ΠΠρΑθ 3132/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Εκδοση ακάλυπτης επιταγής - Τελευταίος κομιστής - Γραφεία Συμψηφισμού - Αδικοπραξία - Στοιχεία ορισμένου αγωγής -.

 

Τελευταίοι κομιστές των τραπεζικών επιταγών που κομίζονται στα Γραφεία Συμψηφισμού από τις συνεργαζόμενες με αυτά - και τις πληρώτριες - Τράπεζες - δεν είναι οι τελευταίοι οπισθογράφοι (φυσικά ή νομικά πρόσωπα), - αλλά τα πιστωτικά ιδρύματα (Τράπεζες) τα οποία, αφού πρώτα τις πλήρωσαν στους πελάτες τους (ή πίστωσαν, κατά το ποσό τους, τυχόν υπάρχοντες λογαριασμούς τους σ' αυτά) τις προσκόμισαν, ακολούθως, προς συμψηφισμό στα άνω Γραφεία, οπότε από αυτά - κατόπιν ελέγχου μέσω του μηχανογραφικού κέντρου της πληρώτριας Τράπεζας - βεβαιώνεται η μη πληρωμή τους (μη αποδοχή, δηλαδή, και απόκρουση των επιταγών) και δεν επέρχεται, έτσι, συμψηφισμός των αμοιβαίων μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων (που μετέχουν στα Γραφεία Συμψηφισμού) απαιτήσεων και επί τη βάσει των συγκεκριμένων (μη πληρωθεισών από την πληρώτρια Τράπεζα) επιταγών. Εφόσον παρανόμως ζημιωθείς από την έκδοση ακάλυπτης επιταγής είναι μόνον ο (τελευταίος) κομιστής της επιταγής, ως προς τον οποίο "'και μόνο προκαλείται προσβολή εννόμως προστατευομένου συμφέροντος), ο δε προηγούμενος οπισθογράφος αυτής είναι δικαιούχος αποζημίωσης, μόνο αν η αξίωση του δικαιούχου από την αδικοπραξία μεταβιβάσθηκε σ' αυτόν (εξ αναγωγής κομιστή) με εκχώρηση, ο εξ αναγωγής κομιστής επιταγής που την είχε παραδώσει (και, προφανώς, πληρώθηκε γι' αυτήν, ή πιστώθηκε - κατά το ποσό της - λογαριασμός του) σε πιστωτικό ίδρυμα για εμφάνιση" σε Γραφείο Συμψηφισμού, θα πρέπει, προς θεμελίωση της αξιώσεως του από αδικοπραξία κατά του εκδότη της επιταγής, να εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής του εάν (πέραν της εξοφλήσεως από αυτόν της τελευταίας κομίστριας Τράπεζας) του μεταβιβάσθηκε δι' εκχωρήσεως και η αξίωση της δικαιούχου από αδικοπραξία.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

   ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

   ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ

   Αριθμός Απόφασης 3132/2004

   ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

   Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ανδρέα Ποταμιάνο, Πρόεδρο Πρωτόδικο, Παρασκευή Τσούμαρη, Πρωτοδίκη, Φώτιο Μουζάκη, Πρωτοδίκη - Εισηγητή, και από την Γραμματέα Αργυρούλα Ράπτη.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 31 Οκτωβρίου 2003, για να δίκασε, την υπόθεση μεταξύ:

   Του εκκαλούντος-ενάγοντος : Π.Π. του Ι., κατοίκου Βριλησσίων Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεράσιμο Σ. Μαφρέδα.

   Του εφεσίβλητου - ενάγοντος: Σ.Σ., κατοίκου Νέου Ηρακλείου Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Οδυσσέα Γ. Ιωσηφίδη, βάσει δηλώσεως.

   Ο εφεσίβλητος, ζήτησε να γίνει δεκτή η από 8/3/2001 αγωγή του που κατατέθηκε με αριθμό 83/2001.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 57/02 απόφαση του, δέχτηκε την αγωγή.

   Ήδη ο εκκαλών με την έφεση του (αρ. καταθ. 2781/2002) η οποία προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο προσβάλλει την απόφαση αυτή.

   Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του. Αντίθετα, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσε μονομερή δήλωση που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 1649/86 και προκατέθεσε προτάσεις.

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 513 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 3 παρ. 18 του ν. 2207/1994, προκύπτει ότι η ερήμην πρωτόδικη και οριστική απόφαση υπόκειται εξ αρχής, παράλληλα με την ανακοπή ερημοδικίας, και σε έφεση. Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 528, όπως ισχύει μετά τον προαναφερθέντα νόμο, ορίζει ότι αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο που δικάστηκε ερήμην κατά την πρώτη συζήτηση, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει στο εφετείο όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως (αυτοτελείς και μη). Κατά την έννοια δηλαδή της νέας διάταξης του άρθρου 528 η απόφαση αυτή δεν εξαφανίζεται παρά τότε μόνο και τόσο μόνο όσον απαιτείται για να θεωρηθούν παραδεκτοί οι ισχυρισμοί του ερημοδικασθέντος εκκαλούντος. Έτσι, αν ο εναγόμενος, που είχε ερημοδικαστεί, ασκήσει έφεση και προβάλει άρνηση της αγωγικής βάσεως, η εκκαλουμένη κατ' ανάγκη θα εξαφανιστεί, προκειμένου να ανατραπεί το εις βάρος του τεκμήριο ομολογίας. Το ίδιο ισχύει και αν εκκαλέσει την απόφαση ο ενάγων που πρωτοδίκως είχε ερημοδικαστεί. Όταν όμως ο εκκαλών εναγόμενος δεν αμφισβητεί την τεκμαρτή ομολογία των αγωγικών ισχυρισμών, αλλά προτείνει μόνο π.χ. εξόφληση, αποσκοπεί στη "διόρθωση" αυτού μόνον του "σφάλματος" δηλαδή της παραλείψεως προβολής της εξοφλήσεως. Στην περίπτωση αυτή ο ισχυρισμός αυτός είναι παραδεκτός και εξετάζεται χωρίς προηγούμενη εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Η εξαφάνιση θα επέλθει μόνον αν και όσο ο εν λόγω ισχυρισμός ευδοκιμήσει κατ' ουσίαν (βλ. Στ. Ματθία, Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατά των ερήμην αποφάσεων, ΕλΔ 36.11 επ. και υπό το προϋφιστάμενο δικονομικό καθεστώς ΑΠ 1231/1985 ΕΕΔ 45. 661, Ε.Α 406/1986 ΕλΔ 27.143 με παρατ. Στ. Ματθία και περαιτέρω παραπομπές).

   II. Στην προκειμένη περίπτωση η έφεση του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ' αριθ. 57/2002 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου, το οποίο δίκασε ερήμην αυτού την από 8.3.2001 (α/α κατ. 83/2001) αγωγή του εφεσιβλήτου - ενάγοντος κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, αφού ασκήθηκε νόμιμα με εμπρόθεσμη κατάθεση του σχετικού δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 516 επ. ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή, κατά το τυπικό της μέρος. Περαιτέρω δε, επειδή ο εκκαλών-εναγόμενος, με τον δεύτερο από τους λόγους της εφέσεως του (όπως διευκρινίζεται στη συνέχεια του δικογράφου της εφέσεως), αρνείται τους αγωγικούς ισχυρισμούς, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή με το τεκμήριο ομολογίας του άρθρου 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, πρέπει σύμφωνα με όσα παραπάνω αναφέρονται - να εξαφανιστεί, προκειμένου να ανατραπεί το εις βάρος του τεκμήριο ομολογίας, και - αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) - να ερευνηθεί η αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της.

   III. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος εξέδωσε στην Αθήνα, α) την υπ' αριθ. */23-11-2000 τραπεζική επιταγή, ποσού 850.000 δραχμών, πληρωτέα εις διαταγήν της εταιρείας Α. Κ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΠΕ", επί της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος και β) την υπ' αριθ. 5219866-3/27-7-2000 τραπεζική επιταγή, ποσού 568.000 δραχμών, πληρωτέα εις διαταγήν της εταιρείας "Κ. Α. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ" επί της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, των οποίων κατέστη νόμιμος κομιστής από αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων. Ότι, όταν οι παραπάνω επιταγές εμφανίσθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην Τράπεζα Citibank: (γραφείο συμψηφισμού), κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες της α) 28-11-2000 και β) 27-7-2000, δεν πληρώθηκαν, γιατί εξακριβώθηκε μέσω του μηχανογραφικού κέντρου της πληρώτριας Τράπεζας (Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος) ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό του εκδότη τους (εναγομένου). Αφού δε εκθέτει ότι δυνάμει των ως άνω επιταγών έχουν εκδοθεί, αντίστοιχα, και οι υπ' αριθμούς 81/2001 και 478/2000 Διαταγές Πληρωμής του Ειρηνοδίκη Νικαίας και, περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος εξέδωσε τις παραπάνω επιταγές εν γνώσει του ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης και πληρωμής τους, δεν υπήρχαν στον λογαριασμό του αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια και ότι από την μη πληρωμή τους τον ζημίωσε παράνομα και υπαίτια με την τέλεση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος - ο οποίος, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, αποκρύπτει δολίως τα περιουσιακά του στοιχεία - να του καταβάλει προς αποζημίωση του το συνολικό ποσό των (850.000 + 568.000 = ) 1.418.000 δραχμών (που ισοδυναμούν με 4161,41 Ευρώ), με τους νόμιμους τόκους από την επόμενη ημέρα εμφανίσεως των άνω επιταγών προς πληρωμή, άλλως από την επόμενη ημέρα επιδόσεως της αγωγής, μέχρι εξοφλήσεως, καθώς και να απαγγελθεί εναντίον του εναγομένου, λόγω της τελεσθείσας από αυτόν αδικοπραξίας, προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της εκδοθησομένης αποφάσεως, τέλος δε να καταδικασθεί αυτός (εναγόμενος) στην καταβολή της δικαστικής του

   IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 εδ. α' ν. 5960/1933, "η εμφάνισις εις συμψηφιστικόν γραφείον ισοδυναμεί προς εμφάνισιν προς πληρωμήν". Με βάση την διάταξη αυτή - και επειδή δεν εκδόθηκε το Προεδρικό Διάταγμα που προβλέπεται από το εδάφιο β' της ίδιας διατάξεως το οποίο να καθορίζει ποια θεωρούνται συμψηφιστικά γραφεία στην Ελλάδα-ιδρύθηκαν, με συμβάσεις μεταξύ των Ελληνικών Τραπεζών (και, ακολούθως, προσεχώρησαν σ' αυτές τις συμβάσεις και αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα λειτουργούντα στην Ελλάδα), συμψηφιστικά γραφεία στην Αθήνα, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη προς διευκόλυνση των μεταξύ τους, εντός της Χώρας, συναλλαγών (βλ. Ι. Π. Μάρκου, δίκαιο επιταγής, β' έκδοση, άρθρο 31, σελ. 198). Ειδικότερα δε, τα συμψηφιστικά γραφεία είναι οργανώσεις στις οποίες οι τράπεζες - συμπεριλαμβανομένων και των ταχυδρομικών ταμιευτηρίων και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων - εμφανίζουν κάθε μέρα τις επιταγές τις οποίες κατέχουν ως κομίστριες και οι οποίες έχουν εκδοθεί επί άλλων τραπεζών (μελών του συμψηφιστικού γραφείου) για να πληρωθούν με αμοιβαίο μεταξύ των μελών του συμψηφισμό (βλ. Μάρκου, ο.ά., σελ. 199, Ν. Δελούκα, Αξιόγραφα, έκδ. γ', παρ. 215 σελ. 260 και άρθρο 1° του Καταστατικού του Γραφείου Συμψηφισμού Αθηνών, όπως εγκρίθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε κατά τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου του της 21/10/1957, 8/2/1963, 28/1/1970, 18/11/1970, 11/2/1974, 14/3/1977 και 12/12/1983, σε Παράρτημα Β' Ι.Π. Μάρκου, ο.ά., σελ. 350 και 357). Από τα προαναφερόμενα, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 3 του ως άνω Καταστατικού του Γραφείου Συμψηφισμού Αθηνών, όπως τροποποιήθηκε στη συνεδρία του Συμβουλίου του της 13/5/1996 (βλ. Ι. Π. Μάρκου, ο.ά., σελ. 360) - κατά το οποίο, "Αί ούτω προς συμψηφισμόν αποστιλλόμεναι επιταγαί δέον να ώσι οπισθογραφημέναι, εξωφλημέναι δε εν τέλει δια της σφραγίδας των προσαγουσών ταύτας Τραπεζών, εχούσης ούτω ΕΞΩΦΛΗΘΗ ΣΥΜΨΗΦΙΣΤΙΚΩΣ - ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΥ - Εν Αθήναις τη.... - ΤΡΑΠΕΖΑ" - προκύπτει ότι οι τραπεζικές επιταγές (όπως συνηθίζεται και στην πρακτική - βλ. Δελούκα, ό.α. παρ. 217, σελ. 263) κομίζονται στα Γραφεία Συμψηφισμού όχι άμεσα από τους ιδιώτες κομιστές τους, αλλά δια των μετεχουσών σ' αυτά Τραπεζών και αφού έχουν πρώτα πληρωθεί οι νόμιμοι κομιστές τους (ή πιστωθεί, τυχόν, υπάρχοντες λογαριασμοί τους}: οι οποίοι και - για τον λόγο αυτό - οπισθογραφούν αυτές με την ένδειξη "πληρώσατε εις διαταγήν της Τραπέζης...", ώστε με την εμφάνιση τους, από την συνεργαζόμενη με αυτούς Τράπεζα, στο Γραφείο Συμψηφισμού να επέλθει ο συμψηφισμός και αποσταλούν στην πληρώτρια Τράπεζα, άλλως να επιστραφούν απ' αυτήν (πληρώτρια Τράπεζα) ως απαράδεκτες (άρθρο 8 άνω καταστατικού του Γραφείου Συμψηφισμού Αθηνών). Στην πράξη, βέβαια, με τη λειτουργία των μηχανογραφικών κέντρων, ο έλεγχος από τα Γραφεία Συμψηφισμού γίνεται μέσω του δικτύου των ηλεκτρονικών υπολογιστών και, με την εξουσιοδότηση της πληρώτριας Τράπεζας, το Γραφείο Συμψηφισμού στο οποίο εμφανίσθηκε η επιταγή προς συμψηφισμό, εφόσον αυτή (μη γενόμενη αποδεκτή από την πληρώτρια Τράπεζα) δεν πληρώθηκε, βεβαιώνει το γεγονός αυτό και η εμφάνιση της επιταγής θεωρείται συντελεσθείσα όχι κατά τον χρόνο της άνω βεβαιώσεως, αλλά κατά τον χρόνο παραδόσεως της στον προϊστάμενο του οικείου συμψηφιστικού γραφείου (άρθρο 31 ν. 5960/1933). Με βάση τις προαναφερθείσες παραδοχές, τελευταίοι κομιστές των τραπεζικών επιταγών που κομίζονται στα Γραφεία Συμψηφισμού από τις συνεργαζόμενες με αυτά - και τις πληρώτριες - Τράπεζες - δεν είναι οι τελευταίοι οπισθογράφοι (φυσικά ή νομικά πρόσωπα), - αλλά τα πιστωτικά ιδρύματα (Τράπεζες) τα οποία, αφού πρώτα τις πλήρωσαν στους πελάτες τους (ή πίστωσαν, κατά το ποσό τους, τυχόν υπάρχοντες λογαριασμούς τους σ' αυτά) τις προσκόμισαν, ακολούθως, προς συμψηφισμό στα άνω Γραφεία, οπότε από αυτά - κατόπιν ελέγχου μέσω του μηχανογραφικού κέντρου της πληρώτριας Τράπεζας - βεβαιώνεται η μη πληρωμή τους (μη αποδοχή, δηλαδή, και απόκρουση των επιταγών) και δεν επέρχεται, έτσι, συμψηφισμός των αμοιβαίων μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων (που μετέχουν στα Γραφεία Συμψηφισμού) απαιτήσεων και επί τη βάσει των συγκεκριμένων (μη πληρωθεισών από την πληρώτρια Τράπεζα) επιταγών. Κατά συνέπεια - και εφόσον, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, παρανόμως ζημιωθείς από την έκδοση ακάλυπτης επιταγής είναι μόνον ο (τελευταίος) κομιστής της επιταγής, ως προς τον οποίο "'και μόνο προκαλείται προσβολή εννόμως προστατευομένου συμφέροντος) (ολ.ΑΠ 30/2003, ΧρΙΔ 2004, 255), ο δε προηγούμενος οπισθογράφος αυτής είναι δικαιούχος αποζημίωσης, κατά την προαναφερθείσα διάταξη, μόνο αν η αξίωση του δικαιούχου από την αδικοπραξία μεταβιβάσθηκε σ' αυτόν (εξ αναγωγής κομιστή) με εκχώρηση (ολ.ΑΠ 30/2003, ο.α.) -·ο εξ αναγωγής κομιστής επιταγής που την είχε παραδώσει (και, προφανώς, πληρώθηκε γι' αυτήν, ή πιστώθηκε - κατά το ποσό της - λογαριασμός του) σε πιστωτικό ίδρυμα για εμφάνιση" σε Γραφείο Συμψηφισμού, θα πρέπει, προς θεμελίωση της αξιώσεως του από αδικοπραξία κατά του εκδότη της επιταγής, να εκθέτει στο δικόγραφο της αγωγής του εάν (πέραν της εξοφλήσεως από αυτόν της τελευταίας κομίστριας Τράπεζας) του μεταβιβάσθηκε δι' εκχωρήσεως και η αξίωση της δικαιούχου από αδικοπραξία.

   Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, στην υπό κρίση αγωγή του, δεν εκθέτει με σαφήνεια εάν ο ίδιος εμφάνισε τις επίδικες επιταγές προς πληρωμή, αλλ' απλώς αναφέρει ότι ήταν νόμιμος κομιστής των από αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων και ότι οι επιταγές - αν και εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στην Τράπεζα CΙΤΙΒΑΝΚ (Γραφείο Συμψηφισμού) - δεν πληρώθηκαν γιατί, όπως εξακριβώθηκε μέσω του μηχανογραφικού κέντρου, δεν υπήρχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον λογαριασμό του εκδότη τους. Από την αναφορά του, όμως, ότι εμφανίσθηκαν οι επιταγές σε Γραφείο Συμψηφισμού, συνάγεται - με βάση τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της αποφάσεως - ότι, προηγουμένως, τις είχε οπισθογραφήσει (εισπράξας, ή πιστωθείς με το αντίτιμο της αξίας τους) για να εξοφληθούν συμψηφιστικώς από την άνω Τράπεζα (CΙΤΙΒΑΝΚ), κατόπιν εμφανίσεως των στο Γραφείο Συμψηφισμού -με απόσβεση, δηλαδή, αμοιβαίων απαιτήσεων της προς την πληρώτρια Τράπεζα (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος) - οπότε,έτσι, η άνω Τράπεζα (CΙΤΙΒΑΝΚ), κατέστη νόμιμη κομίστριά τους εξ οπισθογραφήσεως και εμφάνισε αυτές - ακολούθως - στο Γραφείο Συμψηφισμού. Από τα παραπάνω, όμως, στοιχεία που εκθέτει ο ενάγων, ελλείπει το ουσιώδες στοιχείο για την θεμελίωση της αξίωσης του από αδικοπραξία, ότι -δηλαδή - με την εξόφληση από αυτόν (που, επίσης, δεν αναφέρεται - αν και αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι τεκμαίρεται λόγω της κατοχής των επιταγών από τον ενάγοντα - αφού βάσει αυτών εκδόθηκαν και διαταγές πληρωμής - βλ. ΑΚ 424 εδ. β')τελευταίας κομίστριας Τράπεζας (CΙΤΙΒΑΝΚ), ταυτοχρόνως, του μεταβιβάσθηκε από αυτήν με εκχώρηση και η αξίωση της από την αδικοπραξία κατά του εκδότη των επιταγών. Επομένως - και δεδομένου ότι, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο (κρατώντας την υπόθεση) να ερευνήσει - και αυτεπαγγέλτως - όλα τα αναγκαία ζητήματα για τη διάγνωση της διαφοράς (βλ. Σ. Σαμουήλ, η έφεση, έκδ. ίδ, αριθ. 1144, σελ. 345) - η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας του δικογράφου της.

   Τέλος, λόγω της ήττας του ενάγοντος (άρθρο 176 ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθεί εις βάρος του η δικαστική δαπάνη του εναγομένου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (αφού μη παρασταθείς ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν υποβλήθηκε σε δαπάνες για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων. Δέχεται τυπικά και από ουσιαστική άποψη βάσιμη την έφεση.

   Εξαφανίζει την υπ' αριθμόν 57/2002 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών.

   Κρατεί την υπόθεση.

   Δικάζει επί της αγωγής.

   Απορρίπτει αυτήν.

   Επιβάλλει εις βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εκατόν πενήντα (150)Ευρώ.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2004.

   Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του την 1η Ιουνίου 2004.