο νωρίτερα και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 2006, οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, υπό τις ίδιες ως άνω ιδιότητες και ενεργώντας, όπως και παραπάνω, έπεισαν τον ενάγοντα να αγοράσει και ένα άλλο έργο του ... με τίτλο «Νεκρή φύση μπροστά από την Ακρόπολη», κατά την «Ελληνική Δημοπρασία» που διοργάνωσε η πρώτη εναγομένη στις 15-11-2006, καταβάλλοντος το ποσό των 400.000 βρετανικών λιρών ή 589-622,64 ευρώ. Ότι, όπως πληροφορήθηκε το πρώτον το Μάρτιο του 2008, αμφότερα τα ανωτέρω έργα είναι πλαστά, τούτο δε το γνώριζαν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, οι οποίοι, εν γνώσει τελώντας της αναλήθειας, του παρέστησαν ψευδώς ότι είναι γνήσια έργα του ... και τον έπεισαν έτσι να προβεί στις προαναφερθείσες αγορές, εξαπατώντας τον με τον τρόπο αυτό, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι και η πρώτη εναγομένη παράνομο περιουσιακό όφελος. Με βάση τα περιστατικά αυτά, και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο - από της επιδόσεως της αγωγής - αναγνωριστικό, που έγινε με τις νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις του, ζητεί Α) να ακυρωθούν αμφότερες οι ανωτέρω συμβάσεις, Β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία, που υπέστη συνεπεία της απατηλής τους συμπεριφοράς και η οποία θα είχε αποφευχθεί, αν δεν είχε πιστέψει στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, 1) το ποσό των 580.000 βρετανικών λιρών ή 816.441,44 ευρώ, που κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη ως αντίτιμο για την αγορά του πρώτου πίνακα, 2) το ποσό των 105.867,50 βρετανικών λιρών ή 149-025,20 ευρώ, που κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη ως προμήθεια για την αγορά του πρώτου πίνακα, 3) το ποσό των 400.000 βρετανικών λιρών ή 589.622,64 ευρώ, που κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη ως αντίτιμο για την αγορά του δεύτερου πίνακα, 4) το ποσό των 65.800 βρετανικών λιρών ή 96.992,92 ευρώ, που κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη ως προμήθεια για την αγορά του δεύτερου πίνακα, β) το ποσό των 2.000 ευρώ που κατέβαλε ως έξοδα μετάβασης στο Λονδίνο για τη συμμετοχή στις ανωτέρω δημοπρασίες, 6) το ποσό των 5.000 ευρώ, που κατέβαλε σε ειδικούς για τη διαπίστωση της πλαστότητας των ανωτέρω πινάκων, και Γ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 499-956 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία της αδικοπραξίας που τέλεσαν εις βάρος του. Τέλος ζητεί να διαταχθεί η προσωπική κράτηση των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων λόγω της αδικοπραξίας που τέλεσαν, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα εις βάρος των εναγομένων.

 

 

Με το ως άνω περιεχόμενο η αγωγή παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία, μόνον όμως αναφορικά με την αγοραπωλησία του πίνακα «Παναγία και Βρέφος» που πραγματοποιήθηκε στις 14-11-2007, τούτο δε για τους εξής λόγους: όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. 502 έντυπο με αριθμό λογαριασμού ..., ο ..., υπό την ιδιότητα του άμεσου αντιπροσώπου του ενάγοντος, όπως τούτο ρητώς συνομολογείται από αυτόν, προκειμένου να λάβει μέρος στην «Ελληνική Δημοπρασία» που διοργάνωσε η πρώτη εναγόμενη στο Λονδίνο στις 15-11-2006 υπέγραψε το προαναφερόμενο έντυπο εγγραφής για υποβολή προσφοράς. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «υπογράφοντας κατωτέρω συμφωνώ ότι δεσμεύομαι από τους Όρους Συνεργασίας, όπως δημοσιεύονται στον κατάλογο». Περαιτέρω, σύμφωνα με τον υπ' αριθμ. 13 Όρο Συνεργασίας, που περιλαμβάνεται στον κατάλογο της ανωτέρω δημοπρασίας, τον οποίο, ως συνομολογεί ο ενάγων, είχε στη διάθεση του ήδη ένα μήνα νωρίτερα, από τον Οκτώβριο του 2006, ορίζεται ότι «Προς όφελος του Οίκου Sotheby's, όλοι οι υποβάλλοντες προσφορά και πωλητές συμφωνούν, ότι τα Δικαστήρια της Αγγλίας θα έχουν αποιολειστική δικαιοδοσία για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς που προκύπτει από ή σχετίζεται με όλα τα ζητήματα ή τις συναλλαγές, τις οποίες αφορούν ή για τις οποίες ισχύουν οι παρόντες Όροι Συνεργασίας». Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει, ότι για την πώληση του πίνακα «Νεκρή φύση μπροστά από την Ακρόπολη» που έλαβε χώρα στις 15-11-2006 συνομολογήθηκε εγκύρως μεταξύ των μερών ρήτρα αποκλειστικής δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων, κατά τους όρους του άρθρου 23 παρ. ι περ. α' του Κανονισμού 44/2001 (γραπτή κατάρτιση), αφού ο ενάγων υπέγραψε, δι' αντιπροσώπου, το προαναφερόμενο έντυπο εγγραφής, στο οποίο γίνεται ρητή παραπομπή στους γενικούς όρους συναλλαγών, που περιλαμβάνουν τη ρήτρα παρέκτασης (βλ. την αναφερόμενη στην υπ' αριθμ. I μείζονα σκέψη της παρούσας απόφαση του ΔΕΚ της 14-12-1976 υπόθεση Estasis Salotti, C-24/1976, Συλλογή Νομολογίας 1976. 1831). Περαιτέρω, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπ' αριθμ. I μείζονα σκέψη της παρούσας, η ανωτέρω εγκύρως συνομολογηθείσα ρήτρα παρέκτασης καταλαμβάνει κάθε διαφορά που θα προκύψει ή σχετίζεται με τους όρους συνεργασίας, ανεξαρτήτως από τη νομική της θεμελίωση, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για αξίωση από σύμβαση ή από αδικοπραξία, αρκεί να υπάρχει προέλευση ή συσχετισμός με την υποβολή προσφοράς κατά τη δημοπρασία της  15-11-2006, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, αφού  η περιγραφόμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2006, σχετίζεται άμεσα με τη συμμετοχή του ενάγοντα στην παραπάνω δημοπρασία και μάλιστα με σχέση αίτιο (απάτη) προς αιτιατό (υποβολή προσφοράς-κατακύρωση-πώληση). Τέλος η ανωτέρω ρήτρα παρέκτασης, ερμηνευόμενη σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (βλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας [-Νίκας], ΚΠολΔ 2000 I υπό άρθρο 42 αριθμ. 6), κατά τα οριζόμενα στο ελληνικό δίκαιο, ως lex fori, καταλαμβάνει και τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, ως υπαλλήλων-προστηθέντων της πρώτης εναγομένης, η οποία κατά την αληθή βούληση των μερών, όπως άλλωστε είθισται στις συναλλαγές και συνάδει και με τις αρχές της καλής πίστης, εκπροσωπούσε, κατά τη συνομολόγηση της ρήτρας το σύνολο της εταιρίας, επομένως και τους υπαλλήλους της, αναφορικά με τις διαφορές που αναφέρονται σε αυτή. Αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση της ως άνω ρήτρας παρέκτασης, αφού θα ήταν δυνατό να κατακερματιστεί η ίδια διασφορά σε περισσότερα δικαστήρια και να δικαστούν οι μεν υπάλληλοι της πρώτης εναγομένης (κάτοικοι και οι ίδιοι Ηνωμένου Βασιλείου) στην Ελλάδα, ενώ η εταιρία να δωσιδικεί στα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου, αποτέλεσμα που ελλοχεύει προδήλως κίνδυνο έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων, αντίθετα με τα εκτιθέμενα στην υπ' αριθμ. 15 αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού 44/2001, κατά την οποία «για λόγους αρμονικής απονομής της δικαιοσύνης θα πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα παράλληλης εκδίκασης μιας υπόθεσης και να αποφεύγεται η έκδοση ασυμβίβαστων αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη. Πρέπει να προβλεφθεί σαφής και αποτελεσματικός μηχανισμός για την επίλυση των περιπτώσεων εκκρεμοδικίας και συνάφειας...». Ακυρότητα της ρήτρας αυτής δεν υπάρχει κατά τις περί καταναλωτή διατάξεις του Κανονισμού, αφού η ένδικη σύμβαση πώλησης δεν υπάγεται αντικειμενικά σε οποιαδήποτε από  τις  περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου 15 του Κανονισμού, ούτε καταφάσκεται καταχρηστικότητα. Σε κάθε περίπτωση και κατ' επάλληλη αιτιολογία, δεν αποδείχθηκε ότι η εκτιθέμενη στην αγωγή αδικοπραξία έλαβε χώρα στην Ελλάδα. Με άλλες λέξεις το Δικαστήριο δεν πείστηκε, ότι οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων μετέβησαν στην Ελλάδα προ της δημοπρασίας της 15-11-2006 και προέβησαν σε ελληνικό έδαφος σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Αντίθετη κρίση δεν δύναται να θεμελιωθεί ούτε στις επικαλούμενες από τον ενάγοντα υπ' αριθμ. 5123/2010 και 12/2012 ένορκες βεβαιώσεις της ..., οι οποίες δεν κρίνονται πειστικές, αφού η μάρτυρας δεν καταθέτει συγκριμένη ημερομηνία συνάντησης, παρά μόνον περιορίζεται σε γενικόλογες αναφορές. Αντίθετα, αναφορικά με την πώληση της 14-11-2007 δεν γίνεται επίκληση ούτε προσκομιδή έγγραφης συμφωνίας που να περιλαμβάνει ρήτρα παρέκτασης, ως γίνεται για την προαναφερθείσα προγενέστερη δημοπρασία. Περαιτέρω μόνη η αναφορά της ρήτρας παρέκτασης στους γενικούς όρους συναλλαγών δεν πληροί τις προϋποθέσεις της έγγραφης κατάρτισης, ενώ δεν αποδεικνύεται, ότι τέτοια ρήτρα συμφωνήθηκε με σαφή και ρητή αναφορά προφορικώς, δοθέντος και ότι την προηγούμενη φορά (15-11-2006) είχε καταρτισθεί γραπτά, ως ανωτέρω έγινε δεκτό, χωρίς να  συνεπάγεται έννομες συνέπειες η μη προβολή αντιρρήσεων εκ μέρους του ενάγοντος στην μεταγενέστερη αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των γενικών όρων συναλλαγών από την νομική σύμβουλο της πρώτης εναγομένης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπ' αριθμ. I μείζονα σκέψη της παρούσας. Εξ άλλου η αμφισβήτηση εκ μέρους του ενάγοντος της παρέκτασης δεν αντιβαίνει στην καλή πίστη, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, διότι το ανωτέρω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είχε άλλο κύριο περιεχόμενο που αφορούσε τις διαδικασίες διαπίστωσης της γνησιότητας των έργων τέχνης, ενώ επισημαίνονταν ιδίως οι όροι της Εγγύησης Γνησιότητας, χωρίς να γίνει καμία ιδιαίτερη μνεία σε ρήτρα παρέκτασης, την οποία να παρέλειψε να αμφισβητήσει ειδικώς ο ενάγων. Ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, ότι η σύναψη της ρήτρας παρέκτασης έγινε α) υπό τύπο που ανταποκρίνεται στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, είτε β) στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπον ανταποκρινόμενο στις συνθήκες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ' αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα. Προς επίρρωση μάλιστα των ισχυρισμών τους αυτών διατείνονται, ότι ο ενάγων έλαβε πολλές φορές στο παρελθόν μέρος σε δημοπρασίες που διοργάνωνε η πρώτη εξ αυτών. Ωστόσο πέραν της συμμετοχής του στη δημοπρασία της 15-11-2006, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε μέρος και σε άλλες δημοπρασίες πριν την επίδικη της 14-11-2007, ενώ αντίθετα   αποδεικνύεται, ότι έλαβε μέρος και σε  άλλες μεταγενέστερες δημοπρασίες. Επομένως δεν αποδείχθηκε, ότι στις 14-11-2007 τα μέρη είχαν προλάβει να καθιερώσουν μια ορισμένη πρακτική στις μεταξύ τους σχέσεις, σε κάθε δε περίπτωση αυτή η πρακτική συνίστατο στην υπογραφή έγγραφης συμφωνίας με ρητή παραπομπή σε ΓΟΣ που περιλαμβάνουν ρήτρα παρέκτασης, ως συνέβη και στις 15-11-2006. Τέλος η ένδικη συναλλαγή δεν υπάγεται στην έννοια «διεθνές εμπόριο» κατά την έννοια της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κανονισμού. Εν όψει όλων των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου κατά το μέρος που αφορά στην πώληση της 15-11-2006, κατ' αποδοχή της σχετικής ένστασης των εναγομένων, να διακρατηθεί όμως αναφορικά με την πώληση της 14-11-2007 ως προς όλα της τα αιτήματα. Η διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θεμελιώνεται, αναφορικά με τα αιτήματα αποζημίωσης, στο άρθρο 5 παρ. 3 του Κανονισμού 44/2001, διότι η ιστορούμενη στην αγωγή αδικοπραξία έλαβε χώρα στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην εξοχική κατοικία του ενάγοντος στο Λαγονήσι, όπου στις 15-10-2007 μετέβησαν οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, όπως ρητά συνομολογείται από αυτούς, προκειμένου να ενημερώσουν τον ενάγοντα περί των έργων τέχνης που επρόκειτο να πωληθούν κατά τη δημοπρασία της 14-11-2007. Σημειώνεται, ότι ως προς την πρώτη εναγομένη η δικαιοδοσία θεμελιώνεται ομοίως στο άρθρο 5 παρ. 3, αφού και η δική της ευθύνη, ως προστήσασας, είναι αοικοπρακτική. Περαιτέρω ως προς το συναφές αίτημα ακύρωσης της σύμβασης πώλησης η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου θεμελιώνεται στο άρθρο 28 του Κανονισμού, δεδομένου ότι η  αξίωση του ενάγοντος για ακύρωση  εμφανίζεται ως επακόλουθο της συνεπεία απάτης σχηματισθείσας βούλησης του για κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης (βλ. ΕφΑθ 4178/2003, ΑρχΝ 2005-41» βλ. και I. Τέντε, Ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής ως βάση διεθνούς δικαιοδοσίας, εκδ. 1991, σελ. 59), ενώ επιπλέον οι αγωγές ακύρωσης λόγω απάτης και αποζημίωσης λόγω απάτης συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά, ώστε υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων, αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά. Να σημειωθεί, ότι στην απόφαση Καλφέλης/Schroeder το ΔΕΚ απεφάνθη μεν ότι «το δικαστήριο που είναι αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 3, να κρίνει το κεφάλαιο μιας αγωγής που στηρίζεται σε ενοχή εξ αδικοπραξίας δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τα υπόλοιπα κεφάλαια της ιδίας αγωγής που δεν στηρίζονται σε ενοχές εξ αδικοπραξίας», πλην όμως δεν ετέθη στο Δικαστήριο το δεδομένο, ότι τα επί μέρους κεφάλαια είναι συναφή κατά την έννοια του άρθρου 22 ΣυμβΒρυξ (28 του Κανονισμού), δηλαδή ότι «συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά, ώστε υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων, αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά». Γι' αυτό και στη σκέψη 20 της απόφασης διευκρίνισε, ότι «το άρθρο 22 της Συμβάσεως (28 του Κανονισμού) επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στο δικαστήριο που επελήφθη πρώτο να κρίνει το σύνολο της διαφοράς, εφόσον υφίσταται συνάφεια μεταξύ των αγωγών που ασκήθηκαν ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων». Και ναι μεν εν προκειμένω δεν έχει ασκηθεί, παράλληλα, αγωγή ακύρωσης της σύμβασης ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων, όπως απαιτείται κατ' αρχήν από τη λεκτική διατύπωση του άρθρου 28 του Κανονισμού, πλην όμως η τήρηση της προϋπόθεσης αυτής θα οδηγούσε στην υπό κρίση περίπτωση στο ελεγκτέο κατ' άρθρα 20 και 25 παρ. ι του Συντάγματος άτοπο, αλλά και ασυμβίβαστο προς τους σκοπούς του Κανονισμού (βλ. αρμονική απονομή της δικαιοσύνης - διευκόλυνση του έργου της, βλ. αντίστοιχα υπ' αριθμ. 15 και 12 αιτιολογικές σκέψεις του Κανονισμού) παράδοξο, να υποχρεωθεί ο ενάγων να ασκήσει ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο (αγωγή ακύρωσης), υποβαλλόμενος βέβαια σε πρόσθετα έξοδα και ταλαιπωρία, ενώ είναι εκ προοιμίου γνωστό, ότι αυτή είτε θα ανασταλεί κατ' άρθρο 28 παρ. 1, είτε θα απορριφθεί (ακόμη και κατόπιν δικού του αιτήματος) κατ' άρθρο 28 παρ. 2 του Κανονισμού λόγω ακριβώς της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας εξ αιτίας της συνάφειας των δύο υποθέσεων (για το σχετικό προβληματισμό βλ. Φ. Τριαντάφυλλου - Αλμπανίδου, «Η δωσιδικία της συνάφειας κατά τον ΚΠολΔ και η συνάφεια κατά τον Κανονισμό 44/2001», που καταλήγει ότι μόνη οδός για την αποφυγή των δυσχερειών που προκύπτουν από την πιστή εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του Κανονισμού είναι η τροποποίησή του και η ένταξη της συνάφειας στις θεμελιωτικές βάσεις της διεθνούς δικαιοδοσίας).

 

 

Περαιτέρω η αγωγή αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπο φέρεται ενώπιον

του παρόντος Δικαστηρίου (9, ι8 παρ. ι, 31 παρ. 3, 35 ΚΠολΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 147, 149, 197, 198, 297? 298, 299, 330, 346, 914, 922 και 932 ΑΚ, 386 ΠΚ και 70,176, 218, 219 ΚΠολΔ, πλην των αιτημάτων περί προσωρινής εκτελεστότητας και προσωπικής κράτησης, τα οποία, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμα, δεδομένου ότι με προσωρινή εκτελεστότητα και προσωπική κράτηση εξοπλίζονται μόνον οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές (ΕφΠειρ 1014/1992, ΑρχΝ 44. 63, ΕφΑθ 3702/1986, ΕλλΔνη 1986. 706). Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθούν τα εξής: α) εφαρμοστέο δίκαιο είναι εν προκειμένω το ελληνικό, ως το δίκαιο της χώρας, όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, ενώ ο επικαλούμενος από τους εναγόμενους Κανονισμός 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II») εφαρμόζεται στα ζημιογόνα γεγονότα που συμβαίνουν μετά την έναρξη ισχύος του, που ορίστηκε η 11-1-2009 (άρθρα 31 και 32 του Κανονισμού), β) το αίτημα ακύρωσης παραδεκτώς στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ήταν άμεσα συμβαλλόμενη, ως πωλήτρια του πίνακα, με τον ενάγοντα, σε αυτή δε εναπόκειται να αποδείξει κατ' ουσίαν, ότι δεν συμβλήθηκε στο όνομαά της, αλλά στο όνομα άλλου, γ) το καταβληθέν τίμημα εμπίπτει στην έννοια του αρνητικού διαφέροντος, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπ' αριθμ. III μείζονα σκέψη της παρούσας, και επομένως η απόδοση του νομίμως αξιώνεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, ενώ αντίθετα, αν δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, τότε μόνον θα ήταν δυνατή η αναζήτηση του σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εν όψει και της ουσιαστικής επικουρικότητας της τελευταίας αυτής αξίωσης, δ) το υπ' αριθμ. Β-6 κονδύλι ύψους 5.000 ευρώ, που δαπανήθηκε από τον ενάγοντα για τη διαπίστωση της πλαστότητας (κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής 2.500 ευρώ για κάθε πίνακα) δεν αποτελεί ζημία κατά την έννοια των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ, αλλά περιλαμβάνεται στα αποδοτέα δικαστικά έξοδα και αποδίδεται κατά τα άρθρα 176 και 189 περ. ε' ΚΠολΔ, μόνον όμως εφ' όσον κριθεί ότι δεν οφείλεται σε υπερβολική πρόνοια του ενάγοντος. Πρέπει επομένως η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα χωρίς να είναι απαραίτητη η προσκομιδή πρακτικού αποτυχίας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, διότι με το άρθρο 19 του ν. 3994/2011 καταργήθηκε η παράγραφος 8 του άρθρου 214Α ΚΠολΔ, που επέβαλε τη σχετική διαδικαστική προϋπόθεση, το δε νέο άρθρο 214Α ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε, εφαρμόζεται και στις αγωγές που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (25-7-2011) και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί (βλ. άρθρο 72 παρ. 3 του ν. 3994/2011), ενώ επιπλέον με το άρθρο 72 παρ. 2 του ν. 3994/2011 ορίζεται, ότι στις δίκες που κατά την εισαγωγή του παρόντος νόμου είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις (άρα και η συζήτηση) ρυθμίζονται από τις διατάξεις του.

 

 

Οι εναγόμενοι αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή ισχυριζόμενοι, ότι ο πίνακας δεν είναι πλαστός, καθώς επίσης και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της απάτης ούτε αντικειμενικά ούτε υποκειμενικά, περαιτέρω δε προβάλλουν α) ένσταση απόσβεσης του δικαιώματος ακύρωσης λόγω παρέλευσης διετίας από τη δικαιοπραξία, η οποία είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 157 εδ. α' ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν και β) ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, διότι ο ενάγων δεν ακολούθησε τη διαδικασία διαπίστωσης γνησιότητας που προβλέπεται στους Γενικούς Όρους Συναλλαγών και δεν αμφισβήτησε το πόρισμα της έκθεσης ελέγχου που διενεργήθηκε στον πίνακα από τον εμπειρογνώμονα της πρώτης εναγομένης, με αποτέλεσμα να της δημιουργηθεί η εύλογη πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν θα ασκήσει το ένδικο δικαίωμα του, ενώ επιπλέον επικαλείται στοιχεία από πραγματογνωμοσύνες που ουδέποτε γνωστοποίησε. Με το περιεχόμενο αυτό η ανωτέρω ένσταση είναι νόμω αβάσιμη, διότι τα ανωτέρω περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν επαρκούν, ώστε να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Τέλος η πρώτη εναγομένη προβάλλει την ένσταση, ότι στην ανωτέρω πώληση συνεβλήθη όχι στο δικό της όνομα, αλλά, όπως σαφώς ενημέρωσε τον ενάγοντα, ως αντιπρόσωπος άλλου, η οποία είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211 και 212 ΑΚ, πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

 

Ο ενάγων αρνείται τις ανωτέρω ενστάσεις, περαιτέρω δε προβάλλει αντένσταση εξακολούθησης της απάτης και μετά τη δικαιοπραξία, μέχρι τις 25-11-2009, οπότε παρέλαβε την έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης της ιστορικού τέχνης Θάλειας Οικονόμου. Η αντένσταση αυτή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

 

Επειδή από τις ένορκες επ' ακροατηρίω καταθέσεις των μαρτύρων ... και ..., που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, από την υπ' αριθμ. ... έκθεση πραγματογνωμοσύνης της πραγματογνώμονα ... και την υπ' αριθμ. ... έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα ..., από τις υπ' αριθμ. 7773/22-12-2011 και 12/3-1-2012 ένορκες βεβαιώσεις των ... και ... ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης των εναγομένων (βλ. τις υπ' αριθμ. ... και ... εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...), από την υπ' αριθμ.... ένορκη βεβαίωση του ... ενώπιον της συμβολαιογραφούσας του Ελληνικού Προξενείου στο Λονδίνο, η οποία λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης του ενάγοντος (βλ. την υπ' αριθμ. ...  έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ...), και από όλα τα έγγραφα, τα οποία προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, τα οποία λαμβάνονται υπ' όψη έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (συμπληρωματικά στην τελευταία αυτή περίπτωση και με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ), είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και όλες οι ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης (ασφαλιστικών μέτρων) μεταξύ των διαδίκων και χρησιμεύουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 227/2008, ΕΠολΔ 2008. 565, ΑΠ 315/2008, ΕΠολΔ 2008. 577), χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων οι υπ' αριθμ. 417/25-1-2012 και 38.298/30-1-2012 ένορκες βεβαιώσεις του Ι. Μ., διότι ελήφθησαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση των εναγομένων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη διατηρεί διεθνούς φήμης οίκο δημοπρασιών έργων τέχνης, ο οποίος ιδρύθηκε το έτος 1744 και συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλυτέρων οίκων δημοπρασιών παγκοσμίως. Διοργανώνει κάθε χρόνο 250 δημοπρασίες σε πάνω από 70 κατηγορίες αντικειμένων, μεταξύ των οποίων και την αποκαλούμενη «Ελληνική Δημοπρασία», κατά τη διάρκεια της οποίας εκτίθενται προς πώληση έργα πολύ σημαντικών Ελλήνων καλλιτεχνών. Για την εύρεση και επιλογή των δημοπρατούμενων έργων συνεργάζεται με εμπόρους ή συλλέκτες έργων τέχνης, οι οποίοι την προσεγγίζουν και της παρουσιάζουν διάφορα προς δημοπράτηση έργα. Ο δεύτερος εναγόμενος είναι, λόγω της εξειδίκευσης του, προϊστάμενος διευθυντής του Τμήματος Ευρωπαϊκών Πινάκων, το οποίο είναι, κατά κύριο λόγο, αρμόδιο για την επιλογή των δημοπρατούμενων έργων και τη σύνταξη του καταλόγου της «Ελληνικής Δημοπρασίας». Ειδικότερα η διαδικασία που ακολουθείται για την επιλογή ενός έργου είναι η εξής: αφού σχηματιστεί μια πρώτη άποψη βάσει φωτογραφιών, εν συνεχεία ακολουθεί προσεκτική φυσική εξέταση του έργου και παράλληλα συλλογή πληροφοριών σχετικά με την προέλευσή του, που περιλαμβάνει έρευνα  στη   σχετική βιβλιογραφία, γνωμοδότηση ειδικών εγνωσμένου κύρους, σύγκριση με γνήσια έργα του ίδιου καλλιτέχνη, έλεγχος στο διαδίκτυο. Στον προαναφερθέντα κατάλογο, λοιπόν, της Ελληνικής Δημοπρασίας, που διοργανώθηκε από την πρώτη εναγομένη στο Λονδίνο στις 14-11-2007, περιλήφθησαν όλα τα έργα που πέρασαν από τον προαναφερθέντα έλεγχο. Τον παραπάνω κατάλογο παρουσίασε ο δεύτερος εναγόμενος, κατ' εντολή της πρώτης εναγομένης, υπό τις οδηγίες της οποίας ενεργούσε, στον ενάγοντα, όταν τον επισκέφθηκε για το σκοπό αυτό στην εξοχική του κατοικία στο Λαγονήσι στις 16-10-2007. Στη συνάντηση αυτή ήταν παρών και ο τρίτος εναγόμενος, ο οποίος είναι μη εκτελεστικός διευθυντής της πρώτης εναγομένης, δεν έχει σχέση με την τέχνη, παρά μόνον είναι υπεύθυνος για την καλλιέργεια των δημοσίων σχέσεων της εταιρίας. Ο ενάγων, αφού ξεφύλλισε τον ανωτέρω κατάλογο με τίτλο «Sotheby's, The Greek Sale, London, 14 November 2007» ξεχώρισε το ζωγραφικό πίνακα του Κ Π, που βρισκόταν στο εξώφυλλο, με τίτλο «Παναγία και Βρέφος» διαστάσεων 93,5 Χ 66 εκ. Ειδικότερα στη σελίδα 22 του ανωτέρω καταλόγου αναφέρονταν για το συγκεκριμένο έργο τα εξής: «Κ Π, Έλληνας, 1878-1967, Παναγία και Βρέφος, υπογεγραμμένο, λάδι σε καμβά, 93,5 Χ 66 εκ. ευρώ 291.000-436.000, ιδιωτική συλλογή, Αθήνα, Το παρόν έργο, το οποίο δημοπρατείται για πρώτη φορά, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του έργου του Παρθένη από τη δεκαετία του 1930. Ο Π επηρεασμένος από τον Πικασό, τον Μπράκ και τον Μοντιλιάνι, έχει ενσωματώσει στο έργο του στοιχεία από τα αβαν-γκαρντ ρεύματα που συνάντησε, όσο βρισκόταν στην Ιταλία και τη Γαλλία. Με τις εξαιρετικά λεπτές αποχρώσεις και τη δύναμη του σχεδίου της, η Παναγία με το Βρέφος αποτελεί έξοχο παράδειγμα της δεξιοτεχνίας του καλλιτέχνη. Το πρόσωπο της Παναγίας και του Βρέφους, ζωγραφισμένα με απαλό ροζ, καφέ, μπλε και κίτρινο, κυριαρχούν στο κέντρο της σύνθεσης. Το ελαφρώς γερμένο κεφάλι της Παναγίας στηρίζεται στο λαιμό της που μοιάζει με κορμό και το μαύρο περίγραμμα του έρχεται σε αντίθεση με το γεμάτο καφέ των μαλλιών της. Οι αέρινες μορφές έρχονται σε αντίθεση με το έντονο κίτρινο των φωτοστέφανων και το μπλε του ουρανού. Τα ανέκφραστα μάτια της Παναγίας, που κοιτάζουν προς τα κάτω, της χαρίζουν ένα αινιγματικό ύφος. Όπως και στα πορτραίτα του Μοντιλιάνι, του οποίου το έργο είδε ο Π όταν βρισκόταν στο Παρίσι, το βλέμμα του προσώπου που απεικονίζεται στερείται οποιουδήποτε συναισθήματος με αποτέλεσμα να το περιβάλει ένα πέπλο μυστηρίου. Το έργο του Παρθένη υπήρξε σημαντικό για την εξέλιξη της ελληνικής τέχνης κατά τον 20ο αιώνα. Ως εξέχον μέλος της ομάδας «Η Τέχνη» η οποία ιδρύθηκε το 1917, ήταν υπεύθυνος, μαζί με τον Κωνσταντίνο Μαλέα, (βλ αριθμοί 2, 8 & 13 του καταλόγου) για την εισαγωγή ιδεών από τη Γαλλία σχετικά με το χρώμα και το φως στην ελληνική ζωγραφική. Με αυτό το κίνημα και την επιρροή που άσκησε ο Παρθένης ως καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, από το 1929 ως το 1947, 01 παρατεταμένες επιρροές του γερμανικού ακαδημαϊσμού εξαλείφθηκαν οριστικά από τους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους και το έδαφος ήταν πλέον πρόσφορο για νέους πειραματισμούς στο σχέδιο και το χρώμα. Στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου στην Αθήνα υπάρχει άλλη μία μικρότερη εκδοχή του ίδιου έργου  με κάποιες διαφορές». Ο ενάγων ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες για το έργο αυτό από τον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος του ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι επρόκειτο για εξαιρετικό δείγμα της δουλειάς του Κ Π, μοναδικό για την τέχνη του και καθ' όλα αντιπροσωπευτικό του συγκεκριμένου ζωγράφου. Πεισθείς από τις παραπάνω διαβεβαιώσεις του δεύτερου εναγόμενου περί της σπουδαιότητας  του παραπάνω πίνακα, ο ενάγων έλαβε μέρος στη δημοπρασία της 14-11-2007 μέσω του αδερφού της συζύγου του ..., ο οποίος είχε την εντολή να συμμετάσχει και να πλειοδοτήσει για τον ανωτέρω πίνακα και μάλιστα ανεξαρτήτως τιμής. Πράγματι ο ... έλαβε μέρος στη δημοπρασία και εν τέλει αγόρασε στο όνομα και για λογαριασμό του ενάγοντος τον εν λόγω πίνακα αντί τιμήματος ύψους 580.000 βρετανικών λιρών και επιπλέον ποσό 105.867,50 βρετανικές λίρες ως προμήθεια. Τον ανωτέρω πίνακα ο ενάγων παρέλαβε τον Ιανουάριο του 2008 και περί τα μέσα Μαρτίου 2008 τον παρουσίασε σε συνάθροιση στην οικία του, σε φίλους του ασχολούμενους με την τέχνη, οι οποίοι αίφνης του ανέφεραν, ότι το έργο είναι οφθαλμοφανώς πλαστό. Οι σχετικές υποψίες του ενάγοντος κατέληξαν σε βεβαιότητα τον Ιούλιο του 2008, οπότε και υπέβαλε την από 8-7-2008 έγκληση εις βάρος των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων για το αδίκημα της κακουργηματικής απάτης. Πράγματι αποδεικνύεται, ότι ο ανωτέρω πίνακας δεν είναι γνήσιο έργο του Κ Π, αλλά κατασκευάστηκε από άγνωστο ζωγράφο, κατ' απομίμηση του καλλιτεχνικού ιδιώματος του Κ. Π, σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο της δεκαετίας του 1930> που φέρεται ότι έχει φιλοτεχνηθεί, ενώ και η υπογραφή που φέρει είναι πλαστή κατ' απομίμηση της γνήσιας υπογραφής του Κ. Π. Μάλιστα το έργο αυτό κατασκευάστηκε κατ' απομίμηση της λεπτομέρειας του αναμφισβήτητα γνήσιου έργου του Κ. Παρθένη «Η Παναγία με το Χριστό», που βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη, όπως η λεπτομέρεια  αυτή  δημοσιεύτηκε στο  ημερολόγιο της Εθνικής Πινακοθήκης του έτους 2002 και με σκοπό να παρουσιαστεί ως μία παραλλαγή του. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι ο πλαστογράφος δημιούργησε τον ανοοτέροο πίνακα ακολουθώντας ό,τι έβλεπε από τη λεπτομέρεια, ξεκινώντας ακριβώς από το σημείο που τελείωνε η λεπτομέρεια του ημερολογίου, με αποτέλεσμα να απεικονίσει την Παναγία με έλλειψη μπούστου και χέρια που δεν ενώνονται με κανένα τμήμα της και το Χριστό χωρίς σώμα, σε αντίθεση με το γνήσιο έργο, όπου και η Παναγία και ο Χριστός απεικονίζονται σε ολοκληρωμένη μορφή. Συνέπεια της επιλογής αυτής του πλαστογράφου είναι η δημιουργία ενός έργου που στερείται αρμονίας στις γραμμές του σχεδίου και λογικής ακολουθίας ανάμεσα στο θέμα και την οπτική του αναπαράσταση, στοιχεία ξένα προς τον Κ. Π. Στο προεκτεθέν συμπέρασμα καταλήγει το Δικαστήριο για τους παρακάτω εκτιθέμενους λόγους, εκ των οποίων άλλοι είναι διαγνώσιμοι με μόνη τη μακροσκοπική παρατήρηση του έργου και άλλοι με εργαστηριακή μελέτη, και ειδικότερα: Α) το πιο έντονο χαρακτηριστικό στο πλαστό έργο είναι το επίπεδο και αδούλευτο χρώμα, οι ανύπαρκτες διακυμάνσεις και τονικές αυξομειώσεις του και η απουσία «ζωγραφικών» ποιοτήτων ως προς το χειρισμό του, ενώ αντίθετα κύριο χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του Π είναι ο εντυπωσιακός χρωματικός πλούτος, οι χρωματικές αυξομειώσεις και η πληθώρα των τόνων. Β) το τελάρο είναι καινούριο και έχει περαστεί με κάσια (υδατόχρωμα) για να φαίνεται παλιό. Επίσης τα καρφιά, με τα οποία στερεώθηκε ο μουσαμάς στο τελάρο, είναι καινούρια, δηλαδή δεν φέρουν στοιχεία οξείδωσης. Αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός, ότι το έργο δεν έχει αλλάξει τελάρο, αλλά έχει ζωγραφιστεί πάνω σ' αυτό που έχει σήμερα, καθώς δεν βρέθηκαν στοιχεία που να δείχνουν ότι έχει ξετελαρωθεί και τοποθετηθεί σε καινούριο, αποδεικνύουν, ότι το έργο κατασκευάστηκε εντελώς πρόσφατα. Γ) στην πίσω όψη του έργου δεν παρουσιάζονται επιφανειακές επικαθήσεις, είναι δηλαδή καθαρό από ατμοσφαιρικούς ρύπους, πράγμα αδύνατο για έργο 8ο χρόνων, όσο καλά και αν φυλασσόταν. Να σημειωθεί μάλιστα, ότι το έργο αποιολείεται να φυλασσόταν σε ρολό, αφού,  όπως  προεκτέθηκε, δεν ξετελαρώθηκε ποτέ από το τελάρο, πάνω στο οποίο ζωγραφίστηκε. Αντίθετα το γνήσιο έργο που φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου φέρει ήπια αλλοιωμένη επιφάνεια από ατμοσφαιρικές επικαθήσεις. Δ) το λάδι δεν έχει διαποτίσει τη ζωγραφική επιφάνεια και δεν έχει περάσει στο πίσω μέρος του μουσαμά, πράγμα αδύνατο για έργο 8ο χρόνων και σε αντίθεση με το γνήσιο έργο της ΕΠΜΑΣ, το οποίο λόγω παλαιότητας εμφανίζει διαποτισμό του συνδετικού μέσου που έχει χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση της ζωγραφικής, εμφανή στα όρια των περιγραμμάτων των απεικονιζόμενων μορφών. Ε) το χρώμα δεν έχει υποστεί αλλοιώσεις, σε αντίθεση με το γνήσιο έργο, το οποίο λόγω παλαιότητας εμφανίζει ελαφρά χρωματική αλλοίωση λόγω επικαθήσεων. Το πόρισμα που προκύπτει από τους ως άνω υπό στοιχ. Α-Ε εκτιθέμενους λόγους, οι οποίοι είναι διαγνώσιμοι με μόνη τη μακροσκοπική παρατήρηση του πίνακα, επαληθεύεται κατά τρόπο αδιάψευστο από την εξέταση του πίνακα στο φασματοσκόπιο. Αυτό είναι ένα σύστημα απεικόνισης εξειδικευμένο για την in-situ μη επεμβατική εξέταση αντικειμένων υψηλής ιστορικής και αισθητικής αξίας, που καταδεικνύει την τεχνική του ζωγράφου στη δημιουργία ενός έργου, τον τρόπο που απλώνει το χρώμα πάνω στον καμβά, την ποσότητα χρώματος που χρησιμοποιεί σε επί μέρους τμήματα του καμβά, την ένταση της γραμμής και της πινελιάς, την εναλλαγή των χρωματικών στρωμάτων. Και ναι μεν ένας πλαστογράφος μπορεί να μιμηθεί το σχέδιο και το χρώμα και να κατασκευάσει ένα πλαστό έργο που να φαίνεται παρόμοιο με το γνήσιο, δεν μπορεί όμως να μιμηθεί την τεχνική  του ζωγράφου, να αναπαραγάγει δηλαδή τον τρόπο που απλώνει το χρώμα ο ζωγράφος, την ποσότητα του χρώματος που χρησιμοποιεί σε επί μέρους στοιχεία του έργου, την ένταση της γραμμής και της πινελιάς καθώς και την εναλλαγή στα χρωματικά στρώματα. Από τη  φασματοσκοπική μελέτη του ένδικου έργου λοιπόν προκύπτει, ότι οι διαφορές στον τρόπο χρήσης των χρωμάτων είναι εμφανείς. Ενώ στο γνήσιο έργο του ... η δύναμη, η ποσότητα, η «πάστα» του χρώματος, η ανομοιομορφία στο πάχος των χρωμάτων είναι εμφανείς κάτω από διάφορους φωτισμούς και η μορφή κρατάει τη δομή της, στο πλαστό έργο το χρώμα και η μορφή έχουν σχεδόν χαθεί, κάτω δε από το έγχρωμο ορατό φθορισμό ο πλαστός πίνακας έχει μετατραπεί σε μουντζούρα. Να σημειωθεί, ότι η φασματοσκοπική μελέτη ακόμη και νεώτερων έργων του ... της περιόδου του 1960, κατά την οποία ο καλλιτέχνης είχε αλλάξει τεχνοτροπία, κατέδειξε παρόμοια αποτελέσματα, επομένως δεν πρόκειται για μεμονωμένη ή τυχαία παρατήρηση, αλλά πράγματι με την παραπάνω μέθοδο αποτυπώνονται τα πάγια και διαχρονικά χαρακτηριστικά της τεχνικής του.... Από τα προεκτεθέντα αβίαστα και αναμφισβήτητα προκύπτει το συμπέρασμα, ότι το ένδικο έργο δεν έγινε από το ίδιο χέρι με εκείνο που φυλάσσεται στη Εθνική Πινακοθήκη, με άλλες λέξεις το ένδικο έργο δεν είναι του .... Προς επίρρωση μόνον των όσων προαναφέρθηκαν να σημειωθεί, ότι στο ένδικο έργο ανιχνεύθηκε η ύπαρξη τιτανίου με την μορφή ρουτιλίου, το οποίο είναι υλικό που δεν υπήρχε πριν το 1940, ενώ επιπλέον η παρουσία του σε προσμίξεις που αφορούν σε προϊόντα που χρησιμοποιήθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα (Titanated Lithopone και Lead Titanate) αποδεικνύει, ότι το ένδικο έργο κατασκευάστηκε μετά το 1950 και όχι κατά τη δεκαετία του 1930, όπως το αναμφισβήτητα γνήσιο έργο που φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Και ναι μεν ο ... δούλευε τα έργα του δύο και τρεις φορές και επανερχόταν στο ίδιο θέμα δίνοντας πολλαπλές εκδοχές (την συνήθεια αυτή εκμεταλλεύονται κατά κύριο λόγο οι πλαστογράφοι του ..., με αποτέλεσμα να θεωρείται ένας από τους πλέον πλαστογραφημένους Έλληνες ζωγράφους), ή επέστρεφε σε μια σύνθεση ακόμα και δέκα χρόνια μετά, προκειμένου να προσθέσει μια λεπτομέρεια, ωστόσο η δημιουργία μιας παραλλαγής 20 και πλέον χρόνια μετά το πρωτότυπο είναι κάτι που δεν έχει καταγραφεί ποτέ ούτε και σε αυτόν τον .... Τέλος πρέπει να σημειωθούν τα εξής: μετά το θάνατο του ... απογράφηκε το σύνολο των έργων που βρέθηκαν στο σπίτι του από τη συμβολαιογράφο Πειραιώς ... κατά το χρονικό διάστημα 17-7 έως 26-7-1968 (βλ. τις υπ' αριθμ. ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ... και ... εκθέσεις απογραφής της ανωτέρω συμβολαιογράφου). Επίσης το έτος 1999

απογράφηκαν όλα τα έργα που βρέθηκαν στα διαμερίσματα του υιού του ..., ..., μετά το θάνατό του (βλ. τις υπ' αριθμ. ....και ....εκθέσεις αποσφράγισης, απογραφής και εκτίμησης κινητών πραγμάτων του συμβολαιογράφου Αθηνών ...). Από τις ως άνω εκθέσεις απογραφής προκύπτει, ότι το ένδικο έργο με τίτλο «Παναγία και Βρέφος» διαστάσεων 93 Χ 66,5 εκ. δεν αναφέρεται πουθενά. Υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, ότι αυτό προέρχεται από την κληρονομιά του ... και ότι συγκεκριμένα επωλήθη από την κληρονόμο του ... σε κάποιον ..., συλλέκτη έργων τέχνης. Ωστόσο από τη στιγμή που το ένδικο έργο δεν περιλαμβάνεται στην κληρονομιά του ..., αλλά ούτε και στην κληρονομιά του υιού του Ν, είναι σαφές ότι αποκλείεται να περιήλθε στην κληρονόμο του τελευταίου, αφού αυτή ό,τι έργα απέκτησε, τα απέκτησε από την κληρονομιά του .... Αλλωστε το ένδικο έργο δεν περιλαμβάνεται ούτε στην κληρονομική μερίδα της ανωτέρω ...., όπως αυτή προέκυψε από τη διανομή όλων των έργων της κληρονομιάς του ... δυνάμει του από 5-5-2000 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ όλων των κληρονόμων του ..., νόμιμα θεωρημένου ως προς το γνήσιο των υπογραφών. Βέβαια προς επίρρωση των ισχυρισμών τους οι εναγόμενοι επικαλούνται και προσκομίζουν την από 20-11-2001 απόδειξη πώλησης της ..., κατά την οποία η τελευταία πώλησε στον ... το ένδικο έργο. Η απόδειξη όμως αυτή, ως έγγραφο διαθέσεως τρίτου, δεν αποδεικνύει τίποτα άλλο, παρά μόνον ότι μεταξύ των ανωτέρω μερών συνήφθη σύμβαση πώλησης με το προεκτεθέν περιεχόμενο. Εν τούτοις, το έγγραφο αυτό δεν παράγει άμεση απόδειξη για το κύριο αποδεικτέο ζήτημα, ήτοι τη γνησιότητα του ένδικου πίνακα, ενώ δεν μπορεί να χρησιμεύσει ούτε για έμμεση απόδειξη, ως δικαστικό τεκμήριο, διότι δεν συνεπικουρείται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, αλλά τουναντίον έρχεται σε αντίθεση με όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, που κρίνονται ασφαλέστερα, πληρέστερα και πειστικότερα. Τέλος αναφορικά με την ιστορική τεκμηρίωση του ένδικου έργου, αυτό είναι στο πέρασμα των χρόνων άφαντο, αφού μέχρι την πώληση του δεν είχε καταγραφεί καμία αναφορά και κανένα στοιχείο, που να πιστοποιεί την ύπαρξη του σε καλλιτεχνική δραστηριότητα του ... ούτε σε κάποια γνωστή συλλογή. Η μοναδική βιβλιογραφική αναφορά για το ένδικο έργο έγινε για πρώτη φορά πολύ μετά την πώληση του πίνακα και μάλιστα αφού είχε ήδη ανακύψει η δικαστική αντιδικία μεταξύ των διαδίκων (Ιούνιος του 2008 με την υποβολή έγκλησης), στο βιβλίο του πραγματογνώμονα ... «Ελληνομουσείο», που δημοσιεύτηκε το Μάιο του 2009. Κατά την κρίση δε του Δικαστηρίου η δημοσίευση αυτή έγινε, προκειμένου να αξιοποιηθεί αποδεικτικά στην παρούσα δίκη. Η κρίση του Δικαστηρίου περί της πλαστότητας του ένδικου πίνακα δεν αναιρείται  από την υπ' αριθμ. ... έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ανωτέρω πραγματογνώμονα ..., διότι αυτή κρίνεται λιγότερο πειστική ως προς την τεκμηρίωση των πορισμάτων της σε σχέση με την υπ' αριθμ. ... έκθεση πραγματογνωμοσύνης της πραγματογνώμονα .... Περαιτέρω αποδεικνύεται, ότι ο δεύτερος εναγόμενος, όταν επισκέφθηκε τον ενάγοντα στις 16-10-2007 στην εξοχική του κατοικία στο Λαγονήσι, σε εκτέλεση ανατεθείσας υπηρεσίας από την προστήσασα αυτόν πρώτη εναγομένη, αναμφίβολα γνώριζε, ότι το έργο ήταν πλαστό. Τούτο, διότι όπως εκτέθηκε και παραπάνω, αυτός είναι, λόγω της εξειδίκευσης του, προϊστάμενος διευθυντής του Τμήματος  Ευρωπαϊκών Πινάκων, το οποίο είναι, κατά κύριο λόγο, αρμόδιο για την επιλογή των δημοπρατούμενων έργων και τη σύνταξη του καταλόγου της «Ελληνικής Δημοπρασίας». Επομένως προέβη, όπως ο ίδιος συνομολογεί στις προτάσεις του, στην προσεκτική φυσική εξέταση του έργου, ενώ παράλληλα συνέλεξε πληροφορίες σχετικά με την προέλευση του, ήτοι ερεύνησε τη σχετική βιβλιογραφία, έλαβε γνωμοδότηση ειδικών εγνωσμένου κύρους και προέβη σε σύγκριση με γνήσια έργα του ίδιου καλλιτέχνη. Επειδή λοιπόν προέβη στις ανωτέρω ενέργειες, και μάλιστα ως ειδικός στην ελληνική τέχνη, ασφαλώς διέγνωσε ότι: Α) το χρώμα στο ένδικο έργο είναι επίπεδο και αδούλευτο, οι διακυμάνσεις και οι τονικές αυξομειώσεις του ανύπαρκτες, ομοίως και οι «ζωγραφικές» ποιότητες ως προς το χειρισμό του, σε αντίθεση με το κύριο χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του Π, που είναι ο εντυπωσιακός χρωματικός πλούτος, οι χρωματικές αυξομειώσεις και η πληθώρα των τόνων, Β) το τελάρο είναι καινούριο και έχει περαστεί με κάστα (υδατόχρωμα) νια να φαίνεται παλιό. Επίσης ότι τα καρφιά, με τα οποία στερεώθηκε ο μουσαμάς στο τελάρο, είναι καινούρια, δηλαδή δεν φέρουν στοιχεία οξείδωσης. Αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός, ότι το έργο δεν έχει αλλάξει τελάρο, αλλά έχει ζωγραφιστεί πάνω σ' αυτό που έχει σήμερα, καθώς δεν βρέθηκαν στοιχεία που να δείχνουν ότι έχει ξετελαρωθεί και τοποθετηθεί σε καινούριο, δεν άφησαν περιθώριο στον δεύτερο εναγόμενο, ούτε καν να αμφιβάλει, περί του ότι το έργο κατασκευάστηκε εντελώς πρόσφατα, Γ) στην πίσω όψη του έργου δεν παρουσιάζονται επιφανειακές επικαθήσεις, είναι δηλαδή καθαρό από ατμοσφαιρικούς ρύπους, πράγμα αδύνατο για έργο 8ο χρόνων, όσο καλά και αν φυλασσόταν. Δ) το λάδι δεν έχει διαποτίσει τη ζωγραφική επιφάνεια και δεν έχει περάσει στο πίσω μέρος του μουσαμά, πράγμα αδύνατο για έργο 8ο χρόνων, Ε) το χρώμα δεν έχει υποστεί αλλοιώσεις λόγω παλαιότητας, πράγμα αδύνατο για έργο 8ο χρόνων. Τα ανωτέρω τα διέγνωσε ο δεύτερος εναγόμενος με μόνη τη μακροσκοπική παρατήρηση του έργου.    Και ναι μεν με μια πρώτη ανεπιτήδευτη ματιά θα μπορούσε να ξεγελαστεί ακόμη και ένας ειδικός, πλην όμως, όπως σαφώς και πειστικώς αναφέρει η πραγματογνώμονας ..., δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο σε προσεκτικότερη θεώρηση του έργου, πολύ περισσότερο όταν γίνει αντιπαραβολή με γνήσιο έργο του ..., όπου ακόμη και ο ανυποψίαστος θεατής θα διαπιστώσει, ότι πρόκειται για κακέκτυπο. Επομένως πολλώ μάλλον δεν ξεγελάστηκε ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος είναι εξειδικευμένος στην ελληνική τέχνη, έχει ξαναπωλήσει έργα του ..., προέβη σε προσεκτική θεώρηση του έργου, καθώς επίσης και, όπως ο ίδιος συνομολογεί, σε σύγκριση με γνήσια έργα του ίδιου καλλιτέχνη. Αλλά και το αποτέλεσμα της έρευνας στη βιβλιογραφία, που λαμβάνεται σοβαρά υπ' όψη για τη γνησιότητα ενός έργου, όπως οι ίδιοι οι εναγόμενοι συνομολογούν στις προτάσεις τους, δεν άφησε στο δεύτερο εναγόμενο καμία αμφιβολία περί της πλαστότητας του έργου, αφού, όπως προεκτέθηκε, δεν υπάρχει στο πέρασμα 8ο χρόνων από τη δήθεν κατασκευή του το 1930, καμία βιβλιογραφική ή άλλη αναφορά. Γνωρίζοντας λοιπόν ο δεύτερος εναγόμενος την πλαστότητα του έργου, αποφάσισε, ως επικεφαλής του αρμόδιου τμήματος της πρώτης εναγομένης, να το συμπεριλάβει στον κατάλογο της Ελληνικής Δημοπρασίας και μάλιστα να εκτεθεί στο εξώφυλλο αυτού. Με τέτοιο λοιπόν κατάλογο ανά χείρας επισκέφθηκε τον ενάγοντα και επιδεικνύοντας τον σε αυτόν τού πρότεινε να αγοράσει κάποιο από τα δημοπρατούμενα έργα, εξαίροντας όμως, σιωπηρώς πλην σαφώς, το ένδικο έργο, αφού αυτό ήταν στο εξώφυλλο του καταλόγου. Εν συνεχεία, αφού προσέλκυσε, όπως ήταν αναμενόμενο, την προσοχή του ενάγοντος, ως εκ της θέσεως του πίνακα στο εξώφυλλο, του επανέλαβε και προφορικά, εν περιλήψει, όσα σιωπηρώς, πλην σαφώς, του δήλωνε με το κείμενο της λεζάντας κάτω από τη φωτογραφία του πίνακα, όπως αυτό εκτέθηκε παραπάνω. Ανέφερε δηλαδή, μεταξύ άλλων, ότι ο πίνακας αυτός είναι του ..., αποτελώντας μάλιστα χαρακτηριστικό παράδειγμα του έργου του από τη δεκαετία του 1930. ʼλλωστε τέτοια, συμπερασματικά συναγόμενη, δήλωση, ότι δηλαδή το έργο είναι γνήσιο του ..., σαφώς προκύπτει και από την ιδιαίτερα υψηλή εκτιμώμενη τιμή πώλησης του (ευρώ 291.000-436.000), από την αναφορά ότι το έργο είναι υπογεγραμμένο, προφανώς - κατά το νόημα που αντιλαμβάνεται ο μέσος ο συνετός συναλλασσόμενος - από αυτόν που αναφέρεται ως δημιουργός του, δηλαδή τον ..., αλλά και από το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη φημίζεται παγκοσμίως ότι πωλεί μόνον γνήσια έργα, φήμη που την έχει καθιερώσει στην αγορά και την εκμεταλλεύτηκε απέναντι στον ενάγοντα, ώστε να του προσελκύσει το ενδιαφέρον, που άλλως, αν δηλαδή δεν ονομαζόταν «Sotheby's», δεν θα προσέλκυε. Επίσης να τονισθεί, ότι ο ένδικος πίνακας δεν παρουσιάστηκε, ούτε βέβαια πωλήθηκε, ως «αποδιδόμενος», απλώς, στον ..., αλλά ως «...». Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από τον 3° όρο των ΓΟΣ της δημοπρασίας (που βέβαια δεν υπέγραψε, ούτε αποδέχθηκε ο ενάγων, ως ελέχθη και παραπάνω), ότι «οι πληροφορίες που παρέχονται... δεν αποτελούν αναπαράσταση γεγονότος αλλά αποτελούν διατύπωση γνώμης...», αφού ο όρος αυτός αναιρέθηκε από την ίδια τη συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου, η οποία αποτελεί σαφώς παράσταση γεγονότος, ανεξάρτητα από το μονομερή της χαρακτηρισμό στους Γ.Ο.Σ., καθόσον προφορικά δεν διατυπώθηκε καμία επιφύλαξη ή ενδοιασμός ότι ο πίνακας είναι του .... Συμπερασματικά με τον τρόπο που προεκτέθηκε ο δεύτερος εναγόμενος παρήγαγε στον ενάγοντα την πεπλανημένη εντύπωση, ότι ο ένδικος πίνακας είναι γνήσιος «...», και μάλιστα χαρακτηριστικό παράδειγμα του έργου του από τη δεκαετία του 1930, και έτσι ο τελευταίος πιστεύοντας στην αλήθεια των λεγομένων του ανωτέρω προσώπου, που σημειωτέον μιλούσε ως ειδικός στην ζωγραφική τέχνη, και δη στην ελληνική, αποφάσισε να προβεί στην αγορά του ένδικου πίνακα. Εξ άλλου αποδεικνύεται, ότι ο τρίτος εναγόμενος δεν γνώριζε την πλαστότητα του πίνακα, αφού δεν έχει εξειδικευμένες γνώσεις στην τέχνη, επομένως η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτόν ως ουσία αβάσιμη. Ισχυρίζεται η πρώτη εναγομένη, ότι στην ανωτέρω πώληση συνεβλήθη όχι στο δικό της όνομα, αλλά ως αντιπρόσωπος άλλου, όπως σαφώς ενημέρωσε τον ενάγοντα με τους Γ.Ο.Σ. που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της δημοπρασίας, αλλά και αποτελεί πάγια πρακτική της. Ειδικότερα ισχυρίζεται, ότι συνεβλήθη στο όνομα και για λογαριασμό του πωλητή, στον οποίο ανήκε η κυριότητα του πίνακα μέχρι την πώληση και τη μεταβίβαση του στον ενάγοντα (βλ. σελ. 36 των προτάσεων των εναγομένων). Περαιτέρω ισχυρίζεται, ότι ο ένδικος πίνακας ανήκει κατά κυριότητα στον ..., ο οποίος διατηρεί γκαλερί έργων τέχνης στο Κολωνάκι, ενώ μαζί της συμβλήθηκε η κόρη του ..., ..., στην οποία και δωρίθηκε από τον πατέρα της και αντίστοιχα αποδόθηκε από αυτήν το τίμημα. Πέραν της ασάφειας και της αντιφατικότητας των ανωτέρω ισχυρισμών, αφού προκαλείται σύγχυση περί του αληθούς  προσώπου του αντισυμβαλλομένου (ο ιδιοκτήτης του πίνακα ..., όπως ισχυρίζεται η εναγομένη στην αρχή, ή η κόρη του ..., στην οποία αποδόθηκε το τίμημα. Και πως συμβλήθηκε η ανωτέρω κυρία ..., ως άμεση αντιπρόσωπος του πατέρα της ή στο δικό της όνομα;), ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτος και επομένως ως ουσία αβάσιμος, διότι δεν προσκομίζεται απόδειξη είσπραξης του τιμήματος από τον πραγματικό πωλητή, ούτε κάποια ένορκη βεβαίωση, αλλά ούτε βέβαια αποδέχεται ότι η δικαιοπραξία πράγματι καταρτίστηκε στο όνομά του, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι δεν έχει καν προσεπικληθεί στη δίκη, ώστε να εμφανιστεί και να επιβεβαιώσει, αναλαμβάνοντας και τη σχετική ευθύνη, ή να διαψεύσει την αλήθεια των ισχυρισμών της πρώτης εναγομένης. Να σημειωθεί, ότι εν προκειμένω η ασφάλεια των συναλλαγών και η προστασία του ενάγοντος δεν επιτρέπουν απόκλιση από την αρχή του εμφανούς, δεν μπορεί δηλαδή να γίνει δεκτό ότι καταρτίστηκε δικαιοπραξία «στο όνομα αυτού στον οποίο αφορά», αφού. σε μια τέτοια περίπτωση ο ενάγων δεν θα γνώριζε κατά ποίου να στρέψει την υπό κρίση ακυρωτική αγωγή. Επομένως δεν αρκεί η απόδειξη εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, ότι ενήργησε στο όνομα του πωλητή, χωρίς να τον κατονομάζει και βέβαια να αποδεικνύει ότι πράγματι αυτός είναι ο αληθής αντισυμβαλλόμενος. Κατά συνέπεια η πρώτη εναγομένη ενήργησε εν προκειμένω ως έμμεση αντιπρόσωπος, υπ' αυτή δε την έννοια δικαιολογείται και η εκ μέρους της είσπραξη προμήθειας από την ένδικη πώληση. Απορριπτέα τυγχάνει η ένσταση των εναγομένων περί απόσβεσης του δικαιώματος ακύρωσης της ένδικης σύμβασης, διότι αποδεικνύεται, ότι ο ενάγων απέκτησε για πρώτη φορά θετική γνώση της πλαστότητας του πωληθέντος πίνακα (απλές υπόνοιες δεν αρκούν) τον Ιούλιο του 2008, οπότε, και αφού είχε συλλέξει επαρκεί πληροφορίες και είχε λάβει τη γνώμη ειδικών, υπέβαλε την από 8-7-2008 έγκληση εις βάρος των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων για το αδίκημα της κακουργηματικής απάτης, δεκτής γενομένης της σχετικής αντένστασης του ενάγοντος. Κατόπιν όλων των ανωτέρω πρέπει να ακυρωθεί, ως συναφθείσα συνεπεία απάτης, η πώληση του πίνακα «Παναγία και Βρέφος» διαστάσεων 93,5 Χ 66 εκ. που έλαβε χώρα στις 14-11-2007. Εξ άλλου από την προπεριγραφείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων ο ενάγων ζημιώθηκε το καταβληθέν τίμημα και την προμήθεια που εισέπραξε η πρώτη εναγόμενη, ενώ το κονδύλι ύψους 2.0Ο0 ευρώ για δαπάνες μετάβασης στο Λονδίνο πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, διότι το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ο ενάγων υπεβλήθη πράγματι στη σχετική δαπάνη, δεδομένου, ότι δεν προσκομίζονται παραστατικά, ενώ κρίνεται πιθανόν ο εκπρόσωπος του ενάγοντος ... να ήταν ήδη στο Λονδίνο για άλλο λόγο. Τέλος αποδεικνύεται, ότι από την ανωτέρω αδικοπραξία ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, που συνίσταται στη στεναχώρια και απογοήτευση που ένιωσε, επειδή εξαπατήθηκε και αγόρασε, έναντι υψηλού μάλιστα τιμήματος, έναν πλαστό πίνακα, και εκτέθηκε στον κοινωνικό του κύκλο. Επομένως λαμβάνοντας υπ' όψη το βαθμό του πταίσματος του υπαίτιου προστηθέντος δεύτερου εναγόμενου, το είδος και το μέγεθος της προσβολής, την έκταση του άλγους και της δοκιμασίας του ενάγοντος και την κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ανωτέρω ηθικής βλάβης το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 ευρώ). Εν όψει όλων των ανώτερο) πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως προς τον τρίτο εναγόμενο και να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα εις βάρος του ενάγοντος λόγω της ήττας του, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς τους πρώτη και δεύτερο των εναγομένων, να ακυρωθεί η πώληση του πίνακα «Παναγία και Βρέφος» διαστάσεων 93,5 Χ 66 εκ. που έλαβε χώρα στις 14-11-2007, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον έκαστος το ισόποσο σε ευρώ των (580.000 + 105.867,50=) 685.867,50 βρετανικών λιρών, υπολογιζόμενων με βάση την τρέχουσα ισοτιμία κατά το χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας (βλ. ΟλΑΠ 15 και 16/1996, ΕλλΔνη 1996. 25, 9/1995, ΕλλΔνη 1995.1520, 14/1997, ΕλλΔνη 1997, 1036, ΑΠ 698/2006, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 536/2004, ΕλλΔνη 2006.480), ήτοι το ποσό των (8ι6.441,44 + 149-025,20 ευρώ=) 965466,64 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, καθώς επίσης και το ποσό των ιο.οοο ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τέλος το Δικαστήριο κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων λόγω της εν μέρει ήττας τους ανάλογο μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος πρέπει να συνυπολογιστεί και η δαπάνη, στην οποία υποβλήθηκε ο ενάγων για τη διαπίστωση της πλαστότητας του πίνακα από την ερευνητική ομάδα Artgnomon και την ιστορικό τέχνης ..., η οποία ανέρχεται στο ποσό των 2.500 ευρώ και τούτο διότι το Δικαστήριο κρίνει ότι η δαπάνη αυτή δεν οφείλεται σε υπερβολική πρόνοια του ενάγοντος. Αντίθετα ένα μέλος του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα ο Εισηγητής, είχε την άποψη ότι πρέπει να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός από τους διαδίκους (ενάγοντος αφ' ενός - πρώτης και δεύτερου των εναγομένων αφ' ετέρου). Κατά την ίδια μειοψηφούσα άποψη η αμοιβή των πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων, αναφορικά με το κονδύλιο της ηθικής βλάβης, δεν θα υπολογιστεί επί τη βάση του αιτούμενου με την αγωγή ποσού των 499-956 ευρώ, διότι είναι προφανώς εξογκωμένο, και τούτο ήταν ευχερώς αντιληπτό, αλλά βάση θα αποτελέσει το ποσό των 10.0000 ευρώ που θα έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή (άρθρο 102 του ν.δ. 3026/1954). Επομένως κατά την ίδια μειοψηφούσα άποψη πρέπει να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων (ενάγοντος αφ' ενός - πρώτης και δεύτερου των εναγομένων αφ' ετέρου) ως εξής: Α) εις βάρος των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος ανάλογο της μερικής του νίκης και αντίστοιχα μερικής ήττας των ανωτέρω εναγομένων, τα οποία ορίζονται στο ποσό των [(1.669.126,20 ευρώ το αίτημα της αγωγής Χ 0,030 - βλ. άρθρα ιοο και 107 του ν.δ. 3026/1954)= 50-073,79 ευρώ πλέον 300 ευρώ για επιδόσεις και 2.500 ευρώ για δαπάνη, διαπίστωσης της πλαστότητας = 52.873,79 ευρώ το σύνολο των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος Χ 975466,64/1.669.126,20 [η έκταση της νίκης του ενάγοντος] =) 30.900,37 ευρώ και Β) εις βάρος του ενάγοντος μέρος των δικαστικών εξόδων των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων ανάλογο της μερικής τους νίκης και αντίστοιχα μερικής ήττας του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των (1.669.126,20 το αίτημα της αγωγής Χ 0,020 (βλ. άρθρο 107 του ν.δ. 3026/1954)= 33-382,52 ευρώ [το σύνολο των δικαστικών εξόδων των ανωτέρω εναγομένων] Χ 693-659,56/1.669.126,20 [η έκταση της νίκης των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων] =) 13.873,19 ευρώ.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον τρίτο εναγόμενο.

 

- ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα του τρίτου εναγομένου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (33-382,52 ευρώ).

 

- ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

- ΑΚΥΡΩΝΕΙ την σύμβαση που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων στις 14-11-2007 στο Λονδίνο και αφορά στην πώληση του πίνακα «Παναγία και Βρέφος» διαστάσεων 93,5 Χ 66 εκ.

 

- ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στον ενάγοντα το ποσό των εννιακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα έξι ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (975-466,64 ευρώ), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.

 

- ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριάντα χιλιάδων εννιακοσίων ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (30.900,37 ευρώ).

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις  5-4-2012.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18-5-12 απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ