ΠΠρΑθ 1995/2017

 

Ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω απάτης - Πτώχευση - Αναστολή ατομικών διώξεων - Ανάκτηση ατομικών διώξεων -.

 

Προϋποθέσεις ακύρωσης δικαιοπραξίας λόγω απάτης. Αναστολή των ατομικών διώξεων κατά του πτωχού και της περιουσίας του συνεπεία κήρυξης της πτώχευσης. Απόλυτη ακυρότητα των επιχειρούμενων κατά παράβαση της αναστολής πράξεων. Η αναστολή διαρκεί μέχρι την κήρυξη της παύσεως των εργασιών της πτώχευσης από έλλειψη περιουσίας. Κάθε αγωγή ή έφεση που ασκείται κατά τη διάρκεια της αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων από ή κατά του εναγομένου πτωχού απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Παραδεκτή άσκηση αγωγής ή έφεση πριν από την πτώχευση του οφειλέτη. Αν πριν από τη συζήτηση αυτός πτωχεύσει, το δικαστήριο δεν πρέπει να απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, αλλά να κηρύσσει απαράδεκτες μόνο τις μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως διαδικαστικές πράξεις. Περιπτώσεις ανάκτησης των ατομικών διώξεων των πτωχευτικών πιστωτών εναντίον του πτωχεύσαντος.

 

 

 

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 1995/2017

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Μαγδαληνή Φαχουρίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ρηγίνα Αλεξίου, Πρωτοδίκη και Ελένη Καραγιάννη, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, καθώς και από το γραμματέα Θεμιστοκλή Αλειφέρη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 16 Φεβρουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ..., κατοίκου Ασβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης, οδός ..., με Α.Φ.Μ. ..., η οποία εκπροσωπείται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθανάσιο Πασχαλίδη, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της τελούσας σε κατάσταση πτώχευσης Ανώνυμης Εταιρίας, με την επωνυμία «Ηλεκτρονική Αθηνών Ανώνυμη Εμπορική Εταιρία», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ... και εκπροσωπείται νόμιμα από την ..., δικηγόρο, κάτοικο Αθηνών, οδός ..., ως συνδίκου πτώχευσης, η οποία προκατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Η συνεδρίαση έγινε δημόσια στο ακροατήριο. Η Πρόεδρος, που είχε τη διεύθυνση της συζήτησης, εκφώνησε από τη σειρά του πινακίου την από 13.07.2016 και με αριθμό κατάθεσης 47178/1264/2016, αγωγή, η οποία συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, εφόσον προκατέθεσαν προτάσεις.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147 και 149 ΑΚ προκύπτει, ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως, έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 και επ. ΑΚ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής. Απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση, που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη και κατά τα συναλλακτικά ήθη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και πρέπει να προξενείται από την απάτη (ΑΠ 325/2009, 491/2008). Στοιχεία της απάτης δηλαδή είναι α) η πλάνη, ήτοι η εσφαλμένη παράσταση ή αντίληψη ορισμένων πραγματικών περιστατικών, είτε του παρελθόντος, είτε του παρόντος, είτε του μέλλοντος, β) η πλάνη αυτή να προκλήθηκε από άλλο πρόσωπο σε βάρος του πλανώμενου, γ) η πλάνη και η παραπλάνηση να γίνει με πρόθεση και σκόπιμα. Η παραπλάνηση είναι δόλια όταν ο παραπλανών είχε την πρόθεση να παραπλανήσει τον άλλον, γνωρίζοντας ο ίδιος το ψευδές των γεγονότων, που παρουσίασε ως αληθινά. Για την επιδιωκόμενη ακύρωση, συνεπεία απάτης, προσαπαιτείται δόλος έστω και ενδεχόμενος του εξαπατήσαντος να παρασύρει σε δήλωση βούλησης τον άλλο, αρκεί ο ενεργών να είχε συνείδηση ότι η συμπεριφορά του ενδέχεται να προκαλέσει την απάτη του άλλου και να αποδέχεται αυτό το ενδεχόμενο δ) συνεπεία της πλάνης να προκλήθηκε ελαττωματική βούληση στον πλανηθέντα και να προέβη σε δήλωση της ελαττωματικής βούλησης. Δεν ενδιαφέρει, αν τα παραπλανητικά γεγονότα αναφέρονται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, ούτε αν η πλάνη που δημιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή ασύγγνωστη, ουσιώδης ή επουσιώδης ή αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, αλλά αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος (ΑΠ 282/2010, 373/2008, 441/2004, 898/2000).

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του ΠτΚ, η κήρυξη της πτώχευσης συνεπάγεται την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά του πτωχού και της περιουσίας του. Ειδικότερα, οι εγχειρόγραφοι πιστωτές υποχρεούνται να ακολουθήσουν τη διαδικασία της πτωχεύσεως και δικαιούνται να μετάσχουν μετά την επαλήθευση των πιστώσεων τους, στη διανομή της πτωχευτικής περιουσίας. Έτσι δεν δύνανται, ούτε να εναγάγουν τον σύνδικο και πολύ περισσότερο τον πτωχό, ούτε να συνεχίσουν εκκρεμή δίκη. Από την αναστολή των ατομικών διώξεων, κατά του πτωχού, εξαιρούνται, οι εμπραγμάτως ασφαλισμένοι, με υποθήκη ή ενέχυρο, πιστωτές του πτωχού, οι οποίοι μπορούν να επιδιώξουν την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους από το υπέγγυο πράγμα ασκώντας την εκ του άρθρου 1292 ΑΚ αγωγή (ΑΠ 1677/2001 ΕλΔ 44,171, ΑΠ 177/1998 ΕλΔ 39,854, ΕφΑΘ 657/2001 ΕλΔ 42,1419, ΕφΑΘ 9712/1997 ΕλΔ 41.1424, ΕφΑΘ 4679/1993 ΕλΔ 37,1669). Στην παραπάνω έννοια της αναστολής των ατομικών διώξεων εμπίπτει η έγερση τόσο καταψηφιστικής όσο και αναγνωριστικής αγωγής προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης, ενώ δεν εμπίπτουν οι αγωγές που τείνουν στην αναγνώριση ακυρότητας σύμβασης (βλ. Α. Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ. ΣΤ', σελ. 304, 305, Κ. Ρόκα, Πτωχευτικό Δίκαιο έκδ. Ε' παρ. 36, σελ. 126, 127, σχετ. και ΕφΑΘ 4679/1993 ΕλλΔνη 37,1669). Πράξεις επιχειρούμενες κατά παράβαση της εν λόγω αναστολής είναι απολύτως άκυρες, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Για να λάβουν δε μέρος οι πτωχευτικοί πιστωτές στη διανομή της πτωχευτικής περιουσίας, πρέπει να αναγνωρίσουν τις απαιτήσεις τους κατά τη διαδικασία της επαλήθευσης (ΕφΑΘ 5782/1988 ΕλλΔνη 1990. 867). Η αναστολή αυτή των καταδικαστικών μέτρων κατά του πτωχού, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διαρκεί μέχρι την κήρυξη της παύσεως των εργασιών της πτώχευσης από έλλειψη περιουσίας. Η έννοια της αναστολής αυτής είναι σαφής και έτσι γίνεται δεκτό ότι δεν επιτρέπεται ο δανειστής του πτωχού, ο οποίος δεσμεύεται από αυτήν, να ασκήσει αγωγή εναντίον του ή να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά του αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας, ενώ η δίκη που άρχισε πριν από την κήρυξη της πτωχεύσεως και ως εκ τούτου είναι εκκρεμής δεν μπορεί, ύστερα από αυτή, να συνεχιστεί σε οποιοδήποτε στάδιο και εάν βρίσκεται, ακόμη και ενώπιον του Εφετείου, ούτε κατά του συνδίκου (ΑΠ 177/1998 ΕλλΔνη 39 (1998) 854, ΑΠ 104/1995 ΕλλΔνη 37 (1996) 144, ΕφΠειρ 282/1998 ΕλλΔνη 39 (1998) 930). Έτσι, κάθε αγωγή ή έφεση που ασκείται στη διάρκεια της αναστολής αυτής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων, από ή κατά του εναγομένου πτωχού, πρέπει ν' απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αν όμως ασκηθεί αγωγή από τον δανειστή κατά του εναγομένου ή έφεση του τελευταίου κατά του πρώτου πριν από την πτώχευση του (οφειλέτη), οπότε αυτή είναι παραδεκτή, και πριν από τη συζήτηση της αυτός πτωχεύσει, τότε, εφόσον δεν έχει παύσει η αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων για κάποιον από τους παραπάνω λόγους το Δικαστήριο δεν πρέπει ν' απορρίπτει την αγωγή ή την έφεση ως απαράδεκτη, αλλά να κηρύσσει απαράδεκτες μόνον τις μετά την κήρυξη της πτωχεύσεως ως διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή την κλήση για συζήτηση και τη συζήτηση της αγωγής ή της εφέσεως (ΕφΘεσ 2571/2006 Αρμ 2007.880, ΕφΑΘ 9712/1997, ΕλλΔνη 41 (2000) 1425 και εκεί παραπομπές). Οι παραπάνω πτωχευτικοί πιστωτές ανακτούν τις εναντίον του πτωχεύσαντος ατομικές διώξεις, μόνον α) μετά την περάτωση της πτωχεύσεως, με πτωχευτικό συμβιβασμό, β) μετά την ανάκληση της απόφασης που κήρυξε την πτώχευση, μετά από συναίνεση των πιστωτών και γ) μετά την παύση των εργασιών της πτώχευσης (ΕφΑθ 6571/2001 ΕλλΔνη 42 (2001) 1419, ΕφΑΘ 6783/2000 ΕλλΔνη 43 (2001) 505).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή της, εκθέτει ότι, στις 13.04.2016, μετέβη στο υποκατάστημα της εναγόμενης, στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, όπου και κατάρτισε, με αυτήν, σύμβαση πώλησης, δυνάμει της οποίας, η τελευταία, ανέλαβε την υποχρέωση να της μεταβιβάσει, κατά κυριότητα και να της παραδώσει, έναν ανοξείδωτο ψυγειοκαταψύκτη, μάρκας SIEMENS, καθώς και μία τηλεόραση μάρκας PANASONIC έναντι συμφωνημένου τιμήματος 975 ευρώ και 300 ευρώ αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Ότι, μολονότι η ενάγουσα εκπλήρωσε την υποχρέωση καταβολής του τιμήματος, συνολικού ύψους 1.275, και ανέμενε σύμφωνα με τους όρους, της, μεταξύ τους σύμβασης, την, κατ' οίκον, παράδοση των πραγμάτων, εντός τριών ημερών, ήτοι στις 16.04.2016, η εναγόμενη δεν της παρέδωσε τα αγορασθέντα είδη οικιακού εξοπλισμού. Αντίθετα, ενημερώθηκε από τον τύπο ότι η εναγόμενη κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, δυνάμει της με αριθμό 267/13.04.2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία όρισε ως ημερομηνία παύσης των πληρωμών, την 13.04.2016, ύστερα από την, εκ μέρους της ίδιας, υποβολή, στις 09.03.2016, αίτησης της, η οποία συζητήθηκε στις 16.03.2016. Ότι η εναγόμενη, ήδη, κατά την κατάρτιση της σύμβασης, γνώριζε ότι είχε περιέλθει σε ολοσχερή αδυναμία εκπλήρωσης των συμβατικών της υποχρεώσεων και παράδοσης των εμπορευμάτων, αφού, την ίδια ημέρα κατάρτισης της σύμβασης πώλησης δημοσιεύτηκε η απόφαση περί της πτώχευσης της, σε κάθε περίπτωση, η ίδια, πριν από ένα μήνα, είχε αιτηθεί να κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, παρόλα αυτά, με τρόπο δόλιο, της απέκρυψε, τα παραπάνω, και την παραπλάνησε να συνάψει τη, μεταξύ τους, σύμβαση. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, η ενάγουσα, κατ' ορθή εκτίμηση αυτής (δεν πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή της άκυρης σύμβασης πώλησης, όπως εσφαλμένως εκτίθεται σε αυτήν, αλλά περί ακύρωσης της ακυρώσιμης σύμβασης πώλησης λόγω απάτης), ζητεί να ακυρωθεί η ως άνω σύμβασης πώλησης, λόγω απάτης, άλλως δηλώνει ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση και σε κάθε περίπτωση, ζητεί, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της αποδώσει το καταβληθέν τίμημα, ποσού 1.275 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να της καταβάλει, ως αποζημίωση, για τη ζημία, που υπέστη, λόγω διαβίωσης της, επί τρεις μήνες, χωρίς δυο βασικά είδη οικιακού εξοπλισμού, το ποσό των 800 ευρώ. Τέλος, ζητά να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά της έξοδα.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας, έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα (βλ. αγωγόσημα με αρ. 460040, 001096, 242956 και επικόλληση ενσήμων ΕΤΑΑ-ΤΑΝ και ΕΤΑΑ), αρμοδίως, εισάγεται, για να συζητηθεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού (άρθρα 18 , 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρο 215 επ. ΚΠολΔ), απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, διότι, ναι μεν, από τις σωρευόμενες απαιτήσεις, το αίτημα περί ακύρωσης της σύμβασης, λόγω απάτης, από τη φύση του, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, τα δε αιτήματα περί απόδοσης και αναγνώρισης απόδοσης των χρηματικών ποσών 1.275 ευρώ και 800 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά 2.075 ευρώ, υπάγονται, ως αποτιμητά σε χρήμα, λόγω ποσού, στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου (άρθρα 9 εδ. α και γ και 14 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ), πλην όμως, επειδή το κύριο αντικείμενο της αγωγής είναι η διάπλαση μίας νέας κατάστασης και συγκεκριμένα η ακύρωση της σύμβασης πώλησης, στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, υπάγονται, λόγω συνάφειας, κατ' άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠολΔ και οι σωρευόμενες απαιτήσεις περί απόδοσης του καταβληθέντος τιμήματος της πώλησης και της περαιτέρω αποζημίωσης, που ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα, λόγω της ακυρότητας της σύμβασης αυτής (Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση, Τόμος Α', 1996, άρθρο 9 αρ. περ. 12 και 14, σελ. 132, 133). Όμως, συμφωνά με τα πιο πάνω εκτεθέντα, η αγωγή, κατά το μέρος, που ζητείται με αυτή, να ακυρωθεί η ως άνω σύμβαση πώλησης, λόγω απάτης, δεν είναι νόμιμη, διότι τα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δε συνιστούν την έννοια της απάτης των άρθρων 147 επ. ΑΚ. Ειδικότερα, εφόσον δεν απαγορεύεται, από συγκεκριμένη διάταξη της εμπορικής νομοθεσίας, η λειτουργία μίας εμπορικής επιχείρησης και η συναλλαγή της με τους καταναλωτές, μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης, με δικαστική απόφαση, συνάγεται ότι αυτή επιτρέπεται και συνεπώς η εναγόμενη, νόμιμα, συναλλάχθηκε, στην προκειμένη περίπτωση, με την ενάγουσα. Από το γεγονός δε ότι η ίδια η εναγόμενη, υπέβαλε, στις 09.03.2016, αίτηση περί υπαγωγής της σε κατάσταση πτώχευσης, δεν συνάγεται, ούτε ότι, κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, είχε περιέλθει σε ολοσχερή αδυναμία εκπλήρωσης των συμβατικών της υποχρεώσεων και παράδοσης των εμπορευμάτων, ούτε ότι γνώριζε αν θα γίνει δεκτή και πότε θα δημοσιευτεί η απόφαση περί της πτώχευσης της, ούτε ότι απέκρυψε από την ενάγουσα, τα παραπάνω γεγονότα, τα οποία δεν είχε, με βάση το νόμο, τη σύμβαση ή την καλή πίστη, την υποχρέωση να της εκθέσει. Περαιτέρω, όπως συνομολογείται και από τις δυο πλευρές, η εναγόμενη κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, δυνάμει της με αριθμό  267/13.04.2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,  η οποία όρισε, ως  ημερομηνία παύσης  των πληρωμών, την 13η.04.2016, η δε επίδικη σύμβαση πώλησης, συνήφθη, ομοίως, στις 13.04.2016 και επομένως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 25 ΠτΚ. από την ημέρα αυτή, αναστέλλονται όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά της εναγόμενης οφειλέτριας εταιρίας για την ικανοποίηση πτωχευτικών απαιτήσεων. Επομένως, δεδομένου ότι η ενάγουσα είναι ανέγγυα πιστώτρια της πτωχής, ήτοι δεν απέκτησε οιαδήποτε εμπράγματη ασφάλεια μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης, η δε αγωγή της κατατέθηκε, στις 28.07.2016, μετά την κήρυξη της πτώχευσης και στη διάρκεια της αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά της εναγομένης πτωχής, η υπό κρίση αγωγή, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, τυγχάνει απορριπτέα, ως απαράδεκτη, ως προς τα αιτήματα περί απόδοσης και αναγνώρισης απόδοσης των χρηματικών ποσών 1.275 ευρώ και 800 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά 2.075 ευρώ, δεκτής γενόμενης και της σχετικής ένστασης της εναγόμενης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικαστεί η ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 28.04.2017.

 

Δημοσιεύτηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 13.06.2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ              Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ