ΠΠρΝαυπλίου 286/2017

 

Δάνειο σε ελβετικό φράγκο - ΓΟΣ - Καταχρηστικές ρήτρες σε δανειακή σύμβαση - Συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης -.

 

Κρίθηκε καταχρηστικός και άκυρος ο όρος σε δανειακή σύμβαση, ο οποίος ήταν προδιατυπωμένος από την εναγόμενη τραπεζική εταιρία και δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων κατά το μέρος που ρύθμιζε τη συναλλαγματική ισοτιμία, με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι καταβολές που λάμβαναν χώρα σε ευρώ καθ’ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου. Παραβίαση της υποχρεώσεως σαφήνειας και διαφάνειας των γενικών όρων συναλλαγών. Από τη συγκεκριμένη ρήτρα παρά τη σαφή γραμματική της διατύπωση δεν συνάγονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών. Αοριστία ως προς τις οικονομικές συνέπειες της εν λόγω ρήτρας. Διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλομένων διαδίκων σε βάρος των δανειοληπτών. Το κενό που δημιουργείται ως προς την ισοτιμία βάσει της οποίας θα υπολογίζονται οι καταβολές των εναγόντων σε ευρώ εξαιτίας της ακυρότητας του ως άνω όρου καλύπτεται με συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης.

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Αριθμός Απόφασης 286/2017

ΤΟ ΠΟΑΥΜΕΑΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ελένη Χαλαβαζή, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Δημήτριο Νικολαΐδη, Πρωτοδίκη, Όλγα Τίγγα, Πρωτοδίκη -Εισηγήτρια και το Γραμματέα Νικόλαο Ταμπάκη.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 6 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την από 16-06-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ΤΠ/776/18-06-2015) αγωγή, μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. ... κατοίκου και 2. ..., από τους οποίους ο πρώτος παραστάθηκε μετά και η δεύτερη διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Παναγιώτη Μελισσινού, που κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ... που εδρεύει στην ... όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε διά των πληρεξούσιων δικηγόρων της Αικατερίνης Γκολέμη (Δ.Σ. Ναυπλίου) και Φιλάνθης Νηφάκου (Δ.Σ. Καλαμάτας), που κατέθεσαν προτάσεις.

 

Οι ενάγοντες άσκησαν την από 16-06-2015 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στο γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ΤΠ/776/18-06-2015 και γράφτηκε στο πινάκιο προκειμένου να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 06-10-2016 και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

I. Κατά την προϊσχύσασα εξαιρετική νομισματική νομοθεσία και ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 εδ. β' του Ν. 5422/1932, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ΝΔ της 14.7.1932 (που κυρώθηκε με τον Ν. 5665/1932) και με το άρθρο 6 του ΑΝ 800/1937, απαγορεύθηκε η συνομολόγηση υποχρεώσεων στην ημεδαπή, σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα, με δάνεια ή άλλες συμβάσεις, με εξαίρεση τα συναπτόμενα από τις Κτηματικές Τράπεζες, που εδρεύουν στην Ελλάδα ενυπόθηκα δάνεια, καθώς και τα δάνεια που αφορούν τη χρηματοδότηση του εισαγωγικού εμπορίου. Κατά το άρθρο 4 του ΑΝ 362/1945, κάθε δικαιοπραξία από την οποία πηγάζουν αξιώσεις ή υποχρεώσεις, για την καταβολή τιμήματος ή μισθώματος ή αμοιβής πάσης φύσεως, υπηρεσιών ή έργου υπέρ προσώπου διαμένοντος στην Ελλάδα, μπορεί να συνομολογείται μόνο σε δραχμές, η ρήτρα δε σε δικαιοπραξία, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις ή υποχρεώσεις σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα, είναι άκυρη. Στην περίπτωση αυτή το αρμόδιο δικαστήριο προσδιορίζει, κατά την κρίση  αγαθού ανδρός, τη δίκαιη αντιπαροχή, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι ανώτερη του ισάξιου σε δραχμές, του αναφερόμενου στη ρήτρα ποσού χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή συναλλάγματος, επί τη βάσει της νόμιμης τιμής αυτών, κατά την ημέρα της συνομολογήσεως της δικαιοπραξίας, εφόσον και το προκύπτον έτσι, ποσό δραχμών, δεν θα θεωρείται υπέρογκο. Οι διατάξεις αυτές του Ν. 362/1945 έχουν εφαρμογή κατά διασταλτική ερμηνεία, σε κάθε δικαιοπραξία εν ζωή, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις σε χρυσό ή ξένο νόμισμα, επομένως δε και σε σύμβαση δανείου (ΑΠ 971/1996 ΕΕΝ 1998.164, ΕφΑΘ 91/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την υπ' αριθμ. 267/9.4.1953 ΠΥΣ (παρ. 7), όμως, θεσπίστηκε μερική εξαίρεση από τις ανωτέρω απαγορεύσεις. Ειδικότερα, με την ανωτέρω ΠΥΣ επιτράπηκε η κατάρτιση δανειακών συμβάσεων με ρήτρα ξένου νομίσματος (ΟλΑΠ 21/1990 ΕλλΔ 31.811). Περαιτέρω, με την υπ' αριθμ. 142/13.11.1978 ΠΥΣ εγκρίθηκε η κατά την υπ' αριθμ. 187/19.10.1978 συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής (Υποεπιτροπής Πιστώσεων), ληφθείσα απόφαση, με την οποία επιτράπηκε η εκ μέρους των τραπεζών, χορήγηση πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων σε ξένο νόμισμα, σε ημεδαπές ή αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Επακολούθησε η έκδοση της υπ' αριθμ. 1976 της 19/25.9.1991, Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, στον οποίο, ας σημειωθεί, είχαν μεταβιβαστεί οι αρμοδιότητες της Νομισματικής Επιτροπής και των υποεπιτροπών της (άρθρο 1 Ν. 1266/1982), με την οποία επιτράπηκε ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων. Επιπλέον, με την υπ' αριθμ. 537/1993 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία συμπλήρωσε την ΠΔΤΕ 1976/19.9.91, διευκρινίστηκε ότι επιτρεπόταν ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, φυσικών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, από τις εμπορικές και κτηματικές τράπεζες, στο πλαίσιο της πιο πάνω Πράξης, για την κατασκευή, επισκευή και αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, που προορίζονται για ιδιόχρηση ως κατοικίες ή εκμετάλλευση. Τέλος, με την υπ' αριθμ. 2325 της 2/11.8.1994 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, όπως τροποποιήθηκε με την υπ' αριθμ. 2342 της 24/29.11.1994 Πράξη του ίδιου και η οποία εκδόθηκε, στο πλαίσιο του ΠΔ 96/1993, Περί προσαρμογής της Ελληνικής νομοθεσίας, στις διατάξεις της Οδηγίας αριθμ. 88/361/ΕΟΚ και της Οδηγίας αριθμ. 92/122/ΕΟΚ, σχετικά με την «κίνηση κεφαλαίων», περιορίστηκε ακόμη περισσότερο η αρχή της απαγορεύσεως συνάψεως τραπεζικών δανείων σε ξένο νόμισμα. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω ΠΔΤΕ, επιτράπηκε χωρίς περιορισμούς, η χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα, φυσικών και νομικών προσώπων. Μάλιστα, στο άρθρο 1 του πρώτου κεφαλαίου αυτής ορίζεται ότι «η διάρκεια, η τυχόν περίοδος ανανέωσης ή παράτασης των δανείων που συνάπτονται από την έναρξη ισχύος της παρούσας Πράξης, το επιτόκιο και οι λοιποί όροι καθορίζονται ελεύθερα μεταξύ των συναλλασσομένων μερών» (ΑΠ 2196/2009 ΧΡΙΔ 2011.105). Επακολούθησε ο Ν. 2842/2000, με τον οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή με το ευρώ, με την εισαγωγή του ως ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και την, εντεύθεν, ομαλοποίηση της οικονομικής καταστάσεως στην Ελλάδα. Παράλληλα, στο άρθρο 5 παρ. 1 του ως άνω νόμου ορίστηκε ότι «I. Καταργούνται οι διατάξεις του Ν. 362/1945, το άρθρο 2 του Ν. 944/1946 και γενικά κάθε διάταξη που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα: α) σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα, β) σε εγχώριο νόμισμα, εφόσον το ποσό των απαιτήσεων και υποχρεώσεων αφήνεται να προσδιοριστεί από την τιμή του συναλλάγματος, του χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή του τιμαρίθμου». Έτσι, με την ανωτέρω διάταξη ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, ως προς την νομιμότητα της συνομολόγησης οποιασδήποτε ενοχής σε ξένο νόμισμα (ΑΠ 2196/2009 ό.π.).

 

II. Σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2251/1994 όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 οι γενικοί όροι των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά, ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Εξάλλου, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ. που συνεπάγεται σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα δύο περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ' αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 7/2011 Δ/νη 2011.468, ΠΠρΑΘ 4710/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ. αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ, με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση, όμως, της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, των οποίων η σημαντική διατάραξη της ισορροπίας σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο, ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη πρέπει να είναι σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται, και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργηση του. Δηλαδή, ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος, και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι Γ.Ο.Σ., τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΕφΛαρ 298/2008, ΠΠρΖακ 22/2012 ΝΟΜΟΣ). Η διαφάνεια αφορά τόσο τη διατύπωση των όρων, όσο και το περιεχόμενο τους, περαιτέρω δε καταλαμβάνει τόσο τον προσδιορισμό της παροχής και της αντιπαροχής, όσο και την περιγραφή της έννομης θέσης του καταναλωτή. Αντιστρόφως, όπως γίνεται δεκτό από τη νομολογία, αδιαφανείς ρήτρες που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απέχει από ορισμένες ενέργειες (άσκηση δικαιωμάτων του) είτε να υποκύψει σε δικαιώματα και αξιώσεις που κατά φαινόμενο έχει ο προμηθευτής. Υπό το ανωτέρω πρίσμα αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειας τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994. Ειδικότερες εκφάνσεις της εν λόγω αρχής αποτελούν οι αρχές της ευκρίνειας, της σαφήνειας, του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και της εύληπτης διατύπωσης, που αφορούν σε κάθε στάδιο ελέγχου των γενικών όρων και όχι μόνο στο πεδίο του ελέγχου της καταχρηστικότητας αυτών. Όσον αφορά ειδικότερα στον έλεγχο του κύρους των όρων, σύμφωνα με την νομολογία, η αρχή της διαφάνειας εδράζεται στο άρθρο 2 παρ. 6 και 7 του ν. 2251/1994, ιδίως δε στις περιπτώσεις του άρθρου 2 παρ. 7, που περιγράφουν ρήτρες οι οποίες δεν επιτρέπουν στον καταναλωτή μια σαφή πρόβλεψη κρίσιμων στοιχείων της σύμβασης ή των μεγεθών της παροχής ή της αντιπαροχής. Έτσι, εξειδικεύοντας την αρχή της διαφάνειας, επιτάσσεται όπως οι όροι είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν, ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη,   κατά  το  σχηματισμό  της δικαιοπρακτικής  του  απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Συνεπώς, αδιαφανείς, και για αυτό το λόγο καταχρηστικοί, είναι οι όροι των οποίων η γλωσσική διατύπωση είναι μεν κατανοητή, ο καταναλωτής αδυνατεί όμως να διαγνώσει τις περιγραφόμενες σε—αυτούς έννομες συνέπειες— της —συμβατικής του δέσμευσης. Στο ως άνω πλαίσιο, αναζητείται η ύπαρξη ειδικών καθορισμένων στη σύμβαση κριτηρίων για τον προσδιορισμό της παροχής και της αντιπαροχής, έτσι ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να εκτιμήσει την έκταση των οικονομικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνει. Στην ως άνω ασάφεια και αοριστία, όσον αφορά στις έννομες συνέπειες της συμβατικής δέσμευσης του καταναλωτή, εδράζεται και η καταχρηστικότητα των επίδικων γενικών όρων συναλλαγών στις δανειακές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων οι όροι συναλλακτικής ισοτιμίας σε ελβετικό φράγκο, όπου αφορούν μεν «κύριο αντικείμενο» της δανειακής συμβάσεως, ήτοι την παροχή του οφειλέτη, η οποία συνίσταται στην απόδοση του χρηματικού ποσού που του έχει διαθέσει η δανείστρια τράπεζα, ως αυτό διαμορφώνεται με τους αναλογούντες τόκους, ωστόσο ως αδιαφανείς ελέγχονται ως καταχρηστικοί στο πλαίσιο του άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Πρέπει, συνεπώς, η απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ που επιβάλλει η Οδηγία 93/13 να ερμηνεύεται διασταλτικώς (ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005,793, ΕφΠειρ 711/2011 ΔΕΕ 2012,356,  ΕφΑΘ 6547/2009 ΔΕΕ 2010,449, ΕφΑΘ 3210/2008 ΕλλΔνη 2010,139, ΠΠρΞαν 23/2014 ΧρΙΔ 2014,606). Η ως άνω απαίτηση περί διαφάνειας των γ.ο.σ. δεν αφορά απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους και τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι' αυτόν (ΠΠρ Αλεξ 56/2015, ΝΟΜΟΣ). Προς την ίδια κατεύθυνση, η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο του εποπτικού της ρόλου, έχει επισημάνει στα πιστωτικά ιδρύματα την υποχρέωση εφαρμογής της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ. 5 του ν. 2076/1992 (όπως ίσχυε μέχρι την κατάργηση του με το άρθρο 92 παρ. 1 του ν. 3601/2007) και, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, όπως αυτή διευκρινίστηκε αφενός από το υπ' αρ. πρωτ. 484/19-3-2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος, αφετέρου από την υπ' αρ. 178/3/19-7-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων, και ειδικότερα τονίζει την υποχρέωση ενημέρωσης σχετικά με τον τρόπο και τους παράγοντες μεταβολής του επιτοκίου αναφοράς, καθώς και για τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, με συγκεκριμένα παραδείγματα «στα οποία, για τον υπολογισμό της δόσης αποπληρωμής του δανείου (κεφάλαιο και τόκοι), θα λαμβάνεται: α) ως ισοτιμία, η μέγιστη τιμή της αρνητικής διακύμανσης κατά την τελευταία τριετία μεταξύ των νομισμάτων που προσδιορίζουν την οφειλή του δανειολήπτη β) ως επιτόκιο αναφοράς, το υψηλότερο επιτόκιο της τελευταίας τριετίας». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2251/1994, η ακυρότητα καταχρηστικού όρου έχει ως αποτέλεσμα τη μερική ακυρότητα της σύμβασης, ήτοι η ακυρότητα του όρου δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός όρος. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαστής θα κληθεί να συμπληρώσει το κενό μέσω της εφαρμογής των κανόνων ενδοτικού δικαίου, εφόσον υπάρχει σχετική ρύθμιση, άλλως η πλήρωση πραγματοποιείται μέσω της συμπληρωτικής ερμηνείας της σύμβασης κατά το άρθρο 200 ΑΚ, βάσει δηλαδή της καλής πίστης, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν υφίσταται οφειλή σε ημεδαπό νόμισμα που υπολογίζεται βάσει της τιμής αλλοδαπού νομίσματος. Η ως άνω κρίση του δικαστή, που προβαίνει σε συμπληρωτική ερμηνεία του επίμαχου όρου, εφόσον κριθεί άκυρος, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η τράπεζα δεν μπορεί να εφαρμόζει συναλλαγματική ισοτιμία διαφορετική από εκείνη που ίσχυε κατά την αποδέσμευση του κεφαλαίου, δεν είναι διαπλαστική καθώς αυτός δεν τροποποιεί ούτε αναθεωρεί την επίμαχη σύμβαση, καθώς δεν προβαίνει σε προσδιορισμό της παροχής βάσει του γενικού και αόριστου κριτηρίου της δίκαιης κρίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 371 εδ. 2 ΑΚ, οπότε πράγματι και θα επρόκειτο για διαπλαστική απόφαση, παρά μόνο σε συμπλήρωση του κενού, που δημιουργήθηκε από τη διαπίστωση της ακυρότητας του επίμαχου ΓΟΣ, ώστε να ανταποκρίνεται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών σταθμίζοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα και προβαίνοντας στην προσήκουσα στους συμβατικούς όρους ερμηνεία (I. Καράκωστας, Χρ. Βρεττού, Ο ανοιχτός έλεγχος των ΓΟΣ στις δανειακές συμβάσεις σε ελβετικό φράγκο (γνωμ.), ΈφΑΔ 12/2015/1055). Εξάλλου, η διάταξη αυτή και το εξ αυτής απορρέον κριτήριο της δίκαιης κρίσης δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, καθώς δεν αποτελεί κατάλληλο μέσο για την προστασία του αντισυμβαλλόμενου - καταναλωτή, δεδομένου ότι εφαρμόζεται κυρίως στις ατομικές συμβάσεις και όχι όπου οι όροι μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών δεν καθίστανται αντικείμενο διαπραγμάτευσης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τους γ.ο.σ. (ΑΠ 1030/2001 ΔΕΕ 2001.1125, ΠΠρΚοζ 38/2015, ΠΠρΞανθ 23/2014, ΠΠρΑΘ 5257/2013, ΠΠρΑΘ 3990/2013 ΝΟΜΟΣ).

 

III. Κατά την έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλόμενους, σε αμφοτεροβαρή σύμβαση (ως τέτοια νοείται και η σύμβαση εντόκου δανείου, βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, άρ. 806, αρ. 30γ), το διαπλαστικό δικαίωμα, να ζητήσει από το Δικαστήριο, την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής, στο μέτρο που αρμόζει ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, β) η μεταβολή μπορεί να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από την μεταβολή αυτή, η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, είναι αυτά που δεν επέρχονται, κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλ.π. (ΑΠ 998/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1171/2004 ΕλλΔνη 46.157, ΕφΠειρ 444/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εφαρμογή δηλαδή της ερμηνευομένης διάταξης προϋποθέτει, ότι τα μέρη, κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, έλαβαν υπόψη τους περιστατικά, στα οποία θεμελίωσαν το περιεχόμενο της σύμβασης και απέβλεψαν σε αυτά, τα οποία και αποτέλεσαν το βάθρο της σύμβασης, στη συνέχεια, όμως, απαιτείται, τα όσα περιστατικά θεμελίωσαν την απόφαση των συμβαλλομένων, περί κατάρτισης της σύμβασης, να μεταβλήθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο, τα δε γεγονότα, τα οποία προκάλεσαν την μεταβολή να έχουν χαρακτήρα έκτακτο και να μην μπορούσαν να προβλεφθούν, πράγμα που συμβαίνει όταν τα παρεμβαλλόμενα περιστατικά, που εισχώρησαν στη σύμβαση, δεν ήταν δυνατόν να διαγνωσθούν, υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες. Όχι, όμως, οποιαδήποτε μεταβολή επιδρά στην κατάληξη ή και στην αναπροσαρμογή της σύμβασης, αλλά μόνον εκείνη, που έχει ως συνέπεια, η παροχή του οφειλέτη να θεωρείται υπέρμετρα επαχθής. Αυτό συμβαίνει όταν ο οφειλέτης, συνεπεία εκτάκτων γεγονότων βρίσκεται σε πλήρη κατάλυση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, και μάλιστα σε τέτοια κατάσταση, ώστε αυτός μεν εκτελώντας τη σύμβαση, να υφίσταται ουσιώδη και υπερμεγέθη ζημία, που προκλήθηκε εκτάκτως και απρόοπτως, ο δε αντισυμβαλλόμενος να ωφελείται υπέρμετρα, από την περιουσία του υπόχρεου, ενώ αν εξελισσόταν ομαλά η σύμβαση, η οικονομική επιβάρυνση θα ήταν συνήθης και αυτή που είχε προβλεφθεί. Επομένως, για να είναι νόμιμος ο ισχυρισμός που στηρίζεται στην ανωτέρω διάταξη, πρέπει να έχει σαφή και ευσύνοπτη ιστορική βάση, να περιέχει δηλαδή αναφορά όλων των προαναφερόμενων στοιχείων που απαιτεί ο νόμος (ΑΠ 678/1996 Δνη 1998.593) και δη ότι τα συμβαλλόμενα μέρη στήριξαν την κατάρτιση της σύμβασης σε ορισμένα περιστατικά, τα οποία να αναφέρονται και τα οποία μεταγενέστερα μεταβλήθηκαν από έκτακτους και απρόβλεπτους λόγους, ώστε να συνεπάγονται δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής (ΕφΠειρ 953/2004 ΠειρΝομ 26.4,418).

 

IV. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες με την υπό κρίση αγωγή τους, κατ' εκτίμηση του δικογράφου τους, εκθέτουν ότι για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών της οικογένειας τους, ήτοι για την ανέγερση και αποπεράτωση πρώτης κατοικίας, επιθυμώντας τη λήψη ενός ευνοϊκού στεγαστικού δανείου, κατήρτισαν στο Ναύπλιο στις 10-4-2007 με την εναγομένη δύο συμβάσεις τοκοχρεωλυτικού δανείου κυμαινόμενου επιτοκίου ποσών 215.000 CHF και 250.000 CHF, τα οποία θα αποπληρώνονταν με μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις σε χρονικό διάστημα 30 ετών, ενώ για την εξασφάλιση της απορρέουσας από τα δάνεια αυτά απαίτησης της εναγομένης ενεγράφη υπέρ αυτής προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο συνιδιοκτησίας τους. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ελβετικού φράγκου σε ευρώ ανέρχονταν στα 1,66 ελβ.φρ/ευρω και μεταφέρθηκε στον συνδεδεμένο με το δάνειο τραπεζικό λογαριασμό των εναγόντων χρηματικό ποσό 129.000 ευρώ, ενώ κατά τους χρόνους εκταμίευσης μέρους του δεύτερου δανείου, ήτοι ποσού 166.335 CHF η συναλλαγματική ισοτιμία ανέρχονταν στα 1,66ελβ.φρ/ευρώ στις 24-4-2007 και 1,667 ελβ.φρ/ευρώ στις 23-7-2007 και μεταφέρθηκε στον συνδεδεμένο με το δάνειο τραπεζικό λογαριασμό των εναγόντων χρηματικό ποσό 50.000 και 50.000 ευρώ αντίστοιχα. Ότι ο συγκεκριμένος τύπος δανείου δεν επελέγη από τους ίδιους, αλλά τους υποδείχθηκε ως ευνοϊκό στεγαστικό δάνειο από τους υπαλλήλους της εναγομένης χωρίς να τους εξηγηθεί ή να τους επισημανθεί η έννοια του συναλλαγματικού κινδύνου, δοθέντος ότι δεν είχαν εξοικείωση με την έννοια αυτή, καθώς δεν είχαν ιδιαίτερες οικονομικές γνώσεις ούτε κατείχαν τραπεζικό λογαριασμό σε ξένο νόμισμα ούτε είχαν επενδύσει ποτέ σε ξένο νόμισμα, όλες δε οι κινήσεις του λογαριασμού των δανείων τους γίνονταν σε ευρώ. Ότι ακόμη και το τετραετές πρόγραμμα προστασίας της δόσης τους από τη συναλλαγματική ισοτιμία, που έλαβαν ταυτόχρονα με την κατάρτιση της δανειακής τους σύμβασης, τους παρουσιάστηκε από τους προστηθέντες της εναγομένης ως μέρος της δανειακής σύμβασης χωρίς να επιλέξουν τον τύπο του ή να διαπραγματευτούν κάποιον όρο του. Ότι παρότι υπήρξαν καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης απόλυτα συνεπείς, η ανατροπή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε συνδυασμό με την δυσμενή οικονομική συγκυρία είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η μηνιαία καταβαλλόμενη δόση του δανείου κατά ποσοστό 60% και να ανέρχεται από το αρχικό ποσό των 830 ευρώ σε 1330 ευρώ μηνιαίως, με αποτέλεσμα η οφειλή τους να διαμορφώνεται πλέον στα 287.000 ευρώ, ήτοι σε 58.000 ευρώ περισσότερα από το συνολικό ποσό του δανείου που εισπράξανε. Ότι όταν αντιλήφθηκαν την υπέρμετρη αύξησης της μηνιαίας δόσης τους λόγω της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας απευθύνθηκαν στην εναγόμενη ζητώντας τον υπολογισμό των μηνιαίων δόσεων και του υπολοίπου του δανείου τους δυνάμει της ισοτιμίας μεταξύ ελβετικού φράγκου και ευρώ κατά την ημέρα της εκταμίευσης, έλαβαν, όμως, αρνητική απάντηση από την πλευρά της εναγομένης, η οποία επικαλέστηκε γνώση τους προς εξόφληση των δανείων τους και υπολογισμό του άληκτου κεφαλαίου αυτών με βάση την ισοτιμία ελβετικού φράγκου-ευρώ κατά την ημερομηνία των εκάστοτε πληρωμών, σύμφωνα με τον προδιατυπωμένο όρο 14.2 των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων. Ότι ο υπ' αρ. 14 παρ. 2 όρος των δανειακών συμβάσεων σύμφωνα με τον οποίο «οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο του δανείου...κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης», που περιέχει τη ρήτρα συναλλαγματικής ισοτιμίας, είναι άκυρος ως καταχρηστικός, αντιβαίνων στις διατάξεις των άρθρων 2 § 1, 6 και 7 ν. 2251/1994 και 281 ΑΚ, διότι: α) είχε προδιατυπωθεί από την εναγόμενη, χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και β) είναι αόριστος και ασαφής, ενόψει του ότι δεν διευκρινιζόταν ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα ούτε η σχέση αυτού με τις άλλες ρήτρες περί αποπληρωμής του δανείου. Ότι η ανωτέρω αοριστία του επιτάθηκε με την παράλειψη της επιβεβλημένης κατά την αρχή της διαφάνειας και κατά την υπ' αρ. 2501/2002 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ενημέρωσης τους ως δανειοληπτών-καταναλωτών σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, τις ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα και της σχέση αυτού με τις άλλες ρήτρες περί αποπληρωμής του δανείου. Για τους λόγους αυτούς, ζητούν την αναγνώριση της ακυρότητας του υπ' αρ. 14 παρ. 2 όρου των δανειακών συμβάσεων και κατόπιν εφαρμογής του άρθρου 200 ΑΚ για την κάλυψη του κενού που δημιουργείται στη σύμβαση μετά την αναγνώριση της ακυρότητας αυτής, την αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης να υπολογίζει αναδρομικά και στο μέλλον τις μηνιαίες δόσεις τους με βάση τη μεταξύ του ευρώ και ελβετικού φράγκου ισοτιμία η οποία ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης εκάστου ποσού. Επικουρικά, εκθέτουν ότι ο ανωτέρω όρος είναι άκυρος ως αντίθετος στις διατάξεις του ν. 3606/2007, αφού ο δανεισμός σε συνάλλαγμα προσδίδει στη δανειακή σύμβαση το χαρακτήρα επένδυσης, στην προκειμένη δε περίπτωση δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του ανωτέρω νόμου ως προς την ορθή, πλήρη και έγγραφη ενημέρωση τους ως προς τους κινδύνους της συναλλαγματικής ισοτιμίας, και ζητούν να ερμηνευθούν οι επίδικες συμβάσεις σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ, κατά τρόπο ώστε οι συμβατικές τους υποχρεώσεις να υπολογίζονται από την εναγόμενη σε ελβετικά φράγκα, με βάση την ισοτιμία τους σε ευρώ, που ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου. Επικουρικότερα, εκθέτουν ότι η ανατροπή της ισοτιμίας ευρώ-ελβετικού φράγκου από τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης έως τον χρόνο άσκησης της αγωγής που έχει επιφέρει αύξηση της μηνιαίας καταβαλλόμενης δόσης τους κατά ποσοστό 60% σε συνδυασμό με την δυσμενή οικονομική συγκυρία, συνιστά απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, κατά τη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ, και ζητούν την αναγωγή των καταβολών, που πραγματοποίησαν και πραγματοποιούν στο μέτρο που κατά την κρίση του δικαστηρίου αρμόζει, άλλως με βάση την ισοτιμία, που ίσχυε κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ' ύλην αρμόδιο (άρθρο 18 ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες υπό στοιχεία «I» και «II» νομικές σκέψεις διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 180, 181, 361, 806 επ. ΑΚ, 70 ΚΠολΔ. Η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη κατά την επικουρική βάση της που επικαλείται ακυρότητα των όρων περί συναλλαγματικής ισοτιμίας των δανειακών συμβάσεων λόγω μη τήρησης των όρων του ν. 3606/2007 και ειδικότερα του άρθρου 25 αυτού. Και τούτο, διότι δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί η χορήγηση των επίδικων συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο ως επενδυτική υπηρεσία, αφού σκοπός των συμβάσεων, κατά τα ιστορικά αφηγούμενα στην ένδικη αγωγή, ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους, και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, όπως απαιτείται για την στοιχειοθέτηση της έννοιας της επενδυτικής υπηρεσίας (βλ. σχετ. άρθρα 4 § 1, 19 §§ 4, 5 και 9 Οδηγίας 2004/39), κατά τρόπο που, εν προκειμένω, οι σχετικές συναλλαγματικές δραστηριότητες, τις οποίες δεν πραγματοποιούσε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά τη διαπραγμάτευση ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων, ήταν αμιγώς παρεπόμενες της χορήγησης και της αποπληρωμής του επίδικου δανείου σε ξένο νόμισμα, η αξία του οποίου για τον υπολογισμό της αποπληρωμής δεν καθοριζόταν εκ των προτέρων, αλλά, κατά τα εκτιθέμενα, προσδιοριζόταν βάσει της τιμής πώλησης του νομίσματος αυτού κατά την ημερομηνία καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσης, χωρίς να μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ της δανειακής αυτής σύμβασης και τυχόν, πάντως μη υφιστάμενης στην ένδικη περίπτωση, πράξης προθεσμιακής πώλησης συναλλάγματος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι δεν γίνεται επίκληση δέσμευσης κεφαλαίων, επί σκοπώ της επερχόμενης αύξησης αυτών και εισροής νέων, αλλά αντίθετα μνημονεύεται η εκταμίευση ορισμένου ποσού, που προοριζόταν για την αγορά ακινήτου από τους ενάγοντες, με την επ’ ωφελεία αυτών (εναγόντων) εκμετάλλευση του χαμηλότερου επιτοκίου Libor, που συνόδευε το ελβετικό φράγκο, χωρίς τη δημιουργία, μεταξύ των διαδίκων, ταμειακών ροών ή πραγματικών συναλλαγών σε ξένο νόμισμα, αφού, κατά τα επικαλούμενα, το ευρώ ήταν το μοναδικό νόμισμα πληρωμής, ενώ το ελβετικό φράγκο χρησίμευε ως λογιστική μονάδα, ώστε δεν προσδοκάτο περαιτέρω οικονομικό κέρδος, προερχόμενο από την καθ' οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση του δανείσματος (βλ. ΔΕΕ, C- 312/14, Marton Lantos, σκέψεις 43 επόμ., ΠΠρΘες 1101/2016 ΝΟΜΟΣ, ΠΠΘεσ 14236/2015 αδημ.). Τέλος, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη κατά το μέρος που επιχειρείται να στηριχθεί στη διάταξη του άρθρου 388 για αναπροσαρμογή της οφειλής των εναγόντων και αναγωγής της αντιπαροχής της επίδικης συμβάσεως στο μέτρο που αρμόζει, διότι δεν αναφέρεται στην αγωγή απρόοπτη, ανυπαίτια ως προς τους ενάγοντες και μεταγενέστερη της σύναψης της σύμβασης μεταβολή του κοινού δικαιοπρακτικού θεμελίου στο οποίο αυτή στηρίχτηκε. Ειδικότερα, η γενική οικονομική κρίση καθώς και η μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι από μακρόν συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας, ιδίως κάτω από τις σημερινές κρατούσες συνθήκες ρευστότητας και της διεθνούς οικονομίας. Επιπλέον, η σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν φέρεται, κατά την εκτίμηση του κρινόμενου δικογράφου από το Δικαστήριο, ως το κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο στο οποίο στηρίχθηκε η συνομολόγηση του δανείου, στο μέτρο που συμφωνήθηκε και η παροχή εμπράγματης ασφάλειας για την εξασφάλιση του και ουδόλως εκθέτουν οι ενάγοντες συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει τέτοια στήριξη. Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, οι ενάγοντες στηρίζουν το αίτημα τους περί αναπροσαρμογής σε περιστατικά που δεν είναι απρόοπτα και δεν αποτέλεσαν κοινό δικαιοπρακτικό θεμέλιο, τα οποία να δικαιολογούν τη ζητούμενη αναπροσαρμογή. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί η αγωγή ως προς την ουσιαστικά βασιμότητα της κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη.

 

Η εναγόμενη με τις νομότυπα κατατεθειμένες προτάσεις της αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή (τόσο κατά την κύρια όσο και τις λοιπές επικουρικές), επικαλούμενη, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στις έγγραφες προτάσεις της, ότι οι ενάγοντες έλαβαν πλήρη ενημέρωση από τους υπαλλήλους της κατά το προσυμβατικό στάδιο σύναψης των επίδικων συμβάσεων, για το περιεχόμενο των συμβατικών όρων αυτής και τον κίνδυνο από την μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/ελβετικό φράγκο και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι: α) η αξίωση των εναγόντων έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 198 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 937ΑΚ, διότι θεμελιώνεται στο στάδιο των διαπραγματεύσεων των εναγόντων για την κατάρτιση των επίδικων δανειακών συμβάσεων, β) καταχρηστικά οι ενάγοντες ασκούν το δικαίωμα αναγνώρισης της ακυρότητας του όρου της ρήτρας συναλλάγματος των δανειακών συμβάσεων διότι γνώριζαν την έννοια της ισοτιμίας και είχαν ενημερωθεί γι' αυτή τόσο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων όσο και κατά την κατάρτιση των συμβάσεων και έως το έτος 2014 δεν αμφισβήτησαν την οφειλή τους και γ) δεδομένης της σταδιακής μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ελβετικού φράγκου και ευρώ από τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης έως τον χρόνο άσκησης της αγωγής έχει παρέλθει η διετής αποσβεστικής προθεσμία της προσβολής της σύμβασης κατ' άρθρο 147 ΑΚ. Ο πρώτος και ο τρίτος ισχυρισμός της εναγομένης πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, διότι ως προς τον μεν πρώτο δεν υφίσταται αγωγική βάση αδικοπρακτικής ευθύνης της εναγομένης συνδεόμενη με αίτημα αποζημίωσης των εναγόντων έναντι της οποίας θα μπορούσε να προβληθεί η ένσταση παραγραφής των άρθρων 198 και 937 ΑΚ, ως προς τον δε τρίτο, διότι δεν υφίσταται αγωγική βάση στηριζόμενη στην κήρυξη της ακυρότητας των δανειακών συμβάσεων λόγω . πλάνης ή απάτης των εναγόντων έναντι της οποίας θα μπορούσε να προβληθεί η ένσταση παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 147ΑΚ. Ο δεύτερος από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της εναγόμενης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι μόνη η μακρά αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί ώστε να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος καθώς πρέπει να συντρέχουν επιπλέον περιστατικά (ΑΠ 1399/2007 ΕφΑΔ 2008.283, 41/2008 ΕφΑΔ 2008.404, 1123/2007 ΔΕΕ 2008.868) ενδεικτικά της πρόθεσης του να μην ασκήσει το δικαίωμα, πλην όμως δεν γίνεται επίκληση από την εναγόμενη τέτοιων περιστατικών.

 

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης και τη χωρίς όρκο εξέταση του πρώτου των εναγόντων ως διαδίκου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες, σύζυγοι, κατήρτισαν με την εναγομένη στο Ναύπλιο στις 10-4-2007 τις υπ' αρ. ... και ... συμβάσεις τοκοχρεωλυτικού δανείου σε ελβετικά φράγκα ποσού 215.000 CHF και 250.000 CHF αντίστοιχα προς τον σκοπό της ανέγερσης και αποπεράτωσης πρώτης κατοικίας επί της συμβολής των οδών ... στο Ναύπλιο. Ως διάρκεια αποπληρωμής των δανείων συμφωνήθηκαν τα τριάντα έτη με την καταβολή 360 μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων και με κυμαινόμενο επιτόκιο υπολογιζόμενο με βάση το Libor (CH Ε) μηνιαίας διάρκειας, όπως αυτό ορίστηκε δυο ημέρες πριν την εκταμίευση των δανείων, προσαυξημένο κατά 1,40% για τα πρώτα τέσσερα έτη αποπληρωμής του δανείου λόγω και του περιορισμού του συναλλαγματικού κινδύνου που ανέλαβαν οι ενάγοντες για την εν λόγω περίοδο και κατά 1% μέχρι τη λήξη αποπληρωμής του δανείου. Με τον υπ' αρ. 4 όρο των δανειακών συμβάσεων συμφωνήθηκε ότι «... πιστώνεται σε συνδεδεμένο με το δάνειο λογαριασμό καταθέσεων του οφειλέτη το ποσό που προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού του δανείου από ελβετικό φράγκο σε ευρώ με βάση την τιμή αγοράς από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία εκταμίευσης ...», ενώ με τον υπ' αρ. 14 όρο των δανειακών συμβάσεων συμφωνήθηκαν τα εξής: «Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο, όπως περιγράφεται στο επόμενο άρθρο και θα εξοφλούνται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού καταθέτη του οφειλέτη κατά το ισότιμο σε ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικό φράγκο σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης... Ο οφειλέτης και ο εγγυητής δηλώνουν ότι αναλαμβάνουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο, ήτοι τυχόν αυξημένη επιβάρυνση τους σε ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου (δόσεις, έξοδα, ασφάλιστρα, κεφάλαιο) λόγω ενδεχόμενης δυσμενούς για αυτούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ. Για τον περιορισμό των επιπτώσεων από τυχόν σημαντικές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ, και μόνο για τα τέσσερα (4) πρώτα έτη αποπληρωμής του δανείου, ορίζεται ότι η τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής από τον οφειλέτη των οφειλόμενων τοκοχρεωλυσίων δεν μπορεί να διακυμανθεί (μειωθεί ή αυξηθεί) πλέον των πέντε εκατοστιαίων μονάδων (5%) επί της ισχύουσας τιμής αγοράς από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία της πρώτης εκταμίευσης...». Σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης το ποσό του πρώτου από τα προαναφερόμενα δάνεια, ήτοι των 215.000 ελβετικών φράγκων, εκταμιεύθηκε στις 24-4-2007 και από το ποσό του δεύτερου, από το οποίο εκταμιεύθηκε μόνο ποσό 166.335 ελβετικών φράγκων, ποσό 167.015 ελβετικών φράγκων εκταμιεύθηκε στις 24-5-2007 και ποσό 83.350 ελβετικών φράγκων εκταμιεύθηκε στις 23-7-2007, πιστώθηκαν δε - σύμφωνα το άρθρο 4 των δανειακών συμβάσεων - στον συνδεδεμένο με το δάνειο λογαριασμό καταθέσεων των εναγόντων τα ποσά που προέκυψαν κατόπιν της μετατροπής των ποσών των δανείων από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου/ευρώ κατά την ημέρα της κάθε εκταμίευσης, ήτοι ποσό 129.000, 50.000 και 50.000 αντίστοιχα, και ακολούθως, αναλήφθηκαν από τους ενάγοντες προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες για τις οποίες ελήφθησαν τα εν λόγω δάνεια. Συνολικά, δηλαδή, εκταμιεύθηκαν 381.335 ελβετικά φράγκα και μεταφέρθηκαν στον συνδεδεμένο με το δάνειο τραπεζικό λογαριασμό των εναγόντων 229.000 ευρώ. Οι επίδικες συμβάσεις λειτούργησαν κανονικά έως το έτος 2015, με τις μηνιαίες καταβολές των δόσεων από τους εναγομένους να γίνονται σε ευρώ και να διαμορφώνονται από το ποσό των 842 ευρώ περίπου κατά τον μήνα Αύγουστο του 2007, στο ποσό των 1333 ευρώ κατά τον μήνα Απρίλιο του 2015 λόγω της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ελβετικού φράγκου προς ευρώ, που έλαβε χώρα κατά το εν λόγω διάστημα. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι κατά τον χρόνο εκταμίευσης του πρώτου δανείου (24-4-2007) η ισοτιμία ελβετικού φράγκου προς ευρώ ανέρχονταν σε 1,66, κατά τον χρόνο εκταμίευσης της τελευταίας δόσης του δεύτερου δανείου (23-7-2007) σε 1,667, ενώ την 1η Απριλίου 2008 στο 1,6147, την 1η Δεκεμβρίου 2008 στο 1,485, την 1η Σεπτεμβρίου 2010 στο 1,2935, την 1η Ιουνίου 2011 στο 1,2275, την 1η Οκτωβρίου 2012 στο 1,217, την 1η Ιουλίου 2014 στο 1,2138000 και την 30η Σεπτεμβρίου 2014 στο 1,184. Η ανωτέρω μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας με την παρεπόμενη αύξηση της μηνιαίας δανειακής δόσης λόγω καταβολής της στο νόμισμα του ευρώ, είχε ως αποτέλεσμα η υπολειπόμενη οφειλή τους να ανέρχεται ήδη στο ποσό των 287.000 ευρώ, έχοντας καταβάλει το ποσό των 85.000 ευρώ κατά τη λειτουργία της σύμβασης, ενώ το συνολικό ποσό του δανείου που έλαβαν ανερχόταν στα 229,000 ευρώ. Οι ενάγοντες, όταν αντιλήφθηκαν την διόγκωση της μηνιαίας δόσης τους εξαιτίας της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, υπέβαλαν στην εναγόμενη την από 18-7-2014 αίτηση τους, με την οποία την καλούσαν να αναγνωρίσει την ακυρότητα του όρου 14.2 όρου των δανειακών συμβάσεων και να διαμορφώσει την οφειλή τους βάσει της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο εκταμίευσης των δανείων, έλαβαν όμως την από 1-9-2014 αρνητική απάντηση της εναγομένης, η οποία επικαλέστηκε τη γνώση του κινδύνου που αναλάμβαναν με τις άνω συμβάσεις και κατά τους προδιατυπωμένους όρους κατά την υπογραφή των συμβάσεων αυτών. Εξάλλου, αποδεικνύεται ότι ο προαναφερόμενος όρος του άρθρου 14 παρ. 2 των συμβάσεων, ο οποίος ήταν προδιατυπωμένος από την εναγομένη και δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων κατά το μέρος που ρύθμιζε την συναλλαγματική ισοτιμία, με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι καταβολές που λάμβαναν χώρα σε ευρώ καθ' ολη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου, είναι αόριστος και ασαφής και ως εκ τούτου καταχρηστικός και άκυρος. Ειδικότερα, με τον εν λόγω όρο παραβιάζεται από την εναγομένη η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των γενικών όρων των συναλλαγών, η οποία επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, διαθέτων δε τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά στη σχέση της παροχής και αντιπαροχής. Πιο συγκεκριμένα, με την ως άνω ρήτρα, παρά την σαφή γραμματική της διατύπωση, δεν συνάγονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς επίσης και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε οι ενάγοντες - καταναλωτές, να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικές συνέπειες, που ήταν δυνατόν να έχει για τους ίδιους ο όρος αυτός, και συγκεκριμένα, να διαγνώσουν, εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή των δανείων τους, όσο και το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των τελευταίων, το οποίο ήταν πιθανό να αυξηθεί υπέρμετρα σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου. Και ναι μεν ο επίμαχος όρος ήταν σαφώς διατυπωμένος από γραμματική άποψη, πλην όμως, μόνη η σαφήνεια αυτή δεν αρκεί, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπ' αρ. II νομική σκέψη της απόφασης, προκειμένου να κριθεί ως έγκυρος βάσει των κριτηρίων, που ο ν. 2251/1994 και η οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας του ως προς τις οικονομικές συνέπειες του, οδηγεί ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή - πελάτη αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την τράπεζα (βλ. ΑΠ 1219/2001). Η αοριστία αυτή του όρου και η παραβίαση της αρχής της διαφάνειας από τη διατύπωση του επιτάθηκαν στην προκείμενη περίπτωση από την έλλειψη οποιασδήποτε ενημέρωσης των εναγόντων από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης σχετικά με την έννοια και τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Επιπλέον, δεν τους παρασχέθηκαν αριθμητικά παραδείγματα που ενδεχομένως να αποτύπωναν τον κίνδυνο για να συμπεράνουν τη επίπτωση της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ούτε παροτρύνθηκαν σε τεχνικές κάλυψης του κινδύνου, ενώ το τετραετές πρόγραμμα προστασίας της δόσης τους από τη συναλλαγματική ισοτιμία τους παρουσιάστηκε ως μέρος της δανειακής σύμβασης και όχι ως παρεπόμενη σύμβαση αυτής, χωρίς να ενημερωθούν για την ύπαρξη αντίστοιχων προγραμμάτων τυχόν μακρύτερης διάρκειας και να προβούν στην επιλογή τους. Ο ισχυρισμός της εναγομένης περί ενημέρωσης των εναγόντων κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων περί της έννοιας και του μηχανισμού λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν αποδείχθηκε, διότι η κατάθεση του μάρτυρα της ήταν αόριστη, με γενικόλογη αναφορά στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των υπαλλήλων της χωρίς πραγματική γνώση των όσων διαδραματίσθηκαν για την κατάρτιση των επίδικων δανειακών συμβάσεων. Η-ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου περί της έλλειψης ενημέρωσης των εναγόντων για τους κινδύνους που ενείχε η λήψη δανείου με ρήτρα αξίας συναλλάγματος, ήτοι με οφειλή σε ημεδαπό νόμισμα το ύψος της οποίας θα προσδιοριζόταν βάσει του ελβετικού φράγκου, ενισχύεται από την περίληψη του τετραετούς προγράμματος προστασίας της δόσης αποπληρωμής ως μέρους της δανειακής σύμβασης και όχι ως παρεπόμενης αυτής σύμβασης, καθώς και από την απουσία οποιουδήποτε εγγράφου απευθυνόμενου στους ενάγοντες, με το οποίο να ενημερώνονταν αυτοί για τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Εξάλλου, οι ενάγοντες δεν διέθεταν ιδιαίτερες οικονομικές γνώσεις για τους νομισματικούς κανόνες και τη λειτουργία της αγοράς συναλλάγματος, ώστε να κατανοήσουν με μόνη την ανάγνωση του υπ' αρ. 14.2 όρου τις οικονομικές συνέπειες του, καθώς ο μεν πρώτος από αυτούς είναι έμπορος οπτικών στην πόλη του Ναυπλίου συναλλασσόμενος μόνο σε εγχώριο νόμισμα, η δε δεύτερη στερείται εισοδημάτων και ασχολείται με τις οικιακές εργασίες, χωρίς να διατηρούν τραπεζικό λογαριασμό σε διαφορετικό νόμισμα ή να έχουν επενδύσει στο παρελθόν σε διαφορετικό νόμισμα, ώστε να δύνανται να κατανοήσουν τη δυναμική και τη μεταβλητότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι με τον προδιαλαμβανόμενο γενικό όρο των συναλλαγών διαταράχθηκε η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλομένων διαδίκων σε βάρος των εναγόντων, καθώς η εναγομένη, επιρρίψασα το σύνολο του συναλλαγματικού κινδύνου στους μη ενήμερους δανειολήπτες -καταναλωτές δεν θα υφίστατο καμία ζημία, παρά μόνο κέρδος. Από την ακυρότητα του υπ' αρ. 14 παρ. 2 όρου των δανειακών συμβάσεων των εναγόντων δημιουργείται κενό, αναφορικά με την ισοτιμία, βάσει της οποίας θα υπολογίζονται οι καταβολές των εναγόντων σε ευρώ, το οποίο πρέπει να πληρωθεί με συμπληρωματική κατ' άρθρο 200 ΑΚ ερμηνεία της σύμβασης, ούτως ώστε αυτή να ανταποκρίνεται πλέον στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Λαμβάνοντας υπ' όψιν: α) την υποχρεωτική για κάθε χρηστό και συνετό συναλλασσόμενο αρχή της συναλλακτικής ευθύτητας και τις σύμφωνες με αυτή συνήθειες των συναλλαγών, β) το είδος, τη φύση και το σκοπό των επίμαχων συμβάσεων, τις οποίες συνήψαν οι διάδικοι και δη το γεγονός ότι καταρτίσθηκε στην Ελλάδα με σκοπό την αποπεράτωση της κατοικίας τους, το οποίο οι ενάγοντες θα αποπλήρωναν σε ευρώ, και όχι με σκοπό την επένδυση των χρημάτων του δανείου και την αποκόμιση κέρδους από τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας των δύο νομισμάτων, γ) τα συμφέροντα αμφοτέρων των διαδίκων, εκ των οποίων εκείνα της εναγομένης δεν εξαρτώνται από τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων καθώς εξυπηρετούνται μέσω του επιτοκίου, το οποίο και καθορίζει την αποπληρωμή της οφειλής του δανείου, δ) τις συνθήκες, που επικρατούσαν στις χρηματαγορές μέχρι και το έτος 2007, οπότε και συνήφθησαν οι επίμαχες συμβάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από τη σταθερότητα της ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, ε) το γεγονός ότι οι ενάγοντες ως Έλληνες πολίτες και μόνιμοι κάτοικοι της ημεδαπής χρησιμοποιούν μόνο το εγχώριο νόμισμα, δηλαδή το ευρώ, στις συναλλαγές τους, στ) το γεγονός ότι οι ενάγοντες δεν είχαν στην κατοχή τους ελβετικά φράγκα, ώστε να δύνανται να καταβάλλουν τις εξοφλητικές δόσεις χωρίς να αναγκάζονται να αγοράζουν τέτοια σε ολοένα και υψηλότερη τιμή και να τα μετατρέπουν αμέσως σε ευρώ, για να αποπληρώνουν το δάνειο τους, ζ) το γεγονός ότι το χορηγηθέν λόγω δανείου χρηματικό ποσό εκταμιεύθηκε, καίτοι χορηγηθέν σε ελβετικά φράγκα, σε ευρώ από την ίδια την εναγόμενη με βάση την ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημέρα της εκταμίευσης, προκειμένου να δύνανται να τα χρησιμοποιήσουν οι ενάγοντες για την αποπεράτωση της κατοικίας τους, η) το γεγονός πως η εναγομένη δεν παρείχε ουσιαστικά στο δανειολήπτη κάποια χρηματοοικονομική υπηρεσία σχετική με την αγορά ή την πώληση ξένων νομισμάτων και θ) τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία με τη σύμβαση δανείου ο ένας των συμβαλλομένων μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός υποχρεούται να του αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, κατά την κρίση του Δικαστηρίου η εναγόμενη δεν επιτρέπεται, για την είσπραξη χρηματικών ποσών έναντι των ενδίκων δανείων, να εφαρμόζει συναλλαγματική ισοτιμία διαφορετική της ισχύουσας κατά την ημερομηνία εκταμίευσης των δανεισθέντων χρημάτων (βλ. ΠΠρΑλεξ 56/2015 ΝΟΜΟΣ). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, να αναγνωριστεί ότι ο υπ' αρ. 14 παρ. 2 όρος των προαναφερόμενων συμβάσεων στεγαστικού δανείου, οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων στο Ναύπλιο στις 10-04-2007 είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να υπολογίζει τις χρηματικές καταβολές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά το παρελθόν και θα πραγματοποιηθούν στο μέλλον σε ευρώ, προς εκπλήρωση των απορρεουσών από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις υποχρεώσεων σε ελβετικά φράγκα, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δυο νομισμάτων η οποία ίσχυε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο υπ' αρ. 14 παρ. 2 όρος των υπ' αρ. ... και .../10-4-2007 συμβάσεων στεγαστικού δανείου, οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων στο Ναύπλιο στις 10-4-2007, και σύμφωνα με τον οποίο «οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράκα με βάση το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο του δανείου...κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης», είναι άκυρος και ότι υποχρεούται η εναγομένη να υπολογίζει τις χρηματικές καταβολές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά το παρελθόν και θα πραγματοποιούνται στο μέλλον σε ευρώ, προς εκπλήρωση των απορρεουσών από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις υποχρεώσεων τους σε ελβετικά φράγκα, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων η οποία ίσχυε κατά τις εκταμιεύσεις των δανείων, ήτοι με συναλλαγματική ισοτιμία 1,66 ελβετικά φράγκα ανά ευρώ για το ποσό των 129.000 ευρώ που εκταμιεύθηκε στις 24-4-2007, 1,66 ελβετικά φράγκα ανά ευρώ για το ποσό των 50.000 ευρώ που εκταμιεύθηκε στις 24-5-2007 και 1,667 ελβετικά φράγκα ανά ευρώ για το ποσό των 50.000 ευρώ που εκταμιεύθηκε στις 23-7-2007.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στο Ναύπλιο στις 24 Μαρτίου 2017 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις Μαρτίου 2017, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ