ΠΠρΑθ 2421/2003

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Σύστημα εγγύησης καταθέσεων - Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων - Χρηματοδότηση ΤΕΚ - Εισφορές πιστωτικών ιδρυμάτων - Συγχώνευση πιστωτικών ιδρυμάτων -. Φορέας εφαρμογής και διαχείρισης του συστήματος εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων στην Ελλάδα είναι το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων (ΤΕΚ), που χρηματοδοτείται από τις αρχικές ετήσιες τακτικές εισφορές όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο σύστημα εγγύησης καταθέσεων. Υπολογισμός των τακτικών εισφορών για το πιστωτικό ίδρυμα και στην περίπτωση διακοπής της λειτουργίας του ή θέσεως σε εκκαθάριση του πριν το τέλος του μηνός Ιουνίου. Η δια απορροφήσεως συγχώνευση επιχειρήσεως δεν μπορεί να ενταχθεί στην έννοια της παύσης. Στην περίπτωση αυτή επέρχεται μεν εξαφάνιση της νομικής προσωπικότητας (φορέα) της απορροφώμενης εταιρείας, η οποία έκτοτε παύει να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της απόφασης της διοίκησης που εγκρίνει τη συγχώνευση, η επιχείρηση όμως εξακολουθεί να υφίσταται, υπό διαφορετικό φορέα, ήτοι υπό το νομικό πρόσωπο που προκύπτει από τη συγχώνευση. Συνεπώς δεν επέρχεται παύση της λειτουργίας της, η οποία παύση συνεπάγεται την διακοπή διενέργειας τραπεζικών πράξεων, όπως λήψη καταθέσεων, δανειοδοτήσεις κλπ μέσω της οργανωμένης οικονομικής ενότητας που αποτελεί την επιχείρηση.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Με τον νόμο 2345/1995 "Τροποποίηση της νομοθεσίας για το Χρηματιστήριο Αξιών, οργάνωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, συστήματα εγγύησης των καταθέσεων" ενσωματώθηκαν στο ελληνικό δίκαιο οι διατάξεις της κοινοτικής Οδηγίας 94/19/ΕΟΚ "περί συστημάτων εγγύησης καταθέσεων", οπότε ιδρύθηκε το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, φορέας εφαρμογής και διαχείρισης του συστήματος εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων στην Ελλάδα. Ο θεσμός αυτός αποβλέπει στην ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού μας συστήματος και στην προστασία των καταθετών των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων, σε περίπτωση αδυναμίας ενός πιστωτικού ιδρύματος να τους αποδώσει τις καταθέσεις τους. Ιδρυτικοί φορείς του ΤΕΚ, το οποίο τυγχάνει νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, είναι η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ενωση Ελληνικών Τραπεζών, που συμμετέχουν στο κεφάλαιο του με ποσοστό 6/10 και 4/10 αντίστοιχα, ενώ συμμετέχουν υποχρεωτικά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, καθώς και τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, η καταστατική έδρα των οποίων βρίσκεται σε τρίτη, εκτός Ευρωπαϊκής ένωσης χώρα, εφόσον στη χώρα αυτή υπάρχει ισοδύναμο σύστημα εγγύησης καταθέσεων. Με το νόμο εξάλλου 2832/2000 "Κωδικοποίηση των διατάξεων για τη σύσταση, οργάνωση και λειτουργία συστήματος εγγύησης καταθέσεων και τροποποίηση και συμπλήρωση του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος", ο οποίος συνιστά και τον καταστατικό νόμο του ΤΕΚ, θεσπίσθηκαν νέες αλλά και τροποποιήθηκαν ορισμένες νομοθετικές ρυθμίσεις με σκοπό τη βελτίωση λειτουργίας του θεσμού της εγγύησης καταθέσεων και του φορέα διαχείρισής τους (ΤΕΚ). Ετσι ολοκληρώθηκε το πεδίο εφαρμογής του συστήματος εγγύησης καταθέσεων αλλά και διευρύνθηκαν τα μέλη του, κατέστη πλέον υποχρεωτική η ένταξη σε αυτό και πιστωτικών ιδρυμάτων με τη μορφή πιστωτικού συνεταιρισμού. Οσον αφορά το επίπεδο κάλυψης, κάθε αποταμίευσης δικαιούται να λάβει αποζημίωση από το Ταμείο, το ανώτατο όριο της οποίας, αφού ληφθεί υπόψιν το σύνολο των καταθέσεων του σε ένα πιστωτικό ίδρυμα φθάνει με του ποσού των 20.000 ευρώ. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ως άνω νόμου, το ΤΕΚ χρηματοδοτείται από τις αρχικές ετήσιες τακτικές εισφορές απάντων των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο σύστημα εγγύησης καταθέσεων. Ο σχετικός εκ του νόμου ενοχικός δεσμός, ήτοι η υποχρέωση καταβολής εισφοράς και η αντίστοιχη αξίωση του Ταμείου, γεννήθηκε από τη στιγμή λειτουργίας του Ταμείου Εγγυήσεως και την υποχρεωτική συμμετοχή των πιστωτικών ιδρυμάτων στο θεσμό που αυτό αντιπροσωπεύει, εξακολουθεί δε να υφίσταται κάθε έτος, εφόσον την 1η Ιανουαρίου αυτού το πιστωτικό ίδρυμα εξακολουθεί να λειτουργεί. Οι τακτικές εισφορές κάθε ημερολογιακού έτους, είναι οριστές, υπό την έννοια ότι υπολογίζονται επί του μέσου υπολοίπου των συνολικών καταθέσεων σε ευρώ και συνάλλαγμα του Ιουνίου, κάθε έτους. Σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 4 παρ. 3 εδ. α', ο υπολογισμός γίνεται με βάση κλίμακα, η οποία αναπροσαρμόζεται κάθε χρόνο με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚ, ώστε ο λόγος της συνολικής εισφοράς προς το σύνολο των ετησίων καταθέσεων - που αποτελούν κατά τα προαναφερόμενα - τη βάση του υπολογισμού - να παραμείνει σταθερός και ίσος με εκείνον του πρώτου έτους λειτουργίας του ΤΕΚ. Το σύστημα τωνκλιμακίων είναι φθίνον, ώστε η ποστοστιαία εισφορά εκάστου ιδρύματος να ελαττώνεται, όταν αυξάνει το ύψος των καταθέσεων. Οι ετήσιες τακτικές εισφορές, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 στ. β', καταβάλλονται από τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα σε δύο δόσεις, και συγκεκριμένα το ήμισυ της εισφοράς, τη πρώτη εργάσιμη μέρα του Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ενώ το υπόλοιπο καταβάλλεται την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Απριλίου του επόμενου έτους. Τα ανωτέρω χρονικά σημεία αποτελούν τα χρονικά σημεία συντέλεσης των υλικών πράξεων της καταβολής, με την οποία αποσβήνεται η για το αντίστοιχο έτος ενοχική απαίτηση του Ταμείου και σε καμία περίπτωση χρονικά σημεία γενέσεως ή προσδιορισμού των ενοχών (Σταθόπουλος Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 1998, σελ. 387 επ.). Εξάλλου στο αυτό άρθρο 4 παρ. εδ. α' υποεδάφιο προτελευταίο και τελευταίο, προβλέπεται ότι σε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας ή θέσεως σε εκκαθάριση ενός πιστωτικού ιδρύματος πριν το τέλος του μηνός Ιουνίου, ο υπολογισμός των τακτικών εισφορών για το συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα με βάση το μέσο υπόλοιπο των καταθέσεων του κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ημερών πριν από την ημερομηνία διακοπής της λειτουργίας του.

   Περαιτέρω ο νόμος 2515/1997 "Ασκηση επαγγέλματος Λογιστή Φοροτεχνικού, λειτουργία Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών (Σ.Ο.Ε.) και άλλες διατάξεις" πρόβλεψε στο άρθρο 16 αυτού, νέα ρύθμιση για τη συγχώνευση πιστωτικών ιδρυμάτων, καταργώντας σχεδόν το σύνολο των διατάξεων του ν. 2292/1953 "περί συγχωνεύσεως ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών". Το άρθρο 12 του ν. 2744/25.10.1999, πρόσθεσε νέα παράγραφο με άρ. 18 το άρθρο 16 του ν. 2515/1997. Το ως άνω άρθρο 16, κατήργησε τα άρθρα 1-15 του ν. 2292/1953. Και οι δύο ως άνω νόμοι(2292/53 και 2515/97) σκοπούν την δημιουργία ισχυρών πιστωτικών ιδρυμάτων. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2515/97, προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα μπορεί η συγχώνευση στηριχθεί στην ενοποποίηση των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού των υπό συγχώνευση τραπεζών, όπως αυτά εμφανίζονται σε ισολογισμούς που συντάσσονται για το σκοπό αυτό και μεταφέρονται ως στοιχεία του ισολογισμού του πιστωτικού ιδρύματος, απορροφώντας ή νέου. Το ως άνω άρθρο (παρ. 2) ρητά προβλέπει ότι και επί αυτών των συγχωνεύσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 69 έως και 80 του ν. 2190/1920, ενώ προβλέπεται ότι όλες οι πράξεις που διενεργούνται από τα συγχωνευόμενα πιστωτικά ιδρύματα μετά την ημερομηνία των ισολογισμών συγχώνευσης, θεωρούνται ότι διενεργήθηκαν για λογαριασμό του προερχομένου από τη συγχώνευση πιστωτικού ιδρύματος και τα ποσά αυτών μεταφέρονται σε συγκεντρωτική εγγραφή στα βιβλία αυτού.

   Στην υπό κρίση αγωγή το ενάγον νομικό πρόσωπο εκθέτει ότι τυγχάνει πιστωτικό ίδρυμα, υπαγόμενο στο σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων, μέλος του ΤΕΚ, προήλθε δε από τη συγχώνευση με απορρόφηση της "Τ.Ε. ΑΕ" από την "Τ.Ε.Ε. ΑΕ". Ότι η εν λόγω συγχώνευση ολοκληρώθηκε την 7.9.2000, με την έγκριση αυτής, με αριθμό Κ2-11540/7.9.2000 απόφαση της Υφυπουργού Ανάπτυξης η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα στο ΦΕΚ (Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης, Φύλλο 839/13.9.2000) και την ταυτόχρονη, την 7.9.2000, διαγραφή της απορροφώμενης Τράπεζας από το Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών. Ότι το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα κλήθηκε να καταβάλει προς το ενογόμενο Ταμείο τις ετήσιες εισφορές για το έτος 2000, τόσο για την απορροφώσα τράπεζα, όσο και για την απορροφούμενη, με βάση τις καταθέσεις ενός εκάστου πιστωτικού ιδρύματος, χωριστά, καθόσον κατά τον κρίσιμο χρόνο, Ιούνιο 2000, υφίσταντο δύο πιστωτικά ιδρύματα, ανερχόμενες σε 1.443.903.734 δρχ και 1.296.463.223 δρχ. αντίστοιχα ήτοι συνολικά 2.740.366.957 δρχ. Ότι ο σχετικός υπολογισμό της οφειλής του είναι μη νόμιμος, καθόσον τον Οκτώβριο του 2000, οπότε γεννήθηκε η σχετική απαίτηση του εναγόμενου, υφίσταται μια πλέον Τράπεζα και συνεπώς οι καταθέσεις Ιουνίου των δύο ιδρυμάτων, επί των οποίων υπολογίζεται η εισφορά πρέπει να θεωρηθούν ενιαίες και ότι ο υπολογισμό της (εισφοράς), πρέπει να γίνει με βάση της μεταγενέστερη, από 15.9.2000, κατάσταση υπολογισμού συνολικής εισφοράς που προσεκόμισε η ενάγουσα και συνεπώς να υπαχθούν στα ανώτερα κλιμάκια και υποβάλουν βάσει του φθίνοντος συστήματος υπολογισμού των κλιμακίων χαμηλότερη εισφορά, ανερχόμενη σε 2.011.143.810 δρχ. Ότι προς αποφυγή των βαρυτάτων κυρώσεων που προβλέπει ο νόμος σε περίπτωση αρνήσεως η ενάγουσα Τράπεζα, μετά από την επίμονη του εναγόμενου Ταμείου, κατέβαλε την 1.4.2001, την επιπλέον διαφορά που της καταλόγισε το εναγόμενο, ύψους 729.223.147 (2.740.366.957-2.011.143.810) δρχ. Ότι το εν λόγω ποσό αχρεωστήτως καταβλήθηκε και για το λόγο αυτό το εναγόμενο κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο. Επικουρικά, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ακόμα και στη περίπτωση που η ενάγουσα οφείλει ξεχωριστή εισφορά για την απορροφώμενη Τράπεζα, το ύψος της πρέπει να υπολογισθεί αναλογικά με το χρόνο λειτουργίας της μέσα στο έτος 2000, κατ' ανάλογη εφαρμογή της ρυθμίσεως περί διαλύσεως πιστωτικού ιδρύματος, του άρθρου 4 παρ. 1α ν. 2832/2000, αλλά και του άρθρου 90 ΑΚ, ήτοι για 250 ημέρες, οπότε η αναλογούσα εισφορά ανέρχεται σε 988.975.160. δρχ και όχι σε 1.443.903.734 δρχ που πράγματι υποχρεώθηκε να καταβάλει. Συνεπώς κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο κατά το ποσόν των 454.928.574. δρχ. (1.443.903.734-988.975.160). Με την επίκληση των πραγματικών αυτών περιστατικών η ενάγουσα εταιρεία ζητεί μετά την νόμιμα, με τις προτάσεις της, μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Ταμείο οφείλει να της καταβάλει το ποσόν των 729.223.147 δρχ., άλλως και επικουρικώς αυτό των 454.928.574 δρχ. καθ' όσον καταβλήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία, νομιμοτόκως από της καταβολής 2.4.2001 άλλως από της επιδόσεως της αγωγής και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρ. 7, 9, 12, 14 παρ. 2 και 22 ΚΠολΔ), πλην όμως τυγχάνει μη νόμιμη και απορριπτέα ως προς αμφότερες τις αγωγικές βάσεις αυτής. Ειδικότερα όσον αφορά την πρώτη βάση, η οποία εδράζεται στον χρόνο γενέσεως της αξιώσεως του εναγομένου Ταμείου αγωγή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσης, τυγχάνει μη νόμιμη και απορριπτέα, καθόσον η γένεση της οφειλής περί καταβολής εισφοράς από τα υπό συγχώνευση δύο πιστωτικά ιδρύματα, γεννήθηκε για το έτος 2000, την 1η Ιανουαρίου, οπότε υφίσταντο δύο διακριτές νομικές προσωπικότητες, στο πρόσωπο μία εκάστης των οποίων, κατά το παραπάνω χρόνο, γεννήθηκαν αντίστοιχες ενοχικές αξιώσεις του Ταμείου Εγγυήσεως και όχι την 1 Οκτωβρίου 2000, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το ενάγον, χρόνος κατά τον οποίο απλώς η πρώτη δόση της ετήσιας εισφοράς τους έτους 2000, κατέστη ληξιπρόθεσμη απαίτηση. Ως δύο διακριτά εξάλλου πιστωτικά ιδρύματα, η Τ.Ε. ΑΕ' και η "Τ.Ε.Ε. ΑΕ", μέλη του συστήματος εγγυήσεως καταθέσεων η οποία κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς είναι η 1.10.2000 οπότε η υπέγγυος περιουσία του πιστωτικού ιδρύματος είναι το άθροισμα του περιουσιακού των συγχωνευθέντων ιδρυμάτων, αφού η συγχώνευση είχε ήδη ολοκληρωθεί την 7.3.2000 γνωστοποίησαν τις καταθέσεις του μηνός Ιουνίου 2000, στο εναγόμενο. Το τελευταίο, προέβη στον υπολογισμό της οφειλομένης παρ' ενός εκάστου πιστωτικού ιδρύματος, ως υφιστά μέχρι την 7.9.2000, χρόνο κατά τον οποίο συντελέσθηκε η συγχώνευση των δύο εταιρειών. Ο εν λόγω υπολογισμός τυγχάνει καθόλα σύννομος αφού, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η προς το εναγόμενο Ταμείο, εκ του νόμου υποχρέωση προς καταβολή ετήσιας εισφοράς, από της ενάρξεως λειτουργίας αυτού με την υποχρεωτική, συμμετοχή απάντων των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα (ν. 2832/2000, γεννάται κατ' έτος, εφόσον εξακολουθούν υφιστάμενα την 1 Ιανουαρίου εκάστου έτους και πάνω μέχρι την 30 Ιουνίου και όχι την 1 Οκτωβρίου εκάστου έτους κατά το κρίσιμο δε χρονικό σημείο, οπότε η ενοχική αξίωση ήταν οριστή, ήτοι την 30 Ιουνίου 2000, εξακολουθούσαν να υφίσταται δύο νομικά πρόσωπα. Τα ανωτέρω γίνονται δεκτά δεδομένου ότι δεν προβλέπεται στο ως άνω νομοθέτημα ειδική ρύθμιση για την περίπτωση συγχωνεύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων, συνθέστατο φαινόμενο-ειδικά μετά την έναρξη λειτουργίας του ΤΕΚ- στον ελληνικό τραπεζοοικονομικό χώρο, διεργασία η οποία και ενισχύεται από την υφιστάμενη νομοθεσία, με στόχο τη δημιουργία μεγάλων πιστωτικών ιδρυμάτων ικανών να αντιμετωπίσουν τον οξύ ευρωπαϊκό και διεθνή ανταγωνισμό. Εξάλλου, ο υπολογισμός της εισφοράς ενός εκάστου πιστωτικού ιδρύματος, γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η εισφορά εκάστου να μην τυγχάνει ανεξαρτήτως, αλλά αλληλοσυμπληρούμενη από τις εισφορές όλων των συμμετεχόντων στο εν λόγω σύστημα τραπεζικών εταιρειών. Ειδικότερα όπως προελέχθη, η εισφορά ενός εκάστου αποτελεί τμήμα της συνολικώς για κάθε έτος οφειλομένης εισφοράς που αναλογεί στο συνολικό ύψος των δηλωθέντων καταθέσεων, βάσει κλιμακίων τα οποία αποφασίζονται, κατ' έτος από το ΔΣ του Ταμείου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο λόγος της συνολικής εισφοράς προς το δεύτερο λογιστικό μέγεθος (σύνολο καταθέσεων Ιουνίου) που λαμβάνεται υπ' όψιν να παραμένει σταθερός. Μειωμένη εισφορά από το ενάγον πιστωτικό ίδρυμα, λόγω μεταγενέστερης του Ιουνίου του 2000 μεταβολής της νομικής μορφής και συγχώνευσης των προυφισταμένων ιδρυμάτων θα συνεπάγονταν και σύμμετρη κατανομή της διαφοράς και οικονομική επιβάρυνση των λοιπών πιστωτικών ιδρυμάτων. Εξάλλου, μέχρι της εγκρίσεως της επίδικης συγχωνεύσεως (7.9.2000), υφίσταντο δύο αυθύπαρκτοι νομικοί φορείς, στο πρόσωπο ενός εκάστου των οποίων δημιουργήθηκαν δικαιώματα και υποχρεώσεις, που βεβαίως δεν εμπίπτουν στην έννοια των "πράξεων" που μνημονεύει το άρθρο 16 παρ. 5 εδ. τελευταίο, του ν. 2515/1997, το οποίο στοχεύει στη δημιουργία μια απλουστευμένης διαδικασίας διότι στην από της λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων των υπό συγχώνευση πιστωτικών ιδρυμάτων και στην παροχή λογιστικών διευκολύνσεων σε αυτά, ενώ δεν επιφέρει οποιαδήποτε μεταβολή στον προσδιορισμό  του χρόνου συντέλεσης της συγχώνευσης ή επέλευσης των αποτελεσμάτων τους, ούτε βέβαια αλλοιώνει της υποχρεώσεις των υπό συγχώνευση πιστωτικών ιδρυμάτων. Οσον αφορά εξάλλου και την επικουρική βάση της αγωγής, με την οποία ζητείται να επιστραφεί στην ενάγουσα το ποσόν 454.928.574 δρχ. κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2832/2000, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, αφού η δια απορροφήσεως συγχώνευση επιχειρήσεως δεν μπορεί να ενταχθεί στην έννοια της παύσης. Και αυτό διότι υφίσταται σαφής διαφοροποίηση μεταξύ της επιχείρησης και του προσώπου (φυσικού ή νομικού) του φορέα που την ασκεί. Ως επιχείρηση ορίζεται το σύνολο πραγμάτων, δικαιωμάτων, πραγματικών καταστάσεων ή σχέσεων, το οποίο αποτελεί οργανωμένη οικονομική ενότητα γύρω από το πρόσωπο του φορέα της και τείνει στην επίτευξη ενός κερδοσκοπικού σκοπού, ανάλογα δε με τον επιδιωκόμενο σκοπό η επιχείρηση χαρακτηρίζεται ως εμπορική, βιομηχανική, βιοτεχνική κλπ (Μπαλής, Γεν. Αρχές σελ. 487), ή τραπεζική εφόσον σκοπός της επιχείρησης είναι η επίτευξη κέδρους από τη διενέργεια τραπεζικών συναλλαγών. Εδώ ο φορέας περί των οποίων είναι οργανωμένη η επιχείρηση είναι πάντοτε νομικό πρόσωπο, με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας. Στην περίπτωση εξάλλου συγχωνεύσεως εταιρείας με απορρόφηση επέρχεται μεν εξαφάνιση της νομικής προσωπικότητας (φορέα) της απορροφώμενης εταιρείας, η οποία έκτοτε παύει να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της απόφασης της διοίκησης που εγκρίνει τη συγχώνευση, η επιχείρηση όμως εξακολουθεί να υφίσταται, υπό διαφορετικό φορέα, ήτοι υπό το νομικό πρόσωπο που προκύπτει από τη συγχώνευση. Τα ανωτέρω σαφώς συνάγονται από τη διάταξη του άρθρου 75 παρ. 1 εδ. α' του ν. 2190/1920, το οποίο παραπέμπει ρητά το προαναφερόμενο περί συγχωνεύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων, άρθρο 16 ν. 2515/1997, και αντικατοπτρίζουν την οικονομική διάσταση της συγχωνεύσεως, η οποία επιφέρει την κατάλυση της νομικής προσωπικότητας του απορροφώμενου πιστωτικού ιδρύματος, η οποία εξαφανίζεται ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, τα τελευταία δε μεταβιβάζονται στο νέο νομικό πρόσωπο που προκύπτει και η μεταβίβαση εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή (ΟλΑΠ 12/1999 ΕΕμπΔ Δ Ν,314). Συνεπώς δεν επέρχεται παύση της λειτουργίας της, η οποία παύση συνεπάγεται την διακοπή διενέργειας τραπεζικών πράξεων, όπως λήψη καταθέσεων, δανειοδοτήσεις κλπ μέσω της οργανωμένης οικονομικής ενότητας που αποτελεί την επιχείρηση.     Υπό τα στην αγωγή εκτιθέμενα την 7.9.2000, ημέρα καταχώρησης στο ΜΑΕ της εγκριτικής της συγχώνευσης απόφασης της Υφυπουργού Ανάπτυξης, η Τράπεζα, έπαψε μεν να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο, εν τούτοις η τραπεζική επιχείρηση, υπό την παραπάνω έννοια, εξακολουθεί να υφίσταται να και λειτουργεί υπό την απορροφούσα Τραπεζική Επιχείρηση, στην οποία μεταβιβάζονται αυτοδικαίως τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του απορροφηθείσας Τράπεζας. Ως μη νόμιμη επίσης πρέπει να απορριφθεί και η δεύτερη νομική βάση του επικουρικού αιτήματος, η στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 90 ΑΚ, αφενός διότι το εναγόμενο Ταμείο δεν φέρει σωματειακή μορφή και δεν τίθεται θέμα υπάρξεως σχέσεως σωματείου-μέλους, μεταξύ εναγομένου Ταμείου και ενάγουσας, αφετέρου δε διότι δεν συντρέχει, κατά τα ανωτέρω, περίπτωση λύσεως-παύσεως υπάρξεως του απορροφηθέντος τραπεζικού ιδρύματος και συνεπώς δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής της προκειμένης διατάξεως. Εξάλλου δεν υφίσταται κενό δικαίου όσον αφορά τη παύση λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος ώστε να πρέπει να καταφύγουμε στην λύση της αναλογικής εφαρμογής της ως άνω διατάξεως.

   Κατ' ακολουθία των ανωτέρω η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη ως προς αμφότερες τις βάσεις αυτής και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα έξοδα της δίκης καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

   Απορρίπτει την αγωγή.

   Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.