ΠΠρΑθ 2333/2017

 

Αδικοπραξία - Απάτη - Παθητική εις ολόκληρον ενοχή - Ευθύνη διοικούντων ΑΕ - Αθέμιτος ανταγωνισμός - Αθέμιτη εκμετάλλευση ξένης οργάνωσης - Διεθνής δικαιοδοσία - Παρέκταση δικαιοδοσίας - Απλή ομοδικία -.

 

Οι διοικούντες ΑΕ δεν έχουν μεν προσωπική ευθύνη για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία. Κάμψη της αρχής της μη ευθύνης των διοικούντων ΑΕ όταν υπάρχει πταίσμα από αδικοπραξία. Απαγόρευση πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού. Περιπτώσεις αθέμιτου ανταγωνισμού. Αθέμιτη εκμετάλλευση ξένης οργάνωσης. Περιλαμβάνει την αθέμιτη απόσπαση εργατικού δυναμικού και την αθέμιτη απόσπαση πελατείας. Ειδικά η αθέμιτη απόσπαση πελατείας. Διεθνής δικαιοδοσία. Συμφωνία παρέκτασης δικαιοδοσίας. Η παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να συμφωνηθεί είτε για ήδη γεννημένες είτε και για μελλοντικές διαφορές, στην τελευταία όμως περίπτωση η συμφωνία των μερών πρέπει να προσδιορίζει ρητά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση την οποία φορά και ισχύει μόνο για τις διαφορές που θα προκύψουν από τη σχέση αυτή. Η ρήτρα παρέκτασης για συγκεκριμένη σύμβαση καταλαμβάνει και τις συναφείς με αυτή αδικοπραξίες των μερών, εκτός αν η παρανομία δεν ήταν προβλέψιμη. Επί απλής ομοδικίας υποστηρίζεται ότι αν ένας μόνο από τους ομοδίκους έχει συνάψει συμφωνία παρέκτασης, η συμφωνία δεσμεύει μόνον τον ίδιο και όχι τους ομοδίκους του. Απόρριψη αγωγής.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

Αριθμός απόφασης 2333/2017

 

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Χαρίκλεια Ζώη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Χρυσούλα Φιλιππίδου, Πρωτοδίκη, Αθανασία Ταμπάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από το Γραμματέα Θεμιστοκλή Αλειφέρη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια και στο ακροατήριο του στις 9 Ιουνίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ACCOUNTING SOLUTIONS ΠΑΡΟΧΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΏΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ACCOUNTING SOLUTIONS Α.Ε.», που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής, επί της οδού ..., με ΑΦΜ ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΕΛΕΓΚΠΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΟΡΚΩΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΩΝ» και τον διακριτικό τίτλο «AUDIT SERVICES Α.Ε.», που εδρεύει στην Αγία Παρασκευή Αττικής, επί της οδού ..., με ΑΦΜ ... και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Αντώνιο Χατζηϊωάννου και Χρήστο Παλαμά, που προκατέθεσαν έγγραφες προτάσεις κατ' άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 όρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν· 4335/2015) και παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Χρήστου Παλαμά.

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρίας με τη επωνυμία «BAKER TILLY GREECE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ» και το διακριτικό τίτλο «BAKER TILLY GREECE Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της ..., με ΑΦΜ ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) αγγλικής εταιρίας με την επωνυμία «BAKER TILLY INTERNATIONAL LIMITED», που εδρεύει στο Λονδίνο Ηνωμένου Βασιλείου (... London U.K.), με αριθμό εγγραφής στο μητρώο Αγγλίας Και Ουαλίας ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «BAKER TILLY GREECE ΟΡΚΩΤΟΙ ΕΛΕΓΚΤΕΣ ΛΟΓΙΣΤΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «BAKER TILLY GREECE», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της ..., με ΑΦΜ ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 4) ..., ατομικώς και με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της πρώτης εναγομένης και του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της τρίτης εναγομένης, κατοίκου Αθηνών, επί της ..., με ΑΦΜ ..., από τους οποίους οι μεν πρώτη, τρίτη και τέταρτος εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Κωνσταντίνο Παπαδιαμάντη και Αλέξανδρο Κορτέση, που προκατέθεσαν έγγραφες προτάσεις κατ' άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, η δε δεύτερη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Χριστιανόπουλο, που προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις κατ' όρθρο 237 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 11.01.2016 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης/αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1753/53/11.01.2016 και προσδιορίσθηκε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), να συζητηθεί κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, οπότε και γράφηκε στο πινάκιο (ΗΑ6/2).

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και μετά την εκφώνηση της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 147, 149, 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνον την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής δηλαδή στην έκταση που δικαιούται αποζημίωσης για κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 1399/2007 ΕφΑθ 2008.283). Στην πρώτη περίπτωση η αποζημίωση συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ο απατηθείς, που επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται παράλληλα και αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης όπως είναι λ.χ. οι δαπάνες για την κατάρτιση της σύμβασης, το διαφυγόν κέρδος που θα επιτύγχανε από άλλη σύμβαση, την οποία θα συνήπτε εάν δεν κατάρτιζε την επίμαχη σύμβαση (Γεωργιάδης-Σταθόπουλος. σελ. 229 αριθ. 3-5. ΑΠ 776/2004 ΕλλΔνη 46.166). Αντίθετα αν ο απατηθείς επιλέξει να αποδεχθεί την ακυρώσιμη λόγω της απάτης δικαιοπραξία, η αποζημίωση που δικαιούται συνίσταται στο θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπλήρωσης, με το οποίο καλύπτονται οι ζημίες που θα είχαν αποφευχθεί, αν τα κρίσιμα περιστατικά ήταν υπαρκτά και όχι ανύπαρκτα και η δικαιοπραξία εκπληρωνόταν όπως αυτός την είχε πιστέψει. Απάτη κατά την έννοια του άρθρ. 147 ΑΚ αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ' αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωση του, χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο (ΑΠ 2149/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως αρκεί να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση η επιχειρείται η πράξη (ΑΠ 715/2011 ΔΕΕ 2011.1239). Εξάλλου, αν από παράνομη και υπαίτια, κατά τα ανωτέρω, κοινή πράξη περισσοτέρων προκλήθηκε ζημία σε άλλον, ευθύνονται όλοι εις ολόκληρον. Κοινή είναι η πράξη περισσοτέρων όταν αυτοί συμμετείχαν, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, στην τέλεση αυτής, είτε ως συναυτουργοί, είτε ως άμεσοι ή απλοί συνεργοί, δεν έχει δε σημασία αν ορισμένοι από αυτούς ενήργησαν με δόλο και άλλοι από αμέλεια και ανεξάρτητα από τον βαθμό της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από αυτούς, που ενδιαφέρει μόνον για την κατά το άρθρο 927 ΑΚ άσκηση του δικαιώματος αναγωγής. Δεν έχει επίσης σημασία, αν η συμμετοχή των περισσοτέρων συνέβαλε στην εκτέλεση της κύριας πράξης ή άλλης που συνοδεύει αυτή (επιγενόμενη συμμετοχή) και έλαβε χώρα σε μεταγενέστερο της κυρίας πράξεως χρόνο, η οποία (μεταγενέστερη πράξη) δεν συνδέεται μεν αμέσως αιτιωδώς με την πρόκληση της ζημίας, που προξενήθηκε με την προγενέστερη κύρια πράξη, έχει όμως ως αποτέλεσμα, συνδεόμενο έτσι, αντικειμενικό αιτιωδώς με την κύρια πράξη, την επαύξηση ή τη διατήρηση της ζημίας αυτής [βλ. για τα ανωτέρω, ΑΠ 731/2011 ΕλλΔνη 53(2012). 661, ΑΠ 1629/2010 ΕλλΔνη 52(2011). 384, ΑΠ 1264/2010 ΧρΙΔ 2011. 423, ΑΠ 1220/2010 ΝοΒ 59(2011). 60, ΑΠ 1685/2009 ΧρΙΔ 2010. 523, ΑΠ 1888/2007 ΤΝΠ-Νόμος]. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων πού το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τότε ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου. Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτή, δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρία προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (ΑΚ 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τους (ΑΠ 271/2015, ΑΠ 1565/2013, ΕφΛαμ 3/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού, "απαγορεύεται κατά τις εμπορικές βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξις αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας". Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι για την εφαρμογή της απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπόν ανταγωνισμού, αφετέρου ν' αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που κατά τη γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση, μέσα στο συναλλακτικό κύκλο στον οποίο γίνεται η πράξη ή η χρησιμοποίηση μεθόδων και μέσων αντίθετων προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών (ΑΠ 1123/2002 ΕλλΔνη 45, 95, ΑΠ 79/2001 ΕλλΔνη 42, 904, ΑΠ 1780/1999 ΕλλΔνη 41, 973, ΕφΘεσ 2174/2006 Αρμ 2007, 73, ΕφΑθ 6012/2005 ΔΕΕ 2006, 278). Με το άρθρο αυτό καθιερώνεται ειδικό αστικό αδίκημα με βασικό σκοπό την προστασία των ανταγωνιστών του δρώντος εναντίον των χρηστών ηθών στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές (Λιακόπουλο, Βιομηχανική ιδιοκτησία, τ. 1,1995, σελ. 105 και τ. II, 1995, σελ. 195 επ.). Υπό διαφορετική διατύπωση, ο ν. 146/1914 είναι σύνολο εξειδικευμένων κανόνων δικαίου, οι οποίοι απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση της ελευθερίας του ανταγωνισμού (Ν. Ρόκα, Αθέμιτος ανταγωνισμός, έκδ. 1981, παρ. 4, σελ. 23). Ενόψει, περαιτέρω, της ανάγκης εξειδίκευσης των περιπτώσεων κατά τις οποίες πλήττεται η ως άνω γενική ρήτρα των χρηστών ηθών στα πλαίσια του εμπορικού ανταγωνισμού, προς τον σκοπό να επιτευχθεί ομοιόμορφη κατά το δυνατόν επίλυση των κατ' ιδίαν περιπτώσεων και εντεύθεν ασφάλεια δικαίου, προκρίνεται η κατηγοριοποίηση (με άλλα λόγια η συστηματική ταξινόμηση) των περιπτώσεων αθέμιτου ανταγωνισμού που υπάγονται στη γενική αυτή ρήτρα, στις ακόλουθες μορφές: 1) πράξεις προσέλκυσης πελατείας με αθέμιτες μεθόδους, 2) πράξεις αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης φήμης και οργάνωσης, 3) πράξεις αθέμιτης παρεμπόδισης, 4) πράξεις εκμετάλλευσης ξένης παροχής, 5) παραβάσεις νομικών δεσμεύσεων και 6) διακινδύνευσης της αγοράς (Κοτσίρη, Δίκαιο αθέμιτου ανταγωνισμού, έκδ. 1986, Μέρος πρώτο, Κεφ. 20, σελ. 68επ., Ν. Ρόκα, ό.π., παρ. 6 III, σελ. 34- βλ. διαφορετική κατηγοριοποίηση στον Λιακόπουλο, ό.π., τ. I, Μέρος πρώτο, σελ. 123 και τ. II, Μέρος δεύτερο, σελ. 200). Ειδικότερα, οι πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού που υπάγονται στην κατηγορία της αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης οργάνωσης (οι οποίες συνθέτουν τον αποκαλούμενο "παρασιτικό ανταγωνισμό", Κοτσίρης, ό.π., σελ. 97, Λιακόπουλος, ό.π., τ. 1 I, σελ.267-8), υποκατηγοριοποιούνται στις περιπτώσεις (α) της (αθέμιτης) απόσπασης εργατικού δυναμικού και (β) της (αθέμιτης) απόσπασης πελατείας (ΕφΑθ 4530/2002, ΔΕΕ 2002, 1248, Ν. Ρόκα, ό.π., παρ. 10 III, σελ. 67, Σουφλερό, στο συλλογικό έργο "Αθέμιτος ανταγωνισμός", έκδ. Νομικής Βιβλιοθήκης, 1996, υπό το άρθρο 1, αριθμ. 204). Περαιτέρω, αν από τα πολύτιμα οικονομικά αγαθά μιας επιχείρησης, με δυναμικό χαρακτήρα, αποτελεί και η πελατεία, η επιδίωξη απόσπασης της οποίας από τον ανταγωνιστή απορρέει από την ουσία και τη λειτουργία του οικονομικού ανταγωνισμού, μόνον αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις μπορεί η εν λόγω απόσπαση να προσλάβει αθέμιτο χαρακτήρα (ΕφΘεσαλλ 7910/2002 ΔΕΕ 2003, 630), όπως συμβαίνει όταν γίνεται με σκοπό εκτόπισης ορισμένου ή ορισμένων ανταγωνιστών από την αγορά και στη συνέχεια την ανενόχλητη ανάπτυξη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας (ΕφΑθ 3545/2005 ΔΕΕ 2006, 57), ή όταν η απόσπαση γίνεται με παραπλάνηση του πελάτη, μείωση του ανταγωνιστή, με δωροδοκία, με μποϋκοτάζ ή γενικότερα με δόλιες μεθοδεύσεις (Μιχ. -Θεοδ. Μαρίνου, ό.π., αριθ. 299 επόμ., Λ.Κοτσίρη, Δίκαιο Ανταγωνισμού, έκδ. 2000, σελ. 112 επόμ.). Περαιτέρω, κατά την απολύτως κρατούσα άποψη, η παράβαση συμβατικών ρητρών απαγορεύσεως ανταγωνισμού δεν είναι χωρίς άλλο αθέμιτη. Απαιτείται η συνδρομή ειδικών περιστάσεων, που να θεμελιώνουν την αντίθεση στα χρηστά ήθη, χωρίς νλ αρκεί καθεαυτή η παράβαση της παρεπόμενης αυτής ενοχικής ή εκ του νόμου υποχρέωσης (Μ,-θ. Μαρίνος, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, ό.π., σελ. 147 επ., Εφθεσ 1628/2004 ΕΕμπΔ 2004,512). Εφόσον η συμπεριφορά του τρίτου είναι αθέμιτη, ο βλαπτόμενος έχει αξίωση κατά του τρίτου για άρση της προσβολής, παράλειψη αυτής στο μέλλον και αποζημίωση, ενώ δεν αποκλείεται και επιπλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (ΕφΑΘ 3594/2008 ΔΕΕ 2009.50, ΕφΑΘ 8221/2000 ΔΕΕ 2001. 280, ΕφΘεσ 1628/2004 ΕΕμπΔ 2004. 512). Εξάλλου, κατά το αρθρ. 25 σημείο 1 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκήθηκαν κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015, ορίζεται όταν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κρότους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, η οποία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μια τέτοια συμφωνία, όπως περαιτέρω ορίζεται στο ίδιο όρθρο, πρέπει να καταρτισθεί α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ' αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις του είδους, για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. Ειδικότερα, το ως άνω άρθρο αποτελεί την κύρια έκφραση της αναγνωριζόμενης με τον Κανονισμό στα μέρη αυτονομίας της βουλήσεως, που επιτρέπει σ' αυτά να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του Κανονισμού για τη διεθνή δικαιοδοσία και να υποβάλουν έτσι τις διαφορές τους στο δικαστήριο που θα επιλέξουν, καθιστώντας αυτό με μόνη τη συμφωνία τους φορέα διεθνούς δικαιοδοσίας. Η συμφωνία μπορεί να έχει ως αντικείμενο και τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας συγκεκριμένων δικαστηρίων, δηλαδή δεν αφορά μόνο τις θετικές, αλλά και τις αρνητικές ρήτρες παρέκτασης (ΔΕΚ 24.6.1986,..., 22/1985, ΣυλλΝομολ 1986.1951, σκέψη 13). Κατά τη νομολογία του ΔΕΚ, οι σχετικές ρήτρες πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά υπό την έννοια ότι θα πρέπει να έχουν αποτελέσει αντικείμενο συναίνεσης των μερών, η ύπαρξη της οποίας θα πρέπει επιπλέον να εκδηλώνεται με ακρίβεια και σαφήνεια (ΔΕΚ 14.12.1976, ..., 26/1976, ΣυλλΝομολ 1976.1831, σκέψη 7= ΔΕΚ 14.12.1976, ..., 25/1976, ΣυλλΝομολ 1976.1851, σκέψη 6 ΔΕΚ 9.11.2000, .. 387/1998, ΣυλλΝομολ 2000.1-9337 σκέψη 13). Το κύρος της ρήτρας παρέκτασης είναι ανεξάρτητο από το κύρος της σύμβασης στην οποία περιέχεται και αρμόδιο δικαστήριο να εξετάσει το κύρος της σύμβασης αυτής είναι το δικαστήριο της παρέκτασης (ΔΕΚ 3.7.1997,..., C-269/1995, ΣυλλΝομολ 1997.1-3667, σκέψεις 29-32). Η παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να συμφωνηθεί είτε για ήδη γεννημένες είτε και για μελλοντικές διαφορές στην τελευταία όμως περίπτωση η συμφωνία των μερών πρέπει να προσδιορίζει ρητά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση την οποία αφορά και ισχύει μόνο για τις διαφορές που θα προκύψουν από τη σχέση αυτή, χωρίς πάντως να πρέπει να μνημονεύονται ρητά και οι επιμέρους διαφορές. Σε κάθε περίπτωση αρμόδιος να ερμηνεύσει τη ρήτρα παρέκτασης με σκοπό τον προσδιορισμό των διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της είναι ο εθνικός δικαστής που καλείται να την εφαρμόσει (ΔΕΚ 10.3.1992,..., C-214/1989, ΣυλλΝομολ 1992.1-1745, σκέψεις 30-31, 36). Στο πλαίσιο αυτό γίνεται δεκτό ότι ρήτρα παρέκτασης για συγκεκριμένη σύμβαση καταλαμβάνει και τις συναφείς με αυτή αδικοπραξίες των μερών, εκτός αν η παρανομία δεν ήταν προβλέψιμη (ΔΕΚ 21.5.2015, ..., C-352/2013, σκέψεις 69-70) ή υπάρχει αντίθετη βούληση των μερών (ΑΠ 1697/2013). Η συμφωνία παρέκτασης ισχύει κατ' αρχήν μόνο μεταξύ των μερών, όμως κατ' εξαίρεση είναι δυνατή η διεύρυνση των υποκειμενικών της ορίων και η επίκληση της υπέρ ή κατά διαδίκου που ήταν tpHKy κατά την κατάρτιση της, όπως στις περιπτώσεις καθολικής ή ειδικής διαδοχής ή προκειμένου για συμβάσεις υπέρ τρίτων (ΔΕΚ 14.7.1983, ..., 201/1982, ΣυλλΝομολ 1983.2503, σκέψεις 13, 19 ΔΕΚ 19.6.1984, ..., 71/1983, ΣυλλΝομολ 1984.2417, σκέψεις 24-25 ΔΕΚ 21.5.2015, ..., C-352/2013, σκέψη 65 ΑΠ 1542/2014). Σε περίπτωση εξ άλλου παθητικής ομοδικίας, ναι μεν ορίζει το άρθρ. 8 σημείο 1 του Κανονισμού ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί επίσης να εναχθεί, αν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός από αυτούς, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών, ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από τη χωριστή εκδίκαση τους, όμως ο ίδιος κίνδυνος υπάρχει και στην περίπτωση που ένας από τους περισσότερους εναγομένους έχει συμφωνήσει παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας. Ο κίνδυνος αυτός δεν καλύπτεται από την ως άνω ρύθμιση, αλλά ούτε και από τις ρυθμίσεις του άρθρ. 25 του Κανονισμού, αφού δεν προβλέπεται η δυνατότητα επίκλησης της συμφωνίας παρέκτασης ενός των ομοδίκων υπέρ ή κατά των λοιπών και αντίθετα φαίνεται να προσκρούει στην αρχή της προβλεψιμότητας, στην οποία σε μεγάλο βαθμό πρέπει κατά την 15η αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού να βασίζονται οι κανόνες δικαιοδοσίας. Έτσι υποστηρίζεται κυρίως στη θεωρία ότι επί απλής ομοδικίας, αν ένας μόνον από τους ομοδίκους συνάψει συμφωνία παρέκτασης η συμφωνία δεσμεύει μόνον τον ίδιο και όχι και τους ομοδίκους του, αφού το άρθρ. 8 σημείο 1 του Κανονισμού θεμελιώνει τη δωσιδικία της ομοδικίας μόνο στο σύνδεσμο της κατοικίας ενός από αυτούς και όχι σε άλλους συνδέσμους ή στην παρέκταση [σχ. ΑΠ 468/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο (2000) σ. 123 - 124 Νίκας/Σαχπεκίδου(-Σαχπεκίδου), Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία (2016) σ. 393/394 αριθ. 66 I. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001 (2011) § 4 III, αριθ. 2, σ. 138]. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγουσες ανώνυμες εταιρίες εκθέτουν ότι η μεν πρώτη από αυτές τυγχάνει επιχείρηση παροχής λογιστικών υπηρεσιών, η δε δεύτερη εταιρία ορκωτών ελεγκτών λογιστών με μεγάλο εύρος πελατείας και εξειδικευμένα και με κύρος στελέχη. Ότι η δεύτερη εναγομένη, αγγλική εταιρία, τυγχάνει ηγέτιδα ενός διεθνούς δικτύου ελεγκτών-λογιστών, στο οποίο συμμετέχουν εταιρίες άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενες από αυτή, στις οποίες η ίδια παραχωρεί το δικαίωμα να συστήσουν το αντίστοιχο τοπικό δίκτυο, όπου μετέχουν ανεξάρτητες εταιρίες παροχής ίδιων υπηρεσιών. Ότι στα πλαίσια αυτά, τον Αύγουστο του έτους 2014 ιδρύθηκε η πρώτη εναγομένη εταιρία, με πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο τον τέταρτο εναγόμενο, στην οποία η δεύτερη παραχώρησε το δικαίωμα της δημιουργίας στην Ελλάδα δικτύου ορκωτών ελεγκτών-λογιστών και εποπτείας των εργασιών των μελών του εν λόγω δικτύου στην Ελλάδα. Ότι λόγω της φήμης και του πελατολογίου των εναγουσών, η πρώτη εναγομένη επέδειξε ενδιαφέρον να τις εντάξει στο δίκτυο που επρόκειτο να δημιουργήσει στην Ελλάδα, κατόπιν δε διαπραγματεύσεων και ύστερα αφενός από έλεγχο που διενήργησε η πρώτη εναγομένη εταιρία στο πελατολόγιο, τα οικονομικά στοιχεία και τον κύκλο εργασιών των εναγουσών και αφετέρου από εναρμόνιση της μηχανογράφησης των εναγουσών καθ' υπόδειξη της πρώτης εναγομένης στα πρότυπα και τις διαδικασίες του δικτύου Baker Tilly, υπογράφηκαν οι σχετικές συμβάσεις. Ότι ειδικότερα, μεταξύ των εναγουσών και της πρώτης εναγομένης υπογράφηκαν οι από 08.10.2014 δύο συμβάσεις «συνεργασίας με δίκτυο μελών-συνεργατών Baker Tilly Greece», ενώ μεταξύ των εναγουσών και της δεύτερης εναγομένης υπογράφηκαν οι από 16.10.2014 δύο συμβάσεις «παραχώρησης άδειας χρήσεως εμπορικού σήματος». Ότι σύμφωνα με τις από 08.10.2014 συμβάσεις, με όμοιο περιεχόμενο συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων ότι η πρώτη εναγομένη θα παραχωρούσε στις ενάγουσες το δικαίωμα ένταξης στο δίκτυο, ότι θα τους παρείχε κάθε είδους τεχνογνωσία, τακτική εκπαίδευση των συνεργατών και του προσωπικού τους καθώς και συνεχή επιμόρφωση, θα καθιέρωνε και θα διατηρούσε προγράμματα διαφήμισης και προώθησης, ενώ ανέλαβε την υποχρέωση να μην κάνει διακρίσεις στον τρόπο αντιμετώπισης των μελών του δικτύου, αντίστοιχα δε οι ενάγουσες ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλουν αρχική αμοιβή (entry fee), ανερχόμενη σε 1.000 ευρώ, και άλλα δικαιώματα ανερχόμενα σε ποσοστά επί των μικτών εσόδων τους. Ότι αντίστοιχα, με τις από 16.10.2014 συμβάσεις, με όμοιο περιεχόμενο, μεταξύ των εναγουσών και της δεύτερης εναγομένης, η τελευταία χορήγησε σε αυτές μη αποκλειστική άδεια χρήσης του λεκτικού σήματος «Baker Tilly GREECE» ως μέρος του ονόματος διαδικτυακού χώρου (domain name), ως μέρος εμπορικής ή εταιρικής επωνυμίας και σε σχέση με την αναφορά περί της ιδιότητας μέλους του δικτύου. Ότι η πρώτη εναγομένη ουδόλως τήρησε τα συμφωνηθέντα, παραβίασε δε σε κάποιες περιπτώσεις της αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των μελών του δικτύου, παραχωρώντας σε άλλο μέλος του δικτύου δικαιώματα που αρνήθηκε να παραχωρήσει στις ίδιες, ενώ ουδέποτε προέβη σε εκπαίδευση του προσωπικού των εναγουσών ή σε διαφήμιση και προώθηση των υπηρεσιών τους. Ότι πλέον αυτών, στις 30.04.2015 η πρώτη εναγομένη κοινοποίησε στις ενάγουσες την από 23.04.2015 καταγγελία των από 08.10.2014 συμβάσεων, χωρίς επίκληση σπουδαίου λόγου, επικαλούμενη μόνο όρο της παραπάνω σύμβασης που παρείχε το δικαίωμα καταγγελίας, με επέλευση των αποτελεσμάτων της 4 μήνες μετά. Ότι ακολούθησε, στις 27.05.2015, η κοινοποίηση στις ενάγουσες της καταγγελίας της δεύτερης εναγομένης των από 16.10.2014 συμβάσεων. Ότι οι ενάγουσες, θεωρώντας καταχρηστικές και συνεπώς άκυρες τις ως άνω καταγγελίες, προέβησαν αφενός μεν στην από 26.06.2015 καταγγελία των συμβάσεων με την πρώτη εναγομένη, λόγω παραβίασης των συμβατικών της υποχρεώσεων και αφετέρου στην καταγγελία των από 16.10.2014 συμβάσεων με την δεύτερη εναγομένη. Ότι όλα τα ανωτέρω αποτέλεσαν μέρος ενός σχεδίου υφαρπαγής πελατών των εναγουσών, το οποίο συνέλαβε και εκτέλεσε ο τέταρτος εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης και κατ' εντολή της δεύτερης εναγομένης. Ότι συγκεκριμένα, αν και οι δύο πρώτες εναγόμενες ουδέποτε είχαν σκοπό να συστήσουν δίκτυο Baker Tilly στην Ελλάδα, ψευδώς παρέστησαν τούτο, δια του τέταρτου των εναγομένων, ο οποίος επίσης ψευδώς υποσχέθηκε διεύρυνση του πελατολογίου των εναγουσών, με την αναφορά του σε ονόματα γνωστών ελλήνων και αλλοδαπών επιχειρημαιιών, προκειμένου να τις πείσει να χορηγήσουν, στα πλαίσια ένταξης τους στο δίκτυο, κρίσιμες πληροφορίες που αφορούσαν τη λειτουργία και την πελατειακή τους βάση. Ότι ακόμη, μετά την ως άνω καταχρηστική καταγγελία των από 08.10.2014 συμβάσεων, ιδρύθηκε, στις 13.05.2015, η τρίτη εναγομένη εταιρία, με πρόεδρο Δ.Σ. επίσης τον τέταρτο εναγόμενο, κατ' αντιγραφή του μοντέλου λειτουργίας των εναγουσών, η οποία εντάχθηκε στο δίκτυο Baker Tilly, και λίγες εβδομάδες μετά υπέβαλε οικονομική προσφορά στην πελάτιδα των εναγουσών εταιρία ALTEC, την οποία και τελικώς απέσπασε. Ότι τα ανωτέρω, έχοντας λάβει χώρα σε χρόνο πριν τις 19.06.2015, συνέβησαν σε χρόνο κατά τον οποίο ήταν σε ισχύ συμβατική ρήτρα περί μη ανταγωνισμού μεταξύ των μελών του δικτύου Baker Tilly, ενόψει του ότι ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι παραπάνω καταγγελίες των δύο πρώτων εναγομένων ήταν ισχυρές, παρήγαγαν έννομα αποτελέσματα, ήτοι τη λύση των συμβάσεων, τέσσερις μήνες μετά, ήτοι από 01.09.2015. Ότι οι ενάγουσες, στα πλαίσια ένταξης τους στο δίκτυο Baker Tilly, πειθόμενες στις ψευδείς παραστάσεις του τέταρτου εναγομένου κατά τα ανωτέρω, υποβλήθηκαν σε έξοδα, συγκεκριμένα δε η πρώτη ενάγουσα κατέβαλε α) 2.374 ευρώ για προμήθεια δύο αδειών χρήσης για δύο servers, β) 3.960 ευρώ για εργασίες εγκατάστασης και παραμετροποίησης ηλεκτρονικού προγράμματος, γ) 1.000 ευρώ για καταβολή στην πρώτη εναγομένη αρχικής αμοιβής, δ) 16.793,88 ευρώ για καταβολή δικαιωμάτων 4ου τριμήνου 2014 στην πρώτη εναγομένη, ε) 16.035,54 ευρώ για καταβολή δικαιωμάτων 1ου τριμήνου 2015 στην πρώτη εναγομένη, στ) 510 ευρώ για εκτύπωση επισκεπτηρίων καρτών με το λογότυπο της Baker Tilly, ζ) 177 ευρώ για μπλοκ γραφής με το λογότυπο της Baker Tilly, η) 50 ευρώ για ετικέτες, θ) 959 ευρώ για επισκεπτήριες κάρτες και μπλοκ γραφής χωρίς το λογότυπο της Baker Tilly, και προσαρμογή σε νέο λογότυπο (AS Network) και ι) 1.884 ευρώ για επισκεπτήριες κάρτες χωρίς το λογότυπο της Baker Tilly, και προσαρμογή σε νέο λογότυπο (AS Network), ήτοι συνολικά 43.743,42 ευρώ, ενώ η δεύτερη ενάγουσα κατέβαλε α) 5.420 ευρώ για άδειες χρήσης ηλεκτρονικού προγράμματος, β) 1.000 ευρώ για καταβολή στην πρώτη εναγομένη αρχικής αμοιβής, γ) 3.001,50 ευρώ για καταβολή δικαιωμάτων 4ου τριμήνου 2014 στην πρώτη εναγομένη και δ) 882 ευρώ για καταβολή δικαιωμάτων 1ου τριμήνου 2015 στην πρώτη εναγομένη, ήτοι συνολικά 10.303,50 ευρώ. Ότι επιπλέον οι ενάγουσες, λόγω της κατά τα ανωτέρω απόσπασης της πελάτιδάς τους εταιρίας, υπέστησαν και αποθετική ζημία, η οποία συνίσταται στην αμοιβή που θα ελάμβαναν από την παραπάνω, εάν δεν μεσολαβούσε η ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων, κατά τη διαχειριστική χρήση από 01.07.2015 έως 30.06.2016 και ανέρχεται στο ποσό των 38.000 ευρώ για την πρώτη ενάγουσα και 85.000 ευρώ για τη δεύτερη ενάγουσα. Ότι τέλος, εξαιτίας της παραπάνω συμπεριφοράς των εναγομένων οι ενάγουσες υπέστησαν ηθική βλάβη, καθώς ενόψει της πανηγυρικής ανακοίνωσης στον εγχώριο τύπο περί της εισόδου των εναγουσών στο δίκτυο Baker Tilly και της μετά από λίγους μήνες ανακοίνωσης περί αποπομπής τους από αυτό, η επαγγελματική φήμη των εναγουσών υπέστη πλήγμα, ενώ υπονομεύτηκε η εμπιστοσύνη του επιχειρηματικού κόσμου στην αξιοπιστία των εναγουσών. Με βάση τα περιστατικά αυτά, ζητούν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις Α. α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των εκ μέρους της πρώτης εναγομένης από 24.04.2015 καταγγελιών των από 08.10.2014 συμβάσεων μεταξύ των εναγουσών και της πρώτης των εναγομένων, β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης από 27.05.2015 καταγγελιών των από 16.10.2014 συμβάσεων μεταξύ των εναγουσών και της δεύτερης εναγομένης γ) να αναγνωριστεί ότι είναι έγκυρες οι εκ μέρους των εναγουσών από 27.06.2015 καταγγελίες των από 08.10.2014 συμβάσεων μεταξύ των εναγουσών και της πρώτης των εναγομένων, δ) να αναγνωριστεί ότι είναι έγκυρες οι εκ μέρους των εναγουσών από 27.07.2015 καταγγελίες των από 16.10.2014 συμβάσεων μεταξύ των εναγουσών και της δεύτερης των εναγομένων, Β. να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, α) 43.743,42 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη, β) 38.000 ευρώ ως αποζημίωση για την αποθετική ζημία που υπέστη και γ) 250.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, επιφυλασσόμενη να ζητήσει το πλέον αυτού ποσό των 50 ευρώ κατά την παράσταση της ως πολιτικώς ενάγουσας ενώπιον του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου, Γ. να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον να καταβάλουν στη δεύτερη ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, α) 10.303,50 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη, β) 85.000 ευρώ ως αποζημίωση για την αποθετική ζημία που υπέστη και γ) 250.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, επιφυλασσόμενη να ζητήσει το πλέον αυτού ποσό των 50 ευρώ κατά την παράσταση της ως πολιτικώς ενάγουσας ενώπιον του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου. Τέλος ζητούν να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή, αναφορικά με τη δεύτερη των εναγομένων, τυγχάνει απαράδεκτη, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού. Ειδικότερα, η δεύτερη εναγομένη, με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της πρότεινε τον σχετικό ισχυρισμό, επικαλούμενη το άρθρο 15.1 αμφότερων των επιδίκων, με ημερομηνία 16.10.2014, συμβάσεων μεταξύ της ίδιας και των εναγουσών, με το οποίο προβλέφθηκε ότι αποκλειστική αρμοδιότητα να επιλύσουν κάθε διαφορά που θα προκύψει από τις συμβάσεις αυτές έχουν τα δικαστήρια της Αγγλίας. Πράγματι δε, από την παραδεκτή επισκόπηση των παραπάνω συμβάσεων, οι οποίες προσκομίζονται σε μετάφραση προκύπτει ότι στο όρθρο 15.1 αυτών αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «... Αποκλειστικά αρμόδια να επιλύσουν κάθε διαφορά που θα προκύψει από την παρούσα σύμβαση ορίζονται από τα μέρη τα δικαστήρια της Αγγλίας». Η ως άνω δε ρήτρα παρέκτασης, που αφορά μελλοντικές διαφορές από τις μεταξύ των εναγουσών και της δεύτερης εναγομένης συμβάσεις, συμφωνήθηκε εγγράφως, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο όρθρο 25 σημείο 1 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1215/2012, περιλαμβάνει δε, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο, κατά τα προδιαληφθέντα στη νομική σκέψη, να ερμηνεύσει τη ρήτρα αυτή με σκοπό τον προσδιορισμό των διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και τις συναφείς με αυτές (συμβάσεις) αδικοπραξίες των μερών. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, υπάρχει παθητική εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων, εκ των οποίων, μόνο η δεύτερη έχει συμφωνήσει με τις ενάγουσες την παρέκταση της αρμοδιότητας, ήτοι την κατάλυση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων με την θεμελίωση αποκλειστικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Αγγλίας. Η ύπαρξη δε δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων για τους υπολοίπους ομοδίκους, ιδίως ενόψει του ότι αυτοί συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας, δεν δύναται να επηρεάσει την ισχύ της παραπάνω ρήτρας παρέκτασης, καθώς αυτό θα προσέκρουε κατά τα προεκτεθέντα στην αρχή της προβλεψιμότητας και συνεπώς και της ασφάλειας δικαίου. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει, απορριπτόμενου του προβληθέντος από τις ενάγουσες με την προσθήκη των προτάσεων τους ισχυρισμού, να απορριφθεί η αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αυτού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 εδ. β' ΚΠολΔ, οι δε ενάγουσες πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγομένης κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρ. 176 επ., 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στα διατακτικό της παρούσας. Κατά τα λοιπά, η αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά των πρώτης τρίτης και τέταρτου των εναγομένων, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 18, 22, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ). Είναι δε ορισμένη, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων περί αοριστίας, και νόμιμη, στηριζόμενη στις ανωτέρω διαλαμβανόμενες διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 57, 59, 281, 340, 345, 361, 481 ΑΚ, 176, 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι οι ενάγουσες κατέβαλαν το αναλογούν δικαστικό ένσημο (βλ. το με αριθ. 13938451/08.06.2016 διπλότυπο είσπραξης της ΙΓ' Δ.Ο.Υ. Αθηνών, το με αριθ. 2580054/07.06.2016 γραμμάτιο είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και το με αριθ. 176201/07.06.2016 γραμμάτιο είσπραξης του Τομέα Ασφάλισης Νομικών).

 

Οι εναγόμενοι, με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις τους, αρνούνται γενικά την αγωγή, ειδικότερα δε αρνούνται τόσο την τέλεση αδικοπραξίας όσο και την καταχρηστικότητα της εκ μέρους της πρώτης εξ αυτών άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας των από 08.10.2014 συμβάσεων, επικαλούμενοι διαφορετική εκδοχή των γεγονότων, σε σχέση με τα εκτιθέμενα στην αγωγή.

 

Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση, από τις προσκομιζόμενες από τις ενάγουσες με τις προτάσεις με αριθμούς 2418/20.05.2016 και 2419/20.05.2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ... αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ... μετά  από νομότυπη  κλήτευση των αντιδίκων τους, τουλάχιστον προ δύο εργασίμων ημερών (βλ. τις με αριθμούς 8741/16.05.2016, 8742/16.05.2016 και 8743/16.05.2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .... προς τους πρώτη, τρίτη και τέταρτο των εναγομένων αντίστοιχα), την προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες με την προσθήκη-αντίκρουση, με αριθμό 2439/03.06.2016 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ..., που λήφθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ... μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων του, τουλάχιστον προ δύο εργασίμων ημερών (βλ. τις με αριθμούς 8829/31.05.2016, 8827/31.05.2016 και 8826/31.05.2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... προς τους πρώτη, τρίτη και τέταρτο των εναγομένων αντίστοιχα), από τις προσκομιζόμενες από τους πρώτη, τρίτη και τέταρτο των εναγομένων με τις προτάσεις, με αριθμούς 9763/19.05.2016 και 25.103/19.05.2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ... και ... αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον του Διευθύνοντα το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στην Κύπρο και της συμβολαιογράφου Αθηνών ... αντίστοιχα, μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων τους, τουλάχιστον προ δύο εργασίμων ημερών (βλ. τις με αριθμούς 793Δ'/16.05.2016, 790Δ'/16.05.2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ...), τη με αριθμό 9759/18.05.2016 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ... που λήφθηκε ενώπιον του Διευθύνοντα το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στην Κύπρο, μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων τους (βλ τις με αριθμούς 776Δ'/13.05.2016 και 777Δ'/13.05.2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού  επιμελητή στο Εφετείο  Αθηνών ...), τις προσκομιζόμενες από τους πρώτη, τρίτη και τέταρτο των εναγομένων με την προσθήκη-αντίκρουση, με αριθμούς 561/03.06.2016 και 25115/06.06.2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ... και ... αντίστοιχα, που λήφθηκαν ενώπιον της Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Βουκουρέστι και της συμβολαιογράφου Αθηνών ... αντίστοιχα, μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων τους, τουλάχιστον προ δύο εργασίμων ημερών (βλ. τις με αριθμούς 855Δ'/31.05.2016, 854Δ'/31.05.2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ...), με την επισήμανση ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η με αριθμό 25.104/19.05.2016 ένορκη βεβαίωση του ..., ο οποίος τυγχάνει Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της τρίτης εναγομένης εταιρίας, λόγος για τον οποίο η ένορκη βεβαίωση του τυγχάνει ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 745/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1312/2002 ΕλλΔνη 2003.429, ΕφΠειρ 258/2008 ΔΕΕ 2010.225), δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού των εναγουσών, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα εταιρία, η οποία ιδρύθηκε το έτος 2005 (ΦΕΚ Τ.Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 6146/29.06.2005), έχει ως αντικείμενο εργασιών την παροχή λογιστικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τρίτους. Η δεύτερη ενάγουσα εταιρία, κοινών συμφερόντων με την πρώτη, η οποία ιδρύθηκε το έτος 2012 (ΦΕΚ Τ.Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 1382/23.02.2012), αποτελεί εταιρία ορκωτών ελεγκτών λογιστών. Εξάλλου, η πρώτη εναγομένη εταιρία ιδρύθηκε το έτος 2014, υπό την αρχική επωνυμία «MAGNUM Α.Ε. ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ», (ΦΕΚ Τ.Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 8055/04.08.2014), η οποία ακολούθως τροποποιήθηκε στην επωνυμία με την οποία ενάγεται (ΦΕΚ Τ.ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ. 2884/22.05.2015), μοναδική δε μέτοχος αυτής είναι η κυπριακή εταιρία με την επωνυμία «BAKER TILLY KLITOU & PARTNERS LTD», ενώ πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της είναι ο τέταρτος εναγόμενος. Η δεύτερη εναγομένη, είναι ένας παγκόσμιος επιχειρηματικός οργανισμός, αποτελούμενος από άνω των εκατόν εξήντα εταιρίες - μέλη σε όλο τον κόσμο, και ο οποίος έχει θεσπίσει τους κανόνες λειτουργίας ενός από τα μεγαλύτερα δίκτυα ανεξάρτητων εταιριών παροχής ελεγκτικών, λογιστικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών, κατέχοντας την όγδοη θέση στην κατάταξη μεταξύ των επιχειρήσεων παροχής αντίστοιχων υπηρεσιών. Ειδικότερα, δε έχει αναπτύξει ένα σύστημα, μέσω του οποίου τα μέλη διασφαλίζουν την παροχή υψηλού επιπέδου λογιστικών, ελεγκτικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών στους πελάτες τους, υπό τα διεθνώς αναγνωρίσιμα σήματα και διακριτικά γνωρίσματα της, χωρίς η ίδια να παρέχει τις παραπάνω υπηρεσίες απευθείας στους τελικούς πελάτες, αλλά με την παροχή των υπηρεσιών αυτών να γίνεται απευθείας από τα μέλη που εντάσσονται στο δίκτυο της ή από τα μέλη των τοπικών υποδικτύων των μελών της. Δυνάμει της από 01.09.2014 σύμβασης προσχώρησης μεταξύ των δύο πρώτων εναγομένων, η πρώτη από αυτές κατέστη μέλος του δικτύου της δεύτερης, και έτσι της παρασχέθηκε το δικαίωμα να δημιουργήσει ένα δικό της δίκτυο, αποτελούμενο από ανεξάρτητες λογιστικές εταιρίες, τις οποίες θα εκπροσωπούσε έναντι της δεύτερης εναγομένης, ενώ ανέλαβε την υποχρέωση να διασφαλίσει τη συμμόρφωση της κάθε εταιρίας του δικτύου της με τον κανονισμό λειτουργίας της δεύτερης εναγομένης, διενεργώντας κατά καιρούς ελέγχους ποιότητας, υποβάλλοντας αναφορές σχετικά με τις ενέργειες παρακολούθησης ελέγχου ποιότητας και εκτελώντας κάθε περαιτέρω εργασίες παρακολούθησης ή/και ελέγχου ποιότητας σε σχέση με τις εταιρίες του δικτύου της. Συναφώς υπεγράφη μεταξύ των ίδιων ως άνω διαδίκων η με ίδια ημερομηνία άδεια χρήσης εμπορικού σήματος για τη χρήση από την πρώτη εναγομένη του ονόματος «BAKER TΙLLY» ως προθέματος. Στα πλαίσια αυτά, ο τέταρτος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, από τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2014, ήλθε σε επαφή με τον ..., νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης ενάγουσας, μέσω του κοινού γνωστού και των δύο πλευρών ..., ο οποίος μεταγενέστερα κατέστη νόμιμος εκπρόσωπος της τρίτης εναγομένης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ανεξάρτητα από το ποιά από τις παραπάνω εταιρίες είχε την πρωτοβουλία της παραπάνω επαφής, η σύναψη συνεργασίας μεταξύ τους ήταν συμφέρουσα για αμφότερες τις πλευρές, δεδομένου ότι αφενός μεν οι ενάγουσες επρόκειτο, μέσω της πρώτης εναγομένης, να αποτελέσουν μέλη του διεθνούς φήμης και αναγνωρισιμότητας δικτύου επιχειρήσεων της δεύτερης εναγομένης, αφετέρου δε η πρώτη εναγομένη και ο τέταρτος εναγόμενος, εκπρόσωπος της επρόκειτο να συνάψουν συνεργασία με τις ενάγουσες εταιρίες, η πρώτη εκ των οποίων είχε ένα αξιοσημείωτο πελατολόγιο και θέση στην ελληνική αγορά, στην οποία επεδίωκε να ενταχθεί. Πράγματι δε, σε σύντομο χρόνο, και συγκεκριμένα περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, επήλθε η συμφωνία περί ένταξης των εναγουσών στο δίκτυο της πρώτης εναγομένης εταιρίας. Προκειμένου δε να προετοιμαστούν και να υπογραφούν οι σχετικές συμβάσεις, η πρώτη εναγομένη, ζήτησε από τις ενάγουσες ορισμένα στοιχεία, όπως προκύπτει από το από 03.10.2014 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της επικεφαλής διευθύντριας αγοράς ομίλου της Baker Tilly … και Συνεργάτες Ε.Π.Ε. ..., απευθυνόμενο προς τον ..., νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης ενάγουσας και μέτοχο και μέλος Δ.Σ. της δεύτερης ενάγουσας, μεταξύ δε των στοιχείων αυτών και υπεύθυνη δήλωση (στα ελληνικά και στα αγγλικά) πως τόσο οι μέτοχοι όσο και οι διευθυντές των εναγουσών δεν διώκονται ποινικά και δεν τους έχει επιβληθεί κανένα πειθαρχικό αδίκημα από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχου και από το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών. Ακολούθησε νέο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ως άνω διευθύντριας, στο οποίο επισυνάφθηκε σχετικό υπόδειγμα υπεύθυνης δήλωσης, με το ακόλουθο λεκτικό: «Με ατομική μου ευθύνη και γνωρίζοντας τις κυρώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 22 του Ν. 1599/1986 δηλώνω ότι τόσο οι μέτοχοι της εταιρίας όσο και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν διώκονται ποινικά και δεν τους έχει επιβληθεί κανένα πειθαρχικό αδίκημα από την ΕΛΤΑ και το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών». Στις 07.10.2014 ο ... απέστειλε στην ... μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με συνημμένες τις υπεύθυνες δηλώσεις των μετόχων και μελών Δ.Σ. των δύο εναγουσών, μεταξύ των οποίων και τη δική του. Ο τελευταίος δήλωσε υπεύθυνα, με την από 07.10.2014 υπεύθυνη δήλωση του, τα εξής: «... δηλώνω ότι δεν μου έχει επιβληθεί κανένα πειθαρχικό αδίκημα και ότι δεν διώκομαι ποινικά από την ΕΛΤΕ και το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών». Την επόμενη ημέρα, και δεδομένου ότι είχε ολοκληρωθεί επιτυχώς ο νομικός έλεγχος των εναγουσών εταιριών και έγιναν τροποποιήσεις στην μηχανογράφηση τους, ζητήματα τα οποία είχαν τεθεί από την πρώτη εναγομένη, δια του τέταρτου εναγόμενου, ως προαπαιτούμενα για την ολοκλήρωση των συμφωνιών, υπογράφηκαν οι δύο από 08.10.2014 συμβάσεις με τον τίτλο «ΣΥΜΒΑΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΔΙΚΤΥΟ ΜΕΛΩΝ-ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ BAKER TILLY GREECE» μεταξύ της πρώτης εναγομένης και της πρώτης και της δεύτερης των εναγουσών αντίστοιχα. Με τις συμβάσεις αυτές, που έχουν όμοιο περιεχόμενο, συμφωνήθηκε ότι η πρώτη εναγομένη θα παραχωρούσε στις πρώτη και δεύτερη των εναγουσών αντίστοιχα το δικαίωμα να ενταχθούν στο δίκτυο εγκεκριμένων μελών/συνεργατών της και να λειτουργούν ως επιχειρήσεις παροχής οικονομικών, λογιστικών, φορολογικών, συμβουλευτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών μισθοδοσίας σε εγκεκριμένο χώρο. Το περιεχόμενο των δικαιωμάτων (όρθρο 1 σε συνδυασμό με άρθρο 5 των συμβάσεων) τα οποία η πρώτη εναγομένη θα παραχωρούσε συνίσταντο α) στην υπό όρους χρήση του domain name "bakertillygreece.com" και τη χρήση του λογοτύπου του δικτύου BTG, σύμφωνα με τις οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές της BTI/BTG και β) στην υποστήριξη εκ μέρους της πρώτης εναγομένης για τη λειτουργία της επιχείρησης, στην οποία περιλαμβανόταν η παροχή κάθε είδους τεχνογνωσίας που η πρώτη εναγομένη διέθετε ή θα ανέπτυσσε σχετικά με το αντικείμενο δραστηριότητας της (άρθρο 5.1). Ακόμη συμφωνήθηκε ότι η πρώτη εναγομένη θα αναλάμβανε την τακτική εκπαίδευση του προσωπικού και των συνεργατών των εναγουσών καθώς και τη συνεχή επιμόρφωση τους, προκειμένου να εξασφαλίζονται υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και επαγγελματική επάρκεια. Ενδεικτικώς δε η πρώτη εναγομένη θα κατάρτιζε και θα προσέφερε εκπαιδευτικά προγράμματα ελεγκτικών μηχανισμών, προγράμματα διαχείρισης συστημάτων διοίκησης γραφείου, διαχείριση συστημάτων πληροφορικής, φέροντας και τα σχετικά έξοδα (άρθρο 5.3). Ακόμη, συμφωνήθηκε ότι η πρώτη εναγομένη θα καθιέρωνε και θα διατηρούσε προγράμματα διαφήμισης και προώθησης, όπως αυτή θα θεωρούσε απαραίτητο και κατάλληλο για τα μέλη του δικτύου της. Ειδικότερα, θα καθιέρωνε, θα διατηρούσε και θα διαχειριζόταν ένα πρόγραμμα marketing και θα κατέβαλε από τους πόρους του προγράμματος τα έξοδα marketing και προώθησης σε εθνικό επίπεδο που θα θεωρούσε κατά την κρίση της ενδεδειγμένα, λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις του Συμβουλίου Εισηγήσεων και Εφαρμογών. Το πρόγραμμα marketing θα υποστήριζε δραστηριότητες marketing, με εστίαση στο "brand awareness", όπως έντυπες διαφημίσεις σε περιοδικό και ημερήσιο τύπο εθνικής κυκλοφορίας, καθώς και απευθείας ταχυδρομήσεις στο κοινό σε εθνικές και περιφερειακές αγορές ηλεκτρονικές διαφημίσεις και μαζική διαφήμιση δια ταχυδρομείου, περιλαμβανομένου ηλεκτρονικού. Οι ενάγουσες θα συνεισέφεραν στο πρόγραμμα marketing καταβάλλοντος στην πρώτη εναγομένη το ποσό που θα επιμεριζόταν σε βάρος της με βάση το συνολικό κύκλο εργασιών της (άρθρο 5.4). Συμφωνήθηκε ακόμη ότι η πρώτη εναγομένη θα είχε την υποχρέωση να μην κάνει διακρίσεις στον τρόπο αντιμετώπισης των μελών του δικτύου (άρθρο 5.5). Αναφορικά δε με τις υποχρεώσεις των εναγουσών, -πέρα από την υποχρέωση να λειτουργούν σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θα υποδείκνυε η πρώτη εναγομένη, την υποχρέωση να καθιστούν εμφανή την ιδιότητα τους σε κάθε έντυπο υλικό τους, στον ιστότοπό τους και στα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία των στελεχών και του προσωπικού τους, με την ένδειξη με το περιεχόμενο «ανεξάρτητο μέλος του διεθνούς δικτύου Baker Tilly International», καθώς και την υποχρέωση να συμμορφώνονται, με την αγορά ή μίσθωση συστήματος ηλεκτρονικών υπολογιστών, στις λογιστικές διαδικασίες, διαδικασίες απογραφικού ελέγχου και καταγραφής πωλήσεων με τον τρόπο που θα συμφωνούνταν με την πρώτη εναγομένη-, συμφωνήθηκε α) η καταβολή από την καθεμία από αυτές (ενάγουσες) ως αρχικής αμοιβής (entry fee) του ποσού των 1.000 ευρώ, β) η καταβολή δικαιωμάτων από την καθεμία από τις ενάγουσες, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 1,5% επί των μεικτών εσόδων τους από παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας, τη δέκατη ημέρα του πρώτου ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί το τρίμηνο στο οποίο αφορούν τα δικαιώματα, γ) η καταβολή για χρονικό διάστημα πέντε ετών από την υπογραφή των συμβάσεων, από την καθεμία από τις ενάγουσες, ποσού που αντιστοιχεί στο 9% των μεικτών εσόδων που θα προέκυπταν από την παροχή εργασιών και υπηρεσιών προς πελάτες, τους οποίους θα είχε συστήσει σε αυτές (τις ενάγουσες) η πρώτη ή η δεύτερη των εναγομένων (άρθρο 6). Η διάρκεια των συμβάσεων συμφωνήθηκε ως αορίστου χρόνου (άρθρο 3), ενώ ως προς το δικαίωμα καταγγελίας των συμβάσεων συμφωνήθηκε ότι η πρώτη εναγομένη θα είχε δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας για σπουδαίο λόγο, με προειδοποίηση δύο μηνών, στις ρητά αναφερόμενες στις συμβάσεις περιπτώσεις, καθώς και ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος θα είχε δικαίωμα τακτικής καταγγελίας χωρίς σπουδαίο λόγο με προειδοποίηση τεσσάρων μηνών (άρθρο 6.2). Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 1.1 των συμβάσεων συμφωνήθηκε ότι οι συμβάσεις θα καθίαταντο δεσμευτικές για την πρώτη εναγομένη υπό την αίρεση της προηγούμενης συνομολόγησης εγγράφου συμφωνίας μεταξύ των εναγουσών και της δεύτερης εναγομένης, η οποία θα υπογραφόταν μετά την αξιολόγηση των εναγουσών από τη δεύτερη εναγομένη, η οποία συμφωνία θα παρείχε στις ενάγουσες τις σχετικές άδειες και θα τιτλοφορούνταν "ΒΠ NETWORK MEMBER PREFIX LICENSE" ή παρομοίως. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι μετά την υποβολή των αποτελεσμάτων του ποιοτικού ελέγχου των εναγουσών από την πρώτη στη δεύτερη εναγομένη, η τελευταία συμφώνησε να προχωρήσει στη σύναψη συμβάσεων, με ης οποίες θα ενεργοποιούνταν κατά τα ανωτέρω και οι από 08.10.2014 παραπάνω αναφερόμενες συμβάσεις, και θα ολοκληρωνόταν η ένταξη των εναγουσών στο δίκτυο της πρώτης εναγομένης. Ζητήθηκε ωστόσο, προ της υπογραφής των συμβάσεων με τη δεύτερη εναγομένη, από τον διευθυντή του ποιοτικού ελέγχου της δια του τέταρτου των εναγομένων, να αποσταλούν από τις ενάγουσες η μετάφραση των υπεύθυνων δηλώσεων, που αναφέρθηκαν παραπάνω, γεγονός που προκύπτει από το από 12.10.2014 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του τέταρτου εναγόμενου προς το νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης ενάγουσας .... Έτσι, την επόμενη ημέρα, ήτοι στις 13.10.2014 εστάλησαν στον τέταρτο εναγόμενο οι σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις, μεταφρασμένες στα αγγλικά, μεταξύ δε αυτών περιλήφθηκαν και δύο με ημερομηνία 13.10.2014 υπεύθυνες δηλώσεις του ... τόσο υπό την ιδιότητα του ως προέδρου, διευθύνοντος συμβούλου και μετόχου της πρώτης ενάγουσας, όσο και υπό την ιδιότητα του ως μέλους του Δ.Σ. και μετόχου της δεύτερης ενάγουσας, στην οποία αναφέρονταν επί λέξει τα εξής: «Με ατομική μου ευθύνη και γνωρίζοντας τις ποινές που ορίζει η παρ. 6 του άρθρου 22 του Ν. 1599/1986, δηλώνω ότι ... δεν διώκομαι ποινικά και δεν έχει επιβληθεί σε βάρος μου πειθαρχικό αδίκημα από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχου (ΕΛΤΕ) και το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών (ΣΟΕΛ). Επίσης δηλώνω ότι έχω καταδικαστεί στο παρελθόν για παραβιάσεις του Αγορανομικού Κώδικα, ως διευθυντής υπεύθυνος για την τήρηση των αγορανομικών διατάξεων από εταιρίες στις οποίες εργαζόμουν. Επίσης εκκρεμεί η συζήτηση έφεσης που έχω ασκήσει σχετικά με την μη έγκαιρη πληρωμή εργοδοτικών και εργατικών ασφαλιστικών εισφορών. Η υπόθεση αυτή σχετίζεται με την ιδιότητα μου ως μέλος του Δ.Σ. της εταιρίας με την επωνυμία Quality Promotion Agency Α.Ε.». Η δήλωση αυτή σαφώς διαφοροποιείται σε σχέση με την προηγούμενη, από 07.10.2014, δήλωση του ίδιου προσώπου, η οποία τεχνηέντως είχε παραποιηθεί ως προς το περιεχόμενο της, ώστε να μη δηλώνεται οτιδήποτε ψευδές, χωρίς όμως και να είναι ακριβής, καθώς για πρώτη φορά έγινε αναφορά σε Καταδικαστικές ποινικές αποφάσεις που βάρυναν τον νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης. Προκειμένου όμως να ολοκληρωθεί η συμφωνία μεταξύ των εναγουσών και της πρώτης εναγομένης, η οποία τελούσε υπό την αίρεση της υπογραφής σύμβασης μεταξύ των εναγουσών και της δεύτερης εναγομένης, κατά τα ανωτέρω, και την οποία αμφότερες οι πλευρές επιθυμούσαν και επεδίωκαν, και ενόψει του ότι αφενός μεν, κατά τις διαβεβαιώσεις των εκπροσώπων των εναγουσών, η καταδίκη για αγορανομικές παραβάσεις είναι συνήθης στην ελληνική πραγματικότητα, αφετέρου δε, η καταδίκη για μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών δεν είχε τελεσιδικήσει, καθώς εκκρεμούσε έφεση του ... κατά αυτής, η οποία επρόκειτο να συζητηθεί στις 26 Ιανουαρίου 2015, επιλέχθηκε από fm πλευράς της πρώτης εναγομένης η αποσιώπηση της παραπάνω υπεύθυνης δήλωσης από τη δεύτερη εναγομένη, τουλάχιστον μέχρι την ως άνω ημερομηνία εκδίκασης της έφεσης, και εν αναμονή θετικών αποτελεσμάτων, ήτοι της έκδοσης αθωωτικής απόφασης. Τούτο καθώς, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω, η δεύτερη εναγομένη έλαβε γνώση της διπλής υπεύθυνης δήλωσης του ..., και των ποινικών καταδικών που τον βάρυναν σε μεταγενέστερο χρόνο. Έτσι, οι συμβάσεις μεταξύ των εναγουσών και της δεύτερης εναγομένης υπό τον τίτλο «’δεια Χρήσης Εμπορικού Σήματος» προχώρησαν και τελικώς έλαβε χώρα η υπογραφή αυτών στις 14.10.2014. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι το παραπάνω γεγονός, ήτοι η διπλή υπεύθυνη δήλωση του ... και η ύπαρξη σε βάρος του καταδικαστικών αποφάσεων ουδόλως θεωρήθηκε λήξαν ή άνευ ουσίας, παρά τα όσα περί του αντιθέτου επικαλούνται οι ενάγουσες. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο τέταρτος εναγόμενος, στις 12 Νοεμβρίου 2014 απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον ..., το οποίο προφανώς ακολούθησε προφορική συνομιλία τους και με το οποίο ζητείται ευγενικά μεν, πιεστικά δε, γνωμοδότηση από δικηγόρο σχετικά με τις παραπάνω ποινικές αποφάσεις. Απεστάλη έτσι, ηλεκτρονικά στις 17.11.2014, το από 14.11.2014 έγγραφο του δικηγόρου Αθηνών Χρήστου Τζαβάρα, με το οποίο ο τελευταίος γνωμοδοτεί σχετικά με τις συγκεκριμένες τελεσθείσες από τον ... παραβάσεις του Αγορανομικού Κώδικα, επισημαίνοντας ότι του επιβλήθηκαν λόγω της ιδιότητας του ως διευθυντή και αγορανομικώς υπευθύνου της εταιρίας «TROFEKLEKT Α.Ε.» ποινές φυλάκισης έως έξι μηνών, οι οποίες μετατράπηκαν σε χρήμα. Την ίδια ημερομηνία (17.11.2014), ο τέταρτος εναγόμενος ζήτησε διευκρινήσεις σχετικά με την καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, εστάλη δε το από 20.11.2014 έγγραφο του δικηγόρου Αθηνών Ευάγγελου Μαλάμη, στο οποίο ο τελευταίος εκφράζει την πεποίθηση του ότι ο ... πρόκειται να αθωωθεί κατά τη συζήτηση της έφεσης του κατά της απόφασης αυτής στις 26.01.2015. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι από την 16.10.2014, ημερομηνία υπογραφής των συμβάσεων μεταξύ των εναγουσών και της δεύτερης εναγομένης, ήτοι από την πλήρωση της αίρεσης δεσμευτικότητας των συμβάσεων μεταξύ των εναγουσών και της πρώτης εναγομένης, οι τελευταίες αυτές συμβάσεις άρχισαν να λειτουργούν. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι τις επόμενες ημέρες δημοσιεύθηκε δελτίο τύπου με τίτλο «Η Baker Tilly International ενδυναμώνει την παρουσία της στην Ελλάδα», με σκοπό τη γνωστοποίηση στο ευρύ κοινό της παραπάνω συνεργασίας, όπου αναφέρονται δηλώσεις σχετικά με τη συμμετοχή στο δίκτυο τόσο του τέταρτου εναγομένου, όσο και του ... και του νομίμου εκπροσώπου του τρίτου μέλους του δικτύου της πρώτης εναγομένης, ήτοι της εταιρίας με την επωνυμία «VNT Ορκωτοί Ελεγκτές Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε.». Αποδείχθηκε ακόμη, από την προσκομιζόμενη ηλεκτρονική αλληλογραφία, ότι υπήρξε συνεργασία μεταξύ στελεχών των εναγουσών και της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να σχεδιαστούν επαγγελματικές κάρτες, επιστολόχαρτα, ετικέτες φάκελοι αλληλογραφίας, μπλοκ αλληλογραφίας, αυτοκόλλητα, εξωτερικές πινακίδες σύμφωνα με τις προδιαγραφές και οδηγίες που θέτει η δεύτερη εναγομένη. Ακόμη, η πρώτη των εναγομένων, δια του τέταρτου αυτών, ο οποίος ήταν γνωστός στα υπόλοιπα μέλη του διεθνούς δικτύου, μέσω της κυπριακής εταιρίας με την επωνυμία «Baker Tilly … and Partners Ltd», που αποτελεί μέλος του διεθνούς δικτύου της δεύτερης εναγομένης από το έτος 2003 και αποτελεί μητρική εταιρία της πρώτης εναγομένης, καθώς είναι η μοναδική μέτοχος αυτής, συνέστησε για την παροχή διαφόρων υπηρεσιών στην Ελλάδα τις ενάγουσες, ενώ αντίστοιχα, συνέστησε στις ενάγουσες άλλα μέλη του διεθνούς δικτύου προς παροχή υπηρεσιών σε ζητήματα που άπτονταν σε αλλοδαπά νομικά ή φορολογικά συστήματα. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από την ανταλλαγή πλήθους ηλεκτρονικών μηνυμάτων, που προσκομίζονται με επίκληση από την πρώτη εναγομένη. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η τελική επίτευξη συμφωνιών για την παροχή των αιτούμενων υπηρεσιών, με σκοπό το οικονομικό όφελος των εναγουσών από τις υπηρεσίες αυτές, δεν αφορά το ζήτημα που ερευνάται εν προκειμένω, δηλαδή το εάν οι συμβάσεις μεταξύ των εναγουσών και της πρώτης εναγομένης εξελίχθηκε ομαλά και σε ποιο βαθμό καθώς και το εάν αυτές ήταν προσχηματικές -δεδομένου ότι κατά τους ισχυρισμούς των εναγουσών οι πρώτη και τέταρτος των εναγομένων χρησιμοποίησαν το τέχνασμα της σύναψης των επίδικων συμβάσεων με τελικό στόχο την υφαρπαγή πελατών τους-, καθώς ουδόλως συμφωνήθηκε μεταξύ των παραπάνω διαδίκων η εισφορά πελατών από την πρώτη εναγομένη προς τις ενάγουσες, παρά τα όσα οι τελευταίες αβάσιμα ισχυρίζονται, αλλά η αύξηση της πελατειακής τους βάσης, στην οποία Και αποσκοπούσαν, μόνο εμμέσως θα μπορούσε να επιτευχθεί, δια της εμφανίσεως τους στις συναλλαγές υπό την επωνυμία της δεύτερης εναγομένης και ως ανεξάρτητο μέλος του δικτύου της πρώτης εναγομένης. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 2014 ως τον Απρίλιο του 2015 η πρώτη εναγομένη διοργάνωσε στις 08.01.2015 στη Λευκωσία εκπαιδευτικό συνέδριο, με θέμα τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, στο οποίο συμμετείχε ως εισηγητής και ο ..., γενικός διοικητικός διευθυντής της δεύτερης εναγομένης, ενώ αποδείχθηκε, από το προσκομιζόμενο με ημερομηνία 30.12.2014 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι υπήρξε σχετική γνωστοποίηση και πρόσκληση, από το ..., διευθυντή τεχνικού τμήματος της Baker Tilly … and Partners Ltd προς τον διευθύνοντα σύμβουλο της δεύτερης ενάγουσας. Ακόμη, στις 16.02.2015 διοργανώθηκε διάσκεψη της Baker Tilly στη Θεσσαλονίκη, με θέμα ΕΜΕΑ Βαλκανική Διάσκεψη, στην οποία επίσης υπήρξε σχετική πρόσκληση, όπως αποδεικνύεται από το από 29.01.2015 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από τη ... διευθύντρια της Baker Tilly … and Partners Ltd προς τον Πρόεδρο Δ.Σ. της δεύτερης ενάγουσας. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη, μέσω της μητρικής αυτής εταιρίας, κατά τα ανωτέρω, ανταποκρίθηκε στην απορρέουσα από τις από 08.10.2014 συμβάσεις υποχρέωση της προς εκπαίδευση και επιμόρφωση των συνεργατών και του προσωπικού των μελών του δικτύου της. Από κανένα δε στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη αρνήθηκε στις ενάγουσες τη χρήση του λεκτικού Baker Tilly Greece στο διακριτικό τίτλο των εναγουσών καθώς και την ανάρτηση της διακριτικής πινακίδας με το λεκτικό «BAKER TILLY GREECE» στην πρόσοψη του κτιρίου που στεγάζει τα γραφεία τους, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται. Το αντίθετο δε, αποδεικνύεται από το από 28.01.2015 πρακτικό της συνάντησης των μελών του δικτύου της πρώτης εναγομένης, στην οποία παρέστη ο ..., εκπροσωπώντας αμφότερες τις ενάγουσες, όπου υπό τον αριθμό 3 και εναγομένου, αντιθέτως δε, από όλα τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι υπήρξε από την έναρξη της συνεργασίας των παραπάνω διαδίκων αληθής βούληση προς δημιουργίας του δικτύου Baker Tilly Greece και προς πλήρη ένταξη των εναγουσών σε αυτό. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η εκδίκαση της έφεσης του ... κατά της καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης περί μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, η οποία είχα λάβει δικάσιμο την 26η Ιανουαρίου 2015, ματαιώθηκε λόγω προκήρυξης βουλευτικών εκλογών. Η ματαίωση αυτή όμως και η λόγω αυτής καθυστέρηση στην απεμπλοκή του ανωτέρω από το βάρος της παραπάνω Καταδίκης, πυροδότησε κάποιες εξελίξεις. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο τέταρτος εναγόμενος προέβη στις 02.02.2015 στην τηλεφωνική ενημέρωση του γενικού διευθυντή και τεχνικού διευθυντή της δεύτερης εναγομένης ..., ο οποίος τυγχάνει και επικεφαλής του ποιοτικού ελέγχου, σχετικά με τις καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος του ..., ακολούθως δε, την ίδια ημέρα του απέστειλε ηλεκτρονικό την ήδη ανωτέρω αναφερθείσα γνωμοδότηση του νομικού συμβούλου του τελευταίου. Ο ... απαντώντας στις 03.02.2015 ανέφερε τα εξής: «Κοιτώντας αυτό καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένα επιχείρημα που λέει ότι αυτό συμβαίνει συχνά και δεν σημαίνει τίποτα (σαν πρόστιμο λόγω υπερβολικής ταχύτητας). Παρόλα αυτά, πιστεύω πως η Baker Tilly πρέπει να βρίσκεται υπεράνω κάθε υποψίας ή ατασθαλίας. Αναλόγως θεωρώ ότι δεν πρέπει να κατέχει ηγετικό ρόλο στην Baker Tilly Greece. Ο τρόπος με τον οποίο θα προχωρήσουμε θα εξαρτηθεί από το άλλο έγγραφο που μου έστειλες και θα προσπαθήσω να σου παραθέσω κάποιες σκέψεις μου πάνω σε αυτό αύριο.». Αν και δεν προσκομίζεται η συνέχεια της παραπάνω ηλεκτρονικής επικοινωνίας, αποδείχθηκε, και από τις ομολογίες των εναγουσών, ότι τελικό, προκειμένου να παραμείνουν οι τελευταίες στο δίκτυο της πρώτης εναγομένης, προτάθηκε σε αυτές η απομάκρυνση του ... από την θέση του ως Προέδρου Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου της πρώτης ενάγουσας, πράγμα το οποίο δεν έγινε αποδεκτό. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ύπαρξη των σχετικών καταδικαστικών αποφάσεων δεν είναι άνευ σημασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγουσες. Ειδικότερα, από την από 08.04.2016 πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος της ΕΡΤ (προς ανάθεση έργου), με αντικείμενο τον έλεγχο από ορκωτούς λογιστές των παραστατικών συμβάσεων κυριότητας της ΕΡΤ Α.Ε., την οποία προσκομίζουν ενδεικτικά οι πρώτη, τρίτη και τέταρτος των εναγομένων, προκύπτει ότι μεταξύ των δικαιολογητικών που απαιτούνται περιλαμβάνεται και υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, στην οποία ο συμμετέχων, ή αν πρόκειται για Α.Ε. ο Πρόεδρος Δ.Σ. και ο Διευθύνων Σύμβουλος θα δηλώνει ότι, μεταξύ άλλων, δεν έχει καταδικαστεί με αμετάκλητη καταδικαστική με τίτλο «Χρήση του ονόματος της Baker Tilly (εμπορική ονομασία, διακριτικός τίτλος) αναφέρονται τα εξής: «Η VNT Auditing SA έχει ήδη πάρει άδεια να χρησιμοποιεί το όνομα Baker Tilly Greece ως την εμπορική της ονομασία. Το ίδιο θα γίνει και για την Audit Services SA και Accounting Solutions SA. Η NP (...) θα κανονίσει την απαραίτητη γραφειοκρατία για να μπει στο κατάλληλο μέρος». Ακόμη, υπό τον αριθμό 15 και με τίτλο «Ταμπέλες της Baker Tilly GREECE» αναφέρονται τα εξής: «Οι εξωτερικές ταμπέλες στο πάνω μέρος των κτιρίων των γραφείων, μπορούν να περιέχουν μόνο μεμονωμένα ονόματα εταιριών για τους επόμενους έξι μήνες. Μετά από αυτό, τα μεμονωμένα ονόματα εταιριών πρέπει αν κατέβουν και να παραμείνει μόνο το «Baker Tilly Greece». Αυτό είναι σύμφωνα με τις αυστηρές οδηγίες της Baker Tilly International. Αποδεικνύεται έτσι ότι αφενός μεν ως προς τη χρήση του παραπάνω λεκτικού στο διακριτικό τίτλο των εναγουσών υπήρξε αποδοχή του σχετικού αιτήματος, το οποίο είχε ήδη υποβληθεί και γίνει δεκτό από την τρίτη εταιρία του δικτύου (VNT Auditing SA), αφετέρου δε ως προς την ανάρτηση διακριτικής πινακίδας με το λεκτικό «BAKER TILLY GREECE» στην πρόσοψη του κτιρίου που στεγάζει τα γραφεία των εναγουσών, υπήρξε ενιαία αντιμετώπιση, όπως αυτή εκτίθεται παραπάνω, για όλα τα μέλη του δικτύου, και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός των εναγουσών περί διακριτικής αντιμετώπισης σε βάρος τους και παραβίασης από την πρώτη εναγομένη της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μελών του δικτύου. Εξάλλου, αναφορικά με την απορρέουσα από τις από 08.10.2014 συμβάσεις υποχρέωση της πρώτης εναγομένης για marketing και προώθηση πωλήσεων, αποδείχθηκε ότι η τελευταία δεν ανταποκρίθηκε.  Ειδικότερα,  οι αναφερόμενες στις παραπάνω συμβάσεις δεσμεύεις της για μελλοντικές ενέργειες με σκοπό τη διαφήμιση και προώθηση των πωλήσεων των εναγουσών, παρέμειναν μελλοντικές, καθώς η καθιέρωση του «προγράμματος marketing», το οποίο θα διαχειριζόταν πόρους από συνεισφορές των μελών του δικτύου ουδέποτε έλαβε χώρα, ενώ από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη προέβη σε οποιουδήποτε είδους διαφήμιση στον τύπο ή σε ηλεκτρονικές διαφημίσεις ή σε μαζική αποστολή διαφημίσεων δια του ταχυδρομείου, συμπεριλαμβανομένου και του ηλεκτρονικού, παρά τις σχετικές υποσχέσεις της όπως αυτές περιλήφθηκαν στις ως άνω συμβάσεις με τις ενάγουσες. Από την τελευταία όμως αντισυμβατική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, ουδόλως μπορεί να συναχθεί η δόλια και απατηλή  συμπεριφορά  αυτής, δια του  νομίμου εκπροσώπου της τέταρτου, λύση των συμβάσεων να  επέρχονται μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών ακολούθησαν δε οι από 27.05.2015 καταγγελίες από τη δεύτερη εναγομένη των από 14.10.2014 συμβάσεων μεταξύ αυτής και των εναγουσών, σύμφωνα με τον όρο 6.2 των συμβάσεων, με τον οποίο προβλεπόταν δικαίωμα καταγγελίας για την περίπτωση που ο δικαιοδόχος «απολέσει την ιδιότητα μέλους του δικτύου». Οι παραπάνω, από 23.04.2015 καταγγελίες, λαβούσες χώρα μετά την παραπάνω, αναλυτικά περιγραφόμενη διαδρομή των γεγονότων, ουδόλως μπορούν να χαρακτηρισθούν καταχρηστικές, παρά τα όσα περί του αντιθέτου επικαλούνται οι ενάγουσες.

 

Συγκεκριμένα, αιτία αυτών ήταν η διπλή και αντιφατική υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης ενάγουσας, ..., ο οποίος αρχικά απέκρυψε και στη συνέχεια αποκάλυψε την ύπαρξη σε βάρος του καταδικαστικών αποφάσεων, που σχετίζονται με το επάγγελμα του, ανεξάρτητα του αν οι ως άνω καταδίκες αφορούσαν απασχόληση του σε άλλες επιχειρήσεις. Από όλα δε όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι από τη διαπίστωση της ύπαρξης των ως άνω καταδικαστικών αποφάσεων, υπήρξε προβληματισμός (π.χ. αίτημα από τον τέταρτο εναγόμενο να αποσταλούν νομικές γνωμοδοτήσεις επί του ζητήματος), ουδόλως δε  αποδείχθηκε ότι το ζήτημα δεν δημιούργησε ενόχληση ή δυσφορία ή παράπονο και ότι προσχηματικό ανέκυψε το πρώτον περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2015, όπως οι ίδιες αβάσιμα ισχυρίζονται. Ακολούθως δε, κρίθηκε ότι η ύπαρξη των ποινικών αυτών αποφάσεων θα μπορούσε να αποτελέσει πρόσχωμα στην ανάθεση στην εταιρία που αυτός εκπροσωπούσε υπηρεσιών από εν δυνάμει πελάτες. Σε κάθε δε περίπτωση από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η καταγγελία αυτή υπήρξε μέρος του απατηλού σχεδίου που κατά τους ισχυρισμούς των εναγουσών ενορχήστρωσε ο τέταρτος εναγόμενος, με απώτερο σκοπό την αθέμιτη απόσπαση πελατείας των εναγουσών, αφού τέτοιο γεγονός ουδέποτε έλαβε χώρα, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια. Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί το υπό στοιχείο Α. α') αίτημα των εναγουσών περί αναγνώρισης της ακυρότητας των από 23.04.2015 καταγγελιών της πρώτης εναγομένης λόγω καταχρηστικότητας. Ενόψει δε του ότι κρίθηκε κατά τα ανωτέρω η εγκυρότητα των ως άνω καταγγελιών, πρέπει να απορριφθεί και το συναφές αίτημα περί αναγνώρισης της εγκυρότητας των από 27.06.2015 καταγγελιών των εναγουσών για σπουδαίο λόγο.  Αποδείχθηκε εξάλλου, ότι σε χρόνο προγενέστερο των παραπάνω καταγγελιών, και συγκεκριμένα στις 27.03.2015, στελέχη της Baker Tilly … and Partners LTD, και συγκεκριμένα οι ..., επισκέφθηκαν τα γραφεία των εναγουσών, προκειμένου να διενεργήσουν έλεγχο σε δύο εταιρίες - πελάτες τους, και συγκεκριμένα στις εταιρίες ALTEC GROUP και ΙΓΕΚΕ απόφαση για κάποιο από τα αδικήματα του Αγορανομικού Κώδικα, σχετικό με την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Με βάση αυτό, η πρώτη ενάγουσα θα αποκλειόταν από τη διεκδίκηση έργων (ιδίως με Ν.Π.Δ.Δ.), τα οποία θα ενδυνάμωναν και τη θέση της πρώτης εναγομένης, ως επικεφαλής του δικτύου αλλά θα αύξαναν και τα εισοδήματα της, διά της αύξησης των δικαιωμάτων, που, κατά τις συμβάσεις θα εισέπραττε. Ενόψει δε του ότι από τις αρχές Φεβρουαρίου 2015, κατά τα ανωτέρω, τέθηκε εν αμφιβάλω η παραμονή των εναγουσών στο δίκτυο, μεταβλήθηκε και ο χαρακτήρας της επίσκεψης του Διευθύνοντος Συμβούλου και Προέδρου της δεύτερης εναγομένης από πανηγυρικός, όπως είχε εξαγγελθεί, σε απλή συνάντηση των μελών του δικτύου στην Ελλάδα, στην οποία αν και είχαν κληθεί να παραστούν οι εκπρόσωποι των εναγουσών, τελικά δεν παρέστησαν, κατόπιν αιτήματος του τέταρτου εναγομένου. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εν λόγω συνάντηση, που έλαβε χώρα στις 12.02.2015 στην Αθήνα, έγινε εν κρυπτώ, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγουσες, καθώς από στην από 12.03.2015 επιστολή του ... προς τον ως άνω Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της δεύτερης εναγομένης ..., ο ίδιος αναφέρει ότι «...δεν είχα την ευκαιρία να σας συναντήσω, διότι ο … μου ζήτησε να μην παραστώ...».     Με την παραπάνω επιστολή, ο Πρόεδρος Δ.Σ. της δεύτερης ενάγουσας ζήτησε συνάντηση με τον ανωτέρω εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, με την παρουσία και του τέταρτου των εναγομένων, προκειμένου να άρει τις αμφιβολίες του σχετικά με την ένταξη των εναγουσών στο δίκτυο, λόγω της ύπαρξης των παραπάνω αναφερόμενων καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης ενάγουσας. Σε απάντηση στην ανωτέρω επιστολή, ο ..., με το από 19.03.2015 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, απευθυνόμενο στον ..., παρέπεμψε τον τελευταίο στον τέταρτο εναγόμενο, δεδομένου ότι θεώρησε ότι πρόκειται για «...εσωτερική υπόθεση της Baker Tilly Greece να επιλύσει...». Ακολούθησε δε συνάντηση μεταξύ του ... και του τέταρτου εναγομένου στις 03.04.2015 (όπως προκύπτει από την ανταλλαγή μεταξύ των παραπάνω προσώπων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου), προκειμένου να συζητήσουν τα σχετικά ζητήματα, πλην όμως δεν βρέθηκε επωφελής λύση. Έτσι, στις 30.04.2015 κοινοποιήθηκαν από την πρώτη εναγομένη στις ενάγουσες οι από 23.04.2015 καταγγελίες των από 08.10.2014 συμβάσεων, δυνάμει του άρθρου 11 αυτών, ήτοι χωρίς σπουδαίο λόγο, με τα αποτελέσματα των καταγγελιών, ήτοι τη

 

 

έλεγχος αυτός ήταν ποιοτικός, και συγκεκριμένα έγινε προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η παροχή υπηρεσιών από τις ενάγουσες προς τις παραπάνω εταιρίες πληρούσε τις προϋποθέσεις που τίθενται από το εγχειρίδιο ISQC 1 (International Standard On Quality Control), που αφορά τη διασφάλιση ποιότητας των τακτικών ελέγχων. Η διενέργεια του παραπάνω ποιοτικού ελέγχου έπρεπε να γίνει επί πελατών που πληρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες αναφέρονται στο από 05.02.2015 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της παραπάνω αναφερόμενης ... προς το νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης ενάγουσας, ειδικότερα δε επί πελατών που πληρούσαν τα ακόλουθα κριτήρια επιλογής: α. να είναι οντότητα δημοσίου συμφέροντος, β. να ισχύουν οποιεσδήποτε μη συνήθεις περιστάσεις, γ. να απαιτείται ποιοτικός έλεγχος από σχετική νομοθεσία, δ. να ασκείται έλεγχος υψηλού κινδύνου, πχ λόγω τομέα δραστηριοποίησης των λογιστικών πρακτικών που χρησιμοποιεί κλπ, ε. να υπάρχουν συγκεκριμένες πτυχές του ελέγχου που θεωρούνται υψηλού κινδύνου, στ. να υπάρχει οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την ανεξαρτησία του ελεγκτή. Αποδείχθηκε εξάλλου, ότι οι παραπάνω εταιρίες ήταν οι μοναδικές από το πελατολόγιο των εναγουσών, στις οποίες παρείχαν ελεγκτικές υπηρεσίες που ήταν εισηγμένες στο χρηματιστήριο, θεωρούνταν δηλαδή υψηλού κινδύνου, γεγονός που προκύπτει από το από 18.11.2014 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ..., ανώτατου διευθυντή της δεύτερης ενάγουσας προς τον ως άνω διευθυντή του τεχνικού τμήματος της Baker Tilly … and Partners LTD .... Ο παραπάνω δε έλεγχος, αν και έγινε από στελέχη της Baker Tilly … and Partners LTD, τα οποία είχαν τη σχετική εμπειρία, δεδομένης της συνεργασίας της παραπάνω μητρικής εταιρίας με τη δεύτερη εναγομένη ήδη από το έτος 2003, κατά τα προαναφερόμενα, έγινε για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης εταιρίας, προκειμένου αυτή να αποστείλει τη σχετική αναφορά προς τη δεύτερη εναγομένη, όπως είχε υποχρέωση, ως επικεφαλής του δικτύου Baker Tilly Greece. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 13.05.2015 (βλ την με αριθ. 12519/2015 πράξη σύστασης - καταστατικό της συμβολαιογράφου Αθηνών ...) ιδρύθηκε η τρίτη εναγομένη ελεγκτική εταιρία, επίσης θυγατρική της Baker Tilly … and Partners LTD -δεδομένου ότι η τελευταία κατέχει το 99% των μετοχών της-, η οποία αμέσως εντάχθηκε στο δίκτυο της πρώτης εναγομένης. Η τελευταία υπέβαλε οικονομική προσφορά ήδη από τις 19.06.2015, στην εταιρία «ALTEC ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΒΕΕ», προκειμένου να εκλεγεί από τη γενική συνέλευση της παραπάνω εταιρίας ως ελεγκτής για τη χρήση του έτους 2015, ύψους 72.500 ευρώ. Αντίστοιχα, οικονομική προσφορά υπέβαλε η δεύτερη ενάγουσα, ως εταιρία παροχής ελεγκτικών υπηρεσιών, ύψους 78.000 ευρώ, καθώς και η εταιρία με την επωνυμία «ΩΡΙΩΝ Ορκωτοί Λογιστές Α.Ε.», ύψους 78.000 ευρώ. Όπως αποδεικνύεται δε από την από 25.06.2015 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της εταιρίας με την επωνυμία «ALTEC ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ ΑΒΕΕ», επιλέχθηκε για να διενεργήσει τον έλεγχο της χρήσης του έτους 2015 η τρίτη εναγομένη, και συγκεκριμένα τα μέλη αυτής ... ως τακτικός ελεγκτής και ... ως αναπληρωματικός ελεγκτής. Η υποβολή δε της παραπάνω οικονομικής προσφοράς από την τρίτη εναγομένη δεν έγινε με τρόπο αθέμιτο. Ειδικότερα, όπως και οι ενάγουσες εκθέτουν, τη χρονική περίοδο Μαίου-Ιουνίου κάθε έτους, οι ανώνυμες εταιρίες συγκαλούν, υποχρεωτικά έως το τέλος Ιουνίου κάθε έτους, γενικές συνελεύσεις, προκειμένου να εκλέξουν τους ελεγκτές της επόμενης χρήσης. Κατά τη χρονική αυτή περίοδο οι ελεγκτικές εταιρίες, υποβάλουν οικονομικές προσφορές προκειμένου να επιλεγούν προς διενέργεια ελέγχου. Στα πλαίσια αυτά υποβλήθηκαν οι παραπάνω αναφερόμενες οικονομικές προσφορές. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι τα στελέχη της τρίτης εναγομένης εταιρίας τελούσαν σε γνώση της οικονομικής προσφοράς που επρόκειτο να υποβάλει η δεύτερη ενάγουσα, ώστε οι ίδιοι να υποβάλουν χαμηλότερη προσφορά, δεδομένου ότι η τρίτη εναγομένη είχε υποβάλει την προσφορά της σε χρόνο προγενέστερο, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από τις ενάγουσες μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ..., ο οποίος για λογαριασμό της ALTEC ενημέρωσε τη δεύτερη ενάγουσα σχετικά με την υποβολή της παραπάνω προσφοράς από την τρίτη εναγομένη. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε δόλια μεθόδευση προκειμένου η τρίτη εναγομένη να αποσπάσει την παραπάνω εταιρία-πελάτη της δεύτερης ενάγουσας. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι κατά τη διενέργεια ποιοτικού ελέγχου από τα παραπάνω αναφερόμενα στελέχη της Baker Tilly … and Partners Ltd, τα τελευταία έλαβαν γνώση της τιμολόγησης της εταιρίας ALTEC και ότι στη συνέχεια ενημέρωσαν περί του ζητήματος αυτού τα στελέχη της θυγατρικής, τρίτης εναγομένης εταιρίας, ώστε δια της υποβολής χαμηλότερης οικονομικής προσφοράς, η τελευταία να αποσπάσει την παραπάνω εταιρία από το πελατολόγιο της δεύτερης ενάγουσας. Τούτο, καθώς ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η τιμολόγηση των υπηρεσιών της δεύτερης ενάγουσας προς την ALTEC είχε γίνει αντικείμενο ελέγχου και γνώσεως από τα παραπάνω στελέχη της Baker Tilly … and Partners, ουδόλως τα τελευταία (στελέχη) θα μπορούσαν να γνωρίζουν την τρέχουσα προσφορά της δεύτερης ενάγουσας, δεδομένου ότι αυτή διαφοροποιείται ανά έτος. Αυτό δε προκύπτει και από το γεγονός ότι αν και η αμοιβή που η δεύτερη ενάγουσα έλαβε από την παραπάνω εταιρία για το έτος 2014 ανερχόταν στις 85.000 ευρώ, η προσφορά που υπέβαλε για το έτος 2015 ανήλθε στις 78.000 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, ήτοι τον μήνα Ιούνιο του 2015, οι ενάγουσες παρά το γεγονός ότι οι συμβάσεις με την πρώτη εναγομένη είχαν ήδη καταγγελθεί, εξακολουθούσαν να αποτελούν μέλη του δικτύου Baker Tilly Greece -δεδομένου ότι τα αποτελέσματα της καταγγελίας θα επέρχονταν από 01.09.2015, κατά τα προαναφερόμενα- όπως ήταν και η τρίτη εναγομένη. Ήταν συνεπώς σε ισχύ και η συνομολογηθείσα με τις από 08.10.2014 συμβάσεις ρήτρα περί μη ανταγωνισμού μεταξύ των μελών του δικτύου. Η πράξη αυτή της τρίτης εναγομένη, ήτοι η υποβολή οικονομικής προσφοράς σε πελάτη της δεύτερης ενάγουσας, και τελικά η ανάληψη του παραπάνω έργου από αυτή, συνιστά ανταγωνιστική πράξη. Πλην όμως, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στην νομική σκέψη της απόφασης αυτής, η παράβαση συμβατικών ρητρών απαγορεύσεως ανταγωνισμού δεν είναι χωρίς άλλο αθέμιτη, αλλά απαιτείται η συνδρομή ειδικών περιστάσεων, που να θεμελιώνουν την αντίθεση στα χρηστά ήθη, χωρίς ν' αρκεί καθ’ εαυτή η παράβαση της παρεπόμενης αυτής ενοχικής ή εκ του νόμου υποχρέωσης. Η συνδρομή όμως των ειδικών αυτών περιστάσεων και ειδικότερα η δόλια μεθόδευση που οι ενάγουσες επικαλούνται με την ένδικη αγωγή, ουδόλως αποδείχθηκε, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η παραπάνω αναφερόμενη εταιρία ALTEC έπαψε να αποτελεί μέλος της πελατειακής βάσης και της πρώτης ενάγουσας. Τούτο, καθώς οι δύο ενάγουσες εταιρίες, αποτελούν μεν μέλη του ίδιου ομίλου, έχουσες κοινά συμφέροντα και λόγω της ταύτισης των κατεχόντων του μεγαλύτερου τμήματος των μετοχών τους, πλην όμως παρέχουν διαφορετικές υπηρεσίες. Το γεγονός δε ότι η ALTEC ανέθεσε, για τη χρήση 2015, τον ετήσιο έλεγχο της στη τρίτη εναγομένη, δεν σημαίνει ότι έπαυσε να έχει ως οικονομικό, φορολογικό ή λογιστικό σύμβουλο της την πρώτη ενάγουσα, η οποία παρέχει αυτού του είδους τις υπηρεσίες. Ενόψει όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως βάσιμη κατ' ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα των πρώτης τρίτης και τέταρτου των εναγομένων βαρύνουν τις ενάγουσες, λόγω της ήττας των τελευταίων στη δίκη αυτή και πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή τους κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος των εναγομένων αυτών (άρθρ. 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων διακοσίων (10.200,00) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2017.

 

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ    Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, στις 7 Ιουλίου 2017, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ