ΠΠρΑθ 778/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αποκτήματα από ελεύθερη συμβίωση -.

 

Η διάταξη του άρθρου 1400 §1 εδ. α' ΑΚ δεν εφαρμόζεται αναλόγως στην περίπτωση ύπαρξης ελεύθερης συμβίωσης. Νομική φύση της ελεύθερης συμβίωσης. Στο πλαίσιο της ελεύθερης συμβίωσης δύο ετερόφυλων ατόμων οι παροχές του ενός προς τον άλλον γίνονται από ελευθεριότητα με συνέπεια να μην γεννάται αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού του λήπτη. Κι αυτό, επειδή στην περίπτωση αυτή ο πλουτισμός του λήπτη και η μείωση ή η επαύξηση της περιουσίας του δόντος δεν είναι αδικαιολόγητη, αφού υπάρχει η νόμιμη αιτία της χωρίς αντάλλαγμα παροχής, της οποίας αντικείμενο μπορεί να είναι υπηρεσίες πάσης φύσεως.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Από τη διάταξη του άρθρου 1400 §1 εδ. α' ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφ' ότου τελέσθηκε ο γάμος αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφ' όσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή», προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της γενέσεως αξιώσεως στο πρόσωπο του ενός συζύγου συμμετοχής στα αποκτήματα του ετέρου συζύγου, είναι η ύπαρξη γάμου μεταξύ των συζύγων (Σταθέας, Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, σ. 62). Η ανωτέρω διάταξη, κατά την άποψη που το παρόν δικαστήριο κρίνει ως ορθότερη, δεν μπορεί να τύχει ανάλογης εφαρμογής στην περίπτωση της υπάρξεως ελεύθερης (εξώγαμης) συμβιώσεως (πρβλ. Ι. Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, Η εξώγαμη συμβίωση, σ. 133, Ι. Κατράς εις ΕλλΔνη 36. 728, σχετ. Γαζής εις Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, τόμ. ΙΙΙ, σ. 24 αρ. 75, contra Π. Νικολόπουλος, Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, σ. 79, Κουμάντος, Οικογενειακό Δίκαιο, τόμ. 1ος σ. 19, ΜΠρΡοδ 206/1991 ΕλλΔνη 36. 725). Η ελεύθερη συμβίωση παρ' όλο που αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 1444 §2 ΑΚ, ιδίως για την αποφυγή καταστρατηγήσεως της ρυθμίσεως του νόμου περί διακοπής της διατροφής μετά τη λύση του γάμου με διαζύγιο, στην περίπτωση τελέσεως νέου γάμου από τον δικαιούχο διατροφής (βλ. Σκορίνη εις Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, τον VII σ. 490 αρ. 32, Π. Αγαλλοπούλου, Οι έννομες συνέπειες της έγγαμης συμβίωσης, εις ΝοΒ 37. 865) δεν αποτελεί θεσμό ρυθμιζόμενο από το δίκαιο, ως ο γάμος, αλλά πραγματική κατάσταση, όπου δύο άτομα διαφορετικού φύλου, συνδεόμενα με στενούς προσωπικούς δεσμούς αγάπης και αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αλληλοβοηθείας στο μέτρο των δυνατοτήτων εκατέρου εξ αυτών, συγκατοικούν υπό την ίδια στέγη, σιτίζονται από κοινού, διατηρούν κοινό εισόδημα και σταθερότητα εγκαταστάσεως και γενικότερα εμφανίζονται ως σύζυγοι έναντι τρίτων (Π. Αγαλλοπούλου, ε.α., Ι. Ανδρουλιδάκη - Δημητριάδη, ε.α. σ. 108, ΕφΘ 1704/1990 Αρμ ΜΔ' 345, ΕφΑθ 6690/1975 ΝοΒ 24. 326). Η ελεύθερη συμβίωση συνήθως δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία της μνηστείας, διότι τις περισσότερες φορές ελλείπει η πρόθεση γάμου και πλην ίσως όλως εξαιρετικών περιπτώσεων είναι συμβατή προς τα χρηστά ήθη (Ι. Ανδρουλιδάκη - Δημητριάδη, ε.α. σ. 77, Σταθόπουλος, εις Γεωργιάδη-Σταθόπουλο τον VII σ. 64 αρ. 13 σχετ. ΟλΑΠ 1174/1974 ΝοΒ 29. 720, ΑΠ 821/1977 ΝοΒ 26. 669). Από την άλλη πλευρά κύριο χαρακτηριστικό της ελεύθερης συμβιώσεως είναι ότι αυτή λύεται ελευθέρως οποτεδήποτε από εκάτερο των προσώπων, ενώ ο γάμος λύεται είτε με το θάνατο ενός των συζύγων, είτε με την έκδοση αμετάκλητης περί διαζυγίου αποφάσεως. Από την άποψη όμως νομικών συνεπειών, η ελεύθερη συμβίωση δεν μπορεί να εξομοιωθεί προς το γάμο, θεσμό ο οποίος τυγχάνει συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τη διάταξη της §1 του άρθρου 21 του ισχύοντος Συντάγματος (πρβλ. Ανδρουλιδάκη - Δημητριάδη, ε.α. σ. 70). Ειδικότερα, στην ελεύθερη συμβίωση δεν υπάρχει νομική υποχρέωση συνεισφοράς εκάστου των μερών στις ανάγκες του κοινού βίου, όπως αντιθέτως υπάρχει στο γάμο (άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ), οι δε εκατέρωθεν παροχές και υπηρεσίες, οι οποίες γίνονται στα πλαίσια της ως άνω κοινωνίας βίου, ακόμη και εάν είναι άνισες, φέρουν συνήθως το χαρακτήρα δωρεάς ή ανωνύμου συναλλάγματος, για τις οποίες δεν υφίσταται κατ' αρχήν ούτε αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού συμβιώσεως, αφού αυτές έλαβαν χώρα οικειοθελώς στα πλαίσια της εν λόγω κοινωνίας βίου και προς πραγμάτωση αυτής (πρβλ. ΑΠ 194/1990 ΝοΒ 39. 548, ΑΠ 351/1993 ΝοΒ 42. 998, ΑΠ 1356/1992 ΕλλΔνη 36. 348, ΕφΑθ 6690/1965 ΝοΒ 24. 326). Τέλος, κατά το άρθρο 904 ΑΚ όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή υπάρχει ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή για αιτία μη επακολουθήσασα ή λήξασα ή παράνομη ή ανήθικη. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ο πλουτισμός απαιτείται να επήλθε «άνευ νομίμου αιτίας» δηλαδή να είναι αδικαιολόγητος. Κρίσιμο δηλαδή στοιχείο είναι η νόμιμη αιτία του πλουτισμού. Το άρθρο 904 ΑΚ δεν λύνει από μόνο του το ζήτημα πότε υπάρχει ή δεν υπάρχει νόμιμη αιτία. Απόκειται στον εφαρμοστή του δικαίου να το καθορίσει λαμβάνοντας υπ' όψιν τις ειδικές διατάξεις του νόμου στις οποίες σιωπηρά παραπέμπει η 904 ΑΚ σε συνδυασμό με το σκοπό του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Στα πλαίσια της ελεύθερης συμβιώσεως δύο ετερόφυλων ατόμων οι παροχές του ενός προς τον άλλον γίνονται από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση λήψεως ανταλλάγματος, καθώς και η αποδοχή αυτών με το ίδιο περιεχόμενο, και συνεπώς δεν γεννάται αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού του λήπτη, διότι στην περίπτωση αυτή ο πλουτισμός αυτού και η μείωση ή μη επαύξηση της περιουσίας του δόντος δεν είναι αδικαιολόγητη, δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία, αφού υπάρχει τότε η νόμιμη αιτία της χωρίς αντάλλαγμα παροχής, της οποίας αντικείμενο μπορεί να είναι υπηρεσίες πάσης φύσεως (Σταθόπουλος, σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο του IV, άρθρο 904 αρ. 27-64, ΑΠ Τμήμα Δ' 351/1993).

   Η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι με το Δ.Ν.** του Μ.**, που όσο ζούσε κατοικούσε στην Αθήνα και απεβίωσε στην Αθήνα την 23.7.2000, συμβίωσε επί τριάντα οκτώ χρόνια σε καθεστώς ελεύθερης συμβιώσεως κάτω από τις συνθήκες, που ειδικότερα αναλύονται στην αγωγή. Ότι οι εναγόμενοι που είναι παιδιά από το νόμιμο γάμο του με την Ε.Ι.Ζ.** τον κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου από κοινού και κατ' ισομοιρία. Ότι κατά την έναρξη της ανωτέρω συμβιώσεως (1962) ο αποβιώσας, ο οποίος ήταν μηχανουργός (τορναδόρος) εργαζόταν συνεταιρικώς με άλλο άτομο σε συνεργείο (...). Είχε στην κυριότητά του το οικόπεδο επί του οποίου ευρίσκετο το ανωτέρω συνεργείο, το οποίο είχε αγοράσει το έτος 1960 με συμβόλαιο νομίμως μεταγεγραμμένο, έναντι τιμήματος 55.000 δραχμών, σύμφωνα με τους τίτλους κτήσεως. Ότι το έτος 1962 αγόρασε με συμβόλαιο νομίμως μεταγεγραμμένο, γειτονικό με το ανωτέρω, μικρό οικόπεδο, αξίας 30.000 δραχμών σύμφωνα με τους τίτλους κτήσεως καθώς επίσης διέθετε επιβατηγό αυτοκίνητο τύπου «στέησον βάγκον». Ότι κατά το χρόνο θανάτου του ευρίσκονταν στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του αποβιώσαντος συντρόφου της: 1) ένα οικόπεδο εκτάσεως 225 τ.μ. στη θέση Λ.** (...), το οποίο απέκτησε, δυνάμει συμβολαίου το 1962, νομίμως μεταγεγραμμένου έναντι αξίας 3.847.500 δραχμών ή 11.291,3 ευρώ σύμφωνα με τη δήλωση φόρου κληρονομίας των εναγομένων, σύμφωνα δε με την πραγματική αξία πάνω από 19.125.000 δραχμές ή 56.126 ευρώ (85.000 δραχμές ή 249,44 ευρώ το τ.μ.), λόγω και της γειτνιάσεώς του με το νέο αερολιμένα των Αθηνών. 2) Οικόπεδο εκτάσεως 318 τ.μ. στη θέση Ρ.** ή Α.** της συνοικίας Α.Α.**, το οποίο απέκτησε, δυνάμει συμβολαίου το 1971, νομίμως μεταγεγραμμένου αξίας 3.236.571 ή 9.469 ευρώ σύμφωνα με τη δήλωση φόρου κληρονομίας των εναγομένων, σύμφωνα δε με την πραγματική αξία άνω των 15.900.000 δραχμών ή 46.662 ευρώ (αξία ανά τ.μ. 50.000 δραχμές ή 146,7 ευρώ), λόγω του ότι βρίσκεται σε μία από τις ακριβότερες λουτροπόλεις της Αττικής. Εντός αυτού υπάρχει προκατασκευασμένη λυόμενη οικία 52 τ.μ., αξίας 4.080.960 δραχμών ή 11.976 ευρώ αντίστοιχα σύμφωνα με τη δήλωση φόρου κληρονομίας των εναγομένων, σύμφωνα δε με την πραγματική αξία 10.000.000 δραχμές ή 20.347 ευρώ. Επίσης είχε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 200 (μοντ. 1975) (...), αξίας 500.000 δραχμών ή 1.467 ευρώ, καθώς και έπιπλα και σκεύη της ανωτέρω λυόμενης οικίας, αξίας 194.417 δραχμών ή 570,5 ευρώ σύμφωνα με τη δήλωση φόρου κληρονομίας των εναγομένων, σύμφωνα δε με την πραγματική 2.000.000 δρχ. ή 5.869 ευρώ και 1.000.000 δρχ. ή 2.937 ευρώ. Ότι πέρα των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων ο αποβιώσας διέθετε και καταθέσεις χρηματικών ποσών ύψους περίπου 120.000.000 δραχμών στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με συνδικαιούχους τους εναγόμενους γιους του για λόγους φορολογικούς. ’ρα, το σύνολο της περιουσίας του στο χρόνο θανάτου του ανέρχεται σε 168.000.000 δραχμές. Ότι η επαύξηση αυτή της περιουσίας του οφείλεται και στη συμβολή της ενάγουσας, η οποία διαδραμάτισε θετικό ρόλο στη ζωή του, συνιστάμενο σε προσωπική εργασία οικιακής φύσεως, ηθική και ψυχική συμπαράσταση με δημιουργία οικογενειακής θαλπωρής και με τη διάθεση της ιδιόκτητης οικίας της για την κοινή τους συμβίωση. Ότι η εν λόγω συμβολή ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσοστό του 1/3, ήτοι στο ποσό των 164.343,33 ευρώ, για την καταβολή του οποίου υπόχρεοι είναι οι εναγόμενοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος εξ αυτών. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί, όπως το αίτημά της περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η συμβολή της κατά το 1/3 στην επαύξηση της περιουσίας του αποθανόντος, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος πατέρα τους, οφείλουν να της καταβάλουν το ποσό των 164.343 ευρώ κοινώς, αδιαιρέτως και κατ' ισομοιρία με το νόμιμο τόκο από το χρόνο θανάτου του αποβιώσαντος πατέρα τους (23.7.2000) άλλως, επικουρικώς από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. ’λλως, επικουρικώς και για την περίπτωση μη αποδοχής της αγωγής κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της κατάαβάλουν το ανωτέρω ποσό, λόγω του εις βάρος της παράνομου πλουτισμού κατά το ποσό αυτό αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, νομιμοτόκως από τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη.

   Με βάση το ιστορικό αιτήματα αυτά η υπό κρίσιν αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τρόπο αρμόδιο να τη δικάσει (18 και 22 ΚΠολΔ) πλην όμως είναι μη νόμιμη ως προς την πρώτη βάση της περί αναλογικής εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 1400 ΑΚ, διότι σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσας, κατά την άποψη που και το παρόν δικαστήριο θεωρεί ορθότερη, δεν μπορεί να γίνει αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1400 ΑΚ και επί ελεύθερης ενώσεως και κατά συνέπειαν η ενάγουσα στερείται της αντιστοίχου αξιώσεως. Όμως και ως προς την επικουρική βάση της αξιώσεως λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι μη νόμιμη η υπό κρίσιν αγωγή, δεδομένου ότι βασική προϋπόθεση της αξιώσεως αυτής είναι ο πλουτισμός του εναγομένου άνευ νομίμου αιτίας, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού οι οποιασδήποτε μορφής παροχές από την ενάγουσα προς τον πατέρα των εναγομένων εγίνοντο οικειοθελώς, χωρίς εξάρτηση ή απαίτηση, στα πλαίσια των αναγκών της κοινής συμβιώσεώς τους και είχαν τη μορφή δωρεάς ή ανωνύμου ανταλλάγματος. Πρέπει, επομένως η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως μη νόμιμη και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων κατ' άρθρο 179 περ. β' ΚΠολΔ.