ΜΠρΘηβών 380/2017

 

Αναγκαστική εκτέλεση διαταγής πληρωμής κατά ΟΤΑ - Συμβάσεις προμηθειών των ΟΤΑ - Διοικητικές συμβάσεις - Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων για έκδοση διαταγής πληρωμής - Τόπος εκπλήρωσης της παροχής - Προστασία περιουσίας - Προνομιακό επιτόκιο υπέρ ΟΤΑ - Αντίθεση προς την ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα -.

 

Προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό μιας συμβάσεως ως διοικητικής. Οι συμβάσεις προμηθειών των ΟΤΑ που διέπονται από τον Ενιαίο Κανονισμό Προμηθειών, εφόσον εξυπηρετούν και δημόσιο σκοπό, αποτελούν διοικητικές συμβάσεις. Οι ανακύπτουσες κατά την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων διαφορές αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας για την επίλυση των οποίων δικαιοδοσία έχουν τα διοικητικά δικαστήρια. Η ρύθμιση κατά την οποία δεν εκτελούνται οι διαταγές πληρωμής κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ αντίκειται στο Σύνταγμα στο ΔΣΑΠΔ και στην ΕΣΔΑ. Είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, και αν ακόμα η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Στην προστατευόμενη περιουσία υπάγονται και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις. Η διάταξη που προβλέπει προνομιακό επιτόκιο υπερημερίας υπέρ των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ αντίκειται σε διατάξεις της ΕΣΔΑ του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της και του Συντάγματος.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΗΒΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Αριθμός απόφασης 380/2017

 

ΑΡΙΘ.ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ: 274/ΕΦΜ/2016

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΗΒΩΝ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

 

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών Θηβών και από τη Γραμματέα Μαρία Σκούμα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 09-02-2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΜΠΕΤΟΦΙΛ Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρία Προκατασκευασμένου Μπετόν» και το διακριτικό τίτλο «ΜΠΕΤΟΦΙΛ Α.Β.Ε.Π.Μ.», που εδρεύει στο Ύπατο του Δήμου Θηβαίων (80° χλμ Ν.Ε.Ο. Αθηνών-Λαμίας, θέση «Δραγάνια») και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ελευθέριο Κτιστάκι.

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ο.Τ.Α. με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ», που εδρεύει στη Λάρισα (οδός Ίωνος Δραγούμη αριθ. 1) και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρίνα Κατσιμίχα.

 

Ο ήδη εφεσίβλητος και πρωτοδίκως ανακόπτων Ο.Τ.Α. με την επωνυμία «Δήμος Λαρισαίων» με την από 08-06-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 152/11-06-2012 ανακοπή του και το από 25-07-2012 και με αριθμό κατάθεσης 203/26-07-2012 δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής, που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θηβών, στρεφόμενος κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΜΠΕΤΟΦΙΛ Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρία Προκατασκευασμένου Μπετόν» και νυν εκκαλούσας και κατά της υπ' αριθ. 219/2012 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Θηβών, ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ' αρ. 183/2014 οριστική απόφαση του δέχθηκε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους και ακύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής. Ήδη, η καθ' ης η ανακοπή ανώνυμη εταιρία με την από 28-04-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 274/ΕΦΜ/20-09-2016 έφεση της, που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για τη δικάσιμο της 08-12-2016 και κατόπιν αναβολής για τη σημερινή δικάσιμο, προσέβαλε την ως άνω πρωτόδικη απόφαση και ζήτησε να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι. Κατά τη σημερινή δικάσιμο, η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, παραστάθηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση από 28-04-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 274/ΕΦΜ/20-09-2016 έφεση κατά της υπ' αριθ. 183/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Θηβών, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί ανακοπής του εφεσίβλητου Ο.Τ.Α. με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΙΣΑΙΩΝ», που έγινε δεκτή, ασκήθηκε εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 511, 513, 516, 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ενώ επιπλέον καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, ποσού 200 ευρώ κατ' άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπτκά δεκτή η έφεση και να εξεταστεί, κατά την ίδια διαδικασία (αρθρ. 246, 524 παρ. 1 και 533 ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Ο ανακόπτων και νυν εφεσίβλητος, με την από 08-06-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 152/11-06-2012 ανακοπή του και το από 25-07-2012 και με αριθμό κατάθεσης 203/26-07-2012 δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής, που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θηβών, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σε αυτά λόγους, την ακύρωση της υπ' αριθ. 219/2012 Διαταγής Πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Θηβών, με την οποία υποχρεώθηκε αυτός να καταβάλει στην καθ' ης η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία και νυν εκκαλούσα το ποσό των 14.760 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, που εκδόθηκε ύστερα από αίτηση της καθ' ης η ανακοπή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την υπ' αριθ. 183/2014 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε την ανακοπή και τους πρόσθετους αυτής λόγους και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ειδικότερα, δέχθηκε τον πρόσθετο λόγο της ανακοπής, ότι δηλαδή η απαίτηση της αιτούσας την έκδοση της διαταγής πληρωμής απέρρεε από διοικητική σύμβαση, για την οποία δεν έχουν δικαιοδοσία τα πολιτικά δικαστήρια. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η καθ' ης η ανακοπή ανώνυμη εταιρία με την κρινόμενη έφεση της και με τους περιεχόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της, προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη έκρινε ότι ασκήθηκαν εμπρόθεσμα οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, δεδομένου ότι αυτοί δεν ασκήθηκαν εντός της προβλεπόμενης, από τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, προθεσμίας των δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών. Ο υπό κρίση λόγος έφεσης, ωστόσο, είναι μη νόμιμος, καθόσον για το παραδεκτό του δικογράφου των πρόσθετων λόγων δεν είναι απαραίτητο να τηρείται και η δεκαπενθήμερη προθεσμία του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ (Κεραμεύς-Κονδύλης-Νίκας, ΕρμΚΠολΔ, τόμος II, άρθρο 632, σελ. 1182, παρ. 5), αρκεί, για την κοινοποίηση του, να τηρείται η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, προ της συζητήσεως της ανακοπής, που προβλέπεται από τη διάταξη της παρ. 2 εδ. β' του άρθρου 585 ΚΠολΔ (όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 11 του Ν. 3043/2012), προθεσμία που, εν προκειμένω, έχει τηρηθεί, δεδομένου ότι το δικόγραφο των προσθέτων λόγων επιδόθηκε στην καθ' ης στις 26-07-2012 (βλ. την από 26-07-2012 επισημείωση επί αντιγράφου του δικογράφου της ανακοπής της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θηβών ...) και η συζήτηση της ανακοπής έλαβε χώρα την 13-06-2014, ενώ θα πρέπει επιπλέον να επισημανθεί ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 242 παρ.1 και 281 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ως ημέρα συζητήσεως για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταθέσεως και κοινοποιήσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων ανακοπής νοείται εκείνη, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκαση της, ανεξάρτητα αν αυτή είναι εκείνη, που ορίσθηκε αρχικά, ή μεταγενέστερη, που προσδιορίστηκε μετά την αναβολή ή τη ματαίωση της (ΟλΑΠ 2091/1986, ΕλλΔνη 28.1042).

 

I) Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. παρ. 1 - 2 εδ. ι' και 9 παρ. 1 εδ. γ' του ν. 1406/83, που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, με ισχύ από 11-6-1985, στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται ως διοικητικές διαφορές ουσίας και οι διαφορές από διοικητικές συμβάσεις. Για τον χαρακτηρισμό μιας συμβάσεως ως διοικητικής απαιτείται: α) ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ., το οποίο να ασκεί δημόσια εξουσία, β) το αντικείμενο της συμβάσεως να έχει σχέση με την άσκηση δημοσίας υπηρεσίας ή να εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό και γ) η κατάρτιση και εκτέλεση της συμβάσεως να διέπονται εν μέρει τουλάχιστον από κανόνες διοικητικού δικαίου ή η σύμβαση να περιέχει όρους που να δημιουργούν υπέρ του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς. Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά, ήτοι κατ' αρχήν πρέπει οπωσδήποτε το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι είτε το εν στενή έννοια Δημόσιο, είτε ν.π.δ.δ. και δεν αρκεί να είναι ν.π.ι.δ. που ανήκει στο Δημόσιο ή δημόσια επιχείρηση που λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, ούτε έχει σημασία το ότι η σύμβαση διέπεται από την νομοθεσία περί δημοσίων έργων (ΑΠ 1649/07 ΔΕΕ 2008.995 και ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 72/09 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω και όταν η σύμβαση συνάπτεται από το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. (λ.χ. Ο.Τ.Α.) θα πρέπει επιπλέον, αφενός να επιδιώκεται με αυτήν η ικανοποίηση σκοπού που εξυπηρετεί το δημόσιο όφελος και όχι απλώς την βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του συμβαλλομένου Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., αφετέρου να δημιουργείται, υπέρ των τελευταίων και χάριν του επιδιωκομένου κατά τα ανωτέρω σκοπού, εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς αποκλίνον από το κοινό δίκαιο και μη προσιδιάζον στον συμβατικό δεσμό που συνάπτεται κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, είτε μέσω συμβατικών ρητρών, είτε δυνάμει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει εν γένει την σύμβαση, με την μορφή ιδίως της δυνατότητας μονομερούς επεμβάσεως στην εξέλιξη της συμβάσεως και της επιβολής κυρώσεων (ΑΕΔ 14/07 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 6/07 ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 15/92 ΕλΔ. 34/1993.1456 και ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 8/2000 ΕλΔ. 41/2000.667 και ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 11 του ν. 1797/88 (ΦΕΚ Α' 164), όπως τροπ. με τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 του ν. 2000/91 (ΦΕΚ Α' 206) εκδόθηκε η ΥΑ του Υπ. Εσωτ. υπ' αριθ. 11389/23-3-1993 (ΦΕΚ Β' 185) για τον Ενιαίο Κανονισμό Προμηθειών των ΟΤΑ, ο οποίος ρυθμίζει εν γένει τις συμβάσεις προμηθείας διαφόρων ειδών από τους ΟΤΑ, εκτός από εκείνες που αφορούν κατά την παρ. 2 του άρθρου 1 αυτού τα υλικά και τον εξοπλισμό που ενσωματώνονται σε έργα εκτελούμενα από αυτούς βάσει του ν. 1418/84 περί δημοσίων έργων. Με το άρθρο 10 παρ. 2 περ. θ' του ν. 2286/95 (ΦΕΚ Α’ 19) καταργήθηκε ο ν. 1797/88, όχι όμως και ο εκδοθείς κατ' εξουσιοδότηση αυτού ως άνω Ενιαίος Κανονισμός Προμηθειών των ΟΤΑ (Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α.). Εξάλλου στο άρθρο 266 παρ. 1 του π.δ. 410/95 περί Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ΦΕΚ Α' 231) και ήδη άρθρο 209 παρ. 1 του ν. 3463/2006 (ΦΕΚ Α' 114), που κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο τον Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα, ορίζεται ότι για τις προμήθειες των Δήμων, Κοινοτήτων κλπ. ισχύει ο ανωτέρω Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α., πλην ορισμένων ειδικών εξαιρέσεων του π.δ. 370/95, του π.δ. 28/1980 κλπ. περί των οποίων δεν πρόκειται (ΣτΕ 434/07 ΝΟΜΟΣ). Οι συμβάσεις προμηθειών των ΟΤΑ που διέπονται από τον ανωτέρω Ενιαίο Κανονισμό Προμηθειών, εφόσον εξυπηρετούν και δημόσιο σκοπό, αποτελούν διοικητικές συμβάσεις, καθόσον ο εν λόγω Κανονισμός εξασφαλίζει στον συμβαλλόμενο Δήμο, ή άλλο ΟΤΑ, υπερέχουσα θέση ως προς τον αντισυμβαλλόμενο του προμηθευτή, η οποία εκδηλώνεται με την άσκηση ελέγχου για την ορθή εκτέλεση της συμβάσεως, την δυνατότητα μονομερούς επεμβάσεως στον συμβατικό δεσμό και την επιβολή κυρώσεων με εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ιδίως επί πλημμελούς εκτελέσεως και υπερημερίας του προμηθευτή. Κατά συνέπεια οι ανακύπτουσες κατά την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων διαφορές αποτελούν διοικητικές διαφορές ουσίας, για την επίλυση των οποίων δικαιοδοσία έχουν τα διοικητικά δικαστήρια (ΣτΕ 2277/08 ΝΟΜΟΣ, ΣτΕ 567/04 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 911/99 ΕΕΝ 2000.740, ΕφΘεσσαλ. 2424/04 Αρμ. 2005.1115, ΔΕφΘεσσαλ. 811/02 ΔΔίκη 2002.1370).

II) Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 4 εδ. γ’ του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής "οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος "Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει... Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης". Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε ο ν.3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι, το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου - είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν. 3301 /2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν. 3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ - ζ της § 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ. Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 § 3αυτού ορίζει ότι: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική αρχή θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Εξάλλου, το άρθρο 14 § 1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από δικαστήριο το οποίο θα αποφασίσει και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται, όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητα της (Ολ. ΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται, ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοση τους και όχι από συγκροτημένο πλήρως δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ’ ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ' ου να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση. Από τα παραπάνω παρέπεται, ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/2004 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σε αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων (ΑΠ 431/2015, ΑΠ 369/2014 βλ. σχετ. και Ολ. ΑΠ 21/2001, ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και Ν.Π.Δ.Δ. και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου (ΑΕΔ 18/2005, ΑΕΔ 23/90, ΑΠ 751/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 369/2004, ΑΠ 1264/11 ΑΠ 1965/2011).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Κατόπιν αιτήσεως της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΜΠΕΤΟΦΙΛ Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρία Προκατασκευασμένου Μπετόν» και το διακριτικό τίτλο «ΜΠΕΤΟΦΙΛ Α.Β.Ε.Π.Μ.», που εδρεύει στο Ύπατο του Δήμου Θηβαίων, καθ' ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, εκδόθηκε από τη Δικαστή του Ειρηνοδικείου Θηβών η υπ' αριθ. 219/2012 διαταγή πληρωμής βάσει α) της υπ' αριθ. πρωτ. .../04-07-2011 έγγραφης σύμβασης προμήθειας τυποποιημένων οστεοφυλακίων για το νέο κοιμητήριο του Δήμου Λαρισαίων, που καταρτίστηκε μεταξύ του Δήμου Λαρισαίων και της καθ' ης η ανακοπή, με βάση την οποία συμφωνήθηκε η πώληση και παράδοση στο Δήμο Λαρισαίων 12 οστεοφυλακίων, 15 θυρίδων έναντι συνολικού ποσού 14.760 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23% (800 ευρώ ανά τεμάχιο, πλέον 200 ευρώ ανά τεμάχιο τα έξοδα μεταφοράς, ήτοι 12 τεμάχια χ 1.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23%), β) του υπ' αριθ. .../04-08-2011 τιμολογίου πώλησης και του υπ' αριθ. ../08-07-2011 δελτίου αποστολής, στα οποία (παραστατικά) εκτίθεντο κατ' είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος τα πωληθέντα και παραδοθέντα στο Δήμο οστεοφυλάκια και γ) της από 09-04-2012 εξώδικης όχλησης της καθ' ης η ανακοπή, επιδοθείσας στον ανακόπτοντα την 11-04-2012. Με την προμήθεια αυτή ο Δήμος απέβλεπε αποκλειστικά στην κάλυψη των αναγκών του νεκροταφείου σε οστεοφυλάκια, ήτοι στην ικανοποίηση σκοπού, που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο. Επομένως κρίνεται ότι η σύμβαση καταρτίστηκε για την εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού και δη αυτού της φύλαξης των οστών των τεθνεώτων στο νέο κοιμητήριο του Δήμου Λαρισαίων. Όπως προκύπτει δε από το αντικείμενο της με αριθ. πρωτ. .../04-07-2011 έγγραφης σύμβασης προμήθειας και από την ευθεία και ρητή παραπομπή αυτής στην προαναφερθείσα Υ.Α. 11389/9 (ΦΕΚ Β' 185/23-03-1993) περί του Ενιαίου Κανονισμού Προμηθειών των Ο.Τ.Α. (Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α.), η σύμβαση διέπεται από τον εν λόγω Κανονισμό, με αποτέλεσμα, λόγω της εφαρμογής αυτού ο Δήμος να βρίσκεται στα πλαίσια του επιδίκου συμβατικού δεσμού του με την αντίδικο του, σε υπερέχουσα θέση έναντι αυτής. Τα ανωτέρω αποδίδουν στη σύμβαση χαρακτήρα διοικητικής σύμβασης, σύμφωνα, άλλωστε, με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχείο I μείζονα σκέψη. Συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία χαρακτήρισε την εν λόγω σύμβαση ως διοικητική δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ωστόσο, η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εγκύρως εκδόθηκε για την ως άνω απαίτηση από τη δικαστή του Ειρηνοδικείου Θηβών, αφού σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχεία II μείζονα σκέψη, είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων, εις βάρος ΟΤΑ και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, για την οποία ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατά παραδοχή του σχετικού πρόσθετου λόγου ανακοπής, δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός τρίτος και τελευταίος λόγος έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός.

 

Το άρθρο 33 του ΚΠολΔ ορίζει, εκτός άλλων, ότι διαφορές που αφορούν τα δικαιώματα που πηγάζουν από σύμβαση, μπορούν να εισαχθούν στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Τόπος εκπλήρωσης της παροχής προς θεμελίωση της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου νοείται ο κατά το ουσιαστικό δίκαιο τέτοιος τόπος, δηλ., κατά σειρά, εκείνος που προκύπτει ρητά, ή σιωπηρά από τη σύμβαση, αλλιώς εκείνος που συνάγεται από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, αλλιώς εκείνος που καθορίζεται από τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 320-322 ΑΚ. Έτσι, αν πρόκειται για χρηματική αξίωση από σύμβαση, ο τόπος εκπλήρωσης της υποχρέωσης του οφειλέτη - εναγομένου, με βάση την οποία προσδιορίζεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου, αν δεν προκύπτει από τη σύμβαση ρητά ή σιωπηρά ή από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, είναι εκείνος που έχει την κατοικία του ο δανειστής ή την έδρα του, αν είναι νομικό πρόσωπο, κατά το χρόνο της καταβολής, εφ' όσον η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματος του δανειστή (ΑΠ 786/2000 Δνη 42/155, ΕφΑθ 579/2000 Δνη 41/809, ΕφΑθ 1083/1990 Δνη 33/607). Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από αναρμόδιο δικαστήριο, το οποίο φέρεται ως αρμόδιο εκ του τόπου καταβολής του τιμήματος, ενώ αυτός δεν είναι η πόλη της Θήβας, αλλά η πόλη της Λάρισας, όπου και το ταμείο του νομικού προσώπου. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι μη νόμιμος, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα την έκδοση διαταγής πληρωμής, ζητεί να υποχρεωθεί ο καθ' ου η αίτηση να της καταβάλει το τίμημα για την προς αυτόν πώληση, ήτοι η ένδικη αξίωση της είναι χρηματική, κατά συνέπεια, σύμφωνα με αυτά που προαναφέρθηκαν, εφόσον δεν προκύπτει ειδική συμφωνία ότι η καταβολή του χρηματικού τιμήματος θα γινόταν στη Λάρισα, ούτε αμφισβητήθηκε ότι ο τόπος έδρας της αιτούσας και της επαγγελματικής της εγκαταστάσεως είναι η Θήβα και αφού δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό από τη σύμβαση πωλήσεως, ούτε από τις περιστάσεις και τη φύση της ενοχικής σχέσης, ούτε άλλωστε ο ανακόπτων επικαλείται τα ανωτέρω, το οφειλόμενο προς την αιτούσα την έκδοση διαταγής πληρωμής, ποσό τιμήματος, ήταν καταβλητέο στη Θήβα.

 

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, διότι τα προσκομιζόμενα έγγραφα για την έκδοση της και δη το υπ' αριθ. .../04-08-2011 τιμολόγιο πώλησης και το υπ' αριθ. .../08-07-2011 δελτίο αποστολής, δεν φέρουν, το μεν πρώτο υπογραφή του παραλαβόντος ούτε σφραγίδα του ιδίου (του Δήμου), το δε δεύτερο φέρει μεν μονογραφή, η οποία είναι άγνωστο ποιος την έθεσε και αν συνεπώς τον δεσμεύει, δεν φέρει δε σφραγίδα και ονοματεπώνυμο του παραλαβόντος και συνεπώς δεν αποδεικνύεται ότι εκπληρώθηκε ή προσφέρθηκε προσηκόντως η παροχή, δηλαδή αν παραδόθηκαν τα οστεοφυλάκια με τον προσήκοντα τρόπο, με αποτέλεσμα από την έλλειψη προσκόμισης εγγράφου, που να αποδεικνύει ό τι η παροχή της καθ' ης έγινε εμπρόθεσμα και προσηκόντως, η απαίτηση να τελεί υπό αίρεση και συνεπώς να μην συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 623 και 624 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει όμως να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, διότι, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα ως άνω έγγραφα, στα οποία η προσβαλλόμενη στηρίχθηκε και τα μνημονεύει, τα πωληθέντα προϊόντα παρελήφθησαν από άτομο, με το επώνυμο «ΚΗΠΟΥΡΟΣ», το οποίο επώνυμο αναγράφεται στα στοιχεία παραλήπτη και υπεύθυνου παραλαβής, μαζί με το κινητό του τηλέφωνο και συνεπώς η προσβαλλόμενη, παραδεκτά στηρίχθηκε στο συνδυασμό των ανωτέρω εγγράφων (δελτίο αποστολής και Τιμολόγιο πώλησης) και εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Από τη διάταξη του άρθρου 4 § 1 του Συντάγματος, κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, προκύπτει ότι το Σύνταγμα θεσπίζει και την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (ΟλΑΠ 3/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 3/2006 ΕλΔ 2006.412, ΟλΑΠ 23/3004 ΝοΒ 2005.74, ΟλΑΠ 11/2003 ΧρΙΔ 200 3.512). Επιπλέον, με to άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.ΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων τυπική ισχύ, ορίζεται ότι «παν φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε Κράτους να θέτει σε ισχύ νόμους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της χρήσης αγαθών σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με το άρθρο αυτό κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΟλΑΠ 40/1998 ΕλΔ 1999.46, ΑΠ 104/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 272/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 7 § 2 του ν.δ/τος 496/1974 «περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Η εν λόγω διάταξη εισάγει προνομιακή υπέρ των Ν.Π.Δ.Δ. εξαίρεση, αφού καθιερώνεται ευνοϊκότερη υπέρ των τελευταίων, άνιση όμως, μεταχείριση, αναγνωρίζοντας σε αυτά το δικαίωμα να καταβάλουν με την ιδιότητα του οφειλέτη επί υπερημερίας ποσοστό τόκου 6%, ήτοι κατά πολύ μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες. Το επιτόκιο δε αυτό παραμένει σταθερό από το έτος 1974 μέχρι σήμερα, παρά τη σημαντική άνοδο του τιμαρίθμου και την αύξηση του πληθωρισμού, ενώ αντίθετα στο ίδιο χρονικό διάστημα το ποσοστό αυτό ήταν για τους ιδιώτες κατά πολύ υψηλότερο. Με την ευνοϊκή για τα Ν.Π.Δ.Δ. διάταξη αυτή, που καθήλωσε το επιτόκιο στο υποτετραπλάσιο του ποσοστού εκείνου που είχε, τον αντίστοιχο χρόνο, υποχρέωση να καταβάλει ο οφειλέτης ιδιώτης, θεσπίζεται στην ουσία περιορισμός της αστικής ευθύνης του Ν.Π.Δ.Δ., που οδηγεί στη μείωση της οφειλόμενης από αυτό αποζημίωσης, αλλά και αντίστοιχη μείωση της περιουσίας του δανειστή, για τον οποίο η απόφαση, αφότου καταστεί οριστική, γεννά απαίτηση σαφή και απαιτητή για την απόληψη του τρέχοντος επιτοκίου υπερημερίας. Την ευχέρεια αυτή την στερείται, υπό τις αυτές προϋποθέσεις συνδρομής υπερημερίας, ο ιδιώτης και έτσι ανατρέπεται, χωρίς αποχρώντα λόγο, η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας και των επιταγών για την προστασία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, στις οποίες επιταγές ασφαλώς υπάγεται και η αξίωση για πλήρη αποζημίωση. Μόνον το απλό ταμειακό συμφέρον του νομικού προσώπου δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή το γενικό συμφέρον και δεν είναι αρκετό να αναιρέσει την γενική αρχή της ισότητας, περί της οποίας έγινε ανωτέρω λόγος, και της ειδικότερης συνταγματικής επιταγής της ισότητας στα δημόσια βάρη του άρθρου 4 §§ 1 και 5, για τον πρόσθετο λόγο ότι η καθυστέρηση στην εξόφληση των υφιστάμενων υποχρεώσεων και η περιέλευση, εντεύθεν, του Ν.Π.Δ.Δ. σε υπερημερία, ανάγεται αποκλειστικά στον κύκλο των δικών του δραστηριοτήτων. Αντίθετη λύση διευκολύνει την παρελκυστική τακτική των Ν.Π.Δ.Δ. στην τακτοποίηση των υποχρεώσεων τους, αφού η επιβάρυνση με τόκους υπερημερίας, από τη σημειούμενη κάθε φορά καθυστέρηση, θα είναι σε σχέση με αντίστοιχη συμπεριφορά του ιδιώτη οφειλέτη δυσανάλογα μικρότερη. Επομένως, η διάταξη αυτή είναι αντίθετη προς τα άρθρα 4 § 1 και 20 § 1 του Συντάγματος, δυνάμει των οποίων δεσμεύεται συνταγματικά ο νομοθέτης, με βάση την αρχή της ισότητας, να ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, και, λόγω αυτής της αντίθεσης, ανίσχυρη, αφού διαμορφώθηκαν νέα νομικά δεδομένα, όπως οι διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 του π.δ. 166/2003 περί προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2000/35 της 29.6.2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών, τα οποία δεν δικαιολογούν τη διατήρηση της ισχύος προνομιακών ρυθμίσεων υπέρ των Ν.Π.Δ.Δ.. Περαιτέρω, η εν λόγω ρύθμιση βρίσκεται σε αντίθεση και με την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία προστατεύει το δικαίωμα σε δίκαιη (χρηστή) δίκη, αφού η αρχή της ισότητας των όπλων των διαδίκων, συνιστά στοιχείο της ευρύτερης έννοιας της δίκαιης δίκης (Απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. Πλατάκου κατά Ελλάδος της 11.1.2002). Επίσης είναι αντίθετη στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ίδιας σύμβασης, το οποίο προστατεύει την περιουσία του δανειστή του Ν.Π,Δ.Δ., ενόψει του ότι γίνεται προσβολή της περιουσίας του πρώτου, χωρίς, κατά τα ανωτέρω, να συντρέχει σοβαρός λόγος δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος, ιδιαίτερα μάλιστα αν ληφθεί υπόψη το κατά τα πολύ υψηλότερο ποσοστό του τόκου υπερημερίας που έχει υποχρέωση ο ιδιώτης να καταβάλει ως οφειλέτης, στην ίδια δεδομένη χρονική στιγμή, σε αντίθεση με τα Ν.Π.Δ.Δ. Το προνόμιο αυτό, ανεκτό από την έννομη τάξη, κατά το χρόνο που αυτό καθιερώθηκε (1974), δεν είναι νομικά λογικό, με τα δεδομένα των τελευταίων ετών, να εξακολουθήσει η διατήρηση του, ενόψει και της εισόδου της ευρωπαϊκής έννομης τάξης στο εθνικό μας δίκαιο και της έντονης τάσης των νομοθεσιών των κρατών μελών αλλά και της νομολογίας, για επανεξέταση και κατάργηση πολλών από τα δικονομικά και ουσιαστικά προνόμια, των οποίων απολάμβαναν το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ. έναντι των ιδιωτών. Σημειωτέον δε ότι η απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση Μεϊδάνης κατά Ελλάδος της 22.5.2008 έκρινε ότι τόσο η ρύθμιση του άρθρου 7 § 2 του ν.δ/τος 496/1974 περί λογιστικού Ν.Π.Δ.Δ. αναφορικά με το επιτόκιο υπερημερίας των Ν.Π.Δ.Δ., όσο και η ΟλΑΠ 3/2006 που έκρινε τη διάταξη αυτή συνταγματική, παραβίασε το δικαίωμα του συγκεκριμένου προσφεύγοντος στην περιουσία, όπως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. Απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση Μειδάνης κατά Ελλάδος της 22.5.2008 στη ΔΙΚΗ 2003.704, τη μειοψηφούσα γνώμη στην ΟλΑΠ 3/2006 ΕλΔ 2006.412, Ολ.Ε.Σ. 513/2009 ΑρχΝομ 2009, 250, Σ.τ.Ε. 781/2009 Αρμ 2009.929, Σ.τ.Ε. 802/2007 ΕΔΚΑ 200, 240, ΔΕφΑΘ 17/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, και τα Ν.Π.Δ.Δ., όπως είναι και οι Ο.Τ.Α., οφείλουν τόκους υπερημερίας με βάση το επιτόκιο που ισχύει για όλους τους πολίτες και τα νομικά πρόσωπα και όχι με βάση το μειωμένο επιτόκιο που καθορίζει η ως άνω αντισυνταγματική και αντίθετη προς το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.ΔΑ) και προς το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ίδιας σύμβασης διάταξη του άρθρου 7 § 2 του ν.δ/τος 496/1974. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ανακόπτων, με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ισχυρίζεται ότι μη νομίμως η ανακοπτόμενη επιδίκασε τόκους με επιτόκιο υπερημερίας, που ισχύει για τους ιδιώτες. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής, ωστόσο, είναι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, μη νόμιμος, αφού και τα Ν.Π.Δ.Δ., όπως είναι και οι Ο.Τ.Α., οφείλουν τόκους υπερημερίας με βάση το επιτόκιο, που ισχύει για όλους τους πολίτες και τα νομικά πρόσωπα και όχι με βάση το μειωμένο επιτόκιο που καθορίζει η ως άνω αντισυνταγματική και αντίθετη προς το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και προς το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ίδιας σύμβασης διάταξη του άρθρου 7 § 2 του ν.δ/τος 496/1974. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση στην ουσία της, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολο της, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο με σκοπό να εξεταστεί στην ουσία της (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να δικαστεί η από 08-06-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 152/11-06-2012 ανακοπή και το από 25-07-2012 και με αριθμό κατάθεσης 203/26-07-2012 δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής, να απορριφθούν αυτά και να επικυρωθεί η υπ' αριθ. 219/2012 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Θήβας. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι οι κανόνες δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερείς (άρθρα 179,183 ΚΠολΔ), καθόσον την εφαρμογή του άρθρου 179 ΚΠολΔ δεν αποκλείει κατά την αληθή της έννοια, η διάταξη του άρθρου 22 § 1 του ν. 3693/1957 (ΟλΑΠ 32/1993, ΟλΑΠ 18/1993, ΟλΑΠ 1221/1975, ΑΠ 433/1989), ενώ πρέπει να επιστραφεί στην εκκαλούσα το κατατεθέν από αυτήν παράβολο (άρθρο 495 παρ. 5 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και ουσιαστικώς την έφεση.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 183/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θηβών.

 

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 08-06-2012 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 152/11-06-2012 ανακοπή και το από 25-07-2012 και με αριθμό κατάθεσης 203/26-07-2012 δικόγραφο προσθέτων λόγων ανακοπής.

 

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ' αριθ. 219/2012 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Θήβας.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, στην εκκαλούσα.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του στη Θήβα, στις 21/08/2017.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ