ΑΠ.Ολ 1/2015

 

Παραπομπή σε πλήρη Ολομέλεια - Θέμα εξαιρετικής σημασίας - Αρχή της αναλογικότητας - Αδικοπραξία - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.

 

Διάσταση στη νομολογία ως προς τη δυνατότητα ή όχι να ελεγχθεί αναιρετικά το μέτρο της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, προκειμένου να κριθεί εάν η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης λόγω ηθικής βλάβης χρηματικής ικανοποίησης κατά το άρθρο 932 ΑΚ αποτελεί κρίση περί τα πράγματα που δεν ελέγχεται αναιρετικά, ούτε μέσω της αρχής της αναλογικότητας ή εάν αντίθετα η έννοια της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατά το παραπάνω άρθρο συνιστά αόριστη νομική έννοια, κατά την εξειδίκευση της οποίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης υπόκειται, με έμμεση εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας, σε αναιρετικό έλεγχο για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της ουσίας (Αντίθετη μειοψηφία). Παραπομπή στην πλήρη Ολομέλεια του ΑΠ.

 

 

Αριθμός 1/2015

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 

ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημητρούλα Υφαντή, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Δημήτριο Κόμη, Γεράσιμο Φουρλάνο, Αργύριο Σταυράκη, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Μιχαήλ Αυγουλέα - Εισηγητή, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Γεώργιο Κοντό, Βασίλειο Πέππα, Γεώργιο Λέκκα, Αθανάσιο Καγκάνη, Μαρία Χυτήρογλου, Ειρήνη Καλού, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Αλτάνα Κοκκοβού, Δημήτριο Γεώργα και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

 

Συνεδρίασε δημόσια στο Μέγαρό του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

 

Της αναιρεσείουσας - καθής η κλήση: Υπό ειδική εκκαθάριση τελούσης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." και με το διακριτικό τίτλο "ΑΤΕ Βank" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Ξανάλατο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

Των αναιρεσιβλήτων - καλουσών: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΚΚΟΚΚΙΣΤΗΡΙΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Γ. Λ. TEXTILES ΒΑΜΒΑΚΙ ΝΗΜΑ ΥΦΑΣΜΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" με το διακριτικό τίτλο "Γ.Λ. TEX A.B.E.E." που εδρεύει στα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κωστόπουλο, που δεν κατέθεσε προτάσεις.

 

Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: Δ. Σ., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρου και κατέθεσε προτάσεις. Υπέρ της πρώτης αναιρεσίβλητης, κοινοποιούμενης προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη και κατά της αναιρεσείουσας.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-11-2005 αγωγή των καλουσών - αναιρεσιβλήτων και του Γ. Λ., ο οποίος δεν είναι διάδικος στην δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6377/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 1090/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 28-6-2010 αίτησή της και τους από 5-10-2012 πρόσθετους λόγους.

 

Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1942/2013 απόφαση του Α2' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον τέταρτο λόγο του από 5-10-2012 δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως της 1090/2010 τελεσίδικης αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, αναφορικά με το ζήτημα, κατά πόσον προσβάλλεται νομίμως με αναίρεση, για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, ήτοι για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, απόφαση ουσιαστικού δικαστηρίου, με την οποία επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας, και ειδικότερα ως προς το ύψος του ποσού που επιδικάστηκε. Mετά την πιο πάνω απόφαση και την από 28 Ιανουαρίου 2014 κλήση των καλουσών - αναιρεσιβλήτων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των ανωτέρω αναιρεσιβλήτων και ο προσθέτως παρεμβαίνων αφού έλαβαν, κατά σειρά, τον λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος και ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων, καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους τους στα δικαστικά τους έξοδα.

 

Η Εισαγγελέας ακολούθως, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ο παραπεμφθείς στην Τακτική Ολομέλεια λόγος αναίρεσης να κριθεί νομικά βάσιμος και να εξετασθεί περαιτέρω, με βάση τα προκύπτοντα από την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα, αν αυτά τελούν σε σχέση ανεκτής αναλογίας με την έννομη συνέπεια, που απαγγέλθηκε με την απόφαση του Εφετείου. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στον πιο πάνω πληρεξούσιο και τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.

 

Kατά την 26η Φεβρουαρίου 2015, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Νικόλαος Πάσσος, Δημητρούλα Υφαντή, Γεράσιμος Φουρλάνος, Αθανάσιος Καγκάνης και Μαρία Χυτήρογλου, οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, των δεκαπέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 563 § 2 του ΚΠολΔ και 23 § 2 εδ. γ και δ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1.756/1995), όπως το δεύτερο τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 § 1 του ν. 2.331/1995, προκύπτει, ότι στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου υπάγονται : α) αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου, και β) αιτήσεις αναίρεσης, που παραπέμπονται σε αυτή για εκδίκαση με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή με ομόφωνη απόφαση του δικάζοντος τμήματος ή με απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας, η δε παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή ορισμένους μόνο λόγους αναίρεσης, αν πρόκειται για ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσίβλητες με την από 17-11-2005 και με αριθμό καταθέσεως 10730/2005 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ιστορούσαν: Ότι οι δύο πρώτες εξ αυτών ανώνυμες εταιρείες, εκ των οποίων η δεύτερη σχηματίσθηκε με απορρόφηση των κλάδων εκκοκίσεως και εμπορίας βάμβακος των εταιρειών "ΒΕΕΟΟΤ ΑΕ" και "ΒΙΒΑΤΟΜ ΑΕ" και τυγχάνει καθολική διάδοχος αυτών, δραστηριοποιούνται από της ιδρύσεώς των στην επεξεργασία βάμβακος, στην εκκόκκιση αυτού, στην παραγωγή νημάτων και άλλων συναφών προϊόντων και στην εμπορία αυτών σε ιδιόκτητες εκκοκκιστικές μονάδες, με κύκλο εργασιών περί τα 60.000.000 ευρώ ετησίως, κατέχοντας την πρώτη και τρίτη θέση αντιστοίχως μεταξύ 34 ομοειδών επιχειρήσεων. Ότι η πρώτη εξ αυτών και οι ως άνω απορροφηθείσες από την δεύτερη ανώνυμες εταιρείες χρηματοδοτούνταν για τις ανάγκες λειτουργίας των από την πρώτη εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα Τράπεζα, συνάπτοντας μαζί της συμβάσεις πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό και παρέχοντας σε αυτήν τις ανάλογες εμπράγματες εξασφαλίσεις. Ότι στα πλαίσια των πιστώσεων αυτών η εναγομένη Τράπεζα χορηγούσε κατόπιν αιτήσεώς των, στις δύο πρώτες ενάγουσες ανώνυμες εταιρείες, εγγυητικές επιστολές ενάρξεως- καλής λειτουργίας και προκαταβολής, η προκατάθεση των οποίων στον Οργανισμό Βάμβακος, σύμφωνα με την ισχύουσα μέχρι και το έτος 2005 νομοθεσία, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την λειτουργία των εκκοκκιστικών μονάδων, αφού διαφορετικά δεν μπορούσαν να αγοράσουν σύσπορο βαμβάκι από τους παραγωγούς και επομένως να ασκήσουν την εμπορική τους δραστηριότητα. Ότι στα πλαίσια της δραστηριότητάς των, αυτές κατόρθωσαν, μέχρι τις 9-11-2005, να μειώσουν τις βραχυχρόνιες και μακροπρόθεσμες δανειακές των υποχρεώσεις προς την εναγομένη Τράπεζα στα αναγραφόμενα στην αγωγή επιμέρους ποσά. Ότι, ενώ οι δύο ενάγουσες εταιρείες ήταν συνεπείς στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, προς την εναγομένη Τράπεζα, όταν απευθύνθηκαν προς αυτήν δια του εκπροσώπου των τον Ιούνιο του 2005, προκειμένου να καταρτίσουν τις αναγκαίες για την λειτουργία των εκκοκκιστηρίων συμβάσεις χορηγήσεως εγγυητικών επιστολών, όπως συνέβαινε κάθε έτος, και να προβούν στην αναδιάρθρωση των δανειακών τους υποχρεώσεων, προσφέροντας επί πλέον εξασφαλίσεις, η εναγομένη Τράπεζα περιορίσθηκε στο να αποδεχθεί το αίτημα αναδιαρθρώσεως των δανειακών υποχρεώσεών των για ένα έτος, υπό την προϋπόθεση καταβολής του ποσού των 4.000.000 ευρώ σε πίστωση των βραχυπροθέσμων υποχρεώσεών των, απορρίπτοντας σιωπηρά το αίτημα χορηγήσεως των εγγυητικών επιστολών, αν και γνώριζε, ότι δια της παραλείψεως αυτής οι εκκοκκιστικές μονάδες θα ετίθεντο εκτός λειτουργίας, όπως και συνέβη. Ότι η άρνηση χορηγήσεως των εγγυητικών επιστολών, ενόψει των προαναφερθέντων, παρά την φερεγγυότητα των εναγουσών εταιρειών και μάλιστα σε περίοδο που η εκκοκιστική περίοδος, διαρκείας μόλις 60 ημερών ετησίως, είχε αρχίσει και ήταν αδύνατη η από τις ενάγουσες εταιρείες προσφυγή σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα για την έκδοση των εγγυητικών επιστολών, που για τελευταίο έτος, λόγω μεταβολής της νομοθεσίας, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την λειτουργία των εκκοκκιστικών μονάδων, πράγμα που η πρώτη εναγομένη Τράπεζα γνώριζε, με αποτέλεσμα την εκτόπιση αυτών από την αγορά, αντίκειται στα χρηστά ήθη και είναι παράνομη και καταχρηστική. Ότι από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων οι ενάγουσες εταιρείες υπέστησαν τις ακόλουθες θετικές και αποθετικές ζημίες, α)ζημία ύψους 2.673.254 ευρώ υπέστη η πρώτη των εναγουσών εταιρεία, η οποία, πιστεύοντας ότι θα καταρτισθούν οι συμβάσεις παροχής εγγυητικών επιστολών και θα λειτουργήσουν τα εκκοκκιστήρια αυτής την περίοδο 2005, προέβη στην προπώληση των αναφερομένων ποσοτήτων βάμβακος στις αναφερόμενες στην αγωγή εταιρείες του εξωτερικού αντί του αναγραφομένου στις επί μέρους συμβάσεις τιμήματος, τις οποίες θα υποχρεωθεί, να αποζημιώσει, σύμφωνα με τους διεθνώς ισχύοντες κανόνες του Διεθνούς Συνδέσμου Βάμβακος (International Cotton Association Limited) γνωστούς ως κανόνες του Λίβερπουλ, με την διαφορά του τιμήματος, που αυτές θα κληθούν να καταβάλουν σε άλλους προμηθευτές για την αγορά ίσων ποσοτήτων βάμβακος με βάση την τότε χρηματιστηριακή τιμή του προϊόντος και του τιμήματος που αυτές θα κατέβαλαν στην πρώτη ενάγουσα με βάση τις πιο πάνω πωλήσεις, εξ αιτίας της αδυναμίας αυτής να παραδώσει στις αγοράστριες εταιρείες τις προπωληθείσες από αυτήν ποσότητες βάμβακος, λόγω αδυναμίας λειτουργίας των εκκοκκιστηρίων της, διαφορά που ανέρχεται στο πιο πάνω ποσό, β) ζημία 2.163.186.63 ευρώ υπέστη η πρώτη των εναγουσών εταιρεία, η οποία, εξαιτίας της κατά τα ανωτέρω αδυναμίας λειτουργίας της, δεν είχε έσοδα και δεν μπορεί να αποπληρώσει ισόποση ληξιπρόθεσμη οφειλή της προς την ΔΟΥ Φαρσάλων, γ) ζημίες ύψους 1.600.000 και 1.200.000 ευρώ υπέστησαν η πρώτη και η δεύτερη των εναγουσών αντίστοιχα, οι οποίες υποβλήθηκαν σε δαπάνες ύψους 400.000 ευρώ για καθένα από τα επτά (4+3) εκκοκιστήρια αυτών, για την διενέργεια των αναγραφομένων στην αγωγή επί μέρους εργασιών συντηρήσεως και προετοιμασίας, ούτως ώστε αυτά να είναι έτοιμα προς λειτουργία την νέα εκκοκιστική περίοδο, δ) ζημίες ύψους 3.013.400 και 1.622.600 ευρώ υπέστησαν η πρώτη και δεύτερη των εναγουσών αντίστοιχα, που συνίστανται στα καθαρά τους κέρδη, μετ' αφαίρεση των δαπανών λειτουργίας των, τα οποία κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων αυτές θα αποκέρδαιναν από την πώληση των αναγραφομένων στην αγωγή ποσοτήτων εκκοκκισμένου βάμβακος και υποπροϊόντων αυτού και τα οποία απώλεσαν εξ αιτίας της κατά τα ανωτέρω αδυναμίας λειτουργίας των εκκοκκιστηρίων τους. Ότι από την προκληθείσα από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης παύση της λειτουργίας των εναγουσών εταιρειών ανεκόπη η ανοδικά εξελισσόμενη πορεία τους και προσεβλήθη η φήμη και η εμπορική τους πίστη στην αγορά, με συνέπεια να. υποστούν αυτές ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματικής ικανοποιήσεως ύψους 25.000.000 και 20.000.000 ευρώ, αντιστοίχως. Ζητούσαν δε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής να αναγνωρισθεί, ότι η εναγομένη οφείλει να τους καταβάλει τα εν λόγω ποσά προς αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας τους, καθώς και προς αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 6377/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκαν τα επί μέρους αιτήματα της αγωγής, πλην εκείνου για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, το οποίο, αφού κρίθηκε νόμιμο στη συνέχεια έγινε εν μέρει δεκτό ως κατ' ουσίαν βάσιμο και αναγνωρίστηκε, ότι η εναγομένη-αναιρεσείουσα είναι υποχρεωμένη να καταβάλει, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης των εναγουσών στην πρώτη το ποσό των 1.000.000 ευρώ και στη δεύτερη το ποσό των 750.000 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση η αναιρεσείουσα. Το Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 1090/2010 απόφασή του, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση, ως προς το κεφάλαιο της αποκατάστασης της ηθικής βλάβης. Κατά της αποφάσεως αυτής, η εκκαλούσα-εναγομένη Τράπεζα άσκησε την από 28-6-2010 αίτηση αναιρέσεως και πρόσθετους λόγους, με το από 5-10-2012 ιδιαίτερο δικόγραφο. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 1942/2013 απόφαση του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκαν, ομόφωνα, όλοι οι λόγοι του κύριου και πρόσθετου δικογράφου, πλην του 4ου πρόσθετου λόγου, που κατά πλειοψηφία κρίθηκε απορριπτέος και παραπέμφθηκε στην τακτική ολομέλεια, διότι η απόφαση ελήφθη με πλειοψηφία μιας ψήφου. Με το λόγο αυτό προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια και υποστηρίζεται, ότι με την αναγνώριση υποχρέωσης της αναιρεσείουσας σε καταβολή των ως άνω ποσών ως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το ουσιαστικό δικαστήριο υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της αναλογικότητας. Επί του λόγου αυτού τρία μέλη της συνθέσεως είχαν την άποψη, ότι είναι απαράδεκτος, αφού υπό την επίκληση της παραβιάσεως των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 197, 919 και 932 ΑΚ, προσβάλλεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, σχετικά με τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Κατά την άποψη όμως, δυο μελών του δικαστηρίου, ο λόγος αυτός είναι νομικώς βάσιμος και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, με βάση τα προκύπτοντα από την προσβαλλόμενη απόφαση και επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα πρέπει να εξετασθεί, αν τα περιστατικά αυτά τελούν σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς την έννομη συνέπεια που απαγγέλθηκε με την απόφαση. Ειδικότερα η άποψη της μειοψηφίας έχει ως εξής: "... σύμφωνα με γενικότατη δικαιϊκή παραδοχή, η δικαστική απόφαση και η ατομική διοικητική πράξη δεν έχουν ποιοτική, αλλά μόνον ποσοτική διαφορά από τους κανόνες του εξ αντικειμένου δικαίου, τελούν δε προς αυτό σε σχέση ειδικού προς γενικό, υπό την έννοια ότι ο μεν γενικός κανόνας ορίζει αφηρημένα την έννομη συνέπεια κάθε περιπτώσεως που εμπίπτει στο πραγματικό, μία δε εξ αυτών είναι και η συγκεκριμένη περίπτωση, της οποίας επιλαμβάνεται το δικαστήριο ή το διοικητικό όργανο, έτσι δε, κατά νομικό πλάσμα, το δικαστήριο και η διοίκηση αποδίδουν και υλοποιούν σε κάθε επιμέρους υπόθεση τη βούληση του νομοθέτη και κατά τεκμήριο ενεργούν, όπως θα έπραττε ο ίδιος ο νομοθέτης, εάν ήταν πρακτικώς εφικτό να επιλαμβάνεται κάθε θέματος. Εκ τούτων και σε συνδυασμό προς την όλη δομή του ισχύοντος Συντάγματος και ιδίως προς τα άρθρα 2§1, 5§ 1 και 25 αυτού συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, και δη αυξημένης τυπικής ισχύος, ότι η έννομη συνέπεια, η οποία είτε προβλέπεται από τον κοινό νομοθέτη ίη abstracto, είτε απαγγέλλεται σε συγκεκριμένη περίπτωση από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το πραγματικό του οικείου κανόνα δικαίου, ήτοι να μην υπερβαίνει τα ακραία, ανεκτά όρια, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και κατά την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Υπό την αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η αρχή της αναλογικότητας αφορά και δεσμεύει μόνο τον κοινό νομοθέτη, και όχι τον εφαρμοστή του δικαίου, θα οδηγούσε στο άτοπο: να αποδίδεται στον συνταγματικό νομοθέτη η βούληση να επιβάλλει διαφορετικούς κανόνες και περιορισμούς σε λειτουργικές όμοιες - κατά τα εκτεθέντα - εξουσίες, και μάλιστα να θέτει εντονότερο περιορισμό στον κοινό νομοθέτη από τον εφαρμοστή του νόμου, πράγμα αντίθετο προς την αρχή της ενότητας της έννομης τάξης και τον ενιαίο χαρακτήρα της κρατικής οντότητας".

 

ΙΙ. Επί του, ως άνω, παραπεμφθέντος ζητήματος στην τακτική ολομέλεια (δηλ. κατά πόσον προσβάλλεται νομίμως με αναίρεση, για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, ήτοι για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, απόφαση ουσιαστικού δικαστηρίου με την οποία επιδικάσθηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας και ειδικότερα ως προς το ύψος του ποσού που επιδικάσθηκε), πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Α) Με τις υπ' αρ. 43, 44 και 45/2005 αποφάσεις της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έγινε δεκτό, ότι η αναλογικότητα, ως γενική αρχή του δικαίου, αναγνωριζομένη παγίως από τη νομολογία των δικαστηρίων ως απορρέουσα εκ των διατάξεων των άρθρων 5 § 1 και 25 § 1 του Συντάγματος 1975, αλλά και των άρθρων 6 § 1, 8 § 2, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ και πριν από την αναγωγή της σε ρητή συνταγματική έννοια με την αναθεώρηση του Συντάγματος 1975, δια του από 6/17 Απριλίου 2001 Ψηφίσματος της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, με το οποίο αντικατεστάθη η § 1 του άρθρου 25 αυτού, διέπει την όλη δημοσία δράση και δεσμεύει το νομοθέτη, το δικαστή και τη διοίκηση. Όλα τα μέσα ασκήσεως της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήρια της, να είναι δηλαδή α) κατάλληλα, ήτοι πρόσφορα για την πραγμάτωση του επιδιωκομένου σκοπού, β) αναγκαία, ώστε να προκαλούν τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή το κοινό και τέλος γ) εν στενή έννοια αναλογικά, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης εξ αυτών βλάβης. Β) με την υπ' αρ. 6/2009 απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έγινε δεκτό ότι, με το άρθρο 25 παρ.1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, τίθεται ο κανόνας, ότι οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα ατομικά δικαιώματα "πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγμα κατά την προαναφερθείσα αναθεώρησή του, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, πρέπει δηλαδή να είναι α)κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος γ) εν στενή έννοια αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατ' αρχήν στο νομοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει, αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή. Στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (άρθρο 914 επ ΑΚ) και ειδικότερα στο ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 932 ΑΚ, ότι το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή της κατά τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως στερείται σημασίας, αφού δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με τον κατ' εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ προσδιορισμό αυτής, αποτελέσματα. Την ίδια άποψη ακολούθησε και η Τακτική (Β' Σύνθεσης) Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ' αρ. 19/2011 απόφαση της. Γ)Ήδη, με την υπ' αρ. 979/2014 απόφασή του, το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου παράπεμψε με σύμφωνη γνώμη όλων των μελών το εν λόγω κρίσιμο ζήτημα στην πλήρη ολομέλεια, όπου και εκκρεμεί δεχθέν ειδικότερα τα εξής: Με δεδομένη την υφιστάμενη στη νομολογία διάσταση ως προς τη δυνατότητα ή όχι να ελεγχθεί αναιρετικά το μέτρο της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, προκειμένου να κριθεί, ειδικότερα, εάν η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης λόγω ηθικής βλάβης χρηματικής ικανοποίησης κατά το αρθρ. 932 ΑΚ αποτελεί κρίση περί τα πράγματα που δεν ελέγχεται αναιρετικά, ούτε μέσω της αρχής της αναλογικότητας ή εάν αντίθετα η έννοια της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατά το παραπάνω άρθρο συνιστά αόριστη νομική έννοια, κατά την εξειδίκευση της οποίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης υπόκειται, με έμμεση εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας, σε αναιρετικό έλεγχο για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της ουσίας.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω αναφερομένων, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη (των μελών της συνθέσεως, Αρεοπαγιτών: Ανδρέα Δουλγεράκη, Ιωάννη Γιαννακόπουλου, Χρυσόστομου Ευαγγέλου, Κωνσταντίνου Τσόλα, Αργυρίου Σταυράκη, Μιχαήλ Αυγουλέα, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αγγελικής Αλειφεροπούλου, Γεωργίου Κοντού, Γεωργίου Λέκκα, Αλτάνας Κοκκοβού και Δημητρίου Γεώργα), κρίνεται ότι με τον παραπεμφθέντα σε αυτή μοναδικό λόγο αναιρέσεως τίθεται θέμα εξαιρετικής σημασίας και πρέπει ο λόγος αυτός, σύμφωνα με το άρθρο 23 εδ. γ' και δ' του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, να παραπεμφθεί στην πλήρη Ολομέλεια.

 

Αντιθέτως κατά την γνώμη της μειοψηφίας (των μελών της συνθέσεως: του Προέδρου Αθανασίου Κουτρομάνου, και των Αρεοπαγιτών: Αικατερίνης Κατσαβριά-Βασιλακοπούλου, Δημητρίου Κόμη, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Βασιλείου Πέππα, Ειρήνης Καλού, Δημητρίου Χονδρογιάννη, Χαράλαμπου Μαχαίρα και Ιωάννη Μαγγίνα), δεν έπρεπε να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Πλήρη Ολομέλεια, διότι κρίνεται, ότι το ένδικο ζήτημα είναι ώριμο προς συζήτηση στην παρούσα (Τακτική) Ολομέλεια, όπου η ανάλυση και η εμβάθυνση σ' αυτό είναι ευχερέστερες, ιδίως ενόψει του ότι αποτελεί το μοναδικό προς επίλυση θέμα.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια τον αναφερόμενο στο σκεπτικό αναιρετικό λόγο.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Φεβρουαρίου 2015.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Σεπτεμβρίου 2015.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ