ΠΠρΑθ 7964/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων - Σύμβαση δανείου - Ανατοκισμός - Ρύθμιση οφειλής - Αρχικό κεφάλαιο -.

 

Ρύθμιση οφειλών με βάση το άρθρο 39 ν. 3259/2004. "Ως αρχικό κεφάλαιο", νοείται το αρχικό κεφάλαιο εκάστου δανείου και όχι το άθροισμα των κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ή πιστώσεων, μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων. Η υπαγωγή οφειλής στις ρυθμίσεις του άρθρου 42 του ν. 2912/2001 δεν συνιστά αρνητική προϋπόθεση για την υπαγωγή της στην νεότερη ρύθμιση του άρθρου 39 ν. 3259/2004. Στην τελική οφειλή του δανειολήπτη δεν προστίθεται οποιαδήποτε επιβάρυνση και ειδικώτερα οποιοδήποτε τέλος, φόρος, εισφορά ν. 257/1976, ή έξοδα.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 7964/2007

   (Απόσπασμα) ...

  

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 Ν. 3259/4-8-2004: «1. Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την  έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου (δάνεια άνω των 2.201.000 ευρώ έως 31.12.1999 και δάνεια αρχικού κεφαλαίου άνω των 400.000 ευρώ ή δάνεια αγροτών). 2. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη τους, ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις. 3. Παρέλευση της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου άπρακτης ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει συμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέραν των ενενήντα (90) ημερών παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. Στην περίπτωση αυτή η οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης ... 12. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει.». Περαιτέρω, το άρθρο 30 του ν. 2789/2000 (προσαρμογή του ελληνικού δικαίου με την οδηγία 98/26/ΕΚ της 19.5.1998), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 του νόμου 2873/2000 και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 42 του νόμου 2912/2001, εγκαθίδρυσε υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν καταγγελθεί ή λήξει μέχρι τις 31/12/2000, ώστε η εκάστοτε προς αυτά συνολική οφειλή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, είτε με βάση τις ισχύουσες συμφωνίες, είτε με βάση τελεσίδικες αποφάσεις, να μην υπερβαίνει ορισμένα πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσοτέρων δανείων, που περιοριστικά καθορίζει ο ίδιος ο νόμος. Με το άρθρο 42 του ν. 2912/2001 ορίζονται τα εξής: «Κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων η συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, από τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31/12/2000, δεν δύναται να υπερβεί το παρακάτω πολλαπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50 % του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο.....Σε κάθε περίπτωση στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού. 2. Όλες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, μετά από τη λήψη του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, αφαιρούνται από τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορισθεί συμφωνά με την παράγραφο 1 του παρόντος». Σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων (αρθρ. 30 Ν.2789/2000 όπως αντικαταστάθηκε με το αρθρ. 42 του Ν.2912/2001 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 Ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149/4.8.2004), εγκαθιδρύθηκε υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του τελευταίου από τους προαναφερόμενους νόμους, ώστε η εκάστοτε προς αυτά οφειλή, να μην υπερβαίνει τα περιοριστικά αναφερόμενα στο νόμο αυτό πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσοτέρων δανείων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα έτος μετά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού. Σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 39 του Ν.3259/2004, όλες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές, ρυθμιζόμενες με τις διατάξεις του άρθρου 39 του νόμου αυτού αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Από τις παραπάνω διατάξεις καθίσταται επίσης σαφές ότι στην τελική οφειλή δεν είναι δυνατό να προστεθεί οποιαδήποτε επιπλέον επιβάρυνση και ειδικότερα, οποιοδήποτε τέλος, φόρος, εισφορά ή έξοδα. Τούτο σαφώς συνάγεται από τη γραμματική διατύπωση, τόσο του ως άνω άρθρου 42 Ν. 2912/2001, όσο και την αντίστοιχη του άρθρου 39 Ν.3259/2004, όπου ορίζεται ρητά ότι «.. η συνολική οφειλή ... δεν δύναται να υπερβεί...», η οποία διαφοροποιείται από την προηγούμενη του άρθρου 30 Ν.2789/2000, όπου οριζόταν ότι «η συνολική οφειλή από τόκους σε καθυστέρηση… δεν μπορεί να υπερβεί». Στην αντικατασταθείσα, δηλαδή, διάταξη προσδιοριζόταν ως συνολική οφειλή αυτή που περιελάμβανε μόνο τόκους, ενώ στη νέα διάταξη αναφέρεται μόνο η φράση «συνολική οφειλή», χωρίς να προσδιορίζεται ειδικότερα καμία άλλη επιβάρυνση. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και με βάση τη ratio του νέου νόμου και το πνεύμα του νομοθέτη που θέλησε να απαλλάξει το δανειολήπτη από την υπέρμετρη επιβάρυνση του, εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με υψηλά επιτόκια και επαναλαμβανόμενους ανατοκισμούς που τα τελευταία χρόνια οδήγησαν σε απόγνωση και χρεοκοπία μεγάλο αριθμό οφειλετών δημιουργώντας μείζον κοινωνικό πρόβλημα. Εξάλλου, εάν ο νομοθέτης ήθελε να προστίθενται στην διαμορφούμενη κατά τα ανωτέρω, τελική οφειλή και άλλες επιβαρύνσεις από φόρους, τέλη κλπ., θα το όριζε ρητά, όπως έκανε αναφορικά με τα έξοδα στο νόμο 2789/2000, το άρθρο 30 παρ. 2 εδ. α' του οποίου ρητά προέβλεπε την προαφαίρεση τους από τις καταβολές, ρύθμιση όμως που δεν επαναλαμβάνεται στο νέο νόμο. Εξάλλου, η από τη ανωτέρω διάταξη (του άρθρου 42 του Ν. 2912/2001), καθιερούμενη απαγόρευση στα πιστωτικά ιδρύματα να καταλογίζουν έξοδα σε βάρος των δανειοληπτών τους - έστω και αν περιέχεται στις κατ' ιδίαν συμβάσεις τους αντίθετος ρητός συμβατικός όρος - ούτε στο άρθρο 5, ούτε στο άρθρο 106 παρ. 2 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 1 του προσθέτου (πρώτου) πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αντίκειται, αλλ' απεναντίας συμπλέει και προς το σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας κατ' άρθρο 25 παρ. 1 εδαφ. β' του Συντάγματος, καθώς επίσης και στο άρθρο 5 αυτού (βλ. και Ολ. ΑΠ 2/1997-10/2003 Δ/νη 44, 405 - 40/1998 Δ/νη 40, 46 και Εφ.Αθ. 4110/2004 αδημ. στο νομικό τύπο). Περαιτέρω, η διαλαμβανόμενη στην αρχή του άρθρου 42 του νόμου 2912/2001 φράση: «κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων», αναμφισβήτητα υποδηλώνει την επιθυμία του νομοθέτη να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της υπέρμετρης και επικίνδυνης για τους οφειλέτες διόγκωσης των υποχρεώσεων τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα, ενόψει των υψηλών επιτοκίων και των υπέρμετρων ανατοκισμών που επιβάλλονταν, ως γενικοί όροι συναλλαγών, στους δανειολήπτες από αυτά. Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι το νομοθετικό καθεστώς, το οποίο επέτρεπε τον εκτοκισμό των τόκων που οφείλονταν στα πιστωτικά ιδρύματα (άρθρο 8 παρ. 6 ν. 1083/1980 και 289/1980 απόφαση της ΝΕ) και το οποίο οδήγησε στην υπέρμετρη διόγκωση των οφειλών των δανειοληπτών, έχει ήδη καταργηθεί και δεν ισχύει για τις νέες τραπεζικές συμβάσεις (άρθρο 12 νόμου 2601/1998), ο δε ΕΦΤΕ καταργήθηκε ήδη οριστικά με το άρθρο 33 παρ. 1 του νόμου 2873/2000 από 1/1/2001. Επομένως οι πιο πάνω επιβαρύνσεις, και ανεξαρτήτως του αν αυτές βαρύνουν τον δανειολήπτη απευθείας από το νόμο (π. χ. ΕΦΤΕ) ή από το πιστωτικό ίδρυμα (π.χ. εισφορά του άρθρου 1 παρ. 1 και 3 του ν. 128/1975), το οποίο τους μετακυλύει και τους επιβάλλει, ως γενικούς όρους συναλλαγών, στον δανειολήπτη, δεν μπορούν να προστεθούν στην ως άνω συνολική οφειλή. Έτσι, με τη ρύθμιση αυτή καθιερώνεται διαδικασία υποβολής των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε αναπροσαρμογή ή «επαναρρύθμιση», διαδικασία που κινείται με την υποβολή σχετικής αίτησης, από τον εκάστοτε οφειλέτη και λήγει με τη γνωστοποίηση από το πιστωτικό ίδρυμα του ύψους της επανακαθορισθείσας οφειλής κατά κεφάλαιο και τόκους, όπως αυτή θα διαμορφωθεί με την εφαρμογή των προλεχθέντων διατάξεων. Σύμφωνα με το γράμμα αλλά και το σκοπό των διατάξεων αυτών, η υποχρέωση επανακαθορισμού των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων επιβάλλεται ως γενικός όρος για την ικανοποίηση τους, ενώ οι εξαιρέσεις από τη διαδικασία προβλέπονται περιοριστικά και ως τέτοιες πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ. σχετ. ΕφΑΘ 7129/2006, 5139/2005, 423/2005 αδημ., Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο 2001, σελ 120, 121).

   Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων - σύνδικος της πτώχευσης της εταιρίας με την επωνυμία «ΙΝΤΡΑΚΟ ΕΛΛΑΣ ΑΕ» - αφού παραδεκτά παραιτείται από το δικόγραφο της από 30.12.2005 αγωγής του (αρθρ. 294, 295, 297 Κ ΠολΔ), εκθέτει ότι η προαναφερόμενη εταιρία, κατά το χρονικό διάστημα από 17.5.1966 έως 30.12.1982, δυνάμει των επικαλούμενων συμβάσεων δανείων που κατήρτισε με το εναγόμενο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ως πιστωτικό οργανισμό, έλαβε δάνεια συνολικού ύψους 194.142.202 δρχ. ή 569.749,67 ευρώ, των οποίων τα κατ' ιδίαν κεφάλαια κυμαίνονταν από 3.200.000 δρχ. (9.391 ευρώ) έως 72.000.000 δρχ. (211.299 ευρώ). Ότι στο προαναφερόμενο συνολικό κεφάλαιο των δανείων δεν πρέπει να περιληφθεί ποσό ύψους 7.469.632 δρχ., το οποίο δεν αποτελεί ληφθέν από τη δανειολήπτρια κεφάλαιο αλλά εισφορά του Ν. 257/1976. Ότι μέχρι την καταγγελία των παραπάνω δανείων, η οποία σε κάθε περίπτωση έγινε την 21.2.1996, όταν η δανειολήπτρια εταιρία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, είχε κάνει καταβολές έναντι εξόφλησης συνολικού ποσού 585.868.371 δρχ. ή 1.719.349 ευρώ. Ότι υπέβαλε εμπρόθεσμα στην εναγομένη αίτηση επανακαθορισμού του ύψους της οφειλής της σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 39 Ν. 3259/2004, η τελευταία, ωστόσο, αρνήθηκε να την υπαγάγει στο παραπάνω καθεστώς, ισχυριζόμενη ότι συντρέχει η περίπτωση της εξαίρεσης της παρ.4 του ως άνω άρθρου, καθόσον το σύνολο του κεφαλαίου των χορηγηθέντων δανείων υπερβαίνει τις 400.000 ευρώ. Ότι με τη διάταξη του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, με την οποία τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 42 παρ. Ι του νόμου 2912/2001, που είχε αντικαταστήσει τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. Ι του νόμου 2789/2000, ρυθμίστηκε η συνολική οφειλή από τις συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, με σκοπό τη ρύθμιση των οφειλομένων και ανείσπρακτων ακόμα από τις Τράπεζες ποσών, η οποία πρέπει να είναι απαλλαγμένη από ανατοκισμούς τόκων και λοιπές επιβαρύνσεις. Ότι ο υπολογισμός της οφειλής της δανειολήπτριας πτωχής με βάση την εν λόγω διάταξη καταλήγει σε πιστωτικό υπέρ της υπόλοιπο, ύψους 10.100,55 ευρώ, και όχι του επικαλούμενου από το εναγόμενο χρεωστικό σε βάρος της υπολοίπου 7.469.632 ευρώ, που διαμορφώθηκε λόγω παράνομης επιβολής ανατοκισμού τόκων, εισφορών κλπ. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο ενάγων ζητά να αναγνωρισθεί, ότι το πιστωτικό υπέρ της δανειολήπτριας υπόλοιπο από τη συναφθείσες με το εναγόμενο συμβάσεις δανείων ανέρχεται την 4.8.2004, σε 10.100,55 ευρώ, αντί του χρεωστικού σε βάρος της υπολοίπου 7.469.632 ευρώ που ισχυρίζεται η εναγομένη, να υποχρεωθεί η τελευταία να υπαγάγει την ως άνω οφειλή στη ρύθμιση του άρθρου 39 Ν.3259/2004 και να καταδικαστεί στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, αρμόδια καθ'ύλη και κατά τόπο φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 18 παρ. 1 και 25 Κ.Πολ.Δ.) και κρίνεται νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις καθώς και σ' εκείνες των άρθρων 534, 535 παρ.1 ΕΝ, 70, 176 Κ.Πολ.Δ, πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησης της προηγήθηκε απόπειρα για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς η οποία απέβη άκαρπη (βλ. σχετ. την από 4.9.2007 δήλωση του ενάγοντος, με την ιδιότητα του ως συνδίκου της πτώχευσης της εταιρίας με την επωνυμία "ΙΝΤΡΑΚΟ ΕΛΛΑΣ ΑΕ", Α. Κ.).

   Η εναγομένη με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της για την αντίκρουση της αγωγή ισχυρίζεται ότι: α) η κρινόμενη περίπτωση δεν υπάγεται στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του άρθρου 39 Ν.3259/2004 διότι το άθροισμα των κεφαλαίων των δανείων που κατήρτισε με τη δανειολήπτρια υπερβαίνει τα 400.000 ευρώ, κατά συνέπεια εμπίπτει στην εξαίρεση της παρ.4 του ως άνω άρθρου, β) η επίδικη οφειλή έχει ήδη υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 42 Ν.2912/2001, και γ) στο άθροισμα των κεφαλαίων των δανείων που έλαβε η δανειολήπτρια πρέπει να συνυπολογισθούν τα 7.469.632 δρχ. διότι η εξαίρεση του άρθρου 42 Ν.2912/2001 αφορά την εισφορά του Ν. 128/1975, και όχι την προκείμενη του Ν. 257/1976, οι δε τόκοι από ανατοκισμό που καταλογίσθηκαν στην επίδικη οφειλή δεν είναι παράνομοι, αλλά καταλογίσθηκαν κατόπιν ρητής συμφωνίας των συμβαλλομένων. Ωστόσο, οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμοι για τους παρακάτω, αντίστοιχα, λόγους: α) Στην εξαίρεση της παρ.4 του άρθρου 39 Ν.3259/2004 ορίζεται ότι: «Στην περίπτωση απαιτήσεων από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που είχαν συνομολογηθεί κατά την ισχύ του Ν. 2789/2000 και το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα 2.201.000,00 ευρώ, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί την 31.12.1999 με το κεφάλαιο, τους συμβατικούς τόκους χωρίς ανατοκισμό και λοιπά έξοδα ή το αρχικό κεφάλαιο υπερβαίνει τις 400.000,00 ευρώ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 και του εδαφίου της παρ. 2 του παρόντος άρθρου.». Από τη σαφή γραμματική διατύπωση της εν λόγω διάταξης προκύπτει ότι ο νομοθέτης ως «αρχικό κεφάλαιο» εννοεί το αρχικό κεφάλαιο εκάστου δανείου και όχι το άθροισμα των κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ή πιστώσεων που είχαν συνομολογηθεί μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων κατά την ισχύ του Ν. 2789/2000. Ούτε, εξάλλου, ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής της επίμαχης εξαίρεσης παραπέμπει στις περιπτώσεις της παρ.1, ώστε να συνάγεται επιχείρημα ότι θέλησε να υπαγάγει και την περίπτωση των περισσοτέρων δανείων ή πιστώσεων που είχαν συνομολογηθεί μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων στις ως άνω εξαιρέσεις της παρ. 4. Επίσης, στη ρύθμιση της παρ.1 του ιδίου ως άνω άρθρου, όπου ο νομοθέτης θέλησε να περιλάβει και την περίπτωση που είχαν συναφθεί περισσότερες συμβάσεις δανείων μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων, ρητά προέβλεψε ότι: «Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων ... δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ...», διατύπωση που δεν επανέλαβε στην παρ.4 του ως άνω άρθρου, β) Το γεγονός ότι η επίδικη οφειλή υπαγόταν στη ρύθμιση του άρθρου 42 Ν. 2912/2001 δεν αποτελεί αρνητική προϋπόθεση για την υπαγωγή της στη νεότερη ρύθμιση του άρθρου 39 Ν.3259/2004, αλλά οι δύο ρυθμίσεις εφαρμόζονται σωρευτικά, κατά το μέρος που αλληλοσυμπληρώνονται, όπως άλλωστε ορίζεται ρητά στην παρ. 12 του άρθρου 39 Ν.3259/2004, όπου προβλέπεται ότι: «Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του Ν.2789/2000, όπως ισχύει», δηλαδή όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του Ν.2912/2001. Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, με νεότερη νομοθετική ρύθμιση προβλέφθηκε ο ανακαθορισμός των χρεών των δανειοληπτών προς τις τράπεζες, με ευνοϊκότερους υπέρ αυτών όρους, αφού πολλά από αυτά είχαν υπερδεκαπλασιασθεί με τις διάφορες υπέρμετρες επιβαρύνσεις (βλ. σχετ. ΕφΑθ 423/2005 αδημ), και τέλος, γ) Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην πρώτη σκέψη της απόφασης και συνάγεται από τη γραμματική διατύπωση, τη ratio του νέου νόμου και το πνεύμα του νομοθέτη, στην τελική οφειλή του δανειολήπτη δεν είναι δυνατό να προστεθεί οποιαδήποτε επιπλέον επιβάρυνση και ειδικότερα, οποιοδήποτε τέλος, φόρος, εισφορά ή έξοδα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, που στο ποσό του κεφαλαίου των δανείων που έλαβε η δανειολήπτρια προστέθηκε το ποσό των 7.469.632 δρχ. ή 21.921,15 ευρώ, το οποίο ποτέ δεν έλαβε ως δάνειο, αλλά καταλογίσθηκαν στην οφειλή της ως εισφορά του Ν. 257/1976. Κατά συνέπεια, ορθά ο ενάγων δεν συνυπολογίζει το παραπάνω ποσό στο άθροισμα του κεφαλαίου των δανείων που έλαβε η πτωχή από το εναγόμενο.

   Από την κατάθεση του μάρτυρος του εναγομένου, που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου (ο ενάγων δεν εξέτασε μάρτυρα), τα νομίμως προσαγόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, όσα από τα οποία δεν παρέχουν άμεση απόδειξη, λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Δυνάμει των 11649/17.5.66, 12123/15.5.67 (και όχι όπως από παραδρομή αναφέρεται στην αγωγή 12123/15.5.97) συμβολαίων του συμβ/φου Αθηνών Φ.Δ.Μ. και των 1239/15.1.75, 5276/7.3.1980, 7137/3.5.1981 και 8800/30.12.1982 συμβολαίων της συμβ/φου Αθηνών Σ.Δ., καταρτίσθηκαν μεταξύ της εταιρίας με την επωνυμία «ΙΝΤΡΑΚΟ ΕΛΛΑΣ ΑΕ» και του εναγομένου ως πιστωτικού οργανισμού, αντίστοιχες συμβάσεις ενυπόθηκων τοκοχρεολυτικών δανείων με τις οποίες το εναγόμενο χορήγησε στην πρώτη δάνεια, ποσών (κεφαλαίου) αντίστοιχα, 11.000.000 δρχ. (η 32.281,73 ευρώ), 3.200.000 δρχ. (ή 9.3091 ευρώ), 12.842.202 δρχ. (ή 37.688 ευρώ), 72.000.000 δρχ. (ή 211.298,60 ευρώ) , 30.000.000 δρχ. (ή 88.041 ευρώ) και 65.000.000 δρχ. (ή 190.755,68 ευρώ), με τους όρους που αναφέρονται στα αντίστοιχα συμβόλαια, με σκοπό την ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας στην Αρκίτσα Λοκρίδος. Αξίζει να σημειωθεί, ότι κανείς από τους συμβαλλομένους και ήδη διαδίκους δεν επικαλείται καταγγελία των παραπάνω συμβάσεων, ο δε ενάγων ισχυρίζεται ότι αυτές, σε κάθε περίπτωση, έληξαν στις 21.2.1996, οπότε η δανειολήπτρια εταιρία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης με την 616/1996 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Το γεγονός της (πλασματικής) καταγγελίας και λήξης των συμβάσεων με την κήρυξη της πτώχευσης της δανειολήπτριας δεν αμφισβητήθηκε από το εναγόμενο, κατά συνέπεια το Δικαστήριο συνάγει ομολογία ως προς το γεγονός αυτό (αρθρ. 261 ΚΠολΔ). Εξάλλου, με την 2840/1996 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου διορίσθηκε ο ενάγων σύνδικος της πτώχευσης της παραπάνω εταιρίας και την εκπροσωπεί νόμιμα ενεργητικά και παθητικά. Κατά το χρονικό διάστημα από 3.8.1968 έως 13.5.1988 - πριν την κήρυξη της πτώχευσης - η δανειολήπτρια εταιρία, για την εξόφληση των οφειλών της, είχε κάνει τις παρακάτω καταβολές : 1) στις 03.08.68 δρχ. 70.000 (γραμμάτιο είσπραξης 8740), 2) στις 31.03.70 δρχ. 300.000 (γραμμάτιο είσπραξης 2394), 3) στις 15.04.70 δρχ. 200.000 (γραμμάτιο είσπραξης 3170), 4) στις 28.07.71 δρχ. 677.730 (γραμμάτιο είσπραξης 8652), 5) στις 15.03.72 δρχ. 300.000 (γραμμάτιο είσπραξης 3009), 6) στις 04.09.72 δρχ. 200.000 (γραμμάτιο είσπραξης 10516), 7) στις 26.01.73 δρχ. 2.801.596 (γραμμάτιο είσπραξης 1058), 8) στις 13.3.74 δρχ.200.000 (γραμμάτιο είσπραξης 1573), 9) στις 01.11.76 δρχ. 840.095 (γραμμάτιο είσπραξης 6989), 10) στις 01.11.76 δρχ. 664.805 (γραμμάτιο είσπραξης 6960), 11) στις 01.11.76 δρχ. 100.000 (γραμμάτιο είσπραξης 6991), 12) στις 07.02.77 δρχ. 200.000 (γραμμάτιο είσπραξης 1476), 13) στις 30.12.77 δρχ. 1.000.000 (γραμμάτιο είσπραξης 13219), 14) στις 22.12.78 δρχ. 2.870.640 (γραμμάτιο είσπραξης 13671), 15) στις 02.01.80 δρχ. 5.500.584 (γραμμάτιο είσπραξης 352), 16) στις 30.12.80 δρχ. 6.327.252 (γραμμάτιο είσπραξης 8897), 17) στις 11.03.81 δρχ. 2.488.000 (γραμμάτιο είσπραξης 240), 18) στις 23.11.82 δρχ. 3.032.000 (γραμμάτιο είσπραξης 1431), 19) στις 10.12.82 δρχ. 3.295.377 (γραμμάτιο είσπραξης 1431), 20) στις 01.02.83 δρχ. 6.327.252 (γραμμάτιο είσπραξης 215), 21) στις 03.03.83 δρχ. 1.487.333 (γραμμάτιο είσπραξης 245), 22) στις 29.05.84 δρχ. 900.000 (γραμμάτιο είσπραξης 627), 23) στις 28.06.84 δρχ. 500.000 (γραμμάτιο είσπραξης 909), 24) στις 28.12.84 δρχ. 2.486.289 (γραμμάτιο είσπραξης 2874), 25) στις 01.06.87 δρχ. 6.000.000 (γραμμάτιο είσπραξης 6246), 26) στις 10.07.87 δρχ. 11.672.748 (γραμμάτιο είσπραξης 6324), 27) στις 23.12.87 δρχ. 35.381.000 (γραμμάτιο είσπραξης 6662) και 28) στις 13.05.88 δρχ. 9.000.000 (γραμμάτιο είσπραξης 20563), και συνολικά κατέβαλε στο εναγόμενο το ποσό των 104.822.701 δρχ. Επίσης, το εναγόμενο εισέπραξε, δυνάμει του 2917/1997 πίνακα κατάταξης του συμβ/φου Κ., όπως μεταρρυθμίσθηκε με την 8137/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, από το προϊόν πλειστηριάσματος ακινήτου της δανειολήπτριας, το ποσό των 456.734.352 δρχ. Τέλος, το εναγόμενο, κατά το χρονικό διάστημα από 30.11.1979 έως 1.8.1993 εισέπραξε το ποσό των 24.311.318 δρχ. από εκχωρηθείσες από την δανειολήπτρια επιδοτήσεις επιτοκίου. Κατά συνέπεια το εναγόμενο, για την εξόφληση των επίδικων συμβάσεων δανείων έχει συνολικά εισπράξει το ποσό των 585.868.371 δρχ. (104.822.701 + 24.311.318 + 456.734.352), όπως άλλωστε δεν αμφισβητείται. Ενόψει της έκδοσης των παραπάνω νόμων 2912/2001 και 3259/2004, οι οποίοι καταλαμβάνουν και την εξεταζόμενη περίπτωση, το εναγόμενο είχε υποχρέωση επανυπολογισμού της οφειλής της δανειολήπτριας εταιρίας στην οποία, ωστόσο, δεν προέβη. Ειδικότερα, κατόπιν της από 10.10.2004 εμπρόθεσμης αίτησης επαναπροσδιορισμού οφειλής που υπέβαλε ο ενάγων στο εναγόμενο, το τελευταίο απάντησε στις 21.12.2004 ότι, αφενός οι επίμαχες οφειλές δεν υπάγονται στις ευεργετικές διατάξεις του άρθρου 39 του Ν.3259/2004 «επειδή το άθροισμα των κεφαλαίων υπερβαίνει τις 400.000 ευρώ», αφετέρου ότι κατόπιν επανυπολογισμού της οφειλής με βάση του προγενέστερους ευνοϊκούς νόμους, η εκ κεφαλαίου απαίτηση στις 9.5.2001 ανέρχεται στο ποσό των 3.881.462,95 ευρώ, οι δε τόκοι υπερημερίας από 10.5.2001 έως 31.12.2004 ανέρχονται στο ποσό των 3.795.755,75 ευρώ και συνολικά η οφειλή κατά κεφάλαιο και τόκους ανέρχεται σε 7.677.218,70 ευρώ. Ο ενάγων, ωστόσο, ισχυρίζεται ότι ο πιο πάνω υπολογισμός δεν έγινε όπως ορίζουν οι νέες διατάξεις και συγκεκριμένα, ότι το εναγόμενο συνυπολόγισε παράνομα ανατοκισμό τόκων και επιβαρύνσεις εξόδων και εισφορών που χρεώνονταν από το ίδιο σε όλη τη διάρκεια των συμβάσεων. Αν, δε, γινόταν με τον επιβαλλόμενο από τις εν λόγω διατάξεις τρόπο, θα κατέληγε σε πιστωτικό υπέρ της δανειολήπτριας υπόλοιπο ύψους 10.100,55 ευρώ (194.142.202 δρχ. κεφάλαια δανείων Χ 3 = 582.426.606 δρχ. - 585.868.371 δρχ. καταβολές = 3.441.765 δρχ. ή 10.100,55 ευρώ πιστωτικό υπόλοιπο).

   Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεδομένου ότι κανένα από τα ποσά των παραπάνω δανειακών συμβάσεων δεν υπερβαίνει το ποσό των 400.000 ευρώ και η κρινόμενη περίπτωση πληροί τις λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, πρέπει να υπαχθεί η ένδικη οφειλή στην ευνοϊκή ρύθμιση του άρθρου 39 Ν.3259/2004. Ωστόσο, για τη διακρίβωση του πιο πάνω γεγονότος, δηλαδή την ύπαρξη ή μη του προαναφερόμενου πιστωτικού υπολοίπου υπέρ της δανειολήπτριας εταιρίας, απαιτούνται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ειδικές γνώσεις επιστήμης (λογιστικής) ενόψει, τόσο της μακροχρόνιας λειτουργίας των συμβάσεων δανείων, όσο και του είδους των κονδυλίων που χρεώθηκαν (τόκοι συμβατικοί, υπερημερίας, ανατοκισμού, εισφορές, έξοδα κλπ.) και τα οποία αμφισβητούνται από τους διαδίκους. Πρέπει, επομένως, να αναβληθεί η έκδοση της οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης και η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης (άρθρα 368, 369, 371, 372, 379, 380, 254 Κ.Πολ.Δ.), να ορισθεί δε πραγματογνώμονας-λογιστής ο οποίος θα γνωμοδοτήσει εγγράφως σύμφωνα με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

   ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση της οριστικής του απόφασης.

   ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, που θα γίνει με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων.

   ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα τον Μ.Κ. του Α., Οικονομολόγο - Λογιστή, οδός Π., Αλιμος τηλ. ..., που περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων που τηρείται στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, ο οποίος κατά πρώτον θα δώσει τον προβλεπόμενο όρκο ενώπιον του Δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τότε που θα επιδοθεί η παρούσα απόφαση. Στη συνέχεια, αφού λάβει υπόψη του τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2001 όπως αυτές ισχύουν σήμερα, μετά την αντικατάσταση τους από το άρθρο 42 του ν. 2912/2001 και τροποποίηση με το άρθρο 39 Ν.3259/2004, αποφανθεί εγγράφως για τα παρακάτω ζητήματα : Α. α) Ποιο είναι το ποσό των κάθε είδους τόκων (συμβατικών και καθυστερήσεως) που οφείλονται για τα ένδικα ως άνω δάνεια που έλαβε η δανειολήπτρια εταιρία δυνάμει των 11649/17.5.66, 12123/15.5.67 συμβολαίων του συμβ/φου Αθηνών Φ.Δ.Μ. και των 1239/15.1.75, 5276/7.3.1980, 7137/3.5.1981 και 8800/30.12.1982 συμβολαίων της συμβ/φου Αθηνών Σ.Δ. από το εναγόμενο, β) Εάν καταλογίστηκαν σε βάρος της δανειολήπτριας και τόκοι τόκων (εάν έγινε δηλαδή και ανατοκισμός), γ) Σε καταφατική περίπτωση για ποιο χρονικό διάστημα, και εάν καταλογίστηκαν τέτοιοι τόκοι τόκων (υπερημερίας), έγινε δηλαδή τέτοιος εκτοκισμός τόκων για διάστημα μικρότερο ή μεγαλύτερο μάλιστα, των τριών μηνών, εφεξής και πότε. Β. Εάν καταλογίστηκαν τόκοι τόκων, σε ποια κονδύλια καταλογίστηκαν, ποιο είναι το συγκεκριμένο ποσό (των ανατοκισμών) για το κάθε κονδύλιο (χωριστά και συνολικά). Γ. Στην περίπτωση που, όλα τα κονδύλια, που υπολόγισε το εναγόμενο ή μερικά απ' αυτά (και ποια) περιλαμβάνουν και τόκους τόκων, πως μετά και τον υπολογισμό αυτών, διαμορφώνονται τα καθέκαστα ποσά των αντίστοιχων κονδυλίων και τέλος, πώς διαμορφώνεται, σύμφωνα και με τις προπαρατεθείσες στο σκεπτικό διατάξεις του νόμου, η τελική οφειλή του ενάγοντος, μετά δηλαδή την αφαίρεση του ποσού του τόκου επί τόκων, των εξόδων και των κάθε είδους εισφορών, Α. Εάν το τελικό υπόλοιπο, είναι πιστωτικό υπέρ της δανειολήπτριας εταιρίας ή άλλως χρεωστικό, σε βάρος αυτής, και σε ποιο ακριβές ποσό ανέρχεται τούτο. Για το θέμα αυτό θα συντάξει αιτιολογημένη έκθεση, στην οποία θα αναφέρει όλα τα στοιχεία που έλαβε υπόψη του, καταχωρώντας πλήρη, αναλυτική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, θεμελιωτική του πορίσματος του. Την έκθεση αυτή πρέπει να καταθέσει στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του.