ΠΠρΑθ 1044/2014

 

Σύμβαση διανομής - Έκτακτη καταγγελία της σύμβασης από το διανομέα - Αξιώσεις του διανομέα -.

 

Δικονομική σύμβαση, υπό τη μορφή ρήτρας ενσωματωμένης στη σύμβαση διανομής, περί παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων υπέρ των δικαστηρίων της Αγγλίας. Συμβατική ρήτρα περί εφαρμοστέου αγγλικού δικαίου. Ένσταση των εναγομένων περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων. Δεκτή η ένσταση. Η αγωγή απορρίπτεται στο σύνολό της.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1044/2014

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Δημήτριο Οικονόμου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Βασίλειο Μαντά, Πρωτοδίκη και Κωνσταντίνα Αλεξοπούλου, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Αικατερίνη Αλεξοπούλου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 05η Ιουνίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΥΛΙΣ Α.Ε.Β.Ε.» που εδρεύει στη Μαγούλα Αττικής (οδός Δαβίδ Αμαρίλιο, θέση Χάβωση) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε παρουσία του νομίμου εκπροσώπου της από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Δημήτριο Κουτσούκη και Δάφνη Κουτσούκη.

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της δανικού δικαίου εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ROHM & HAAS Europe Trading ApS» που εδρεύει στο 2800 Kongens Lyngby της Δανίας (οδός Sorgenfrivej 15) και εκπροσωπείται και 2) της εταιρείας με την επωνυμία «DOW ΕΛΛΑΣ ΑΒΕΕ» που εδρεύει στο Θορικό Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν διό της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Φρονίστα.

 

Η ΕΝΑΓΟΥΣΑ ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.11.2012 αγωγή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου την 26n.11.2012 με γενικό αριθμό κατάθεσης 187819/2012 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 5946/ 2012, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και μετά την εκφώνηση της. από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν οτις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτές κοι στα πρακτικά της δίκης.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

 Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 Κ,Πολ,Δ. στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα Ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με το Ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποιο στοιχείο θεμελιωτικό της αρμοδιότητας τους, κατά τις διατάξεις περί γενικών κοι ειδικών δωσιδικιών. Από τη διάταξη όμως αυτή, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 42, 43 και 44 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ακόμη, ότι με συμφωνία των μερών μπορεί να αποκλειστεί η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί υφισταμένων και αν η συμφωνία γίνει εγγράφως και επί διαφορών που θα προκύψουν στο μέλλον, από ορισμένη έννομη σχέση, εφόσον τούτο καθορίζεται κατά τρόπο σαφή. Υπάρχει σαφής καθορισμός όταν προκύπτει από τη συμφωνία ότι ο καθορισμός θα γίνει κατά τις διατάξεις του δικονομικού δικαίου της αλλοδαπής Πολιτείας.

 

 Στην περίπτωση αυτή, με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως, οι διάδικοι με τη συμφωνία τους αυτή εκφράζουν τη βούληση τους και έτσι προβαίνουν στον καθορισμό του συγκεκριμένου κατά τόπο αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου, αναφερόμενοι στους προσιτούς κανόνες του δικονομικού δικαίου της αλλοδαπής πολιτείας κοι η συμφωνία τους αυτή είναι έγκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι νόμιμης προσβολής της (ΟλΑΠ 4/1992, ΕλλΔνη 1992, 749). Η κατά το άρθρα 42 και 43 ΚΠολΔ συμφωνία των διαδίκων περί αποκλεισμού της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων είναι δικονομική, αφού έχει αποκλειστικά δικονομικές επενέργειες, που συνίστανται στον αποκλεισμό ή στη θεμελίωση της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου. Συνεπώς το δικαίωμα κάθε διαδίκου να επικαλεσθεί την ανωτέρω συμφωνία και να προτείνει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, λόγω της δικονομικής φύσης του, δεν υπόκειται κατά την άσκηση του στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, στον οποίο εμπίπτει η άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από κανόνα του ουσιαστικού δικαίου [ΑΠ 1288/1994 ΔΕΕ 1995.215, ΑΠ 37/1989 ΕλλΔνη 1990.798, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, όρθρο 42, αριθμ. 8). Όταν ο ισχυρισμός του εναγομένου περί αποκλειστικής αρμοδιότητος άλλου δικαστηρίου θεμελιώνεται σε ρητή συμφωνία των διάδικων περί παρεκτάσεως, ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά μόνο κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθ. 263 εδ. α' ΚΠαλΔ, ΑΠ 703/2005, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΛαρ 833/2006 Δικογραφία 2007.95, ΕφΑΘ 717/2009 ΤΝΠ Νόμος), Εξάλλου, από τις διατάξεις των όρθρων 2 § 1, 4 § 1, 5 § 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου "για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις", η οποία αντικατέστησε την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών "για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις", συνάγεται ότι καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων η έδρα τους. Ωστόσο, στο άρθρο 1 παρ. 3 του ως άνω Κανονισμού ορίζεται ρητά ότι «Στον παρόντα κανονισμό ο όρος "κράτος μέλος" περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη πλην της Δανίας». Κατά συνέπεια, η Δανία δεν δεσμεύεται από αυτόν τον Κανονισμό, ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του, Δεδομένου, όμως, ότι η από 27.9.1968 σύμβαση των Βρυξελλών ισχύει στις σχέσεις μεταξύ Δανίας και των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον ανωτέρω κανονισμό, η εν λόγω σύμβαση και το πρωτόκολλο του 1971 εξακολουθούν να εφαρμόζονται μεταξύ της Δανίας και των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον ΚανΒρυξ. 44/2001 (βλ. υπ' αριθ. 21 και 22 του Προοιμίου του Καν. 44/2001, βλ. και Εφ Πειρ.302/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008/230). Περαιτέρω, σύμφωνο με το άρθρο 17 της σύμβασης για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 27.9.1968, όπως τροποποιήθηκε το 1978 με την προσχώρηση της Δανίας, Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και το 1982 με την προσχώρηση της Ελλάδας με σύμβαση που υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 25.10.1982 και κυρώθηκε με το ν. 1814/1988 και υπερισχύει κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου, αν τα μέρη, από τα οποία το ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του (ή την έδρα του επί νομικών προσώπων) στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους συμφώνησαν, είτε γραπτά είτε προφορικά αλλά με γραπτή επιβεβαίωση, ότι τα δικαστήρια συμβαλλόμενου κράτούς θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή θα προκύψουν στο μέλλον από συγκεκριμένη έννομη σχέση, τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, θεμελιώδης προϋπόθεση για έγκυρη παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει του άρθρου 17, είναι, κατά τα άνω, η ύπαρξη συμφωνίας των μερών. Αυτό είναι αυτονόητο, συναγόμενο από τη φύση του θεσμού της παρέκτασης και προκύπτει ευθέως από το κείμενο του άρθρου. Επίσης π συμφωνία παρεκτάσεως, που προβλέπεται οπό αυτή, πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση γραπτή, και αν ακόμα η σύμβαση στην οποία αφορά καταρτίστηκε προφορικά, και επί πλέον ειδική, υπό την έννοια ότι δεν αρκεί να αναφέρεται σε έντυπους γενικούς όρους συναλλαγών, οι οποίοι περιέχονται σε τιμολόγια ή δελτία αποστολές εμπορευμάτων (βλ. απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1976, 24/76, Estasls Salotti (Συλλογή τόμος 1976, σ. 653, σκέψη 13), ωστόσο, η περίπτωση αυτή διαφοροποιείται από την περίπτωση κατά την οποία στο ίδιο το κείμενο της υπογραφείσας από τους συμβαλλομένους συμβάσεως γίνεται ρητώς μνεία των γενικών όρων, μεταξύ των οποίων και ρήτρα περί παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας (βλ. υπόθεση C-159/97, υπόθεση Trasporti Castelletfci Spedizioni Internazionali SpA/Hugo Trumpy SpA, σκέψη 13). Επιπλέον, ενόψει και της ερμηνείας της διάταξης του άρθρου 17 υπό το πρίσμα της αρχής της αυτονομίας της βουλήσεως η επιλογή του υποδειχθέντος δικαστηρίου εκτιμάται μόνον ενόψει παραμέτρων που άπτονται των επιτογών του άρθρου 17 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 και όχι παραμέτρων που αφορούν τους δεσμούς μεταξύ του υποδειχθέντος δικαστηρίου κοι της επίδικης σχέσεως το βάσιμο της ρήτρας και τους ουσιαστικούς κανόνες περί ευθύνης που τυγχάνουν εφαρμογής ενώπιον του επιλεγέντος δικαστηρίου (βλ. C-159/97, ο.π. σκέψεις 46 επ., απόφαση της 09ης.11.1978 Meeth/ Glacetal, Κεραμέως/Κρεμλή/ Ταγαρά «Η σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα, Ερμηνεία κατ' άρθρο», Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1989, σελ. 154, §27). Κατά συνέπεια συμφωνία των μερών που παρεκτείνει τη διεθνή δικαιοδοσία όχι ενός συγκεκριμένου δικαστηρίου ατομικώς αλλά των δικαστηρίων ενός συμβαλλομένου κράτους στο σύνολο τους ακόμα και αν η διαφορά δεν παρουσιάζει κανένα συνδετικό στοιχείο με το κρότος αυτό είναι ισχυρή (βλ. Κ. Κεραμέως, «LIBER AMICORUM - Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων. Δέκα χρόνια εφαρμογής της στην Ελλάδα,» υπό Ευγενία Ρ. Σαχπεκίδου, σελ. 221, Κεραμέως/Κρεμλή/Ταγαρά ο.π. σελ. 154). Από αντικειμενική άποψη, οι συμφωνίες περί παρεκτάσεως πρέπει να αναφέρονται σε ορισμένη έννομη σχέση, μπορούν δε να αφορούν τόσο παρούσες, όσο και μελλοντικές (περιουσιακές) διαφορές. Μάλιστα το ΔΕΚ πάγια υποστηρίζει ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ερμηνεύσει τη συμφωνία παρεκτάσεως προκειμένου να καθορίσει τις διαφορές που θα υπαχθούν στη συγκεκριμένη έννομη σχέση (βλ. απόφαση της 09ης.11.1978 Meeth/Glacetal). Ετσι, αν δεν προκύπτει το αντίθετο από τη συμφωνία, αξιώσεις από αδικοπραξία υπάγονται κατ' αρχήν στην έννοια της έννομης σχέσης για τη σύμβαση, ιδίως όταν η αδικοπραξία συνιστά και παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων (βλ. ΕφΑΘ 4467/2010, ΔΕΕ 2011/218, ΕφΑΘ 2523/2005, ΕλλΔνη 2005, 1721, Εφ Αθ 1665/ 2001, ΕΕμπΔ 2001, 527, Ευγενία Ρ. Σαχπεκίδου, στο Κ, Κεραμέως,  «LIBER AMICORUM, ο.π.» σελ. 222, Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία I, σελ. 262).

 

 Η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή της εκθέτει, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της ότι δραστηριοποιείται στην εμπορία βιομηχανικών πρώτων υλών. Ότι η πρώτη εναγομένη, που δραστηριοποιείται στην παρασκευή, εμπορία και εξαγωγή βιομηχανικών πρώτων υλών και χημικών προϊόντων, είναι ειδική διάδοχος της αγγλικού δικαίου εταιρείας με την επωνυμία «ROHM & HAAS UK LtD», θυγατρικής εταιρείας μέχρι τα έτος 2008 του πολυεθνικού ομίλου «ROHM & HAAS» με έδρα τη Φιλαδέλφεια Πενσυλβανία των ΗΠΑ, η οποία εξαγοράστηκε τον Απρίλιο του έτους 2009 από τον αμερικάνικο όμιλο εταιρειών «Dow Chemical Company» με έδρα το Michigan, Ότι η δεύτερη εναγομένη είναι θυγατρική εταιρεία του ομίλου «Dow Chemical Company» στην Ελλάδα και έχει ως αντικείμενο την παραγωγή, εισαγωγή και πώληση χημικών, οικοδομικών υλικών και άλλων προϊόντων, Ότι από τη σύσταση της (ενν. η ενάγουσα) και συγκεκριμένα από το έτος 1989 μέχρι και την 19.11.2012, ασχολείτο με την αποκλειστική διανομή των προϊόντων της δικαιοπαρόχου της πρώτης εναγομένης και μετέπειτα της πρώτης εναγομένης.

 

 Ότι ιδίως με την από 05.01.2005/10.01.2005 σύμβαση διανομής, συμφωνήθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της δικαιοπαρόχου της πρώτης εναγομένης με αναδρομική ισχύ από 01.01.2005, και πράγματι συντελέστηκε η αποκλειστική διανομή για την Ελλάδα και την Κύπρο των προϊόντων της τελευταίας ήτοι χημικών (κυρίως ακρυλικών) πολυμερών, με κυριότερη χρήση στην Ελλάδα την παραγωγή χρωμάτων. Ότι η ανωτέρω σύμβαση που είχε ισχύ μέχρι 31.12.2007 και ανανεώθηκε δύο φορές εξακολούθησε να ισχύει μετά και τη μεταβίβαση της αρχικής αντισυμβαλλομένης στην πρώτη εναγομένη και την από 01.8.2011 τροποποιητική συμφωνία καθώς και μετά την λήξη της τελευταίας ανανέωσης με αποτέλεσμα να καταστεί αορίστου χρόνου. Ότι η ανωτέρω σύμβαση λύθηκε μετά από καταγγελία της ίδιας της ενάγουσας εξαιτίας αποκλειστικής υπαιτιότητας της πρώτης εναγομένης. Ότι ειδικότερα εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης που συνίστατο στην επιβολή διαφορετικής τιμής αγοράς (ενν. για την ενάγουσα) ανάλογα με τον προορισμό μεταπώλησης εκάστου προϊόντος, στον καθορισμό από μέρους της εναγομένης των τιμών μεταπώλησης (ενν. της ενάγουσας), στην ευνοϊκή ιδίως τιμολογιακή μεταχείριση υπέρ σημαντικών πελατών τους (ενν. ενάγουσας και πρώτης εναγομένης) που μείωνε σημαντικά το μικτά κέρδος της ενάγουσας, στην επιβολή χρήσης συγκεκριμένου μεταφορέα που αύξανε το κόστος μεταφοράς και κατ' επέκταση την τιμή αγοράς των συμβατικών προϊόντων, στην απευθείας πώληση, παρακάμπτοντάς την, συμβατικών προϊόντων προς τους εκτιθέμενους στην αγωγή πελάτες της στην άρνηση της να της πωλήσει τα εκτιθέμενα στην αγωγή συμβατικό προϊόντα επικαλούμενη έλλειψη αυτών, στην αντισυμβατική μείωση του πιστωτικού ορίου απαιτώντας άμεση εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και στην απόπειρα να της υφαρπάξει αζημίως το σημαντικότερο της πελάτη, η ενάγουσα αναγκάστηκε να προβεί σε έκτακτη καταγγελία της σύμβασης αποκλειστικής διανομής και να υποστεί σημαντική ζημία. Ότι πέραν της ανωτέρω συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης υπέστη ζημία και από την παράνομη συμπεριφορά και της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας, που έλαβε χώρα από τη στιγμή που ο όμιλος εταιρειών «Dow Chemical Company» εξαγόρασε την πρώτη εναγομένη και αποσκοπούσε στην εκτόπιση της από την ελληνική αγορά. Ότι η ανωτέρω αντισυμβατική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης και η επιβολή των ανωτέρω συναλλακτικών όρων συνιστά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, εξαιτίας του σκοπού των εναγομένων να της υφαρπάξουν αζημίως τους πελάτες της καθώς και καταχρηστική εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης στην οποία βρίσκεται προς την πρώτη εναγομένη, εξαιτίας της δεσπόζουσας θέσης στις πρώτες ύλες για την παραγωγή χρωμάτων που κατέχει η τελευταία στην ελληνική αγορά και ο όμιλος εταιρειών «Dow Chemical Company» στην παγκόσμια αγορά, ενόψει της σημαντικής χρηματοοικονομικής του δύναμης, της προνομιακής πρόσβασης στις πηγές πρώτων υλών, καθώς και του ευρέως δικτύου εργοστασίων παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν εκάστη εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων οκτακοσίων δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα επτά ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (4.819.747,29 ), άλλως το ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων διακοσίων είκοσι έξι χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (4.226.372,29 ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής όπως το ανωτέρω ποσό αναλύεται ως εξής: ι) για διαφυγόντα κέρδη πέντε ετών, που, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και με βάση τα προπαρασκευαστικό μέτρα που είχε λάβει, όπως εκτίθενται αναλυτικά στο δικόγραφο της αγωγής θα πραγματοποιούσε, το ποσό των 2.303.684 , υπολογιζόμενο με βάση το μέσο όρο των μικτών κερδών των δύο τελευταίων ετών της συνεργασίας της με την πρώτη εναγομένη, μετά την αφαίρεση από το τζίρο των πωλήσεων του κόστους κτήσης των πωληθέντων, επικουρικά το ποσό του 1.710.309 , υπολογιζόμενο με βάση το μικτό κέρδος του τελευταίου της συνεργασίας τους έτους ιι) για ζημία λόγω του αναλυτικώς εκτιθέμενου στην αγωγή αδιάθετου εμπορεύματος του, που η πρώτη εναγομένη της επέβαλε να προμηθευτεί, το ποσό των 107.751,39 , ιιι) για ζημία από αναπόσβεστες επενδύσεις, στις οποίες προέβη κατά προτροπή της πρώτης εναγομένης όπως αναλυτικά εκτίθενται, το ποσό του 1.232.417,30 , ιν) για ζημία που συνίστατο στην απώλεια κερδών από πελάτες των οποίων την προμήθεια της υφάρπαξαν, όπως εκτίθενται στην αγωγή, το συνολικό ποσό του 1035.350 και ν) για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της φήμης και της αξιοπιστίας της το ποσό των 500.000 . Τα ανωτέρω δε ποσά ζητά με διαδοχικές επικουρικές θεμελιώσεις της παράνομης συμπεριφοράς της μεν πρώτης εναγομένης σε παραβίαση του άρθρου 1 του ν. 146/1914, επικουρικά σε παράβαση των άρθρων 281 και 288 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ΑΚ, άλλως σε παράβαση του άρθρου 919 ΑΚ, επικουρικά σε παραβίαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ καθώς και σης διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν. 3959/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 914 ΑΚ, επικουρικά σε παράβαση του άρθρου 18 του ν. 146/1914 και επικουρικά ως προςτο, κονδύλιο της ηθικής βλάβης στα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ, της δε δεύτερης εναγομένης σε παράβαση του άρθρου 914 ΑΚ και επικουρικά σε παράβαση του άρθρου 919 ΑΚ. Επίσης και μόνο ως προς την πρώτη εναγομένη τα ανωτέρω ποσά ζητά και με βάση την ενδοσυμβατική της ευθύνη επικαλούμενη τις διατάξεις των άρθρων 9 παρ, 1γ και 3 β του π.δ. 219/1991 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 361, 281, 288, 297, 298 και 330 του ΑΚ. Επιπλέον, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η πρώτη αποκλειστικής διανομής να της καταβάλει ως αποζημίωση πελατείας το ποσό των 752.632 Ε πλέον ΦΠΑ 23%, με το νόμιμο τόκο από τις 20.11.2012, επομένη της καταγγελίας άλλως από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, υπολογιζόμενο το ανωτέρω ποσό με βάση το μέσο όρο των αμοιβών που η ενάγουσα έλαβε κατά τα πέντε τελευταία έτη, λόγω της πελατείας που εισέφερε στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης, όπως αυτή εκτίθεται αναλυτικά στο δικόγραφο της αγωγής, η οποίο και παραμένει επ' ωφελεία της και της απόλυτης οικονομικής της εξάρτηση οπό την τελευταία. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή καθώς και καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική της δαπάνη.

 

 

 Οι εναγόμενες με τις κοινές προτάσεις τους προέβαλαν προεχόντως, πριν από κάθε άμυνα επί της ένδικης υποθέσεως, την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων, ισχυριζόμενες, ότι τόσο στην από 01.01.2005 αρχική συμφωνία μη αποκλειστικής διανομής με αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας τη δικαιοπάροχο της πρώτης εναγομένης, όσο και στην από 26.11.2008 τροποποιητική αυτής με αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας την πρώτη εναγομένη, υπάρχει συμφωνημένη ρήτρα περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της Αγγλίας για διαφορές που προκύπτουν από την παραπάνω σύμβαση. Στην ένδικη ένσταση, όπως προκύπτει ΑΠΟ τις προτάσεις, οι εναγόμενες αναφέρουν με σαφήνεια το περιεχόμενο της σχετικής ρήτρας. Η ένσταση αυτή, που προβάλλεται παραδεκτώς μόνο από την πρώτη εναγομένη, καθότι η δεύτερη εναγομένη ως μη αντισυμβαλλόμενη στη σχετική σύμβαση δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς προς τούτο, είναι ορισμένη, κατά τα άρθρα 3, 4 και 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, απορριπτόμενης της περί αοριστίας ένστασης της ενάγουσας ως μη νόμιμης καθότι δεν απαιτείται περαιτέρω για το ορισμένο της σχετικής ένστασης η επίκληση του άρθρου επί του οποίου στηρίζεται η ως άνω ένσταση. Περαιτέρω, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3, 4 και 2S2 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, δεδομένου ότι η ενιστάμενη πρώτη εναγομένη είναι δανικού δικαίου εταιρεία με έδρα στη Δανία και ως προς αυτήν δεν εφαρμόζεται ο Καν. Βρυξ. 44/2001 ( άρθρο 1 παρ.3 αυτού), κατά ως άνω αναφερόμενο στη μείζονα σκέψη της παρούσας και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

 Από το με ημερομηνία 05.01.2005/10.01.2005 και με έναρξη ισχύος 01.01.2005 συμφωνητικό μη αποκλειστικής διανομής που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι σε επικυρωμένο αντίγραφο του στην αγγλική γλώσσα και σε νόμιμη μετάφραση του στην ελληνική πρόκυπτε! ότι κατά την κατάρτιση του με συμβαλλομένους τη δικαιοπάροχο της πρώτης εναγομένης αγγλικού δικαίου εταιρεία με την επωνυμία «ROHM & HAAS UK LtD» και έδρα στο Coventry της Αγγλίας και την ενάγουσα, περιλήφθηκε ο όρος με αριθμό 15 στον οποίο οριζόταν ότι «αυτή η συμφωνία θα ερμηνεύεται σύμφωνα με και θα διέπεται από το Αγγλικό Δίκαιο. Τα μέρη συμφωνούν στη μη αποκλειστική δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων». Ωστόσο, στο προσαρτώμενο στο ως άνω συμφωνητικό παράρτημα Γ, όπου εκτίθενται οι ειδικότεροι όροι της πώλησης και συγκεκριμένα στον όρο 16 αυτού ορίζεται ειδικότερα ότι « Αυτή η συμφωνία θα διέπεται και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. Ο αγοραστής αμετάκλητα υποβάλλεται όσον αφορά όλα τα ζητήματα και τις διαφορές που προκύπτουν από τη συμφωνία αυτή στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων». Ακολούθως μετά τη μεταβίβαση της «ROHM & HAAS UK LtD» στην πρώτη εναγομένη έλαβε χώρα τροποποίηση και ανανέωση του ως άνω συμφωνητικού, στο οποίο συμβλήθηκε η πρώτη εναγομένη, και ορίστηκε ρητά ότι οι όροι πωλήσεως της πρώτης εναγομένης έχουν ενημερωθεί και ισχύουν, όπως τίθενται στο προσαρτώμενο στην ως άνω συμφωνία νέο παράρτημα Δ. Μεταξύ δε των περιλαμβάνεται και όρος 15 στον οποίο επαναλαμβάνεται το περιεχόμενο του όρου 16 του παραρτήματος Γ της προγενέστερης συμφωνία και συγκεκριμένα ορίζεται ότι « Αυτή η συμφωνία θα διέπεται και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. Ο αγοραστής αμετάκλητα υποβάλλεται όσον αφορά όλο τα ζητήματα και τις διαφορές που προκύπτουν από τη συμφωνία αυτή στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων». Έτσι, με βάση τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, ως αγοράστρια των συμβατικών προϊόντων, υποχρεούται να απευθυνθεί στα αγγλικά Δικαστήρια. Η ως άνω ρήτρα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της απόφασης, έγκυρα, κατά το άρθρο 17 της Συμβ. Βρυξ., καθιδρύει αποκλειστική αρμοδιότητα, κατά παρέκταση, των δικαστηρίων της Αγγλίας που είναι κράτος - μέλος καθόσον η σχετική συμφωνία παρέκτασης έχει γίνει εγγράφως και άφορα σε διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο και προέρχονται από ορισμένη έννομη σχέση, δηλαδή την ένδικη σύμβαση διανομής. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας που παραδεκτώς προβλήθηκε με την προσθήκη στις προτάσεις της ότι η ανωτέρω ρήτρα αφορά μόνο διαφορές από τις κατ' ιδίαν πωλήσεις και όχι αξιώσεις που απορρέουν από την παράβαση ή την λύση της σύμβασης διανομής ως συνόλου, τυγχάνει αναπόδεικτος καθότι από την ως άνω ρήτρα προκύπτει ότι την αποκλειστική αρμοδιότητα των αγγλικών δικαστηρίων υπάγονται όλες οι αξιώσεις της ενάγουσας που απορρέουν από τη μεταξύ τους σύμβαση διανομής και όχι μόνο οι πωλήσεις, αφού κατά την κρίση του Δικαστηρίου η χρήση από τους συμβαλλομένους του όρου «Buyer» δεν εξειδικεύει το περιεχόμενο των αξιώσεων αλλά το πρόσωπο της ενάγουσας διανομέα και αγοράστριας των προς μεταπώληση συμβατικών προϊόντων, ενώ σύμφωνα με τον ορισμό του όρου « Agreement», ο οποίος χρησιμοποιείται τόσο στον όρο 15 του παραρτήματος Δ της από 26.11.2008 τροποποίησης άσο και στον όρο 16 του παραρτήματος Γ της προγενέστερης συμφωνίας όπως αυτός εξειδικεύεται στον όρο 1 του νέου παραρτήματος Δ, («Agreement») « σημαίνει τους παρόντες όρους μαζί με τους ρητούς όρους που αναφέρονται στην αρχή του παρόντος» αποσαφηνίζοντας ρητώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι ο όρος «Agreement» καταλαμβάνει το σύνολο της συμφωνίας και όχι μόνο το παράρτημα που καθορίζει τους όρους των πωλήσεων, "επιχείρημα που ενισχύεται και από το γεγονός ότι με το τροποποιηθέν παράρτημα Δ αποσαφηνίστηκε και η έννοια του όρου «AGREEMENTS», δεδομένου ότι στο προγενέστερο παράρτημα Γ της από 01.01.2005 συμφωνίας δεν περιλαμβανόταν στους ορισμούς του άρθρου 1. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι δεν γίνεται κάποια διάκριση ως προς το είδος των αξιώσεων, στην αποκλειστική αρμοδιότητα των αγγλικών δικαστηρίων υπάγονται και οι συναφείς αδικοπρακτικές αξιώσεις, αφού, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω στη μείζονα σκέψη, η συμφωνία καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση και στηρίζονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις όπως συμβαίνει και εν προκειμένω με την επιχειρούμενη θεμελίωση της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης, που άπτεται και των ειδικότερων όρων της πώλησης (τιμολογιακή πολιτική, μείωση πιστωτικού ορίου, άρνηση πώλησης προϊόντων) στις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Εξάλλου, η συμφωνία των συμβαλλομένων μερών ως προς το ανωτέρω γεγονός ήταν γραπτή και ειδική, απορριπτόμενου του περί αντιθέτου ισχυρισμού αφού δεν αναφέρεται σε έντυπους γενικών όρων συναλλαγών περιεχόμενοι σε τιμολόγια ή δελτία αποστολής εμπορευμάτων, αλλά σε παράρτημα προσαρτημένο στο κείμενο της τροποποίησης και της ανανέωσης, στο οποίο και έχουν, επίσης τεθεί, οι υπογραφές των συμβαλλομένων μερών, όπως ακριβώς και στο κύριο τμήμα της σύμβασης. Ούτε, όμως, τίθεται θέμα ακυρότητας του ανωτέρω όρου λόγω ασάφειας του, εξαιτίας της ύπαρξης του όρου 15 της από 01.01.2005 αρχικής συμφωνίας που ορίζει ότι «τα μέρη υποβάλλονται στην μη - αποκλειστική δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων», ο οποίος και διατηρήθηκε σε ισχύ, όπως ρητά ορίζεται στην από 26.11.2008 τροποποίηση και ανανέωση. Και τούτο διότι από το συνδυασμό των ως άνω όρων συνάγεται σαφώς ότι η βούληση των συμβαλλομένων μερών ήταν η υπαγωγή των διαφορών τους στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Αγγλικών Δικαστηρίων μόνο στις περιπτώσεις που η διανομέας (ήδη ενάγουσα) προβάλλει κατά της παραγωγού εταιρείας αξιώσεις που απορρέουν από την ένδικη σύμβαση της διανομής ενώ γιο την περίπτωση όπου η παραγωγός εταιρεία ( ήδη πρώτη εναγομένη) προβάλλει κατά της εταιρείας διανομής (ήδη ενάγουσας) οποιαδήποτε αξίωση απορρέουσα από την ένδικη σύμβαση, δεν υποδεικνύεται συγκεκριμένο δικαστήριο ως αποκλειστικό αρμόδιο, αλλά αποδίδεται, κατά παρέκταση, συντρέχουσα αρμοδιότητα και των Αγγλικών Δικαστηρίων, αφήνοντας το δικαίωμα επιλογής στην παραγωγό εταιρεία μεταξύ περισσοτέρων αρμοδίων δικαστηρίων. Αυτού του είδους η συμφωνία που υποδεικνύει περισσότερα του ενός δικαστήρια ως αρμόδια επιτρέπεται, η δε σχετική ρήτρα θεωρείται έγκυρη, σύμφωνα και με τις αποφάσεις του ΔΕΚ που χαρακτηρίζονται από το σεβασμό στην αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης (βλ. ιδίως απόφαση της WM 1.1978 Meeth/ Giacetai). Ο θεμελιωμένος στις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 17 Συμβ. Βρυξ, ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η επίδικη ρήτρα περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων καταρτίστηκε προς όφελος μόνο της πρώτης εναγομένης και ως εκ τούτου μπορεί να προσφύγει σε οποιοδήποτε άλλο δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία, κρίνεται απορριπτέος. Δεδομένου ότι επελέγησαν δικαστήριο κράτους-μέλους ουδέτερου ως προς το κέντρο συμφερόντων αμφοτέρων των συμβαλλομένων και απολύτως εξοικειωμένο με το Αγγλικό Δίκαιο που και τα δύο μέρη επέλεξαν ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της μεταξύ τους συμφωνίας (πρβλ. ΔΕΚ 24.6.1986, Anterist/ Credit Lyonnals σκέψεις 14-17). Περαιτέρω, προς αντίκρουση της ένστασης περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, η ενάγουσα με την προσθήκη αντίκρουση της προέβαλε τον ισχυρισμό περί ακυρότητας της ως άνω ρήτρας παρέκτασης λόγω αντίθεσής της στα χρηστά ήθη (άρθρο 178 ΑΚ), άλλως ως καταχρηστικής (άρθρο 281 ΑΚ), άλλως ως αντίθετης στη δημόσια τάξη, καθόσον λόγω της οικονομικής εξάρτησης της από την πρώτη εναγομένη αναγκάσθηκε να δεχθεί τη ρήτρα, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με αποτέλεσμα να διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε μεγάλες δαπάνες για τη διεκδίκηση των απαιτήσεων της, να βρεθεί σε δυσχερή θέση κατά την εξεύρεση νομικού παραστάτη και μαρτύρων στην αλλοδαπή και τα ανωτέρω σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο επιλεγέν ως εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο δεν προβλέπεται αξίωση αποζημίωσης πελατείας του διανομέα. Ο σχετικός ισχυρισμός της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι αφενός η σχετική ρήτρα αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συμφωνίας μεταξύ της πρώτης εναγομένης και της ενάγουσας την οποία η τελευταία αποδέχθηκε δύο φορές υπογράφοντας δύο διαδοχικές συμβάσεις.

 

 Εξάλλου, ο καθορισμός ως αποκλειστικά αρμόδιων των δικαστηρίων συμβαλλόμενου κρότους - μέλους που δεν συνδέεται με τους διαδίκους και την επίδικη έννομη σχέση, δεν καθιστά άκυρη τη συμφωνία μόνο για το λόγο ότι συνεπάγεται για το οικονομικά ασθενέστερο μέρος αυξημένες οικονομικές δαπάνες για παράσταση στα αλλοδαπά δικαστήρια. Η συμφωνία παρέκτασης συνεπάγεται πάντα αυξημένη δικαστική δαπάνη για ένα εκ των συμβαλλομένων μερών, ώστε αυτή η συνέπεια να μην είναι από μόνη της αρκετή για να καταστήσει τη συμφωνία άκυρη, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε πώς η επιλογή των Δικαστηρίων της Αγγλίας είχε ως απώτερο σκοπό την οικονομική εξόντωση του οικονομικά ασθενέστερου μέρους αλλά την επιλογή ενός ουδέτερου κράτους, με δικαστικό σύστημα υψηλού κύρους. Εξάλλου, η επιλογή των Δικαστηρίων της Αγγλίας είναι απόλυτα συμβατή και με την επιλογή του Αγγλικού Δικαίου ως εφαρμοστέου δικαίου, γεγονός που καθιστά ευχερέστερη και την εύρεση νομικού παραστάτη γνώστη του Αγγλικού Δικαίου. Αλλωστε, η επίκληση μόνον των αυξημένων δαπανών, στις οποίες θα υποβληθεί για την παράσταση της στα αλλοδαπό δικαστήρια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δυσχεραίνει ή καθιστό αδύνατη την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων της, αναλογιζόμενου του κύκλου εργασιών και των κερδών της που ανήλθαν, κατά το μέσο όρο των δύο τελευταίων ετών, μόνο από τη διανομή των προϊόντων της πρώτης εναγομένης στο ποσό των 460 736,93 , Ούτε το γεγονός ότι το αγγλικό δίκαιο, σε αντίθεση με το ελληνικό, δεν προβλέπει αξίωση αποζημίωσης πελατείας του διανομέα αποτελεί λόγο που καθιστά την ανωτέρω ρήτρα άκυρη ως αντίθετη στην ημεδαπή δημόσια τάξη (βλ. Μαριδάκη, ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο Τ, σελ. 346, 347, Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, τ. I, σελ. 60 - 61, όπου περαιτέρω παραπομπές στους συγγραφείς και στη νομολογία), δοθέντος μάλιστα ότι δεν προκύπτει ότι με την επιλογή του ανωτέρω δικαίου εκμηδενίζονται εν γένει τα δικαιώματα του διανομέα έναντι του παραγωγού. Αλλωστε, όπως τόνισε επανειλημμένα το ΔΕΚ, είναι σύμφωνο προς το πνεύμα ασφαλείας δικαίου, το οποίο αποτελεί έναν από τους σκοπούς της συμβάσεως, το να μπορεί ευχερώς το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο να αποφαίνεται επί της αρμοδιότητας του βάσει των κανόνων της Συμβάσεως, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να προχωρήσει στην κατ' ουσίαν εξέταση της υποθέσεως (αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1983, 34/82, Peters, Συλλογή 1983, σ. 987, σκέψη 17' της 29ης Ιουνίου 1994, C-288/92, Custom Made Commercial, Συλλογή 1994, σ. 1-2913, σκέψη 20, απόφαση της 3ης Ιουλίου 1997, C-269/95, Benincasa, σκέψη 27, υπόθεση C-645/11, σκέψη 48). Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν απαιτείται να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΚ, σε σχέση με τα ζητήματα που αντιμετώπισε εν προκειμένω και άπτονται της εφαρμογής του άρθρου 17 της Συμβ. Βρυξ., αφού περί αυτών, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, έχει ήδη αποφανθεί το ΔΕΚ, τα δε εθνικά δικαστήρια είναι αποκλειστικώς αρμόδια να εκτιμούν, ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών κάθε υποθέσεως, τόσο το αν η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως τους είναι αναγκαίο για να μπορέσουν να εκδώσουν τη δική τους απόφαση, όσο και την λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο (αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 1997, C-220/95, Van den Boogaard, Συλλογή1997, σ. 1-1147, σκέψη 16, της 20ής Μαρτίου 1997, C-295/95, Farrel, Συλλογή 1997, σ. 1-1683, σκέψη 11, και 0459/97, υπόθεση Traspoiti Castelfetti Spedizioni Internazionali SpA /Hugo Trumpy SpA, σκέψη 14). Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη διαφορά ως προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, λόγω της αποκλειστικής κατά παρέκταση αρμοδιότητας των Δικαστηρίων της Αγγλίας. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη η ένσταση της πρώτης εναγομένης, απορριπτόμενων των αντιθέτων ισχυρισμών της ενάγουσας και να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη ως απαράδεκτη, ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με το όρθρο 4 εδ. β του ΚΠολΔ.

 

 Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται και κατά της δεύτερης εναγομένης εδρεύουσας στο Θορικό Αττικής εταιρείας παραδεκτώς και αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ, 2, 18 περ.1 και 25 παρ.2 του ΚΠολΔ), εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, Πλην, όμως, τυγχάνει απορριπτέο ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, δεκτής γενομένης και της σχετικής ένστασης των εναγομένων, καθότι δεν εκτίθενται, κατ' άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ούτε εκείνο το πραγματικά περιστατικά που συνιστούν παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, ούτε εκείνα που καταδεικνύουν δόλιες μεθοδεύσεις και πράξεις αθέμιτες και αντίθετες προς τα χρηστά ήθη. Και τούτο διότι το γεγονός και μόνο ότι η δεύτερη εναγομένη, τυγχάνει θυγατρική εταιρεία του ομίλου εταιρειών «Dow Chemical Company» που εξαγόρασε την πρώτη εναγομένη δεν αρκεί για να της αποδοθεί η παράνομη συμπεριφορά που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 914ΑΚ και η αντίθέτη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του άρθρου 919ΑΚ, χωρίς να της προσάπτεται συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη και συμπεριφορά. Ούτε ο σκοπός μόνο εκτόπισης από την αγορά της ενάγουσας και υφαρπαγής της πελατείας της που της προσάπτεται, αρκεί για να καταστεί «πράξη ή συμπεριφορά», από τη στιγμή που δεν συνδέεται με συγκεκριμένες ενέργειες ή παραλείψεις που τυχόν οδήγησαν στην επιτυχή έκβαση του ανωτέρω στόχου. Και ναι μεν στο δικόγραφο της αγωγής εκτίθεται ότι υπήρχε σχεδιασμός του ομίλου εταιρειών «Dow Chemical Company» για αζήμια υφαρπαγή των πελατών της ενάγουσας ωστόσο δεν εκτίθεται ποίες συγκεκριμένες πράξεις ποίων οργάνων της δεύτερης εναγομένης ενεργώντας από κοινού με την πρώτη εναγομένη ζημίωσαν την ενάγουσα κατά τα ως άνω ποσά, αφού πέραν του γεγονότος ότι σε αρκετά σημεία του δικογράφου αναφέρονται κατ' αόριστο τρόπο τα στελέχη της δεύτερης εναγομένης ως όργανο υλοποίησης του σχεδιασμού της μητρικής εταιρείας, χωρίς να προσδιορίζονται κατ' όνομα και ιδιότητα (βλ. σελ. 14 της αγωγής), σε όποιο σημεία του δικογράφου αναφέρονται συγκεκριμένα ονόματα στελεχών, δεν διευκρινίζεται ποίας εταιρείας στέλεχος τυγχάνει καθένα εξ αυτών ( βλ, σελ. 15 της αγωγής). Περαιτέρω, δοθέντος ότι η δεύτερη εναγομένη ουδέποτε υπήρξε αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας, επιχειρείται, κατά τρόπο σαφή, να συνδεθεί η αντισυμβατική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης με τη δεύτερη και τον όμιλο DOW (βλ, σελ. 15-17 και σελ. 105-109), χωρίς ωστόσο να διακρίνεται ο ρόλος εκάστου νομικού προσώπου, τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται για διαφορετικά νομικά πρόσωπα, αυτόνομο μεταξύ τους ως προς το οποία δεν εκτίθεται, ούτε η συμμετοχή της μητρικής εταιρείας σε καθένα από αυτά, ούτε στοιχεία από τα οποία μπορεί να συναχθεί τυχόν άρση της νομικής τους αυτοτέλειας, Ακολούθως πρέπει ν' απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή στο σύνολο της ως απαράδεκτη, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, ενώ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω της δυσχερούς ερμηνείας του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

 

 

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 12η Φεβρουαρίου 2014

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ    ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα την 11η Μαρτίου 2014.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ      ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ